Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Η αριστερά, το παρελθόν και η ήττα




Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ
Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω
Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.
Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους
Τὸν πανικὸ ποὺ στραγγαλίζει τὴν καρδιά σας σὰ σημαία
Καρφώσατε σ᾿ ἐξῶστες, μὲ σπουδὴ φορτώσατε τὸ ἐμπόρευμα
Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θὰ πέσει ἡ πόλις.
Ἐκεῖ, προσεχτικά, σὲ μιὰ γωνιά, μαζεύω μὲ τάξη,
Φράζω μὲ σύνεση τὸ τελευταῖο μου φυλάκιο
Κρεμῶ κομμένα χέρια στοὺς τοίχους, στολίζω
Μὲ τὰ κομμένα κρανία τὰ παράθυρα, πλέκω
Μὲ κομμένα μαλλιὰ τὸ δίχτυ μου καὶ περιμένω.
Ὄρθιος καὶ μόνος σὰν καὶ πρῶτα περιμένω.

Μανώλης Αναγνωστάκης

Τόσο συχνά τα τελευταία χρόνια το παρελθόν χρησιμοποιήθηκε ως ένα πρόχειρο ερμηνευτικό εργαλείο. Πυκνή σε γεγονότα κάθε είδους, η πρόσφατη ελληνική ιστορία προσέφερε παραλληλισμούς σε κάθε κατάσταση του παρόντος μας. Ο Τσολάκογλου, η Μικρασιατική καταστροφή, η πτώχευση, τα Ιουλιανά έπαψαν να είναι απλά γεγονότα και ονόματα, έγιναν κώδικες ερμηνείας, παραλληλίες απόλυτες, εγχειρίδια βοηθείας στο να κατανοήσουμε το ξαφνικό παρόν μας. Κωδικοποιημένα ιστορικά γεγονότα χωρίς αποχρώσεις ή αντίλογο, κομμάτια της ιστορίας με το ιστορικό τους βάθος να απέχει, περιοριζόμενα στη μία και μόνη τρέχουσα άποψη με όρους δημοσίου λόγου και όχι επιστημονικής τεκμηρίωσης.

Σίγουρα η συγκεκριμένη πτυχή του δημοσίου λόγου, όπως αυτός καθιερώθηκε τα χρόνια της κρίσης, είναι μία από τις λιγότερο προβληματικές. Είναι άλλωστε κατανοητό πως στην πιο ρευστή εποχή κάποιος ψάχνει βράχους για να κρατηθεί, βεβαιότητες μέσα στην τρικυμία. Ειπωμένο με τρόπο απόλυτα καταφατικό, το παρελθόν προσέφερε την ασφάλεια της οικειότητας, τη σιγουριά του κοινού τόπου, τη βεβαιότητα του ήδη βιωμένου.

To ρευστό έγινε αχαρτογράφητο

Ανάμεσα σε εμάς και την περίοδο χρήσης αυτής της ρητορικής, όμως, μεσολάβησε ένα γεγονός που δεν έβρισκε παρόμοιο, ούτε στην ελληνική, ούτε στην ευρωπαϊκή ιστορία. Και αυτό είναι η εκλογική νίκη της αριστεράς. Το ρευστό έγινε πια αχαρτογράφητο και οι τρόποι με τους οποίους αντιλαμβανόμασταν το παρόν έμοιαζαν πως μπορούσαν να ταυτιστούν με τον τρόπο που το διαμορφώναμε. Έστω για λίγο, έστω σαν αίσθηση ενός γεγονότος που πλησιάζει, η δημιουργία έμοιαζε να συνορεύει με την αντίληψη. Μια τέτοια αίσθηση όμως κόπηκε απότομα.

Από την ανάταση του δημοψηφίσματος περάσαμε στην απότομη πτώση του κακού αποτελέσματος της διαπραγμάτευσης. Και κάπου εκεί όλα έμοιαζαν να αλλάζουν ξανά. Κάπου εκεί επέστρεψε και το παρελθόν: Η Βάρκιζα, οι χειρισμοί του ΚΚΕ πριν τον εμφύλιο, η ήττα του εμφυλίου, η ήττα γενικά. Ενώ θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την περιγραφή στην αρχή του κειμένου (για τη χρήση του παρελθόντος ως εργαλείου στο παρόν) ώστε να περιγράψουμε τους νέους αυτούς παραλληλισμούς, νομίζω πως έχει μεγαλύτερη σημασία να εστιάσουμε στη προβληματική τους φύση.

Το μέγεθος του αγώνα

Καταρχάς, έχω την αίσθηση -και χωρίς καμία πρόθεση να ηθικολογήσω- πως το να τοποθετούμε τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης ακόμα και στην ίδια πρόταση με τους αγώνες της αριστεράς είναι ασέβεια. Το να ψάχνουμε σχήματα λόγου ή αναλογίες για τη σημερινή ήττα με μια ήττα που είχε σαν κόστος νεκρούς, φυλακίσεις και εξορίες μοιάζει με μια ανώριμη συμπεριφορά και με μια προσπάθεια να αυξήσουμε το βραχύ μας μπόι. Η κατάθεση των όπλων ως κυριολεξία και ως μεταφορά έχουν την απόσταση του «πεθαίνω στη δουλειά» όταν δουλεύεις υπερωρίες, με την εγκληματική κυριολεξία των εργατικών ατυχημάτων.

Ταυτόχρονα, υπάρχει άλλη μια προβληματική ευκολία στις παραπάνω χρήσεις. Η ταύτιση της αριστεράς με την ήττα. Γιατί μπορεί οι ήττες του παρελθόντος να συγκρότησαν ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής αριστερής ταυτότητας, να διαχύθηκαν μέσα σε ποιήματα και τραγούδια, τον παλμό των οποίων κρατούμε ακόμη, να έγιναν κομμάτι και απόδειξη (ως κόστος) του ηθικού πλεονεκτήματος της αριστεράς, αλλά με μια βασική διαφορά. Η ήττα αυτή ήρθε ως αποτέλεσμα αγώνα. Το μέγεθος του αγώνα αυτού είναι που προσδιορίζει την ηθική, τη σημασία και τελικά την ίδια την ταυτότητα της ήττας.

Για ξεκαθαρίσουμε λίγο προς τι όλα αυτά. Έχω την αίσθηση πως η χρήση όλων αυτών των γεγονότων έχουν ως αποτέλεσμα να προσδιορίζουν την ήττα ως απαρέγκλιτη ταυτότητα της αριστεράς. Έχω την αίσθηση πως ταυτίζονται με μια ευκολία και μια προχειρότητα που με τη σειρά τους ταυτίζονται με την παραίτηση. Και ακόμη και αν δεν έχουμε απαντήσεις, ας διακινδυνεύσουμε τη βεβαιότητα πως η αριστερά ταυτίζεται με τον αγώνα και όχι με την ήττα, ακόμα και αν αυτή συναντήσουμε στο τέλος, ακόμη και αν «είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων/είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων». Αυτά.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Αμηχανία




Αμήχανοι εκ γενετής

Δεν ξέρουμε
Τι να κάνουμε
Το στόμα και τα χέρια μας
Και καπνίζουμε τον ένα φόβο
Πάνω στον άλλο
Δεν ξέρουμε
Να μιλάμε και να γράφουμε
Και χρησιμοποιούμε την ποίηση
Αυτή τη διάλεκτο των νεκρών
Κάνοντας σήματα καπνού στο πουθενά
Δεν ξέρουμε
Να φιλάμε και ν’ αγγίζουμε
Κι έγινε η αγάπη
Στάχτη που τίναξε
Απ’ τα ρούχα του ο Θεός
(Θωμάς Ιωάννου, Ιπποκράτους 15 )

Ο χρόνος πυκνώνει και αραιώνει χωρίς γεωμετρίες, ακαθόριστα, χωρίς προκαθορισμένες επαναλήψεις, αλληλουχίες και συνέχειες, συγκεκριμένη περιοδικότητα. Και μεις περνούμε από τη μια αναδίπλωση στην άλλη, μοιράζοντας βεβαιότητες με αυτό που μέχρι χθες ήταν ο τόσο συγκεκριμένος εαυτός μας.
Και τα γεγονότα είναι συχνά πολύ μεγάλα για να τα δεις από κοντά, πολύ μεγάλα για να χωρέσουν ολόκληρα στην όρασή σου. Ετσι διακινδυνεύεις συμπεράσματα, ενώ το μόνο που έχεις είναι μια αίσθηση, ένα ελάχιστο σταθερό μες στη ρευστότητα του συνόλου.
Αμηχανία. Νομίζω πως η αμηχανία είναι τη δεδομένη στιγμή η μόνη στάση (και ευτυχώς δεν είμαστε πολιτικοί για να την απορρίψουμε κάτω από την αναγκαιότητα της πράξης) ή έστω η μόνη στάση που με χωρά προσωπικά. Ή καλύτερα όλες αυτές οι αμηχανίες που συναντιούνται και τη συγκροτούν. Αμηχανία για τις προσδοκίες που είχαμε και δεν μας βγήκαν και αμηχανία για τους φόβους μας, που στάθηκαν ελλιπείς ώστε να δημιουργήσουν μια εγρήγορση που ίσως θα τους απέτρεπε.
Αμηχανία για τις εκτιμήσεις μας, τις ήπιες αναλύσεις μας, την αυθυποβολή και την ατελείωτη ενδοσκόπησή μας.

Αμηχανία για τις ατελείωτες σοδειές του παρόντος. Για τους αφιονισμένους σχολιαστές και τους φωτισμένους γνώστες, κυρίως γι' αυτούς που τα 'λεγαν (πάντοτε αυτοί θα τα λένε), για τους χαιρέκακους και τους ρεβανσιστές.

Για τους αφ’ υψηλού απόντες και τους αποστασιοποιημένους συμμετέχοντες. Για τους ηττημένους του χθες που παρουσιάζονται ως θριαμβευτές του σήμερα, αυτούς που παρουσιάζουν τη σημερινή κατάσταση ως απόδειξη της δικής τους αθωότητας, ως ξέπλυμα της δικής τους αστοχίας και σκληρότητας.

Αμηχανία κυρίως απέναντι στους ειλικρινά απογοητευμένους. Είτε αυτούς που πίστεψαν σε μια νέα ανάθεση η οποία θα έπραττε στη θέση τους (δεν νιώθω όρεξη καμιά να κατακρίνω) είτε αυτούς που έπραξαν πιστεύοντας πως συμμετέχουν σε κάτι που τους ξεπερνά.

Αμηχανία για όσους βιαστικά καταφεύγουνε σε ένα «δεν φταίω». Σε δικαιολογίες πως τα πράγματα ήταν δύσκολα και δεν το περιμέναμε. Μα καμία αμηχανία απέναντι σε αυτούς που την επόμενη μέρα δεν ήταν έτοιμοι, ενώ έφτιαξαν ολόκληρη την καριέρα τους ευαγγελιζόμενοι ακριβώς αυτή την ετοιμότητά τους.

Είναι πολλοί οι άνθρωποι γύρω, πολλές οι κουβέντες και οι συζητήσεις, τα συναισθήματα που μπλέκονται και αντικρούονται, μας συναντούν και μας διασπείρουν. Και όλα αυτά μοιάζουν με τον μόνο τρόπο που έχουμε να αντιληφθούμε το από δω και πέρα.
Βρισκόμαστε ήδη σε μια νέα εποχή, μα την ψηλαφούμε ακόμη με τα ακροδάχτυλα, την περπατούμε με το ένα πόδι και μάτια ακόμη κλειστά. Καταφεύγοντας σε εύκολες αναλογίες με το παρελθόν, ακόμη ευκολότερα (και γι' αυτό όλο και πιο επικίνδυνα) ευχολόγια, σε βιαστικά συμπεράσματα που εκβιάζουν κάθε σκέψη.

Ο τρόπος που περνούν τα γεγονότα μοιάζει να μην εναρμονίζεται με τον τρόπο που σκεφτόμαστε, που αντιλαμβανόμαστε, που ζούμε.
Δεν ξέρω. Να μια φράση που διδαχτήκαμε από μικροί να αποφεύγουμε. Μια φράση που πρέπει να ξεπλυθεί από ενοχές, από φράσεις «κονσέρβα» («τα παράτησε», «ρίψασπις», «πήγε σπίτι του»).
Ας σταθούμε μια φορά μέσα της χωρίς επιθυμία να κρυφτούμε. Απλά γιατί για πολλούς από μας τη δεδομένη στιγμή μοιάζει ο σωστός τόπος.
Οχι ένα καταφύγιο, αλλά ο σωστός χώρος για να καταστρωθεί ή να απορριφθεί το όποιο αύριο.
Ο μόνος τρόπος για να βγεις από μια κατάσταση που δεν επιθυμείς και δεν σου αρέσει είναι κατ' αρχάς να την παραδεχτείς. Τα άλλα θα ακολουθήσουν.
Και για άλλη μια φορά το μέλλον έχει πολύ σκάψιμο και το παρόν μας είναι γεμάτο τρύπες.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

Οι τελευταίες μέρες πέρασαν πυκνές



Οι τελευταίες βδομάδες πέρασαν μονοθεματικά. Κάθε τι έγινε επιμέρους και οι εξελίξεις μάς ενοποίησαν κάτω από μια κοινή θέα. Κάθε τι άλλο μπορούσε να περιμένει. Οι τελευταίες μέρες πέρασαν πυκνές. Από το τέλος της διαπραγμάτευσης στην ανακοίνωση του δημοψηφίσματος, από το «όχι» στη νέα διαπραγμάτευση μέχρι την άκρη της άβολης αυτής χερσονήσου που ονομάζουμε παρόν.  Και το παρόν δεν φαίνεται να τελειώνει. Ακόμα και αν ξεφούσκωσε σε ένταση ξαναγέμισε με απογοήτευση (για κάποιους ίσως με ανακούφιση). Και μεις μένουμε εδώ, προσπαθώντας να καταλάβουμε τι έγινε, τι χάσαμε και αν κερδίσαμε κάτι. Τι μάθαμε, ποια συμπεράσματα βγάλαμε και τελικά τι κόστος είχαν όλα αυτά. Τα συμπεράσματα θα συνεχίσουν, μέσα από τις εφαρμογές, τις αντιθέσεις και τις ανακατατάξεις που θα έρθουν τους επόμενους μήνες, δεν θα οικοδομήσουμε μόνο τη μορφή του νέου παρόντος μας, αλλά και όλο αυτό το παρελθόν (που όπως αποδείχτηκε πρόσφατα) ξαστόχησε. Μα οι σκέψεις δεν περιμένουν τις κατάλληλες συνθήκες. Ξεκινούν, συνεχίζουν μες τον χρόνο και κάποια στιγμή αποκρυσταλλώνονται. Ας μιλήσουμε λοιπόν, χωρίς απόλυτες απαντήσεις και χωρίς ασφαλή συμπεράσματα.



Έχω την αίσθηση πως ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε γιατί διαπραγματεύτηκε εντός ενός πλαισίου το οποίο εκ τον υστέρων αποδείχτηκε πως δεν υπάρχει. Ενός πλαισίου όπου η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών, η αλληλοβοήθεια, οι «ευρωπαϊκές αξίες» (ό, τι μπορεί να σημαίνει πια αυτό) κτλ είναι απλά προφάσεις. Και οι προφάσεις δεν είναι όπλα, είναι ρέπλικες. Και κανείς δεν κέρδισε τον πόλεμο με νεροπίστολα. Το θέμα είναι πως όλα αυτά (οι βαθιές ελλείψεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απόλυτη ισχύς της Γερμανίας, ο μονόλογος του συμφέροντος και τόσα άλλα) ακόμα και αν έμοιαζαν κοινοί τόποι στις εκτιμήσεις και τις κουβέντες έπρεπε να αποδειχτούν. Και αν κατάφερε κάτι η ελληνική κυβέρνηση αυτό είναι να αποκαλύψει το σαθρό πρόσωπο πίσω από το προσωπείο της Ε.Ε. και να το κοινοποιήσει. Μια αποκάλυψη που έχει βέβαια ως κόστος την κατάσταση, που πρόκειται να βιώσουμε από δω και πέρα.
Αυτό που προκύπτει, λοιπόν, αναδρομικά είναι πως το δίπολο μνημόνιο/αντιμνημόνιο (και όλες οι συμπαραδηλώσεις) ήταν εσφαλμένο. Ακριβώς γιατί στηριζόταν σε μια αισιόδοξη ανάγνωση των ορίων της Ένωσης και της σημασίας των αρχών της (και είμαστε πολλοί που παραπλανηθήκαμε από αυτή την αισιοδοξία. Ο γράφων δεν αποτελεί εξαίρεση). Ακριβώς γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την φυσιογνωμία της, τις ανεπαρκείς δομές της, τις λυκοφιλίες και τα κυνικά συμφέροντά της, στη δεδομένη φάση της ταυτίζεται με τα μνημόνια και τις αντίστοιχες συμφωνίες και επιβολές. Το πραγματικό δίλημμα ήταν πάντοτε ευρώ ή δραχμή και η ερώτηση που προκύπτει άμεσα για κάποιους από εμάς είναι για το εάν μπορεί να προκύψει πια αριστερή πρόταση εντός του Ευρώ. Είναι πολλοί οι αναλυτές που προβλέπουν πως η μετάλλαξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς μια νέα μορφή με δικαιότερους θεσμούς και αντιπροσώπευση, με αναδιανεμητικά όργανα και δικαιότερο πλαίσιο έχει ήδη αρχίσει και πως το παγκόσμιο σοκ από τον γερμανικό κυνισμό στις διαπραγματεύσεις θα λειτουργήσει ως καταλύτης προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι καλύτερο για τη χώρα να βρίσκεται εντός του ευρώ όταν κάτι τέτοιο συμβεί καταλήγουν οι αναλυτές. Μα έχω την αίσθηση πως αυτό μοιάζει με μια μετάθεση στην τύχη, όπου το μόνο μας επιχείρημα είναι το πέρασμα του χρόνου. Μοιάζει σαν άλλη μια φορά να αντικαθιστούμε την επιθυμία με τη βούληση. Και μάλλον περάσαμε πολύ καιρό ευχόμενοι και λιγότερο διεκδικούντες, περισσότερο προφορικοί παρά πρακτικοί, αφαιρώντας την ετοιμότητα με την ανεδαφική αισιοδοξία μας.



Για πολλούς από εμάς, η πραγματική απογοήτευση ήρθε μόλις αποκαλύφθηκε η απόλυτη έλλειψη εναλλακτικής, η παντελής έλλειψη προετοιμασίας του χώρου που απέκλινε από την κυρίαρχη γραμμή και έκλεινε το μάτι εννοώντας έναν άλλο δρόμο. Η ιστορία με τη δραχμή είναι μια πικρή ιστορία. Η απουσία εναλλακτικής ορίστηκε από επικοινωνιακούς όρους. Ως μια έμπρακτη απόδειξη αποδοχής του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας. Στην πραγματικότητα όμως, και όπως αποδείχθηκε, είναι μια πράξη πολιτικής ανωριμότητας. Αν πάρουμε ως δεδομένο πως η στάση της γερμανικής κυβέρνησης ήταν συγκεκριμένη εδώ και πολύ καιρό και πως τα σενάρια περί Grexit υπήρχαν καθημερινά στο δημόσιο λόγο ήδη από την έναρξη της ελληνικής κρίσης, αντιλαμβανόμαστε πως όχι μόνο υπήρχε χρόνος προετοιμασίας, αλλά ταυτόχρονα όλο και μεγαλύτερη ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου σχεδίου. Και για να πάω την ερώτηση λίγο πιο κάτω, η ερώτηση δεν είναι αποκλειστικά γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε σχέδιο για δραχμή, αλλά γιατί δεν είχαν και τα λοιπά μεγάλα κόμματα. Το διαμορφωμένο με όρους τηλεοπτικής ρητορικής πλαίσιο για πάση θυσία αποφυγή κάθε συζήτησης για το νόμισμα αποδεικνύεται καταστροφικό. Και η απουσία εναλλακτικής τελικά αδυνατίζει την κυρίαρχη πρόταση υπέρ του αντιπάλου.
Είναι πολλά αυτά που πρέπει να ειπωθούν όσο αργά και αν είναι. Πολλές οι βεβαιότητες και οι προσδοκίες που κατέπεσαν, πολλές οι επιθυμίες και τα δεδομένα που τσακίστηκαν. Δύσκολα μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον ακόμα και των επόμενων ημερών. Μα ας αφήσουμε επιτέλους τα οράματα και τις προβλέψεις στα μέντιουμ και τις καφετζούδες. Οι κοινωνίες φτιάχνονται με πράξεις.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Τα κανάλια ως πολιτικοί οργανισμοί


Είναι ίσως νωρίς ώστε να αντιληφθούμε το τι άφησε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην εσωτερική πολιτική της χώρας. Τα φορτία και τις πυκνώσεις, τις υπερβάσεις και τις αποφάσεις που καταγράφηκαν στο επίπεδο εκείνο που το πολιτικό ταυτίζεται με το καθημερινό, η ζωή δεν έχει απλώς και μια πολιτική χροιά, είναι απλά ζωή και εμπεριέχει το πολιτικό. Τις παρακαταθήκες αυτές του συμπυκνωμένου πολιτικού χρόνου, όπως τον βιώσαμε και όπως μας εγγράφηκε τις τελευταίες εβδομάδες ίσως να τις συναντήσουμε άμεσα μπροστά μας, θα εξαρτηθεί από το είδος της συμφωνίας την Κυριακή, από τον χαρακτήρα των μέτρων που θα επιβληθούν στο προσεχές διάστημα.
Για κάποια πράγματα όμως μπορούμε ήδη να μιλήσουμε με σιγουριά. Για το πώς ας πούμε το «όχι» αρθρώθηκε πεντακάθαρα κόντρα σε μια άτσαλη, χυδαία και τραμπούκικη εκστρατεία φόβου. Άσχετα ακόμη και από το ερώτημα, η απόφαση του ελληνικού λαού αποτέλεσε μια νίκη της δημοκρατίας στο χώρο του δημοσίου διαλόγου επί των ΜΜΕ, των διαχειριστών τους και των παραφυάδων τους. Για το πώς η απόφαση αυτή επαναπροσδιόρισε τα όρια της δημοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα περιόρισε τη δραστικότητα και τις ικανότητες της εσκεμμένης παραπληροφόρησης.

