Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Αδειες παρελάσεις και κούφια μνήμη




Οι αμείλικτες φωνές μας θα τρελάνουν τη σιωπή,
Και θα λυσσάξουν την παχιά ησυχία,
Θα ξεσκεπάσουνε την έκταση του πόνου απ’ άκρη σ’ άκρη,
Θα δείξουν όλη την ασχήμια της σκλαβιάς,
Θα κάμουν τα παιδιά να φτύσουνε στα μάτια των γονιών τους,
Που τα στολίσαν και τα στρίμωξαν σε τόσο σπαραγμό, να καμαρώσουν
Τις άγριες παρελάσεις
Βύρωνας Λεοντάρης, Οχι σαν τα πουλιά



Μες στα χασμουρητά της επανάληψης και την κοινοτοπία του κύκλου, οι εθνικές εορτές δεν αποτελούν απλά επετείους ιστορικών γεγονότων αλλά ταυτόχρονα και επετείους επετείων. Μέσα στα έτη εορτάζουμε την επιστροφή τρόπων εορτασμού, τρόπων περιγραφής και τρόπων μνήμης. Σημεία, τελετουργίες και κώδικες.

Ετσι και φέτος, στις 28 Οκτώβρη, θα θαυμάσαμε την ένδοξη εθνική μας παρέλαση. Τις τροχοφόρες και ένστολες αμυντικές δαπάνες, τους στρατιώτες στρατοκόπους, την ατμόσφαιρα της στρατόσφαιρας. Το παρελθόν ντυμένο στο χακί, γιορτάζοντας τη διακεκομμένη γλώσσα της ιστορίας, την εθνοπερήφανη άγνοιά μας, τις κατασκευές και τα μπαλώματα. Και μαζί τη μικρογεωγραφία της σεμνής τελετής, τις μαθητικές παρελάσεις με την άγουρη πούδρα, το γερασμένο λευκό των πουκαμίσων, την ομοιομορφία της κρατικής γεωμετρίας. Σημαιοφόροι βραβευμένοι με έθνος ακολουθούμενοι από παραστάτες, οδηγοί και οδοιπόροι και η φωνή του υπερήφανου σπίκερ της δημόσιας τηλεόρασης να μας επιβεβαιώνει με υπερήφανα σαρδάμ, τον ηρωισμό της Μπουμπουλίνας, τα κατορθώματα των Ελλήνων, το ανυπέρβλητο θάρρος του στρατού, τον ένδοξο κυματισμό της πολεμικής σημαίας. Και κάπου εκεί πίσω ο επαναλαμβανόμενος τυμπανισμός της μπάντας που ακούς απ’ τα μαθητικά σου χρόνια, να μπουκώνει την ακοή, το τύμπανο του αυτιού να σου υπενθυμίζει τις πιο ανούσιες περιοχές της μνήμης.

Και γύρω από το γεγονός η παρέλαση σχολιασμών και συζητήσεων. Το ερώτημα για το ποια αναγκαιότητα και ποια ουσία εξυπηρετεί όλη αυτή η ένοπλη πασαρέλα. Οι σποραδικές ρατσιστικές εξάρσεις για τους σημαιοφόρους, τα σεξιστικά σχόλια για τις καθηγήτριες και οι Ρεπουσιώδεις συζητήσεις γειωμένες στο πουθενά, αντανακλαστικά επαναλαμβανόμενες και αποπροσανατολιστικά χρήσιμες και λειτουργικές.

Ετσι, ανάμεσα στις διάφορες επετειακές στρώσεις, φέτος στις 28 του Οκτώβρη θα γιορτάσουμε ταυτόχρονα και τον τρόπο των παρελάσεων της κρίσης. Με δεκάδες κλούβες και χιλιάδες αστυνομικούς, με κάγκελα, περιορισμούς και απαγορεύσεις, μια παρέλαση αποκλειστικά για επισήμους, μόνο κατόπιν πρόσκλησης, με το προνόμιο της θέασης να ταυτίζεται με την οκνηρία της υποχρέωσης (Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω τις δηλώσεις του Δημήτρη Αβραμόπουλου στην τελευταία παρέλαση της 25ης Μαρτίου: Ανάμεσα σε άλλα δήλωσε πως η στρατιωτική παρέλαση στέλνει ένα μήνυμα ειρήνης και πως την παρακολούθησαν χιλιάδες Αθηναίοι-ενώ η προσέγγιση του χώρου απαγορεύτηκε ακόμα και για τους γονείς των μαθητών που παρήλαυναν). Πρόσφατες στρατιωτικές εικόνες παρελαύνουν ταυτόχρονα: ο διαμελισμός της Ουκρανίας και οι ακροδεξιές ενέργειες, ο αποκλεισμός της Παλαιστίνης, οι ισλαμοφασίστες του Ισλαμικού Κράτους. Εκτελέσεις, βομβαρδισμοί, αποκεφαλισμοί. Παρέλαση εικόνων σκληρότητας.

