Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Old Boy




Το Απέραντο Πορτοκαλί

Αν τύχει και είναι μεσημέρι Αυγούστου
και τύχει να είσαι μέσα στη θάλασσα
και τύχει να στρέψεις το κεφάλι σου κατευθείαν στον ήλιο,
τότε κλείνοντας τα μάτια γίνεσαι μάρτυρας ενός απέραντου πορτοκαλί,
που προκύπτει ως αποτέλεσμα της ημιμάταιας προσπάθειας των κατεβασμένων σου βλεφάρων να εμποδίσουν τις ακτίνες,
ως το αποτέλεσμα δηλαδή ενός συμβιβασμού ανάμεσα στο φως που τυφλώνει και στο σκοτάδι που είναι εξ ορισμού τυφλό.
Κι έτσι από τη σύγκρουση δυο τυφλώσεων σχηματίζεται ένα χρώμα,
από τη σύγκρουση δυο αρνήσεων μια θέση,
από τη σύγκρουση δυο ακροτήτων ένα μέτρο έγχρωμο,
ένα πορτοκαλί που αν του αφεθείς για μερικά δευτερόλεπτα είσαι καταδικασμένος να αναρωτηθείς τι ρόλο βαράς
εσύ,
μεταξύ θάλασσας και ήλιου,
εσύ,
ανάμεσα σε αυτούς τους δύο μονιμάδες της ζωής
και της έμπνευσης των πτωχών τω λυρισμώ,
εσύ,
τόσο τα συγκεκριμένα δευτερόλεπτα όσο και όλα τα υπόλοιπα,
να αναρωτηθείς δηλαδή αν αποτελείς
ένα πορτοκαλί κόκκο ύπαρξης
ή έναν πορτοκαλί κόκκο ανυπαρξίας,
έναν κόκκο νοηματοδότησης και χρωματογονίας
ή έναν κόκκο χωρίς τον οποίο απαράλλακτα ο ήλιος θα φωτίζει τη θάλασσα
και όλος ο κόσμος απαράλλακτος θα είναι,
ο κόσμος -τουλάχιστον- ο ορατός,
ο αδιαμεσολάβητος
από την ανωμαλία των κλειστών ματιών
και την αλαζονεία των βλεμμάτων
που βαφτίζουν το μέσα μέρος των βλεφάρων τους
σκοτάδι.
(Κώστας Κωστάκος, Old boy {πλέι μολέξεις}, εκδόσεις bibliotheque)

Στο βιβλίο του, ο μπλόγκερ Κώστας Κωστάκος γράφει ένα πρόσωπο που γράφει κάποια κείμενα που γράφουν ένα βιβλίο. Αυτοβιογραφεί έναν άλλο, τον χειρόγραφο εαυτό του. Το βιβλίο δανείζεται τον τίτλο του από το μπλογκ. Το ψευδώνυμο Old Boy, καταχωρημένο πια ως τίτλος βιβλίου που εμπεριέχει και συνοψίζει περιεχόμενα, αποσπάται από σημείο ταυτότητας του συγγραφέα και αλλάζει δέρμα. Από μάσκα γίνεται σελίδα.
Τα σύντομα κείμενα του Old Boy (άσχετα με όσα ειπώθηκαν παραπάνω, εμείς έτσι μάθαμε να τον αποκαλούμε) είναι κείμενα που εκκρεμούν. Ανάμεσα στο διήγημα και την ποίηση, ανάμεσα στο αστείο και την εξομολόγηση, ανάμεσα στον στοχασμό και την αφήγηση. Έντυπα, αποσπώνται από τη μορφή του μπλογκ αλλά κουβαλούν ως ταυτότητα, χαρακτηριστικά που προκύπτουν από το ίδιο το μέσο. Το σταδιακό χτίσιμο της ιστορίας σε στρώσεις φράσεων, η οικοδόμηση πάνω στη βάση ενός αρχικού ευρήματος, ο προσωπικός τόνος, ο εξομολογητικός λυρισμός, ακόμα και το μέγεθος, το σχήμα αλλά και η προαναφερθείσα εκκρεμότητα προκύπτουν από τους άτυπους κανόνες του μπλόγκινγκ (ή καλύτερα μιας εκδοχής του). Έτσι, το βιβλίο καταφέρνει μια από τις σημαντικότερες αρετές του: να είναι λογοτεχνία χωρίς να παρακαλά για λογοτεχνικότητα, χωρίς να ζητιανεύει ή να προσποιείται, αυτάρκες στους εσωτερικούς του κανόνες, στα ευρήματα και στην καταιγιστική γραφή του. Μαζί, λοιπόν, με όλα αυτά -αλλά και λόγω όλων αυτών- το βιβλίο καταφέρνει κάτι εξαιρετικά σπάνιο: να είναι ένα βιβλίο καινούργιο.
Στα σύντομα αυτά κείμενα, η γλώσσα γίνεται αντικείμενο του μύθου και ο μύθος στοιχείο της ιστορίας. Ο αναγνώστης μαθαίνει για την ιστορία του Ποιησού που χρησιμοποιεί τον ποιητικό του λυρισμό μέχρι να γίνει ο βασιλιάς του κόσμου, την περίπτωση του Καισερά Σερά και της Γουιλμπί Γουιλμπί και του παιδιού τους, του Γουατέβερ, την ιστορία του Προμισέα, ο οποίος πήρε το όπλο της υπόσχεσης (Promise) από τους θεούς και το έδωσε στους ανθρώπους, την ιστορία της κοπέλας που καθαρίζει αυγές, την περίπτωση του λαγού που ξαστοχώντας βρίσκεται σε άλλον μύθο από αυτόν με τη χελώνα, δίπλα σε μία λεχώνα. Ταυτόχρονα με τις ιστορίες των ενσαρκωμένων λογοπαιγνίων θα συναντήσουμε καταγραφές ανεπαίσθητων καθημερινών περιστατικών, κινηματογραφικά καρέ κινούμενου λόγου: ένα ζευγάρι σε μια μηχανή μπροστά από το συγγραφέα, ένα άλλο στο βαγόνι του μετρό, ένας άντρας περιμένει σε ένα μπαρ. Ενώ οι ευφυείς παραφράσεις συνεχίζουν ακόμη και στους τίτλους (π.χ. το κείμενο «Θα χυθεί βλέμμα»), το παράλογο συνεχίζει την καταγραφή του: ο κάτοικος μιας πολυκατοικίας -μια αστική στρουθοκάμηλος- τρυπάει το πάτωμα και το κεφάλι της εμφανίζεται στο ταβάνι του από κάτω διαμερίσματος, μια επανάσταση διεκδικεί το τέλος του νόμου της βαρύτητας, κάποιος που κατά τη διάρκεια της συνηθισμένης βόλτας του στους πολυσύχναστους δρόμους της ανυπαρξίας συλλαμβάνεται αιφνιδιαστικά για ύπαρξη.
Το βιβλίο Old Boy, δικαιώνει τις παράπλευρες γραφές μας, τα σκαλίσματα σε θρανία και έδρανα, τα συνθήματα σε τοίχους που βάφτηκαν ή φθάρθηκαν, τα χαμένα sms που προσπάθησαν να στριμώξουν ένα συναίσθημα, συντάχτηκαν, καταγράφηκαν και ξεχάστηκαν, τις αφιερώσεις μας σε βιβλία που άλλαξαν χέρια, τα διαδικτυακά σχόλια και τους καβγάδες, τα μέιλ που δεν έφυγαν και εκκρεμούν. Γιατί αποσπασμένη από τους κοινωνικούς της τρόπους και τα αντίστοιχα φορτία, η γραφή παραμένει μια διαδικασία ενιαία. Μια διαδικασία συναρπαστική και γεννημένη κάθε φορά από την αρχή.