Μηχανισμοί προπαγάνδας

Ένας από τους βασικούς λόγους που το αποτέλεσμα μοιάζει να προκύπτει ξεκάθαρα είναι η ίδια η μετατόπιση των καναλιών. Είχαμε προφανώς συνηθίσει, πολύ πριν τις τελευταίες εκλογές, πολύ πριν τις εκλογές του 2012 το ρόλο των καναλιών ως μηχανισμούς προπαγάνδας. Στην καθημερινή μας μονόδρομη συνδιαλλαγή γνωρίζαμε πάντα, ανάλογα με το θέμα, ποια θα είναι η αντίστοιχή στάση, τα κουτοπόνηρα κόλπα των πάνελ, τα παραπλανητικά μοντάζ και η απόκρυψη της πληροφορίας. Ήδη από τις πρώτες στιγμές της ανακοίνωσης του δημοψηφίσματος δεν είχαμε αμφιβολίες για το ποια θα είναι και τώρα η στάση των καναλιών, τα εξώφυλλα των μεγαλοεφημερίδων, η ηχώ στα στόματα των φερέφωνων. Αυτό όμως που συντελέστηκε, είναι κάτι το διαφορετικό.

Βασική προϋπόθεση ώστε να ανθίσει η προπαγάνδα είναι η ύπαρξη της πρόφασης, του προσχήματος. Ο πομπός εκπέμπει ώστε να σε πείσει, αλλά βασική προϋπόθεση ώστε να σε πείσει, είναι το να σε πείσει πρώτα πως δεν έχει σκοπό να σε πείσει. Μέχρι πρόσφατα τα ΜΜΕ ασκούσαν πειθώ στο όνομα της ενημέρωσης. Η πρότασή τους προσπαθούσε να επιβληθεί μέσα από τον «αντικειμενικό» τρόπο ενημέρωσης τον οποίο ευαγγελίζονταν. Η μετατόπιση συντελέστηκε όταν τα κανάλια χωρίς κανένα ίχνος πρόφασης ή προσχήματος πήραν θέση υπέρ του «ναι». Προβάλλοντας αποκλειστικά την μία άποψη, πολλαπλασιάζοντας (και πολλές φορές δημιουργώντας) τον πανικό που αργότερα θα διαχειρίζονταν, τοποθετούμενα στα μέσα δικτύωσης απροκάλυπτα υπέρ της μίας θέσης (βλ. φωτό). Ακόμη και η άτσαλη διαχείριση του ξηλώματος του χθεσινού τρόπου προπαγάνδας προσέθεσε σε αυτή τη διαπίστωση (βλ. π.χ. Σοφία Σαράφογλου στον Κλέωνα Γρηγοριάδη: Εμείς φταίμε που όλοι είναι υπέρ του «ναι»; Ή το σπρώξιμο παππού από ρεπόρτερ του ΜΕΓΚΑ όταν δήλωσε πως είναι υπέρ του «όχι» ή το απλανές βλέμμα και η αμηχανία Τατιάνας Στεφανίδου απέναντι σε τηλεθεάτρια που την έκραζε για 8 λεπτα, ή, ή, ή). Και ακόμα και αν αυτή η μετατόπιση φαίνεται ίσως μικρή (σε σχέση με τις καταγεγραμμένες καφρίλες από την μεριά των καναλιών το προηγούμενο διάστημα) πολλές φορές χρειάζεται να διανύσεις μεγάλη απόσταση για να κάνεις ένα μικρό βήμα.

Πλήρης απαξίωση

Οι διώξεις 9 (προς το παρόν) δημοσιογράφων από το πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ, ή η προκαταρκτική έρευνα που διέταξε η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθήνας είναι απλώς ένα κομμάτι της όλης αντίδρασης. Το βασικότερο είναι η πλήρης απαξίωση των καναλιών από την μεριά του κόσμου όπως εκφράστηκε σε όλες τις συγκεντρώσεις και όπως καταγράφηκε και με το ποσοστό του «όχι» στο δημοψήφισμα. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, τα κανάλια σταμάτησαν να αναφέρονται στο δημοψήφισμα μετά την διεξαγωγή του, εστιάζοντας αποκλειστικά στις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Καμία αλλαγή, καμιά απολογία, καμία συνείδηση της θέσης τους δεν καταγράφηκε στον άπλετο χώρο των δημοσίων συχνοτήτων. Είναι λοιπόν προφανές πως η ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου και οι άδειες των τηλεοπτικών σταθμών, καθώς και μια ευρύτερη συζήτηση για τους όρους του δημοσίου διαλόγου (όχι τυπική αλλά σε βάθος) προκύπτουν ως ένα βασικότατο, κυρίαρχο και επιτακτικό αίτημα δημοκρατίας.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Για να τελειώνουμε με το δημοψήφισμα



καλό μου θήραμα,
πες μου, σε παρακαλώ
τι 'ναι προτιμότερο από τα δύο;
να σε κυνηγάνε
ενώ έχει απαγορευτεί το κυνήγι;
ή να σε κυνηγάνε
ενώ επιτρέπεται;
(Στίχος γραμμένος το 2013 από τον Γιώργο Πρεβεδουράκη στην ποιητική σύνθεση «Κλέφτικο». Ταυτόχρονα ο τρόπος που Ευρωπαίοι εταίροι έθεσαν το ερώτημα του δημοψηφίσματος στον ελληνικό λαό)

Εχω την αίσθηση πως ο τίτλος του άρθρου αποτελεί στην πραγματικότητα την κουβέντα που διαρθρώνεται πίσω από τις δημόσιες κουβέντες του κυρίαρχου λόγου, τον πολιτικό λόγο των τελευταίων ημερών, τον όποιο σχολιασμό και την όποια ρητορική.
Αυτό που προέκυψε αμέσως μετά το εκκωφαντικό αποτέλεσμα είναι μια τάση και μια διάθεση διαχείρισης του δημοψηφίσματος με άλλους όρους.

