Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Φυλάξου απ’ το μέλλον!



Φυλάξου, Ισπανία, απ’ την ίδια την Ισπανία σου!
Φυλάξου απ’ το δρεπάνι χωρίς το σφυρί!
Φυλάξου απ’ το σφυρί χωρίς το δρεπάνι!
Φυλάξου από το θύμα ενάντια στη θέλησή του,
Από το δήμιο παρά τη θέλησή του
Κι απ’ τον αδιάφορο παρά τη θέλησή του!
Φυλάξου από αυτόν που, πριν λαλήσει ο πετεινός,
Θα σε αρνηθεί τρεις φορές,
Κι απ’ αυτόν που, κατόπι, τρεις φορές σε αρνήθηκε!
Φυλάξου απ τα κρανία χωρίς τα μετατάρσια,
Κι από τα μετατάρσια χωρίς τα κρανία!
Φυλάξου απ’ τους καινούριους δυνατούς!
Φυλάξου από κείνον που τρώει τους νεκρούς σου,
Από κείνον που τρώει νεκρούς τους ζωντανούς σου!
Φυλάξου από τον έμπιστο εκατό τοις εκατό!
Φυλάξου από τον ουρανό δώθε από τον αγέρα
Και φυλάξου από τον αγέρα κείθε απ’ τον ουρανό!
Φυλάξου απ’ αυτούς που σε αγαπάνε!
Φυλάξου από τους ήρωές σου!
Φυλάξου απ’ τους νεκρούς σου!
Φυλάξου απ’ τη Δημοκρατία!
Φυλάξου απ’ το μέλλον !...

(Σεζάρ Βαγιέχο,10 Οκτωβρίου 1937: Ο Περουβιανός ποιητής εύχεται, προειδοποιεί και πάσχει τον πόνο της επερχόμενης ήττας του ισπανικού εμφυλίου. Με το μέγεθος του στίχου του, την απόλυτη ταύτισή του με τον αγώνα του ισπανικού λαού, τον τονισμό των πολιτικών, στρατιωτικών και ιδιοτελών λαθών και την πανανθρώπινη φωνή του, ο Βαγιέχο καθιστά την τελευταία του συλλογή «Ισπανία παρελθέτω απ εμού του ποτήριον τούτο» μνημείο που υπενθυμίζει τους κινδύνους και τα λάθη που καραδοκούν σε κάθε πολιτικό αγώνα σε κάθε ερχόμενη αλλαγή, ξορκίζοντάς τα μέσα από τη δημιουργία ενός αγωνιστικού αρχέτυπου και μιας ηττημένης προσδοκίας)




Η διαφαινόμενη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις 25 Γενάρη έχει καταγραφεί ως ιστορικό γεγονός πριν καν συμβεί. Και είναι λογικό η παρατεταμένη αδημονία μας για τη λήξη της ακροδεξιάς διακυβέρνησης, για το τέλος των πολιτικών που μας έφεραν ως εδώ, για την αλλαγή πορείας, να θολώνουν το γεγονός και να παραποιούν τις πραγματικές του διαστάσεις, κάθε φορά για λίγο ακόμη. Το μέγεθος και η σημασία, όμως, καραδοκούν στην κάθε μας παύση. Είναι η πρώτη φορά στο δυτικό κόσμο που η αριστερά φτάνει στο σημείο της κυβέρνησης και μάλιστα σε μια συγκυρία όπου η σημασία της Ελλάδας λειτουργεί πολλαπλά προσθέτοντας έτσι σημασία στη συγκεκριμένη επιτυχία. Μαζί με τις απόλυτα πρακτικές υποχρεώσεις και κινήσεις, αυτές που έχουν να κάνουν με τη διαπραγμάτευση, την εφαρμογή και τη διαχείριση, μια σειρά από ιστορικές και θεωρητικές παραμέτρους έρχονται να περιγράψουν τη σημασία του απόλυτου παρόντος που μπορεί να σημαίνει η 25η Γενάρη. Μαζί με την κυβέρνηση θα δοκιμαστούν, λοιπόν, και μια σειρά από παλαιότερους μέλλοντες και στρατηγικές στο πλαίσιο του αριστερού τρόπου αντίληψης.
Μαζί με οτιδήποτε άλλο η εκλογική νίκη θα υπάρξει και ως μια απόλυτη υπαρξιακή στιγμή της αριστεράς όπου πολλά θέματα θα επαναπροσδιοριστούν από την αρχή, είτε ως επιτυχίες είτε ως αποτυχίες. Μέρα με την ημέρα, απαντώντας ερώτημα το ερώτημα και βήμα το βήμα, η ενδεχόμενη κυβέρνηση θα προσδιορίζει τα όρια, τους τρόπους και την ουσία της αριστεράς. Είτε με θετικό είτε με αρνητικό πρόσημο. Ό,τι μέχρι χθες παρέμενε οραματικό σήμερα καλείται να γίνει πραγματικότητα. Ο χθεσινός μέλλοντας των συζητήσεων στις σχολές, των εκδηλώσεων, της φιλικής κουβέντας και της επίσημης δήλωσης, των άρθρων και των δημοσιεύσεων καλείται να διεκδικήσει χώρο πέρα από την όποια διαχείριση της συγκεκριμένης οικονομίας και της συγκεκριμένης συγκυρίας και να μεταμορφωθεί σταδιακά σε παρόν.
Είναι, λοιπόν, λογικό, δεδομένης της ευκαιρίας που δίδεται στον ΣΥΡΙΖΑ, οι ευχές και οι φόβοι ενός μεγάλου κομματιού της αριστεράς να προβάλλονται πάνω του σε κάθε κίνηση και μάλιστα πολλές φορές ταυτόχρονα ως κάτι ενιαίο. Η σκληρή κριτική πολλές φορές θα διατυπωθεί μαζί με την προσδοκία, η απογοήτευση μαζί με την επιθυμία και η ροπή προς την απόρριψη μαζί με τη διεκδίκηση ενός βήματος παραπέρα. Ας μη βιαστούμε, λοιπόν, ούτε να απογοητευθούμε, ούτε να επαναπαυτούμε στις καταφάσεις και τις εκλογικές νίκες. Άλλωστε μια πολύ βασική διάκριση μας καλεί να συνειδητοποιήσουμε πως είναι άλλο να κατακτάς την κυβέρνηση, άλλο να κατακτάς το κράτος και άλλο την εξουσία. Οι εκλογές στις 25 του Γενάρη μπορούν να φέρουν μόνο την πρώτη κατάκτηση, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την αρχή της διεκδίκησης των άλλων δύο.
Ας στρατεύσουμε, λοιπόν, το παρόν μας ενάντια στο μέλλοντα εκείνο των χθεσινών μας επιθυμιών και οραμάτων, ενάντια στον μέλλοντα εκείνο που έμοιαζε σταθερός και παρατεταμένος, καρφωμένος σε έναν ορίζοντα ονείρου που όσο και αν περπατούσες αυτός ούτε πλησίαζε, ούτε απομακρυνόταν. Ας φυλαχτούμε από το μέλλον κατασκευάζοντας ένα όμοιο παρόν. Τώρα είναι η στιγμή της επιλογής και της πράξης.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Σημειολογία της αναγούλας: τα σποτ της Νέας Δημοκρατίας





Κάποιοι, στο άκουσμα της προκήρυξης των εκλογών, πανηγύριζαν επειδή η διακυβέρνηση από τον ακροδεξιό κυβερνητικό θίασο θα έφτανε επιτέλους στο τέλος της. Κάποιοι άλλοι, επειδή αναγνώριζαν το ενδεχόμενο να τελειώσει η χρόνια μνημονιακή πολιτική. Κάποιοι ίσως γιατί πίστευαν πως ένας νέος (έστω κάπως καλύτερος) κόσμος μπορεί να οικοδομηθεί στο τώρα. Όχι εμείς όμως. Εμείς πανηγυρίζαμε γιατί καταλαβαίναμε πως πλησίαζε η ώρα για ένα ακόμη τηλεοπτικό σποτ της Νέας Δημοκρατίας. Βλέπετε, μετά το θρυλικό «Γιατί κύριε;», η εξάρτησή μας στο απεχθές σημείωσε νέα όρια ανάγκης και επιθυμίας. Η προεκλογική περίοδος έμοιαζε με εξιλέωση. Και η σαμαρική Νέα Δημοκρατία δεν θα μας άφηνε για πολύ διψασμένους.

Το προεκλογικό παρόν του κόμματος

Έχει ενδιαφέρον να δούμε το πόσο όμοια είναι η εκστρατεία της Νέας Δημοκρατίας με αυτή που επιχείρησε στις προηγούμενες εκλογές. Πριν τρία χρόνια, για το αντίστοιχο προεκλογικό σποτ γράφαμε: « Στο συγκεκριμένο διαφημιστικό δεν υφίσταται ίχνος πολιτικής επιχειρηματολογίας. Η Νέα Δημοκρατία επιλέγει το φόβο ως βασικό επιχείρημα, αποφεύγοντας να περιγράψει οποιαδήποτε πολιτική διαδικασία που θα οδηγούσε ή θα απέτρεπε το αποτέλεσμα που τον δημιουργεί. Το σποτ λειτουργεί με όρους τηλεοπτικού μάρκετινγκ έξω από τη σφαίρα του πολιτικού. Ο τηλεθεατής - καταναλωτής - πολίτης πρέπει πάση θυσία να αγοράσει το προϊόν. Δεν χρειάζεται να γνωρίζει τις ιδιότητές του, τα προτερήματα ή τα μειονεκτήματα του. Η κακόγουστη και χυδαία επίκληση στο συναίσθημα, θα τον κάνει να λειτουργήσει χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τα αντανακλαστικά του. Η ανάλυση είναι πολυτέλεια όταν βλέπεις θλιμμένα παιδικά πρόσωπα. Ο φόβος για τα παιδιά ή μάλλον η αποτροπή του φόβου γίνεται ένας νέος μηχανισμός επιθυμίας. Στο μετααποκαλυπτικό περιβάλλον των διαφημίσεων, η ρητορική ταυτίζεται με την αποπλάνηση και το συναισθηματικό τραμπουκισμό.». Σήμερα δεν θα αλλάζαμε ούτε λέξη.
Η πλήρης απαξίωση και ο αποκλεισμός του επιχειρήματος είναι το μόνιμο προεκλογικό παρόν του κόμματος. Τα σποτ δεν επιθυμούν να πείσουν, αλλά να υποβάλουν. Δεν εξηγούν, αλλά επιβάλλουν. Για το λόγο αυτό δεν εμφανίζουν δείκτες, έργα, πολιτική, αλλά αντίθετα ένα φθηνό ανθολόγιο σημείων. Τους πολίτες και τους ανθρώπους όπως τους αντιλαμβάνονται και όπως τους επιθυμούν, τους ρόλους όπως τους κατασκευάζουν και όπως τους αντιπροσωπεύουν. Και τελικά σε ένα ολίσθημα σκηνογραφικής αφέλειας τη χώρα, όπως την κατάντησαν.

