Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

ΕΡΤ: Πίσω από τη σπασμένη οθόνη



Εδώ και 12 μέρες, από την Τρίτη 12/6 στις 23:15, την ώρα που μαύρισαν τα κανάλια της ΕΡΤ και μαζί τους οι μισοί τηλεοπτικοί αριθμοί στο κοντρόλ (ΡΙΚ, Κανάλι Βουλής, CNN, Deutsche Welle κ.ά.) βιώνουμε μια κατάσταση μετατραυματικής διαταραχής. Είναι ίσως πολύ νωρίς για να αντιληφθούμε τι σημαίνει πραγματικά το κλείσιμο της ΕΡΤ, τόσο στη δική μας καθημερινότητα, όσο και στην καθημερινότητα των ακριτικών περιοχών, των Ελλήνων του εξωτερικού, τόσων και τόσων διαφορετικών περιπτώσεων. Η ίδια η πολυσημία της ΕΡΤ μας εμποδίζει να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για το τι πλησιάζει από το μέλλον και για το τι μουτζουρώνεται στο παρελθόν (είμαι αλήθεια περίεργος να μάθω τι γνώμη έχουν για τον Αντώνη Σαμαρά και το επιτελείο του ο Πίκος-Απίκος, ο Δυστροπόπιγκας και ο Ρούχλας που είναι Λα). Το μόνο που είναι απόλυτα ορατό, είναι ό,τι ξεχύνεται από την άγρια τομή στο παρόν που άνοιξε η κυβέρνηση: 2.660 απολυμένοι μέσα σε λίγες ώρες, ένας αυταρχισμός που ξεσκίζει την όποια πρόφαση κοινοβουλευτικού μανδύα, φίμωση και λογοκρισία.

Για την ελευθερία του Τύπου

Είναι ενδεικτικό πως στην έκθεσή τους για την ελευθερία του Τύπου για το 2013, οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα τοποθετούν την Ελλάδα στην 84η θέση, αρκετά κάτω από χώρες με ισλαμική δημοκρατία όπως η Μαυριτανία (67η θέση), ή από χώρες με σχεδόν απόλυτη μοναρχία όπως το Μπουτάν (82η θέση, πρώτες –τύποις– εκλογές το 2008). Το λίκνο, λοιπόν, της δημοκρατίας βρίσκεται χαμηλότερα από χώρες όπως η Κένια, η Τανζανία και η Ζάμπια, ενώ μετά την «τολμηρή και ριζοσπαστική τομή» της Νέας Δημοκρατίας (έτσι ονομάζεται το κλείσιμο της ΕΡΤ) μοιάζει ικανή να αναμετρηθεί με χώρες όπως η Γουινέα (86η), η Μαδαγασκάρη (88η) και η Γκαμπόν (89η). Το γεγονός πως οι τρεις αυτές χώρες έχουν δικτατορικά καθεστώτα δεν πρέπει να μας προβληματίζει, αφού η δική μας δημοκρατία δεν γνωρίζει αδιέξοδα. Τη στιγμή αυτή η Ελλάδα είναι μάλλον η μόνη χώρα στον κόσμο χωρίς δημόσια μέσα ενημέρωσης. Και ενώ η πρώτη μέριμνα μιας δικτατορίας θα ήταν να κλείσει όλα τα ιδιωτικά κανάλια και τις ιδιωτικές εφημερίδες, στο θαυμαστό νέο κόσμο της χρεοκρατούμενης Ελλάδας –με την καλειδοσκοπική διάθλαση και την αντιστροφή των όρων, των αρχών και των λέξεων– είναι τα μέσα ιδιωτικού συμφέροντος αυτά που καλούνται να υπηρετήσουν το ιερό λειτούργημα της ενημέρωσης (αντικειμενικά πάντα και προφανώς μακριά από συμφέροντα) και η δημόσια τηλεόραση αυτή που είναι ενοχλητική και κλείνει.

Υποκρισία και αυταρχισμός

Η ανερυθρίαστη υποκρισία του αυταρχισμού έκανε άλλωστε την εμφάνισή της μαζί με τη φαιδρή φιγούρα του Σίμου Κεδίκογλου το απόγευμα της προηγούμενης Τρίτης. Και αυτό γιατί ο Σίμος Κεδίκογλου είναι η απόλυτη ενσάρκωση όλων όσων καταγγέλλει: μέσα από τις διαδικτυακές δημοσιεύσεις του πρώην διευθυντή ειδήσεων της ΕΡΤ Γιώργου Κογιάννη και του πρώην αρχισυντάκτη της ΕΤ1 κ. Γιάννη Κριτσαντώνη μαθαίνουμε πως ο σημερινός κυβερνητικός εκπρόσωπος (ανάμεσα στα άλλα) διορίστηκε στην ΕΡΤ ελέω πατρός (του βουλευτή και υπουργού του ΠΑΣΟΚ Βασίλη Κεδίκογλου), σπούδασε στο εξωτερικό με λεφτά της ΕΡΤ, υπέγραψε σύμβαση αορίστου χρόνου όταν οι υπόλοιποι συνάδελφοί του ήταν συμβασιούχοι των δύο μηνών και… και… και… Από τη σημερινή του θέση, ο Σίμος Κεδίκογλου διόρισε όλους όσους σήμερα κατηγορεί για κακοδιαχείριση και αδιαφάνεια. Σύμφωνα με πρόσφατες καταγγελίες, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος με προσωπικές παρεμβάσεις και τηλεφωνήματα, διόρισε 24 δικά του άτομα στην ΕΤ3 τους τελευταίους μήνες, ενώ στο ίδιο διάστημα δεν ανανεώνονταν λήγουσες συμβάσεις δημοσιογράφων και τεχνικών. Οι συνολικές αμοιβές των 24 αυτών προσληφθέντων, αντιστοιχούσαν στη μισθοδοσία 180 εργαζομένων της ΕΤ3. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, η κυβέρνηση προκειμένου να επιβάλει τις αποφάσεις της ταυτίζει ένα φαινόμενο με τα όποια συμπτώματά του –συμπτώματα βέβαια για τα οποία η ίδια ευθύνεται– και απαξιώνει έναν ολόκληρο εργασιακό κλάδο (παλαιότερα οι εργαζόμενοι στο μετρό, αργότερα οι καθηγητές και τώρα οι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ). Και ενώ ο πρωθυπουργός κλείνει την ΕΡΤ επικαλούμενος λόγους διαφάνειας και εξυγίανσης, μια μέρα μετά βραβεύει τον Δημήτρη Μελισσανίδη στο Μέγαρο Μουσικής κατά του οποίου εκκρεμούν ακόμα οι υποθέσεις για λαθρεμπόριο πετρελαίου και για απειλές κατά της ζωής δημοσιογράφων…
Παρά τις όποιες δυσλειτουργίες, η ΕΡΤ δεν αποτελούσε μόνο ένα δημόσιο μέσο, αλλά ταυτόχρονα μια διαφορετική κατεύθυνση προς την οποία θα μπορούσε να κινηθεί η τηλεόραση. Ίσως να μην έφτανε πάντα στο στόχο αλλά σίγουρα έδειχνε προς τα εκεί. Με το κλείσιμο της ΕΡΤ η κυβέρνηση παύει και όλες τις τηλεοπτικές εναλλακτικές επιβάλλοντας τη δική της κουλτούρα. Μια κουλτούρα όπου οι ποιητές είναι λαπάδες (Κούβελας), όπου η ζωή των μεταναστών πρέπει να γίνεται δύσκολη ώστε να αισθάνονται ανεπιθύμητοι (Άδωνις), μια κουλτούρα που ταυτίζει Λιλιπούπολη με το Ράδιο Μόσχα (Αβέρωφ). Σκυλάδικο, αυταρχισμός και εθελοδουλία.