(στην εφημερίδα Εποχή)

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Η πρώτη πρόταση του κειμένου





Ας είναι αυτή εδώ η Πρώτη πρόταση του κειμένου. Και αυτή εδώ ας είναι η Δεύτερη. Και ας χρησιμοποιήσουμε την Τρίτη πρόταση ως γέφυρα για να φτάσουμε στο θέμα του κειμένου. Το θέμα του κειμένου είναι: η πρώτη πρόταση του κειμένου.
Ποια η σημασία της πρώτης φράσης; Μέσα στην όλο ταχύτητα ανάγνωση της μέρας και της νύχτας μας, η πρώτη πρόταση δαμάζει τους ρυθμούς, χαλιναγωγεί τη βιασύνη, διεκδικεί το βλέμμα. Μα είναι μόνο αυτό; Μια τεχνική στις απόλυτες εποχές των τεχνικών εφαρμογών και των πρακτικών λειτουργιών; 
 
Έγραφε κάπου ο Τσέζαρε Παβέζε: ‘’Όταν γραφτεί η πρώτη αράδα ενός αφηγήματος, έχουν ήδη επιλεγεί τα πάντα, και το ύφος και ο τόνος και η τροπή των συμβάντων. Με δεδομένη την πρώτη αράδα, δεν χρειάζεται παρά υπομονή: όλα τα υπόλοιπα πρέπει και μπορεί να βγουν απ’ αυτήν’’. Η πρώτη φράση είναι μια φράση οριστική, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι η τελευταία φράση. Και αυτό γιατί κουβαλά τον πυρήνα και τον σπόρο για ό, τι πρόκειται να ακολουθήσει. Στις πιο ευτυχείς στιγμές ένα κείμενο ή ένα βιβλίο δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο παρά δικαιολογία της πρώτης εκείνης πρότασης. Όμοια με μια γνωριμία ερωτική που ξεκινάει πάντα με μια κουβέντα και ό, τι θα ακολουθήσει θα είναι μια προσπάθεια επιβεβαίωσης ή ανατροπής της πρώτης εκείνης εντύπωσης. Ακόμα και αν η διαδικασία κρατήσει χρόνια. Και όμοια με τις γνωριμίες αυτές πόσες και πόσες πρώτες προτάσεις δεν κατέληξαν να χαθούν στους γκρεμούς του κειμένου που έπεται. 
 
Ας αδειάσουμε το γραφείο από τους τόμους και ας προτρέψουμε τις πρώτες φράσεις να παρελάσουν δικαιωμένες και ανώνυμες: ‘’ Η κυρία Ντάλαγουευ είχε πει ότι θα αγόραζε εκείνη τα λουλούδια’’, ‘’Κάποτε, την εποχή που ήμουνα αρκετά πιο νέος και πολύ πιο ευαίσθητος, ο πατέρας μου μού έδωσε μια συμβουλή που δεν έπαψε από τότε να με συνοδεύει’’, ‘’Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο.’’ ,’’ Είμαι άρρωστος άνθρωπος… Είμαι κακός άνθρωπος. Άνθρωπος αποκρουστικός.’’, ‘’ Το όνομά μου ας είναι Ισμαήλ’’ .
Φτάνοντας στην ελευθερία των μορφών του σήμερα, η πρώτη πρόταση μπορεί να διαρκεί -χωρίς σημεία να στιγματίζουν το σώμα της- όσο ολόκληρο το κείμενο, όσο ένα ολόκληρο βιβλίο. Άλλες φορές μια λέξη μοιάζει να είναι αρκετή. Αρκετή όχι απλά για να συμπληρώσει εκείνο εκεί το ξεκίνημα, αλλά για να ξεκινήσει έναν καινούριο κόσμο: Στο Παρίσι, στις 10 Δεκεμβρίου του 1896, έγινε η πρεμιέρα του ‘’Βασιλιά Ουμπού’’ του θεατρικού έργου του νεαρού Αλφρέντ Ζαρύ. Η πρώτη φράση του έργου (στην πραγματικότητα η πρώτη λέξη) έμοιαζε αρκετή ώστε το κοινό να διχαστεί ανάμεσα σε ζητωκραυγές, γιούχες και απειλές και τελικά μετά την ολοκλήρωση της παράστασης να ξεσπάσουν επεισόδια μέσα και έξω από το θέατρο. Η περίφημη εκείνη πρώτη πρόταση ήταν: ΣΚρΑΤΑ (στα γαλλικά merdre, η γνωστή δηλαδή λέξη με ένα έξτρα r). Το μοντέρνο θέατρο γεννήθηκε μέσα από αυτή την πρώτη φράση. 
 
Η πρώτη πρόταση είναι η ακαριαία εκδοχή του κειμένου. Πολλές φορές δεν βρίσκεται καν στην αρχή. Στοιβαγμένη κάπου αργότερα, πρέπει να ανακαλυφθεί από τον αναγνώστη ώστε να αρχίσει το βιβλίο να μιλά. Υπάρχουν μάλιστα συγγραφείς που καταφέρνουν να καταδικάσουν το γραπτό σε μόνιμη σιωπή, τοποθετώντας την πρώτη φράση εκτός κειμένου. Από παιγνιώδη διάθεση, από απροσεξία ή από καθαρή βλακεία.
Η πρώτη πρόταση είναι και η μόνη πρόταση που γράφτηκε πριν από εμάς και ερήμην μας. Από εδώ και πέρα, καθ όλη την ανάγνωση γράφουμε μαζί με τον συγγραφέα, προσθέτοντας κενό στο συμπαγές του, προσθήκες στην αυτοτέλειά του, συμπληρώνοντας το ήδη ειπωμένο, κουβαλώντας κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης μονίμως την πρώτη φράση. Μέχρι να φτάσουμε πλήρεις πρώτης πρότασης στην εκπνοή της, στο τέλος του κειμένου, σε αυτήν εδώ, την Τελευταία πρόταση. 
 
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Φτηνές τροφές



Ιδού οι καρποί που μας έθρεψαν επί της γης
Κοράνι, II, 23

Η πόλη αυτή δεν έχει καμία δική της γεύση, καμία συνταγή, κανένα πιάτο. Μια απουσία όμοια με την απουσία ντοπιολαλιάς, εθίμων και τρόπων. Καμία γεύση δεν την συνδέει με το παρελθόν της. Η Αθήνα, μέσα στην απότομη εκπλήρωσή της και μέσα στο ξαφνικό της μέγεθος, στέκει χωρίς παρελθόν, αποκλειστικά και μόνο με ιστορία. Μα η ιστορία δεν έχει γεύση.

Ο κατάλογος της πόλης περιλαμβάνει τις φθηνές τροφές με τρόπο πλειοψηφικό. Παραλλαγές σφολιάτας, γεμίσματα ζύμης και πίτας, φθηνά πιάτα δίπλα στα καυσαέρια. Εναν κοινωνικό τρόπο βιασύνης και προχειρότητας που μας εξισώνει (συνήθως άσχετα από ηλικίες, εισοδήματα, ακόμα και γούστα) στο αρνητικό. Οι δρόμοι απλώνουν το αχανές και άυλο τραπεζομάντιλό τους στους συνδαιτυμόνες της ταχύτητας, όλους εμάς τους βιαστικούς της κατάποσης που συναντιόμαστε με την απουσία της συνάντησης κατά τη διάρκεια του φαγητού. Τι γεύση έχει η Αθήνα;

Τα διευρυμένα ωράρια των μαθητών, των φοιτητών και των εργαζομένων, οι μετασχηματισμοί των διατροφικών συνηθειών, η ευτυχής εξαφάνιση του κοινωνικού ρόλου της «νοικοκυράς-μαγείρισσας», οι νέες ταυτότητες και η νομιμοποίηση της απαστράπτουσας καταναλωτικής κουλτούρας, η μετατροπή της οικίας από χώρο παρασκευής σε χώρο κατανάλωσης του φαγητού, εξόπλισαν την καθημερινότητά μας με γρήγορες εστιάσεις, δάνεια μαγειρέματα και πρόχειρες ενοικιάσεις συνάθροισης, πάνω από ένα βιαστικό τραπέζι, ή όρθιοι σε κάποιο σημείο του μαγαζιού ή του δρόμου. Μαζί με τις φτηνές τροφές, καταπίνουμε και την πλήρη άγνοιά μας για αυτές, τον τρόπο παραγωγής τους, το σκεπτικό κατασκευής τους, την όποια δαπάνη, ακόμα και την ταυτότητα των υλικών τους. Ετσι, η αυριανή μας σάρκα κουβαλά και το σώμα της αποξένωσης που καταναλώσαμε. Μπουκωμένοι με χρόνο (ο οποίος δεν είναι ποτέ αρκετός), πεταγόμαστε κάπου για λίγο, σε τυχαία ωράρια ή αντανακλαστικές υπενθυμίσεις. Και μες στη βιασύνη μας, είναι ο χρόνος που μας καταναλώνει λαίμαργα.

Πάντα μου έκανε εντύπωση το πώς η ταυτότητα της τροφής είναι πάντοτε θέμα τοποθέτησης: στο πιάτο είναι φαγητό, στα ρούχα λεκές, στο πάτωμα σκουπίδι. Το περιεχόμενο και η σύσταση δεν αλλάζουν, αλλά η ταυτότητα και ο ρόλος μεταβάλλονται ακαριαία. Πώς ονομάζεται λοιπόν όλη αυτή η γειτνίαση της τροφής δίπλα στον δρόμο, το στρίμωγμα, τη βιασμένη ροή της ημέρας; Αλλωστε, σχεδόν πάντα, η φτηνή τροφή συνοδεύεται, υπάρχει δίπλα σε κάτι, υπάρχει παράλληλα με τη θέαση, το περπάτημα, την εργασία. Οπως ο καθρέφτης που δεν κολακεύει το γήρας, έτσι και η μοναξιά της πράξης θα την μετέφερε πίσω στις πραγματικές τις διαστάσεις, στο φαγωμένο πρόσωπο της πρόχειρης φτηνής τροφής.

Η αλλοίωση δεν είναι ενδεχόμενο ή κίνδυνος, αλλά συστατικό της φτηνής τροφής. Στέκει εκεί ανάμεσα σε υλικά και καρυκεύματα, απομακρύνοντάς μας από ό,τι μπορεί να θυμίζει γεύση. Κάθε δαγκιά είναι μια υπενθύμιση υλικότητας, αφού η φτηνή τροφή δεν έχει τίποτα το πνευματικό, γεύση, αξία ή μυρωδιά. Ετσι, ξεφεύγει από κάθε εντύπωση και αίσθηση και προσπαθεί να είναι απλά πρακτική. Και αφού δεν μπορεί να μας γοητεύσει με τις υποσχέσεις στη γεύση, η φτηνή τροφή θα προσπαθήσει να παραπλανήσει την όρασή μας. Οχι βέβαια καθεαυτή, αλλά εκπροσωπούμενη από την απαστράπτουσα φωτό της. Ολη η απόσταση ανάμεσα στη φωτογραφία ενός μπέργκερ και την καθεαυτή τσαλακωμένη εικόνα της πραγματικότητάς του είναι ένα ανέξοδο μάθημα για όλες τις απογοητεύσεις των υποσχέσεων, για όλη την απόσταση ανάμεσα στο ιδεατό και το πραγματικό, για όλη την πλάνη που θα συναντήσουμε στη συνέχεια στη ζωή μας.

Δεν θα ήθελα όμως να κλείσω χωρίς να αναφέρω τη γοητεία του κακού, την ομορφιά της ασχήμιας, την πλήρωσή μας από το άδειο της φτηνής τροφής. Πολλές φορές η οξύτητα της γεύσης, το εμφανές λάθος του συνδυασμού, η κακή ποιότητα του υλικού, κουβαλούν τη δική τους τέρψη. Αλλωστε, το αυθεντικά κακό πάντοτε έχει ενδιαφέρον, ως μια συνειδητή παρασπονδία από όποιον μας κώδικα.