Μέσα σε όλον αυτόν τον παραλογισμό προβαίνει με βήμα σημειωτόν το ερώτημα: για ποιον ακριβώς λόγο γίνονται οι παρελάσεις; Για να τιμήσουν κάποιο ένδοξο παρελθόν, για να τιμήσουν κάποιο ένδοξο παρόν; Μα όχι. Οι παρελάσεις γίνονται αποκλειστικά για να τιμήσουνε τις παρελάσεις. Τις παρελάσεις των πρόσφατων ετών που παρήλθαν, τις εποχές τις ευημερίας και της σταθερότητας, όταν η εθνική υπερηφάνεια συνόψιζε την κάθε κούφια υπόσχεση, την κάθε κούφια φράση. Τα κάγκελα γύρω από την παρέλαση δεν περιφρουρούν ούτε τους διερχόμενους, ούτε τους επισήμους, αλλά την αταραξία που παρήλθε, τη νηνεμία της αισιοδοξίας, τη μάταιη υπόσχεση πως τίποτα δεν άλλαξε. Οι κλούβες, οι αστυνομικοί περιφρουρούν τη μνήμη μιας μνήμης που μας διδάσκει να ξεχνούμε, να αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν σαν παραμύθι και το παρόν σαν ένα Success Story πέρα από όποια διεκδίκηση. Τα κούφια λόγια, οι βαρύγδουπες ευχές και υποσχέσεις πάνω απ’ όλα περιφρουρούν το ενδεχόμενο να πάρουν άλλη μορφή οι παρελάσεις και το πλήθος στους δρόμους. Οταν όσοι παρελαύνουν δεν θα περιγράφουν μια αλλαγή, αλλά θα την ενσαρκώνουν.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Μια φάρσα, μια καφρίλα και ένας Σεφερλής



Το παρακάτω κείμενο δεν αποτελεί απόπειρα κριτικής, επιθυμία έκφρασης σνομπισμού απέναντι στην ποπ κουλτούρα ή συγκεκαλυμένη διάθεση να λογοκρίνουμε (όλα αυτά τα έχουμε ακούσει κατά καιρούς). Είναι ένα ειλικρινές «άι στο διάολο κύριε ξεφτίλα» αρθρωμένο σε λίγες παραγράφους, βγαλμένο από τα βάθη της καρδιάς μας.

Ο Μάρκος Σεφερλής είναι ένα «υποκριτικό θηρίο», ένας «πολυμήχανος μίμος, τραγουδιστής, χορευτής, χρήστης των ιδιόλεκτων» και ένας «μέγας αυτοσχεδιαστής». Έτσι τουλάχιστον τον είχε περιγράψει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στην περίφημη κριτική του. Για πολλούς από εμάς ο Μάρκος Σεφερλής δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από την ενσάρκωση της κωμικής ευκολίας. Ένας μόνιμος τρόμος μας κυρίευε στο ενδεχόμενο να πέσουμε μπροστά σε μια αφίσα ή μια ρεκλάμα που θα διαφήμιζε το νέο τίτλο-λογοπαίγνιο κάποιας παράστασής του. Ποιόν να πρωτοθυμηθούμε «Τρώει στόρι», «Στη φωλιά του κούκλου», «Allou fun Mark», «ΣουλεϊΜάρκ ο μεγαλοπρεπής», «Γελών λαβέ», «Μάμμα, μία... δεν υπάρχει» και άλλα λοιπά πολύχρωμα. Άλλοι θα τον θυμούνται από τηλεοπτικές παρουσίες σε φτηνές παραγωγές, όταν κατέκλεβε το Fawlty Towers του John Cleese (φέρνοντάς το βέβαια στα κωμικά του μέτρα), κομμάτια των Monty Python, του Benny Hill κ.ά. υποβιβάζοντάς τα από υψηλό χιούμορ και στιγμές υποδειγματικού κωμικού χρονισμού, σε μπαλαφάρα και ακατέργαστη χαβαλετζίδικη κλωτσοπατινάδα.

Το λαϊκό και το ποπ


Η κριτική του Γεωργουσόπουλου έχει σημασία γιατί αναδεικνύει μια ευρύτερη τάση απέναντι σε συγκεκριμένα (θεατρικά και άλλα) φαινόμενα. Μπερδεύει και ταυτίζει το λαϊκό με το ποπ (popular), αδυνατώντας να μιλήσει για οποιοδήποτε από τα δύο. Ως αντίδραση απέναντι στην κουλτούρα των κουλτουριαρέων και των «διανοουμένων» ταυτίζει το εύκολο με το αγνό, αθωώνοντας στην πραγματικότητα την κάθε ευκολία, την κάθε αστοχία, την κάθε πρόχειρη κρυάδα. Και αν τόσο το λαϊκό θέατρο (βλ. π.χ. τα παλαιά κείμενα του καραγκιόζη) όσο και η ποπ κουλτούρα (βλ. π.χ. το αγγλικό Office) έχουν καταφέρει να μας δώσουν υψηλά δείγματα γραφής, αντίθετα η άνευ όρων σύζευξή τους, η μόνιμη ταύτιση του λαϊκού με τον αισθητικό λαϊκισμό και η (ελληνική πατέντα αυτό) αποδοχή πως το κωμικό δεν μπορεί να είναι κάτι πέρα από απλά αστείο -μια μηχανική δημιουργία γέλιου με μηδενικό περιεχόμενο-, το μόνο που έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν είναι μια χαμογελαστή αναγούλα, όπως στην περίπτωσή μας τον Μάρκο Σεφερλή.