Ο αστερισμός των σημείων

Ας περιπλανηθούμε, λοιπόν, στον αστερισμό των σημείων, όπως αυτός καταγράφηκε μέσα από τα πέντε διαφημιστικά του προϊόντος «Νέα Δημοκρατία». Υπεραπλουστευτικές γενικεύσεις ειπωμένες σε μια δήθεν γλώσσα της πιάτσας, ποδοσφαιρικές παρομοιώσεις υψηλού επιπέδου, μια εκβιαστική οικειότητα που επιτρέπει στον πρωθυπουργό να σου κλέβει την μπάλα ή να εισβάλει στο σαλόνι σου, η γυναίκα αποκλειστικά σε ρόλο συζύγου-μητέρας-νοικοκυράς που όλη την ώρα παίζει με τη βέρα της και ανησυχεί για το μέλλον της χώρας, ένας ελαφρώς ηλίθιος τύπος που δεν μπορεί να χειριστεί το φωτοτυπικό μηχάνημα, χυδαία εκμετάλλευση των δολοφονιών στο Παρίσι για τη δημιουργία φόβου σε σχέση με το μεταναστευτικό ζήτημα. Μια κοινωνία φυλετικής καθαρότητας όπου τα παιδιά που παίζουν στις πλατείες θα είναι αποκλειστικά ελληνόπουλα με γαλάζια μάτια. Μια αποκλειστικά προσωποκεντρική πολιτική ιεραρχίας, όπου ο πατέρας του έθνους μιλά στον πατέρα της οικογένειας ευθύγραμμα χωρίς αντιρρήσεις και ερωτήσεις. Κατοικίδια μιζέρια, όλη η Ελλάδα μια εσωτερικευμένη επαρχία και ο μεσσιανισμός του ηγέτη που «ό, τι υπόσχεται το δίνει και είναι για πάντα».

Πίσω από την καμπάνια

Και πίσω απ’ όλα η φλύαρη υποκρισία που εκκρεμεί πίσω από το κάθε πλάνο. Πίσω από τη νεολαγνεία της ευκαιριακής διαφημιστικής συγκίνησης κρύβεται ο αποκλεισμός των 18αρηδων και το σύνολο μιας πολιτικής που οδηγεί τους νέους στην απελπισία ή την μετανάστευση. Πίσω από την οικογένεια που καταθέτει ερωτήσεις στον μεγάλο Οικείο μέσα στην οικεία του, κρύβεται η διαλυμένη μεσαία τάξη καταδικασμένη στη φτωχοποίηση από τις πολιτικές της κυβέρνησης. Και πίσω από τις πλατείες που αναπνέουν μόνο ελληνόπουλα κρύβεται όλη η ρατσιστική πολιτική της κυβέρνησης με τις προσαγωγές, τις επιχειρήσεις σκούπα, τις ρατσιστικές συμπεριφορές των ομάδων ΔΕΛΤΑ και ΔΙΑΣ και το κλείσιμο του ματιού στις τακτικές της Χρυσής Αυγής. Τέλος, πίσω από την παρουσία του Αντώνη Σαμαρά στα διαφημιστικά σποτ κρύβεται η απουσία του από το κοινοβούλιο καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του, πίσω από την πυγμή και τη μαγκιά του λόγου του η υποτέλειά του στις διαπραγματεύσεις με τους ετέρους, πίσω από τον πολιτικό λόγο που εύχεται και υπόσχεται, οι πολιτικές πράξεις που ακυρώνουν και καταδικάζουν.
 Τα πολιτικά σποτ της Νέας Δημοκρατίας μας περιγράφουν ένα ιδιόμορφο πολιτικό ταξίδι παρά τη θέλησή τους. Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς επισκέπτεται την καταστροφή, την οποία ο ίδιος δημιούργησε. Χαμογελώντας αυτάρεσκα, δίνοντας υποσχέσεις βελτίωσης και αλλαγής σαν κάποιον που φυτεύει αμέριμνα μαργαρίτες σε ένα καμένο δάσος.


(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Ενός λεπτού σιγή



Η σιωπή
που ακολουθεί

Όχι μόνο τ’ αθώα παράπονα,
που αναποδογυρίζουνε
με μια κλοτσιά στο στήθος,
όχι μόνο οι φωνές,
που τις ξαπλώνουν στις πλατείες,
όχι μόνο οι ανύποπτοι
ενθουσιασμοί.
Πιο δυνατή είναι, πιότερο βαραίνει
η σιωπή που ακολουθεί,
η σιωπή των πεισμωμένων δρόμων, των κλειστών παραθυριών,
η σιωπή των παιδιών μπροστά
στον πρώτο σκοτωμένο,
η σιωπή μπροστά στην ξαφνική
ατιμία,
η σιωπή του δάσους,
η σιωπή του αλόγου δίπλα
στο ποτάμι,
η σιωπή ανάμεσα σε δυό στόματα, που δεν μπορούν να φιληθούν,
κι εκείνη η «ενός λεπτού σιγή»,
που παρατείνεται και γιγαντώνεται
μες στις καρδιές, μες στους αιώνες,
η σιωπή που αποφασίζει
τι είναι να μείνει, τι είναι να χαθεί.

(Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία)



Υπάρχει κάτι το βουβό που κατοικεί στη φρίκη των γεγονότων του Παρισιού. Πώς μπορεί κάποιος να μιλήσει για την εκτέλεση των συντακτών και των σκιτσογράφων της Charlie Hebdo; Εννοώ να μιλήσει ουσιαστικά. Τα γεγονότα βρίσκονται εκτός γλώσσας. Στον παραλογισμό, στο αμείλικτο, στο αμετάκλητο. Στον φόβο, στο ρίγος της οργής, στην ανάγκη μιας πράξης που θα μπορέσει να λειτουργήσει ιαματικά στην σύνολη αφήγηση, που θα ξορκίσει ό, τι ταυτίζει τον άνθρωπο με την πιο χυδαία εκδοχή του, τη δυνατότητα με την κατάντια. Ποιες περιγραφές περιγράφουν και ποιο συναίσθημα αισθάνεται; Ποια σκέψη μπορεί να σκεφτεί εκεί που η γλώσσα σιωπά; 



Η έκταση και η σημασία των γεγονότων άνοιξε -όπως ήταν αναμενόμενο- έναν μεγάλο αριθμό θεμάτων, συζητήσεων, αναφορών, μια συλλογή τρομαγμένων ερωτηματικών και οργισμένων θαυμαστικών, δίπλα στον μαζικό θρήνο, τη συλλογική συγκίνηση, την αμηχανία μπροστά στην επεξεργασία των συμβάντων. Η ελευθερία του λόγου, τα όρια της σάτιρας, ο ηθικός πανικός γύρω από το Ισλάμ, η μετανάστευση, ο ξαναζεσταμένος πόλεμος των πολιτισμών, η τρομοκρατία, η ασφάλεια, οι ταυτότητες. Ένα σύνολο σκέψεων, αφιερωμάτων, φόρων τιμής για τα θύματα. Και μαζί αναλύσεις για τα αίτια πίσω από τις πράξεις, για τον οριενταλισμό και τις συνθήκες διαβίωσης των μουσουλμάνων στον δυτικό κόσμο, για τη στάση τη δύσης απέναντι στη μέση ανατολή, για την ματωμένη ανατολή του χαλιφάτου, για τον ισλαμοφασισμό και τον φανατισμό, για τη φύση της σάτιρας του Charlie Hebdo. Και μαζί φόβοι για τη διαχείριση των γεγονότων. Φόβοι για το φόβο ως στοιχείο άμεσης αυτολογοκρισίας, φόβοι για το φανατισμό ως στοιχείο της μωλωπισμένης μας καθημερινότητας, φόβοι για την άνοδο της μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού, φόβοι για το φόβο που μασάει τις μέρες μας. 
Μα έχω την αίσθηση πως οτιδήποτε ειπωθεί τη δεδομένη στιγμή θα είναι λάθος. Λάθος από την αφετηρία του. Ακριβώς λόγω αυτού του βουβού που κατοικεί στην ίδια τη φύση των συμβάντων, που σπρώχνει επιτακτικά προς τον λόγο ενώ ταυτόχρονα τον αποκλείει. Είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε και όμως πρέπει να μιλήσουμε επιτακτικά, να μιλήσουμε τώρα. Η ίδια η φόρτιση των γεγονότων παραμορφώνει τα επιχειρήματα γύρω από τα θέματα που ανοίγουν, μας αφήνει έκθετους και πολύ περισσότερο μας περιγράφει ενώ προσπαθούμε να τα περιγράψουμε. Ίσως γι αυτό ακούγονται τόσο κακόηχοι και χυδαίοι οι διάφοροι βιαστικοί και σκατόψυχοι εκμεταλλευτές της φρίκης. Η Μαρί Λεπέν και ο Νάιτζελ Φάρατζ, οι οποίοι έσπευσαν να εντάξουν τα γεγονότα στην μεταναστευτική τους ατζέντα και στην ακροδεξιά πολιτική τους. Ο Άδωνις Γεωργιάδης και ο (παγκοσμίως πια ρεζιλεμένος σε μια σειρά δημοσιευμάτων του διεθνή τύπου) Αντώνης Σαμαράς που αποφάσισαν πως οι δολοφονίες είναι κατάλληλο υλικό προς προεκλογική χρήση. 