Τις μέρες πριν από το δημοψήφισμα η επιλογή του «όχι» καταγράφηκε ως μια απόλυτη καταστροφή. Η εικόνα που δημιουργήθηκε λειτούργησε ως μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Γιατί η καταγραφή (και η κατασκευή) του πανικού δεν αποτελεί τίποτα άλλο από πολλαπλασιασμό του.

Οι εικόνες σε ΑΤΜ και σούπερ μάρκετ, οι συνταξιούχοι και οι απελπισμένοι, οι πλαστές φωτογραφίες (δανεισμένες από άλλα γεγονότα κάπου στη Νότια Αφρική) και η συνειδητή προβολή της μίας και μόνο πτυχής και άποψης δεν αποτέλεσαν τίποτα άλλο παρά ένα κάλεσμα σε πανικό.
Ολα αυτά τα στοιχεία δημιούργησαν μιαν αφήγηση πρωτοφανή σε μέγεθος και ένταση, η οποία τεντώθηκε μέχρι και την ανακοίνωση του επίσημου αποτελέσματος και μετά χάθηκε. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι η ασυμμετρία που παρατηρείται πριν και μετά το γεγονός. Το δημοψήφισμα συζητήθηκε με όλους αυτούς τους ακραίους όρους πριν συμβεί και στη συνέχεια απλά πέρασε.

Για όλον αυτό τον θίασο του τρόμου, το δημοψήφισμα και η επιλογή του «όχι» με τόσο απόλυτο και τόσο ξεκάθαρο τρόπο υποβαθμίστηκε από Αρμαγεδδώνας σε ένα απλό στάδιο μιας κακής διαπραγμάτευσης. Ο πολιτικός μας χρόνος μετανάστευσε στις Βρυξέλλες και ο τρόμος μετακόμισε στο αύριο της διαπραγμάτευσης.

Μα, είναι προφανώς ορατό πως όσα άφησε το δημοψήφισμα και η επιλογή του «όχι» δεν περνούνε σε μια μέρα. Περιμένοντας τις πολιτικές εξελίξεις στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης, μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις για το κατά πόσον επηρέασε τη στάση των Ευρωπαίων και ποιο το πραγματικό του βάρος στην επιχειρηματολογία της ελληνικής πλευράς.

Αυτό όμως που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι η παρακαταθήκη που άφησε στο πεδίο του πολιτικού στην ελληνική κοινωνία (και δεν εννοούμε την τόσο ευχάριστη φυγή του Αντώνη Σαμαρά).
Ο ελληνικός λαός (σπάνια χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη αλλά εδώ ακούγεται πολύ σωστά) κατάφερε με τη στάση του να ανατρέψει δύο πραξικοπήματα. Το ένα ήταν το πραξικόπημα των λέξεων από τη μεριά των Ευρωπαίων, οι οποίοι σε ένα παραλήρημα ισχύος προσπάθησαν όχι μόνο να επιβάλουν την άποψη πως δεν έχουμε δικαίωμα να επιλέγουμε, αλλά πως δεν έχουμε καν το δικαίωμα να θέσουμε την ερώτηση στην οποία θα κληθούμε να απαντήσουμε.

Το δεύτερο είναι το πραξικόπημα της αφήγησης, όπως δημιουργήθηκε από τα κανάλια. Αυτό που κέρδισε είναι το δικαίωμά μας να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο με δική μας κρίση και δικά μας επιχειρήματα χωρίς τον αφόρητο τραμπουκισμό της προπαγάνδας, της μίας και μόνης ορθής άποψης, του ενός συμφέροντος.

Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με μια σειρά άλλους παράγοντες, όπως ο υπαρκτός και δικαιολογημένος φόβος, η εργοδοτική τρομοκρατία με φαινόμενα όπως άδειες άνευ αποδοχών, μη καταβολή μισθών, ακόμη και προφορικές απειλές, δημιούργησαν το όριο το οποίο υπερπήδησε ο λαός με την απόφασή του.

Με την απόφασή του προσδιόρισε με τον πιο εμφατικό τρόπο τα πραγματικά όρια της ελευθερίας της επιλογής και της πραγματικής δύναμής του. Και έχω την αίσθηση πως είναι πολύ νωρίς για να καταλάβουμε το τι πραγματικά μας κληροδότησε η ίδια η στάση μας στο δημοψήφισμα στις 5 Ιουλίου.

Η παρακαταθήκη που άφησε πίσω της η συντριπτική επιλογή του «όχι» απουσιάζει από τα κανάλια και τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο, ακριβώς γιατί η παρουσία της υπάρχει παντού γύρω μας. Και αυτή η υπόσχεση για το μέλλον δεν μπορεί παρά να φοβίζει όσους πλιατσικολόγησαν το παρελθόν και το παρόν μας.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

Το δημοψήφισμα, οι λέξεις και η εξουσία







Οι τελευταίες εξελίξεις πέρα από την μέγιστη πρακτική και οικονομική σημασία τους αλλάζουν τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Η θέαση της Ευρώπης αλλάζει προς κάτι το οποίo πάντοτε φανταζόμαστε πως ισχύει. Η Ευρώπη περνά από την περιγραφή μιας ένωσης κρατών με κοινή τύχη, κοινό μέλλον και ισοτιμία στην περιγραφή ενός μηχανισμού επιβολής, καταπάτησης των ελευθεριών και της ελεύθερης βούλησης. Ίσως πολλοί να το γνωρίζαμε, λίγοι όμως θέλαμε να το παραδεχτούμε στην πλήρη σημασία του, πολλοί λιγότεροι να το πούμε. Η στάση μας μου θυμίζει την εικόνα μιας οικογένειας με κάποιο ένοχο μυστικό. Το παρελθόν κάποιου μέλους της, τις πράξεις ή τις αποκλίσεις κάποιου άλλου. Όλα τα μέλη της οικογένειας το γνωρίζουν αλλά κανείς δεν έκανε κάτι, τα μέλη δεν το συζητούν μεταξύ τους, το αποδέχονται και με το να μη το εκφέρουν πιστεύουν πως το σταματάνε από το να υπάρχει. Να όμως που το μυστικό μια μέρα βγαίνει στην επιφάνεια και τότε όλα τα μέλη της οικογένειας νοιώθουν μια ειλικρινή έκπληξη και συντετριμμένα προσπαθούν να αθωώσουν τους εαυτούς τους και να συνεχίσουν να ζουν υπό το βάρος της αποκάλυψης. Ο αυταρχισμός της Ευρώπης είναι ο μαυραγορίτης θείος μας, ο δολοφόνος ξάδερφος, ο έκφυλος ανιψιός. Το μυστικό που όλοι γνωρίζαμε και με το να μην μιλάμε για αυτό πείσαμε τελικά και τους εαυτούς μας πως δεν υπάρχει.