Η μαύρη οθόνη

Καλώς ήρθατε, λοιπόν, στα λιβάδια του μαύρου, εδώ που το κάθε χρώμα είναι σύνθημα αντίστασης και η κάθε λάμψη ποινικοποιείται. Εδώ που οι ισχυροί απαξιούν τόσο μέσα στα αλαζονικά τους τεντώματα ώστε να αδιαφορούν ακόμα και να τοποθετήσουν μια μακέτα στη θέση του μαύρου –έστω με τον νεοδημοκρατικό Φοίνικα του Μπουεναβεντούρα Μουρούτη και των στρατιωτών της Ομάδας Αλήθειας. Η κυβέρνηση καδράρει το σκοτάδι, τοποθετεί ένα μαύρο τετράγωνο στο κέντρο κάθε σαλονιού, μπροστά από κάθε οικογένεια. Δεν κοιτάμε πια την τηλεόραση, αυτή μας κοιτά με το βουβό της βλέμμα, μέσα από το κορνιζαρισμένο της κενό. Εξετάζει, απειλεί, απαγορεύει. Ένα μάτι χωρίς βλέφαρα, μας εξιστορεί την πηχτή σιωπή του, τον εκκωφαντικό βόμβο της παύσης και μας επιβάλλει να τον επαναλάβουμε στην εντέλεια. Σκοτάδι, λοιπόν, γύρω, χωρίς μια μαρμαρυγή, όπως έλεγε ο παλιός ο ποιητής μας; Ο κόσμος μέσα και έξω από το Ραδιομέγαρο δείχνει να διαφωνεί. Ας είναι, λοιπόν, το πλήθος, μέσα στο συνεχές ανακάτεμα και στην ασταμάτητη ροή του, μέσα στην αντίφαση και τις αντιθέσεις του από το συνδυασμό στη σύνθεση ένα νέο, δικό μας χρώμα.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Ο ήχος της Πόλης: Τουρκικές εξεγέρσεις, ελληνικά ΜΜΕ







«Ταγίπ, απαγόρευσες το αλκοόλ
και ο λαός είναι πια νηφάλιος»
(σύνθημα σε τοίχο
της Κωνσταντινούπολης)


Κατά τη διάρκεια του Δεκέμβρη, κατά τη διάρκεια των Αγανακτισμένων και των πλατειών, η επιστροφή από τις διαδηλώσεις συνοδευόταν πάντα από μια ατελείωτη διαδικτυακή περιπλάνηση, μια αναζήτηση και ενημέρωση για τις κινήσεις αλληλεγγύης στις πέρα χώρες. Η εκφρασμένη αλληλεγγύη δεν αποτελούσε απλά μια στιγμή ματαιόδοξης ανάτασης, η αλληλεγγύη ήταν αυτό που σε ξύπναγε από τη μοναξιά, που σε έκανε να καταλάβεις τη σημασία των όσων συνέβαιναν γύρω σου, τη σημασία της δικής σου συμμετοχής σε μια χειρονομία πολλαπλή και πλατιά η οποία ξεπερνούσε τα σύνορα της χώρας. Σήμερα, περνάμε στην απέναντι όχθη. Είμαστε εμείς που κοιτάμε, εμείς που ενημερωνόμαστε, εμείς που καλούμαστε να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας, προς γεγονότα οικεία που συμβαίνουν μακριά.
Η ενημέρωση για τα γεγονότα της Τουρκίας σε μεγάλο βαθμό προέρχεται από τη διαδικτυακή τους διάχυση. Όπως σε τόσες περιπτώσεις εξεγέρσεων τα τελευταία χρόνια, το διαδίκτυο είναι ένα από τα βασικά εργαλεία συντονισμού των κινήσεων και επικοινωνίας τους με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό άλλωστε το αναγνωρίζει και ο Ερντογάν ο οποίος σε συνέντευξή του δήλωσε: «Κατά την άποψή μου τα κοινωνικά δίκτυα είναι ο μεγαλύτερος μπελάς της κοινωνίας». Μάλιστα, η τουρκική κυβέρνηση θέλοντας να αποδείξει πως δεν κάνει δηλώσεις τυχαία, προχώρησε σε μαζικές συλλήψεις χρηστών του twitter με την κατηγορία της υποκίνησης ταραχών.