Μέσα στα σπλάχνα της η πόλη αυτή μας χωνεύει. Ομοια με φτηνή τροφή. Γιατί εμείς είμαστε οι σάρκες της πόλης.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Ολα τα ρολόγια της πόλης



Τα ρολόγια τρέχουν παράλληλα με τον χρόνο της πόλης. Ιδροκοπούν να τον επιμερίσουν, να τον καταγράψουν, να τον τοποθετήσουν. Μετρούν τον παλμό της πόλης, προσπαθώντας να επιβεβαιώσουν πως στέκει όρθια και ζωντανή. Κάπου ανάμεσα στην υπεροψία της ακρίβειάς τους και την ασυναίσθητη παρουσία που επιβάλλει ο λειτουργικός τους ρόλος, τα ρολόγια στέκουν εκεί. Μοιρασμένα σε βιτρίνες και τσέπες, καμπαναριά και κομοδίνα, δημόσιες πλατείες και ιδιωτικά ράφια. Με ύφος κάλπικης αυταπάρνησης σε κοιτούν σαν να σου λένε πως μετρούνε για σένα, πράττουν στη θέση σου, όχι μόνο υπενθυμίζοντας τις αδυναμίες σου, αλλά με τρόπο τέτοιο ώστε να τις επιβάλουν ως χαρακτηριστικά σου, με ένα στρυφνό ύφος ταυτόχρονης υποτιμητικής κατανόησης και αγανακτισμένης δυσαρέσκειας. Στίγματα ακρίβειας πάνω στη ροή ενός ασυναίσθητου συνεχούς, σε κοιτούν αυστηρά επιβλέποντας τις κινήσεις σου. Μες στη βουβή τους όψη κρίνουν το πώς μοιράζεις τον χρόνο σου, διαμαρτύρονται και λοιδορούν χωρίς έκφραση, αδυνατώντας να επιβραβεύσουν, απλώς επιβεβαιώνουν την παρουσία και τον ρόλο τους, στην ήσυχη εξουσία της κρίσης τους.

Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα των σταματημένων ρολογιών. Των ξεχασμένων κουρδισμάτων, των φυλλοβόλων δεικτών, του άναρχου καταμερισμού. Δύσκολα θα συναντήσεις πόλη με τον χρόνο της τόσο άναρχα δομημένο. Τα δημόσια ρολόγια επιλέγουν σύμφωνα με τη δική τους βούληση ποια ώρα επιθυμούν να εκπροσωπήσουν. Αλλα κουρδισμένα στην αργοπορία, άλλα ενθουσιασμένα να προπορεύονται κατά πολύ, άλλα απλά αφημένα σε μια ακατανόητη ώρα. Μεθυσμένα ρολόγια καθησυχάζουν τη βιασύνη σου. Εδώ μπορείς πάντα να αργείς, να ξεχνιέσαι μπροστά σε ένα αδύνατο συμπέρασμα χρόνου όπως σου προσφέρεται από άπειρες διαφωνούσες πηγές. Και ακόμα και αν πλανάσαι από τους δείκτες που ξαστοχούνε για λίγο, θα βρίσκεις παντού τα σταματημένα ρολόγια, να σου αποκαλύπτουν μέσα από τη στιβαρότητα της ακινησίας τους το πόσο μάταιο είναι το μέτρημα, το πόσο ακίνητος στέκει ο χρόνος. Και έτσι, μέσα από τα βολικά αυτά διδάγματα ανακαλύπτεις πως όχι μόνο δεν έχεις αργήσει, αλλά και πως κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο να συμβεί.

Μπαίνουμε στον χρόνο για να βρούμε καταφύγιο από τον καιρό. Οταν οι δείκτες γίνονται σύμμαχοι, τα ρολόγια μεταμορφώνονται σε ομπρέλες που σε προφυλάσσουν από νεκρά δευτερόλεπτα, πρωινά ξυπνητήρια, ενοχλητικές υπενθυμίσεις. Τα ρολόγια, τότε, υπάρχουν για να ξεχνάς τον καιρό, να τον επιμερίζεις, να μπορείς να τον πλησιάζεις χωρίς να πληγώνεσαι. Μα δεν γίνεται να ξεχάσεις τον χρόνο. Ακόμα και αν τα καταφέρεις για λίγο, αρκεί ένας μικρός ασυναίσθητος χτύπος για να αναπλάσει την παρέλαση των λεπτών που δεν μέτρησες. Είναι άλλωστε και εκείνη η αθλιότητα των εκκλησιών. Οι μισάωρες ή ανά ώρα υπενθυμίσεις δεν σου αποκαλύπτουν τον χρόνο στον οποίο βρίσκεσαι. Κυρίως σου υπενθυμίζουν τη δυνατότητά τους να σου υπενθυμίζουν την ώρα, την προσεκτική επίβλεψη των δευτερολέπτων σου, το δικαίωμα και την εξουσία τους πάνω στον χρόνο σου. Τα καμπαναριά είναι μικρές, φιλικές αστυνομίες δευτερολέπτων.

Είναι αυτό το παιχνίδι της πόλης. Οι δείκτες τεμαχίζουν τον χρόνο, όπως το μαχαίρι τεμαχίζει το βούτυρο. Τον μοιράζουν στους κατοίκους, τους περαστικούς, τους απόντες σε μικρά ισόποσα τεμάχια. Καθένας μας κάτω από τα ρούχα κουβαλάει ένα κομμάτι χρόνου. Οι ταξιδιώτες τον πακετάρουν μαζί με τις αποσκευές τους, οι διαβάτες τον στριμώχνουν σε κάποια τσέπη και τα παιδιά τον κλοτσούν μαζί με τις μπάλες. Οι γηραιότεροι του εξασφαλίζουν μια θέση δίπλα τους στο παγκάκι, του λένε ιστορίες για μακρινά γεγονότα, συγγενείς που έφυγαν και συγγενείς που τους ξέχασαν. Είναι εύκολο το τεμάχιό σου να στραπατσαριστεί από το πλήθος, να εξατμιστεί από τη θερμοκρασία, να ξεχαστεί ανάμεσα σε ομπρέλες, φυλλάδια και όνειρα μιας χρήσης. Τις πιο πολύβουες ώρες είναι εύκολο κάποιος να στον κλέψει, σε ένα βαγόνι τρένου, ή σε κάποιο στρίμωγμα της συνάθροισης. Και όταν βρεθείς με άδεια τα χέρια, τότε συνήθως γίνεται σιωπή. Σιωπή που διαρκεί λίγο, αλλά ταυτόχρονα αρκετά ώστε να ακούσεις όλα τα ρολόγια της πόλης.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

ΜΙΚΡΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΣΥΝΟΜΗΛΙΚΟΥΣ: Εμείς οι λίγοι


Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι
τρελλοί της γης
Με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές
και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
Κι ολλούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
Κι σ’ όλους με τους έρωτες αυτής αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι
κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο
κι δεν είμάστε τίποτα απ
Αυτόν τον κόσμο
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.