Αυτό που έχει σημασία είναι τι είδους άνθρωποι φτιάχνονται απ’ αυτά τα γεγονότα. Ποιος ο απόηχος και ποιο το αποτύπωμα των δολοφονικών ενεργειών σε έναν κόσμο που αλλάζει πολύ πιο γρήγορα απ όσο μπορούμε να αντιληφθούμε. Ποιοι κίνδυνοι γεννιούνται από τους κινδύνους που ήδη βρίσκονται εδώ. Το πώς συγκροτούμε τον κόσμο αυτό που μας συγκροτεί. 
Ενός λεπτού σιγή λοιπόν. Όχι όμως με τον τρόπο του εύκολου θρήνου. Ενός λεπτού σιγή για τους συντάκτες του Charlie Hebdo, ενώ η σιγή γίνεται λεπτά και χρόνος, στάζει πάνω σε ζωντανούς και νεκρούς και δεν ξεχνά. Ενώ η σιωπή επιστρέφει στη γλώσσα όσα πρέπει να μιληθούν. Μια σιωπή πυκνή, γεμάτη, έτοιμη να μιλήσει χωρίς περιστροφές για το ξημέρωμα ενός νέου κόσμου που ανέτειλε γύρω μας στις 7 Γενάρη.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Τα όρια του φόβου, τα όρια της δημοκρατίας





‘’ Πήγαινε πίσω στο κρεβάτι σου Αμερική! Η Κυβέρνηση γνωρίζει πώς έγιναν όλα. Πήγαινε στο κρεβάτι σου, Αμερική. Η κυβέρνηση έχει και πάλι τον έλεγχο. Ορίστε λοιπόν, Αμερική. Είσαι ελεύθερη να πράξεις αυτό που σου λέμε, είσαι ελεύθερη να πράξεις αυτό που σου λέμε.’’
Bill Hicks


Το επιχείρημα των εκλογών χρησιμοποιήθηκε καθ όλη την προηγούμενη περίοδο ως ένα επιχείρημα συρρίκνωσης πολιτικών ελευθεριών και διεκδικήσεων. Η ανά τέσσερα χρόνια εκλογική διαδικασία αναγνωριζόταν επί της ουσίας ως το μόνο πολιτικό δικαίωμα στο οποίο ο πολίτης είχε το δικαίωμα να συμμετάσχει. Οι πορείες, οι απεργίες, οι καταλήψεις χώρων,  οποιουδήποτε είδους διεκδίκηση, οποιουδήποτε είδους δημιουργική συμμετοχή  περιγράφονταν και αντιμετωπίζονταν ως παράνομη, αχρείαστη ή καταχρηστική. ‘’Αν ο λαός επιθυμεί κάτι διαφορετικό μπορεί να το εκφράσει με την ψήφο του στις επόμενες εκλογές’’. Αυτή ήταν η μόνιμη επωδός υπεράσπισης των διαφόρων πολιτικών επιλογών και εφαρμογών (όσο οι εκλογές βρίσκονταν μακριά). Μια επωδός η οποία σήμαινε πως στο ενδιάμεσο διάστημα μια κυβέρνηση είχε το δικαίωμα να πράξει με μια ελευθερία απόλυτη στα όρια της ασυδοσίας. Στον κυρίαρχο λόγο, η στιγμή των εκλογών ήταν το δικαίωμα το οποίο καταργούσε όλα τα άλλα ενεργητικά δικαιώματα.
Ακόμα και έτσι, οι τρεις τελευταίες κυβερνήσεις αποδεικνύουν το πόσο διάτρητο υπήρξε ακόμα και αυτό το δικαίωμα. Οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σαμαρά εκλέχθηκαν με προεκλογικά προγράμματα τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με όσα εφάρμοσαν στη συνέχεια, ενώ η ενδιάμεση κυβέρνηση Παπαδήμου διορίστηκε χωρίς εκλογές, με επικεφαλής κάποιον τον οποίο ο κόσμος όχι μόνο δεν επέλεξε αλλά στην πλειοψηφία του ούτε καν γνώριζε. Οι υποσχέσεις έχασαν οποιονδήποτε δεσμευτικό χαρακτήρα και αναδρομικά η επιλογή του κόσμου έφτανε τα όρια του τυχαίου με την εφαρμόσιμη πολιτική στο ρόλο του δώρου-έκπληξη. Με τον τρόπο αυτό είδαμε έμπρακτα πως το δικαίωμα που καταργεί όλα τα άλλα δικαιώματα, υπήρξε στην πραγματικότητα μια πρόφαση δικαιώματος.
Ήταν οι ίδιοι που χρησιμοποίησαν με τον τρόπο αυτό το επιχείρημα των εκλογών, αυτοί που στην πρόσφατη περίοδο περιέγραψαν το ενδεχόμενο ως μια καταστροφή χωρίς προηγούμενο. Η φράση ‘’ο κόσμος δεν θέλει εκλογές’’ χρησιμοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο τρόπο ώστε να υποβαθμίσει ακόμα και αυτή την πρόφαση δικαιώματος στα όρια της παραξενιάς και του καπρίτσιου. Με το να ορίζεις τον μονόδρομο ως το μοναδικό σημείο στον ορίζοντα της πυξίδας, στην πραγματικότητα επιβάλεις την κατάργηση της επιλογής: ‘’είστε ελεύθεροι να κάνετε αυτό που σας λέμε, είστε ελεύθεροι να κάνετε αυτό που σας λέμε’’.
Είναι το ίδιο δημοκρατικό μπουλούκι που στις μέρες μας περιφέρει τον εαυτό του από κανάλι σε κανάλι κρατώντας μια βιβλική γενειάδα και έναν λόγο Αποκάλυψης. Ο φόβος έχει οριστεί ως το μόνο επιχείρημα. Ένα επιχείρημα που δεν επιχειρηματολογεί αλλά κραυγάζει, ένα κατοικίδιο που γαυγίζει ώστε να διώξει μακριά τα όποια ενδεχόμενα και το όποιο μέλλον δεν είναι στην πραγματικότητα παρόν. Και όλα αυτά τοποθετημένα σε ένα προσεκτικά κατασκευασμένο περιβάλλον. Με τα δελτία ειδήσεων να υπερτονίζουν δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων και πολιτικών, δημοσιεύματα του διεθνή τύπου και προβλέψεις των μέντιουμ της πολιτικής, ξεχνώντας τεχνηέντως ακόμη και να αναφέρουν όλες τις αντίστοιχες αντίθετες φωνές που επιχειρηματολογούν και πολλές φορές ακόμα και βεβαιώνουν για το αντίθετο αποτέλεσμα. Μα το πλαίσιο αυτό δεν έχει να κάνει με την πολιτική, έχει να κάνει με τα αντανακλαστικά του συναισθήματος. Ο λόγος αυτός δεν έχει ως στόχο να πείσει αλλά να τρομάξει. Είναι ο ίδιος λόγος που συρρίκνωσε όλα τα δικαιώματα στο τεμάχιο του ενός δικαιώματος, στη συνέχεια το μετέτρεψε σε πρόφαση δικαιώματος, για να το βαφτίσει αργότερα αχρείαστο και επικίνδυνο ενδεχόμενο. Ο λόγος αυτός που στο όνομα της δημοκρατίας καταργεί τη δημοκρατία.
 Στην  οριακή αυτή κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, στον δρόμο αυτό της απώλειας της κυριολεξίας, των λέξεων, των δικαιωμάτων που συνεχίζουμε να περπατούμε,  δεν θα ήταν υπερβολή να παραδεχτούμε πως τα όρια του φόβου μας είναι αυτά που περιγράφουν και τα όρια της δημοκρατίας.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Ο φόβος το στρώνει




