Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Μια κραυγή για συνύπαρξη


Μεγαλώνουμε και μαθαίνουμε να μεγαλώνουμε μέσα σε μια συνθήκη μόνιμης διδαχής.
Από το εκπαιδευτικό σύστημα μέχρι τα οικογενειακά διδάγματα, από τις τυχαίες κουβέντες στον δρόμο μέχρι τα «εγώ θα σου πω» και τις κοινότοπες κουβέντες των ακέφαλων δημόσιων κεφαλών γεμίζουμε συμβουλές, προστάγματα, διορθώσεις των τρόπων και επιβεβαιώσεις του λάθους μας.
Κάποιος θα πίστευε πως αυτός ο πληθωρισμός διδαχής θα οδηγούσε στη συσσώρευση διδαγμάτων.
Αντιθέτως, οδηγεί στον σχετικισμό της κάθε αλήθειας, στην εξάντληση, στον αποστεωμένο κόσμο του ηθικισμού.
Αντανακλαστικά όποτε κάποιος σηκώνει το δάχτυλο μας διώχνει μακριά.
Οταν το «Ξέρω» γίνεται μονάδα μέτρησης του «Εγώ» είναι η ώρα να φύγουμε.
Σπάνια, λοιπόν, συναντούμε κάποια συμβουλή που δεν θα αντιμετωπίσουμε με καχυποψία ή δυσφορία.
Ο David Foster Wallace έγινε παγκοσμίως γνωστός από το μυθιστόρημα «Infinite Jest», ένα από τα πιο πρόσφατα αριστουργήματα του παρόντος μας (εκδόθηκε το 1996).
Το 2005 προσκλήθηκε να εκφωνήσει την εναρκτήρια ομιλία στην τελετή αποφοίτησης του Κολεγίου Κένιον.
Ο λόγος του κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τον τίτλο «Αυτό εδώ είναι νερό» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κριτική) και έγινε διάσημος μέσα από ένα αυτοσχέδιο βίντεο που κυκλοφορούσε για αρκετό καιρό στο διαδίκτυο.
Χαμένος σε ένα δάσος από ορθωμένα δάχτυλα, ο λόγος του Wallace συμβουλεύει αντί να νουθετεί.
Πιο πολύ αναρωτιέται ενώ προτείνει, διαμορφώνεται ενώ διαμορφώνει.
Σαν μια τυχαία κουβέντα ενός φίλου ή ενός γνωστού που μπορεί να την ακούσεις και –για λίγο έστω- η οπτική σου και η στάση σου να αλλάξουν.
Ερχόμαστε από μια κουλτούρα που κουβαλά τον κυνισμό στον πυρήνα της.
Οχι ως μορφή έκφρασης ή ως έναν τρόπο θέασης, αλλά ως κανόνα ζωής. Ως ηθική, ως αισθητική και ως οντολογία.
Στον πάτο ενός μπλέντερ γεμάτου νεκρά ιδανικά κυνηγώντας την ατομική ισχύ, τον πλουτισμό, την αιώνια νεότητα, την υπέρβαση του εαυτού μέσα από περισσότερο εαυτό.
Ο Wallace προσπαθεί να προτείνει ακριβώς πάνω σ' αυτό το χάος. Χωρίς να στρέφει αλλού το βλέμμα και χωρίς να ηθικολογεί.
Εξετάζει τον ατομισμό όχι ως έναν «κακό» τρόπο ζωής, αλλά ως έναν τρόπο καταδικασμένο στην αποτυχία.
Η επιθυμία (για πλούτη, για δύναμη, για ομορφιά) δεν καταλήγει ποτέ κάπου, αφού βασική της κινητήρια δύναμη είναι ακριβώς η απουσία τερματισμού.
Το να επιθυμείς σημαίνει να επιθυμείς διαρκώς περισσότερα.
Ο Wallace δέχεται ως αρχή τον σολιψισμό που επικρατεί στην ύπαρξη του καθενός μας.
Κάθε ένας από εμάς είναι για τον ίδιο το κέντρο του σύμπαντος.
Οι πράξεις του είναι πιο λογικές, πιο δικαιολογημένες από τις πράξεις των γύρω του.
Ο βαθύτατος εγωκεντρισμός μας είναι όρος ύπαρξης, «εργοστασιακή μας ρύθμιση» όπως περιγράφει.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη οι γύρω μας μέσα στην καθημερινότητά τους μοιάζουν ανιαροί, κουραστικοί, αν όχι εχθρικοί.
Ο Wallace μάς καλεί να αναγνωρίσουμε αυτή μας τη ρύθμιση και μέσα από την αποδοχή της να την υπερβούμε.
Μας ζητά να δούμε τους γύρω μας με τη συμπόνια και τη γενναιοδωρία που αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας.
Να φανταστούμε και να αποδεχτούμε τα κίνητρα και τις συμπεριφορές τους, να δημιουργήσουμε τις αιτίες και τα αιτιατά τους με τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας (το κέντρο αυτό του δικού μας σύμπαντος), σε μια συνθήκη όπου η δημιουργική φαντασία γίνεται τρόπος συνύπαρξης, μια ταύτιση που ξορκίζει τη μοναξιά και τελικά προσθέτει ενδιαφέρον στην ανία και την καθημερινότητά μας.
Εχουμε ουσιαστικά τη χρήση ενός ωφελιμιστικού επιχειρήματος που καταλήγει σε μια ηθική στάση.
Και αν ακόμη όλα αυτά ακούγονται απλά –ίσως και απλοϊκά για κάποιους- η προσπάθεια ενός ανθρώπου να βρει και να μοιραστεί νόημα σε μια πραγματικότητα βιωμένη ως ειρωνεία, δεν είναι.
Το αίτημα αποκτά ακόμα και τραγικές διαστάσεις αν κάποιος συνυπολογίσει πως ο συγγραφέας αυτοκτόνησε λίγα χρόνια μετά την εκφώνηση του λόγου, στα 46 του χρόνια.
Σε εποχές γενικευμένης εξάντλησης, απόγνωσης και απελπισίας το αίτημα συνύπαρξης του David Foster Wallace γίνεται κραυγή επιβίωσης.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: