Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Ο τουρισμός, η καταστολή και το βλέμμα του Άλλου



«Οι τουρίστες
είναι άοπλοι κατακτητές»
Ζάρκο Πετάν, «Αφορισμοί»

Σε μια συγκυρία άδικη και σκληρή, η κυρίαρχη φωνή ανακατασκευάζει το μέχρι χθες αυτονόητο, αλλάζει το μέγεθός του ώστε να το ταιριάξει στριμωγμένο στη σμίκρυνση του. Όταν το παράλογο και το άδικο δεν επιβάλλονται με όρους καταστολής, συμμετέχουν σε μια επιχειρηματολογία με σμικρύνσεις και μεγεθύνσεις, προσθήκες και αποκλείσεις, όπου το δευτερεύον συχνά γίνεται κυρίαρχο, η πολυτέλεια συχνά ανάγκη και η ανάγκη παράλογο, αν όχι καταστρεπτικό αίτημα. Και καθώς οι λέξεις χάνουν ή αλλάζουν νόημα, κάθε τι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως λόγος καταστολής, παύσης και αποτροπής. Ένα από τα κυρίαρχα καλοκαιρινά επιχειρήματα καταστολής, υπήρξε η κατάσταση στον τουρισμό.

Ο τουρισμός επιχείρημα
για καταστολή

Οι σκηνές της πλατείας συντάγματος, τα κλειστά λιμάνια, η απεργία των ταξί, όλα ήρθαν να συγκρουστούν με την πρόβλεψη περί αιμορραγίας του τουρισμού. Κανάλια και λοιπά ΜΜΕ, έκαναν έκκληση ακόμα και στον πατριωτισμό των κάθε φύσεως διαφωνούντων, χωρίς διακρίσεις, χωρίς να εξετάζονται τα αιτήματα, οι ανάγκες και τελικά τα ίδια τα δικαιώματα τους. Οι κινητοποιήσεις και οι διεκδικήσεις των τελευταίων μηνών περιγράφηκαν όχι μόνο ως καταστρεπτικές για τον τουρισμό, αλλά επιπλέον, ως άμεσα υπεύθυνες για την αμαύρωση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό. Η κατάσταση πήρε τη μορφή του επείγοντος περιστατικού, της συνθήκης πανικού και της αναγκαιότητας εύρεσης μιας άμεσης λύσης. Έτσι, μέσα στην επιβεβλημένη βιασύνη, οι εκλύσεις, οι προτροπές και οι απειλές δεν χρειάστηκαν να επιχειρηματολογήσουν, να χρησιμοποιήσουν τη λογική ή έστω τους αριθμούς, αλλά απλά να σωρευτούν δημιουργώντας ένα μέγεθος φόβου, κατάρρευσης και τρομοκρατίας.
Η φύση του ίδιου του επιχειρήματος αποκαλύπτει το πρόσωπό της όταν εξετάσει κανείς τους πραγματικούς αριθμούς. Ήδη από τον Μάιο το πρακτορείο Bloomberg προέβλεπε μεγάλη άνοδο του τουρισμού, λόγο της κατάστασης στη Βόρεια Αφρική (παραπλήσιου τουριστικού προορισμού), αλλά και λόγω της κρίσης και της πτώσης των τιμών. Και ενώ το καλοκαίρι μας επισκέφτηκε αρματωμένο με κινητοποιήσεις ακόμα και τον Αύγουστο, η πρόβλεψη του πρακτορείου αποδείχτηκε παραπάνω από αληθής. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, φέτος, ο αριθμός των ξένων τουριστών παρουσίασε διψήφιο ποσοστό αύξησης, φθάνοντας στα 16,5 εκατ. ευρώ (χωρίς να υπολογίζονται οι αφίξεις από την κρουαζιέρα) και θα ξεπεράσει τον αριθμό-ρεκόρ αφίξεων ξένων τουριστών που πραγματοποιήθηκε το 2007. Η βουή και η μανία του κυρίαρχου λόγου, δεν περιγράφουν λοιπόν την κατάσταση στην οικονομία του τουρισμού, αλλά τους όρους με τους οποίους μια κατάσταση μπορεί να γίνει παράλογο, αν και κυρίαρχο, επιχείρημα προς χρήση.

Το βλέμμα του άλλου

Η όλη συζήτηση δεν άνοιξε ποτέ με όρος αποκλειστικά οικονομικούς. Η αγωνία για την «εικόνα μας στο εξωτερικό», έρχεται να προσθέσει τον τουρισμό σε μια στιγμή αγωνίας που απλώνεται καθόλη τη διάρκεια της κρίσης: Τι λένε για εμάς οι ξένοι, οι εκτός Ελλάδος, πως περιγράφουν τα πρωτοσέλιδα την Ελλάδα, την κατάσταση, εμάς, το μέλλον μας; Το παράρτημα των δελτίων ειδήσεων «τι είπαν τα ξένα μέσα για την Ελλάδα» παύει να αποτελεί μια κακόγουστη ευκαιρία για να ανυψωθούν ακόμα περισσότερο οι κατακτήσεις, οι άθλοι και τα κατορθώματα (στη συντριπτική βεβαίως πλειοψηφία τους όλα αθλητικά) των σύγχρονων Ελλήνων, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Τώρα τα κυρίαρχα ξένα μέσα (και η υιοθέτηση της κρίσης τους από τα κυρίαρχα εγχώρια μέσα), μας μιλούν για ένα σύνολο ομογενοποιημένο στα λάθη, τα συμφέροντα και τις απώλειές του. Μια ταυτότητα συμπαγή στην αποτυχία, τις αποκρύψεις και την πτώση της. Μαζί με την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας στο πολιτικό επίπεδο, περνούμε ταυτόχρονα σε ένα στάδιο πολλαπλού ετεροπροσδιορισμού. Με την όρασή μας μονίμως στραμμένη προς τα έξω, ζητούμε αγωνιωδώς το πρόσωπό μας στο βλέμμα του άλλου. Σε μια αντανάκλαση, σε ένα καθρέφτισμα, το οποίο δεχόμαστε άκριτα ακόμα και όταν δεν το ομολογούμε. Μέσω της επιβεβλημένης συλλογικής ενοχής, παύουμε να είμαστε το υποκείμενο που κοιτά τους άλλους και μετατρεπόμαστε στο αντικείμενο που κοιτιέται απ’ αυτούς. Μέσα στον κυκεώνα της απώλειας, της ενοχής και του φόβου καταλήγουμε να προσδιορίζουμε την κατάστασή μας άκριτα, βιαστικά και θολά. Τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία δεν περιγράφουν πια το πώς βλέπουν οι ξένοι τη χώρα, περιγράφουν το δικό μας παράλογο φόβο της επαλήθευσης, όταν κοιτάζουμε τον εαυτό μας.
Μέσα στην απότομη αυτή συνθήκη, ο τουρίστας ενσαρκώνει την κατάργηση της απόστασης μας με τον έξω κόσμο. Γίνεται ο πρεσβευτής του Έξω, του Πέρα από εμάς , του Άλλου. Μαζί του μας επισκέπτονται και τα πρωτοσέλιδα, τα στερεότυπα, οι φόβοι και οι εύκολες περηφάνιες μας. Ο τουρίστας μετατρέπεται αυτόματα (και συνήθως χωρίς να το γνωρίζει) σε έναν άτυπο ελεγκτή ορθότητας, που θα ορίσει τη θέση μας στο λεωφορείο του ανεπτυγμένου κόσμου. Στον καθημερινό κριτή της κρίσης μας.
Η κρίση και ακόμα περισσότερο η εκμετάλλευσή της αποτελεί μια συνθήκη κοινωνικά άδικη και καταστρεπτική με πολλαπλούς τρόπους. Αποτελεί όμως ταυτόχρονα και μια συνθήκη που ορίζει με απόλυτο τρόπο επιταγές ενδοσκόπησης, επαναπροσδιορισμού, ανασύστασης. Μια συνθήκη που μέσα στη ρευστότητά της, κάνει ικανή τη διεκδίκηση μιας νέας ταυτότητας, ανοιχτής στην αναζήτηση, προσδιορισμένης από τις ανάγκες και τις επιθυμίες της. Μιας ταυτότητας ικανής να αυτοπροσδιοριστεί.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Ιστορία ερχόμαστε κοίτα τον ουρανό: Η ποίηση της νεότερης γενιάς και η νέα πολιτική συνείδηση