Φόβος ότι θα δω ένα περιπολικό να μπαίνει στο στενό όπου μένω.
Φόβος ότι θα με πάρει ο ύπνος το βράδυ.  
Φόβος ότι δεν θα με πάρει ο ύπνος.
Φόβος ότι το παρελθόν θα ξυπνήσει.
Φόβος ότι το παρόν θα πετάξει.
Φόβος ότι το τηλέφωνο θα χτυπήσει μες στη μαύρη νύχτα.
Φόβος για τις καταιγίδες.
Φόβος για την καθαρίστρια που έχει ένα σημάδι στο μάγουλο!
Φόβος για τα σκυλιά για τα οποία μου έχουν πει πως δεν δαγκώνουν.
Φόβος αγωνίας!
Φόβος ότι θα πρέπει να αναγνωρίσω το πτώμα ενός φίλου.
Φόβος ότι θα μου τελειώσουν τα λεφτά.
Φόβος ότι θα έχω πάρα πολλά, αν κι οι άνθρωποι δεν θα το πιστεύουν.
Φόβος για τα ψυχολογικά προφίλ.
Φόβος ότι θα αργήσω και φόβος ότι θα φτάσω πριν από όλους.
Φόβος για τον γραφικό χαρακτήρα των παιδιών μου σε φακέλους.
Φόβος ότι θα πεθάνουν πριν από μένα και ότι θα νιώθω ενοχές.
Φόβος ότι θα πρέπει να ζήσω με τη γριά μάνα μου, όταν γεράσω.
Φόβος σύγχυσης.
Φόβος ότι η σημερινή μέρα θα τελειώσει με μια άσχημη είδηση.
Φόβος ότι θα ξυπνήσω και θα έχεις φύγει.
Φόβος ότι δεν αγαπώ και φόβος ότι δεν αγαπώ αρκετά.
Φόβος ότι αυτό που αγαπώ θα αποβεί ολέθριο για αυτούς που αγαπώ.
Φόβος θανάτου.
Φόβος ότι θα ζήσω υπερβολικά πολύ.
Φόβος θανάτου.

Αυτό το είπα.

(Ρέιμοντ Κάρβερ, "Φόβος", μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος)


Ο φόβος νοτίζει τα ρούχα, ενώ μετρούμε τις πρώτες ώρες της νέας χρονιάς. Είναι ο φόβος όταν λες καλή χρονιά και δεν είσαι σίγουρος τι εύχεσαι. Ο φόβος μπροστά σε μια ξεχασμένη πόρτα ανοιχτή σε έναν άδειο παρατημένο δρόμο, ο φόβος πως η ηχώ δεν θα επιστρέψει τη φωνή σου και  ο φόβος πως όταν τελικά σου απαντήσει η φωνή αυτή δεν θα σου θυμίζει τίποτα. Ο φόβος μπροστά σε μια χούφτα στάχτη και ο φόβος μπροστά σε μια σκιά δεμένη στην αυλή να γαβγίζει τους περαστικούς. Ο φόβος για το λευκό ύφασμα που πέφτει στα σκοτεινά πατώματα. Ο φόβος πως συνηθίζεις και ο φόβος πως ξέμαθες να αντιδράς. Ο φόβος πως όλα θα μείνουν ίδια και ο φόβος πως τίποτα δεν θα αλλάξει.

