Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Οι ετερώνυμοι έλκονται

Με αφορμή την αγγλόφωνη ανθολογία νέας ελληνικής ποίησης του Θοδωρή Χιώτη Features: Poetry of the Greek crisis



Στην αρχή ήταν ένας μόνος. Αυτοτελής, αυτόνομος και αυτάρκης ένας. Και έκανε αυτά που ο κάθε ένας κάνει. Κοίταζε, έβλεπε, έγνεφε, έπεφτε, έλεγε, είπε, κλωθογύριζε, επέστρεφε, έμπαινε, έκανε, κοίταζε, έβλεπε, έγνεφε και έτρωγε φαλάφελ. Επίσης έγραφε, ποιήματα έγραφε. Ποιήματα όμοια μεταξύ τους. Κάθε μέρα και από ένα ποίημα. Όμοιο με το ποίημα χθες και όμοιο με το αύριο ποίημα. Ασυναίσθητα, χωρίς να το συνειδητοποιεί. Έγραφε και έγραφε ένα καινούριο ποίημα. Κάθε μέρα ένα καινούριο ποίημα. Μέχρι να φτάσει στον τελευταίο στίχο. Με το που έφτανε τον έγραφε και καταλάβαινε: «Διάολε! Είναι πάλι το ίδιο ποίημα!» Κάθε μέρα έγραφε το ίδιο ποίημα. «Είναι που είμαι μόνος» σκέφτηκε, ο άνθρωπος αυτός που ήταν ένας μόνος. «Και είναι που είμαι ένας», αν ήμουνα πολλοί θα έγραφα πολλά ποιήματα.

Στην αρχή ήταν ένας μόνος.
Και αυτό το Ένας αυτόν τον Μόνο πολύ των προβλημάτιζε.

Μέσα στην τόση μοναξιά έψαχνε τρόπους να εφεύρει άλλους. Άρχισε κάτω από τα ποιήματα του (το ένα δηλαδή του ποίημα) να γράφει άλλα ονόματα. Άλλες υπογραφές να δίνει, σε αυτό το ένα ποίημα. Έγινε έτσι ο ποιητής με τα χίλια ονόματα, αλλά το ένα και μόνο πρόσωπο. Χίλια ονόματα και ένα μόνο ποίημα. Τόσα ψευδώνυμα και όλα να μένουν σταθερά. Τόσα ψευδώνυμα και να είναι μία η ουσία. «Το ψευδώνυμο δεν είναι λύση», σκέφτηκε, «εδώ χρειάζεται κάτι πιο δραστικό, κάτι πιο άμεσο, εδώ χρειάζεται να κινηθώ σε βάθος» , είπε και έτσι κάτω από κάθε ψευδώνυμο τοποθέτησε και μια ημερομηνία. Σε απόσταση κοντινή με τη δική του ημερομηνία, μια διαφορετική γέννηση κάθε φορά. Και έτσι παρατήρησε πως με κάθε ημερομηνία που έβαζε κάτι λιγάκι άλλαζε. Κάποια ποιήματα έβρισκαν άλλο ρυθμό, κάποια άλλα ίσως να μίλαγαν για το πολιτικό, κάποια έδειχναν μια στοχαστική διάθεση, ενώ άλλα πήγαιναν στην ομοιοκαταληξία. Κι έτσι το ποίημα άρχισε με ποιήματα να μοιάζει.

Μέσα στον ενθουσιασμό της ξαφνικής ανακάλυψης άρχισε να κατασκευάζει το πλήθος των ετερωνύμων. Να χωρίζει τα ποιήματα- ποιητές σε άνδρες και γυναίκες. Να εφευρίσκει χώρους και χρόνους γέννησης, τίτλους συλλογών, για τον καθένα κι ένα ύφος, μια συμβολή, μια βιογραφία. Άλλος μεγάλωσε στη Δράμα, άλλος στην Αθήνα, άλλη στην Αίγινα και άλλος στο ανατολικό Λονδίνο. Άλλος σπούδασε Λονδίνο, άλλος στο Δουβλίνο και άλλος στη Βόννη. Κάποιος μετέφρασε, κάποιος άλλος μεταφράστηκε και κάποιος παραμένει αμετάφραστος ακόμη και στη δική του γλώσσα. Τα βιβλία πήραν τίτλους: Τα σκαλοπάτια της Οδησσού, mother poem, το κλέφτικο, ορυκτό δάσος, Ψηλός στα άχυρα, ισόπαλο τραύμα, ο κύριος Ταύ και άλλα και άλλα ξανά και ξανά το ίδιο -άλλο βιβλίο.
Και εκείνος βιώνει τα ίδια γεγονότα ως κάποιος άλλος. Ως κάποιος παραπλήσιος ή ως κάποιος σταθερά μακρινός. Μεταμφιέζει τον εαυτό του και έτσι γυμνός γεμάτος εαυτούς πορεύεται, ανάμεσα σε πρόσωπα που μοιάζουν τώρα αυτόνομα, από αυτόν τον ίδιο και από τα άλλα πρόσωπα. Και έτσι, ανάμεσα στις τόσες παραλλαγές και στις τόσες δημιουργίες του αρχίζει λίγο-λίγο να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του, μοιρασμένος σε τόσα σημεία μοιάζει να μη βρίσκεται πουθενά.

Και τότε ξαφνικά, οι ετερώνυμοι άρχισαν να συνομιλούν. Άλλοι να συνεργάζονται, άλλοι να τσακώνονται και άλλοι απλώς να συζητάνε. Άλλοι έβγαλαν βιβλία μαζί, άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι δεν συνομίλησαν ποτέ. Μα στον τόσο θόρυβο, ο ένας αυτός που δεν είναι πιο μόνος άρχισε να χάνει τον εαυτό του. Πίσω από τόσους εαυτούς δεν είναι σίγουρος ποιος είναι ο εαυτός του, τόσες μάσκες κατέφαγαν το πρόσωπο του. Έτσι μόνος πλανάται βουβός, σκυφτός και σκεπτικός, μακριά από την αυτονόμηση και την ανταρσία των ετερωνύμων. Έτσι πλανάται βουβός, σκυφτός και σκεπτικός.
Είχανε καιρό να μάθουν νέα του. Μέχρι που μια νύχτα τον βρήκανε πνιγμένο. Πνιγμένο μέσα σένα βιβλίο του Πεσσόα.