Γέλιο επιθετικό

Στην εκπομπή του ανάμεσα σε άλλα ευτράπελα αποφάσισε πώς θα ήταν καταπληκτικά αστείο να τηλεφωνήσει σε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων και να τους ενημερώσει πώς είναι εκπρόσωπος της πολεοδομίας και πώς το σπίτι τους θα κατασχεθεί. Και ενώ ο τρόμος και ο πανικός υπήρξε ανάγλυφος στις φωνές των δύο ηλικιωμένων, ο ΣουλεϊΜάρκ επιμένει, ενώ ένα κοινό γελοίων στο στούντιο έχει ξελιγωθεί στα γέλια.
Για να προλάβουμε τη βροχή κοινοτοπίας με εμπροσθοφυλακή τη φράση «ποια πρέπει να είναι τα όρια της σάτιρας», να διευκρινίσουμε πώς το κομμάτι αυτό δεν ήταν σάτιρα (εννοώ βασική προϋπόθεση της σάτιρας δεν είναι να σατιρίζει κάτι; Εδώ τι σατιρίζει;). Το συγκεκριμένο κομμάτι είναι επίθεση. Και μάλιστα επίθεση απέναντι στον ηττημένο.
Το διαδίκτυο κούνησε το εξοργισμένο του δάκτυλο, μηνύσεις απείλησαν, συγγνώμες ειπώθηκαν από τη μεριά της εκπομπής. Αλλά δεν είναι η αστοχία της συγκεκριμένης φάρσας που μου κάνει εντύπωση, είναι η αντίδραση του κοινού στο στούντιο (και μαζί το 62% της τηλεθέασης), αυτοί οι εκτός τόπου και χρόνου, που χαζογελάνε μακάρια, αυτοί που μέσα στην αδιαφορία τους γιορτάζουν τη δική τους τύχη και ταυτίζουν το χαμόγελο με το μίσος. Η φωνή του ζευγαριού στο τηλέφωνο ήταν η φωνή του πανικού μιας ολόκληρης εποχής. Το ίδιο και η σαδιστική αδιαφορία του κοινού του στούντιο.
Ίσως να μη μοιάζει και τόσο σημαντικό να γράφεις για έναν κωμικό σαν τον Σεφερλή, για ένα πρωινάδικο στην εποχή της απόλυτης παρακμής της τηλεόρασης. Αλλά το συγκεκριμένο περιστατικό ξεπερνάει αυτά τα στενά όρια. Εδώ το κωμικό συμβαδίζει απόλυτα με την πολιτική ρητορική του καναλιού, γίνεται η αισθητική αποτύπωση του γεγονότος πως ο Έλληνας πολίτης είναι ένοχος για την κρίση και γι’ αυτό πρέπει να τιμωρηθεί. Καθιστά μάλιστα το γεγονός τόσο κοινότοπο, ώστε να προκαλέσει γέλιο. Ένα γέλιο επιθετικό, σαδιστικό, γεμάτο δόντια.


(στην εφημερίδα Εποχή)

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Η Αθήνα κάτω απ’ το νερό



‘’Η Αθήνα μασάει σουβλάκια μες στους δρόμους
Μασάει καλαμπόκια
Κατεβαίνει στη θάλασσα με ψαροντούφεκα
Ιδρωμένα κορμιά καλλυντικές γυναίκες
-ένα κύμα ξεβρασμένο στην ακτή σαν ψόφιο κήτος
Ένας δύτης γυμνός κρεμασμένος ανάποδα στα υπόγεια του νερού..’’
Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία III


Είναι η ίδια σκέψη πάνω- κάτω, κάθε που πλησιάζουν οι βροχές. Η πόλη αυτή ξεσκέπαστη, ανοιχτή, χωρίς υπόστεγα, σχεδόν χωρίς υποδομή να μεταφέρει το νερό. Και κείνο λιμνάζει μέχρι να αποροφηθεί από την επιδερμίδα των δρόμων. Η πόλη αυτή, μια τακτοποιημένη λακκούβα, μια φορητή βροχή, ένα αδιάκοπο μούλιασμα. Η πόλη αυτή δεν έχει ποτάμια, αντίθετα με κάθε μεγάλη πρωτεύουσα που δίνει χώρο στον πλωτό εαυτό της. Εδώ αποφασίσαμε να τα μπαζώσουμε. Ποτάμια σκεπασμένα και υπόγεια διατρέχουν το υπέδαφος, δίπλα σε θεμέλια, πετρώματα και βόθρους. Που και που μόνο, σε μια απρόσμενη σχάρα, σε κάποιον ξεχασμένο δρόμο, μπορείς να ακούσεις τη ροή τους. Σαν να τρέχουν μες τη μνήμη, μνήμη ενός παρελθόντος που δεν έζησες.