θα ήθελα να σας καλωσορίσω στην σημερινή εκδήλωση με τίτλο: Ιστορία ερχόμαστε! κοίτα τον ουρανό και με θέμα την νεότερη γενιά ποιητών και την σύνδεση της με μια νέα πολιτική συνείδηση όπως αυτή διαμορφώνετε στην ελληνική κοινωνία. θα ήθελα καταρχήν να ευχαριστήσω το φεστιβάλ και τον Θεόδωρο Τερζόπουλο για την πρόσκλησή μας στο φεστιβάλ καθώς και τον δήμο των Σικυωνίων για την φιλοξενία του.

Ξεκινώντας θα ήθελα να μιλήσω για έναν προσδιορισμό, τον προσδιορισμό της γενιάς, αφού ο συνδυασμός του με την έννοια της ποίησης είναι αυτός που μας τοποθετεί σε αυτό το τραπέζι και ουσιαστικά δημιουργεί αυτή την εκδήλωση. Είναι αρκετή μια χρονολογική ή ηλικιακή σύμπτωση ώστε να ομαδοποιηθεί ένα σύνολο ανεξάρτητων μονάδων και να χαρακτηριστεί γενιά; Συγκρίνοντας την σύγχρονη γενιά με παλαιότερες, μπορούμε να πούμε πως βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο με συμπαγή χαρακτηριστικά; Εξετάζοντας κανείς την ιστορία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, καταλήγει πως η ομαδοποίηση με όρους γενιάς αποτελεί στις περισσότερες περιπτώσεις μια πράξη φιλολογικής ευκολίας, όμοια με την σχεδόν αυθαίρετη ομαδοποίηση καλλιτεχνών κάτω από την ομπρέλα των διαφόρων –ισμών. Για πολλούς μελετητές της ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας, η μόνη πραγματική γενιά με συμπαγή και σαφή χαρακτηριστικά ήταν αυτή της γενιάς του ’30. Η γενιά του ’30 (και εδώ να ξεκαθαρίσω πως δεν εννοώ το σύνολο των ποιητών ή καλλιτεχνών που συμπίπτουν με αυτή τη χρονολογία αλλά μάλλον μια συγκεκριμένη άτυπη και εν μέρει γνωστή ομάδα) αποτέλεσε την μόνη γενιά με συγκεκριμένο πρόγραμμα, συγκεκριμένους εκπροσώπους ποιητές, συγκεκριμένους μαικήνες χρηματοδότες και κριτικούς μηχανισμούς άλλοτε προώθησης και άλλοτε αποσιώπησης. Μετά την καταστροφή του 1922 και την κατάρρευση του ιδεολογήματος της μεγάλης ιδέας και της μεγάλης Ελλάδας, η γενιά αυτή ήρθε να καλύψει το κενό που άφησε η κατάρρευση αυτή και να δημιουργήσει νέους μύθους, μια νέα σχέση με το παρελθόν, την ιστορία, την ταυτότητα, μια νέα σχέση με την ίδια την ιδέα της ελληνικότητας. Αν λοιπόν αυτές όλες οι κινήσεις και τα χαρακτηριστικά, είναι αυτά που συγκροτούν μια πραγματική γενιά, μπορούμε να μιλήσουμε για μια αντιστοιχία με τα χαρακτηριστικά των νεότερων ποιητών; Μάλλον όχι. Εκτός από μία μάλλον σημαντική εξαίρεση. Την αντιστοιχία ως προς την κατάρρευση μίας παλαιότερης ιδεολογικής, ιστορικής και πολιτικής συνθήκης (με όρους φυσικά διαφορετικούς) και τη δημιουργία ενός πολλαπλού κενού και στην συνέχεια την είσοδό μας σε μια νέα σκοτεινή εποχή.