Είμαστε οι προάγγελοι του χάους

Γιώργος Μακρής




Oλοι ε­μείς, οι ε­ξαν­τλη­μέ­νοι ε­μείς, που ήρ­θα­με α­πό το που­θε­νά και κρα­τή­σα­με σαν φυ­λα­χτό το ση­μείο προέ­λευ­σης. Οι με­γά­λοι εν­θου­σια­σμέ­νοι και οι με­γά­λοι αρ­νη­τές, εί­παν, ε­μείς που δεν κα­τοι­κή­σα­με τις με­γά­λες λέ­ξεις και στύ­ψα­με ό­λον τον εν­θου­σια­σμό απ’ τα μα­ντή­λια, γε­μί­ζο­ντας αυ­ρια­νά βα­ρέ­λια. Οι με­γα­λω­μέ­νοι α­νά­με­σα στο έ­ντυ­πο μη­δέν και το τη­λε­ο­πτι­κό τί­πο­τα, μα­θαί­νο­ντας τη γλώσ­σα απ την πιο βου­βή στιγ­μή, ό­ταν α­νοί­γεις την τη­λεό­ρα­ση και κα­νείς ε­κεί μέ­σα δεν μι­λά­ει μό­νο σε κοι­τούν σιω­πη­λοί πί­σω α­πό έ­να συλ­λο­γι­κό ση­κω­μέ­νο φρύ­δι.

Εμείς που κουρ­δί­σα­με ώ­ρες δρε­πα­νη­φό­ρες, ξε­νι­τε­μέ­νοι στα με­τα­πτυ­χια­κά, δια­δι­κτυα­κοί και εν­σύρ­μα­τοι, σε φτη­νές με­τα­κι­νή­σεις, φτη­νές πτή­σεις και α­κρι­βές άρ­σεις. Η γε­νιά του κα­να­πέ, της α­δια­φο­ρίας και του playstation, εί­παν. Εξαν­τλη­μέ­νοι α­πό το φρο­ντι­στη­ρια­κό α­πό­γευ­μα και το πα­νελ­λή­νιο πρωι­νό, ε­μείς που α­πο­στη­θί­σα­με, α­ντι­γρά­ψα­με και δια­γρά­ψα­με. Που ό­λο και συ­χνό­τε­ρα α­ρε­σκό­μα­στε να πα­ρα­φρά­ζου­με: ε­μείς «που πε­τά­ξα­με τα ρο­λό­για μας α­πό την τα­ρά­τσα για να ρί­ξου­με την ψή­φο μας υ­πέρ της αιω­νιό­τη­τας έ­ξω απ τον Χρό­νο και ξυ­πνη­τή­ρια πέ­φταν κά­θε μέ­ρα στα κε­φά­λια μας κα­θ’ ό­λη την ε­πό­με­νη δε­κα­ε­τία». Που περ­πα­τή­σα­με τον Δε­κέμ­βρη, τις πλα­τείες, τις α­τε­λείω­τες πο­ρείες ψά­χνο­ντας α­κό­μη ε­κεί­νο ε­κεί το τρα­γού­δι.

Οι με­γα­λω­μέ­νοι στις χρη­μα­τι­στη­ρια­κές υ­πο­σχέ­σεις και στα ε­πι­χο­ρη­γού­με­να χθες, χα­μέ­νοι σή­με­ρα στην ι­διω­τι­κή μας μα­ταιο­δο­ξία, σε δου­λειές χω­ρίς μι­σθό, ό­ταν η ερ­γα­σία εί­ναι και αυ­τή α­πλά μια ε­μπει­ρία. Εμείς που α­νε­βή­κα­με στο κε­φά­λι μας, για να δού­με τι ύ­ψος έ­χει το αύ­ριο και τι ή­χο κά­νει η πτώ­ση. Που κοι­μη­θή­κα­με με τα πα­ρά­θυ­ρα α­νοι­χτά και ό­λο το σπί­τι με­τα­νά­στευ­σε κά­που έ­ξω. Που στρί­ψα­με τσι­γά­ρα, α­τε­λείω­τα τσι­γά­ρα, μέ­χρι να ξη­με­ρώ­σει. Εμείς που α­πει­λή­σα­με, συ­ντα­χθή­κα­με και φω­νά­ξα­με, πε­ρι­μέ­νο­ντας πια, α­πλά πε­ρι­μέ­νο­ντας, α­κού­γο­ντας υ­πο­σχέ­σεις, α­κού­γο­ντας τον ή­χο της ι­διό­τυ­πης σύγ­χρο­νης νε­ο­λα­γνείας, γε­μά­τη ε­νο­χές για τα κα­κό­μοι­ρα τα παι­διά, τα παι­διά που σε τί­πο­τα δεν φταί­νε, τα παι­διά που –να συ­μπλη­ρώ­σου­με- τα κα­λο­μά­θα­με και τα ή­θε­λαν ό­λα έ­τοι­μα.

Εμείς που γρά­ψα­με κεί­με­να γε­μά­τα Εμείς, μπας και βγού­με για λί­γο α­πό τον ε­νι­κό ε­αυ­τό μας. Που εί­δα­με τε­λι­κά την αυ­τοϋπο­νό­μευ­ση ως ύ­στα­το κα­τα­φύ­γιο.

Έχω την αί­σθη­ση πως το πράγ­μα δεν πά­ει και τό­σο κα­λά. Κά­που στο δρό­μο το τρέ­ξι­μο κου­τσά­θη­κε και κά­που σκορ­πί­σα­με. Άλλοι στο α­γκο­μα­χη­τό της ε­πι­βίω­σης, άλ­λοι στην μο­να­ξιά της μα­ταιο­δο­ξίας, άλ­λοι στη συ­στο­λή της α­δυ­να­μίας και της ε­σω­στρέ­φειας και άλ­λοι α­πλώς κά­που. Μα οι και­ροί προ­σφέ­ρουν τον ε­αυ­τό τους με τρό­πο ε­πι­τα­κτι­κό και το ΤΩ­ΡΑ έ­χει την τά­ση να γρά­φε­ται με κε­φα­λαία. Έρχε­ται πά­ντο­τε μία στιγ­μή ό­που οι κου­βέ­ντες, οι συ­ζη­τή­σεις, τα αρ­θρά­κια σαν αυ­τό εί­ναι κα­λό να στα­μα­τούν. Εί­ναι στιγ­μές που ο και­ρός πλη­σιά­ζει συ­μπυ­κνω­μέ­νος και αν δεν τον α­ντι­λη­φτείς αυ­τός σε προ­σπερ­νά χλευά­ζο­ντας. Δεν μπο­ρείς να υ­πο­λο­γί­σεις, να προ­σχε­διά­σεις ή να εκ­βιά­σεις αυ­τή τη συ­νά­ντη­ση. Μό­νο να την κα­λω­σο­ρί­σεις ή να την α­φή­σεις να πα­ρέλ­θει. Και έ­χω την αί­σθη­ση πως ο και­ρός αυ­τός πλη­σιά­ζει α­πει­λη­τι­κά. Ο και­ρός του νέ­ου δε­σμού, της νέ­ας συ­νά­ντη­σης, του νέ­ου πλή­θους. Ο και­ρός για νέα ο­μα­δι­κό­τη­τα, νέα συλ­λο­γι­κό­τη­τα, νέες μα­ζι­κές χει­ρο­νο­μίες. Για δη­μιουρ­γία ει­λι­κρι­νή, νέα και ε­πι­τα­κτι­κή, ό­μοια με την ε­πι­τα­κτι­κό­τη­τα των και­ρών. Ας ξε­κι­νή­σου­με, λοι­πόν, α­πό αυ­τή την α­νη­συ­χία της έ­λευ­σης. Τα υ­πό­λοι­πα θα τα βρού­με στο δρό­μο.
(Ση­μείω­ση προς εν­δια­φε­ρό­με­νους: Πάρ­τε μα­ζί σας και κα­μία ζα­κέ­τα. Το μέλ­λον έ­χει πολ­λή υ­γρα­σία.)

(στην εφημερίδα Εποχή)

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Η ημέρα που εισέβαλλα στην Δανία



(τραγούδι παιδικό)

Στον Γιώργο Πρεβεδουράκη


Ίσως από έλλειψη μέτρου, ενθουσιασμό (ή ίσως από ανία),
Πήρα την απόφαση να εισβάλλω στη Δανία.


***

Την απόφαση μου εξόπλισα.
Με μουσκέτα και σάλπιγγες,
τύμπανα, ξιφολόγχες
και ένα ρυθμικό βηματισμό.
Στη ζώνη μου πέρασα,
Ένα σπαθί από ξύλο.
και για θυρεό αποφάσισα,
μια ηλικία σφαγμένη.


***

Λίγο πριν το ξημέρωμα αρχίζω τη διαδρομή μου,
διασχίζοντας την απόσταση ως τη Δανία.

***

Και να ’τοι εκεί:
Φύλακες ερειπίων πίσω από γροθιές εχθρικές,
ιδιοκτήτες σπάνιων κοχυλιών κάτω από τις ομπρέλες.
κορίτσια μαδούνε δευτερόλεπτα, γυναίκες ζυμώνουνε μήνες.

Κοίτα, άντρες πεθαίνουνε σε ξένες γλώσσες
κι εγώ προχωρώ σιωπηλός.
τόσα χρόνια προχωρώ σιωπηλός
την απόστασή μου
ως τη Δανία.


***

Ένα πρωινό, πέρασα τα τελευταία σύνορα.
Οπλισμένος μέχρι τα δόντια, εισέβαλα στη Δανία.
Στους δρόμους με τις δανέζικες σημαίες,
στα σπίτια με τα δανέζικα παιδιά,
στον χρόνο με τις δανέζικες ώρες.
Εισέβαλα και εισέβαλα
στη χώρα αυτή
που όλοι επιμένουν να ονομάζουν Δανία.



***

Και την βρήκα άδεια.



***
Οι άνθρωποι αφήσαν τις πόλεις, τα χωριά και τους δρόμους.
Ίσως επειδή μάθανε τα σχέδια μου,
ή ίσως επειδή κουραστήκαν να είναι Δανοί.
-Άδειες οι πόλεις, τα χωριά και οι δρόμοι-
Και γύρω σιωπή



***
Και το νερό,
                     ακόμα και το νερό
                                               κυλούσε δίχως θόρυβο.



***
Μια νύχτα, σε μια ξαφνική πλατεία συνάντησα μια φιγούρα:
«Είσαι ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν» του είπα. «Είσαι Δανός».
«Έτσι λένε» μου απάντησε. «Πολλά λένε. Και άλλοτε σωπαίνουν. Μα μη φοβηθείς τη σιωπή. Κάποτε η σιωπή υπήρξε άλλος ένας τρόπος να παραδεχτείς πως γνωρίζεις. Και τώρα εμείς ζούμε όλη αυτή την κατοικίδια συμπεριφορά της.
Ζήσαμε τον χρόνο, φυγαδεύοντας το όνειρο μας στον ύπνο κάποιου ξένου, φοβισμένοι μήπως ξυπνήσουμε ξαφνικά. Ίσως κάποτε… Όταν συνηθίσουμε να τσακίζουμε τις λευκές σελίδες. Όταν η απόσταση ανάμεσα στις λέξεις πυκνώσει ή ίσως όταν ο ουρανός χαμηλώσει…»


***
« … αρκετά όμως μ’ αυτά. Πάρε αυτό το τσεκούρι, παρ’ το και κράτα το γερά από την λαβή. Παρ’ το και πάμε να κόψουμε
                          αρχαία δέντρα.»


(στην εφημερίδα Εποχή. μια πρώτη μορφή του ποιήματος δημοσιεύτηκε στο περιοδικο e-poema)

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Η Αλμπέρτα μου μιλάει για τους Ούγγρους



(Blues)


-Ήταν τότε που είχαν απομείνει σε ολόκληρη τη γη μονάχα 5 Ούγγροι. Μόνο 5 υπήρχαν τότε, μόνο 5. Αλλά σε 3 μήνες είχαν γίνει ξανά 16 εκατομμύρια.16 εκατομμύρια και όλοι τους παίζαν πιάνο. Πηγαίνανε εκεί που τέλειωνε η οικουμένη. Κάθε πρωί εκεί που τέλειωνε ο ορίζοντας πηγαίναν. Λέγαν ένα λυπητερό τραγούδι, τρώγανε κάτι πρόχειρο και  ύστερα πηδούσαν πέρα από της γης την άκρη.
 Μα μην φοβηθείς Αλμπέρτα, μην φοβηθείς. Θα τα καταφέρουμε Αλμπέρτα.  Ακόμα και αν μας πάρει πολύ. Ακόμα και αν χρειαστεί να περιμένουμε. Να περιμένουμε πολύ Αλμπέρτα.