Είναι κάπου αυτή την εποχή που τα νέα συνοδεύονται από τις πλημμύρες. Γειτονιές που πλέουν, σπίτια που πνίγονται, μια πολιτεία που προχωρά πιο αργά και από γερασμένο ναυαγοσώστη. Και έχει ενδιαφέρον να γυρνάς σε κείνη την παιδική σου σκέψη, που γδύνεται την αφέλεια της ηλικίας και προχωράει σταθερή στο κεφάλι σου με νέα σημασία. Και τι θα γινόταν αν η βροχή δεν σταματούσε; Αν η ψιχάλα επέμενε σε μόνιμη ροή, αν η στάθμη ανέβαινε και οι ταράτσες γίνονταν όχθες, οι κεραίες γέμιζαν με γλάρους και οι δρόμοι πνιγμένοι άλλοτε με ανθρώπινη ροή, γίνονταν τώρα κοίτες, πλωτές διαδρομές μιας πόλης κάτω από το νερό;

Μα δεν μιλώ για αποκάλυψη, για εικόνες καταστροφής, για ξεριζώματα. Για πνιγμένους, συντρίμμια και χαμένες περιουσίες.  Απλά για μια ήπια νέα συνθήκη, όμοια με την ήπια βεβαιότητα των ονείρων, που όσο παράλογη και αν μοιάζει βιώνεται στον ύπνο ως κάτι λογικό. Μια σκέψη –έστω- να ξεχαστείς από ό,τι γύρω σου άλλαξε απότομα και ό,τι γύρω σου δεν λέει να αλλάξει.

Το σώμα της πόλης μένει κατάστικτο από μια σειρά πλατφόρμες. Κάτω από αυτές υπάρχουνε τα σπίτια και οι άνθρωποι. Τα παράθυρα γίναν φινιστρίνια, τα πεζούλια προβλήτες, τα υπόγεια αμπάρια. Εδώ, πολλές οργιές κάτω απ’ τη θάλασσα (παραφράζοντας τον ποιητή). Κωπηλατούμε την Πατησίων αργοπορημένοι, στρίβοντας βιαστικά την Αλεξάνδρας (ραντεβού με έναν φίλο που απολαμβάνει την πολυτέλεια και την ταχύτητα ενός φουσκωτού).  Μια γυναίκα δένει τη βάρκα της σε ένα φανάρι του δρόμου, ένας δύτης κολυμπάει για ψώνια, γέροι κάθονται στην κορυφή μιας παλιάς διαφημιστικής ρεκλάμας δίπλα στα θαλασσοπούλια, χαζεύοντας τα νερά, συζητώντας ήρεμα. Τα παιδιά τέλειωσαν το σχολείο και όπως στους δρόμους κάθε πόλης παίζουν με μια μπάλα (αυτή βέβαια επιπλέει). Μια πλωτή κηδεία κόβει τη ροή της κοίτης. Πλέει πένθιμα στον υγρό βηματισμό της και ύστερα χάνεται.

 Εδώ οι τροχονόμοι φορούν μπρατσάκια και οι άνθρωποι μάθαν να σέβονται τα ψάρια. Οι ταξιτζήδες μιλούν μια γλώσσα λιμανίσια (εδώ δεν άλλαξαν πολλά), τα μαγαζιά δίπλα στις όχθες είναι και εδώ γεμάτα, μια πορεία από βάρκες με κόκκινες σημαίες  ανεβαίνει προς την πλωτή Βουλή. Τα συνθήματα ορίζουν το ρυθμό του κουπιού. Γέφυρες ανάμεσα στα μπαλκόνια, στριμώχνουν τη συμβίωση, φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά (έστω και εκβιαστικά). Η ζωή επιπλέει φυσιολογικά σε μια άλλη πόλη, πλωτή όπως ο ύπνος, αρμυρή όπως τα όνειρα, υγρή όπως τα ταξίδια.
Εδώ το μόνο ναυάγιο είναι η κανονικότητα.

(Ναι, η ποίηση -ή η φαντασία έστω- δεν ανατρέπει καθεστώτα. Αλλά σε κάθε της έκφανση, με κάθε εναλλακτική, κάθε νέα εκδοχή και κάθε υπόθεση, μπορεί να μας πείσει πως τα καθεστώτα, ο τώρα κόσμος και οι βεβαιότητες μπορούν να ανατραπούν, να αναμορφωθούν, να πάρουν νέο σχήμα. Μπολιάζοντας μεταμόρφωση στο καθημερινό. Υπενθυμίζοντάς μας πως η πραγματικότητα είναι ρευστή, όπως οι δρόμοι μιας πόλης που ζει κάτω απ’ το νερό)


(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Μπουκάλια



Αλίμονό σου, όταν αρχίσεις να ξεκόβεις απ’ τον πόνο του αδερφού σου,
κι απογυρνάς το βλέμμα απ’ τις πληγές, που σε φωνάζουν
και εξοικειώνεσαι με τη ζωή που ζουν τα τέρατα,
κι αρχίζει το ασυμβίβαστο να συμβιβάζεται
και το απαράδεχτο να μοιάζει βολικό
κι αρχίζει η αλήθεια μέσα σου να σώνεται και να 'ρχεται το ψέμα
σιγά σιγά, όπως η μέρα γίνεται σκοτάδι
όπως το καλοκαίρι γίνεται χειμώνας.
Αλίμονό σου, όταν το δύσκολο σου γίνει βαρετό
κι αβέρτα ρίχνεις δίκιο στους αδίκους κι αρχινάς ν’ ανακαλύπτεις
σοφίες κι ομορφιές μες στα ξεράσματα της πλήξης,
ιδανικά μες στο βυθό της αηδίας
και λες, και λες και λες…
Οταν πια δε σου φαίνονται και τόσο δύσκολα τα πράγματα
η ζωή, ο έρωτας, ο ύπνος,
όταν τριγύρω μαχαιρώνουνε τη Νύχτα
κι οι λόφοι στηθοδέρνονται,
όταν παχύνουνε τα χείλια σου τόσο πολύ, που να μπορούν
να πουν: «Κατέστην ευτυχής», αλίμονό σου.
Βύρωνας Λεοντάρης, Λεηλασία