 Φόβος πως ο κυνισμός θα συνεχίσει να υπάρχει σε άθλιες ανακοινώσεις που αλατίζουν τις πληγές των εγκλημάτων σαν το δελτίο τύπου της ΑΝΕΚ για το Norman Atlantic:  «Δεδομένου ότι το πλοίο δεν αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της Εταιρείας και ότι η Εταιρεία στο πλαίσιο της ως άνω ναύλωσης έχει προβεί σε πλήρη ασφαλιστική κάλυψη, εκτιμάται ότι δεν θα επέλθει σημαντική επίπτωση στα οικονομικά αποτελέσματα της Εταιρείας» . Φόβος πως δεν θα βρούμε προς τα πού να κατευθύνουμε την οργή μας απέναντι στο απάνθρωπο.

Φόβος πως η δημοσιογραφία θα παραμείνει καρφωμένη στα ίδια επίπεδα αθλιότητας όπως η αντίδραση του Μανώλη Αναγνωστάκη στο πρωινό του Μέγκα όταν μιλώντας με εγκλωβισμένο στο  Norman Atlantic άρχισε να φωνάζει ‘’Έλεος πια!’’ επειδή ο ναυαγός έθιξε την στάση του υπέροχου υπουργού Αργύρη Ντινόπουλου. Ή σαν τους δύο δημοσιογράφους της ΝΕΡΙΤ που κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του Αντώνη Σαμαρά μας παρουσίασαν σε προσομοίωση το πώς θα δομούνται οι συνεντεύξεις σε περιόδους δικτατορίας. Φόβος του Άδωνι Γεωργιάδη για την ψυχή της Ρένας Δούρου επειδή δεν πήγε στη δοξολογία της εκκλησίας.

Στην εκστρατεία της κινδυνολογίας που ξεκινά, ο φόβος ορίζεται ως το μόνο επιχείρημα. Ένας φόβος χτισμένος πάνω στην καταστροφή και την απόγνωση, φόβος που δεν τις αντιστρέφει αλλά αντίθετα της συντηρεί. Και το υλικό με το οποίο φτιάχνεται αυτό το ενδεχόμενο της απώλειας είναι ακριβώς οι απώλειες των τελευταίων ετών, σαν μια αντανάκλασή τους στο μέλλον, ένας πολλαπλασιασμός συνέχειας που για να επιμηκύνει τον εαυτό του παριστάνει πως τον αντιμάχεται. Αυτοί που δημιούργησαν την απώλεια τώρα τη χρησιμοποιούν ως όπλο απέναντι σε αντιπάλους διεκδικώντας τη συνέχειά της ως μόνο ενδεχόμενο. Με αυτό τον τρόπο μιλούν κατά της καταστροφής για να συντηρήσουν το υπέρ της, κόντρα σε μια καταστροφή στο μέλλον ώστε να συνεχίσουν να καταστρέφουν στο παρόν. Είναι η κριτική ικανότητα που έχει ατροφήσει μέσα στην παραζάλη της παρατεταμένης διάλυσης και τα αντανακλαστικά του ‘’όχι άλλο’’ που στρατολογούνται για να τρομοκρατήσουν. Μα αυτό το ‘’όχι άλλο’’ δεν επιτυγχάνεται ως ελεημοσύνη μέσα από την παθητικότητα του φόβου, αλλά ως διεκδίκηση μέσα από την ενέργεια της ελπίδας. Και είναι και πάλι ο φόβος αυτός που θα ορίσει την ελπίδα ως ανόητο όνειρο, την διεκδίκηση ως κάτι μάταιο και την υπόσχεση ως λαϊκισμό.  

Είναι τέλος ο φόβος, απέναντι σε κάθε τι το νέο μα και ίσως ο φόβος ως επικύρωση πως αυτό που έρχεται θα είναι νέο.

Ας τρομοκρατήσουμε λοιπόν τους φόβους μας. Βάζοντας τη διεκδίκηση στη θέση της βεβαιότητας, το χώμα στη θέση της στάχτης, την ελπίδα στη θέση της απόγνωσης και του πανικού. Γιατί το νέο δεν είναι τίποτα άλλο από τον ιδρώτα του τρομοκρατημένου φόβου.


(στην εφημερίδα Εποχή)