Το ξένο είναι πιο καλό

Παρόλα αυτά, τα συμβατικά μέσα μετέδωσαν, περιέγραψαν και σχολίασαν τα γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη. Στην αρχή με αμηχανία, στη συνέχεια με ένταση και αγανάκτηση. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε την αντιστροφή της ρητορικής, το πώς όλοι όσοι κατά τη διάρκεια του Δεκέμβρη και των Πλατειών έκαναν λόγο για πλιατσικολόγους, εξτρεμιστές και ημίτρελους, τώρα μιλούν με τα πιο κολακευτικά λόγια για τους γενναίους Τούρκους διαδηλωτές. Πώς όσοι ταύτιζαν και ταυτίζουν την κάθε αντίδραση στις μνημονιακές πολιτικές με την τρομοκρατία μιλούν ταυτόχρονα με ενθουσιασμό για μια τουρκική μάχη για τη δημοκρατία.
Στις αναλύσεις τους για τα γεγονότα στην Τουρκία, οι σχολιαστές βλέπουν ή περιγράφουν μονομερώς ένα πολύπλοκο μωσαϊκό αντιφάσεων, επιθυμιών και αναγκών. Δεν γράφουν για τις κοινωνικές συγκρούσεις, για την έκφραση της πολιτικής δυσαρέσκειας, για την αντίθεση στο βάθεμα των κοινωνικών ανισοτήτων. Δεν ευθύνεται για την εξέγερση το ποσοστό της φτώχειας το οποίο έχει ξεπεράσει το 18% του πληθυσμού, το γεγονός πως το 60% του τουρκικού λαού είναι χρεωμένο στις τράπεζες, ή το μεγάλο ποσοστό παιδικής θνησιμότητας. Ως αποκλειστικός υπεύθυνος καταγράφεται η αλαζονεία του Σουλτάνου Ερντογάν και η κρυφή ισλαμική ατζέντα. Όχι η κλιμάκωση και η σκληρότητα της καταστολής, αλλά το γεγονός ότι οι αεροσυνοδοί στην Τουρκία φορούν μαντίλα.
Με κάθε τίτλο και τιμή...

Έτσι, ο Αλέξης Παπαχελάς μας περιγράφει τη μέθη του Ερντογάν για εξουσία, το «σύνδρομο μεγάλης αλαζονείας» από το οποίο πάσχει για να καταλήξει: «Ένας ηγέτης θέτει πάντοτε σε κίνδυνο την ισχύ του, όσο δυνατός κι αν είναι, όταν η αλαζονεία του φτάνει στο ζενίθ και δεν κρύβεται» (προφανώς οι ανακοινώσεις της ελληνικής κυβέρνησης περί οικονομικού θαύματος, ενώ η κρίση βαθαίνει δεν μπορούν να περιγραφούν ως αλαζονικές). Αντίστοιχα, ο Πάσχος Μανδραβέλης περιγράφει: «Αντιστοίχως και στην Τουρκία ήταν πολλά μικρά πραγματάκια που σώρευσαν τη δυσαρέσκεια. Κυρίως η αλαζονεία του τούρκου πρωθυπουργού και εκείνη η περίεργη αίσθηση στον πληθυσμό ότι δεν υπάρχει άλλη πολιτική διέξοδος παρά μόνο η ευθεία αναμέτρηση στους δρόμους». Ο Ι.Κ. Πρετεντέρης σε άρθρο του στα Νέα (υπό τον ωραιότατο τίτλο «Σιγά μην κλάψω!») αφού θα παραδεχτεί αρχικά την άγνοια του για το θέμα (Δεν έχω καταλάβει ακόμη ποιοι πλακώνονται με ποιους στην Τουρκία, ούτε νομίζω ότι είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς. Μου αρκεί που πλακώνονται) στη συνέχεια θα επιδοθεί σε ασκήσεις μισάνθρωπου οριενταλισμού περιγράφοντάς μας τη σύγκρουση των δύο πολιτισμών: «Λυπάμαι αλλά ισλαμισμός και δημοκρατία είναι έννοιες καταρχήν ασύμβατες», «Υπ’ αυτήν την έννοια, σιγά που θα κλάψω! Και δεν έχω κανένα πρόβλημα αν πάσης φύσεως ή αποχρώσεως ισλαμιστές πλακώνονται μεταξύ τους –στην Τουρκία, στη Λιβύη, στη Συρία ή οπουδήποτε αλλού. Το θεωρώ απείρως προτιμότερο από το να οπλίζουν από κοινού τη Χεζμπολάχ, τη Χαμάς ή την Αλ Κάιντα και να στέλνουν διάφορους παρανοϊκούς μουτζαχεντίν να ματώνουν το δυτικό κόσμο». Ως μοναδικός υπεύθυνος (παρόλο που ο δημοσιογράφος αποδέχεται πως δεν γνωρίζει το θέμα) κρίνονται οι επιλογές του Ερντογάν σε σχέση με τη θρησκεία οι οποίες -προφανώς- ταυτίζονται με την τρομοκρατία, αφού έχουν σχέση με το Ισλάμ (μεγάλο ενδιαφέρον είχε και το σημείο του άρθρου όπου ο δημοσιογράφος εξανίσταται για τον τρόπο κάλυψης των πορειών από την τουρκική τηλεόραση).