Τα μπουκάλια πλέουνε στο σκοτάδι. Την κοινότοπη αυτή νύχτα που πέρασε σαν τις άλλες, τη νύχτα αυτή καλοκαιριού ή χειμώνα, την ελαφρώς αλκοολούχα και βαρέως κοινωνική, σε κάποιο παγκάκι ή ομαδικό πεζούλι, σε κάποια γειτονιά ή κάποιο κέντρο. Τα μπουκάλια πλέουν, μα λίγο η ελαφριά σου μέθη, λίγο οι βιαστικές ερωταποκρίσεις σε έκαναν να ξεχάσεις να τα γεμίσεις. Με κάποιο μήνυμα, κάποια πρόχειρο κάλεσμα για βοήθεια, έστω ένα προφορικό επιφώνημα, βιαστικά εγκλωβισμένο απ’ το καπάκι. Κι έτσι άδεια περιφέρονται, στην υδρόβια ετούτη νύχτα, βουβά από παραλήπτη ή νόημα. Απόψε κανείς δεν θα σωθεί.

Είναι και οι κουβέντες αυτές πάνω απ’ τα μπουκάλια, που σε κάνουν να ξεχνιέσαι. Τα όλα και τα τίποτα αρθρωμένα σε ακαριαίες διαδοχές. Να μιλήσεις για να μιλήσεις, απλώς να ξεχαστείς στο συλλογικό προφορικό που πλάθει βιαστικά η νύχτα. Μόνο μια κουβέντα σπάει το συνεχές: «Αδειασε το μπουκάλι; Μπορώ να το πάρω; Ευχαριστώ». Μόνιμη επωδός επαναλαμβανόμενη, συνήθως από χείλη μετανάστη. Και συ συμμετέχεις, κάπου ανάμεσα στον ήπιο ενθουσιασμό της ανέξοδης προσφοράς και την ενοχική ντροπή για το πιο τυχερό της κατάστασής σου. Παραχωρείς τα μπουκάλια σου συντάσσοντας μηχανικές χειρονομίες, στοιβάζοντας μέσα σου σκέψεις και διακριτικά συναισθήματα, να τα εξετάσεις μετά, σε ένα μετά που μονίμως για λίγο αναβάλλεις.

Τα μπουκάλια πλέουν στην εικόνα σου, αυτή που τεντώνει τον χρόνο της προς τα πίσω. Τις μπίρες στο τραπέζι πριν από λίγες μέρες, τις μπίρες των Πολωνών οικοδόμων να καταναλώνονται ως εξαίρετο πρωινό στα σκαλιά της γειτονιάς, μια παρέα μεταναστών καθισμένοι σε καφάσια έξω απ’ το ψιλικατζίδικο, ένα μπουκάλι να σκάει δίπλα σου σε κάποια πορεία σκορπίζοντας στον τόπο κομφετί φωτιάς και πιο πίσω το πρώτο σου μεθύσι με δυο μπίρες, το άβολο εκείνο παιδικό παιχνίδι της μπουκάλας. Μπουκάλια που η κυβέρνηση χρησιμοποιεί ως αποδεικτικά στοιχεία τρομοκρατίας, μπουκάλια που η εργασία χρησιμοποιεί ως πρόχειρα διαλείμματα, μπουκάλια που η νύχτα χρησιμοποιεί ως εργαλεία υπερβολής (υπερφίαλες φιάλες). Και ο φίλος εκείνος που πήγε για λίγο στο Βερολίνο και από τότε δεν χάνει ευκαιρία να σου διηγηθεί το πόσα λεφτά εξοικονομούσε μέσα από το θαύμα της ανακύκλωσης.

«Μπορώ να το πάρω;» να κόβει τις σκέψεις σου. Και ύστερα να θυμάσαι τη συμβουλή. Αφήνουμε τα μπουκάλια πάντα έξω από τους κάδους. Να τα βρει κανένας άνθρωπος να τα επιστρέψει, να βγάλει κάνα ψιλό να φάει. Η άλλη ανακύκλωση. Μα η νύχτα αραίωσε και ο κόσμος σκόρπισε και συ ξέμεινες να τελειώνεις το μπουκάλι. Βουβός από σκέψεις σηκώνεσαι και τριγυρνάς, άσκοπα στην αρχή, μα έστω και ασυναίσθητα η γύρα σου παίρνει σκοπό. Ασυναίσθητα αρχίζεις και συ να μαζεύεις μπουκάλια.  Μαζεύεις άλλες οκτώ φιάλες -9 δεκάλεπτα η επιστροφή τους, όσο ένα οικολογικό σουβλάκι- και τριγυρνάς με μια αγκαλιά μπουκάλια, με λίγα χαρτονομίσματα στην τσέπη που μείναν από πριν και μια σκέψη στο μυαλό που δεν μπορείς να πολυκαταλάβεις.