Να περιμένουμε
μέχρι και οι δυο της γης οι πόλοι
 
      να γίνουν
                        νεκροταφεία
                                               ψυγείων

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Μέρες κατοικίδιες του 1989



(σφύριγμα φάλτσο)


Στα πέμπτα μου γενέθλια, οι γονείς μου αγοράσαν για κατοικίδιο έναν Φιλανδό Αλπινιστή.
Ήταν ένας πιστός φίλος, ο πιο πιστός μου φίλος, ο Φιλανδός Αλπινιστής μου.
Του άρεσε να στήνει τη σκηνή του στον κήπο, να σκαρφαλώνει τους ορόφους του σπιτιού μέχρι την σκεπή επάνω. Του άρεσε να μαζεύει ξύλα και φωτιές να ανάβει, να πίνει pontikka και να λέει κακές λέξεις για τους Ρώσους.
Μα ο ενθουσιασμός των γονιών μετατράπηκε σύντομα σε αδιαφορία. Ξεχνούσαν τον Αλπινιστή μέρες δεμένο σ ένα πεύκο, σπάνια του ανοίγανε την πόρτα, ακόμα πιο σπάνια τον βγάζανε βόλτα. Η παρουσία του κατέληξε να γίνει βάρος. Βάρος ασήκωτο να γίνει. Η μόνη τροφή που του επέτρεπαν ήταν μερικά γραμματόσημα και λίγο υγρό φακών. Η υγεία του Φιλανδού Αλπινιστή άρχισε σύντομα να ξεθυμαίνει.
Μια μέρα έχασα τον Φιλανδό Αλπινιστή μου. Οι γονείς μου είπαν πως έφυγε για το βουνό του παππού, εκεί που οι Φιλανδοί είναι πολλοί και οι αλπινιστές ακόμη περισσότεροι.
Η λύπη μου δεν είχε τελειωμό. Για να με παρηγορήσουν οι γονείς μου φέραν δώρο μια λευκή τίγρη. Μια λευκή τίγρη με μαύρες ραβδώσεις (ή μια μαύρη τίγρη με λευκές ραβδώσεις -ποτέ δεν μπόρεσα να αποφασίσω-). Το νέο μου κατοικίδιο τρεφόταν αποκλειστικά με ζέβρες (ανταγωνισμός λόγω χρώματος βλέπετε). Τι πολυέξοδη επιλογή, η λευκή μου τίγρη, τι λευκή επιλογή σε τόσο μαύρους καιρούς…
Οι μαύροι καιροί ανάγκασαν τους γονείς να αφήσουν και την τίγρη να φύγει. Τέλος, μου φέρανε για δώρο ένα κουνούπι. Το κουνούπι τρέφεται με σαφώς λιγότερες ζέβρες-και αυτό είναι καλό- μα ούτε μαζεύει ξύλα, ούτε έχει κάτι με τους Ρώσους. Ήταν τότε που άρχισα να σκέφτομαι ξανά τον Αλπινιστή μου. Τη νύχτα στον κήπο, δίπλα στη φωτιά, τι γνώμη θα εξέφραζε άραγε για τις ζέβρες; Σίγουρα θα τις περιφρονούσε, αυτός ένας αριστοκράτης μεγαλωμένος  στις περίφημες φιλανδικές του λίμνες.
Το 1995, τελικά φύγανε και οι γονείς. Έμαθα πως ταξιδεύουν, συνεχώς ταξιδεύουν -ίσως να πέρασαν και από το βουνό του παππού-.

Αυτά μαθαίνω
και ίσως μερικά ακόμα
και στη Φινλανδία μαθαίνω,
η λάσπη φτάνει μέχρι το γόνατο
και ο καιρός καταπίνει τον χρόνο.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Οι πλάτες των ανθρώπων



«Μα είναι τούτο δω θέμα για άρθρο;» λέει γκρινιάζοντας το δημοσιογραφικό σου κριτήριο. «Και γιατί όχι;» Του απαντά η συγγραφική σου επιδίωξη. «Αλλωστε τα θέματα είναι συχνά μια πρόφαση για να ειπωθεί κάτι άλλο» συμπληρώνει. Το δημοσιογραφικό κριτήριο σου γυρνάει την πλάτη. Το κείμενο ξεκινά.

Οι πλάτες των ανθρώπων, ενώ περπατάς στις ατελείωτες ευθείες της πόλης. Πολιορκημένος από πλάτες βιασύνης, πλάτες κούρασης, απαντοχής. Τις βλέπεις απλωμένες παντού γύρω σου, μια διακεκομμένη επιφάνεια μοιρασμένη σε άνισες μονάδες. Οι πλάτες είναι ό,τι περισσεύει από τις όψεις των ανθρώπων, μια υπόσχεση απουσίας ειπωμένη από την ίδια την παρουσία τους. Οι άνθρωποι σ’ εγκαταλείπουν, όχι εξαφανιζόμενοι αλλά με μια μικρή, διακριτική στροφή του σώματος. Απόσταση είναι η κλίση του σώματος.

Βλέπεις τους ανθρώπους να κουβαλούν σαν αχθοφόροι πλάτες καθημερινές. Πλάτες ανοιγμένες από μυϊκή εργασία και γυμναστήρια, πλάτες πλατιές σαν πλατείες, πλάτες μαγκωμένες από δουλειές γραφείου και κάθε είδους συγγραφές. Πλάτες τσακισμένες σαν να κουβάλησαν όλο το βάρος του κόσμου. Ανέξοδα φορτία, ανέμελες πλάτες. Πλάτες γυναικείες, επιφάνειες συχνά τόσο εντυπωσιακές, σαρκάζοντας στην υπεροχή τους τη σαρκώδη επίδειξη του ντεκολτέ. Συχνά σημαδεμένες με τις ακατανόητες δηλώσεις ενός τατουάζ, σχισμές χρώματος, προεκτάσεις του σχήματος. Σημεία των ανθρώπων που διαβαίνουν απαρατήρητα, μη χαρτογραφημένα, χωρίς συγκεκριμένο φορτίο, σημασία, ταυτότητα. Οπισθόφυλλα των ανθρώπων, σημεία που κατοικούν οι υποσημειώσεις.

Και ύστερα οι ατελείωτες γραμμές των ανθρώπων. Περιμένοντας στην ουρά, πίσω από μια σειρά άγνωστες πλάτες. Αυτές στοιχίζουν τη γεωμετρία των ανθρώπων στις γραμμές της πειθάρχησης. Συχνά δεν καταφέρνουν να απολέσουν το σχήμα της κρεμάστρας που κουβαλούσε τα ρούχα τους. Περπατούν σαν μια ευθεία κρεμασμένων πουκάμισων στην ντουλάπα. Βήματα διακεκομμένα, στοιβαγμένα και τακτοποιημένα. Μια μόνιμη πλάτη η αργοπορία και η αναβολή μας, η αναμονή και όλο μας το περίμενε. Καθηλωμένοι σε μια ουρά, καθηλωμένοι στη μονοτονία των τοπίων της μη όψης.