Έτσι ο πρώτος ποιητής, αυτός που είναι ο χρόνος, και αυτός που ποτέ του δεν υπήρξε, τώρα χάθηκε. Κανείς από τα ετερώνυμα δεν θυμάται τον έναν ποιητή. Εκείνον που στην αρχή ήταν ένας μόνος. Και όλοι μας μένουμε κλεισμένοι σε ένα μπαούλο κάπου στη Λισσαβόνα της δικής μας κρίσης. Διαφορετικές φωνές, καταγωγές, βιώματα και αυτό που μοιραζόμαστε είναι ένας παρόμοιος χρόνος και μια παρόμοια γλώσσα, παραλλαγές ενός θέματος αρχικού που έχει πια χαθεί, κυρίως γιατί ποτέ του δεν υπήρξε.

Και έτσι στεκόμαστε σήμερα εδώ. Ετερώνυμοι ενός συγγραφέα που δεν έζησε ποτέ, αποκλίσεις ενός ανύπαρκτου κανόνα, εαυτοί ενός ανύπαρκτου εαυτού, να συνομιλούμε άλλοτε από κοντά και άλλοτε από βιβλία. Να συνυπάρχουμε στην κρίση και στις κρίσεις, να εφευρίσκουμε μονίμως να εφευρίσκουμε εκείνον τον έναν εαυτό. Το σώμα των ποιημάτων, το σώμα του ποιήματος.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Εγώ δεν ήμουνα Ελύτης (Ελύτη μ’ έκανες εσύ)




«Οταν ακούς "τάξη", ανθρωπινό κρέας μυρίζει»
Οδυσσέας Ελύτης
Η μεγάλη μας πορεία στη λεπτή αυτή γραμμή όπου τα όρια ανάμεσα στο γελοίο και στο επικίνδυνο θολώνουν, δεν λέει να σταματήσει.
Μήνυση κατέθεσε, λέει, κάποιος κύριος Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος, λέει, απέναντι στη σατιρική σελίδα του facebook «Ελύτης ο ποιητής του Αιγαίου».
Σύμφωνα με το σκεπτικό του μηνυτή, η σελίδα «προσβάλλει βάναυσα τη μνήμη του ποιητή» και «Οποιος έχει στοιχειώδες κριτήριο καταλαβαίνει ότι αυτή η πρακτική είναι απαράδεκτη και αδιανόητη».
Στην πραγματικότητα η ιστοσελίδα δεν σατιρίζει τόσο τον Ελύτη (όχι πως κάτι τέτοιο θα ήταν μεμπτό, ίσα ίσα) όσο τη χρήση του στην ιντερνετική εποχή.
Ο Ελύτης είναι μαζί με τον Τάσο Λειβαδίτη οι δύο κυρίαρχοι ποιητές του ελληνικού ίντερνετ. Οι στίχοι τους αποσπασμένοι από το σύνολο κυκλοφορούν κολλημένοι σε κακόγουστες πιξελιασμένες ταπετσαρίες, συνοδευόμενοι με φρέσκα κιτς ρόδα, νεράιδες, φεγγάρια και σκοτάδια, ή δίπλα σε στοχαστικές πόζες.
Οι φράσεις αυτές καρατομούν τα ποιητικά έργα και τα παρουσιάζουν εκτός πλαισίου, υπογραμμίζουν άκριτα, μονομερώς και με πομπώδη τρόπο στοιχεία της ποίησής τους, τα υποβιβάζουν σε μια φτηνή λειτουργικότητα, ακόμη πιο ανέξοδη και από τις τετριμμένες ευχετήριες κάρτες, μεταμφιέζουν πρόχειρα τον στίχο σε σοφό γνωμικό προς πάσα χρήση και στην αισθητική ουσία τους αντιστρέφουν ό,τι έχει σχέση με τον στίχο, την ποίηση, τη γραφή.
Η σάτιρα της σελίδας «Ελύτης ο ποιητής του Αιγαίου» αντιγράφει την αισθητική αυτή και τη φέρνει στα όριά της.
Μέσω της υπερβολής παρουσιάζει μια σειρά από στερεότυπα και τα τοποθετεί σε μια παράδοξη συνομιλία με μόνο αποτέλεσμα το γέλιο. Στερεότυπα σχετικά με το πώς έχει κυκλοφορήσει ο Ελύτης στη δημόσια σφαίρα της τηλεόρασης, των πολιτικών και των ημερολογίων (ποιητής του έρωτα, της πατρίδας και του Αιγαίου) και στερεότυπα σε σχέση με το ελληνικό καλοκαίρι, την ελληνικότητα, τις διακοπές, το ξεφάντωμα, το θερινό σεξ κ.ά.
Η συνομιλία αυτή ανάμεσα στην υψηλή και τη χαμηλή κουλτούρα γεννά σατιρικά διαμάντια όπως:
«Οταν σε ένα πιτόγυρο προσθέτεις κέτσαπ και μουστάρδα τού αφαιρείς το Αιγαίο, του αφαιρείς την Ελλάδα», «Σήμερα πέταξα στις ράγες του ηλεκτρικού έναν τύπο που μιλούσε στο κινητό και έλεγε: Η Αθήνα είναι πανέμορφη τον δεκαπενταύγουστο», «Οπου και αν ταξιδέψεις Σεφέρη ο Ελύτης σε πληγώνει» και πολλά ακόμη.
Η σελίδα δημιουργεί έναν χαρακτήρα καρικατούρα. Οχι καρικατούρα του Ελύτη, αλλά καρικατούρα της καρικατούρας του ποιητή όπως αυτή έχει προκύψει στον δημόσιο λόγο από πρόχειρες αναγνώσεις, από ανέξοδες αναφορές και από την ατελείωτη τυποποίηση.
Εχω την αίσθηση πως η σάτιρα της σελίδας «Ελύτης ο ποιητής του Αιγαίου» προσφέρει στην ελληνική ποίηση πολύ περισσότερα από πολλές άλλες χρήσεις του ποιητικού έργου του Ελύτη.
Η σάτιρα –ειδικά όταν είναι τόσο πετυχημένη- καθιστά το αντικείμενό της οικείο, ανοιχτό στην κριτική και φυσικά την αποκαθήλωση.
Γδύνει τον στίχο από τη σοβαροφάνεια, τον αποσπά από το μουσείο και τον πετά στον δρόμο, εκεί που η ομιλία και η σκέψη ανασαίνουν.
Η ελληνική ποίηση έχει υποφέρει από πολλές μάστιγες: από τα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια, από τους φιλολόγους, από τα ημερολόγια, από τη χρήση της σε εθνικές επετείους και πολιτικούς επικήδειους, από τον παραγκωνισμό της σε ένα δυσθεώρητο βάθρο όπου κανείς δεν μπορεί να την ακουμπήσει.
Για να την πλησιάσει κάποιος πρέπει να την αναζητήσει ανάμεσα σε όλο αυτόν τον όγκο σανού.
Αν το συγκεκριμένο περιστατικό έχει σημασία, αυτό είναι γιατί περιγράφει με παράδοξο τρόπο τους όρους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε την ελευθερία στις μέρες μας. Καθένας μπορεί να αποφασίσει πως ένα «δεν μ’ αρέσει» ή ένα «με προσβάλλει» είναι αρκετό για να ποινικοποιήσει μια μορφή έκφρασης.
Οχι να το απορρίψει, αλλά να το απαγορεύσει και για όλους τους άλλους.
Η περίπτωση της λογοκρισίας στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου -με τις ευλογίες ενός μεγάλου κομματιού του πολιτικού κόσμου (και υπό την ανοχή ενός ακόμη μεγαλύτερου)- μοιάζει να λειτουργεί ως παράδειγμα προς μίμηση.
Και η μεγάλη μας πορεία στη λεπτή αυτή γραμμή όπου τα όρια ανάμεσα στο γελοίο και το επικίνδυνο θολώνουν, δεν λέει να σταματήσει.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Η Ευρώπη, τα σοκολατάκια, το Αουσβιτς



Κάθε έθνος χρειάζεται το επικό του παρελθόν. Ενα παρελθόν βγαλμένο τόσο από την ιστορία όσο και από τον μύθο. Μια κοινή αναφορά συγκρότησης, τέτοια ώστε να εξασφαλίζει όρους πυκνότητας στο δείγμα και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ομοιογένεια.
Οι εθνικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα είχαν όλες την αφήγησή τους. Ειπωμένες με πολιτικούς όρους, με όρους απελευθέρωσης, με όρους ρομαντικής σύνθεσης του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.
Κάθε μόρφωμα έχει ανάγκη από κάτι που προηγείται. Μια συλλογική ανάγκη, ένα συμφέρον, μια συγκολλητική αφήγηση που θα το ενοποιήσει στρέφοντάς το επιτακτικά προς το μέλλον. Αυτό το μέλλον είναι και το μόνο στοιχείο που μπορεί να εξασφαλίσει την ύπαρξη στο παρόν.

Εχει λοιπόν νομίζω τρομερό ενδιαφέρον να εντοπίσουμε ποιο είναι το παρελθόν αυτό που επικαλείται η Ευρώπη ως στοιχείο συγκρότησης. Η Ευρώπη ως μόρφωμα, η Ευρώπη ως αφήγηση, η Ευρώπη ως επίκληση όσων νιώθουν ως βασικό στοιχείο ταυτότητας ακριβώς αυτή την επίκληση.
Η Ευρώπη μονίμως παρουσιάζεται ως ένα συμπίλημα επιτευγμάτων, κατακτήσεων και προσώπων. Ως ένα επιλεκτικό βλέμμα προς το παρελθόν. Ενα παρελθόν το οποίο παρουσιάζεται μες στη βιασύνη ενιαίο και συμπαγές λίγο-πολύ σαν τον Ευρωπαίο πολίτη (όχι τον πραγματικό, αλλά αυτόν που κατοικεί σε κάποιο αποστειρωμένο από πραγματικότητα φαντασιακό).
Ηρωες και καλλιτέχνες, ιστορικά γεγονότα και πολιτικοί λόγοι, αιώνες χωρίς αρίθμηση και περιοχές χωρίς γεωγραφία κατοικούν σε ένα ταυτόχρονο παρόν χωρίς χρόνο.
Η πραγματική μας σχέση βέβαια με όλα αυτά είναι αντίστοιχη με τη σχέση που έχουν τα σοκολατάκια Μότσαρτ με τη μουσική. Ως περιτύλιγμα μιας αμφίβολης γεύσης μαζικής παραγωγής, ως τροφή για πνευματικό λίπος με την πρόφαση της άνευ όρων αναφοράς σε ένα άσχετο πρόσωπο και μια άσχετη αξία.

Στην Ευρώπη του σήμερα, μακάριοι μασάμε σοκολατάκια κοιτώντας τις ειδήσεις να διαδέχονται η μία την άλλη. Να αλληλοκαλύπτονται, να εξουδετερώνονται και να σιωπούν στη διαδοχή τους: Η Δανία και η Ελβετία θα κατάσχουν τα μετρητά και τα αντικείμενα αξίας από τους πρόσφυγες, με στόχο να συγκεντρώνονται χρήματα για τη σίτιση και στέγασή τους στη χώρα.
Ο Βέλγος υπουργός Εσωτερικών Jan Jambon, σε συνέντευξή του σε ραδιοφωνική εκπομπή, αναφορικά με τα μέτρα ασφαλείας για το προσφυγικό ζήτημα, πρότεινε να φορούν οι πρόσφυγες ειδικά διακριτικά σήματα, ώστε να εντοπίζονται πιο εύκολα από τις αστυνομικές αρχές.
Με κόκκινη μπογιά έχουν βαφτεί τα σπίτια στα οποία διαμένουν πρόσφυγες στην πόλη Middlesbrough, στη βορειοανατολική Αγγλία.

Στον πρώτο γύρο των γαλλικών περιφερειακών εκλογών του 2015 το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο ήρθε πρώτο στις 6 από τις 13 περιφέρειες. Οι διαδηλώσεις του ακροδεξιού μορφώματος Pegida πληθαίνουν σε αριθμό και σε πληθυσμό.
Ο αυστριακός στρατός κινείται στα σύνορα Ελλάδας-ΠΓ Δημοκρατίας της Μακεδονίας ώστε να προστατέψει την Ευρώπη από την εισβολή των μεταναστών. Το ΝΑΤΟ θα εμπλακεί στη φρούρηση των συνόρων.