Χαμόγελο από το μέλλον

«Οι διαδηλωτές που υποκινούνται από αντικυβερνητικές οργανώσεις και έχουν προκαλέσει τις πιο έντονες ταραχές εδώ και χρόνια, βαδίζουν χέρι-χέρι με την τρομοκρατία», «Δεν μπορούμε να παραμείνουμε θεατές στο γεγονός ότι μερικοί πλιατσικολόγοι πηγαίνουν στην πλατεία και προκαλούν το λαό μας», «Οι διαδηλωτές βλάπτουν αθώους πολίτες και καταστρέφουν περιουσίες», οι παραπάνω φράσεις ειπώθηκαν από τον Ταγίπ Ερντογάν κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων. Ταυτόχρονα, όμως, έχουν διατυπωθεί με κρυστάλλινη ομοιότητα, από τους δημοσιογράφους-επικριτές που αναφέρθηκαν πριν σχολιάζοντας τις δικές μας –φυσικά τελείως διαφορετικές– περιπτώσεις.
Αυτό που μας αφορά άμεσα στα γεγονότα της Τουρκίας, αυτό που στρεβλά περιγράφεται από τους δημοσιογράφους ως μια περίπτωση τελείως διαφορετική και ξένη, είναι πως η συσσωρευμένη οργή και η δυσαρέσκεια ξεσπούν αυθόρμητα σε στιγμές που δεν μπορείς ούτε να προβλέψεις, ούτε να σχεδιάσεις. Ό,τι δεν συνέβη με την απαγόρευση της πορείας της Πρωτομαγιάς, συνέβη με αφορμή την κοπή δέντρων. Ας είναι, λοιπόν, ο αγώνας των ανθρώπων της Τουρκίας, ανάμεσα στα άλλα, και μια κίνηση παρηγοριάς για τη δική μας κινηματική μελαγχολία, ένα χαμόγελο που επιστρέφει από κάποιο δικό μας μέλλον.


(στην εφημερίδα Εποχή)

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Τα Τανκς της δημοκρατίας




                                                   Θεία Χάρις,
ο Παττακός ζει- ο Παττακός ξυπνάει στις πέντε παρά τέταρτο τα χαράματα- για κολύμπι και διατάσεις-απόψε μιλάει στο ξενοδοχείο Καλυψώ- στην Ανάβυσσο- ο σύλλογος αποστράτων έχει ετοιμασίες- ήδη γυαλίζουν τα κέρατα των βαλσαμωμένων ταράνδων-φωταγωγούν την αίθουσα των γαμήλιων τελετών και βγάζουν απ’ τα πατάρια τις παλιές πορσελάνες- με το οικόσημο της δικέφαλης μαρμαρωμένης μηλιάς-και του αέναα υποσχόμενου τράγου-
(Γιώργος Πρεβεδουράκης, Κλέφτικο εκδόσεις Πανοπτικόν, 2013)