Η Κρίση

Ζούμε σε έναν κόσμο από καταρρέοντα νεόκτιστα, σε μια διαδρομή φρέσκων ερειπίων. Τα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες, βιώσαμε την διάλυση όλων όσων έμειναν όρθια από τη βουή και το χειροκρότημα. Μια διάλυση τις οποίας οι ρίζες εντοπίζονται σε αρκετά παλαιότερα χρόνια, ίσως ακόμα και στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Αυτή η διάλυση εκφράστηκε πολλαπλά, με τρόπους που προϋπήρχαν και όρους που αυτά τα χρόνια μεγεθύνθηκαν : με τη διαφθορά και την ατιμωρησία, τα αλληλοεπικαλυπτόμενα σκάνδαλα, την κρίση του πολιτικού λόγου σε συνδυασμό με την δημιουργία ενός υπερτροφικού τηλεοπτικού λόγου εξουσίας, με την πολιτική ανικανότητα και σκοπιμότητα και με την κορύφωση της καταστολής.
Η νέα μεγάλη ιδέα, (αυτή τη φορά εκφρασμένη όχι με όρους μεγέθους δηλ μια μεγάλη Ελλάδα, αλλά με όρους ισχύος δηλ την περίφημη ισχυρή Ελλάδα των εκσυγχρονιστών του Πασοκ), η νέα αυτή μεγάλη ιδέα, του πλαστικού χρήματος και των δανείων, της Ευρωπαϊκής ένταξης και του παραδείσου του Ευρώ, των Ολυμπιακών αγώνων και των εθνικών αθλητικών κατορθωμάτων, άφησε την τελευταία της πνοή με τον ερχομό της κρίσης και κυρίως με τον ερχομό του μνημονίου. Η θνησιγενής ευημερία κληροδοτεί στο σήμερα ένα κενό πολλαπλό. ένα κενό ηθικό, ένα κενό πολιτικής εμπιστοσύνης που καταλήγει σε μια πλήρη απαξίωση των πολικών και ίσως για πολλούς της ίδιας της πολιτικής (τουλάχιστον με τους όρους με τους οποίους υπήρχε μέχρι σήμερα) και κυρίως ένα κενό ως προς το μέλλον και την προοπτική. και ενώ μια τοποθέτηση για την κρίση, τις αιτίες και τις πραγματικές αιτίες που την δημιούργησαν, καθώς και τις σκοπιμότητες και τα συμφέροντα που την εκμεταλλεύονται, θα είχε και ενδιαφέρον και μεγάλη σημασία, έχω την αίσθηση πως θα έστρεφαν την συζήτηση προς ένα σημείο διαφορετικό από την στόχευση της σημερινής εκδήλωσης. Αυτό που παραμένει κεντρικό ακριβώς λόγο των προαναφερθέντων εκφάνσεων, είναι οι όροι με τους οποίους βιώνουμε την πραγματικότητα και ζούμε το καθημερινό. Το πώς διαμορφώνεται η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η ζωή και η συνείδηση, ανάμεσα στα διάφορα συγκεκριμένα γεγονότα των τελευταίων ετών.


Η νεότερη γενιά

Αν κάποιος χτυπιέται περισσότερο από την κρίση αυτή είναι η νεότερη γενιά. Όχι μόνο γιατί οι αποφάσεις επηρεάζουν το άγουρο παρόν της, αλλά γιατί πολλαπλασιάζουν την σημασία τους και το βάρος τους σε ένα αβέβαιο μέλλον. Έτσι σε μεγάλο βαθμό, η γενιά αυτή βιώνει το παρόν ως τέλμα, το μέλλον ως έναν βέβαιο και ταυτόχρονα άγνωστο κίνδυνο που πλησιάζει και την ιστορία ως προδοσία (όταν μιλάω για ιστορία αναφέρομαι στην πρόσφατη, μη ιστοριογραφημένη ιστορία, τις τελευταίες δεκαετίες που οδήγησαν σε αυτή την συνθήκη).
Η ανεργία κάθε μέρα μεγεθύνεται κάνοντας την κυρίαρχη επισφαλή εργασία, να μοιάζει με πικρό δώρο όταν και εφόσον προκύψει. Ανοιχτές συμβάσεις, απροσδιόριστα οράρια, εργοδοτική αυθαιρεσία και καθυστερημένες πληρωμές, αποτελούν την κουρελιασμένη συνοδεία των δώρων αυτών. Δίπλα στην παλαιά έννοια του προλεταριάτου έρχεται να προστεθεί το όλο και διευρυνόμενο πλήθος του πρεκαριάτου, του σύγχρονου εργασιακά αβέβαιου και ανασφάλιστου εργαζομένου (από την αγγλική λέξη Precarity).
Ο σύγχρονος νέος άνεργος δεν έχει ομοιότητες με τις γενιές των ανέργων του περασμένου αιώνα. Πολλές φορές μορφωμένος, αρκετά συχνά πλήρως καταρτισμένος με δύο και τρία πτυχία, εξοικειωμένος με τις τεχνολογίες, τις νέες τάσεις, το διαδίκτυο, τις γλώσσες, τα ταξίδια και ταυτόχρονα αποκλεισμένος, φιμωμένος και απελπισμένος. Ο σχετικά νέος όρος που ήρθε να περιγράψει αυτά τα αναδυόμενα πλήθη, ο όρος κογκνιτάριος (από το λατινικό και καρτεσιανό κόγκιτο) περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο αυτή την περίπτωση: την περίπτωση του νέου που έχει τη γνώση, αλλά όχι τον πλούτο ή την δύναμη.
Έτσι η νεότερη γενιά μεταναστεύει με κάθε τρόπο. Είτε για σπουδές είτε για την εύρεση εργασίας πάνω στο αντικείμενο που σπούδασε. είναι χαρακτηριστικό πως από τους 6 καλεσμένους ποιητές μόνο οι τέσσερεις κατάφεραν να είναι εδώ στην σημερινή εκδήλωση. Οι 2 απόντες βρίσκονται υποχρεωτικά στο εξωτερικό. ο ένας για σπουδές ο άλλος λόγω εργασίας. η απουσία τους περιγράφει με τον πιο ηχηρό τρόπο, την παρουσία του φαινομένου της μετανάστευσης, στην σημερινή εκδήλωση. Η φυγή του συγκεκριμένου κομματιού της κοινωνίας δεν λιγοστεύει απλά το παρόν αλλά πολύ περισσότερο ακυρώνει το μέλλον μια και όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να το συνθέσουν, έχουν απομακρυνθεί.
Καλούμαστε λοιπόν να ζήσουμε μια πραγματικότητα απότομη, απροετοίμαστοι και πλανημένοι από τις προηγούμενες γενιές, τις υποσχέσεις και τις καταχρήσεις τους. Από την ευκολία με την οποία η αρπαγή του τώρα, γίνεται καταδίκη του αύριο. Η νεότερη γενιά, βιώνει τον αποκλεισμό της με όρους μιας κληροδοτημένης και αναπόφευκτης μοίρας, σαν μια κακόγουστη διασκευή αρχαίας τραγωδίας όπου η ύβρις του προπάτορα κουβαλιέται ως Νέμεση για τις γενιές που θα έρθουν.
και αλήθεια μέσα σε ένα τέτοιο λεξιλόγιο αποκλεισμού ποιές λέξεις περισσεύσουνε για την ποίηση;