Προφανώς μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί πως τα μέτρα και οι απόψεις αυτές δεν έχουν να κάνουν μόνο με το προσφυγικό αλλά στην πραγματικότητα περιγράφουν με τον πιο κυριολεκτικό τρόπο όλο το αξιακό πλαίσιο της Ευρώπης.
Πολύ πιο έντονα από προκηρύξεις και αγάλματα, πολύ πιο εμφατικά από προθέσεις, επικλήσεις και ιδεολογήματα. Και μαζί: η Γαλλία σε μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ο Νότος εμμονικά καταδικασμένος στην εξαθλίωση, τα εργασιακά δικαιώματα ποδοπατημένα, η ανεργία.

Ολα αυτά δεν σημαίνουν φυσικά πως η Ευρώπη αποποιείται την κληρονομιά της. Απλά επιλέγει μια διαφορετική κληρονομιά από την ιστορία της, ίσως πιο χαρακτηριστική από τα σοκολατάκια Μότσαρτ: αυτή των στρατοπέδων συγκέντρωσης, της αποικιοκρατίας, των αντιδραστικών πολιτικών, της μαζικής εξαθλίωσης.

Η Ευρώπη είναι ήδη ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ενα στρατόπεδο συγκέντρωσης διαμελισμένο, μοιρασμένο σε γειτονιές και περιοχές της, εσωτερικευμένο σε σώματα και απόψεις, χαραγμένο από σύρματα συνόρων στο δέρμα των ανθρώπων.

Και όλα αυτά υπό την ανοχή του αυτονόητου, κάτω από τη μαζική σιωπή του αναγκαίου κακού, ενός δολοφονικού πραγματισμού που μετρά νεκρούς ανθρώπους στις θάλασσες του Αιγαίου σηκώνοντας τους ώμους και κουνώντας το δάχτυλο. Και η ησυχία των κατοίκων μετακομίζει το αντίσκηνό της κάθε μέρα και πιο βαθιά στην Ευρώπη του Αουσβιτς.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Ιωάννης Μεταξάς: Δικτάτωρ αυνανιζόμενος




στη φωτό ο Ιωάννης Μεταξάς, -αυτός που είπε το Όχι στο φασισμό ντε- με τον Γιόζεφ Γκαίμπελς


‘’Νομίζω πως είναι φρόνιμο κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της αριστεράς να αποφεύγουμε τις ιστορικές υπεραπλουστεύσεις. Άκουσα προηγουμένως την τοποθέτηση του κυρίου Παφίλη. Ξέρετε, ανεξάρτητα από την ιστορική του πορεία και τα σκαμπανεβάσματά του, ο Ιωάννης Μεταξάς είναι αυτός που πρόφερε το Όχι στον φασισμό. Να το χαρίσουμε αυτό στη Χρυσή Αυγή είναι λάθος. (…) αυτό για να είμαστε λίγο προσεκτικοί.’’
Έτσι κάπως ξεκίνησε την ομιλία του ο Νίκος Δένδιας κατά τη συζήτηση της Πέμπτης στη Βουλή επί της τροπολογίας για τις άδειες των τηλεοπτικών συχνοτήτων. Έχει ενδιαφέρον η απόκλιση του ύφους και των προθέσεων (τουλάχιστον αυτών που συμπεριέλαβε στο τέλος της πρότασης) του πολιτικού με το πραγματικό περιεχόμενο του λόγου του. Στο όνομα της μετριοπάθειας και με μειλίχιο ύφος εγκαλεί στην τάξη τους ‘’ακραίους’’ και βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Μην αφήνετε στους φασίστες το σύμβολό της ημεδαπής εφαρμογής του φασισμού, μας λέει μεταφρασμένη η πρότασή του, δημιουργώντας ένα κενό νοήματος. Η πρόταση αυτή δεν σημαίνει, αντίθετα αντικαθιστά το σημαινόμενο με την υπόνοιά της: Εμείς δεν θεωρούμε ακραίο των Ιωάννη Μεταξά (τουλάχιστον όχι πιο ακραίο από εμάς). Παρακαλώ επιθυμούμε να κατοχυρώνεται σε εμάς η οποιαδήποτε συνειρμική αναφορά.

Το ξέπλυμα του φασίστα δικτάτορα φυσικά δεν είναι κάτι καινούριο. Ξεκίνησε κάπου μαζί με το ΛΑΟΣ όταν η φράση ‘’τα όχι θέλουν μεταξάδες’’ ακούγονταν ως ένα λογικό επιχείρημα σε τσιριχτά πάνελ αδωνικής κοπής. Μαζί με το ΛΑΟΣ άρχισε να ξεπλένεται και η αναφορά στον δικτάτορα ως μια ήπια συμπεριφορά. Για να ακολουθήσουν αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις με πιο χαρακτηριστική την επιλογή της Καθημερινής να τον συμπεριλάβει ως έναν από τους 10 Ηγέτες της ομώνυμης σειράς της (μαζί με τον Περικλή, τον Αριστοτέλη και τον Μεγάλο Αλέξανδρο).

Ο δικτάτορας στέκει πάντοτε κρυμμένος πίσω από ένα ΌΧΙ το οποίο ποτέ δεν συνοδεύεται από περαιτέρω λεπτομέρειες, (π.χ. οικονομικά συμφέροντα, στρατηγικές προθέσεις κτλ), και  πάντοτε φωνασκεί περιγραμμένο ως μια αυθόρμητη και αυτονόητη πατριωτική έξαρση. Κρυμμένα φυσικά πάντοτε πίσω του τα έργα και οι ημέρες του: το ρετσινόλαδο, η στήλη πάγου, το τράβηγμα των νυχιών με τσιμπίδες και τα βασανιστήρια, η ΕΟΝ και ο Τρίτος ελληνικός πολιτισμός,  ο διωγμός της ελεύθερης έκφρασης και των ιδεών, η κατάργηση των απεργιών και πολλά άλλα.

Θυμάμαι ένα από τα αγαπημένα αστεία του πατέρα μου ήταν η αναφορά στα ημερολόγια του Μεταξά, όπως τα είχε καταγράψει και σχολιάσει ο Ρένος Αποστολίδης στο περιοδικό του ‘’Τα Νέα Ελληνικά’’. Ντοκουμέντα που αποδεικνύουν πως πέρα από δικτάτορας και φασίστας, ο Μεταξάς είχε και την επιπλέον ιδιότητα του γελοίου υποκειμένου. Θυμάμαι ακόμη τα αποσπάσματα κατά τα οποία σε μια περίπτωση οπισθοχώρησης κυνηγημένος από τον τουρκικό στρατό, ο Μεταξάς χάνει το ένα του σπιρούνι. Και τι κάνει ο ευφυής; Για λόγους συμμετρίας, όπως αναφέρει, πετάει και το άλλο. Ή ένα άλλο περιστατικό όπου δηλώνει ενθουσιασμένος από έναν τρόπο μονομαχίας των Άγγλων ευγενών: κάθε ένας ευγενής κάθεται πάνω σε ένα βαρέλι με πυρίτιδα και ανάβει το φυτίλι του άλλου. Όποιος εκραγεί πρώτος χάνει (και όποιος εκραγεί δεύτερος λογικά κερδίζει σημειώνει ο σχολιαστής). Κυρίως όμως τις άπειρες καταγραφές του δικτάτορα για τις ενοχές που ένιωθε μετά τον αυνανισμό (κυρίως μετά το μεσημεριανό φαγητό): ‘’Οι παλαιές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα. Το ξάπλωμα του μεσημεριού πρέπει να κοπεί για τις συνέπειές του. Και πρέπει να κοπιάζω πολύ.’’

Τι λοιπόν γυρεύει ένας αυνανιζόμενος δικτάτορας στην ελληνική δεξιά του σήμερα; Στην πραγματικότητα νομίζω πως το μυστικό της αναφοράς του Νίκου Δένδια βρίσκεται όχι στο δικό του σχόλιο για τον Ιωάννη Μεταξά, αλλά στη συνάρτηση αυτού του σχολίου μια άλλη αναφορά του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην ίδια κουβέντα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκλεισε την ομιλία του αναφέροντας ένα περιστατικό από τη Γαλλική επανάσταση. Με τον τρόπο αυτό νομίζω πως περιγράφεται με τον καλύτερο τρόπο η στρατηγική διεύρυνσης της Νέας Δημοκρατίας. Ο αρχηγός προσπαθεί να φτιάξει ένα δήθεν φιλελεύθερο και μετριοπαθές προφίλ, ενώ ταυτόχρονα κορυφαία στελέχη του κλείνουν το μάτι στην λαϊκή και την άκρα δεξιά. Δεν πρόκειται φυσικά για σύγχυση. Αλλά για έναν διπλό και ταυτόχρονο λόγο. Έναν λόγο συμφιλιωτικό ως προς δύο άκρα. Από την μία της άκρας δεξιάς που εκπροσωπήθηκε περίφημα από τον προκάτοχο Αντώνη Σαμαρά και από την άλλη του ακραίου κέντρου των απολύσεων, της αποθέωσης του τεχνοκρατισμού και της ελεύθερης αγοράς. Τα δύο αυτά άκρα φυσικά και μπορούν να συνυπάρξουν, τόσο στην ρητορική όσο και στην πρακτική εφαρμογή τους (η περίπτωση λογοκρισίας στο Εθνικό μας το απέδειξε περίφημα). Έτσι κατά το ‘’μία σοβαρότερη Χρυσή Αυγή’’, η Νέα Δημοκρατία μπορεί να διεκδικεί να υιοθετήσει έναν ‘’σοβαρότερο’’ Ιωάννη Μεταξά ως πολιτικό της πρόγονο. Όσο για εμάς περιμένουμε με ανυπομονησία το μελλοντικό φιλελεύθερο ρετσινόλαδο.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Τα νόμπελ της υποκρισίας





Το να αρθρογραφείς κατά των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης, των κυρίαρχων καναλιών, των συντηρητικών εφημερίδων και του κίτρινου τύπου μοιάζει τα τελευταία χρόνια με μια άσκηση γραφής, με μια αυτονόητη επαλήθευση επιχειρημάτων από ήδη από προϋπάρχουσες καταφάσεις, με μια αυτάρεσκη περιπλάνηση στα χωράφια της καθολικής απαξίωσης. Αλλά ας περάσουμε σε μια γρήγορη περιδιάβαση στο πρόσφατο παρελθόν.

 Τα χρόνια της κρίσης (αλλά ήδη και πιο πριν κατά την περίοδο του φοιτητικού κινήματος ή των γεγονότων του Δεκέμβρη) ο τύπος απαξιώθηκε σε τέτοιο βαθμό σχεδόν απόλυτο. Η απότομη άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και η τελική εκλογική του νίκη στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 έφεραν τα μέσα σε μία κατάσταση διαδοχικών παλινωδιών (ας θυμηθούμε π.χ. το κόκκινο εξώφυλλο των Νέων την επόμενη μέρα των εκλογών) και θολής στρατηγικής. Από την μία η σταθερή επιθετική γραμμή απέναντι στην αριστερά και η προάσπιση των συμφερόντων καναλαρχών και μεγαλοεκδοτών  και από την άλλη η φιλική νουθεσία και ο προσεταιρισμός της νέας κυβέρνησης. Υιοθετώντας τη λογική της αριστερής παρένθεσης και ταυτόχρονα φυλάγοντας τα νώτα τους για το ενδεχόμενο ενός καλού αποτελέσματος στις διαπραγματεύσεις. Όλα βέβαια άλλαξαν με τον ερχομό του δημοψηφίσματος, όταν τα μέσα ενημέρωσης άφησαν κάθε πρόσχημα στην άκρη και ακολούθησαν μια τακτική ευθείας επιβολής απόψεων (κοινώς  προπαγάνδας) εμφανιζόμενα με την μορφή που πια αδιαφορούν ακόμη και να κρύψουν: αυτή του πολιτικού οργανισμού.

Μετά τη δεύτερη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ η στάση των μέσων περιορίστηκε στην επανέναρξη του προσεταιρισμού σε μια προσπάθεια να απολυμανθεί ο ΣΥΡΙΖΑ από οποιαδήποτε αριστερή πρακτική, τόσο σε επίπεδο προσώπων όσο και σε επίπεδο πολιτικών επιλογών (πρακτική που σε περιπτώσεις ευνόησε και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είτε από απροθυμία να υποστηρίξει συγκεκριμένα πρόσωπα, είτε από ατολμία να συγκρουστεί με συγκεκριμένες ομάδες ή ιδεολογήματα). Όλη αυτή η παλινωδία θα λήξει με την άνοδο του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Η προοπτική και ο στόχος είναι πλέον ξεκάθαροι, κάθε μέσο νόμιμο και τα μέσα βρήκαν και πάλι τον χαρακτήρα που όλοι αγαπήσαμε σε αυτά: την βεβαιότητα, την επιθετικότητα, την συκοφαντία και τη διγλωσσία ως απόλυτο συντακτικό και αλάνθαστη ορθογραφία της γλώσσας τους.

Ίσως όλα αυτά να ήταν αρκετά για να παραμείνουν τα μέσα απαξιωμένα σε βαθμό τέτοιο που ακόμα και η αναφορά σε αυτά να ταυτιζόταν με χάσιμο χρόνου. Η απόσταση ανάμεσα στην ενημέρωση σε σχέση με τις πολιτικές εξελίξεις και στην διαμόρφωσή τους ισούται με ένα χάσμα τέτοιο ώστε να χαθεί μέσα του κάθε πρόταση με αξιώσεις έστω κριτικής ή απαξίωσης. 

Αν κάποιος νοιώθει απαξία απέναντι στην στάση των μέσων αυτών για τον τρόπο που αντιμετώπισαν έως τώρα το κεντρικό πολιτικό σκηνικό νομίζω ταυτόχρονα θα έπρεπε να νοιώθει και αηδία για τη στάση τους απέναντι σε άλλα θέματα. Είναι ας πούμε εντυπωσιακή η υποκρισία με την οποία προσεγγίζεται το προσφυγικό θέμα. Από την μία ειδήσεις για τρομοκράτες, πλημύρες μεταναστών και έξαρση της εγκληματικότητας και από την άλλη καμπάνιες ώστε να διαδοθεί η εκστρατεία για την απονομή του βραβείου Νόμπελ ειρήνης σε κατοίκους των νησιών. Από την μία η διαμόρφωση ενός πλαισίου ξενοφοβικού και συχνά ρατσιστικού όπου κάθε είδους αγανάκτηση νομιμοποιείται και κάθε ξένος είναι επίφοβος και από την άλλη γκλάμορους εκστρατείες για την βράβευση των ακριβώς αντίθετων συμπεριφορών. Είναι εύκολο κανείς να αντιληφθεί το πώς η ανέξοδη ευαισθησία και ο φτηνός συναισθηματισμός που ακολουθεί το κάθε αφιέρωμα στο δράμα των προσφύγων είναι φτιαγμένος από τα ίσια σάπια υλικά με τα οποία έχει κατασκευαστεί ο καθημερινός ρατσισμός και η ξενοφοβία ως αυτονόητη χειρονομία. Κάθε θέμα εντάσσεται ως θέαμα προς χρήση και ο χθεσινός ρατσιστής είναι ο φιλόστοργος υπερασπιστής των ελλήνων νησιωτών. Έτσι το Πρώτο Θέμα π.χ. που παλαιότερα και σε εβδομαδιαία βάση έκανε λόγο για ‘’ανθρώπινα απόβλητα’’, εξυμνούσε εμέσως την Χρυσή Αυγή ή μας έδινε οδηγίες για το πώς να αναγνωρίσουμε έναν τζιχαντιστή στον δρόμο με βάση το σημάδι στο κούτελό του, σήμερα μας καλεί να συμμετέχουμε ώστε να ‘’ να αναγνωριστεί ο αγώνας των Ελλήνων νησιωτών’’. 

Η υποκρισία των ΜΜΕ δεν είναι βέβαια κάτι το οποίο σπανίζει στον λόγο τους. Ας δούμε για παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίο τα δακρύβρεχτα άρθρα που ανέκραζαν ‘’Je suis Charlie’’ και μιλούσαν για ελευθερία της έκφρασης έγιναν μέσα σε μια νύχτα αιτήματα για επιβολή λογοκρισίας στην περίπτωση του Εθνικού Θεάτρου. Η υπόθεση με την καμπάνια για το Νόμπελ θυμίζει σε μεγάλο βαθμό μια άλλη κομβική υπόθεση στους σκοπούς και στις προθέσεις των φορέων του συγκεκριμένου λόγου: Αυτή του αντιφασισμού την επαύριο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Με τον ίδιο τρόπο που όσοι εξέθρεψαν τον φασισμό με τα κείμενα, τα δελτία και τις εκπομπές τους ζήτησαν να ξεπλύνουν τον πρότερο βίο τους σε μια αντιφασιστική κραυγή, έτσι και τώρα όσοι διένειμαν απλόχερα την ξενοφοβία αναζητούν ένα καθαρό πρόσωπο πίσω από φως ενός βραβείου.
Και στις δύο περιπτώσεις η επιφανειακότητα και ο καιροσκοπισμός έρχονται σε αντίθεση με τη συλλογική μνήμη. Και όμως η μνήμη είναι σκληρή για να σβήσει με ψεύτικα συνθήματα και πλαστικές φιέστες.

(στην εφημερίδα Εποχή)



Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Τα όρια της τέχνης



«Ω, τι ηδονή, να βουτάς απ' το κρεβάτι του ένα παιδί που δεν έχει ιδρώσει ακόμα το χνούδι στο πάνω χείλος, κι όπως έχει τα μάτια του ολάνοιχτα, να κάνεις δήθεν περνώντας το χέρι σου από το μέτωπό του, πως του στρώνεις προς τα πίσω τα ωραία του μαλλιά. Και μετά ξαφνικά, τη στιγμή που μόνο αυτό δεν περιμένει, μπήγεις τα νύχια σου στο τρυφερό του στήθος, έτσι όμως που να μην πεθάνει. Δεν ωφελεί ο θάνατός του, γιατί αργότερα στερείται κανείς το θέαμα, τότε που θα το δέρνουν οι συφορές.
Και στη συνέχεια, ρουφάς το αίμα του γλείφοντας τις πληγές. Κι όσο κρατάει αυτό, που για σένα μακάρι να μην τελείωνε ποτέ, το παιδί σπαράζει από το κλάμα».