Τις τελευταίες μέρες, μιλώντας τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης και της Τουρκίας, πολλοί δημοσιογράφοι και σχολιαστές περιέγραψαν το καθεστώς της χώρας ως περίπου δικτατορικό, τον Ερντογάν ως περίπου δικτάτορα ή έστω περίπου σουλτάνο της αλαζονείας. Σε μεγάλο βαθμό είναι οι ίδιοι σχολιαστές της πολιτικής καθημερινότητας, που κάθε φορά που καταγγέλλονται μη δημοκρατικές πολιτικές της κυβέρνησης και εφαρμογές που θυμίζουν την περίοδο της επταετίας κάνουν λόγο για ακραίο και επικίνδυνο λαϊκισμό που τρέφει τα άκρα και γεννά τη βία. Κατά τη χρήση των λέξεων και των όρων  κατά περίπτωση συναντούμε άλλοτε τη δημοσιογραφική προχειρότητα μιας βιαστικής περιγραφής και άλλοτε την επιβολή ενός ηθικίστικου εξορκισμού  που θα αντικαταστήσει το όποιο επιχείρημα απαξιώντας να μιλήσει για όποια ουσία. Σήμερα που απομακρυνόμαστε βιολογικά όλο και περισσότερο από την επταετία, σήμερα που βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο στην κρίση και στις επιπτώσεις της, καλούμαστε να εξετάσουμε πόση μεταφορά και πόση κυριολεξία έχουνε μέσα τους λέξεις όπως ‘’χούντα’’ ή ‘’δικτατορία’’ (και φυσικά ‘’δημοκρατία’’), καθώς επίσης και να εξετάσουμε το ποια είναι η νέα τους λειτουργική χρήση και ποιο το νέο νόημα που τους δίνει.
Η απειλή πραξικοπήματος,  υπήρξε μια κατάσταση απολύτως πραγματική τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ήδη από τις πρώτες μέρες της δημοκρατίας, υπήρχαν φήμες για απαγωγή του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και πληροφορίες για πραξικοπηματικές κινήσεις από τις ομάδες καταδρομών. Το 1975 αποτράπηκε το λεγόμενο ‘’πραξικόπημα της πυτζάμας’’ και λίγους μήνες μετά υπήρξε έντονη φημολογία για φιλοβασιλικό πραξικόπημα. Αντίστοιχα το 1976 και το 1978. Με το ερχομό του ΠΑΣΟΚ η φημολογία αναπτύχθηκε και στον διεθνή τύπο ενώ οι ασκήσεις ετοιμότητας του ‘82, ’83 και ’84, ερμηνεύτηκαν ως αντιδράσεις σε κινήσεις του στρατού.  Το 1988, την περίοδο των σκανδάλων και του Κοσκωτά, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα κάνει δηλώσεις στην ιταλική La Repubblica λέγοντας πως δεν μπορεί να αποκλείσει μια περιορισμένη ανταρσία στο στράτευμα.
Κατά τις δεκαετίες της (πλασματικής) ευημερίας το 1990 και το 2000, η χούντα έπαψε να αποτελεί φόβο και σταμάτησε να χρησιμοποιείται ως απειλή (κάτι το οποίο έκανε π.χ. ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1981 προειδοποιώντας το ΠΑΣΟΚ για σχετικές φήμες έτσι ώστε  να το αποτρέψει από τις όποιες ριζοσπαστικές του πολιτικές). Διωγμένη κάπου ανάμεσα στο παρελθόν και την ιστορία, η χούντα έγινε δείκτης που περιέγραφε την ποιότητα της εκάστοτε δημοκρατίας, σύνθημα απαξίωσης.  Η αναφορά στη δικτατορία έγινε καταγραφή της δυσαρέσκειας για ό, τι πήγαινε στραβά στη δημοκρατία.
Όλα άλλαξαν με τον ερχομό της κρίσης. Μέσα στον γενικότερο φόβο και την ένταση της σημερινής δυσαρέσκειας και ρευστότητας βιώνουμε την χούντα ως ανάμνηση ενός μη βιωμένου εφιάλτη. Από την παρουσία της Χρυσής Αυγής στη βουλή και πολύ περισσότερο στην καθημερινότητα μας, μέχρι μια σειρά δημοσιεύματα όπως το ‘’Το πραξικόπημα  που δεν έγινε’’ στο Βήμα (όπου οι υποθέσεις και οι αόριστες φημολογίες χρησιμοποιήθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία για κίνηση πραξικοπήματος), το ‘’Πραξικόπημα χωρίς βία!’’ της Τζίνας Δαβιλά στο Protagon (όπου φτιάχνεται η αγιογραφία του στρατιωτικού Φράγκου Φραγκούλη, με το επιχείρημα πως ένα πραξικόπημα από τον συγκεκριμένο στρατιωτικό θα ήταν απείρως καλύτερο από την σημερινή δημοκρατία. Το κείμενο κατέβηκε από το σάιτ αλλά επιβιώνει δημοσιευμένο στο infowar) και τέλος τη γνωστή πρόσφατη δημοσκόπηση της Ελευθεροτυπίας με τον εύηχο τίτλο ‘’Σκατα!’’ η Χούντα νεκραναστένεται ως απειλή, ως φόβος και τελικά ως εργαλείο που θα δικαιολογήσει κάθε τι αντιδημοκρατικό που εφαρμόζει η δημοκρατία. Στην Ελλάδα των βασανιστηρίων, των συνεχόμενων επιτάξεων, της ανόδου του ρατσισμού και των προφυλακίσεων που μπορούν να διαρκούν 2,5 χρόνια χωρίς δίκη, η ανάσα του μη-δημοκρατικού χαϊδεύει τον σβέρκο μας ενώ ταυτόχρονα μας απειλεί για κίνδυνο κατάργησης της δημοκρατίας. Και όπως περιέγραφε σε παλαιότερο κείμενο του ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος (‘’Οι τελευταίοι’’) φαίνεται πως υπάρχουν στιγμές που η εκάστοτε εξουσία προσπαθεί να μας πείσει πως η καλύτερη άμυνα της δημοκρατίας είναι η αυτοκατάργηση της και πως επίσης ‘’κανένας Δημοκράτης δεν ομολογεί ότι το καθεστώς που θέτει το δίλημμα: ''H εγώ η τα τανκς'' ,στην πραγματικότητα κυβερνά ήδη με τα τανκς’’
Κάποια πράγματα παύουν και ύστερα ξεχνιούνται, άλλα επιστρέφουν απαράλλακτα και άλλα μετεωρίζονται αναζητώντας μια νέα, πιο φωτογενή ενσάρκωση του παλιού εφιάλτη. Και κάποτε ίσως να έρθει μια μέρα καλύτερη όπου η δική μας εποχή ίσως να λειτουργεί ως απειλή, ως φόβος και ως προειδοποίηση για κάποιο παρόν κάπου στο μέλλον…
 Ο ποιητής πάντως συνεχίζει:
            Θεία Χάρις
τι σόι κόκκαλα φοράει το σκοτάδι;
             πώς είναι  εκεί;                                            έχει θρόισμα;
                                         εδώ-όπως τ’ άφησες-
φοράμε τ’ αλεξίσφαιρα –και καλά-
                  μα η ζωή μας σημαδεύει στο κεφάλι
                         πίσω από τους αριθμούς
στα σπιτίσια τσιγάρα μας- στα πνιγμένα ποτά μας
στα εξτραδάκια και στις ανάσες από συντάξεις προγονικές
στο βραδινό καυγά μας με μια σημαία λευκή καθώς πετάμε πετσέτα
                   σ’ ετούτη την κατάληξη κάθε παραμυθίας
κανένας δεν λυτρώθηκε από την γραμμικότητα της αγάπης
κανένας δεν λυτρώθηκε από την κυκλικότητα της σιωπής
ανυπεράσπιστοι- οι μελλοζώντανοι και οι νεκροί-
ανυπεράσπιστοι-από το μίσος του ‘’μεσαίου πολίτη’’-
παντού και πάντα ανέτοιμοι για τον καιρό της ξηρασίας
                 σ’ ετούτο το ξεκίνημα της νέας παραμυθίας:
                               ψωμί-ανία-παιδοκτονία
δεν βρίσκει άσυλο το χαμένο τους σύνθημα
δεν είναι           εδώ-----------------------------------------------------Πολυτεχνείο

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Ο Καβάφης και οι σκιές

Η ρευστότητα της ιστορίας και η ρευστότητα των νοημάτων

 

Στο κομβικό του δοκίμιο «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ, Παράλληλοι», ο Γιώργος Σεφέρης ανάμεσα σε άλλα συμπεράσματα καταλήγει και στην διαπίστωση πως «από μία στιγμή και πέρα -τη στιγμή αυτή την τοποθετώ στα 1910 περίπου - το καβαφικό έργο πρέπει να διαβάζεται και να κρίνεται όχι σαν μια σειρά από χωριστά ποιήματα, αλλά σαν ένα και μόνο ποίημα εν προόδω- ένα ‘work in progress', όπως θα έλεγε ο James Joyce- που τερματίζει ο θάνατος. Ο Καβάφης είναι, νομίζω, ο ‘δυσκολότερος' ποιητής της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας και τον καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα όταν τον διαβάζουμε με το συναίσθημα της παρουσίας του συνολικού του έργου. Αυτή η ενότητα είναι η χάρη του, και μ' αυτό τον τρόπο θα τον αντικρίσω». Στη διαπίστωση βέβαια αυτή, είχαν καταλήξει και άλλοι πρώιμοι μελετητές του καβαφικού έργου πριν από τον Σεφέρη, για διαφορετικούς ίσως λόγους και με διαφορετικές προθέσεις, όπως π.χ. ο Νικήτας Ράντος, ο Τέλος Άγρας, ο Γιώργος Βρισιμιτζάκης και ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης. Η διαφορά της διαπίστωσης του Σεφέρη είναι πως παράλληλα με την περιγραφή του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού, προβαίνει στην ένταξη του Καβάφη σε μια παραλληλία με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό (στην πραγματικότητα τον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό του Τζόυς και του Έλιοτ), της δίνει άρα ιστορικότητα, συγγενείς και ομοίους και της εξασφαλίζει ένα καταφύγιο μέσα σε έναν δεδομένο χρόνο. Η διαπίστωση αυτή -η οποία σε μεγάλο βαθμό έγινε κοινός τόπος μετά την διατύπωσή της - γίνεται ο κανόνας ανάγνωσης του καβαφικού έργου και με βάση αυτή μπορούμε να κατανοήσουμε συμπεράσματα και αστοχίες, παρανοήσεις και παραδοχές.

Μια κοινή αίσθηση

Ποια είναι σήμερα η αίσθησή μας για το καβαφικό έργο; Η επανάληψη ενός ονόματος σε τετριμμένες φράσεις και κοινότοπες κουβέντες, η αναγνωρισιμότητα του πορτραίτου του ποιητή στις εικονικές επιφάνειες της καθημερινότητας, λίγοι στίχοι και λίγα ποιήματα που μέσα στην εύκολη χρήση τους κατέληξαν να θυμίζουν παροιμίες, δημιουργούν μια πλαστή αίσθηση οικειότητας με την ποίηση του Καβάφη. Η αίσθηση αυτή στην πραγματικότητα μας μεταφέρει μακριά από την κυριολεξία του έργου στα σύνορα της άγνοιας. Η τύχη του καβαφικού έργου και η δύσβατη πορεία αναγνώρισής του, η διάδοση του έργου στο εξωτερικό, τα ελάχιστα βιογραφικά του ποιητή, ο εξωτισμός της Αλεξάνδρειας και μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά, μας κάνει συχνά να εμμένουμε στο επιμέρους αδιαφορώντας για το σύνολο (όπως το περιγράφει ο Σεφέρης), ανίκανοι να κατευθυνθούμε προς τον πυρήνα. Βιώνουμε λοιπόν ένα παράδοξο: ο Καβάφης σήμερα είναι και πάλι παραγνωρισμένος, ακριβώς λόγο του υπερθετικού τής (στρεβλής) αναγνώρισης του. Σε αυτό συνέβαλλαν κατά την άποψή μου άλλα δύο γεγονότα. Ο τρόπος με τον οποίο ο Καβάφης άπλωσε τη σκιά της επιρροής του στην μετέπειτα ελληνική ποίηση και η πολλαπλή ρευστότητα σε μια σειρά από επιλογές και στοιχεία της ποίησης του.

Η κατακερματισμένη επίδραση

Η επίδραση του Καβάφη, προκύπτει και αυτή κατακερματισμένη. Από τη στιγμή που ο Καβάφης εκδόθηκε στην Ελλάδα και καθιερώθηκε σαν μέγεθος άσκησε μια επιρροή σχεδόν καθολική στην επίδρασή της αλλά ταυτόχρονα δύσκολα αναγνωρίσιμη. Δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε συνεχιστές του καβαφικού έργου και σίγουρα δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για σχολή. Αν θέλαμε να εντοπίσουμε άμεσες επιδράσεις θα αναφέραμε μια αρκετά μικρή συγκομιδή: κάποια από τα ποιήματα του Άρη Αλεξάνδρου από το Ευθύτης Οδών (όπου τα καβαφίζοντα προσωπεία χρησιμοποιούνται με μια έντονη δόση πολιτικής ειρωνίας), κάποια ποιήματα από το Κατά Σαδδουκαίων του Μιχάλη Κατσαρού (που συχνά παίρνουν μια μαγιακοφσκική χροιά σε ένα τόσο ενδιαφέρον αποτέλεσμα) κάποια από τα πρώτα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου και ίσως μερικές ακόμη περιπτώσεις. Αντίθετα, τα επί μέρους χαρακτηριστικά του καβαφικού έργου μοιάζουν διάσπαρτα στο σύνολο της ελληνικής ποίησης. Η σκηνοθεσία και η δραματικότητα μπορούν να γίνουν εμφανείς σε ποιητές τελείως διαφορετικούς, από τον Ρίτσο μέχρι τον Σαχτούρη, η προφορικότητα παραμένει ζητούμενο για ποιητές μέχρι και την πιο νεόκοπη γενιά. Η υπαινικτικότατα, η χαμηλότονη μουσική και οι γλωσσικές μίξεις δημοτικής και καθαρεύουσας συναντιούνται στους στίχους και τις στροφές όλο και περισσότερων ποιητών. Η κληρονομιά του Καβάφη θυμίζει τους Επιγόνους των αλεξανδρινών κτήσεων. Κληρονόμους μιας έκτασης τόσο μεγάλης, δοσμένης σε επί μέρους βασίλεια. Μια κληρονομιά κατακερματισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Καβάφης αποτελεί στην πραγματικότητα και τον τελευταίο καβαφικό ποιητή.