Η άγνωστη πλάτη γίνεται συχνά προσδοκία μιας γνωστής όψης, όταν απλώνεις το χέρι στον μπροστινό, προσδοκώντας την επιβεβαίωση του αιτήματός σου. Είναι η επαφή που μεταμορφώνει την παρουσία σε όψη. Εστω και άγνωστη όψη όταν μαντεύεις λανθασμένα. Και πόσο έντονα τα ελάχιστα δέκατα της αναμονής. Και πόσο έντονη η αμηχανία όταν η όψη που σου εμφανίζεται είναι εξίσου άγνωστη με την πλάτη. Η επαφή δεν δικαιολογείται και η χειρονομία μοιάζει με απειλή, κίνδυνο, ήπια επίθεση. Πόσες ξοδεμένες επαφές, έωλες χειρονομίες, ακυρωμένες προσδοκίες σε αυτούς τους πισώπλατους καιρούς.

(Μα εμείς δεν φοβόμαστε τους πισώπλατους καιρούς. Εχουμε βλέπετε τόσους φίλους. Και όπως περιγράφει και ο Οσκαρ Ουάιλντ, μόνο οι εχθροί σε μαχαιρώνουν πισώπλατα. Οι φίλοι σε μαχαιρώνουν από μπροστά, κάπου ανάμεσα στα υπολείμματα ενός χαμόγελου και λίγα καμένα σπίρτα.)

Περπατάς στη μονίμως μονόδρομη λεωφόρο. Με μόνιμη θέα του βαδίσματος την πλάτη των μπροστινών. Η πλάτη του μπροστινού σε ορίζει ως κάποιον που έπεται, κάποιον που άργησε, κάποιον που δεν έφτασε ακόμη η ώρα του. Μα το λαχάνιασμα της ζωής απεχθάνεται τις γεωμετρίες. Προτιμά τους αγκώνες, το σπρώξιμο, το προσπέρασμα. Και συ δεν αντέχεις την εικόνα που σου προσφέρουν, τις άγραφες επιφάνειες, τη βουβή τους όψη. Κρατώντας έναν κόμπο επιτάχυνσης και λαχανιάσματος προσπερνάς. Και δεν σου παίρνει πολύ χρόνο να καταλάβεις πως είσαι τώρα εσύ που τους προσφέρεις τη -μέχρι πρότινος- χαρισμένη σε εσένα εικόνα. Κάπου ανάμεσα στην ενοχή και την επιβεβαίωση λογαριάζει το πόσα βλέμματα θα μαστιγώσουν την πλάτη σου, πόσοι ψίθυροι θα βοήσουν, πόσες λέξεις θα ειπωθούν πίσω απ' την πλάτη σου.

Και είναι τελικά η γεωμετρία της πλάτης αυτή που περιγράφει το τέλος της διαδρομής. Οι πλάτες ορίζουν τον οριζόντιο ανθρώπινο άξονα. Την παράλληλη ευθεία που μετεωρίζεται για λίγο (όσο διαρκεί το άνοιγμα και το κλείσιμο του ματιού) πάνω από τον παράλληλο άξονα της γης. Και κατά τη διάρκεια της διαδρομής, όταν ο χρόνος σού γυρίσει την πλάτη, οι δύο άξονες θα συναντηθούν ταυτιζόμενοι σε έναν συμπαγή εναγκαλισμό.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Ελληνική σωφρονιστική αποικία




Στην καφκική σωφρονιστική αποικία, ένα μηχάνημα αναλαμβάνει την εκτέλεση του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος δεν γνωρίζει τον λόγο για τον οποίο εκτελείται αφού έχει δικαστεί και καταδικαστεί ερήμην του. Το μηχάνημα τρυπάει το σώμα του, εγγράφοντας κυριολεκτικά πάνω του τον νόμο που έχει παραβεί. Ο θάνατος από την αιμορραγία έρχεται ταυτόχρονα με την συνειδητοποίηση του εγκλήματος.

Πρόσφατα παρακολουθήσαμε στο φεστιβάλ Αθηνών την εξαιρετική σκηνική απόδοση του διηγήματος από την ομάδα Σημείο Μηδέν (σκην. Σάββας Στρούμπος). Αυτό που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην απόδοση είναι πως όλοι οι πρωταγωνιστές, άσχετα από τη θέση τους ή τον ρόλο τους, μοιάζουν να έχουν περάσει από την διαδικασία εγγραφής του νόμου. Τα σώματά τους -ακόμα και αν δεν βασανίστηκαν από το μηχάνημα- γίνονται φορείς της κανονιστικής γραφής. Γυμνοί από το δέρμα της ανθρώπινης ταυτότητας και ντυμένοι με πειθάρχηση συνειδήσεων και συμπεριφορών, φέρουν τον νόμο και την απειλή της εκτέλεσής του. Το μέγεθος της μηχανής έχει καλύψει το μέγεθος του κόσμου. Ο κόσμος εμφανίζεται ως μια σωφρονιστική αποικία.

Κοιτάζοντας το νομοσχέδιο για τις φυλακές υψίστης ασφαλείας μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί πως η καθημερινή μας κυριολεξία κάποιες στιγμές μοιάζει να μην απέχει και πολύ από την καφκική μεταφορά. Οι φυλακές τύπου Γ αποτελούν μια εγγραφή στο σώμα της κοινωνίας. Μια απειλή, αρχικά απέναντι στο σύνολο των φυλακισμένων -αφού το κριτήροα μεταφοράς ενός κατηγορουμένου σε αυτές θα είναι η επικινδυνότητα του, ένας όρος αρκετά ευρύς ώστε να χωρέσει τα πάντα. Μια απειλή που θα λειτουργεί ως φόβητρο και άρα ως κανονιστικός όρος κάθε συμπεριφοράς και διεκδίκησης. Κατ’ επέκταση η απειλή αυτή έρχεται να εγγραφεί στον κάθε πολίτη, αφού στην Ελλάδα των πολύμηνων προφυλακίσεων, των επιτάξεων και της ποινικοποίησης των όποιων διεκδικήσεων, ο πολίτης μοιάζει εξ ορισμού ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου. 
 
Το νομοσχέδιο έρχεται να συμπληρώσει και να περιγράψει το σύστημα σωφρονισμού ως τιμωρία. Ο συνωστισμός και οι προφυλακίσεις, οι απάνθρωπες συνθήκες κράτησης και (τώρα πια) η απομόνωση και η πλήρης στέρηση δικαιωμάτων, γίνονται η δική μας σωφρονιστική αποικία. Ο ‘’κοινωνικός θάνατος’’ των κρατουμένων ορίζει ως απειλή τη ζωή στις κοινωνίες μας.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)