Το παραπάνω απόσπασμα ανήκει στα «Ασματα του Μαλντορόρ», στο εμβληματικό ποιητικό κείμενο του Ισιντόρ Ντυκάς, το οποίο εκδόθηκε του 1868 και έμελλε να αλλάξει το σύνολο της τέχνης του επόμενου αιώνα.
Ο Ντυκάς δημιουργεί ένα πρότυπο κακού, ανήθικου και αρνητικού καταγεγραμμένο στην υπερβολή του. Στόχος του, σύμφωνα με κάποιες αναλύσεις, να δημιουργήσει ένα αντιπρότυπο ικανό να διδάξει το καλό παρουσιάζοντας σε όλη την έκταση το αντίθετό του.
Ο Ντυκάς κάνει το όριο αισθητική, προσπαθεί να καταγράψει το ακραίο, το εκτός, το κακό, όπως δεν είχε καταγραφεί ποτέ πριν.
Το άλμα του αυτό θα απελευθερώσει μια ποιητική δύναμη τέτοια, μια εκφραστική και δημιουργική ελευθερία όπου θα καθορίσει τους επόμενους αιώνες λογοτεχνίας.
Ασχετα με τις προθέσεις του συγγραφέα, το έργο στέκει αυτονομημένο ως αισθητικό επίτευγμα και όχι ως ηθικό εργαλείο. Αλλωστε το σοκ, ο σκανδαλισμός, η ιεροσυλία ήταν πάντοτε κομμάτι της τέχνης, πολλές φορές καταγεγραμμένη σχεδόν ως υποχρέωση του καλλιτέχνη.
Ενάμιση αιώνα μετά στεκόμαστε εδώ και αναρωτιόμαστε ποια μπορεί να είναι τα όρια της τέχνης.
Πίνακες ξηλώνονται, βιβλία καίγονται, αγάλματα ντύνονται για να υποδεχτούν υψηλούς προσκεκλημένους και φυσικά παραστάσεις κατεβαίνουν υπό την υπόδειξη πρεσβειών και χορηγών.
Ο δημόσιος διάλογος ανοίγει με δημόσιους όρους: απότομα, εκκωφαντικά, προς χρήση και προς τέρψη.
Ο «ειδικός» της τέχνης, πάντοτε λοιδορούμενος από τον δημόσιο λόγο, υποβιβασμένος σε ένα ατελείωτο φτηνό στερεότυπο (τρελός καλλιτέχνης, κουλτουριαραίος, φωταδιστής και λοιπά όμορφα), εδώ μένει εξόριστος.
Κανείς δεν επικαλείται τον λόγο του ή τουλάχιστον με την ίδια βαρύτητα που επικαλείται τον ειδικό σεισμολόγο να μιλήσει για τους σεισμούς ή τον ειδικό οικονομολόγο για την κρίση (good job boys!).
Αν βιώνει την πραγματικότητα ως εξόριστος, σε αυτές τις στιγμές είναι ένας διπλός εξόριστος μιας και εξορίζεται ακόμη και από αυτή του την εξορία, αφού το αντικείμενο που παράγει ή κρίνει αποσπάται από τον ίδιο.
Και αν δεχόμαστε ως αξίωμα πως η τέχνη δεν είναι για τους ειδικούς αλλά για όλους, με τον ίδιο τρόπο οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε πως μια τέτοια διαπίστωση δεν καθιστά τον κάθε ένα ειδικό της τέχνης.
«Μα είναι αυτό τέχνη;», η πρώτη ερώτηση που έρχεται στα χείλη του δημοσίου διαλόγου. Χείλη τα οποία ποτέ τους δεν αναρωτιούνται για το τι είναι ή τι δεν είναι τέχνη, για τα κριτήρια ή την κοινωνική της σημασία, παρά μόνο για να απαξιώσουν ή να σκανδαλιστούν μες στη δίκαιη αγανάκτησή τους.
Τα «μ’ αρέσει» του καθενός, όχι απλώς διεκδικούν τον χαρακτήρα και το βάρος εμπεριστατωμένης αξιολογικής κρίσης, αλλά μες στην εξωστρέφειά τους επιβάλλονται στη θέση μιας αντικειμενικής απόφανσης.
Ξανά: το ότι η τέχνη είναι για όλους και όχι για τους ειδικούς δεν σημαίνει ότι ο καθένας γίνεται ειδικός.
Η τέχνη οφείλει να λογοδοτεί αποκλειστικά στον εαυτό της. Στους όρους και τους στόχους που η ίδια θέτει, στις προθέσεις του καλλιτέχνη, στην ιστορία του είδους (ως συνέχεια ή ως ανατροπή).
Ας υπάρχουν ποινές για τη βλασφημία στα Συντάγματα των χωρών, ηθικές αστυνομίες ή καλοθελητές πολιτικάντηδες που προσπαθούν να κατασκευάσουν σκάνδαλα ώστε να τα χρησιμοποιήσουν προς πολιτικό όφελος.
Η τέχνη θα παραμένει πάντοτε ελεύθερη και χωρίς κανένα όριο. Ακόμα και αν αυτό έχει ως τίμημα την ποινικοποίησή της.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Το Εθνικό, η λογοκρισία και η ευθύνη






Έχω την αίσθηση πως δεν έχουμε αντιληφθεί την σημασία του κατεβάσματος  της παράστασης ‘’Η ισορροπία του Nash’’  τουλάχιστον όχι πέρα από το αρχικό σοκ που προκαλεί μια είδηση λογοκρισίας σε κάθε δημοκρατικά σκεπτόμενο πολίτη. Υπάρχει μια μακρά μεταπολιτευτική παράδοση λογοκρισίας (πετυχημένης ή αποπειρών με αντίστοιχη έκταση). Από τη ‘’Φιλοσοφία του Μπουντουάρ’’ το 1979 και τον ‘’Τελευταίο πειρασμό’’ το 1988 μέχρι τα πιο πρόσφατα παραδείγματα του έργου της Εύας Στεφανή το 2007 στο Art-Athina, της περίπτωσης του Χυτηρίου και του Πατήρ Παστίτσιου.  

