Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Οταν είσαι μακριά τους με πυρετό


Γράφω στους δυο σας από μακριά, από ένα υπόγειο κάπου στον 6ο όροφο σε μια χώρα μακρινή, μακρινή όσο η απόσταση, μακρινή όσο τα πρόσωπα που διασταυρώνονται σε δυο παράλληλα βαγόνια που τρέχουν σε αντίθετες κατευθύνσεις και ύστερα χάνονται.
Εδώ μονίμως βρέχει και είναι περίεργο να κοιτάς τους δρόμους από ψηλά, όλους αυτούς που προσπαθούν να προφυλαχτούν βιαστικά με εφημερίδες, με ξαφνιασμένες ομπρέλες ή τρέχοντας να στριμωχτούν κάτω από ένα πρεβάζι.
Είμαι εδώ με τον πυρετό της εξάντλησης, περισσότερο κούραση παρά πυρετός, ψάχνω τον κενό μου χρόνο, τα άδεια δευτερόλεπτα.
Η θερμοκρασία δεν έχει σύνορα και αντίθετα απ' όσα πιστεύουμε, η θερμοκρασία μας δεν μετριέται. Προσαρμόζει το περιβάλλον στη δική μας αδυναμία, μας σκαρφαλώνει μονίμως στους 6ους ορόφους μακριά από αυτούς που αγαπάμε, να παρατηρούμε τους περαστικούς και τη σκέψη μας, να γινόμαστε όλοι μας θερμόμετρα της γύρω μας κανονικότητας. Ακόμα και όταν βρέχει.
Η επικράτειά σου συρρικνώνεται. Τα σημεία αναφοράς σου συνεχώς λιγοστεύουν. Τίποτα δεν έχει έκταση και κάθε τι είναι ένα σημείο που συμβαίνει ξανά και ξανά σε έναν ατελείωτο ενεστώτα με κόκκινα μάτια, βραχνή φωνή και σωματική εξάντληση.
Τότε γυρνάς στις εικόνες που σε περιέχουν. Οχι υγιή αλλά ιδεατό. Στον γιο σου να σου ζητά να τον πάρεις αγκαλιά, να διεκδικεί επιβεβαίωση στις παράλογες παιδικές του βεβαιότητες, τη σύντροφό σου να σας κοιτά με ένα χαμόγελο συνενοχής και πληρότητας. Τον χρόνο τον ίδιο τις στιγμές αυτές. Τότε που είναι ελατός και παίρνει το σχήμα της μικρής συλλογικής σας επιθυμίας.
Και η επικράτειά σου μεγαλώνει και πάλι. Σαν τρύπα που κάνει η καύτρα απ' το τσιγάρο πάνω σε καλοκαιρινό χάρτινο τραπεζομάντιλο ταβέρνας. Κάθε τι λάθος καίγεται ευχάριστα (παρ' όλο που έχεις πυρετό).
Και τότε γυρίζω πίσω στα τετριμμένα. Διαβάζω σκόρπια ειδήσεις από ό,τι συμβαίνει πίσω, για γέρους γκάνγκστερ στα γήπεδα (με την ευλογία της Μπαναγίας), για νέες μικρές αποκαλύψεις σκανδάλων, για αυτή την παντός καιρού αποσάθρωση που είναι η δική μας μετεωρολογική κανονικότητα.
Και μαζί τύμπανα πολέμου, απειλές, αναφορές στο ένδοξο παρελθόν και τους ακόμα ενδοξότερους μύθους.
Ολη αυτή την κουβέντα καφενείου που κανονικοποιεί τον πόλεμο. Ως πυγμή και ως προβολή ενός φαντασιακού χωρίς αίσθηση συνεπειών, ως εισβολή στην καθημερινότητα της φρίκης με όρους επιδεικτικού χαμόγελου, ως επίδειξη ματσίλας, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για επίδειξη υπέρλαμπρης βλακείας.
Με τρόπο όμοιο με αυτόν του γηπέδου, τα πάντα να διακυβεύονται για ένα τίποτα, για ένα φαντασιακό που φούσκωσε με άδειο και έσκασε με πάταγο πάνω από ζωές και ανθρώπους.
Και οι περαστικοί προσπαθούν να προφυλαχτούν βιαστικά με εφημερίδες, με ξαφνιασμένες ομπρέλες ή τρέχοντας να στριμωχτούν κάτω από ένα πρεβάζι. Και τη στιγμή εκείνη η αδυναμία του σώματος γίνεται αδυναμία να επιστρέψεις πίσω γρήγορα.
Και τότε γυρίζεις πίσω στον πυρετό σου. Μα δεν είναι η αδυναμία του σώματος αλλά είναι το σώμα ως αδυναμία. Ως άρνηση λειτουργικότητας στις επιταγές που επιβάλλουν οι συνθήκες, ως μη συμμόρφωση με τα χρέη που σου αναλογούν. Ως μια συνθήκη απόστασης ανάμεσα σε αυτά που θες και αυτά που μπορείς να καταφέρεις.
Και ξέρεις πως όλα αυτά είναι λίγο-πολύ χαζομάρες. Πως ο πυρετός είναι χαμηλός και θα πέσει, πως λείπεις για λίγες μέρες και πως σε ακόμα πιο λίγες θα είσαι πάλι πίσω και πως τελικά πόλεμος το πιθανότερο είναι να μη γίνει.
Αλλά, δεδομένης της κατάστασης, σκέφτεσαι την κάθε συνθήκη στο ακραίο της ενδεχόμενο. Και σκέφτεσαι τι σημαίνει επιστρέφω.
Επιστρέφω στην κανονικότητα του σώματος ή επιστρέφω στην πατρίδα. Και τελικά το μόνο που ξεχωρίζεις είναι τα πρόσωπα που αγαπάς.
Γιατί τελικά η μόνη πατρίδα είναι η οικογένεια που επέλεξες, η οικογένεια που έφτιαξες. Ολα τα άλλα είναι σημαίες για νεκρούς στρατιωτικούς, που ποτέ δεν πολέμησαν.
Παρίσι, 38 και 2, 12/3

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: