Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια


[Διαβάζοντας ξαφνικά σε κάποιο δημοσίευμα πως η Ιταλίδα ηθοποιός και μούσα του Αντονιόνι, Μόνικα Βίτι έχει χάσει πλήρως τη μνήμη της, πάσχοντας εδώ και 15 χρόνια από τη νόσο Alzheimer]
 
Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Κοιτάζοντας τον ορίζοντα δεν διακρίνει τίποτα πια.
Γιατί ο χώρος είναι πια το ίδιο με τον χρόνο σ’ ένα σεντόνι χωρίς εξόδους διαφυγής.
Σαν δύτης χωρίς προσανατολισμό, αγνοώντας αν κινείται προς την επιφάνεια ή τον βυθό.
Και αν τύχει και ο δύτης ξεφύγει και βρεθεί και πάλι πάνω είναι και κει πια βυθός και ό,τι επιπλέει είναι χωρίς ανάσα.
Γιατί ο ενεστώτας είναι ένας χρόνος απλά για τους ονειροπόλους. Στην πραγματικότητα ο κάθε χρόνος είναι αόριστος.

Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Μια και δεν υπάρχει πια τίποτα να θυμηθείς.
Ο,τι άξιζε αποθηκεύτηκε σε ταινίες, φυγαδεύτηκε σε ξένα φεστιβάλ και τώρα μεταφρασμένο σε ξένες γλώσσες και όμοιες εικόνες αναζητά την ομορφιά σε νέα βλέμματα.
Γιατί το να μπαίνεις μέσα σε μια ταινία σημαίνει να ξεχνάς. Να ξεχνάς πώς μοιάζει το σώμα σου ολόκληρο, κομμένο από τα βιαστικά βλέφαρα της κάμερας, το πώς μοιάζει η ζωή σου ολόκληρη, κομμένη από πλοκές και σκηνές, να ξεχνάς πώς μοιάζουνε τα χρώματα βουτηγμένα στα φίλτρα και στο ασπρόμαυρο.
Το πώς μοιάζει η ζωή χωρίς φωτογένεια, χωρίς κάτι το συνταρακτικό, ένα βουβό μονόπλανο χωρίς εστίαση.

Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Ορθια στο τρένο ενώ τα τοπία περνούν, στον βυθό της μελαγχολίας της πριν ξεσπάσει σε ένα ασταθές χαμόγελο.
Η αγωνία μέσα στις πόλεις, σε δρόμους κοιτάζοντάς τους από ψηλά, κρεμασμένη σε αβέβαια μπαλκόνια από κτήρια που ξεφτίζουν.
Η πόλη, η μεγάλη πόλη με την άναρχη γεωμετρία της και τα σκουριασμένα της τοπία, τον σταχτή ουρανό και την ξεθυμασμένη της μυρωδιά.
Και κείνη μετέωρη και μετεωριζόμενη, μονίμως εκκρεμής σαν μια λέξη που δεν ειπώθηκε.
Με τα χείλη ανοιχτά ξεφλουδισμένα από τον χρόνο. Οχι από το πέρασμά του, αλλά από αυτόν τον ίδιο.
Γιατί είναι άλλη η εποχή μας και άλλη η δική της. Εκεί τα ημερολόγια δεν καταγράφουν αριθμούς, μόνο αναστεναγμούς, χαμόγελα και τριξίματα.
Εκεί η γυναίκα είναι ανάμνηση μιας ανάμνησης και τα αγάλματα περιφέρονται γεμάτα σάρκα δίπλα της.

Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Γιατί το παρελθόν είναι διάτρητο από πέτρες, χώμα και βλέμμα, σκάβοντας την εικόνα μέχρι το απόλυτο κενό.
Γιατί η επόμενη μέρα δεν είναι απαραίτητο να συμβεί αντίθετα από την προηγούμενη. Και το να ξεχνάς είναι απλώς να μην ξέρεις τι θα σου ξημερώσει το χθες.
Σαν ξαφνικά ν' ανοίγονται δύο ορίζοντες προς δύο κατευθύνσεις.
Και συ να ταξιδεύεις παράλληλα και προς τις δύο. Και όλα να βρίσκονται σε έκλειψη. Το φεγγάρι, ο ήλιος, το πρόσωπο.

Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Γυρνώντας ένα βλέμμα πίσω από τον ώμο, χωρίς να γνωρίζεις αν είναι χαμόγελο θλίψης ή χαράς.
Και τα μαλλιά της να ρουφούν το φως όπως η παπαρούνα ρουφάει το κόκκινο από το αίμα εκείνων των νεκρών που προχώρησαν πολύ μετά τον θάνατο.
Κάθε αύριο, λοιπόν, αναβάλλεται για χθες. Οι προσδοκίες, τα όνειρα και η στιγμή εκείνη που η ζωή και ό,τι την αντιμάχεται συγκλίνουν με την αναμέτρησή τους να αδυνατεί να καταλήξει σε κάποιο αποτέλεσμα.

Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Και ό,τι υπάρχει ξοδεύτηκε στην ομορφιά.
Η σκέψη, το άγγιγμα, η γεύση που αφήνει το άπιαστο στην επιδερμίδα. Ο,τι πέρασε, πέρασε καλά, γιατί όλο το χθες είναι ακόμη μπροστά μας.
Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Ούτε καν εμένα και σένα, να την κοιτούμε σε έναν κόσμο άδειο από ανθρώπους.
Κοιτάζοντάς την, σχεδόν σαν να την παρηγορούμε.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Ο στίχος ανάμεσα σε βραβεία και θάνατο



Η Σουζάν σε φέρνει στο σπίτι της κοντά στο ποτάμι
Ακούς τις βάρκες να περνούν
Περνάς τη νύχτα δίπλα της
Και ξέρεις πως είναι σχεδόν τρελή
Μα γι’ αυτό θέλεις να είσαι εκεί
Και σε ταΐζει τσάι και πορτοκάλια
Που ταξίδεψαν από τη Κίνα
Και όταν προσπαθείς να της πεις
Πως δεν έχεις αγάπη να της δώσεις
Εκείνη σε φέρνει στα νερά της
Κι αφήνει το ποτάμι να απαντήσει
Πως ήσουν πάντα ο εραστής της
Και θέλεις να ταξιδέψεις μαζί της
Και θέλεις να ταξιδέψετε στα τυφλά
Και ξέρεις ότι θα σ’ εμπιστευτεί
Γιατί άγγιξες το τέλειο σώμα της με το μυαλό σου.
Κι ο Ιησούς ήταν ναύτης
Οταν περπάτησε στο νερό
Και πέρασε μεγάλο διάστημα παρακολουθώντας
Από τον μοναχικό του ξύλινο πύργο
Και όταν ήξερε στα σίγουρα
Πως μόνο οι πνιγμένοι τον βλέπουν
Είπε τότε πως όλοι οι άνθρωποι θα είναι ναύτες
Μέχρι η θάλασσα να τους ελευθερώσει
Αλλά ο ίδιος ήταν σκορπισμένος
Πολύ πριν ο ουρανός να ανοίξει
εγκαταλελειμμένος, σχεδόν ανθρώπινος
Βυθίστηκε κάτω απ’ τη σοφία σας σαν πέτρα
Τώρα η Σουζάν σε παίρνει απ΄ το χέρι
Και σε πάει στο ποτάμι
Φοράει κουρέλια και φτερά
Από τα ράφια του στρατού της σωτηρίας
Και ο ήλιος ρέει σαν το μέλι
Στην κυρά του λιμανιού μας
Και σου δείχνει πού να κοιτάξεις
Ανάμεσα στα σκουπίδια και τα λουλούδια
Υπάρχουν ήρωες στα φύκια
Υπάρχουν παιδιά στο πρωινό
Που κάνουν το παν για την αγάπη
Και στηρίζονται σ’ αυτήν για πάντα
Ενώ η Σουζάν κρατάει τον καθρέφτη
Και θέλεις να ταξιδέψεις μαζί της
Και θέλεις να ταξιδέψετε στα τυφλά
Και ξέρεις ότι θα σ’ εμπιστευτεί
Γιατί άγγιξες το τέλειο σώμα της με το μυαλό σου.
Λέοναρντ Κοέν, Suzanne

«Για μένα το βραβείο είναι σαν να καρφιτσώνεις ένα παράσημο στην κορυφή του Έβερεστ επειδή είναι το ψηλότερο όρος στον κόσμο». Έτσι σχολίασε ο Λέοναρντ Κοέν την πρόσφατη βράβευση του Μπομπ Ντύλαν με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Το όνομά του Λέοναρντ Κοέν είχε ακουστεί και αυτό συχνά τα τελευταία χρόνια ως προτεινόμενο για βράβευση.  Τα ονόματά τους δεν διασταυρώθηκαν για πρώτη φορά. Η σύγκριση του Κοέν με τον Ντύλαν ξεκίνησε ήδη από την κυκλοφορία του Songs of Leonard Cohen, του πρώτου δηλαδή δίσκου του μεγάλου Καναδού καλλιτέχνη. Οι δύο μουσικοί κυκλοφόρησαν από την ίδια εταιρία και ανακαλύφθηκαν από το ίδιο πρόσωπο. Και οι δύο στηρίζονταν κυρίως στο στίχο και η μουσική λειτουργούσε ω συνοδεία. Κοινά χαρακτηριστικά μπορεί να βρει κανείς και στη στιχουργική τους. Ποιητικός στίχος πιο κοντά στον μοντερνισμό παρά στην παράδοση της μπαλάντας, βιβλικά θέματα, χιούμορ και ειρωνεία. Η δημοφιλία του Κοέν δεν έφτασε όμως ποτέ αυτή του Ντύλαν. Δεν θα τις ταίριαζε άλλωστε. Η ψιθυριστή χροιά -στα όρια της εξομολόγησης- της πρώτης περιόδου του, ο γλυκός λυρισμός, η συγκροτημένη πολιτική άποψη, ο εσωτερισμός στη συνέχεια, σε αποκλείει αν όχι από τα μεγάλα σίγουρα όμως από τα μαζικά ακροατήρια.

Ακόμη και η εμβληματική θέση του στίχου διαφέρει κατά πολύ στους δύο μουσικούς. Οι στίχοι του Ντύλαν συνομιλούν κατά πολύ περισσότερο με τη μουσική μελωδία. Αν κάποιος τους δει τυπωμένους, μακριά από τη φωνή και τη μουσική πολύ συχνά θα αντιληφθεί πως διαβάζει κάποιο τραγούδι (φυσικά με πολλές πολλές εξαιρέσεις). Αντίθετα, οι στίχοι του Κοέν είναι αυτοτελείς. Υπάρχουν σε σελίδες και χείλη με την ίδια αυτάρκεια. Ίσως γιατί ο ίδιος πριν αρχίζει να εκφράζεται με τραγούδια είχε γίνει ήδη γνωστός ως ποιητής στον Καναδά και είχε εκδώσει δύο μυθιστορήματα.

Τα ονόματα και των δύο μεγάλων ποιητών εμφανίστηκαν ξανά μαζί στην επικαιρότητα με μικρή χρονική απόσταση. Ο Μπομπ Ντίλαν επειδή βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας και ο Λέοναρντ Κοέν επειδή άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 του Νοέμβρη στα 82 του χρόνια.
Για πολλούς από εμάς τα δύο γεγονότα παρέπεμπαν στα αντίστοιχα απόλυτα συναισθήματα, της χαράς και της λύπης. Και στις δύο περιπτώσεις γυρίσαμε πίσω σε δίσκους και τραγούδια. Όμως το οριστικό του θανάτου έχει άλλο βάρος, συνοψίζει με τρόπους πιο ειλικρινείς και απόλυτους, αφού κοπάσουν οι επικήδειοι και τα χειροκροτήματα σε παραπέμπει κατ ευθείαν στην ουσία των πραγμάτων. Σε κάνει να δεις καθαρά την αξία, την προσωπική σου ταύτιση και εμπλοκή, το δικό σου κομμάτι που υπάρχει πίσω από τους μοιρασμένους στίχους. Και ακόμη περισσότερο σε κάνει να δεις εκείνη τη ρωγμή στα πράγματα, την αμυχή απ όπου μπαίνει όλο το φως (όπως θα έλεγε και ο ίδιος ο ποιητής). Και ανεξάρτητα από τις χαρές και τις βραβεύσεις σε οδηγεί στη συνειδητοποίηση πως για πολλούς από εμάς ο Λέοναρντ Κοέν είναι ένα από τα ομορφότερα δώρα που μας έχει κάνει η τύχη.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Bob Dylan: Οι πίσω σελίδες



*Αν κάτι πρέπει να αναγνωρίσει κάποιος στον Μπομπ Ντύλαν, πριν από οποιαδήποτε ένσταση ή ενθουσιασμό, είναι πως κατάφερε να στρέψει στη μουσική, στην τέχνη, στην ποίηση πολύ περισσότερους ανθρώπους από οποιονδήποτε άλλο καλλιτέχνη στον εικοστό αιώνα.

* «αν και ξέρω πως το βασίλειο της νύχτας/ξανάγινε άμμος/και κύλησε μέσα από το χέρι μου/αφήνοντάς εδώ να στέκομαι στα τυφλά/ξάγρυπνος ακόμη/ το τσάκισμά μου με σαστίζει/σημάδεψαν τα πόδια μου με πυρωμένο σίδερο/ ψυχή δεν πρόκειται να συναντήσω/ κ οι αρχαίοι άδειοι δρόμοι μου/ είναι τόσο νεκροί για όνειρα»

* Το αίτημα του Ντύλαν της πρώτης περιόδου είναι ένα αίτημα νεότητας. Η διεκδίκηση ενός διαφορετικού τρόπου να είσαι νέος. Ενός τρόπου να αντιλαμβάνεσαι το κοινωνικό ως ατομικό και να νιώθεις αλληλεγγύη για τον άλλο μέσα από τις δικές σου αναζητήσεις και αδιέξοδα. Είτε αυτός είναι γυναίκα, μαύρος ή μετανάστης. Το σημείο επαφής υπάρχει κάτω από το κέλυφος του κάθε ανθρώπου.

 * «Λυπάμαι τον καημένο μετανάστη/που τρέμει μες την λάσπη/που γεμίζει το στόμα του με γέλιο/που χτίζει την πόλη του με αίμα/που στο τέλος τα οράματά του/ συντρίβονται σαν το γυαλί/ λυπάμαι τον καημένο μετανάστη/ όταν περάσει η χαρά του»

*Ο Ντύλαν κατάφερε να εισάγει την ποίηση, το μοντερνισμό στη στιχουργική, το βάθος στο ροκ. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να διευρύνει μια ολόκληρη υπαρκτή έκφραση και να τη μετατρέψει σε τέχνη. Το νόημα έγινε αίτημα και ο ροκ μουσικός κάτι περισσότερο από διασκεδαστή. Ταυτόχρονα, όμως, κατάφερε να εισάγει και τη ροκ μέσα στην ποίηση. Ένα στίχο καταιγιστικό, άμεσο και ανέμελο, που συχνά δεν υπάκουε στις επιταγές της ποιητικής, άλλα στους όρους της ορμητικής μελωδίας.

*« η Μάγκη έρχεται με πόδι φτερωτό/με πρόσωπο μαύρο από την καπνιά/ μιλάει ξαναμμένη/ έχει βάλει τα φυτά μες στο κρεβάτι/μα το τηλέφωνο έτσι κι αλλιώς είναι παγιδευμένο/η Μάγκη λέει ότι λένε πολλοί/ πως θα μπουκάρουν αρχές του Μάη/εντολή του γενικού εισαγγελέα/το νου σου μάγκα/δεν έχει σημασία τι έκανες/ περπάτα στ’ ακροδάχτυλα/μην το ρίξεις στον ύπνο/ μείνε καλύτερα μακριά/ από τους πυροσβέστες/έχε τα μάτια δεκατέσσερα/ και πρόσεχέ τους όταν φορούν πολιτικά/ δεν χρειάζεσαι μετεωρολόγο/ για να ξέρεις προς τα πού φυσά ο άνεμος»

*Like Dylan In The Movies: Η τέχνη του Ντύλαν δεν περιορίζεται φυσικά στους στίχους, ούτε όμως και στα τραγούδια ως συνολικότερο διαλεκτικό αποτέλεσμα. Μέσα από concept δίσκους κατάφερε να δημιουργήσει ένα σύνολο του οποίου το τελικό αποτέλεσμα είναι κατά πολύ σημαντικότερο από τις επί μέρους μονάδες, δημιουργώντας έτσι πολύπλευρες συνολικές αφηγήσεις (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το αριστουργηματικό John Wesley Harding). Τα εξώφυλλα, οι φωτογραφίες του, οι συνεντεύξεις και οι συναυλίες, η αυτοβιογραφία του και η ποιητική συλλογή «Tarantula» είναι και αυτά κομμάτι ενός συνολικότερου έργου, μια κατάθεση σε μια εποχή θεάματος και μαζικής κουλτούρας όχι πάντοτε ενάντια στην τρέχουσα ιδεολογία, αλλά παρά αυτής. Εξίσου σημαντικός είναι ο ρόλος του Ντύλαν στον κινηματογράφο. Όχι με κινηματογραφικούς όρους, αλλά με όρους συμπληρωματικούς μιας εικόνας και μιας αφήγησης: από την συμμετοχή του στο υποτιμημένο γουέστερν του Σαμ Πέκινπα, «Η μεγάλη μονομαχία» («Pat Garett and Billy the Kid»), και στο αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ «Dont Look Back» του Ντ. Α. Πένιμπεκερ (D.A. Pennebaker), μέχρι το πρόσφατο ντοκιμαντέρ του Μάρτιν Σκορσέζε «No direction home» και την υπέροχη ταινία ‘’I’m Not There’’ του Τοντ Χέινς, όπου 6 ηθοποιοί υποδύονται  διαφορετικές πτυχές του Ντύλαν.

* « Όσο για μένα, αυτό που έκανα, για να αποκτήσω μια αυτονομία, ήταν να πάρω απλές folk συγχορδίες και να τους βάλω στίχους με καινούργια θεματολογία και οπτική, να χρησιμοποιήσω σλόγκαν και μεταφορές της φολκ, αλά σε καινούρια διάταξη.»

* Η κατάρα του παιδιού θαύματος, η κατάρα αυτού που θα εκφράσει την νεανική ηλικία και θα κερδίσει είναι πως δεν γερνάει ποτέ. Ο χρόνος αποκρυσταλλώνει την πρώτη μορφή, την ταξιδεύει σε στατικές μεταμορφώσεις, της δίνει μέγεθος και της επιτρέπει να συνομιλεί με την αφετηρία της. Ταυτισμένες με την ομορφιά οι πολλές ηλικίες του Μπομπ Ντύλαν θα είναι πάντοτε νεότητα.

*« και τι θα κάνεις τώρα/γαλανομάτη γιε μου/ και τι θα κάνεις τώρα/ αγαπημένο μου παιδί/θα ξαναφύγω πριν αρχίσει να πέφτει η βροχή/θα προχωρήσω στα βάθη του πιο πυκνού μαύρου δάσους/εκεί που είναι πολλοί οι άνθρωποι και άδεια τα χέρια τους/εκεί που τα δηλητηριώδη χάπια πλημμύρισαν τα νερά τους/εκεί που το σπίτι στην κοιλάδα/ είναι δίπλα στην υγρή βρώμικη φυλακή/και το πρόσωπο του δήμιου πάντα καλά σκεπασμένο/εκεί που η πείνα είναι άσχημη και οι ψυχές ξεχασμένες/ που το χρώμα είναι το μαύρο και ο αριθμός είναι το μηδέν/και θα μιλήσω θα το πω θα το σκεφτώ θα το αναπνεύσω/και θα το καθρεφτίσω στα βουνά να το δουν όλες οι ψυχές/και θα σταθώ πάνω στον ωκεανό μέχρι να αρχίσω να βουλιάζω/θα ξέρω όμως καλά το τραγούδι μου πριν αρχίσω να τραγουδώ/ και είναι άγρια/ άγρια / άγρια η βροχή που θα πέσει πάνω μας.»

(στην εφημερίδα Εποχή)

Άπαντα αγνώστου ποιητή



Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου
Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου
Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω
Μίλτος Σαχτούρης,
ο στρατιώτης ποιητής

Φυλλομετρώ σελίδες που δεν τυπώθηκαν, περιπλανώ το μάτι σε κενά που ποτέ τους δεν γέμισαν, απαγγέλλω σιωπηλά τη βουβή όψη της σελίδας που δεν γράφτηκε. Εδώ που κατοικούν οι σκέψεις, ένα άγνωστο βιβλίο κατοικεί. Τα άπαντα του αγνώστου ποιητή, που είναι όλοι οι άγνωστοι ποιητές και μαζί αυτός ο ένας. Ο ποιητής της μικρής ηλικίας, αυτός που φτιάχνει στίχους με την επιμονή του αναγκαίου και την ένταση του επείγοντος, έξω από την αισθητική αξίωση, σαν μια πράξη μύησης που αγνοεί τον εαυτό της. Ο ποιητής που τα παράτησε όταν άρχισε ο κλοιός της ζωής να στενεύει, οι υποχρεώσεις, οι ματαιώσεις, οι στιγμές που λυγίζουν το σώμα και το πνεύμα. Ο ποιητής της μεγάλης ηλικίας, αυτός που ποτέ ακριβώς δεν παραδέχθηκε πως γράφει κι όμως η γραφή και η ανάγνωση υπήρξαν μια καθημερινότητα σταθερή τόσο ώστε να κρατούν κάθε τι άλλο καθημερινό. Και κυρίως ο ποιητής εκείνος ο χωρίς ηλικία, που ποτέ του δεν έγραψε μια λέξη κι όμως κατανάλωσε εν αγνοία του (ή ακόμη και εν πλήρη γνώση) όλη του την ύπαρξη, στον ποιητικό στοχασμό, ή την ποιητική θέαση των πραγμάτων ή ακόμη περισσότερο στο ποιητικό του βίωμα. Όλοι συνθέτουν τα άπαντα του άγνωστου ποιητή, το αναγκαίο αυτό βιβλίο ώστε να υπάρξουν όλα τα άλλα βιβλία, ώστε να γίνει η ποίηση πληθυντική και μέσα στον χώρο αυτό να φυτρώσουν όλα τα άλλα ποιήματα.


Η έκδοση των Απάντων ενός ποιητή αποτελεί στιγμή κομβική για το έργο του. Στιγμή όπου το σύνολο των μεταμορφώσεων τείνει στην τελική μορφή. Το επί μέρους γίνεται κομμάτι ενός όλου, όμοιο μεταμορφώνεται μέσα από την συνομιλία και τη γειτνίαση, την ταυτόχρονη ύπαρξη παράλληλα με τα άλλα μέρη και ταυτόχρονα τέμνοντάς τα. Η παράδοξη γεωμετρία των Απάντων δημιουργεί μια παράδοξη συνθήκη. Το συγκεντρωτικό βιβλίο είναι το πρώτο και ταυτόχρονα το τελευταίο βιβλίο. Και αν δεχτούμε πως οι ποιητές γράφουν ξανά και ξανά ένα και μόνο ποίημα, τα Άπαντα είναι αυτά που ορίζουν την έκτασή του και τον αριθμό των μεταμορφώσεών του, μέχρι οι φωνές να γίνουν φωνή και οι ήχοι να συγκεντρωθούν στον ήχο. Το βλέμμα του αναγνώστη μετατοπίζεται, το ένα ποίημα αποσαφηνίζει και ερμηνεύει το άλλο, σημεία φωτίζονται και όλα συμβάλουν ώστε να μας δοθεί το ζητούμενο εκείνο σύνολο: Η φωνή του ποιητή.
Ενώ λοιπόν μοιάζει να βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τέλος, μια οριστική επισφράγιση, μια ολοκλήρωση, στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά σε μια αρχή. Καθώς οι αναγνώσεις, οι ερμηνείες και οι περιδιαβάσεις στο σύνολο σώμα του κειμένου γίνονται και αυτές μέρος του έργου, πλάθοντάς το ξανά και ξανά, σμιλεύοντάς το μαζί με τον χρόνο. Είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε  στην έναρξη αυτού του καιρού της ανάγνωσης.

Και όμως η ποίηση δεν ανήκει στους μεγάλους του στίχου, τους εθνικούς ποιητές, στα κεφάλαια της λογοτεχνίας. Δεν ανήκει στους επαγγελματίες του στίχου, στους λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένους, η ποίηση ανήκει σε αυτούς που την έχουν ανάγκη, ακόμη και μέσα σε ερμηνευτικά άλματα ή ανεπάρκεια στις αναφορές. Ακόμα και με τη συγκίνηση του πρώτου επιπέδου. Η ποίηση ανήκει σε αυτούς που την έχουνε ανάγκη. Ας είναι αυτός ο κανόνας του τραγουδιού.
Κάθομαι εδώ και ξεφυλλίζω τα άπαντα του άγνωστου ποιητή. Τα άπαντα αυτά που είναι ταυτόχρονα ένας τόμος και ένα μονάχα ποίημα ελάχιστο. Φυλλομετρώ σελίδες που δεν τυπώθηκαν, περιπλανώ το μάτι σε κενά που ποτέ τους δεν γέμισαν, απαγγέλλω σιωπηλά τη βουβή όψη της σελίδας που δεν γράφτηκε. Τα άπαντα του αγνώστου ποιητή, που είναι όλοι οι άγνωστοι ποιητές και μαζί αυτός ο ένας. Εδώ που κατοικούνεοι σκέψεις, ένα άγνωστο βιβλίο κατοικεί.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Καταργούνται οι παρελάσεις



«Η κυβέρνηση ανακοινώνει πως φέτος οι στρατιωτικές παρελάσεις στις 28 Οκτώβρη και στις 25 Μάρτη δεν θα πραγματοποιηθούν. Αντίθετα, τα χρήματα της πολυδάπανης αυτής γιορτής θα χρησιμοποιηθούν, ώστε να καλυφθούν χρηματοδοτικά κενά σε σχολεία και νοσοκομεία. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση είναι πρωτίστως λόγοι πατριωτικοί. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πατριωτικότερο από το να πράττεις με βάση τις ανάγκες των συμπολιτών σου, από το να εξασφαλίζεις την υγεία και την εκπαίδευσή τους. Έχουμε έναν πόλεμο να κερδίσουμε. Έναν πόλεμο κοινωνικό ενάντια στη φτώχεια, την ανέχεια και την εξάντληση. Και όπως σε κάθε πόλεμο, έχουμε να κρατήσουμε όρθιο έναν λαό. Σήμερα κερδίζουμε μια μάχη.
Γιατί δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να τιμάς την αυτοθυσία των προγόνων σου από το να πράττεις έτσι ώστε να οικοδομήσεις το μέλλον αυτών που έρχονται μετά από σένα. Οι αληθινές μάχες για το παρελθόν της πατρίδας δίνονται στο παρόν.»
Κάποια τέτοια ή παρόμοια λόγια θα περιμέναμε να ακούσουμε κάποια στιγμή από μια αριστερή κυβέρνηση. Κάποια τέτοια ή παρόμοιες αλλαγές θα περιμέναμε από μια τέτοια κυβέρνηση. Σε θέματα απλά, με πρακτικό πρόσημο, με πρακτική δικαιολογία, που εμβαθύνουν μια ιδεολογική ηγεμονία.

Οι παρελάσεις παρελαύνουν μπροστά μας ως υπενθύμιση όλων των πραγμάτων που δεν έγιναν. Δεν είναι κεντρικό θέμα, αλλά υπενθυμίζουν τον εαυτό τους επιθετικά. Καταλαμβάνουν μια ολόκληρη μέρα, κλείνουν τους δρόμους της πόλης, βιάζουν τους ουρανούς της. Ταυτόχρονα, μας δίνουν ένα παράδειγμα για το πώς θα μπορούσαν να διαχειρίζονται διάφορα θέματα. Δεν προβαίνεις σε αλλαγές επειδή η ιδεολογία σου έτσι προστάζει. Αντίθετα σε μια αυστηρά πρακτική εποχή, με έναν λαό σε μια παρατεταμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χτίζεις την ηγεμονία σου γαντζωμένη σε αυστηρά πρακτικά θέματα με άμεσο αντίκτυπο. Αν παραδείγματος χάρη θες να προχωρήσεις στη διευθέτηση των σχέσεων εκκλησίας και κράτους, δεν ξεκινάς αλλάζοντας τα θρησκευτικά, ή την πρωινή προσευχή. Χτίζεις μέτωπα απέναντι σε θέματα που επιδεινώνουν την οικονομική αιμορραγία της χώρας, σε θέματα που άμεσα μπορούν να σου προσφέρουν κάποια χρήματα, σε θέματα που, ακριβώς λόγω του μεγάλου τους κόστους, αποκλείουν οποιαδήποτε επιχειρηματολογία με αξιώσεις. Πόσο παράλογο μπορεί να ακούγεται να διεκδικείς προνόμια, όταν το σύνολο των ανθρώπων δεν έχουν πρόσβαση στα στοιχειώδη; Αν λοιπόν μια κυβέρνηση αποφάσιζε να προχωρήσει σε μια σταδιακή αλλαγή των σχέσεων με την εκκλησία, δεν θα έπρεπε να δώσει την πρώτη μάχη σε επίπεδο ιδεολογίας ή ιστορίας (τι έκανε πχ η εκκλησία επί χούντας), αλλά σε σχέση με την περιουσία της εκκλησίας, τους μισθούς και το αφορολόγητο των παπάδων. Το πρακτικό είναι ό, τι πιο άμεσο υπάρχει. Οικοδομεί συμμαχίες με τρόπο ευθύ, αναδεικνύει την υποκρισία και το παράλογο. Μια τέτοια κατεύθυνση θα ήθελε φυσικά τακτική, υπολογισμό, ψυχραιμία και κυρίως πολιτική βούληση, στοχεύοντας σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό αποτέλεσμα.

Ας πάρουμε ως παράδειγμα την καθιέρωση του πολιτικού γάμου. Ο πολιτικός γάμος εισήχθη στην χώρα μας το 1982 από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Ως τότε ίσχυε μόνο ο θρησκευτικός γάμος. Το ελληνικό κράτος, αναγνωρίζοντας μόνο τον θρησκευτικό γάμο έως το 1982, παραβίαζε τη θεμελιώδη αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας και δημιουργούσε μία σειρά από προσωπικά αδιέξοδα σε αλλόθρησκους, άθεους και όσους ήθελαν να συνάψουν τέταρτο γάμο. Η καθιέρωση του πολιτικού γάμου έφερε μεγάλες αντιδράσεις απέναντι στην (τότε πανίσχυρη) κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Ενδεικτικά ο νόμος δεν προχώρησε στο υποχρεωτικό του πολιτικού γάμου, όπως ζητούσε η προοδευτική διανόηση και ήταν το καθεστώς στις Δυτικές Χώρες, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας δεν ψήφισε τον νόμο. Έντονες ήταν προφανώς και οι αντιδράσεις στο χώρο της εκκλησίας. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι πως όταν ο νόμος κατοχυρώθηκε ως δικαίωμα, τα περισσότερα ζευγάρια συνέχισαν να προτιμούν -σε συντριπτική μάλιστα πλειοψηφία- το θρησκευτικό γάμο. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα το ποσοστό των θρησκευτικών γάμων έφτανε το 90%. Τα πράγματα άλλαξαν με τον ερχομό της κρίσης. Το 2012 ο αριθμός των πολιτικών γάμων ξεπέρασε αυτόν των θρησκευτικών. Δεν είμαι σίγουρος για το πώς μπορεί να μετρηθεί η συμβολή ενός τέτοιου γεγονότος στο επίπεδο της ηγεμονίας, αλλά αυτό που μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια αλλαγή, που εκκινείται από οικονομικούς λόγους και συμβάλει στην μείωση μιας εξουσίας.
Οι θεσμικές αλλαγές πρέπει να γίνονται σε πρακτική βάση, χτίζοντας άμεσες συμμαχίες, βαθαίνοντας έναν ηγεμονικό λόγο στρατηγικά διαρθρωμένο. Μέχρι τότε αυτό που θα παρελαύνει μπροστά μας σε κάθε επέτειο δεν θα είναι τα στρατά, αλλά οι μάχες που δεν δόθηκαν, οι συγκρούσεις που δεν κερδήθηκαν και οι αλλαγές που δεν έγιναν.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Η ακροδεξιά του κυρίου



«Ο τόπος μας περνάει από στιγμή σε στιγμή στον αφελληνσιμό και στον αποχριστινιασμό», «Το μουσουλμανικό στοιχείο δεν αφομοιώνεται. Μάλλον εμείς θα πάμε προς τα εκεί και όχι αυτοί», «ο Νίκος Φίλης είναι ένας προβληματικός άνθρωπος. Άλλα λέει το βράδυ, άλλα λέει το πρωί, είναι ασυνεπής. Και το λέω αυτό σαν αρχιεπίσκοπος. Ασυνεπής στις σχέσεις του και στα λόγια του», «Κίνδυνος ισλαμοποίησης», «Να αναβληθεί η ανέγερση τεμένους»- «Δεν είναι θρησκεία ο μουσουλμανισμός», «Δεν κάνει λάθος ο Αμβρόσιος».

Νομιμοποίηση της ακροδεξιάς ρητορικής
Η συνέντευξη του κυρίου Ιερώνυμου στον ΣΚΑΙ έμοιαζε με έναν αρωματικό βόθρο ήπιας καύσης. Ως ένας ήρεμος τρόπος να εκφέρεις τις πιο ακραίες θέσεις, συμπάσχοντας με το θύμα των λεγομένων σου. Τους μουσουλμάνους, τους πρόσφυγες, τους αριστερούς. Υποσχόμενος στην πραγματικότητα ακόμη πιο μαύρες μέρες για όλους αυτούς. Ακόμη περισσότερο διεκδικώντας ακόμη πιο σκληρή στάση, μεταμφιέζοντας τη μισαλλοδοξία σε κοινή λογική, τον φονταμενταλισμό σε λογικό αυτονόητο, την εκκλησιαστική καμαρίλα σε παράμετρο της πολιτικής ζωής του τόπου.
Η παρουσία του κυρίου Ιερώνυμου δεν περιγράφει την προσχώρηση ενός κορυφαίου ιεράρχη στην ακροδεξιά. Περιγράφει την ακροδεξιά ως νόμιμο πολιτικό brand. Ως μια συνταγή που ενόψει ανασχηματισμού ανεβάζει και κατεβάζει υπουργούς, περιγράφει ποιο είναι το ορθό, μιλάει για την εκκλησία σαν κάτι ευρύτερο του κράτους, των πολιτών, της κοινωνίας. Ως ένα χρήσιμο και απόλυτα νόμιμο πολιτικό εργαλείο, ταυτισμένο με κοινές δοξασίες και απόψεις που ο καθείς (ανάλογα με τη θέση του ) μπορεί να χρησιμοποιήσει με βάση τους στόχους του. Ο λόγος του κυρίου Ιερώνυμου είναι δύο φορές πιο τοξικός. Είναι ένας ακροδεξιός λόγος όπως υιοθετείται από τις δυνάμεις της ηρεμίας, της ψυχραιμίας και της συναίνεσης. Περιγράφει την μετατόπιση της νηφαλιότητας στα άκρα, όχι για να περιγράψει μια ακραία κατάσταση αλλά αντίθετα ώστε να κανονικοποιήσει τα άκρα προς όφελός του. Ως μια θυμωμένη ηπιότητα που μπορεί να μεταμφιεστεί, ως μια μισαλλοδοξία που μπορεί να πει τον εαυτό της αυτονόητο. Ως μια υπερβατική συνείδηση που δημιουργεί άποψη χαζεύοντας δημοσκοπήσεις.

Σκουριασμένα αντανακλαστικά
Ακόμα και η εκφορά ακραίων θέσεων με μετριοπαθή τόνο περιγράφει την πολιτικάντικη εισχώρηση του Ιερώνυμου στο ακροδεξιό τόξο για λόγους τακτικής. Γιατί η ιδεολογία της εκκλησίας δεν είναι ποτέ ακραία ή μετριοπαθής. Η ιδεολογία της εκκλησίας είναι πάντοτε η εκκλησία, η υπεράσπιση μιας κυρίαρχης αφήγησης που περιλαμβάνει τους πάντες. Μια μάζα που δεν προσδιορίζεται από σύνορα ή ταυτότητες, αλλά είναι η ίδια σύνορο και ταυτότητα. Μια πραγματική μάζα ταυτισμένη με μια φαντασιακή μάζα όπως αυτή εκστομίζεται από τον συνεντευξιαζόμενο λόγο του κάθε ιεράρχη. Ως μια εξουσία ανεξάρτητη από άλλες εξουσίες, απόλυτη και διαχρονική. Ως μια εξουσία που αφορά και σένα φίλε αναγνώστη είτε το θες είτε όχι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τα σκουριασμένα αντανακλαστικά, τις αναμενόμενες συναινέσεις και τις συμφιλιωτικές κινήσεις στον αναμενόμενο ανασχηματισμό χάνει την μάχη της εκκοσμίκευσης, της θεσμικής και δημοκρατικής αλλαγής του κράτους κατά κράτος. Αποδέχεται ένα καθεστώς ζητώντας βοήθεια από την άνευ κριτικής ισχύ του. Και ουσιαστικά χάνει κάθε σημείο που θα μπορούσε να περιγράψει αυτή την κυβέρνηση ως αριστερά. Συντηρώντας μικρές συμμαχίες, αναζητώντας συναινέσεις. Ακόμη και τα τελευταία ρινίσματα αριστερής υπόσχεσης κάπου εδώ τελειώνουν. Με την ήπια εκφορά ενός ακροδεξιού λόγου.

(στην εφημερίδα Εποχή)