Παρά τις επιφανειακές ομοιότητες που μπορεί κάποιος να εντοπίσει στις προθέσεις και τις διαδικασίες των συγκεκριμένων περιπτώσεων και αυτής του Εθνικού, είναι νομίζω οι διαφορές αυτές που προσδιορίζουν την ταυτότητα του συγκεκριμένου γεγονότος. Αυτή τη φορά οι αντιδρώντες απέναντι στο έργο δεν ήταν μια μάζα θρησκόληπτων που συγκεντρώνονταν έξω από το θέατρο με πυρσούς και δάδες απαιτώντας το κάψιμο των βλάσφημων. Αυτή τη φορά το πλήθος μαζεύτηκε γύρω από μια διαδικτυακή συνομολογία και απαίτηση. Αυτή τη φορά το πλήθος δεν ήταν μεγάλης ηλικίας σκοταδιστές και ρασοφόροι, αλλά πρώην υπουργοί και κορυφαία στελέχη παλαιοτέρων κυβερνήσεων, αυτόκλητοι φιλελεύθεροι ντυμένοι με μπλέιζερ-μπούρκες (φιλελεύθεροι κατά της ελευθερίας της έκφρασης πρέπει να είναι μνημονιακοτοξική μετάλλαξη). Αυτή τη φορά ήταν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή τη φορά το πολιτικό κομμάτι της υπόθεσης δεν λειτούργησε συγκεκαλημένα με βασικό στόχο την άγρα εύκολων ψήφων, αντίθετα αυτή τη φορά το πολιτικό κομμάτι υπήρξε το κέντρο, το διακύβευα και το ζητούμενο της εκστρατείας της λογοκρισίας. Δεν υπήρξε ο απώτερος στόχος αλλά η ίδια η αφορμή και το περιεχόμενο της όλης υπόθεσης.

Και το επιχείρημα χαμένο κάπου ανάμεσα στον ηθικισμό, τις διαχειριστικές επιλογές του κράτους σε ότι αφορά στο δημόσιο χρήμα (από ανθρώπους που την ίδια στιγμή έχουν φτιάξει ταυτότητα τοποθετούμενοι κατά της έννοιας του δημοσίου), στον αντανακλαστικό συναισθηματισμό που μετατρέπει το κάθε επιχείρημα σε αναφορά στα θύματα, στις λογοτεχνικές και θεατρικές ευαισθησίες του κάθε βαλκανικής κοπής Golden Boy που έχει να πάει στο θέατρο από τις σχολικές γιορτές για το εάν αυτό είναι τέχνη και για το ποια είναι τα όρια της τέχνης. Στην πραγματικότητα από την μεριά των λογοκριτών η τακτική δεν είναι ξένη. Είναι η μετατροπή κάθε πτυχής της δημόσιας σφαίρας σε ευκαιρία για αντιπολίτευση , εύκολες συνδέσεις και απαξιωτικά αντανακλαστικά. Αυτό που διαφέρει εδώ είναι η μετάθεση στο πεδίο της τέχνης.

Από κει και πέρα το τελείως νέο στοιχείο και αυτό που κάνει την υπόθεση τελείως διαφορετική και απόλυτα σοβαρή είναι πως όλα συνέβησαν με κυβέρνηση της αριστεράς. Ως βασικός ένοχος για την απόφαση κρίθηκε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού θεάτρου Στάθης Λιβαθινός (το δ.σ. του ιδρύματος με ανακοίνωση του και προς τιμή του διαχώρισε τη θέση του). Και ενώ οι ευθύνες που αναλογούν στον καλλιτεχνικό διευθυντή είναι σίγουρα πολλές, αφού και ο ρόλος του αλλά και η ανακοίνωσή του ταυτίζονται με την συγκεκριμένη απόφαση νομίζω πως οι ευθύνες πρέπει να αναζητηθούν βαθύτερα. Ακριβώς λόγο της πολιτικής ουσίας των διαμαρτυριών και ακριβώς λόγω της κρατικής φύσης του Εθνικού θεάτρου αλλά και λόγω της αυτονόητης πολιτικής φύσης που έχει κάθε γεγονός λογοκρισίας.

Βασικός λοιπόν υπεύθυνος στα δικά μας μάτια είναι η κυβέρνηση και η ηγεσία του υπουργείου πολιτισμού. Το υπουργείο δεν δημιούργησε το κατάλληλο πλαίσιο ασφάλειας ώστε να προστατευτεί η παράσταση, να μην επιτρέψει να πάρουν βάρος ο διάφορες δηλώσεις που καλούσαν σε λογοκρισία (οι οποίες κάπου ανάμεσα στην παραπληροφόρηση και την παντελή έλλειψη επιχειρήματος κινούνταν στη σφαίρα του γελοίου).  Ακόμη και αν έβλεπε πως οι δηλώσεις αυτές έπαιρναν έντονο χαρακτήρα (και ακριβώς γι αυτό) θα όφειλε να προστατέψει την παράσταση, τις παραστάσεις, την κοινωνία από την πράξη της λογοκρισίας. Θα μπορούσε να δει το γεγονός ως αφορμή  ώστε να ανοίξει ευρύτερα ο διάλογος για την ελευθερία της έκφρασης, για την καλλιτεχνική ελευθερία, για την προστασία των δημιουργών από τις πάσης φύσεως ιερές εξετάσεις. Να ανοίξει ένας διάλογος όπου θα τεθούν επιχειρήματα, θα φανεί ποιος υπερασπίζεται τι, θα εντάξει τον κόσμο στο θέμα και θα το φέρει αντιμέτωπο με την ίδια τη σημασία της ελεύθερης έκφρασης. Το υπουργείο πολιτισμού δεν παίρνει αποφάσεις για το ρεπερτόριο του Εθνικού θεάτρου (και οφείλει να μην παίρνει). Είναι όμως υπεύθυνο για το όλο πλαίσιο μέσα στο οποίο οι παραστάσεις, ο πολιτισμός, οι τέχνες υπάρχουν. 

Ζυγίζοντας το όποιο πολιτικό κόστος, η κυβέρνηση όχι μόνο δεν ενήργησε, αλλά δεν πήρε καν θέση απέναντι στα τεκταινόμενα, παρά μόνο αφού βρέθηκε μπροστά σε μια σφραγισμένη σκηνή. Φοβισμένη από το πολιτικό κόστος που θα μπορούσε να έχει μια περιγραφή της ως υποστηρίκτριας των τρομοκρατών (και μάλιστα με τέτοιου επιπέδου φτηνή επιχειρηματολογία) συνθηκολόγησε στην λογοκρισία. Από δειλία να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αλλά και της ιστορίας και της ουσίας της αριστεράς, η κυβέρνηση καθίσταται συνυπεύθυνη των λογοκριτών.

(στην εφημερίδα Εποχή)