Τώρα κοιτάς τη νύχτα μασουλώντας, με ύφος ελαφρώς ανόητο και ξαφνιασμένο. Και η νύχτα σού επιστρέφει το βλέμμα. Κοιτώντας σε με αυστηρότητα, κατανόηση και κυρίως κούραση, σηκώνοντας το φρύδι.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Το Ισλαμικό Κράτος και το ματωμένο φεγγάρι



Την Τετάρτη τα ξημερώματα, το φεγγάρι εμφανίστηκε κόκκινο, γεμάτο αίμα. Το «ματωμένο φεγγάρι» (έτσι καθιερώθηκε να αποκαλείται, σε μια απόδειξη πως η ζωή μιμείται τα κοινότοπα λογοτεχνικά μοτίβα) προκλήθηκε λόγω της τέλειας ευθυγράμμισης Ήλιου, Γης και Σελήνης με αποτέλεσμα η Γη να καλύψει πλήρως τον μοναδικό φυσικό δορυφόρο της, βάφοντάς τον στα κόκκινα για μία περίπου ώρα. Το φαινόμενο ήταν ορατό μονάχα στην Αμερική και την Ασία.
Τις ίδιες περίπου ώρες, από το πιο κόκκινο κομμάτι της Ασίας ταξίδευε η φήμη πως το κουρδικό Κομπάνι στα βόρεια σύνορα της Συρίας είναι έτοιμο να παραδοθεί στον στρατό του Ισλαμικού Κράτους. Μια είδηση που πυροδότησε διπλωματική κινητικότητα, αναβρασμό και εξεγέρσεις στις κουρδικές κοινότητες της Τουρκίας και της Ευρώπης, αλλά και όλο και αυξανόμενη ανησυχία για τη φύση, τα όρια και τις ικανότητες του Ισλαμικού Κράτους.
Από όποια πλευρά και αν το κοιτάξεις το Ισλαμικό Κράτος είναι το τελευταίο στάδιο μετάστασης του Ισλαμικού φανατισμού. Ενός φανατισμού που ακόμα και η Αλ Κάιντα (από την οποία ξεπήδησε το Ι.Κ.)  περιέγραψε ως ακραίο, ενός φανατισμού που με ακριβώς αυτούς τους όρους διαφημίζει τον εαυτό του.  Και αν η σφοδρότητα, η ταχύτητα και η σκληρότητα των μουτζαχεντίν, μοιάζουν ικανές να αλλάξουν τις γεωστρατηγικές ισορροπίες όχι μονάχα της ευρύτερης περιοχής, αλλά και το ευρύτερο δίχτυ ισχύος, είναι καιρός να αλλάξουμε και εμείς κάποιες βεβαιότητες και κάποια συμπεράσματά μας.

Μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Η Αραβική Άνοιξη και τα κινήματα των αγανακτισμένων περιέγραψαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως εργαλεία φύσει προοδευτικά, ταυτίζοντάς τα με την άμεση δημοκρατία, την άρση της λογοκρισίας, την αυτοοργάνωση. Αυτό που απέδειξε ο ISIS, είναι πως τα μέσα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους ακριβώς αντίθετους σκοπούς. Τα μέλη του ανεβάζουν μεγάλο αριθμό φωτογραφιών, βίντεο και περιγραφών των μαζικών εκτελέσεων, των αποκεφαλισμών, των βιασμών και των λοιπών βιαιοτήτων. Διαχέοντας ταυτόχρονα με την πληροφορία και το φόβο, οι μουτζαχεντίν καταφέρνουν σε μεγάλο βαθμό να τρομοκρατήσουν τους αντιπάλους τους τσακίζοντας το ηθικό τους. Ταυτόχρονα προκαλούν όλο και πιο έντονα τις ΗΠΑ σε μια άμεση εμπλοκή. Γιατί όπως φαίνεται το Ι.Κ. ορίζει το πλαίσιο και το χρόνο της αναμέτρησης και γνωρίζει καλά πως κάθε αμερικανική βόμβα στην Μέση Ανατολή μεγαλώνει τον αριθμό των μελών του Χαλιφάτου.

