Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Τι σημαίνει Covfefe;


Ηταν μεσάνυχτα όταν ο πρόεδρος και γαλαξιάρχης, Ντόναλντ Τραμπ, αποφάσισε να τουιτάρει τη συγκεκριμένη πρόταση: «Despite the constant negative press covfefe». Σε ελεύθερη απόδοση η πρόταση θα μπορούσε να είναι η εξής: «Παρά το αρνητικό covfefe του τύπου». Η λέξη covfefe παραμένει αμετάφραστη για έναν απλούστατο λόγο. Δεν σημαίνει τίποτα. Σε καμία γλώσσα. Ο γαλαξιάρχης αποκοιμήθηκε, αφήνοντας την πρόταση εκκρεμή και ταυτόχρονα ολοκληρωμένη. Χωρίς να βγάζει κανένα νόημα, με εκείνο το covfefe στο τέλος της να λάμπει σαν αγαθός διάολος σε μια συμμορία αγγέλων. Τα λάθη είναι ανθρώπινα. Όταν, όμως, είσαι Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών οι διαστάσεις που παίρνουν είναι υπεράνθρωπες.
Ο Τραμπ είναι ένας από τους ελάχιστους πολιτικούς αρχηγούς που επιμένει να διαχειρίζεται ο ίδιος τον λογαριασμό του στο Twitter (για την ακρίβεια διάφορες τέτοιες δήθεν «ανθρώπινες» συνήθειες είναι αυτές που δημιούργησαν το μη-πολιτικό προφίλ του πολιτικού). Έτσι, το ανθρώπινο λάθος δίνει τη θέση του στον προσεκτικό επαγγελματισμό (που πιθανότατα θα προκαλούσε απόλυση). Το τιτίβισμα γράφτηκε κάπου κοντά στα μεσάνυχτα και παρέμεινε χωρίς να διορθωθεί κάπου μέχρι τις 6 το πρωί. Σε αντίστοιχες περιπτώσεις λάθη σαν το συγκεκριμένο διορθώνονται μέσα σε ελάχιστα λεπτά, αν όχι δευτερόλεπτα. Ο Τραμπ έχει στο twitter περίπου 31 εκατομμύρια ακολούθους. Ήταν λογικό λοιπόν η τυχαία αυτή χαζομάρα να τραβήξει τα βλέμματα, να δημιουργήσει σχόλια, να γίνει τελικά viral.

Οι σχολιασμοί που ακολούθησαν περιγράφουν ανθολογημένοι την ένταση ενός μαζικού γέλιου: « Δεν έχει κανείς από το επιτελείο του τους κωδικούς του; Δοκίμασαν τους πιο κοινότοπους; Ας πούμε 123456 ή 11111 ή έστω “κωδικός”», «αυτή είναι η στιγμή που ο Τραμπ έπαθε prsiduvhirw», «νομίζω πως το covfefe είναι για τον Ντόναλντ Τραμπ ό,τι το rosebud για τον πολίτη Κέιν», «ήθελα να κοιμηθώ, αλλά τώρα δεν μπορώ παρά να κάτσω όλο το βράδυ για να δω τι θα γίνει με αυτό το covfefe». Κάποιοι αναρωτήθηκαν ποια είναι η σωστή προφορά του covfefe, ο κωμικός Τζίμι Κίμελ έγραψε πως «αυτό που με στεναχωρεί περισσότερο είναι πως ποτέ μου δεν θα γράψω κάτι εξίσου αστείο με το covfefe», κάποιο τσακάλι έσπευσε να αγοράσει το domain covfefe.com. Ίσως τελικά το πιο ενδιαφέρον σχόλιο να ήρθε από το πανεπιστήμιο του Λονδίνου Regent’s: «Για όλους τους μαθητές μας στην αγγλική γλώσσα, μπορούμε να πούμε πως το covfefe δεν είναι αγγλική λέξη. Προς το παρόν». Ήδη, διάφορα ιντερνετικά λεξικά έσπευσαν να δώσουν νόημα στην ανύπαρκτη λέξη. Από τις πιο αναμενόμενες: «Covfefe είναι η σκόπιμα λανθασμένη γραφή της λέξης coverage (κάλυψη)», μέχρι τα πιο ευφάνταστα: «Covfefe είναι το όνομα ενός αρχαίου τέρατος με πλοκάμια, με το οποίο κάνανε έρωτα οι νεοναζί. Το όνομα αποκαλύφτηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ σε μια στιγμή που δεν μπόρεσε να κρύψει τον ερεθισμό του για το τέρας».

Τι σημαίνει λοιπόν Covfefe; Η απάντηση «τίποτα» έχει ήδη απορριφθεί μιας και το covfefe είναι ήδη λέξη και μάλιστα για πολλούς σχολιαστές δεν αποκλείεται να χαρακτηριστεί και ως η λέξη της χρονιάς. Η λέξη αυτή, χωρίς νόημα, μοιάζει να γίνεται σύμβολο και να αποκτά τελικά το νόημα ακριβώς του λόγου χωρίς νόημα. Την εποχή της ρευστής πραγματικότητα, των fake news και της μετα-αλήθειας μόνο μια λέξη χωρίς νόημα θα μπορούσε να εκφράσει το νόημα της. Ειπωμένη μάλιστα από τον άνθρωπο-σύμβολο του διαστρεβλωμένου λόγου, της απόλυτης διαστρέβλωσης της έννοιας της πολιτικής. Covfefe σημαίνει λοιπόν «ο θάνατος της αλήθειας» ή «ο θάνατος της λογικής».
Η γλώσσα είναι κάτι ρευστό. Λέξεις γεννιούνται και γλώσσες πεθαίνουν κάθε μέρα σαν ζωντανοί οργανισμοί. Ακόμα και αν το covfefe δεν ήταν λέξη, τώρα είναι. Η νύστα ενός προέδρου γεννάει γλώσσα. Απ την μεριά μας ας ευχηθούμε ένα ατελείωτο tzafouvevatonffff στο βαψομαλλιά πλανητάρχη μας.
(για την ιστορία: ο Τραμπ έσβησε τελικά το τουιτάρισμα και σχολίασε εκφράζοντας τη χαρά του για την έκταση που πήρε το λάθος του: “Who can figure out the true meaning of “covfefe” ??? Enjoy!”)

(στην εφημερίδα Εποχή)

Η ανταλλαγή


Μέσα μας συντελείται χωρίς παύση μια ανεπαίσθητη ανταλλαγή. Περπατά στις μύτες των ποδιών της να μη τρίξει το μέσα πάτωμα, να μην την πάρουμε χαμπάρι.
Σαν μαύρο εμπόριο συντελεσμένο στα κρυφά στην πίσω αυλή. Εμπόριο με τον ίδιο τον εαυτό του, νόμισμα και προϊόν.
Κάθε φορά θέτουμε σε κίνδυνο την όλη ισορροπία για χάρη μιας επιβεβαίωσης.
Ανταλλάσσουμε αυτό που είμαστε για να μας δοθεί ξανά, την ίδια στιγμή, αμεταχείριστο, και πάλι αυτό που είμαστε.
Ετσι διακινδυνεύουμε, ανάμεσα σε δύο ζεύγη χεριών όπου ακριβώς την ίδια στιγμή δίνουν και παίρνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αυτό που μας συντελεί.
Κι έτσι συντελείται ένας μόνιμος μετεωρισμός. Ενας μετεωρισμός ακίνητος που δεν πρέπει να ταυτίζεται με την ακινησία.
Ανάμεσα στην πτώση και την ανάληψη στέκει το βήμα στο σκοινί.
Μια ανάσα αρκεί για να το κόψει. Αλλά αυτό επιμένει να αντέχει. Βήματα, σώματα, επιθυμίες και ματαιώσεις.
Ανάμεσα στην πτώση και την ανάληψη εκκρεμούμε. Πάντοτε σταθεροί, πάντοτε συνεπείς στην ισορροπία της ζυγαριάς.
Και κάθε τι που πέφτει, την ίδια στιγμή επιβεβαιώνει τη σημασία του βάρους του, την τιμή και το μέγεθός του.
Ετσι η ζυγαριά μένει και πάλι σταθερή. Ανάμεσα στην πτώση και την ανάληψη το σώμα του μετεωριζόμενου στέκει ως μονάδα μέτρησης του βάθους και του ύψους.
Και για να παραμείνει σταθερό οφείλει να αποδεχτεί τα δύο ενδεχόμενα ταυτόχρονα, να ενσωματώσει στην κίνησή του και τις δύο ενδεχόμενες κινήσεις.
Και η μορφή μας από άμμο και αέρα γεννιέται και ξεσπά κάθε φορά απάνω στη μορφή μας. Σαν κύμα που χτυπά με δύναμη έναν βράχο από νερό.
Οι περαστικοί βλέπουν να μην αλλάζει τίποτα και όμως κάνουν λάθος.
Είναι πολλές, τόσες πολλές οι όμοιες μορφές που εξαφανίζονται ώστε να παραμείνει σταθερή η μορφή μας.
Γιατί στην περίπτωσή μας η κίνηση της ρόδας είναι ταυτόχρονα και ο ίδιος ο άξονάς της.
Η κίνηση που τη σπρώχνει είναι ταυτόχρονα η κίνηση που συντηρεί τη μορφή της.
Ετσι γεννιέται ξανά και ξανά μέσα στο ίδιο μας το εγώ το εγώ μας, αναδύεται καινούριο και όμοιο αυτό που ήταν πριν στη θέση του.
Λίγο πολύ η διαδικασία θυμίζει τον άνθρωπο που στέκει ξαπλωμένος σε μια αιώρα. Η μία άκρη της αιώρας είναι δεμένη σε ένα δέντρο.
Το χέρι του ξαπλωμένου ανθρώπου κρατάει το άλλο άκρο της αιώρας. Το γεγονός είναι αδύνατο να συντελεστεί.
Αλλά μιλούμε γι' αυτό ακριβώς επειδή έχει ήδη συντελεστεί.
Και μάλιστα ακριβώς τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε και διατυπώνουμε την αδυνατότητά του.
Και έτσι ανταλλάσσουμε, συνεχώς ανταλλάσσουμε, προσπαθώντας κάθε φορά να αποδώσουμε το ίδιο άθροισμα.
Τεμάχια τον χώρο για να μας δοθεί ο χρόνος, αγκαλιές τον χρόνο για να μας δοθεί η στιγμή.
Απέραντες εκτάσεις παρελθόντος για μια ανάσα από παρόν. Τσαμπιά το Πριν για μια υποψία χυμού από Μετά.
Γιατί για να υπάρξει αυτό το ακαριαίο Τώρα οφείλουμε να είμαστε το κόστος και η πληρωμή του, ο έμπορος και ο καταναλωτής, η απόσταση και η διάνυσή της.
Και λέει ο ποιητής: «Θέλουμε – δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο, αείζωο».
Και είναι πολλοί αυτοί που θα σας πουν πως καμία ανταλλαγή δεν υφίσταται, καμία κίνηση δεν συμβαίνει.
Πως κάτι παραμένει σταθερό, απλά επιβεβαιώνοντας την απουσία της κίνησής του και όχι αθροίζοντας τις άπειρες κινήσεις που ανταλλάσσοντας και αλληλοεξουδετερώνοντας η μια την άλλη φέρνουν τελικά την ακινησία.
Μα μην τους ακούτε. Αυτοί δεν ένιωσαν ποτέ.
Κυρίως την ανταλλαγή της πτώσης και της ανάληψης προκειμένου να τεντωθεί το σκοινί, τη μέθη εκείνη από τον μετεωρισμό στο χείλος του μέσα γκρεμού.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Μια κραυγή για συνύπαρξη