Μα αυτό που μάθαμε τις μέρες αυτές είναι πως η γλώσσα δεν λειτουργεί με αυτό τον τρόπο. Δεν λειτουργεί ως εργαλείο του αδύναμου να ορίσει την τύχη του ακόμη και πίσω από ένα ψέμα, αλλά ως εργαλείο του ισχυρού να ορίσει, να περιγράψει, να επιβάλει. Ήδη από την αναγγελία του δημοψηφίσματος οι λέξεις δείξανε την κόψη και την αιχμή τους. Η στάση των εταίρων στην απόλυτη πλειοψηφία τους δεν ήταν να απαγορεύσουν το δημοψήφισμα, αλλά να ορίσουν το περιεχόμενό του, να ερμηνεύσουν και να επιβάλουν το τι σημαίνουν πραγματικά οι λέξεις. Ουσιαστικά βρεθήκαμε μπροστά σε ένα ακόμη τελεσίγραφο το οποίο έλεγε πως όχι μονάχα δεν έχουμε δικαίωμα να απαντήσουμε με βάση τη βούλησή μας, αλλά πως δεν έχουμε καν το δικαίωμα να ορίσουμε το ερώτημα στο οποίο θα απαντήσουμε.    Κανείς δεν θα σου πει τι θα πει τι θα πεις, κανείς δεν θα σου πει τι θα κάνεις. Αυτό που θα σου ορίσει είναι το περιεχόμενο των λέξεών σου, το περιεχόμενο των πράξεών σου. Είσαι φορέας οποιασδήποτε λέξης αλλά όχι ο κάτοχός της. Μπορείς να μιλάς θέλοντας να εκφράσεις κάτι, αλλά αυτό το κάτι θα μείνει ανεξάρτητο των λέξεών αφού αυτές έχουν αποστατήσει προς νέα περιεχόμενα.

Με τον ίδιο τρόπο η πρόταση Γιούνγκερ (ειπώθηκε από τον ίδιο) περιελάμβανε κοινωνικά μέτρα, ενώ στην πραγματικότητα περιέγραφε με τον καλύτερο τρόπο την περεταίρω διάλυση της κοινωνίας. Η Μέρκελ και ο Σόιμπλε ενδιαφέρονται για τον ελληνικό λαό ενώ είναι αυτοί που τον σπρώχνουν στην εξαθλίωση. Με τον ίδιο τρόπο, η αθέτηση πληρωμών προς το ΔΝΤ (ορισμένη ως τέτοια από το ίδιο) ονομάστηκε χρεοκοπία από ντόπια και ξένα κανάλια, σπέρνοντας ακόμη περισσότερο πανικό. Η διαστροφή των λέξεων περιγράφει τη ρευστότητα των νοημάτων προς χρήση των ισχυρών.
Φυσικά όλα αυτά δεν είναι καινούρια. Αποτελούν μέρος μιας διαδικασίας που βήμα το βήμα έχει ξεκινήσει εδώ και πολύ καιρό. Στρατηγικά εργαλεία μιας τρυφερής κακοποίησης και μιας ευγενούς δικτατορίας που δεν σου επιβάλει να πεις αλλά ορίζει εκ τον υστέρων αυτό που είπες, πετυχαίνοντας το ίδιο αποτέλεσμα με πολύ μικρότερο πολιτικό κόστος. Γράφοντας στην Εφ. Συν. σε παλαιότερη περίοδο και με τελείως διαφορετική αφορμή, είχαμε συντάξει ένα άρθρο με τίτλο ‘’Από τη διαστροφή των λέξεων στη διαστροφή της εξουσίας’’. Η κατακλείδα του πιστεύουμε πως ταιριάζει και εδώ με πολύ πιο εμφατικό τρόπο, με πολύ πιο έντονη την κυριολεξία της: ‘’Απ’ όλα αυτά προκύπτει πως στις μέρες που ζούμε, η αναζήτηση της κυριολεξίας των λέξεων αποτελεί μια πράξη αξιοπρέπειας. Στην Ελλάδα της κρίσης, το να κυριολεκτείς σημαίνει να αντιστέκεσαι.’’

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Η αντίστροφη μέτρηση και λοιπές μικρές ιστορίες πραξικοπήματος



Την Τρίτη το βράδυ το CNN μέτρησε αντίστροφα μέχρι την Ελληνική χρεοκοπία (1:00 ώρα Ελλάδας). Μαζί του μέτρησαν αντίστροφα και τα ελληνικά κανάλια σε ένα σόου τρομοκράτησης, πανικού και προπαγανδιστικής υστερίας. Οι εξελίξεις πύκνωσαν και συμπυκνώθηκαν στο προφίλ ενός ρολογιού που μετράει την αποκάλυψη. Και ενώ περιμέναμε να ανατιναχτεί η βουλή στο βάθος της εικόνας (ή έστω ο εκνευριστικός δημοσιογράφος) όταν το ρολόι μηδένισε, τελικά τίποτα δεν συνέβη. Φτηνές πόζες, κινηματογραφικά κλισέ, μυθοπλαστικά στερεότυπα επιστρατεύονται ώστε να βάλουν σε λειτουργία τους μηχανισμούς συγκίνησης των θεατών. Η διαφορά όμως είναι πως σε όλη αυτή τη φτηνή εικόνα ο θεατής είναι ο ίδιος πρωταγωνιστής. Και η τύχη του, η αγωνία και η μοίρα του υποβαθμίζονται στο απόλυτο των δύο κινηματογραφικών φινάλε: η σωτηρία ή ο Αρμαγεδδών.