Η καβαφική ρευστότητα

Πάντα αντιλαμβανόμαστε το ιστορικό παρόν μας ως ρευστό, ως μετάβαση του χθες στο αύριο. Έτσι κάθε εποχή -στις περιγραφές του εαυτού της- γίνεται κομβική εποχή. Η ρευστότητα του παρόντος (του κάθε παρόντος) αδυνατεί να περιγράψει το τώρα ως κάτι το στατικό (ακόμη και αν τίποτα δεν συμβαίνει). Ο Καβάφης επιλέγει να τοποθετήσει ως κέντρο του ιστορικού του σύμπαντος μια όντως ρευστή και μεταιχμιακή εποχή, τα ελληνιστικά χρόνια. Μια εποχή όπου τα σύνορα των βασιλείων ήταν φτιαγμένα όχι από πέτρα αλλά από σκόνη, εκτεθειμένα στις διαθέσεις των ανέμων της ιστορίας. Μια εποχή όπου σχολές φιλοσοφίας αλληλοκαλύπτονταν και αναιρούνταν, θρησκείες συνυπήρχαν και περιπλέκονταν, ήθη άλλαζαν και αλληλοσυμπληρώνονταν. Ο Καβάφης δεν επιλέγει την καθαρότητα των μορφών και την αρμονία της κλασσικής εποχής, αλλά μια ποικιλία σε έναν κόσμο ανακατατάξεων, σ' έναν κόσμο ψηφιδωτό και συνεχώς εν κινήσει. Με την επιλογή του να περιγράψει δράσεις και καταστάσεις σε ένα κόσμο ρευστό, ο Καβάφης καταφέρνει να περιγράψει το παρόν, το κάθε δικό μας παρόν.
Τη ρευστότητα αυτή μπορούμε να τη συναντήσουμε ακόμη και στα ερωτικά του ποιήματα. Στα ποιήματα αυτά, το αντικείμενο της επιθυμίας δεν κινείται ποτέ στον ενεστώτα, το ποθούμενο σώμα βιώνεται ως ανάμνηση ή ως επιθυμία (πολύ συχνά και ως ανάμνηση μιας επιθυμίας). Η πράξη δεν πράττει, μένει θολή, ενώ τα χρώματα πλέκονται κάτω από τις σκιές της θύμησης.
Συχνά ειπώθηκε πως ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της καβαφικής ποίησης είναι η ειρωνεία. Μια ειρωνεία πολλαπλή, που συναντούμε στη γλώσσα, στις πλάνες των ηρώων και στην απόσταση ανάμεσα σε αυτό που δηλώνεται στην επιφάνεια και στο βάθος του ποιήματος. Μέρος αυτής της ειρωνίας (άρα και της καβαφικής ουσίας) χάνεται άμα δεν δούμε το έργο του Καβάφη ως συμπαγές σύνολο. Και κυρίως η ρευστότητα των νοημάτων. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Στο ποίημα «Στα 200 π.Χ.» ο καταληκτικός στίχος («Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!») μιλά ξεκάθαρα με απαξία απέναντι στους Σπαρτιάτες. Αντίθετα, ποιήματα όπως οι «Θερμοπύλες» ή το «Εν Σπάρτη» («το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός/ να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός») μας περιγράφουν ακριβώς την αντίθετη θέση. Όμοια, η πόλη θα περιγραφεί ως τόπος εγκλωβισμού αλλά και ως καταφύγιο, η ηδονή ως κατάρα και ως σημαντικότερο ζητούμενο του βίου. Το κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος βρίσκεται συνεχώς ανάμεσα στον ποιητή και τον αναγνώστη, όχι σε μια διαδικασία ευθείας επικοινωνίας αλλά σε μια διαδρομή μόνιμα μεταβλητή. Η πολλαπλή αυτή αναίρεση δεν περιγράφει ένας συμπαγές σύστημα αρχών και θέσεων αλλά ένα σύνολο σε διαρκή συνομιλία. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα και μόνο ποίημα (για να γυρίσουμε στον Σεφέρη). Κάθε συμπέρασμα και κάθε συναίσθημα προκύπτει όχι από τα επί μέρους ποιήματα, αλλά από τη μεταξύ τους σχέση.
Η ίδια η φύση της καβαφικής ποίηση μας αποτρέπει από ασφαλή συμπεράσματα. Ας μην μιλούμε λοιπόν με σιγουριά. Ο αριθμός και η ποικιλία των ερμηνειών σε σχέση με το καβαφικό έργο είναι τόσες ώστε να αναιρούν την όποια βεβαιότητα ερμηνείας. Κάθε αναμέτρηση με το έργο του Καβάφη, -ένα έργο που παραμένει πεισματικά ανοιχτό σαν γκρεμός νοημάτων χλευάζοντας τις αποκωδικοποιήσεις- γίνεται αναμέτρηση πρωτίστως με τον εαυτό μας.

(Στην εφημερίδα Αυγή)

 


Οικοδομώντας αισιοδοξίες





«Έχω ανάγκη να ζω
αξιοπρεπώς χωρίς
βακτηρίες, χωρίς το θαύμα»
Γιάννης Βαρβέρης



Τις τελευταίες μέρες κάτι φαίνεται να αλλάζει γύρω μας. Τα κανάλια εξαγγέλλουν όλο και περισσότερες επισκέψεις ξένων επενδυτών, η κυβέρνηση βεβαιώνει πως πλησιάζουμε την ανόρθωση, ο πρωθυπουργός μας μιλά για ένα success story τόσο ευρύχωρο, ώστε να καλεί και ξένους προσκεκλημένους. Και ταυτόχρονα η πραγματικότητα μακριά από τους τίτλους των κυρίαρχων εφημερίδων και των προφορικών πολλαπλασιασμών τους μένει ξεδιάντροπα σταθερή. Η ανεργία συνεχώς αυξάνεται, το χρήμα συνεχώς σκληραίνει, σε κάθε βλέμμα άστεγοι στήνουν πρόχειρα καταλύματα μπροστά στα κελύφη άλλοτε ανοιχτών μαγαζιών. Και όμως τα ΜΜΕ διαβεβαιώνουν τους πολίτες πως το μέλλον είναι εξασφαλισμένο, πως μια νέα Ελλάδα γεννιέται, πως όλα αλλάζουν. Αλήθεια πόσο βαριά πρέπει κανείς να κοιμάται ώστε να δει το ελληνικό όνειρο;

Κατασκευάζοντας συναισθήματα

Η κατασκευή και η προσπάθεια διάχυσης μαζικών συναισθημάτων δεν είναι κάτι νέο. Η Ελλάδα της κρίσης βίωσε την επιθυμία προς ενοχή ήδη από τις πρώτες μέρες των μνημονίων. Το θύμα έπρεπε να αντιληφθεί τον εαυτό του ως ένοχο ώστε να αποσπασθεί η συναίνεση του προς οποιαδήποτε εις βάρος του κύρωση. Έτσι ο Έλληνας περιγράφηκε ως χοντροκομμένος χαρακτήρας κιτρινισμένου ρομάτζου: τεμπέλης, πονηρός, διεφθαρμένος. Ένοχος, ένοχος, ένοχος.
Είναι ο ίδιος χαρακτήρας που, λίγα χρόνια πριν, είχε περιγραφεί ως φορέας και αγόγγυστος κουβαλητής του θαύματος. Στην εποχή του σημιτικού εκσυγχρονισμού, των ολυμπιακών αγώνων, των μεγάλων δημοσίων έργων και υποδομών, στην εποχή της ισχυρής Ελλάδας, το ατελείωτα θετικό πρόσημο πάντα αγκαλιαζόταν από ευρωπαϊκά εύσημα, από το παραγέμισμα του στήθους με δάνειο αέρα, από ένα ατελείωτο χειροκρότημα συνεχώς στο repeat. Αλήθεια που πήγαν οι τότε πολίτες εκείνης της Ελλάδας, της «Ελλάδας που αντιστέκεται, της Ελλάδας που επιμένει»; Πώς άλλαξαν χαρακτήρα τόσο απότομα; Και πώς οφείλουν να αισθάνονται σήμερα; Ο λόγος των κυβερνήσεων και των κυρίαρχων μέσων αντιλαμβάνεται τον πολίτη ως ένα δοχείο συναισθημάτων το οποίο οι ίδιοι μπορούν να αδειάζουν και να γεμίζουν κατά βούληση: θρίαμβος, ενοχή και τώρα αισιοδοξία.

Στην Ελλάδα του success story

Η επιθυμία των ανθρώπων για αισιοδοξία μέσα στους μαύρους καιρούς είναι μια ανάγκη πραγματική. Η επιθυμία για καλά νέα περιγράφει την αναμονή της διαβεβαίωσης πως όλα όσα έγιναν είχαν κάποιον λόγο, κάποιον σκοπό και τελικά κάποιο αποτέλεσμα. Αυτό είναι τόσο αυτονόητο, ώστε να μπορεί να το αντιληφθεί ακόμα και η κυβέρνηση. Αντί, όμως, να καλύψει τις ανάγκες αυτές με πραγματικότητα, τις καλύπτει με επικοινωνία. Επαναλαμβάνει υποσχέσεις και δραματοποιημένες διαβεβαιώσεις, ενώ τα μίντια σε μια ταυτόχρονη επανάληψη προβάλλουν συνεχώς τα θετικά σχόλια ευρωπαίων παραγόντων, οίκων και ταμείων. Ταυτόχρονα βέβαια η Eurostat περιγράφει τη ραγδαία αύξηση του δημοσίου χρέους και τη μείωση του ΑΕΠ κατά 16% μέσα στα χρόνια της κρίσης. Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (όπως και οι ηπιότερες κρίσεις της Τράπεζας της Ελλάδας) κάνουν λόγω για μια ύφεση που τα επόμενα χρόνια θα βαθαίνει. Η Ελλάδα καλείται να ζήσει στο μέλλον, ένα μέλλον όμως που το παρόν περιγράφει ως ανέφικτο.
Στην Ελλάδα του success story, οι αριθμοί αλλοιώνονται και οι δείκτες δείχνουν πάντα προς τα πάνω άσχετα με την πραγματικότητα. Τώρα περιμένουμε τα 17 εκατομμύρια τουριστών, μα οι άνθρωποι του τουρισμού έφτασαν απ’ τα σύνορα, και είπανε πως τουρίστες πια δεν υπάρχουν. Παρ’ όλα αυτά εμείς καλούμαστε να τους περιμένουμε, να σπείρουν τα βήματά τους στις προσδοκίες μας, να αφήσουν τα λεφτά τους, να επουλώσουν τις πληγές μας απλώνοντάς τες στα εκτελεστικά αποσπάσματα των φωτογραφικών τους μηχανών.
Όλες αυτές οι πρόσφατες, αισιόδοξες εξαγγελίες είναι εξίσου πειστικές και εξίσου ενοχλητικές με τα γέλια - κονσέρβα των σίριαλ. Σε σπρώχνουν προς ένα συναίσθημα, στο οποίο δεν θες να πας ακριβώς γιατί σπρώχνεσαι. Και ταυτόχρονα η πραγματικότητα κάνει τους δρόμους όλο και πιο στενούς: Ανεργία, εξαθλίωση, αυτοκτονίες. Το ελληνικό success story ειπωμένο στα σπουδαγμένα (βεβαίως-βεβαίως) αγγλικά μιας άλλης εποχής, άχαρο σαν τίτλος σαπουνόπερας χωρίς πραγματικές έγνοιες, κακόηχο στη γιάπικη αφέλειά του. Το ελληνικό success story ειπωμένο στην Ελλάδα του σήμερα, δεν είναι απλά εξαπάτηση, είναι λοιδορία.
Ας μην εξαγοράζουμε, λοιπόν, την αντίληψή μας με αυταπάτες, αισιοδοξίες και θαύματα, ενσωματώνοντας την τελολογία του ελάχιστου, περιγράφοντας την αξιοπρεπή διαβίωση ως αποκάλυψη, το ελάχιστο μέγεθος ως κατακλυσμό σωτηρίας. Ας μην αισιοδοξούμε προς το αύριο απλά για να μη διαμαρτυρόμαστε για το σήμερα. Ας σκάψουμε για μέλλον –χωρίς να ξεχνούμε– προς μια άλλη κατεύθυνση, χωρίς δεκανίκια. Άλλωστε όπως είχε πει και ο Γιάννης Βαρβέρης «το θαύμα είναι πώς ζήσαμε χωρίς το θαύμα».

(Στην εφημεριδα Εποχη)