Μεγαλώνουμε και μαθαίνουμε να μεγαλώνουμε μέσα σε μια συνθήκη μόνιμης διδαχής.
Από το εκπαιδευτικό σύστημα μέχρι τα οικογενειακά διδάγματα, από τις τυχαίες κουβέντες στον δρόμο μέχρι τα «εγώ θα σου πω» και τις κοινότοπες κουβέντες των ακέφαλων δημόσιων κεφαλών γεμίζουμε συμβουλές, προστάγματα, διορθώσεις των τρόπων και επιβεβαιώσεις του λάθους μας.
Κάποιος θα πίστευε πως αυτός ο πληθωρισμός διδαχής θα οδηγούσε στη συσσώρευση διδαγμάτων.
Αντιθέτως, οδηγεί στον σχετικισμό της κάθε αλήθειας, στην εξάντληση, στον αποστεωμένο κόσμο του ηθικισμού.
Αντανακλαστικά όποτε κάποιος σηκώνει το δάχτυλο μας διώχνει μακριά.
Οταν το «Ξέρω» γίνεται μονάδα μέτρησης του «Εγώ» είναι η ώρα να φύγουμε.
Σπάνια, λοιπόν, συναντούμε κάποια συμβουλή που δεν θα αντιμετωπίσουμε με καχυποψία ή δυσφορία.
Ο David Foster Wallace έγινε παγκοσμίως γνωστός από το μυθιστόρημα «Infinite Jest», ένα από τα πιο πρόσφατα αριστουργήματα του παρόντος μας (εκδόθηκε το 1996).
Το 2005 προσκλήθηκε να εκφωνήσει την εναρκτήρια ομιλία στην τελετή αποφοίτησης του Κολεγίου Κένιον.
Ο λόγος του κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τον τίτλο «Αυτό εδώ είναι νερό» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κριτική) και έγινε διάσημος μέσα από ένα αυτοσχέδιο βίντεο που κυκλοφορούσε για αρκετό καιρό στο διαδίκτυο.
Χαμένος σε ένα δάσος από ορθωμένα δάχτυλα, ο λόγος του Wallace συμβουλεύει αντί να νουθετεί.
Πιο πολύ αναρωτιέται ενώ προτείνει, διαμορφώνεται ενώ διαμορφώνει.
Σαν μια τυχαία κουβέντα ενός φίλου ή ενός γνωστού που μπορεί να την ακούσεις και –για λίγο έστω- η οπτική σου και η στάση σου να αλλάξουν.
Ερχόμαστε από μια κουλτούρα που κουβαλά τον κυνισμό στον πυρήνα της.
Οχι ως μορφή έκφρασης ή ως έναν τρόπο θέασης, αλλά ως κανόνα ζωής. Ως ηθική, ως αισθητική και ως οντολογία.
Στον πάτο ενός μπλέντερ γεμάτου νεκρά ιδανικά κυνηγώντας την ατομική ισχύ, τον πλουτισμό, την αιώνια νεότητα, την υπέρβαση του εαυτού μέσα από περισσότερο εαυτό.
Ο Wallace προσπαθεί να προτείνει ακριβώς πάνω σ' αυτό το χάος. Χωρίς να στρέφει αλλού το βλέμμα και χωρίς να ηθικολογεί.
Εξετάζει τον ατομισμό όχι ως έναν «κακό» τρόπο ζωής, αλλά ως έναν τρόπο καταδικασμένο στην αποτυχία.
Η επιθυμία (για πλούτη, για δύναμη, για ομορφιά) δεν καταλήγει ποτέ κάπου, αφού βασική της κινητήρια δύναμη είναι ακριβώς η απουσία τερματισμού.
Το να επιθυμείς σημαίνει να επιθυμείς διαρκώς περισσότερα.
Ο Wallace δέχεται ως αρχή τον σολιψισμό που επικρατεί στην ύπαρξη του καθενός μας.
Κάθε ένας από εμάς είναι για τον ίδιο το κέντρο του σύμπαντος.
Οι πράξεις του είναι πιο λογικές, πιο δικαιολογημένες από τις πράξεις των γύρω του.
Ο βαθύτατος εγωκεντρισμός μας είναι όρος ύπαρξης, «εργοστασιακή μας ρύθμιση» όπως περιγράφει.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη οι γύρω μας μέσα στην καθημερινότητά τους μοιάζουν ανιαροί, κουραστικοί, αν όχι εχθρικοί.
Ο Wallace μάς καλεί να αναγνωρίσουμε αυτή μας τη ρύθμιση και μέσα από την αποδοχή της να την υπερβούμε.
Μας ζητά να δούμε τους γύρω μας με τη συμπόνια και τη γενναιοδωρία που αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας.
Να φανταστούμε και να αποδεχτούμε τα κίνητρα και τις συμπεριφορές τους, να δημιουργήσουμε τις αιτίες και τα αιτιατά τους με τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας (το κέντρο αυτό του δικού μας σύμπαντος), σε μια συνθήκη όπου η δημιουργική φαντασία γίνεται τρόπος συνύπαρξης, μια ταύτιση που ξορκίζει τη μοναξιά και τελικά προσθέτει ενδιαφέρον στην ανία και την καθημερινότητά μας.
Εχουμε ουσιαστικά τη χρήση ενός ωφελιμιστικού επιχειρήματος που καταλήγει σε μια ηθική στάση.
Και αν ακόμη όλα αυτά ακούγονται απλά –ίσως και απλοϊκά για κάποιους- η προσπάθεια ενός ανθρώπου να βρει και να μοιραστεί νόημα σε μια πραγματικότητα βιωμένη ως ειρωνεία, δεν είναι.
Το αίτημα αποκτά ακόμα και τραγικές διαστάσεις αν κάποιος συνυπολογίσει πως ο συγγραφέας αυτοκτόνησε λίγα χρόνια μετά την εκφώνηση του λόγου, στα 46 του χρόνια.
Σε εποχές γενικευμένης εξάντλησης, απόγνωσης και απελπισίας το αίτημα συνύπαρξης του David Foster Wallace γίνεται κραυγή επιβίωσης.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Στη γυάλινη πόλη


Στη γυάλινη πόλη το φως διαθλάται μέχρι να πάρει το σχήμα που η πόλη επιθυμεί.
Το σχήμα του φωτός είναι το σχήμα της πόλης. Εδώ η όραση είναι σχήμα και το να περπατάς είναι το ίδιο με το να αγναντεύεις.
Εδώ πέφτεις κάθε φορά που κλείνεις τα μάτια σου. Η αρχιτεκτονική είναι μια ρευστή υπόθεση. Η πόλη ερημώνει όταν έχει συννεφιά.
Οχι από τους κατοίκους, αλλά από τα κτίρια και τους δρόμους.
Οι κάτοικοι μένουν ακίνητοι σε ένα άδειο νταμάρι που ήταν κάποτε η πόλη τους. Με τα χέρια στον ουρανό παρακαλούν τον ήλιο να τους επιστρέψει την πόλη.
Το σχήμα που δίνει το φως στην πόλη είναι το σχήμα των πόθων, των αστοχιών και των φόβων, το σχήμα της μέρας της.
Και κάθε μέρα η πόλη αλλάζει. Για όλους, εκτός από τους κατοίκους.
Αφού το σχήμα της πόλης κατοικεί πρώτα μέσα τους. Αφού κάθε νέα ρυμοτομία είναι ήδη βιωμένη, κάθε στενό της έχει ήδη περπατηθεί και κάθε παράθυρό της έχει ανοίξει πρώτα στο στήθος των κατοίκων της.
Η γυάλινη πόλη πάντοτε κρύβει μια πυρκαγιά. Με τόσο φως μαζεμένο η κάθε κίνηση μπορεί να επιφέρει το ξεκίνημα της φωτιάς.
Θα τη δεις να φυτρώνει στο σακάκι ενός κυρίου, στην ομπρέλα μιας κυρίας παλαιού τύπου, στο μουστάκι ενός χίπστερ, στο μεσαίο φρύδι ενός νεοναζί.
Κάθε στιγμή εκκρεμεί ανάμεσα στο φως και τη στάχτη. Και η λάμψη αυτή στα μάτια των κατοίκων άναψε όταν η πρώτη πυρκαγιά έφτασε στη γυάλινη πόλη.
Ολα εδώ γίνονται ορατά. Σαν να βάζεις ένα γυαλί στην επιφάνεια της θάλασσας. Τίποτα δεν μένει θολό.
Κανένας βυθός, κανένα υπέδαφος. Διαμπερείς στην όραση οι άνθρωποι περπατούν ανάμεσα σε όψεις και επιφάνειες.
Ανάμεσα σε τόσο γυαλί μοιάζουν και αυτοί διάφανοι, επιφάνειες που το βλέμμα διαπερνά χωρίς να μπορεί να αποκωδικοποιήσει. Τόσο ορατοί που σχεδόν δεν μπορείς να τους δεις.
Η πόλη αυτή στέκει άκαμπτη, σκληρή σαν το γυαλί. Εδώ κάθε έκταση είναι ένα άθροισμα από γωνίες. Η επαφή πληγώνει.
Ψυχρό, το γυαλί εξορίζει την κίνηση, την όποια κάμψη, το οποιοδήποτε τύλιγμα. Αφήνει χώρο μόνο στο γλίστρημα, μόνο στο τσαλάκωμα των ανθρώπων. Η ψυχρότητα αυτή αγαπά την ευθεία.
Τη γραμμή αυτή που δεν κρύβει, μόνο απαντά καταφατικά στο βλέμμα. Ευθείες οριζόντιες περιγράφουν τα σύνορά της, ευθείες κάθετες τη ματαιοδοξία της.
Και ο τρόπος με τον οποίο η πόλη ορθώνεται περιγράφει το ίδιο το υλικό της.
Απότομη, επιθετική, μακριά από την ανθρώπινη κλίμακα. Σαν φτιαγμένη ώστε να θεμελιώσει την πτώση.
Αρκεί να απλώσεις την παλάμη σου σε οποιαδήποτε επιφάνεια της πόλης για να νιώσεις στο άγγιγμα όλο τον ίλιγγο από τις κορυφές της.
Και δεν υπάρχει τίποτε πιο αιχμηρό από τον ίλιγγο.
Η γυάλινη πόλη, πόλη-καθρέφτης παραχωρεί ένα διαστρεβλωμένο είδωλο.
Καθώς το γυαλί είναι παραταγμένο απέναντι στο γυαλί, κάθε αντικατοπτρισμός ταξιδεύει σε άπειρες εκτάσεις μέχρι να σβήσει.
Οι άνθρωποι ενώ διαβαίνουν παρατηρούν μονίμως την κίνησή τους σε τυχαίες επιφάνειες δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω.
Και έτσι φορτώνονται ένα πολλαπλό βάρος: μια μόνιμη εποπτεία του εαυτού τους και μια μόνιμη εποπτεία από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Για τον λόγο αυτό, το μάτι του παρατηρητικού επισκέπτη θα αντιληφθεί πως οι ώμοι τους είναι ελαφρώς πιο γυρτοί από τους ώμους των κατοίκων άλλων πόλεων.
Γιατί είναι βάρος μεγάλο να κουβαλάς κάθε στιγμή τον εαυτό σου, μπροστά στον εαυτό σου.
Μέσα σε αυτή την ατελείωτη διαδοχή διαφάνειας και αντανάκλασης, η ίδια η πόλη ερμηνεύει τον εαυτό της.
Εφευρίσκει μορφές και μαντεύει περιεχόμενα, επιβάλλει τον σκοπό και διαπραγματεύεται την έκτασή της.
Γνωστή εδώ και αιώνες, σε μόνιμη συνόρευση με όλες τις πόλεις που ζήσαμε, η γυάλινη πόλη αναζητά το όνομά της.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Το φύλο εργασίας του Αρτέμη Σώρρα


Απ' όλους τους πολιτικούς γρίφους που προέκυψαν μέσα από τη διελκυστίνδα της κρίσης, αυτός του Αρτέμη Σώρρα και των συνελλήνων οπαδών του είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες. Ακριβώς γιατί κάποιος θα περίμενε πως το μέγεθος του απόλυτου παραλογισμού, της αρλουμπολογίας και της «ό,τι να 'ναι» αφήγησης θα ήταν αντιστρόφως ανάλογο της διάδοσής του. Οπως όμως όλοι ξέρουμε, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.
Οι παρακάτω σκέψεις δεν λειτουργούν ως ερμηνευτικό εργαλείο της διάδοσης των απόψεων και της δικτύωσης της οργάνωσης, όσο ως μια περιγραφή που προσπαθεί να κατηγοριοποιήσει διάφορα εξωτερικά χαρακτηριστικά του λόγου, του κομπογιαννιτισμού και της ταυτότητας της συγκεκριμένης πολιτικής πρότασης.
Βρισκόμαστε μπροστά σε έναν λόγο που δανείζεται περιεχόμενο από τη μορφή του. Ακριβώς επειδή το περιεχόμενο του λόγου δεν σηματοδοτεί καμία νοηματοδότηση –με τον ηγέτη να είναι έτοιμος να υποσχεθεί κάθε υπόσχεση, όσο ανερμάτιστη, όσο ακραία και αν είναι αυτή– ο λόγος αποκτά νόημα μόνο από τον τρόπο της τοποθέτησής του: ειπωμένος με αυτοπεποίθηση, με ορμή και με απόλυτη βεβαιότητα αποτελεί ένα είδος λόγου που ζητά να δημιουργήσει μάζα πάνω στο ελάχιστο.
Πάνω στην έντασή του, πάνω στον βαθμό μηδέν της ομιλίας και του επιχειρήματος, πάνω στον γρυλισμό ενός άνευ όρων δικαίου του αδικημένου (λαού, οφειλέτη, Ελληνα, βάλτε εδώ ό,τι θέλετε).
Ο λόγος του Αρτέμη Σώρρα –και οποιουδήποτε αντίστοιχου– αποτελείται περισσότερο από σώμα παρά από λέξεις. Από μια ρώμη –όχι του σώματος, όσο της στάσης του σώματος– από ένα ύφος κουτσαβάκικης διατύπωσης και γνώσης που αποκτά όποιος (δήθεν) έχει κάθε μορφή δύναμης και δεν διστάζει να την επιδείξει.
Είναι όλα τα «εγώ θα σου πω», τα «ξέρεις ποιος είμαι εγώ» και «κάτσε να μαθαίνεις» που μολύνουν την ακοή μας από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας συμπυκνωμένα σε λεκτικούς μυς έτοιμους για κεφαλοκλείδωμα.
Ολος ο σεξισμός που συναντήσαμε σε κάποιο ταξί, όλη η αγριότητα του νεοπλουτισμού και της επίδειξης, όλα τα ενσαρκωμένα στερεότυπα τρόπων και πράξεων μιας ημιάγριας ζωής.
Ολα τα «ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στο κρεβάτι του, αλλά εμένα ο γιος μου...», τα «τη βίασαν γιατί προκαλούσε με το ντύσιμό της» και τα «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά..».
Η μετάφραση της πολιτικής σε απλά σημεία όπως χρήμα, εντιμότητα, καταγωγή ακόμη και ο νέος ρόλος του φυγά-λαϊκού ήρωα συγκλίνει ακριβώς στην κωδικοποίηση αυτού του τίποτα σε μορφή μυών.
Ακόμα και αν δεν αναφέρεται σε αυτό η πολιτική τύπου Σώρρα είναι μια πολιτική φύλου. Είναι η προβολή της αρσενικής ταυτότητας όπως τη φαντασιώνεται ο αρσενικός που επιθυμεί η προβολή αυτής της αρσενικότητας να είναι ταυτόχρονα επίδειξη και απόδειξή της.
Ο αρχαϊκός τρόπος αντίληψης του κόσμου όπου κάθε τι επιστρέφει στα στοιχειώδη στοιχεία (όπως αυτός τα ορίζει). Είναι το επιχείρημα ως διεκδίκηση ανεξάρτητη του επιχειρήματος. Η άποψη ως επιβολή της άποψης.
Το ύφος όπως δικαιολογείται από το ίδιο το ύφος στην αυτάρκειά και στη θρασύτητά του. Είναι η κραυγή της αφέλειας ειπωμένη ως επιστροφή της απλότητας.
Το φύλο εργασίας του Αρτέμη Σώρρα είναι το αρσενικό. Οχι όμως ως ένα φύλο αντίστοιχο π.χ. του θηλυκού, αλλά ως επιθυμία εξάλειψης όλων των άλλων φύλων και ταυτοτήτων.
Είναι το φύλο του αυτονόητα ισχυρού, περιφερόμενο στους δρόμους, τα καφενεία και τα πανηγύρια. Το φύλο που θα επιβληθεί στις γυναίκες, στους ομοφυλόφιλους, στους μετανάστες, στους ξένους, στους ανάπηρους, στους αριστερόχειρες και σε οποιαδήποτε άλλη ταυτότητα επιθυμήσει.
Το φύλο εργασίας του Αρτέμη Σώρρα είναι η ισχύς χωρίς αποδείξεις στην αχαλίνωτη στυτική της επίδειξη. Είναι ο βιασμός της λογικής που επιθυμεί να γίνει βιασμός της πολιτικής και της κοινωνίας. Γιατί πιστεύει ότι μπορεί. Ακόμα και αν υστερεί σε φασισμό από τον αντίστοιχο της Χρυσής Αυγής (σε επίπεδο πρακτικής και επίπεδο αναφοράς), δεν απέχει σχεδόν καθόλου από αυτή.
Μόνο που αυτή τη φορά το μαχαίρι το κρατάει ένας κλόουν. Πρώτα σε παραξενεύει η όψη και μετά σε τρομάζει ο σκοπός του. Τα δύο όμως αποτελέσματα κάποια στιγμή θα συναντηθούν.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Κυρίες και κύριοι, ο Τζόσουα Οπενχάιμερ


Είναι φορές που η επαφή με τη μεγαλοφυΐα, όπως αυτή εκφράζεται σε μια χειρονομία, σε ένα έργο τέχνης, σε ένα επίτευγμα, σε αρπάζει ξαφνικά και σε τραντάζει, σε πλησιάζει σιωπηλά και σου επιτίθεται ως σοκ. Αυτό είναι το συναίσθημα που σε κυριεύει όταν έρχεσαι σε επαφή με τις ταινίες-ντοκιμαντέρ του Τζόσουα Οπενχάιμερ.
Το «Act of killing» και το «The look of silence» είναι δύο δίδυμα αυτοτελή ντοκιμαντέρ. Και τα δύο πραγματεύονται τις μαζικές δολοφονίες κομμουνιστών στην Ινδονησία την περίοδο 1965-1966.
Κατά τη διάρκεια των γεγονότων που οδήγησαν στην πτώση του προέδρου Σοκάρνο και την εγκαθίδρυση της «Νέα Τάξης» του προέδρου Σουχάρτο, ο στρατός της Ινδονησίας σε συνεργασία με τοπικούς γκάνγκστερ και παραστρατιωτικές οργανώσεις σκότωσε 1.000.000 κομμουνιστές.
Επίσημος αριθμός των θυμάτων δεν υπάρχει, ενώ πολλοί κάνουν λόγο ακόμη και για 3.000.000 εκτελεσθέντες, ανάμεσά τους αριστεροί και άτομα κινεζικής καταγωγής. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδονησίας, το τρίτο μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα στον κόσμο μετά από αυτά της Σοβιετικής Ενωσης και της Κίνας εκείνη την περίοδο, έπαψε να υπάρχει.
Η σύγχρονη Ινδονησία γεννήθηκε μέσα από αυτή την προπατορική σφαγή. Οι σκιές των θυμάτων συνεχίζουν να πλανιούνται σιωπηλά στα νησιά της Ινδονησίας, μιλώντας βουβά για μια ιστορία για την οποία κανείς δεν μιλά.
Οι θύτες κουβαλούν ακόμα περήφανα το αίμα στην επιδερμίδα τους. Ο Οπενχάιμερ προσπαθεί να καταγράψει όχι το γεγονότα του παρελθόντος ως ρεπορτάζ αλλά την επίπτωσή τους και τον ρόλο τους στον σχηματισμό του παρόντος.
Στο «Act of killing» συναναστρέφεται τους δήμιους της εποχής εκείνης. Τους τοποθετεί μπροστά στην κάμερα και τους ζητά να αναπαραστήσουν τις πράξεις τους. Αυτοί περήφανα δέχονται. Δημιουργούν μόνοι τους κινηματογραφικές σκηνές βασανιστηρίων, αναπολούν τις εποχές που εκτελούσαν με ένα σύρμα τον ένα κομμουνιστή μετά τον άλλο, μιλούν για το καλό που προσέφεραν στην κοινωνία.
Τους βλέπουμε σε τηλεοπτικές εκπομπές να γιορτάζουν τον εαυτό τους ως εθνικό ήρωα, να χαμογελούν για τότε που έγδαραν ή παλούκωσαν κάποιον και τελικά να δημιουργούν ένα γκροτέσκο μείγμα κιτς αισθητικής και αποτρόπαιης πραγματικότητας.
Ο Οπενχάιμερ στην ταινία αυτή κινηματογραφεί το φαντασιακό των βασανιστών, τον τρόπο που βιώνουν αλλά και φαντάζονται το παρελθόν τους, την περηφάνια του αποτρόπαιου και την κραυγή του ανθρώπινου ζώου όταν ελεύθερο από ηθική πράττει με τη σφαγή ως κανόνα και μετρονόμο.
Η ταινία δεν ηθικολογεί· παρουσιάζει με άβολη ειλικρίνεια το μέγεθος του εγκλήματος, το ξεπέρασμα του ανθρώπινου ορίου ως μια τρομακτική παραδοχή που δεν μπορούμε να αποφύγουμε.
Το «Look of silence» συμπληρώνει το «Act of killing». Λιγότερο εντυπωσιακή από την πρώτη ταινία, απομακρύνεται από το γκροτέσκο και με πιο ελεγειακούς όρους παρουσιάζει την πλευρά των κληρονόμων της πληγής, των συγγενών των θυμάτων. Η ταινία καταγράφει ακριβώς τη σιωπή που ακολούθησε τα γεγονότα. Την απροθυμία των ανθρώπων να αντιμετωπίσουν το παρελθόν, να εξετάσουν τι έγινε πραγματικά και να το αντιμετωπίσουν.
Ο ανώνυμος ήρωας-πρωταγωνιστής προσπαθεί να μάθει τα γεγονότα γύρω από την εκτέλεση του κομμουνιστή αδελφού του λίγο πριν ο ίδιος γεννηθεί. Ενα από τα συγκλονιστικά σημεία της ταινίας είναι το ίδιο το κίνητρο του ήρωα. Ο πρωταγωνιστής δεν πράττει ώστε να εκδικηθεί, δεν πράττει ώστε να δικάσει, πράττει για να βγάλει τα γεγονότα από τη σιωπή.
Η Ινδονησία ζει στον απόηχο της σφαγής κλείνοντας πεισματικά τα αυτιά της. Το «Look of silence» είναι ακριβώς ο θρυμματισμός του καθρέφτη της σιωπής.
Ο Οπενχάιμερ δεν κινηματογραφεί τα γεγονότα ως ρεπορτάζ· μας δείχνει ακριβώς τον ρόλο των γεγονότων στον σχηματισμό και τη διαμόρφωση της πραγματικότητας. Μας δίνει μια νέα πρόταση για το ντοκιμαντέρ διευρύνοντας τελικά τον ίδιο τον κινηματογράφο.
Οι δύο αυτές ταινίες είναι ένα ανθρώπινο επίτευγμα, μια οριακή κατάθεση εκτελεσμένη στην εντέλεια, μια δύσκολη αναμέτρηση με τα ίδια τα όρια του ανθρώπου. Ενα ταξίδι στην ανθρώπινη νύχτα όπου ακόμα και ως απλός θεατής βγαίνεις αλλαγμένος.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Η ακολουθία Μάντσεστερ-Λονδίνο-Τορίνο


Η πόλη βράζει και ο δρόμος λυγίζει. Το σκοτάδι βγαίνει μέσα από τη γη.
Βλασταίνει μαύρο ώς τους αστραγάλους σαν να χύθηκαν βαρέλια πίσσα σε κάθε γωνιά.
Βλασταίνει μαύρο κι ανεβαίνει, συνεχώς ανεβαίνει. Η πόλη μοιάζει μία αλλά δεν είναι.
Στο πλαίσιο της συγκυρίας, στο πλαίσιο της σύγχρονης ευρωπαϊκής μητρόπολης ο φόβος τείνει παγκοσμιοποιημένος να εξισώσει ταυτότητες, παρελθόντα και ιστορίες, ευθύνες και αθωότητες.
Ο φόβος κυκλοφορεί μέσα από τα καλώδια της επικοινωνίας ενιαίος. Ως ένα τρεμάμενο Εμείς που αμφισβητείται.
Το ψευδές δίπολο της ελευθερίας και της ασφάλειας μοιράζεται περίπου στις ίδιες ποσότητες στα κέντρα και τις περιφέρειες.
Η ρητορική των κομμάτων από χώρα σε χώρα αρχίζει να μοιάζει, η εκμετάλλευση του φόβου και η καλλιέργεια της μισαλλοδοξίας αποκτούν χαρακτήρα κυρίαρχου πολιτικού εργαλείου. Το προσφυγικό γίνεται καταλύτης κάθε εξέλιξης, βασικός όρος εξωτερικής πολιτικής, διμερών σχέσεων, γεωπολιτικής.
Αν ψάξεις αντιστρόφως τις διεθνείς ειδήσεις, ανά δεκάδα συναντάς νέα για τρομοκρατικές επιθέσεις σε διάφορα σημεία του κόσμου εκτός του «ιερού» δυτικού κόσμου.
Αίγυπτος, Λιβύη, Αφγανιστάν, Φιλιππίνες και ξανά Αφγανιστάν.
Συναγερμοί σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, ακυρώσεις εκδηλώσεων και συναθροίσεων, πληροφορίες για επιθέσεις, κόκκινοι συναγερμοί και καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Η εξαίρεση ως καθημερινός κανόνας. Και ανάμεσα σε αυτά η καθημερινότητα που προσπαθεί να επιβιώσει, οι ελευθερίες, οι αξίες και τα δικαιώματα που πνίγονται κάτω από τη εκμετάλλευση των αφορμών.
Η Ευρώπη που ξημερώνει, η Δύση που ξημερώνει είναι ένας μαύρος τόπος, μια ξερή γη.
Ο φόβος και ο τρόμος ορίζουν το περπάτημα, τα σώματα στους δρόμους, τις συμπεριφορές και τις συνειδήσεις.
Σιγά σιγά οι πολίτες μοιάζουν εξαντλημένοι, έτοιμοι να παραχωρήσουν όλο και περισσότερα αναζητώντας λίγη από την παλιά κανονικότητα.
Το ζήτημα της τρομοκρατίας προκύπτει όλο και πιο σύνθετο ως προς τις αιτίες και τις ρίζες του.
Φαντάζομαι πως δεν είμαι ο μόνος που αδυνατεί να εξηγήσει το φαινόμενο ανατρέχοντας σε μια υπαρκτή πληγή του παρελθόντος.
Φταίει το παρελθόν της αποικιοκρατίας, φταίει η ταξική θέση που κατέχουν οι τρομοκράτες στις δυτικές κοινωνίες, φταίει η κρίση, φταίει ο πόλεμος στη Συρία.
Δεν μπορώ να αποδεχτώ ένα ευθύγραμμο σχήμα, μια ευθεία χάρακα που θα με οδηγήσει από ένα συμβάν στο αποτέλεσμα των τρομοκρατικών επιθέσεων.
Το παράδοξο που επιβεβαιώνεται είναι πως όσο πιο σύνθετο μοιάζει ένα πρόβλημα τόσο περισσότερο χώρο κερδίζουν οι υπεραπλουστευτικές απαντήσεις:
Φταίει ο πόλεμος των πολιτισμών, φταίει το Ισλάμ. Και αυτό το ψευδεπίγραφο «Εμείς» κερδίζει και αυτό έδαφος ως αντανάκλαση της υπεραπλουστευτικής απάντησης που προηγήθηκε.
Χωρίς διαφορές ταξικές, πολιτιστικές και πολιτικές. Μια ταυτότητα τυφλή, σαν αμυντική αντανάκλαση των τυφλών τρομοκρατικών χτυπημάτων.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, η Ανατολή μοιάζει να περνά σε έναν νέο κύκλο γενικευμένης αστάθειας.
Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στη Συρία, η τρομοκρατική επίθεση στο Ιράν, η ένταση ανάμεσα στα διάφορα αραβικά κράτη και το Κατάρ περιγράφουν τη διεύρυνση της αναταραχής.
Μια αναταραχή που αποδεικνύει πως οι παράμετροι που γεννούν τον ευρωπαϊκό πανικό τρώνε ακόμη το πρωινό τους και ετοιμάζονται για μια μεγάλη μέρα.
Η ακολουθία Μάντσεστερ-Λονδίνο-Τορίνο περιγράφει κομμάτια από ένα ευρωπαϊκό μέλλον που τείνει να επικρατήσει.
Το τρομοκρατικό χτύπημα στο Μάντσεστερ, το γεγονός πως ένα χτύπημα μπορεί να γίνει όχι μόνο στην πρωτεύουσα ή στο κέντρο εξουσίας μιας πόλης αλλά σχεδόν παντού: ο φόβος οφείλει να μοιραστεί μεταξύ κέντρου και περιφέρειας σε ίσες ποσότητες.
Το τρομοκρατικό χτύπημα στο Λονδίνο, το γεγονός πως παρά τα μέτρα ασφαλείας, την καταστολή, τους κόκκινους συναγερμούς οι πόλεις και οι ζωές είναι διαμπερείς από κίνδυνο, διάτρητες από θάνατο: ο φόβος οφείλει να συντηρείται στην ίδια ένταση και κάθε λύση μοιάζει μάταιη.
Οι 1.400 τραυματίες από το ποδοπάτημα στο Τορίνο ύστερα από την έκρηξη βαρελότου το οποίο παρερμηνεύτηκε ως τρομοκρατική επίθεση περιγράφουν την έκταση, την ισχύ και την ενσάρκωση του φόβου στον καθένα μας.
Ουσιαστικά εδώ έχουμε μια τρομοκρατική επίθεση χωρίς τρομοκράτες, χωρίς τρομοκρατία.
Το συμβάν έχει σε τέτοιο βαθμό ενσωματωθεί με αποτέλεσμα ακόμη και η υπόνοιά του να είναι αρκετή ώστε να γεννήσει παρόμοια αποτελέσματα: ο φόβος οφείλει να είναι καθολικός.
Η πόλη βράζει και ο δρόμος λυγίζει. Το σκοτάδι βγαίνει μέσα από τη γη.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Βγαίνοντας από την έρημο των ριάλιτι