Η ποίηση


Η ποίηση σήμερα φαίνεται απλά να αναπνέει στον ελάχιστο χώρο που της παραχωρείται. Χορτασμένη από παρελθόν, χορτασμένη από μεγέθη, ονόματα, βραβεία, ξεχασμένες ή χιλιοειπωμένες μελοποιήσεις, απλά πολλαπλασιάζει τον εαυτό της με έναν τρόπο ελάχιστο, ειπωμένη άλλοτε σε χείλη φιλολόγων και άλλοτε στα στόματα των μικρών και εσωστρεφών λογοτεχνικών κύκλων και σαλονιών. ο ποιητής σήμερα δεν σιωπά, αλλά συμβιώνει σε έναν θόρυβο φωνών.
Η θέση της ποίησης στον καθημερινό, δημόσιο λόγο, επιβεβαιώνει τη νέα μορφή απουσίας. Σε έναν καιρό αυστηρά πρακτικό, οι στίχοι της επιβιώνουν διαστρεβλωμένοι: ως συνοδευτικό της διαδρομής στα βαγόνια του μετρό, ως κορόνες σε πολιτικούς λόγους νομιμοποιώντας τη φθαρμένη γλώσσα και την έλλειψη οράματος, ως συγκίνηση σε επικήδειους, βαφτίζοντας με ονόματα ποιητών τους λερούς ασήμαντους δρόμους (όπως γράφει ο Καρυωτάκης) βαφτίζοντας ολόκληρα έτη ανάλογα με επετείους γεννήσεων και θανάτων (έτος Καβάφη, Ρίτσου, Ελύτη κτλ), εικονογραφημένοι σε πρόχειρα μπλογκ, σε θεματικά ημερολόγια και τουριστικούς οδηγούς, μπαλώματα μιας σιωπής που κραυγάζει.
Το αλφάβητο άλλωστε της κρίσης, η κυρίαρχη γλώσσα, αποτελεί μια γλώσσα εξόχως αντιποιητική, ψυχρή στην γεωμετρία της και βάρβαρη στον τεχνοκρατισμό της. Διαγράμματα, αριθμοί και δείκτες, στολίζουν μια φρασεολογία απόλυτα στεγνή στην ορολογία της. ο οικονομολόγος γίνεται ο νέος ήρωας της εποχής. Οικείος μέσα στην σημασία και την αναγκαιότητα του ρόλου του, ψυχρός λόγω της εξουσίας της γνώσης του. Το βάρος του λόγου του ειδικού αντικαθιστά την ξεπερασμένη συνήθεια του επιχειρήματος και τη συνθήκης της αντιπαράθεσης. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω την προμετωπίδα από ένα βιβλίο: ‘’ο διάλογος για την κρίση, διεξάγεται σε μια γλώσσα που όπως παλιότερα η καθαρεύουσα, βασική λειτουργία της είναι να αποκλείει τη συντριπτική πλειονότητα, αποδυναμώνοντας την’’. Τα παραπάνω λόγια δεν είναι λόγια ενός φιλοσόφου ή ενός πολιτικού, πολύ περισσότερο δεν είναι λόγια ενός ποιητή, είναι λόγια ενός οικονομολόγου, του Γιάννη Βαρουφάκη από το βιβλίο του Κρίσης Λεξιλόγιο. Ίσως για πρώτη φορά στις μέρες μας η γνώση και η γλώσσα να είναι τόσο στενά συνυφασμένες με την ισχύ και την εξουσία. Η σύγκρουσή μας με αυτές δεν μπορεί λοιπόν παρά να αποτελεί και θέμα γλώσσας, στοίχημα για την επανεφεύρευση ενός λεξιλογίου.
Βέβαια, η καλλιτεχνική διάσταση δεν αποτελεί και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μια εξαίρεση της κοινωνίας και της πλήρους περιγραφής της με οικονομικούς όρους, αλλά μια παράδοξη και απόλυτη επιβεβαίωση των όρων που ισχύουν συνολικά σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας. Η ίδια η τέχνη εδώ και καιρό δεν ορίζεται από τους δημιουργούς της, αλλά πολύ περισσότερο από τους διακινητές της. Εκδοτικοί οίκοι, περιοδικά, θέατρα και γκαλερί, λειτουργούν όχι μόνο ως διαμεσολαβητές αλλά ως κυρίαρχοι που επιβάλλουν απόλυτα την αισθητική, την πολιτική και τελικά την ίδια την υπόσταση του έργου. Το εμπόριο του βιβλίου και ακόμα περισσότερο οι τρόποι με τους οποίους υπάρχει, επιβάλλουν την οικονομική διάσταση ακόμα και στο περιεχόμενο των έργων. Και δεν υπάρχει καμία κριτική που να μπορεί να μιλήσει δυνατότερα από την σιωπή που επιβάλλει η απόρριψη ενός έργου. Όταν μάλιστα η απόρριψη αυτή προκύπτει όχι με λογοτεχνικά κριτήρια αλλά με κριτήρια εμπορίου, αναπόφευκτα οδηγεί σε μια ποιοτική υποβάθμιση. Η άτυπη ταρίφα που πρέπει να πληρώσει ένας ποιητής για την έκδοση ενός βιβλίου, φτάνει σήμερα μέχρι και τα 3.000 ευρώ. Χωρίς κανένα άλλο κριτήριο, ο εκδότης επιβάλλει τη συνύπαρξη της σιωπής όσων δεν έχουν να πληρώσουν με το θόρυβο των άπειρων καλοπληρωμένων εκδόσεων σε ένα ασύμμετρο ποιητικό σύνολο.
Η τέχνη σε κάθε έκφανση της, θεωρήθηκε συχνά πολυτέλεια. Σαν κάτι που περισσεύει, γεμίζει τυχαία τις ώρες, ψυχαγωγεί, και διασκευάζει το τρέχον, συχνά χωρίς σημασία. Μέσα σε μια πραγματικότητα αυστηρά και χυδαία υλιστική, κάθε ενασχόληση με την τέχνη κατέληξε να θεωρείται χόμπι, παραξενιά ή σπατάλη του πολύτιμου χρόνου. Σε έναν κόσμο ρευστό, που βασικές αξίες και κεκτημένα για πρώτη φορά αμφισβητούνται και συνθλίβονται με τέτοια ένταση και σε τέτοια έκταση, καλούμαστε να επαναδιαπραγματευτούμε την σχέση μας με αυτή την «πολυτέλεια», να προσδιορίσουμε ξανά το ρόλο και τη σημασία της και τελικά να προσδιοριστούμε από αυτή.


η νεότερη γενιά ποιητών

Στην νεότερη γενιά των ποιητών, οι δύο παραπάνω αποκλεισμοί (αυτός της νεολαίας και αυτός της ποίησης) έρχονται να συναντηθούν. Τόσο ως Συμπτώματα μιας κοινωνίας, όσο και σαν μια απάντηση στα συμπτώματα αυτά. Η συνάντηση των δύο γίνεται διάλογος μεταξύ τους και η γλώσσα ορίζεται ως πεδίο σύγκρουσης.
Στην ποίηση αυτής της γενιάς, ο κόσμος βιώνεται ως ανία και ως απειλή. Το καθημερινό μέσα στη ρουτίνα του γίνεται εφιάλτης, και το έξω περιγράφεται συχνά με μια γραμμή σχεδόν εξπρεσιονιστική. Η γενιά είναι κληρονόμος ενός μέλλοντα ακυρωμένου και μιας αποκλεισμένης ηλικίας. Το σκληρό και μονοσήμαντο της πραγματικότητας, ταυτίζεται συχνά με αυτούς που το δημιούργησαν, τις προηγούμενες γενιές. Απέναντι σε αυτές η ποίηση γίνεται συχνά εχθρική. Οι δημιουργοί του αδιεξόδου ταυτίζονται με τους διαδόχους που θα το διαχειριστούν, αποσπώνται από τον χρόνο και γίνονται ένα ενιαίο «εσείς», μιας κοινής στάσης τοποθετημένης απέναντι από το ποίημα. Απέναντι σε αυτό το «εσείς», η ποίηση απαντά άλλοτε με ειρωνεία, άλλοτε προτάσσοντας την αθωότητά, άλλοτε προτρέποντας σε επίθεση. Η σαφής πολιτική θεματική δεν λείπει, με αναφορές σε θέματα όπως η μετανάστευση, η εξέγερση, ή η γραφειοκρατία. όλο και πιο συχνά η ποίηση απαντά σε αυτόν τον κόσμο με την ίδια την ουσία της, την ειλικρίνεια της ύπαρξή της.

Ως προς την μορφή οι νέοι ποιητές, επιλέγουν μια εκ νέου αναζήτηση, με ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Μια αλλαγή της φόρμας από συλλογή σε συλλογή, συχνά ακόμα και από ποίημα σε ποίημα, μια αποφυγή των διαδεδομένων μοντερνιστικών ή μεταμονερνιστικών ακροβασιών και παιχνιδιών ενώ συχνά καταλήγουν στην ασφαλή απλότητα της αφηγηματικής ουσίας. Έτσι συχνά συναντούμε στοιχεία εντελώς ετερόκλητα, έναν λόγο άλλες φορές κοφτό και απέριττο και άλλοτε ένα λόγο που θυμίζει τον θεατρικό διάλογο. Άλλοτε μια γλώσσα ειρωνική και καταγγελτική στην αμεσότητά και προφορικότητά της και άλλοτε κατασκευασμένη εσώστρεφα, επηρεασμένη από εκφάνσεις της ελληνικής γλώσσας σχεδόν ξεχασμένες όπως τα κείμενα της εκκλησίας και τα πατερικά κείμενα. η πολλαπλότητα των επιρροών είναι τέτοια ώστε να καλύπτει ένα φάσμα ετερόκλητων πηγών ακόμα και στις επιλογές του ίδιου ποιητή. Ένα στοιχείο που φαίνεται σε μεγάλο βαθμό να ενώνει όλο αυτό το ψηφιδωτό των επιλογών, είναι μια πολύ συχνά παρατηρούμενη πολιτική απαίτηση, μια διάθεση για την πράξη της πολιτικής μέσα όμως από την διαδικασία του ποιήματος.
Η πολιτική της συγκεκριμένης ποίησης προκύπτει μέσα από τα ίδια της τα υλικά, ένα όλο και εντονότερα παρατηρούμενο, ποιητικό «εμείς», που στέκει απέναντι σε έναν κόσμο που αποκλείει τόσο τη συγκεκριμένη γενιά όσο και την ίδια την ποίηση. Αυτός ο πληθυντικός, άλλοτε αναφερόμενος σε ένα πρόσωπο, άλλοτε σε μια γενιά ή σε αυτούς που τάσσονται στο πλευρό του ποιήματος, συναντιέται σε κείμενα με διαφορετικό στόχο, διαφορετική θερμοκρασία και διαφορετική καταγωγή. Αυτό το ποιητικό εμείς, συμπαγές και ταυτόχρονα αφηρημένο, αποτελεί μια επιστροφή στον πολιτικό λόγο με όρους τελείως διαφορετικούς από το παρελθόν, χωρίς δόγμα και χωρίς βεβαιότητες. Είναι αυτό το «εμείς» που συγγενεύει με τη σπορά του Δεκέμβρη, τον ανώνυμο ποιητή ων συνθημάτων στους τοίχους, όσο και με ένα μεγάλο κομμάτι των ανθρώπων που γέμισαν τις πλατείες, τόσο στην Ελλάδα όσο και την Ευρώπη. Ένα αίτημα για κάτι νέο, μια φωνή που δεν μιλά για τις απαντήσεις αλλά για τις ερωτήσεις από θέση αρχής, που δεν μιλά για τον ενικό εαυτό της αλλά για ό, τι ακριβώς τον ξεπερνά.
Η σημερινή λοιπόν εκδήλωση δεν έχει στόχο να παρουσιάσει τόσο μια συγκεκριμένη γενιά, αλλά περισσότερο μια συγκεκριμένη διάθεση, μία αντίδραση απέναντι στις σφραγίδες του κυρίαρχου. Καθώς επίσης μία από τις μεταμορφώσεις και τις εκδηλώσεις του νέου, το οποίο διεκδικεί τον χώρο του απέναντι σε έναν γερασμένο και καταδικασμένο μέλλοντα. Η μόνη εκδίκηση και η μόνη δικαίωση είναι η ηλικία και η ποίηση να καταφέρουν να μιλήσουν και να μιλήσουν με τους δικούς τους όρους. Ας δεχτούμε πως η σημερινή εκδήλωση είναι μια προσπάθεια προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση.







Οι Ποιητές



Ζήσης Αϊναλής


Ο Ζήσης Δ. Αϊναλής γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Κάνει διδακτορικό στη Βυζαντινή Ιστορία και Φιλολογία στο Παρίσι. Το 2006 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ηλεκτρογραφία» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Το 2008, από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το βιβλίο «Αποσπάσματα». Το 2011, κυκλοφόρησε από τις ηλεκτρονικές εκδόσεις του περιοδικού Βακχικόν η συλλογή του ‘’ Η σιωπή της Σίβας’’ σε μορφή E-book. Μεταφράσεις και δοκίμιά του έχουν εκδοθεί σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Επίσης ο ποιητής διατηρεί το blog Κενός Τίτλος, χώρο δημοσιεύσεων και αναδημοσιεύσεων παλαιοτέρων κειμένων
Τα τρία ποιήματα που θα διαβαστούν, προέρχονται από την πρώτη του συλλογή του ποιητή, την ‘’Ηλεκτρογραφία’’ με τίτλους Οδυσσέας, Πηνελόπη και Τηλέμαχος.
Τα τρία μονολογικά ποιήματα, ζούνε την ένταση και την απορία του υποκειμένου, μέσα σε ένα ανοίκειο περιβάλλον. Ο παλιός μύθος έρχεται να μιλήσει για πράγματα χρονολογικά νέα, φθαρμένα στην προχειρότητά τους, απλά, χωρίς το βάθος του μύθου αλλά υπαρκτά στην καθημερινή επανάληψή τους. τα πρόσωπά τους γδύνονται την οικειότητα της ιστορίας και του παραμυθιού και έρχονται να μιλήσουν για κάτι και πάλι κοντινό αλλά ταυτόχρονα στεγνό, πεζό και απομαγευμένο. ο Οδυσσέας είναι απλά ο πατέρας, η Πηνελόπη απλά η μητέρα και ο Τηλέμαχος απλά ο γιός.
όμως τα πρόσωπα, υπάρχουν ταυτόχρονα στο παρόν και στην αρχαιότητά τους. Από την αναφορά της Ληκύθου και του Νεοπτόλεμου μέχρι αυτή των πορνοπεριοδικών και των συμβασιούχων δεν υπάρχει απόσταση. Όλα, όπως κάθε φορά, συναντούνται στο παρόν του ποιήματος. Η περιπλάνηση, το γύρας και η πολιορκημένη ηλικία των ποιημάτων βιώνουν το σήμερα υπενθυμίζοντας μας το χθες.




Νικόλας Ευαντινός


O Νικόλας Ευαντινός γεννήθηκε το 1982 στην Ιεράπετρα της Κρήτης, σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία με μεταπτυχιακό στη νεοελληνική φιλολογία. Το 2008 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο ‘’Μικρές Αγγελίες και ειδήσεις’’ από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης και το 2011 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μελάνι η ποιητική συλλογή του με τίτλο ‘’Ρουβίκωνας στα μέτρα μας’’.
Το πρώτο βιβλίο του Ευαντινού, όπως μας πληροφορεί και ο τίτλος του , αποτελείται από μια σειρά ανακοινώσεων, αγγελιών, δελτίων, ενοικιαστηρίων, ιατρικών ανακοινωθέντων κ.τ.λ. Σκοπίμως ο Ευαντινός επιλέγει ως καμβά τον πιο στεγνό τρόπο δημοσίου γραπτού λόγου. Κρατάει το περίγραμμα της δημόσιας χρήσης και επαναλαμβάνει βασικά χαρακτηριστικά αυτού του τρόπου. Είναι ενδεικτικό πως τα ποιήματά του, σχεδόν στο σύνολό τους, περιέχουν λέξεις φθαρμένες από το τυπικό της πληροφόρησης κόντρα στην επικοινωνία: ζητείται, χαρίζεται, αναζητείται… Το ποίημα μοιάζει να υπάρχει ως ένα αυτοτελές αντικείμενο, μεταμφιεσμένο σε καθημερινή χειρονομία έντυπης χρηστικότητας. ο τρόπος αυτός αποτελεί την σκαλωσιά ανέγερσης των ποιημάτων του. ο λυρισμός και τα ποιητικά χαρακτηριστικά προστίθενται, συχνά με έντονη ειρωνεία πάνω στο κοινότοπο και στο ταυτόχρονα οικείο.
Στην δεύτερη και πιο πρόσφατη συλλογή του με τίτλο ‘’Ρουβίκωνας στα μέτρα μας’’, σκαλωσιά αποτελεί το ίδιο το σύμβολο (και κυρίως η επανάληψη του)του ποταμού Ρουβίκωνα, ο οποίος αποτελεί μεταφορά. Μεταφορά της στιγμής και του σημείου της μεγάλης απόφασης, ακόμα και μιας απόφασης που ποτέ δεν πάρθηκε και δεν πρόκειται να παρθεί. Η ειρωνεία της πρώτης συλλογής συνεχίζει να υπάρχει, αυτή τη φορά με έναν τρόπο πιο υπαινικτικό και υπόγειο, αλλά ταυτόχρονα σχεδόν αμείλικτο. τα ποιητικά τοπία δανείζονται από την ιστορία και τα πρόσφατα πολιτικά γεγονότα ώστε να δημιουργήσουν το πρόσωπό τους μέσα σε έναν συμπαγή λυρισμό.
Το επίτευγμα Ευαντινού, εντοπίζεται ακριβώς στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται η ειρωνεία. στο σημείο που η ειρωνεία αυτή λειτουργεί ταυτόχρονα ως όχημα υπονόμευσης όποιου στοιχείου της ζωής δεν είναι ποίηση, αλλά και ως αρχιτεκτονικό στοιχείο (μέσω της κοινοτοπίας) αυτής ακριβώς της ποίησης. Η γραφή τινάζει ό, τι πεζό και φθαρμένο από πάνω της χρησιμοποιώντας το, απαναδιατυπώνοντάς το, κατευθυνόμενη προς τον τρόπο της ποίησης, την επιθυμία για μια αυθεντική καλλιτεχνική ζωή. και τελικά τόσο η ειρωνεία όσο και η ποίηση μέσα από μια ατελείωτη σειρά υπονόμευσης και αυτοϋπονόμευσης, εκβάλουν στις εκτάσεις της παραμυθίας.
Ο ποιητής θα διαβάσει από την συλλογή ‘’Ρουβίκωνας στα μέτρα μας’’ και από την ανέκδοτη συλλογή ‘’ενεός’’.


Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

Ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Το 2001 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Πλάσματα της νύχτας» από τις εκδόσεις Δωδώνη. Θα ακολουθήσουν οι συλλογές «Δ» από τις εκδόσεις Ερατώ το 2006, «Συμεών Βάλας: Ένα σχεδίασμα» από τις εκδόσεις Μελάνι, το 2010 και ‘’Οι Δώδεκα. Μια ημιτελής συμφωνία’’ από τις εκδόσεις Αιγαίον/ Κουκίδα το 2011. Στο έργο του συγκαταλέγονται επίσης και μια σειρά μεταφράσεων, ποιημάτων και πεζών των Γκέοργκ Τρακλ, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Όσκαρ Ουάιλντ, Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, Νικολάι Γκόγκολ, Νοβάλις, κ.ά. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Κύπρο και συνεργάζεται με την εφημερίδα «Αυγή» και άλλα έντυπα.
Η ποίηση του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου είναι απαιτητική, φτιαγμένη από δύσκολα υλικά. Σε μια εποχή που ο εύκολος λόγος, η κοινοτοπία και η παράκαμψη της λέξης γίνονται φαινόμενα κυρίαρχα, ακόμα και στην ποιητική έκφραση, συναντούμε μια ποίηση που ξαφνιάζει όχι μόνο με τον τρόπο που χρησιμοποιεί τη γλώσσα, αλλά και με τη θέση που της επιφυλάσσει ως απόλυτο πυρήνα του ποιητικού κόσμου. Διαβάζοντας τις ποιητικές συλλογές έχεις συχνά την αίσθηση πως ο Μύθος της κάθε ενότητας, λειτουργεί ως πρόφαση γλώσσας, σημείο εκκίνησης ενός στοχασμού που δεν περιγράφει, αλλά πλάθει την πραγματικότητα.
Τα ποιήματα του Παπαντωνόπουλου δανείζονται συχνά τη γλώσσα της ορθόδοξης υμνογραφίας, των πατερικών κειμένων και διαφόρων κειμένων λαϊκής θρησκευτικότητας. Η σύνθεση εμφανίζεται σε μια γλώσσα που μοιάζει να έρχεται από παλιά, μια γλώσσα η οποία παρατίθεται αποσπασματικά. Συχνά οι στίχοι μένουν ημιτελείς, θυμίζοντας θραύσματα παπύρων, το συντακτικό παραβλέπεται και η ποιητική υπακούει στους δικούς της εσωτερικούς κανόνες. Μέσα από την αφαίρεση, η γλώσσα πυκνώνει.
Στην τελευταία του Συλλογή: ’Οι Δώδεκα. Μια ημιτελής συμφωνία’’, η γλώσσα αυτή συνυπάρχει με τις φωνές των συνθημάτων, τα τοπία και την ένταση μιας πορείας και το στέκι των μεταναστών στην Τσαμαδού, προσπαθώντας να φτιάξει μια πλεξίδα από απομακρυσμένες και ξένες μεταξύ τους λέξεις και εικόνες. Στο επίπεδο της αισθητικής, ο πολιτικός αγώνας περιγράφεται με όρους θρησκευτικής πίστης και πάθους.
Ο Παπαντωνόπουλος επανασηματοδοτεί παρελθόντες φόβους και παρελθόντες κινδύνους βγαλμένους από ένα τρόπο χτισμένο στο παλαιό. Το μύχιο αυτών των συναισθημάτων επικαιροποιείται. Η λέξη γίνεται φορέας ενός σκοτεινού στοχασμού.




Γιώργος Πρεβεδουράκης


Ο Γιώργος Πρεβεδουράκης γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Σπούδασε διεθνείς σχέσεις στο πανεπιστήμιο του Σάσσεξ και φιλοσοφία και μεθοδολογία των διεθνών σχέσεων στο King’s College του Λονδίνου. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο ‘’στιγμιόγραφο’’ κυκλοφόρησε το 2011, από τις εκδόσεις Πλανόδιον. Η δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο ‘’Κλέφτικο’’, θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη άνοιξη από τις εκδόσεις Πανοπτικόν.
Το πρώτο βιβλίο του Γιώργου Πρεβεδουράκη, ‘’το στιγμιόγραφο’’, αποτελείται από 32 σύντομες συνθέσεις, που σαν στόχο έχουν, να περιγράψουν το χρονικά στιγμιαίο, τη συμπύκνωση του ξαφνικού, την εισβολή του έντονου με τον πιο απότομο τρόπο. Λίγες λέξεις, λίγοι στίχοι και μια έκφραση που στρέφετε προς το ακαριαίο της ποίησης.
Αντίθετα η ποιητική σύνθεση «Κλέφτικο», κομμάτια της οποίας θα ακούσετε σήμερα από τον ποιητή, αποτελεί μια σύνθεση δημιουργημένη σε μια φόρμα ανοιχτή, απλωμένη στην ανάσα του μακροσκελούς στίχου. Τα Κλέφτικο αποτελεί μια μεταγραφή του «Ουρλιαχτού» του Άλεν Γκίνσμπεργκ. Η πρώτη ύλη του «Ουρλιαχτού» απελευθερώνεται από την παράδοξη φιλολογική της κλασικότητα (μια κλασικότητα που το περιεχόμενο της βέβαια απορρίπτει και λοιδορεί) και μεταμορφώνεται. Οι αγγελοπρόσωποι χίπστερς, μεταμορφώνονται σε ρεμπέτες - αγγέλους, οι δόσεις της πρέζας σε δόσεις δανείων και ο Καρλ Σόλομον και το Ρόκλαντ γίνονται Πέραμα και Ανδρέας Παγουλάτος. Με το παιχνίδι αυτό του διάλογου, ο Πρεβεδουράκης καταφέρνει να μεταφράσει το αρχικό ποίημα όχι μέσα από μια όμοια λέξη αλλά μέσα από μια παρόμοια διάθεση, προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να δημιουργήσει μια αισθητική παραλληλία αναζητώντας όμως την ίδια ποιητική αρχή, μεταφερμένη στο σήμερα.
Το ποιητικό υποκείμενο, από τον πρώτο στίχο του «Στιγμιόγραφου» μέχρι τον τελευταίο στίχο του «Κλέφτικου», παραμένει όμοιο και ενιαίο. Στο ‘’κλέφτικο’’, μέσα από την ίδια την αντανάκλαση, την καταγραφή και τη γενίκευση του βιώματος του, μέσα από τη διαδικασία κατά την οποία η μονάδα πολλαπλασιάζεται μέχρι να γίνει χάρτης ενός πλήθους, ο ποιητής συναντά τη γενιά του. Συναντά την τύχη του να διασταυρώνεται με άλλες ατυχίες, σχεδόν ως μια μοίρα κοινή. Η θέση του πρωταγωνιστή παραχωρείται στο θρυμματισμένο σώμα του σύγχρονου νέου, στον ακυρωμένο του μέλλοντα όπως του τον κληρονόμησαν, κάπου ανάμεσα στην απελπισία της ανεργίας, τη φιμωμένη από το θόρυβο έκφραση, το φόβο, την οργή και την κατασταλτική βροχή των δακρυγόνων στην πλατεία Συντάγματος.





Θοδωρής Ρακόπουλος


Ο Θοδωρής Ρακόπουλος γεννήθηκε το 1981 στο Αμύνταιο. Σπούδασε νομικά και ανθρωπολογία. Για τις ανάγκες της διδακτορικής του διατριβής πραγματοποίησε εκτενή εθνογραφική έρευνα πεδίου στην Σικελία. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 2004 σε συλλογικό τόμο των εκδόσεων "Οδός Πανός". Έκτοτε, έχει δημοσιεύσει ποίηση, μετάφραση και κριτική σε περιοδικά κι εφημερίδες. Η συλλογή "Φαγιούμ", από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, είναι το πρώτο του βιβλίο. Ζει μεταξύ Λονδίνου και Θεσσαλονίκης.
Στην ποίησή του Ρακόπουλου, ο χρόνος συναντιέται ως στιγμή και ως συνέχεια, ρευστός και φωτογραφημένος ταυτόχρονα. Στα ποιήματα της πρώτης του συλλογής συναντάμε έντονα το στοιχείο της πολλαπλής αποτύπωσης του χρόνου, τόσο μέσα από την αναφορά στους τρόπους (την φωτογραφία, το κεχριμπάρι, την τέχνη του Φαγιούμ), όσο και μέσα από τη λειτουργία του ποιήματος ως αποτύπωση μιας στιγμής. Ο τίτλος της συλλογής, (η αναφορά στα ταφικά πορτρέτα Φαγιούμ) δίνει στην καταγραφή την αίσθηση αυτού που ο Μπαρτ, μιλώντας για τη διαδικασία της φωτογράφησης, ονόμασε «προοικονομία θανάτου». Ο ρόλος της μνήμης, της στιγμής και της φθοράς γίνονται κεντρικό σημείο του ίδιου του βιώματος.
Στα ποιήματα του Φαγιούμ, συναντούμε μια υπαινικτική πολιτική στάση, μακριά από το άγαρμπο του συνθήματος. Μορφές του παρελθόντος, η καθημερινή κουλτούρα, ακόμα και η δομή του ποιήματος συμμετέχουν σε αυτόν τον υπαινιγμό, δίνοντας της μια συνολικότερη και συνεχόμενη διάσταση.
Συχνά στην ποίηση του Ρακόπουλου συναντούμε το Καβαφικό άπλωμα της συγκεκριμένης στιγμής. Της στιγμής που αποτελεί αφετηρία αλλά και πυρήνα του ίδιου του ποιήματος. Ο ποιητικός αυτός τρόπος, εμπεριστατωμένος στο παρελθόν, συνδιαλέγεται με το καινούργιο.
Ο ποιητής θα διαβάσει από τη συλλογή ‘’Φαγιούμ’ και κάποια ποιήματα δημοσιευμένα στο περιοδικό Τεφλόν.



Γιάννης Στίγκας


Ο Γιάννης Στίγκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Σπούδασε ιατρική. Το 2004 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο ‘’ Η αλητεία του αίματος’’. Θα ακολουθήσουν οι συλλογές ‘’Η όραση θα αρχίσει ξανά’’ από τις εκδόσεις Κέδρος και από τις ίδιες εκδόσεις η τρίτη του συλλογή με τίτλο ‘’Ισόπαλο τραύμα’’. Έχει συνεργαστεί με διάφορα περιοδικά. ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Βουλγαρικά και τα Σέρβικα.
Στην ποίηση του Γιάννη Στίγκα και κυρίως στις δύο πρώτες του συλλογές, εκφράζεται μια επιθυμία και μια απαίτηση ο κόσμος να αναγνωστεί από την αρχή. ο ποιητής διεκδικεί ξανά μια ενότητα, με την όραση να γίνεται κατάσταση και αγωνία σχεδόν κεντρική. Η ανάσα μπλέκεται με τη φωνή, οι λέξεις με τις εκπνοές και τις εισπνοές. ο λόγος των ποιημάτων δεν είναι προφορικός αλλά ντυμένος προφορικότητα κατασκευάζει μια γλώσσα προσωπική και καινούργια. Το σώμα του ποιητή και του ποιήματος ταυτίζονται και γίνονται άξονας της νέας αυτής όρασης.
Στην ποίηση του Στίγκα η βία ή καλύτερα η βιαιότητα αναπνέει σχεδόν σαν αρετή και σαν αναγκαιότητα. Μετρά και διεκδικεί τα μεγέθη, τις επιλογές τις στιγμές. Η εξέγερση και η επιθετική ανάταση συχνά συναντούν την εξομολόγηση και τον προσωπικό χαμηλόφωνο τόνο. οι εικόνες συχνά αιχμηρές και κοφτές, σαν τον ρυθμό του στίχου, υπερασπίζονται και αυτές την ποιητική στράτευση απέναντι στον κόσμο. Ο ίδιος ο ποιητής περιγράφει: ‘’Δεν τρέμουν πια τα χέρια μου και αυτό να σας τρομάζει’’. Και αλλού: ‘’ Ποίησις είναι η κορυφή του Παγόβουνου/ και από κάτω πανστρατιά οι βλαστήμιες.’’
Στην Τρίτη του συλλογή ‘’το ισόπαλο τραύμα’’, το σύμπαν μετατρέπεται στον κόσμο που δημιούργησε τον ποιητή, ορίζοντας ως πρωταγωνιστές τους ομότεχνους που τον συγκρότησαν. Από τον Ρεμπώ και τον Λωτραμόν, μέχρι τον Καρούζο και την Τζένη Μαστοράκη. Τα ποιήματα γράφονται όχι σαν ένας φόρος τιμής, αλλά στα πλαίσια μια σχέσης σχεδόν αγωνιστικής, ανάμεσα στους δύο πόλους. Αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης αποτελεί ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής. Αυτό που προκύπτει από την σύγκρουση του ποιητή με τις επιρροές του είναι ένα ‘’ Ισόπαλο τραύμα’’.
ο ποιητής θα διαβάσει το ανέκδοτο ποίημα με τίτλο : ‘’με τον τρόπο του Γ. Σ.’’



(το κείμενο διαβάστηκε στην τρίτη διεθνή συνάντηση αρχαίου δράματος στο Δήμο Σικυωνίων)