Η αμερικανική υποκρισία

Το Ισλαμικό Κράτος (όπως και η μαμά Αλ Κάιντα) είναι σε μεγάλο βαθμό δημιουργήματα των ΗΠΑ (και δεν χρειάζεται να γυρίσουμε πίσω στο σοβιετικό πόλεμο του Αφγανιστάν για να αποδείξουμε κάτι τέτοιο). Πριν την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, η Αλ Κάιντα είχε μηδενική  παρουσία στη χώρα.  Αφού όμως υπήρξε το μόνο επιχείρημα για την επέμβαση, κάθε πράξη αντίστασης και κάθε ένοπλο επεισόδιο κατά της κατοχικής δύναμης ονομάστηκε Αλ Κάιντα με αποτέλεσμα να τονώσει το γόητρο και τη σημασία του αρχικά ολιγάριθμου στρατού τζιχαντιστών που είχαν βρεθεί στη χώρα και στη συνέχεια να αυξήσει τον αριθμό και την πραγματικότητά του. Η αποσταθεροποίηση της Συρίας (και εδώ καταλογίζονται ευθύνες στις ΗΠΑ)  έφερε το διαμελισμό του Ιράκ και την έξαρση του Χαλιφάτου, επιβεβαιώνοντας τη δυνατότητα επέκτασής του από κράτος σε κράτος.
Είναι οι πορτοκαλί στολές που φορούσαν οι δημοσιογράφοι στα βίντεο της εκτέλεσής τους από το ισλαμικό κράτος, αυτές που διηγούνται έναν από τους βασικούς παράγοντες που μας έφερε ως εδώ. Οι στολές αυτές, όμοιες με στολές του Γκουαντανάμο, των φυλακών του Ιράκ και των λοιπών αμερικανικών γκουλάγκ, συμβολίζουν τις απαγωγές, τα βασανιστήρια, τις ανακρίσεις, τις επεμβάσεις, τον εξευτελισμό και την δαιμονοποίηση των μουσουλμάνων στο δυτικό κόσμο. Ως ένα βαθμό, το Ισλαμικό Κράτος προκύπτει από τη διαχείριση της δυσαρέσκειας και του θυμού των μουσουλμάνων στη μετά 11/9 εποχή. [Μικρή λεπτομέρεια για να τονιστεί η υποκρισία: τον μήνα που εντάθηκε η συζήτηση γύρω από το Ισλαμικό Κράτος λόγω του αποκεφαλισμού των δημοσιογράφων, στη Σαουδική Αραβία –στενό συνεργάτη των ΗΠΑ- σημειώθηκαν 19 επίσημοι αποκεφαλισμοί. Προφανώς η είδηση αυτή δεν μεταδόθηκε πουθενά για ευνόητους λόγους.]

Η δική μας υποκρισία

Η υπόθεση του Ισλαμικού Κράτους κουβαλάει μέσα της μαζί με τόσες παραμέτρους και την τελευταία πράξη της ισλαμοφοβίας. Η υπερθετική αγριότητα και ο εξωστρεφής φανατισμός, ο αποτροπιασμός και ο τρόμος που προκαλεί η συγκεκριμένη οργάνωση, μοιάζουν παράγοντες ικανοί να καλύψουν το όποιο μετριοπαθές επιχείρημα, την όποια διαχωριστική γραμμή, την όποια ένσταση. Μια βόλτα στο ίντερνετ σε σχόλια κάτω από άρθρα παρόμοιας θεματικής με αυτό θα σας πείσει. Οι μόνιμες παρανοήσεις μας (όπως π.χ. ότι η τζιχάντ είναι ένας από τους πέντε στύλους του Κορανίου), η σταθερή μας άγνοια και η άρνησή μας για πρακτικές προτάσεις, μας κάνει παθητικά επικίνδυνους σε μια εποχή που ο κίνδυνος μαθαίνει να ενεργεί όλο και πιο ακαριαία. Οι δηλώσεις του Νάιτζελ Φάρατζ (σημαιοφόρου πια της ευρωπαϊκής ισλαμοφοβίας) πώς το Ισλαμικό Κράτος απειλεί την ευρωπαϊκή καθημερινότητα (αυτός ήταν ο πυρήνας) είναι απλά προμήνυμα του μέλλοντος με το οποίο συνορεύουμε. Οι εποχές λοιπόν, ζητούν εγρήγορση, βάθος και ακρίβεια.
Μέχρι το επόμενο ματωμένο φεγγάρι στις 4 Απριλίου του 2015, ο κόσμος μοιάζει ικανός να μεταμορφωθεί. Αναμένουμε την έκταση, την τροπή και την έκβαση, απευχόμενοι το κόκκινο του φεγγαριού να έχει καθιερωθεί ως μια χρωματική κοινοτοπία.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Χωρίς ρίζες

«Ξεριζωμένο κύλαε το ποτάμι Αλλά κρατώντας οι άνθρωποι τις ξεχωμένες ρίζες τους θαρρούν από κάπου κρατιούνται και φυλάνε οράματα και οστά προγόνων και τέφρες ονείρων και τηρούν ευλαβικά κανόνες και νηστείες κι έτσι κατέβαιναν με προαιώνια εμβατήρια ψαλμωδίες και θρήνους»
Βύρωνας Λεοντάρης, εκ περάτων 

«Θα μείνεις χωρίς καταγωγή, χωρίς παρελθόν, χωρίς ιστορία», ανέκραξε το κοράκι στον Αθηναίο και ύστερα έφυγε να κρυφτεί σε κάποιο κοινότοπο παραμύθι. Δεν γνωρίζω τον αριθμό, την ακρίβεια του κοινού χαρακτηριστικού, ούτε καν εάν υπάρχει κάποια σύμπτωση κοινού αισθήματος, αλλά γνωρίζω πως υπάρχει ένας πληθυσμός αρκετός που μοιράζεται το ίδιο γεγονός. Μιλώ για τους ανθρώπους τους ξεκομμένους από τον τόπο καταγωγής, αυτούς που γεννήθηκαν στην Αθήνα (ίσως να συμβαίνει και με άλλες πόλεις, δεν το γνωρίζω) και γνώρισαν την πόλη αυτή ως μόνο τόπο. Χωρίς χωριό για θερινές επισκέψεις, χωρίς μόνιμο προορισμό διακοπής, χωρίς κάποιο σπίτι φερμένο από μια διαδοχή γενεών να περιμένει για κάποια, όποια στιγμή. Γνωρίζοντας την πληροφορία του τόπου προέλευσης φυσικά, αλλά αντιμετωπίζοντάς την όπως τόσα άλλα στοιχεία ταυτότητας, όπως π.χ. εκείνο το: Πρόσωπο: ωοειδές.

Θυμάμαι εκείνες τις στιγμές στην πρώτη ηλικία, όταν οι συμμαθητές ή οι φίλοι της γειτονιάς απαντούσαν με απόλυτη φυσικότητα στην ερώτηση «πού θα πας διακοπές;», «μα στο χωριό φυσικά». Και συ κάτι καταλάβαινες και κάτι σου διέφευγε, έγνεφες απλώς προσφέροντας στο αυτονόητο του πράγματος και οι φίλοι έφευγαν κοντά τρεις μήνες, για να επιστρέψουν με εμπειρίες, στιγμές και άγνωστους σε σένα φίλους από το χωριό. Και έτσι στο δικό σου μυαλό, αυτό το χωριό των φίλων δεν ήταν μια σειρά από προορισμούς -χωριά και κωμοπόλεις σπαρμένες στον χάρτη της Ελλάδας- αλλά ένας και μόνο προορισμός (σχεδόν μυθικός στο πρώιμο μυαλό σου), το Χωριό, ένας τόπος δικής σου απώλειας που δεν μπορούσες να καταλάβεις.

Ετσι μάθαμε να τρώμε από τα έτοιμα. Υιοθετήσαμε την τρέχουσα ιστορία, το επιφανειακό της βάθος, την προκατασκευασμένη μορφή και χρήση της. Στα 18 δηλώσαμε στην ταυτότητα ως τόπο γέννησης την Αθήνα και προσπαθήσαμε να την υιοθετήσουμε, σαν τόπο καταγωγής, σαν τόπο μνήμης. Εχοντας πάντα γνώση πως κάποιο ψέμα κρύβεται σε αυτές μας τις δηλώσεις. Και έτσι μείναμε χωρίς προορισμό καταγωγής, με όποια επιστροφή να σημαίνει απλώς φεύγω, με ένα ταξίδι χωρίς πραγματική κατεύθυνση. Στέκουμε τώρα όρθιοι, στο παρόν όλων μας των ηλικιών, χωρίς να έχουμε κάτι να ξεχάσουμε.

Η χώρα αυτή -και η πόλη αυτή στο κέντρο της- στήθηκε απότομα. Μετακίνησε τους πληθυσμούς της στην κατασκευαστική της έξαρση, δέχτηκε πρόσφυγες από τα απέναντι παράλια μεταλλάσσοντας την ταυτότητά τους μέσα από τον εξευτελισμό. Δημιούργησε πρόσφυγες, εξόριστους, απόβλητους. Μετακίνησε, ξερίζωσε, υποσχέθηκε. Ομογενοποίησε ταυτότητες και τρόπους σε έναν εύκολο μέσο όρο πρακτικής κατεύθυνσης. Εσβησε και ξαναέσβησε σαν μαθητής σκράπας στην ιστορία.

Τώρα βλέπεις τους μετανάστες στη γειτονιά αυτή, το μόνο σημείο που έμαθες να αποκαλείς τόπο δικό σου. Φερμένους από τόπους μακρινούς, σπρωγμένους από βία, από όνειρο ή από ανάγκη. Και βλέπεις κάπου εκεί το τι σημαίνει καταγωγή, πόνος της νοσταλγίας, πραγματική μοναξιά από τόπο, ακούγοντας τον απότομο ήχο του ξεριζώματος. Και μέσα σε αυτή τη γειτονιά –το μόνο σημείο που έμαθες να αποκαλείς δικό σου– γίνονται και αυτοί κομμάτι του τόπου σου.

Ετσι περιπλανιόμαστε σε ένα δάσος με ανεστραμμένα δέντρα. Ομοια παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Τα φύλλα πεσμένα στα χαμηλά. Τον κορμό τοποθετημένο με ανάποδη φορά. Και τις ρίζες στημένες στην κορυφή, γυμνές, σχετικές και μετέωρες, προσπαθώντας μάταια να μπήξουν τον εαυτό τους στα σπλάχνα του ουρανού. Αυτή η γενεαλογία μας και αυτό το γενεαλογικό μας δέντρο. Και έτσι, καθώς μεγαλώνουμε, όλο και απομακρυνόμαστε, όλο και αφαιρούμε τον δεσμό, την καταγωγή, τη συνέχεια. Το παρελθόν γίνεται όλο και πιο μακρινό, χάνεται κάπου στο θολό και στις υποθέσεις της ιστορίας. Κι εμείς, περπατώντας στο δάσος με τα γενεαλογικά δέντρα, γινόμαστε όλο και γηραιότεροι από ηλικία και όλο και νεότεροι από χρόνο.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)