Οταν οι τελευταίοι δέκα παίκτες του αγγλικού ριάλιτι Eden αποχώρησαν από τις τοποθεσίες των γυρισμάτων ανακάλυψαν πως όχι μόνο δεν ήταν διάσημοι αλλά πως το παιχνίδι στο οποίο συμμετείχαν είχε σταματήσει να προβάλλεται στην τηλεόραση τους τελευταίους εφτά μήνες.
Το Eden, το τηλεοπτικό ριάλιτι του αγγλικού Channel 4, πήρε 23 αγνώστους και τους πέταξε κάπου στα δυτικά Χάιλαντς της Σκοτίας. Οι 23 έπρεπε να χτίσουν μια κοινότητα από το μηδέν και να επιβιώσουν σε αυτήν για έναν χρόνο.
«Τι θα γινόταν άμα όλα μπορούσαν να ξεκινήσουν από την αρχή;» αναρωτιόταν το τρέιλερ της εκπομπής με τον βιβλικό τίτλο. Οπως φαίνεται, όχι και πολλά, αφού οι τηλεθεάσεις της εκπομπής έπεσαν σχεδόν από το ξεκίνημά της, με αποτέλεσμα το κανάλι να προβάλει μόλις τέσσερα επεισόδια. Ταυτόχρονα, περισσότεροι από τους μισούς παίκτες αποχώρησαν οικειοθελώς αφού δεν άντεξαν την πείνα, τη συμβίωση με τους υπολοίπους και τον ανταγωνισμό.
Το παράδοξο είναι πως, ακόμα και όταν η εκπομπή κόπηκε, οι διοργανωτές δεν ενημέρωσαν αυτούς που παρέμειναν αποσκοπώντας κάποια στιγμή να προβάλουν ίσως κάποια επεισόδια (κάτι το οποίο τελικά ούτε έγινε ούτε θα γίνει).
Ετσι, οι δέκα παίκτες πέρασαν 7 μήνες απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο μέσα στο κρύο και την πείνα χωρίς κανέναν λόγο. Αυτό που το κανάλι διαφήμιζε ως ένα «κοινωνικό πείραμα» αποδείχτηκε τελικά μια κολοσσιαία φάρσα και ένα σύμβολο για την ηλιθιότητα, την απανθρωπιά και τον κυνισμό των συγκεκριμένων παιχνιδιών.
Η αφαίρεση της γενεσιουργού αιτίας και της δικαιολογίας (δηλαδή της τηλεθέασης) για όλες τις δυσκολίες, τις εντάσεις και τον εξευτελισμό που ηθελημένα μπορούν να υφίστανται κάποιοι είναι αυτή που ορίζει την κλίμακα του παραλόγου. Και προφανώς όχι μόνο για το συγκεκριμένο παιχνίδι αλλά για όλα παιχνίδια τέτοιου τύπου.
Οταν το αίτιο αποσπάται από το αιτιατό, τότε και οι δύο όροι απογυμνώνονται και κρίνονται ταυτόχρονα. Το μέγεθος της χαζομάρας και του κυνισμού είναι ευθέως ανάλογο της ματαιότητας και της αποκτήνωσης του κυνηγιού της δημοφιλίας. Μιας δημοφιλίας πρόσκαιρης σε μια έρημο νεκρών ιδανικών, εκμετάλλευσης και εξευτελισμού.
Μοιάζει ίσως ξεπερασμένο κάποιος να ασκεί κριτική στα ριάλιτι σήμερα τόσα χρόνια μετά την εμφάνισή τους. Η θέση τους μοιάζει να έχει εμπεδωθεί ως φτηνή κακή τροφή προς μαζική κατανάλωση. Ως προϊόντα που λίγοι θα υπερασπιστούν αλλά πολλοί θα καταναλώσουν. Και όμως υπάρχει μια βασική διαφορά από την εποχή των πρώτων ριάλιτι των 00's.
Τότε βρισκόμασταν μπροστά στον κυνισμό της ευημερίας σε μια περίοδο πλαστικών ευκαιριών και υποσχέσεων με ατελείωτο θετικό πρόσημο, όπου ο καθένας μπορούσε να κυνηγήσει το όνειρό του (ουφ) με οποιονδήποτε τρόπο έκρινε ορθό. Τουλάχιστον αυτά ευαγγελιζόταν ο κυρίαρχος λόγος.
Το να κλείνεσαι σε ένα σπίτι για 17 χρόνια, να αρμέγεις αγελάδες, ενώ ένα ολόκληρο έθνος σε παρακολουθεί με αγωνία, να τσιρίζεις ακατανόητα ή να τρως κατσαρίδες καταγραφόταν ως παράδοξη εκδοχή ενός νόμιμου κυνηγιού της ευημερίας.
Σήμερα όμως η πραγματικότητα έχει μετατοπιστεί. Αυτό που μέχρι χθες ήταν εξευτελισμός σήμερα είναι καθαρή βαρβαρότητα. Από τον κυνισμό της ευημερίας περνούμε στον κυνισμό της επιβίωσης.
Σε μια συνθήκη που διδάσκει κάθε μέρα μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες πως ο καθένας μπορεί να κάνει το οτιδήποτε για να επιβιώσει. Πως οποιαδήποτε πράξη (αρκεί να είναι νόμιμη ή νομότυπη) είναι αποδεκτή εφόσον σου εξασφαλίζει αυτό που επιθυμείς. Πως η αξιοπρέπεια είναι ένα ρούχο που φοριέται αποκλειστικά από τους βολεμένους. Πως ο αυτοεξευτελισμός είναι και αυτός ένας νόμιμος τρόπος ύπαρξης.
Τα ριάλιτι στις μέρες μας δεν είναι τίποτα άλλο από μια προσπάθεια αισθητικοποίησης (με γκλαμ όρους) της εξαθλίωσης. Και ο κυνισμός των πομπών και των δημιουργών τους ξεπερνά τα όρια του κακού γούστου. Φτάνει στα όρια της προσβολής της κοινωνίας.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Ο εξόριστος θάνατος


Πώς πεθαίνει ένας άνθρωπος; Τι είναι αυτό που αφήνει πίσω; Τι σηματοδοτεί ο ίδιος ο θάνατος για ό,τι ήταν και ό,τι δεν ήταν;
Και ποια η στάση όλων εμάς απέναντι στον άνθρωπο και απέναντι στον θάνατο;
Ολες αυτές τις μέρες παρακολουθώ τα έντυπα, τις τηλεοράσεις, τη διαδικτυακή κουβέντα γύρω από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Τις αγιογραφίες, τους θρήνους των δημοσιογράφων, το στρογγύλεμα του βίου και της πολιτικής.
Τις μεγάλες κουβέντες, τις μεγάλες λέξεις (που έτσι κι αλλιώς χρησιμοποιούν, απλά τώρα νιώθουν πως είναι ταιριαστές). Και κυρίως την επιλογή των λέξεων.
Τη διακριτική (κραυγαλέα) απουσία της αποστασίας, της δολοφονίας του Τεμπονέρα, του ξεκινήματος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Και ενώ τα δύο πρώτα αποσιωπούνται (η δολοφονία Τεμπονέρα πλήρως), οι πολιτικές που ακολουθούνται περιγράφονται ως τομές, ως σύγκρουση με αντιλήψεις, ως πολιτικός ρεαλισμός.
«Ελεγε στον ελληνικό λαό την αλήθεια και όχι αυτά που αυτός ήθελε να ακούσει».
Το παρελθόν υπάρχει στο παρόν ως ευκαιρία προς αξιοποίηση.
Δίπλα στην αφήγηση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος ενσαρκώνει πλήρως τον λαϊκισμό, ο Μητσοτάκης υπάρχει ως ο ψυχρός προφήτης που ακριβώς επειδή δεν πρόλαβε να κυβερνήσει όσο έπρεπε φτάσαμε σήμερα σ' αυτά τα χάλια.
Ενώ στον πρώτο πιστώνεται καταστροφική δραστηριότητα, στον δεύτερο πιστώνεται καταστροφική αδράνεια (ή καλύτερα απουσία δράσης για την οποία ο ίδιος δεν ευθύνεται).
Και οι δύο αφηγήσεις περιγράφουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κοσμοαντιλήψεις (στην πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ έτσι φυσικά), οι οποίες φτάνουν μέχρι και σήμερα.
Δεν θέλω τόσο να γράψω ένα κείμενο πολιτικό για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Οι απόψεις και οι πράξεις είναι αρκετά νωπές, ο καθένας μπορεί να ανατρέξει σ' αυτές και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Αυτό που μου κεντρίζει το ενδιαφέρον είναι οι όροι με τους οποίους υπάρχει ο θάνατος στον δημόσιο λόγο.
Η χρήση του, οι όροι που επιβάλλει μέσα από τον πιο επιφανειακό ηθικισμό και τελικά η παράκαμψή του.
Στην περίπτωση του θανάτου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (και σε τόσες άλλες περιπτώσεις), ο θάνατος μοιάζει τελικά με επιβράβευση.
Με μια αφορμή για να ξεδιπλωθεί η ζωή, να αποθεωθούν οι πολιτικές και κυρίως να ποινικοποιηθεί, στο όνομα μιας ρευστής και ταυτόχρονα κοινά αποδεκτής ηθικής, η οποιαδήποτε κριτική.
Η χρήση της ηθικολογίας με αυτούς τους όρους είναι ουσιαστικά κοινός τόπος στον δημόσιο λόγο όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια.
Το γεγονός του θανάτου κάνει αυτή την ηθικολογία αδιαπέραστη και μονοκόμματη. Και έτσι βουβά καλείσαι να σταθείς μπροστά στα υμνολόγια, μπροστά στον λόγο αυτόν που μηρυκάζει μακάρια την κάθε σου σκέψη.
Γιατί αν υπάρχει μια λειτουργία του θανάτου προς όλους εμάς που μένουμε πίσω, αυτή είναι πως μας επιστρέφει τη ζωή σε όλη της την ειλικρίνεια.
Με τα λάθη, τα πάθη, τις αστοχίες και τη βρομιά. Εξω από την ηθική, έξω από τους καλούς τρόπους.
Ο θάνατος ως γεγονός είναι ταυτόχρονα κοινότοπο και μοναδικό, μας αφορά όλους και ταυτόχρονα μας αποκλείει, μας γεννά όλες τις σκέψεις από 'δώ και πέρα και ταυτόχρονα μας επιβάλλει να σιωπούμε.
Μέσα λοιπόν στον πουριτανισμό του κοινού τόπου επιβάλλεται ένας τεχνητός σεβασμός προς τον νεκρό, που είναι ταυτόχρονα ασέβεια προς τον ίδιο το θάνατο.
Ο θάνατος εξόριστος, λοιπόν, από τους τυμβωρύχους της ζωής. Ο άνθρωπος γυμνός από την ανθρωπίλα του.
Τελευταίες διαταγές μιας κουλτούρας που ό,τι δημιουργεί, από τη διατροφή ώς την εμφάνιση, από τις διασκεδάσεις μέχρι τις ανθρώπινες σχέσεις, έχει ως κύριο μέλημα την εξορία της φθοράς και του θανάτου. Διαθήκη ενός πολιτισμού που πεθαίνει.
Δεν είναι άλλωστε κάτι καινούργιο, ούτε φυσικά σηματοδοτείται από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Απλά τις μέρες αυτές έφτασε σε κύματα ξανά και ξανά μπροστά μας ως απαράβατη επιταγή.
Και μάλιστα με αφορμή τον θάνατο ενός ανθρώπου που ώς ένα βαθμό σηματοδοτεί και τον θάνατο μιας εποχής.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Πέη, όρχεις και αριστερά


«Τρελιάρα». Έτσι αποφάσισε να αποδώσει στα ελληνικά ο αρθρογράφος της Καθημερινής και συνεπής ακροδεξιός, Στέφανος Κασιμάτης, τον όρο Queer, σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Τι σημαίνει «οπτική του φύλου« και πώς διαχέεται;».Στο άρθρο του ο Κασιμάτης σκανδαλίζεται και κρίνει επιστημονική ημερίδα με τον τίτλο «New Queer Greece; Performance, Politics, Identity», η οποία οργανώθηκε στην Οξφόρδη.
Ο Κασιμάτης είναι γνωστός για τα φασιστικά του σχόλια, για τους διαφόρους χαρακτηρισμούς ανθρώπων με τους οποίους διαφωνεί πολιτικά σε σχέση με το ύφος τους, την εξωτερική τους εμφάνιση και άλλα όμορφα. Το συγκεκριμένο άρθρο δεν αποτελεί εξαίρεση ως προς τη χονδροειδή καφρίλα, η οποία αρέσκεται να προσποιείται το χιουμοριστικό σχόλιο. Άρθρο ομοφοβικό, τόσο στον πυρήνα όσο και στη διατύπωσή του, το συγκεκριμένο πόνημα είναι άξιο να καταλογραφηθεί σε μια ανθολογία του συγκεκριμένου αρθρογράφου. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι τα όσα το άρθρο αποκαλύπτει για τον ίδιο τον αρθρογράφο. Το μοναδικό εκείνο συνδυασμό ταυτόχρονης βαθιάς αμορφωσιάς και αίσθησης πνευματικής υπεροχής. Ενώ, λοιπόν, ο υπέροχος ετούτος αρθρογράφος ομολογεί τη δομική στη σκέψη του άγνοια με τη φράση «σπουδές φύλου, Ντεριντά, μετα-αποικιοκρατία και άλλα παρόμοια», τσουβαλιάζοντας τομείς της σκέψης δομικούς, εδώ και δεκαετίες, στους όρους με τους οποίους συντάσσεται η κριτική, ο στοχασμός και η γραφή, ταυτόχρονα νοιώθει επάρκεια ώστε να κρίνει ένα τμήμα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (συγκεκριμένα το τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών) και να το κρίνει ως «μπακατέλα». Το δέος και η ταυτόχρονη περιφρόνηση του αρθρογράφου προς το Πανεπιστήμιο («όλα αυτά συμβαίνουν στην Οξφόρδη» μας ενημερώνει για να πολλαπλασιάσει τον αποτροπιασμό μας) περιγράφει και τη δική του σχέση με τη γνώση. Μιλώντας στο όνομα ενός κύρους το οποίο αντλεί από τη γνώση (την οποία όχι μόνο δεν κατέχει, αλλά διαφημίζει και την απουσία της) επιβάλει ως ορθές και αυτονόητες τις θέσεις τους. Στην πραγματικότητα, προσφέρει μια κολακεία (αυτοκολακεία) στην άγνοια και την επιβολή της σαν γνώση. Η επιβολή αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς το ύφους του αρθρογράφου: αυτή τη συνειδητή απόσταση από το πολιτικά ορθό που βαφτίζει τον εαυτό της ασυμβίβαστο λόγο, ενώ στην πραγματικότητα είναι βλαχιά και πρωτογονισμός.

Το κείμενο έρχεται λίγες μέρες μετά την ανάρτηση του Πάνου Καμμένου με τις γραβάτες με τα χαζοχαρούμενου πέη και την υπουργικότατη αναπαραγωγή ανάρτησης του Νίκου Παπά όπου σχολίαζε την παραίτηση Ταγματάρχη από την ΕΡΤ με ένα εξ ίσου υπουργικότατο «στ’ αρχίδια μας». Σεξισμός, ματσισμός, βαρβατίλα, δικαιολογημένες κάθε φορά από την απελευθέρωση από την πολιτική ορθότητα ως μια χαριτωμενιά ανθρώπου που δεν διστάζει «να πει τα πράγματα με το όνομά τους». Στην εποχή που ένας μισογύνης με ρατσιστικό, ομοφοβικό και σεξιστικό λόγο κατέχει ρόλο πλανητάρχη, κάθε αντίστοιχη αηδία μοιάζει ικανή να δικαιολογηθεί.
Έχω την αίσθηση πως η σχέση της αριστεράς με την πολιτική ορθότητα ήταν πάντα θολή, αν όχι προβληματική. Ταυτισμένη με την αστική ευγένεια, η πολιτική ορθότητα έμοιαζε πάντοτε με υποκρισία, ως μια αξία φερμένη από τον αξιακό κώδικα του εχθρού. Πιο πρόσφατα, στον κόσμο του Facebook, του Twitter και του ατελείωτου σχολιασμού, η πολιτική ορθότητα ταυτίστηκε με το φασισμό της γλώσσας και της λογοκρισίας.
Ο χώρος εδώ δεν είναι αρκετός για να ανοίξουμε την κουβέντα υπέρ ή κατά της πολιτικής ορθότητας. Να γράψουμε για τους όρους και τις ανάγκες που τη γέννησαν, για την κριτική από τα αριστερά και από τα δεξιά της. Μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε σε ένα απλό συμπέρασμα. Όταν ο μη πολιτικά ορθός λόγος (δεν θέλω να πω χυδαίος γιατί ακούγεται ηθικίστικο) εκφέρεται από ανθρώπους με εξουσία, τότε ο σεξισμός, η ομοφοβία ή ο ρατσιμός που ο λόγος αυτός εμπεριέχει, σημαίνει ακριβώς άσκηση, επιβολή και διατράνωση αυτής της εξουσίας χωρίς ηθικούς φραγμούς. Είναι η μεταφορά στη γλώσσα ενός αισθήματος υπεροχής και ταυτόχρονης απόλαυσης αυτής της υπεροχής στην πιο εξωστρεφή της φάση. Ένας υπουργικός λόγος όμοιος με άρθρο του Κασιμάτη.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Ο Κάφκα στην Αθήνα


Στο σύμπαν του Κάφκα οι πρωταγωνιστές βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια συνθήκη που τους υπερβαίνει και τους επιβάλλεται.
Τίποτα δεν συνηγορεί σε αυτή τους την ενοχή. Κανένα παράπτωμα, κανένα έγκλημα.
Η ενοχή τους απλώνεται από ακριβώς αυτή τη γενεσιουργό έλλειψη.
Η απουσία εγκλήματος περιγράφει ακριβώς όλες τις πράξεις ως εγκληματικές. Και ακόμη περισσότερο. Η ίδια η ύπαρξη είναι ενοχοποιητικό στοιχείο.
Οι ήρωες του Κάφκα δεν νιώθουν ενοχή, τη βιώνουν. Ως μια συνθήκη έξω από αυτούς που τους ορίζει όλο και περισσότερο.
Ολόκληρος ο κόσμος γίνεται δικαστήριο και ταυτόχρονα ο κάθε συμπολίτης τους δικαστής.
Οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν αντικατασταθεί από τη γραφειοκρατία, η ανθρώπινη επαφή από ατελείωτους διαδρόμους και σκάλες που οδηγούν με αρχιτεκτονική ακρίβεια στο αδιέξοδο. Τα σώματα πειθαρχούνται.
Αλλοτε μεταμορφώνονται σε αποτρόπαια πλάσματα και άλλοτε καταδικάζονται με την ποινή να τρυπά (στην κυριολεξία) το δέρμα τους.
Η εξουσία στην πλήρη της άσκηση, στην αχαλίνωτη επίδειξή της είναι μονίμως το κεντρικό θέμα.
Μια εξουσία μεταφυσική, οντολογική, υπαρξιακή ή πολιτική. Ολες οι διαστάσεις της συναντιούνται στα θύματά της, τους ήρωες του Κάφκα.
Οι ανώνυμοι ήρωες της «Δίκης» και του «Πύργου» (ο Τζόζεφ Κ και ο Κ) έμειναν ανώνυμοι ίσως επειδή ο συγγραφέας δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα αριστουργήματά του.
Και στις δύο περιπτώσεις το Κ. υπονοεί μια ταύτιση του συγγραφέα με τους πρωταγωνιστές.
Ασχετα όμως με τις προθέσεις του οι δύο ήρωες θα μείνουν στην Ιστορία της Δυτικής Λογοτεχνίας ως οι μεγάλοι ανώνυμοι.
Ως δύο περιπτώσεις ανθρώπων στις οποίες ο καθένας μπορεί να προβάλει τον εαυτό του. Περισσότερο καταστάσεις παρά χαρακτήρες οι ήρωες είναι αυστηρά κοινότοποι.
Ανθρωποι καταγεγραμμένοι εντός μιας αστικής διαδικασίας κουβαλούν ως φορείς την ενσάρκωση του τρόπου ζωής τους. Την ανωνυμία εντός του πλήθους του σύγχρονου τρόπου ζωής.
Υπάλληλος τράπεζας ο ένας, τοπογράφος ο άλλος (πλασιέ ο επώνυμος Γκρέγκορ Σάμσα της «Μεταμόρφωσης»), εργάζονται και βιώνουν μια ζωή τακτοποιημένη με γεωμετρία τάφου.
Είναι δύο τυχαία πρόσωπα εντός ενός κοινού τόπου μακριά από τον χρονικό ή τοπικό προσδιορισμό. Ενός τόπου που θα μπορούσε άνετα να είναι και η Αθήνα της κρίσης.
Αυτόν ακριβώς τον κοινό τόπο ορίζουν οι δικαστικές αρχές με τις αποφάσεις τους για την Ηριάννα Β.Λ. και τον Τάσο Θεοφίλου.
Χωρίς μάρτυρες, με εξωφρενικά ελλιπή στοιχεία, χωρίς καμία απόδειξη δύο κατηγορούμενοι κρίνονται ένοχοι (στοιχεία και για τις δύο περιπτώσεις μπορεί να βρει κανείς σε άρθρα της εφημερίδας).
Το πραγματικό ερώτημα που τίθεται είναι: Για ποιον λόγο;
«Δεν γνωρίζω για τι πράγμα κατηγορούμαι, αλλά και γιατί κλήθηκα να απολογηθώ» λέει ο Γιόζεφ Κ. στη «Δίκη», περιγράφοντας μέσω της δηλωμένης του άγνοιας το πλαίσιο το οποίο ορίζει η παράλογη διαδικασία.
Και στις δύο δικές μας περιπτώσεις η φράση αυτή θα μπορούσε να περιγράψει την ουσία των υποθέσεων.
Γιατί είναι εμφανές πως τόσο ο Θεοφίλου όσο και η Ηριάννα δικάζονται σε μια άλλη δίκη από αυτή που συμμετέχουν, με άλλες κατηγορίες και άλλες καταδικαστικές αποφάνσεις.
Στο πρόσωπο των δύο νέων ανθρώπων η δικαστική εξουσία επιλέγει δύο τυχαία θύματα, τα βαφτίζει αυθαίρετα ένοχα και τα καταδικάζει.
Με τον τρόπο αυτό καθιστά την τυχαιότητα αποδεικτικό στοιχείο ενοχής.
Αρα ουσιαστικά διατρανώνει πως δεν χρειάζονται αποδεικτικά στοιχεία ώστε να υπάρχει ενοχή, ώστε να υπάρχει καταδίκη. Αρκεί η ίδια η βούληση της δικαστικής εξουσίας.
Σε μια άσκηση ισχύος η δικαστική εξουσία αυθαιρετεί, εκδικείται και παραδειγματίζει με βάση τα δικά της πιστεύω.
Η αυθαιρεσία της είναι το πραγματικό της μέγεθος.
Οι δύο περιπτώσεις δεν περιγράφουν μόνο το μέγεθος και την ποιότητα της άσκησης εξουσίας.
Περιγράφουν και την απαξίωσή της, μια απαξίωση με κύριους υπευθύνους τους ίδιους τους φορείς της.
Σε μια περίοδο γενικευμένης φτωχοποίησης, απογοήτευσης και απελπισίας η δικαιολογημένη απαξίωση των θεσμών έρχεται να περιγράψει το συνολικό αδιέξοδο με τον πιο εμφατικό τρόπο.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

AirBnb: ο διαμοιρασμός και η διάβρωση


«Πολλοί από τους φίλους μου νοικιάζουν το σπίτι τους μέσω AirBnb για ένα μήνα και το μήνα εκείνο φιλοξενούνται σε φίλους ή συγγενείς τους. Είναι ένας τρόπος για ένα επιπλέον εισόδημα». Αυτό μου έλεγε φίλη από το Παρίσι περιγράφοντας ένα νέο χαρακτηριστικό μιας αιώνιας πόλης. Προφανώς η ενοικίαση μέσω AirBnb δεν είναι ένα χαρακτηριστικό που αφορά αποκλειστικά το Παρίσι, αλλά ουσιαστικά κάθε δυτική πόλη (ή τόπο διακοπών). Πολλοί από μας είδαν αυτές τις ενοικιάσεις ως έναν νέο εύκολο τρόπο, ώστε να αποφύγεις τις υπέρογκες τιμές των ξενοδοχείων, να βιώσεις μια πόλη με τρόπο πιο αληθινό, μακριά από την αποστείρωση της ρεσεψιόν ή το άβολο των Hostels. Κάποιοι άλλοι ως τρόπο για κάποια έξτρα χρήματα, σε μια περίοδο που δεν αφήνει διεξόδους. Και όπως κάθε καινοτομία, υποδεχτήκαμε την AirBnb σαν ένα νέο μαγικό εργαλείο που μας απελευθερώνει από δυσκολίες, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνει την τεχνική μας εξοικείωση με τον υπέροχο νέο κόσμο. Και μέσα στη βιασύνη και τον ενθουσιασμό ξεχάσαμε να σκεφτούμε πως κάθε τι έρχεται συνήθως και με τις αρνητικές του επιπτώσεις.