Έχοντας διαχύσει το μονόλογο της θέσης τους σε καθημερινά πλάνα και τίτλους αντιμετωπίζουν τον πολίτη περίπου όπως ένας σκηνοθέτης ταινίας τρόμου τον θεατή του. Τον τρομοκρατούν και τον ταυτίζουν σε τέτοιο βαθμό με τον πρωταγωνιστή (που είναι ο ίδιος, φιλτραρισμένος όμως από την οπτική των καναλιών), ώστε τελικά να τον κάνουν να κοιτάξει όπου αυτοί επιθυμούν, με το τέλος της λύτρωσης ως μοναδικό ενδεχόμενο σε αυτή την κακογραμμένη ιστορία. Η μόνη απαίτηση για τη συμμετοχή του θεατή/πολίτη σε όλη αυτή τη φαντασμαγορία (άρα και στην τελική λύτρωση) είναι η παραχώρηση του «ναι» στο ερχόμενο δημοψήφισμα.

Η όλο και κλιμακούμενη στάση των καναλιών τα κάνει να αλλάξουν επίπεδο και να αναβαθμιστούν. Από μηχανισμοί προπαγάνδας και διαμόρφωσης καταλήγουν να είναι ξεκάθαροι πολιτικοί οργανισμοί με δική τους ατζέντα και δικό τους συμφέρον. Το στοιχείο που ορίζει αυτή την μετάλλαξη είναι η πρόφαση. Η πρόφαση αυτή που τους επέτρεπε να επιβάλουν τη γνώμη τους τεχνηέντως ανάμεσα σε άλλες γνώμες. Η πρόφαση αυτή που πια δεν υφίσταται στην ξεκάθαρη θέση των καναλιών. Ο ΣΚΑΙ π.χ. βγαίνει στα μέσα δικτύωσης και αναρτά θέσεις υπέρ του «ναι» χωρίς τον ελάχιστο κόπο να τις δικαιολογήσει. Η κάλυψη των δύο τελευταίων συγκεντρώσεων μοιράστηκε στα δελτία των ιδιωτικών καναλιών ως εξής: συγκέντρωση υπέρ του ΝΑΙ 42: 34 λεπτά, συγκέντρωση υπέρ του ΌΧΙ 3:17 (σημαιοφόρος και πάλι ο ΣΚΑΙ ο οποίος δεν ανέφερε καν το γεγονός). Δεν πιστεύω πως χρειάζεται να επιμείνουμε στους τρόπους και τις περιπτώσεις, αρκεί κάποιος να κοιτάξει κάποιο ιδιωτικό κανάλι μια τυχαία στιγμή και κάτι θα συναντήσει.
Τα τεχνάσματα αυτά, η γενικότερη στάση των δελτίων και το νέο ήθος που έχουνε εισάγει τις τελευταίες μέρες, τα καθιστά υπόλογα. Τα κανάλια και τα μέσα ενημέρωσης έχουν μέγιστη ευθύνη γι’ αυτό που διαμορφώνεται. Και δεν μιλώ για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος κάθε αυτό. Πολύ περισσότερο μιλώ για την αυριανή ημέρα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα.
Ένα ερώτημα με δύο απαντήσεις εμπεριέχει από μόνο του το διχασμό, δεν έχει αποχρώσεις, υπάρχει με τρόπο απόλυτο. Προσοχή, δεν λέω εδώ πως είναι διχαστικό αλλά πως εμπεριέχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώστε να διχάσουν, ή έστω μπορούν να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα ανάλογα με τους χειρισμούς.


Όλες οι τακτικές που εξυπηρετούν την καλλιέργεια του θυμικού, το φόβο και την απελπισία, ώστε να τα χρησιμοποιήσουν στην πραγματικότητα αφήνουν μια βαθιά πληγή για τις μέρες που ακολουθούν το δημοψήφισμα. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα την επόμενη μέρα θα κληθούμε να ζήσουμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα το αύριο θα είναι δύσκολο. Και αυτή την δυσκολία είναι πολύ εύκολο να τη χρεώσουμε στους νικητές του δημοψηφίσματος, στην μερίδα που επικράτησε. Έχω την αίσθηση πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το αποτέλεσμα να είναι οριακό. Και έχω την αίσθηση πως κάτι τέτοιο είναι αρκετό για να ξυστούν παλαιότερες πληγές.
Αυτοί που σήμερα καλλιεργούν τον πανικό, χρεώνονται τις όποιες αυριανές εντάσεις. Σημασία έχει να φτάσουμε στην όποια επιλογή την Κυριακή με σκέψη ο φόβος ή η καταγγελία από την άλλη μπορεί να κάνουν την επιλογή μας να πυκνώνει και να παίρνει διαφορετικό βάρος (ή έτσι να μας φαίνεται). Στην πραγματικότητα όμως την υπερπηδά. Και αυτό γιατί διαμορφώνει ένα δεδομένο αύριο με χαρακτηριστικά βαθιού χάσματος σκαμμένου από το θυμικό. Και κανένα επιχείρημα, καμία λογική και καμία κουβέντα δεν μπορεί να μπαζώσει ένα τέτοιο χάσμα.



(στην εφημερίδα Εποχή)