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Αντίστροφες πρωτοχρονιές



‘’ Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς μοιάζει αρκετά με το θάνατο ενός κατοικίδιου. Ξέρεις πως θα συμβεί, αλλά για κάποιον λόγο ποτέ δεν είσαι προετοιμασμένος για το πόσο απαίσια θα είναι η στιγμή που θα συμβεί’’.  Παρά την υπερβολή δύσκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει με την παρατήρηση του κωμικού John Oliver (ακόμη και αν δεν έχει κατοικίδια). Και αν δεν ισχύει σε απόλυτο βαθμό, σίγουρα όλοι μας μπορούμε να ανασύρουμε στην μνήμη Πρωτοχρονιές που περιγράφηκαν ακριβώς έτσι. Τα Sold-out μποτιλιαρίσματα στους άχαρα στολισμένους δρόμους και οι υπερήφανοι κουμανταδόροι που όλα τα ξέρουν γι αυτό θα ξεκινήσουν 5 λεπτά πριν τις 12 ώστε να το αποφύγουν (όλοι μας το έχουμε κάνει), την επιβολή της χαράς και της αισιοδοξίας υποχρεωτικά και άνευ όρων, τις κακές συνεννοήσεις που σε κάνουν να περνάς τον περισσότερο χρόνο της βραδιάς στο κρύο, εκείνος ο φίλος που έτυχε σήμερα να πιει λίγο παραπάνω και τον μαζεύεις, διάφοροι ενοχλητικοί στην τηλεόραση που μας ενημερώνουν τι ώρα είναι, ο δήμαρχος Αθηναίων που κάθε χρόνο μπερδεύεται στην αντίστροφη μέτρηση και μας επιβάλλει έτσι μισή ακόμη ώρα περσινής χρονιάς. Μα η πρωτοχρονιά είναι μια γιορτή που μας ενώνει και μας φέρνει πιο κοντά παρά τις διαφορές μας. Μια γιορτή που μας ενώνει στο πόσο πολύ την αντιπαθούμε.

Αν υπάρχει κάτι που μας δίδαξαν οι Πρωτοχρονιές αυτό είναι να μετρούμε ανάποδα. Και είναι περίεργη αυτή η αντίστροφη κίνησή μας η οποία έχει πάντα σαν αποτέλεσμα να μας στέλνει μπροστά στον χρόνο, βάζοντας το όριο της αλλαγής με τόσο αμετάκλητο τρόπο, γεμίζοντάς μας τόσο αμετάκλητο χρόνο, σαν να ταξιδέψαμε απότομα πολλά μίλια μπροστά. Μα τι θα γινόταν άμα βρισκόμαστε ξάφνου πίσω; Αν την παραμονή και ενώ όλοι περιμένουμε, ο δήμαρχος αποχαιρετούσε το 2014 λέγοντας ‘’3…2…1… σόρρυ παιδιά είναι και πάλι 2013’’.

Νομίζω δεν θα προκαλούσε εντύπωση. Θέλω να πω, τα τελευταία χρόνια, το παρόν μας γέμισε τόσο παρελθόν, που ο χρόνος μοιάζει με μια θολή στιγμή που απλώνει, χωρίς συγκεκριμένα σημεία στον ορίζοντα. Όλοι αναπολούν περασμένες χρονιές, περασμένες περιόδους, σέρνοντας την ανάμνηση στην επιθυμία, το βίωμα στην ευχή. Ακόμη και ως κίνδυνο ή ως ξεπεσμό βρισκόμαστε και πάλι στο παρελθόν: Χούντα, δικτατορία, Τσολάκογλου, αποστασίες, Ιουλιανά. Το παρελθόν είναι εδώ για να περιγράψει την αδράνεια του παρόντος, την κίνηση ενός σώματος που ακόμα και αν μετακινείται μένει παγωμένο ανάμεσα σε λεπτά και λεπτοδείχτες. Διαμπερές στα περασμένα, έκθετο στην επανάληψη, σώμα όσων έφυγαν και όμως δεν φεύγουν. Ας γυρίσουμε λοιπόν πίσω, σαν μια κίνηση αντίστροφου θράσους, σαν μια επιπλοκή νιότης στο μέλλον ετούτο που γερνά.

‘’Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει’’, μας ενημερώνει ο γεμάτος αισιοδοξία ποιητής μας. Μήπως λοιπόν αντί να προσθέτουμε μια χρονιά θα ήταν προτιμότερο να αφαιρούμε μία ή μήπως (αν θέλουμε να μείνουμε πιστοί στους μαθηματικούς μας τρόπους) να προσθέτουμε μια χρονιά που αφαιρέθηκε; Μήπως αντί να γιορτάζουμε, καλύτερα να στεναχωριόμαστε; Χαζές σκέψεις ίσως, αλλά αυτά παθαίνεις όταν έχεις ως μόνιμο ορίζοντα το παρελθόν, είτε ως αισιοδοξία είτε ως απαισιοδοξία. Φταίει και  η ποίηση βέβαια που ποτέ της δεν τα πήγαινε καλά με τα ρολόγια. Ο Γιάννης Βαρβέρης που γράφει: ‘’Έλα λοιπόν, φύγε κι εσύ λοιπόν, φύγε να μείνω μόνος με το μέλλον μου, μια και το μόνο μου μέλλον είναι να γίνουν όλα γύρω παρελθόν’’.

Ας βγούμε λοιπόν για μια φορά από τις πρωτοχρονιάτικες επιταγές, τις κοινότοπες ευχές, τις ανέξοδες υποσχέσεις, όλα όσα μας σπρώχνουν επιθετικά προς τα εμπρός. Ας παρατήσουμε για μια φορά  τους πολεμικούς χάρτες της αισιοδοξίας και της επιτυχίας στα απομεινάρια του πρωτοχρονιάτικου τραπεζιού, στα απομεινάρια των χαμογελαστών πάρτι, στα απομεινάρια μιας μέρας που στέκει διάτρητη από χρόνο. Και ας μην κάνουμε σχέδια για το μέλλον. Αυτή τη χρονιά ας κάνουμε σχέδια για το παρελθόν, αφού το μόνο παρελθόν μας είναι να γίνουν όλα μπροστά μας μέλλον.


(στην Εφημερίδα των Συντακτών)