H AirBnb (Airbedandbreakfast) είναι ιστοσελίδα καταχώρησης, εύρεσης και ενοικίασης καταλυμάτων. Η πλατφόρμα φέρνει σε επικοινωνία τον οικοδεσπότη με τον πελάτη, ενώ είναι ταυτόχρονα υπεύθυνη για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας της κράτησης. Ο καθένας είναι ελεύθερος να νοικιάσει το σπίτι του για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, παρουσιάζοντάς το σε ένα κοινό εκατομμυρίων χρηστών.
Η AirBnb εντάσσεται στην καινοτομία της οικονομίας του διαμοιρασμού. Μέσω του διαδικτύου και αποφεύγοντας τη γραφειοκρατία, τους φόρους κτλ κάποιος μπορεί νοικιάσει παροχές, υπηρεσίες και αντικείμενα σε προσιτές τιμές κάτω από συγκεκριμένους όρους. Καταλύματα στην AirBnb, ερασιτέχνες ταξιτζήδες στην Uber, ποδήλατα στη Liquid, φαγητό από ερασιτέχνες μάγειρες στη Cookisto και πάει λέγοντας. Η οικονομία του διαμοιρασμού είναι ένας νέος κόσμος ορισμένος με βάση τις ανάγκες και τις δεξιότητες μιας νέας εποχής. Οι δυνατότητες της νέας τάσης μοιάζουν να μην εξαντλούνται και τα οφέλη είναι άλλωστε πολλά. Κοινωνικά, οικονομικά ακόμη και οικολογικά. Όπως όμως είπαμε κάθε τι έχει και τις επιπτώσεις του.

«Η Λισαβόνα ήταν το κοινό μυστικό της Ευρώπης. Μια πανέμορφη πόλη που μπορεί να μην ήταν τουριστικός προορισμός, όπως η Βαρκελώνη ή το Βερολίνο, αλλά μια πόλη που ήξερε να μαγεύει με τους όρους που η ίδια έθετε. Με τις γειτονιές, τους δρόμους και τα σπίτια της. Σήμερα η Λισαβόνα μοιάζει με διάδρομο χρηστών AirBnb. Πριν μερικούς μήνες παραπάνω από τα μισά διαμερίσματα της πολυκατοικίας στην οποία μένω, ενοικιάστηκαν. Για ένα μήνα δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε από τα καθημερινά πάρτι. Είναι μέρες που η πόλη μοιάζει ξένη. Πρώτη φορά σκέφτομαι να μετακομίσω στην επαρχία». Αυτό μου έλεγε ένας πορτογάλος φίλος πριν μερικούς μήνες και το πρώτο που σκέφτηκα είναι πως υπερβάλει. Τι έκταση, άλλωστε, θα μπορούσε να έχει το φαινόμενο;
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, μόνο στο κέντρο της Αθήνας ο αριθμός των προς εκμίσθωση ακινήτων μέσω AirBnb ανέρχεται πλέον σε 5.127, πριν από 9 μήνες το μέγεθος ήταν κάπου στις 2.500 κατοικίες. Με λίγα λόγια το φαινόμενο αφορά και την Ελλάδα και μάλιστα με όρους κλιμάκωσης.
Δεν μου αρέσει να μεμψιμοιρώ (τουλάχιστον στα άρθρα μου), δεν είμαι τεχνοφοβικός, έχω χρησιμοποιήσει AirBnb και είμαι σίγουρος πως θα ξαναχρησιμοποιήσω χωρίς δεύτερη σκέψη. Αυτό που θέλω να καταθέσω είναι ένας προβληματισμός σε σχέση με την διάβρωση που μπορεί να επιφέρει σε ένα κοινωνικό ιστό μια τέτοια διαδικασία. Μια διαδικασία κατά την οποία τα σπίτια είναι δυνάμει ξενώνες, το ιδιωτικό εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε ενοικιαζόμενο και ο μόνιμος κάτοικος σε ιδιοκτήτη-ενοικιαστή. Πώς αντιλαμβάνεσαι μια πόλη ή μια γειτονιά όταν απλά περνάς από αυτήν, όντας ένας αποσπασματικός κάτοικος; Τι θα σήμαινε για μια γειτονιά η πλειοψηφία των σπιτιών της να μετατρέπονταν σε πρόχειρα ξενοδοχεία; Γιατί αν για τις υπόλοιπες πλευρές της κριτικής που μπορεί να δέχεται η AirBnb (οικονομική, θεσμική, όροι ασφάλειας) μια σχετική ρύθμιση από την πλευρά του κράτους μοιάζει ικανή να απαντήσει, δεν έχω δει πουθενά έναν προβληματισμό που θα έρχεται ταυτόχρονα με τις ευκολίες, τον κοσμοπολιτισμό και τα οικονομικά οφέλη που προσφέρει η AirBnb.
Οι πόλεις αλλάζουν με πολλαπλούς τρόπους και μεις καλούμαστε να απαντούμε στα ερωτήματα την ώρα που φυτρώνουν.

(Στην εφημερίδα Εποχή)

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

Αλήθεια, αφήγηση και πολιτική: εναλλακτική Iστορία και μετα-αλήθεια


Ο «Ανθρωπος στο ψηλό κάστρο» του Φίλιπ Κ. Ντικ είναι ίσως το σημαντικότερο μυθιστόρημα εναλλακτικής Ιστορίας.
Διαδραματιζόμενο το 1962, το μυθιστόρημα μας περιγράφει μια Αμερική όπως αυτή προέκυψε από τη νίκη των δυνάμεων του Αξονα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ναζιστική Γερμανία κατέχει το ανατολικό μέρος των πρώην ΗΠΑ και οι Ιάπωνες το δυτικό.
Ο κόσμος του Ντικ σχηματίζεται με βάση αυτή την παραδοχή για να μας περιγράψει πολύ περισσότερα από μια υποθετική σύμβαση.
Η εναλλακτική Ιστορία χρησιμοποιεί το (εναλλακτικό) παρόν ώστε να κρίνει το (πραγματικό) παρόν.
Δημιουργεί μια μετατόπιση γεγονότων στο παρελθόν, περιγράφει τη σημερινή πραγματικότητα ως ένα ενδεχόμενο που αποφεύχθηκε και δημιουργεί ένα άλλο παρόν ειπωμένο με το βάρος του γεγονότος.
Η αφήγηση του άλλου παρόντος γίνεται παραβολή του δικού μας.
Οι ναζιστικές και ιαπωνικές πολιτικές περιγράφουν την πραγματική Αμερική του παρόντος τού Φίλιπ Κ. Ντικ.
Τον μακαρθισμό, τον υπερκαταναλωτισμό, το ολοκαύτωμα των γηγενών Αμερικανών και τη ρατσιστική πολιτική απέναντι στους Αφροαμερικανούς.
Η πραγματικότητα στην υπερθετική της υπερβολή τονίζει και κριτικάρει την αρνητική της τροπή.
Στα έργα εναλλακτικής Ιστορίας η αφήγηση παραποιεί ηθελημένα ώστε να διαφωτίσει την αλήθεια, ώστε να εστιάσει στην πραγματικότητα, ώστε να κάνει την αλήθεια πιο αληθινή.
Η αφήγηση γυρνά προς το παρελθόν ώστε χρησιμοποιώντας μια σειρά από εντυπωσιακές διαστρεβλώσεις να δημιουργήσει ένα φανταχτερό λογοτεχνικό επίτευγμα.
Τι γίνεται όμως όταν παρόμοιες τακτικές στρέφονται προς το παρόν για διαφορετικούς σκοπούς;
Η «μετα-αλήθεια» επιλέχθηκε ως η λέξη της χρονιάς για το 2016 από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Σύμφωνα με το λεξικό του Πανεπιστημίου, η «μετα-αλήθεια» ορίζεται ως μια κατάσταση κατά την οποία τα αντικειμενικά γεγονότα επηρεάζουν σε μικρότερο βαθμό τη διαμόρφωση της δημόσιας άποψης απ' όσο το συναίσθημα ή η προσωπική πίστη.
Ετσι, υποψήφιοι πρόεδροι, εφημερίδες, πολιτικοί ή δημοσιολόγοι μπορούν να χρησιμοποιούν ανύπαρκτα γεγονότα για να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της άποψής τους, λανθασμένα επιστημονικά συμπεράσματα ώστε να θωρακίσουν μια ήδη αποδεκτή (από τους ίδιους και τους οπαδούς τους) δοξασία, ψευδή στοιχεία ώστε να δικαιολογήσουν τη στάση τους απέναντι στον θεό, τις γυναίκες ή την εξωτερική πολιτική.
Ο όρος εκτινάχθηκε από τη μαζική χρήση του κατά την καμπάνια υπέρ του Βrexit και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια των αμερικανικών εκλογών.
Ο όρος «μετα-αλήθεια» περιγράφει μια συνθήκη κατά την οποία κάποιος μπορεί να συνδυάσει το ψέμα με τη δύναμη (ή δεξιότητα) να το επιβάλει (ή να το χρησιμοποιήσει) ως αλήθεια.
Μέσα από το οικοσύστημα των σόσιαλ μίντια, τον θόρυβο της πληροφορίας, μέσα σε ένα περιβάλλον ορισμένο από επικοινωνιακά επιτελεία και διαφημιστές, πατώντας στο έδαφος της κρίσης εμπιστοσύνης απέναντι στους πολιτικούς και τα μέσα ενημέρωσης, ταυτίζοντας την πολιτική και τη δημοσιογραφία με τη μαζική εξαπάτηση.
Στα προϊόντα της μετα-αλήθειας η αφήγηση διαστρεβλώνει ηθελημένα ώστε να συσκοτίσει την αλήθεια, να απομακρύνει από την πραγματικότητα, ώστε να αποπλανήσει μέσω του ψέματος, της εύκολης συγκίνησης και της μικρο-επιστήμης της επικοινωνίας και του διαδικτύου.
Το ψέμα γίνεται εργαλείο διαμόρφωσης της αλήθειας.
Και επιπλέον η διάβρωση αυτή της πραγματικότητας έχει ως αποτέλεσμα όλες οι ειδήσεις οι οποίες καταγράφονται σε ένα περιβάλλον γενικευμένης μετα-αλήθειας να γίνονται και αυτές όμοιες, να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, να έχουν το ίδιο βάρος και την ίδια σημασία.
Γιατί η μετα-αλήθεια δεν αφορά μόνο τις ψευδείς ειδήσεις. Η ύπαρξή της κάνει μετα-αλήθεια ακόμη και την ίδια την αλήθεια.
Η μετα-αλήθεια είναι μια εναλλακτική Ιστορία όχι στην αφήγηση του παρελθόντος της αλλά στη διαμόρφωσή του.
Είναι η Ιστορία που γεννιέται διαστρεβλωμένη στο παρόν της.
Ολοι μας ζούμε σε μια αφήγηση παράλληλη της πραγματικής, σε ένα μυθιστόρημα της πεντάρας διαμορφωμένο από ασύντακτους συντάκτες και ισχυρούς της ανορθογραφίας.
Το γεγονός πορεύεται σε μια έρημο από καθρέφτες. Και μέσα στις πολλαπλές του αντανακλάσεις ξεχνά την υπόστασή του.
Στην έρημο αυτή προκύπτει και ένα χρέος: Σε μια εποχή αντικατοπτρισμών, είναι καθήκον των ανθρώπων της αφήγησης να διεκδικήσουν και να αναδείξουν την κυριολεξία, την απόδειξη και το γεγονός καθεαυτό.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Αυστηρά χωρίς θέμα



Η ώ­ρα, μια ώ­ρα Πα­ρα­σκευής και ας πού­με 18:26. Το μέιλ μου α­νοι­χτό, η διεύ­θυν­ση της Επο­χής συ­μπλη­ρω­μέ­νη στο ση­μείο της α­πο­στο­λής και το συ­νημ­μέ­νο να εκ­κρε­μεί. Στη θέ­ση αυ­τή κά­θε Πα­ρα­σκευή μπαί­νει το άρ­θρο αυ­τής ε­δώ της στή­λης, ώ­στε να φτά­σει στα γρα­φεία της ε­φη­με­ρί­δας. Μα το άρ­θρο δεν φεύ­γει. Όχι λό­γω τε­χνι­κού προ­βλή­μα­τος, αλ­λά ε­πει­δή το άρ­θρο δεν έ­χει α­κό­μη γρα­φτεί (για την α­κρί­βεια γρά­φε­ται την ώ­ρα αυ­τή που σας μι­λάω. Όχι την ώ­ρα βέ­βαια που δια­βά­ζε­ται αυ­τή τη γραμ­μή, αλ­λά την ώ­ρα που την γρά­φω. Μπέρ­δε­μα. Ας συ­νε­χί­σου­με. Εγώ του­λά­χι­στον. Εσείς μπο­ρεί­τε να στα­μα­τή­σε­τε το άρ­θρο ε­δώ α­πηυ­δι­σμέ­νοι α­πό την αυ­το­α­να­φο­ρι­κό­τη­τά μου. No hard feelings). Γύ­ρω α­πό την ο­θό­νη πε­τα­ρί­ζουν σαν ι­πτά­με­να βλέ­φα­ρα τα θέ­μα­τα της ε­βδο­μά­δας. Το Εurogroup και οι κου­βέ­ντες για το χρέ­ος και ό, τι αυ­τό συ­νε­πά­γε­ται, οι βόμ­βες σε Μά­ντσε­στερ και σε Αθή­να, το τα­ξί­δι του Τρα­μπ στην Ευ­ρώ­πη, τα σκάν­δα­λα του Τρα­μπ στην Αμε­ρι­κή, ο πό­λε­μος στη Συ­ρία, η ε­πί­θε­ση στην Αί­γυ­πτο. Και μα­ζί μια σει­ρά α­πό θέ­μα­τα πιο προ­σω­πι­κά. Βι­βλία και ται­νίες, στί­χοι και α­στο­χίες, δε­σμοί σχέ­σεων και θερ­μο­κρα­σίες, γρα­φές και δια­γρα­φές, εμ­μο­νές και εν­δια­φέ­ρο­ντα. Τί­πο­τα α­πό αυ­τά, ό­μως, δεν κα­τα­λή­γει στη λευ­κή σε­λί­δα. Εί­ναι και αυ­τό μια ε­πι­λο­γή.
Η ε­λευ­θε­ρία που σου δί­νει το να γρά­φεις χω­ρίς θέ­μα εί­ναι εύ­κο­λο να σε ο­δη­γή­σει στην ε­σω­στρέ­φεια (κα­λή ώ­ρα ε­δώ). Να σε κά­νει να γρά­φεις για ό­σα την ί­δια στιγ­μή γρά­φεις, δια­χω­ρί­ζο­ντας τη δια­δρο­μή στο πα­ρόν σε δύο πα­ράλ­λη­λες δια­δρο­μές που μο­νί­μως συ­να­ντιού­νται. Τι μπο­ρεί να ση­μαί­νει ο τίτ­λος «Αυ­στη­ρά χω­ρίς θέ­μα» (αυ­τός ντε που βρί­σκε­ται λί­γο πιο πά­νω). Μή­πως εί­ναι έ­να τρι­κ, α­πλά και μό­νο για να γρα­φτεί έ­να άρ­θρο; Μή­πως εί­ναι έ­να παι­χνί­δι με τις λέ­ξεις α­φού έ­να άρ­θρο χω­ρίς θέ­μα έ­χει κάλ­λι­στα ως θέ­μα του την έλ­λει­ψη θέ­μα­τος; Μή­πως εί­ναι α­πλά μια συγ­γρα­φι­κή πό­ζα, την ο­ποία ο συγ­γρα­φέ­ας της α­ξιο­λο­γεί (λαν­θα­σμέ­να) ως ε­ξαι­ρε­τι­κά χα­ρι­τω­μέ­νη και ται­ρια­στή με μια Κυ­ρια­κή πρωί; Η ε­λά­χι­στη κα­χυ­πο­ψία κα­θι­στά ό­λες αυ­τές τις υ­πο­θέ­σεις α­πο­δε­κτές. Αλλά ας μην εί­μα­στε κα­χύ­πο­πτοι. Η γρα­φή και η α­νά­γνω­ση για να συ­νο­μι­λή­σουν προϋπο­θέ­τουν μια ε­λά­χι­στη ε­μπι­στο­σύ­νη. Λί­γο σαν κά­ποιος ά­γνω­στος να σε κρα­τά α­πό το χέ­ρι, ε­νώ ε­σύ κρέ­με­σαι πά­νω α­πό τον πιο ρη­χό γκρε­μό (μό­λις 20 ε­κα­το­στά). Κα­νείς δεν θα πά­θει τί­πο­τα α­πό την πτώ­ση, αλ­λά α­πό ε­δώ ψη­λά μπο­ρείς να δεις την Ακρό­πο­λη.
Αυ­τό που θέ­λω να πω στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι πως η έλ­λει­ψη θέ­μα­τος το­πο­θε­τεί τη σιω­πή στο ε­πί­κε­ντρο του κει­μέ­νου. Όχι του συ­γκε­κρι­μέ­νου κει­μέ­νου, αλ­λά ό­λων των κει­μέ­νων. Δεν εί­μαι σί­γου­ρος αν έ­χει νό­η­μα να γρά­φεις, αν δεν αμ­φι­σβη­τείς κά­θε τό­σο το σύ­νο­λο των πα­ρα­μέ­τρων γύ­ρω α­πό έ­να κεί­με­νο. Την ι­κα­νό­τη­τά σου στη γρα­φή και την ι­κα­νό­τη­τά σου στην σκέ­ψη και την α­νά­λυ­ση. Το νό­η­μα που μπο­ρεί να έ­χει έ­να άρ­θρο ριγ­μέ­νο σε έ­ναν ω­κε­α­νό ε­πι­κοι­νω­νίας. Την ί­δια την ε­πι­κοι­νω­νία. Όχι για να εκ­μαιεύ­σεις ε­πι­βε­βαίω­ση, αλ­λά για να συ­νε­χί­σεις να γρά­φεις πα­ρό­λα αυ­τά. Αυ­τή εί­ναι η σιω­πή του κει­μέ­νου. Μια σιω­πή που δεν ταυ­τί­ζε­ται με την α­που­σία του (α­φού πά­ντο­τε έ­να άρ­θρο βρί­σκει τον τρό­πο να πα­ρα­γκω­νί­σει το κε­νό και να κα­τα­λά­βει τη θέ­ση σου).
Εί­ναι φο­ρές που οι λέ­ξεις σε μπου­χτί­ζουν. Όχι οι συ­γκε­κρι­μέ­νες λέ­ξεις, αλ­λά το σύ­νο­λο των λέ­ξεων. Και εί­ναι έ­να α­πό τα ε­λά­χι­στα μπου­χτί­σμα­τα που μπο­ρούν να σε ο­δη­γή­σουν στην ο­ντο­λο­γία. Για­τί συ­χνά η ε­πι­κοι­νω­νία μοιά­ζει με μια αν­θρώ­πι­νη πα­ρε­ξή­γη­ση, με έ­να α­τύ­χη­μα που δεν χρεια­ζό­ταν να συμ­βεί, με μια αν­θρώ­πι­νη πα­ρά­με­τρο που α­κό­μα και αν πε­ρι­γρά­φε­ται με α­πο­κλει­στι­κά θε­τι­κούς ό­ρους μπο­ρεί να ι­δω­θεί και σαν κα­τα­δί­κη. «Αρκε­τά ε­πι­κοι­νω­νή­σα­με! Αρκεί με τους ε­πι­κοι­νω­νού­ντες!», γρά­φει ο θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας Valere Novarina «προ­σπα­θούν να μας ε­γκλω­βί­σουν σε έ­ναν ρό­λο ό­που δεν θα εί­μα­στε πα­ρά ε­πι­κοι­νω­νια­κά ζώα, ό­ντα υ­πό το βλέμ­μα των άλ­λων». Και κα­τα­λή­γει: «Πριν ε­πι­κοι­νω­νή­σει, ο άν­θρω­πος ο­φεί­λει να μι­λή­σει α­κό­μα πο­λύ στον ε­αυ­τό του».
«Η γλώσ­σα εί­ναι έ­νας ιός α­πό το διά­στη­μα», έ­γρα­φε κά­που ο Μπά­ροουζ. Οπλι­σμέ­νοι με γλώσ­σα προ­σπα­θού­με να ε­ξη­γή­σου­με το σύ­νο­λο των γύ­ρω φαι­νο­μέ­νων. Για την α­κρί­βεια η γλώσ­σα εί­ναι το μό­νο ερ­γα­λείο που δια­θέ­του­με για να κά­νου­με κά­τι τέ­τοιο. Κι ό­μως το ερ­γα­λείο μας εί­ναι πε­πε­ρα­σμέ­νο, ε­πι­βε­βαιώ­νει συ­νε­χώς τα ό­ριά του, α­πο­γο­η­τεύει συ­νε­χώς τις προσ­δο­κίες μας. Και ό­μως συ­νε­χί­ζου­με, συ­νε­χώς συ­νε­χί­ζου­με να α­πο­τε­λού­μα­στε α­πό λέ­ξεις. Με τρό­πο μά­ταιο και στην ου­σία του τρα­γι­κό.
Συ­νε­χί­ζου­με λοι­πό­ν; Η α­πά­ντη­ση σε ό­λα αυ­τά θα δο­θεί την ε­πό­με­νη Κυ­ρια­κή. Όχι σε έ­να άρ­θρο που θα μι­λά­ει για αυ­τά. Αλλά σε έ­να άρ­θρο που θα μι­λά­ει για ο­τι­δή­πο­τε πέ­ρα α­πό αυ­τά.
Το κεί­με­νο γρά­φτη­κε, το μέιλ φεύ­γει και η σιω­πή εί­ναι το ο­ξυ­γό­νο της γρα­φής.

(στην εφημερίδα Εποχή)