Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

Το φάντασμα του Τομ Τζόουντ πάνω από την Ευρώπη







Άνθρωποι περπατούν δίπλα στις γραμμές του τρένου
Σε  μια κατεύθυνση χωρίς επιστροφή
Οι μοτοσυκλέτες των αστυνομικών περνούν πάνω από τη γέφυρα
Ζεστή σούπα στη φωτιά κάτω απ τη γέφυρα
Το καταφύγιο απλώνεται πρόχειρα στη γωνία
Καλός ήρθατε στη νέα τάξη πραγμάτων
Οικογένειες κοιμούνται σ’ αμάξια στα νοτιοδυτικά
χωρίς ησυχία και ξεκούραση, χωρίς σπίτι και δουλειά

Ο δρόμος ζωντανεύει απόψε
Μα όλοι γνωρίζουν καλά που καταλήγει
Κάθομαι εδώ κάτω στο φέγγος της φωτιάς
Ψάχνοντας το Φάντασμα του Τομ Τζόουντ

Από τον σάκο του τραβά ένα βιβλίο με προσευχές
Ο ιεροκήρυκας ανάβει μια γόπα και παίρνει μια ρουφηξιά
Περιμένοντας τον καιρό που οι τελευταίοι θα γίνουν πρώτοι και οι πρώτοι τελευταίοι
Ξαπλωμένος σ’ ένα χαρτόκουτο στην υπόγεια διάβαση
κρατώντας ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για την γη της επαγγελίας.
Έχεις μια τρύπα στην κοιλιά σου και ένα όπλο στο χέρι  σου
Έχεις για προσκεφάλι το σκληρό του βράχου
για λουτρό τα υδραγωγεία της πόλης

Ο δρόμος ζωντανεύει απόψε
Μα όλοι γνωρίζουν καλά που καταλήγει
Κάθομαι εδώ κάτω στο φέγγος της φωτιάς
Ψάχνοντας το Φάντασμα του Τομ Τζόουντ

Και ο Τομ είπε: ‘’ Μάνα όποτε ένας μπάτσος χτυπά κάποιον
Όποτε  ένα νεογέννητο παιδί κλαίει πεινασμένο
Όποτε  υπάρχει συμπλοκή κατά του αίματος και μίσος στον αέρα
Αναζήτησε με μάνα θα με βρεις εκεί
Όταν  κάποιος παλεύει για να σταθεί,
Όταν κάποιος αναζητά μια αξιοπρεπή δουλειά ή ένα χέρι βοηθείας
Όταν  κάποιος αγωνίζεται να είναι ελεύθερος
Κοίτα στα μάτια του μάννα θα με βρεις εκεί’’

Ο δρόμος ζωντανεύει απόψε
Μα όλοι γνωρίζουν καλά που καταλήγει
Κάθομαι εδώ κάτω στο φέγγος της φωτιάς
Ψάχνοντας το Φάντασμα του Τομ Τζόουντ

(Bruce Springsteen, The Ghost Of Tom Joad, από τον ομώνυμο δίσκο, 1995.
Η προτελευταία στροφή αποτελεί παράφραση του διάσημου λόγου του Τζόουντ πριν την αναχώρησή του, στο τέλος του μυθιστορήματος ‘’τα σταφύλια της οργής’’ )



 Ο  Τομ Τζόουντ είναι ο πρωταγωνιστής στα ΄΄ Σταφύλια της οργής’’ του Τζον Στάινμπεκ.  Πέρα από εμβληματικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος, ο Τζόουντ αποτελεί ταυτόχρονα- μέσα από τη σταδιακή ωρίμανση του από σελίδα σε σελίδα αλλά κυρίως λόγω της τελικής του επιλογής και στάσης - και ενσάρκωση του νοήματος του βιβλίου. Τα ‘’σταφύλια της οργής’’, έγιναν ταινία από τον Τζον Φορντ, έναν μόλις χρόνο μετά την έκδοσή τους. Η ιστορία της οικογένειας των Τζόουντ, τραγουδήθηκε από τον φολκ τραγουδιστή Woody Guthrie, ως αρχετυπική  περίπτωση που περιγράφει τα βάσανα των φτωχών της Αμερικής και ταυτόχρονα ως αντίδραση απέναντι στην αδικία. Όταν ο Bruce Springsteen τραγουδούσε για το φάντασμα του Τομ Τζόουντ το 1995 ,  δεν είχε σαν πρόθεση να μιλήσει απλά για έναν λαϊκό ήρωα, αλλά περισσότερο να συνδέσει τον πόνο δύο εποχών και παρουσιάζοντάς τον Τζόουντ ως πρότυπο, να προβάλλει την συνέχεια αλλά και την επιτακτική επικαιρότητα της στάσης του.

Η ιστορία των Τζόουντ, είναι η ιστορία του ξεριζώματος και της περιπλάνησης για την επιβίωση. Η κρίση της δεκαετίας του ’30, οι άνεμοι σκόνης που σαρώνουν τις σοδειές, ο εκμοντερνισμός των μέσων καλλιέργειας αλλά κυρίως η απληστία των τραπεζών, αναγκάζουν την οικογένεια να εγκαταλείψει το σπίτι της στην Οκλαχόμα, να τραβήξει δυτικά μέσω του (θρυλικού πλέον) αυτοκινητοδρόμου 66, να αναζητήσει την τύχη της στην γη της επαγγελίας. Φτάνοντας στην εύφορη Καλιφόρνια, οι Τζόουντ μαθαίνουν από τι υλικά είναι φτιαγμένος ο παράδεισος: άθλιες συνθήκες διαβίωσης στους εργατικούς καταυλισμούς, ανεργία, εκμετάλλευση,  υποσιτισμός και ξυλοδαρμοί, σε μια κρίση που μεταφράζει το κάθε ανθρώπινο δικαίωμα σε πολυτέλεια. Μέσα από μια σειρά ματωμένων γεγονότων, ο Τζόουντ θα συνειδητοποιήσει τη σημασία της αλληλεγγύης και της επιθετικής στάσης απέναντι στην αδικία. Κυνηγημένος από την τύχη των πολλών, θα γίνει υπερασπιστής των αδικημένων, και οργανωτής της αντίδρασής τους.
Η πολιτική - τόσο στο βιβλίο του τότε, όσο και στην πραγματικότητα του σήμερα- παρουσιάζετε κυρίως ως ένας τρόπος που ρυθμίζει αριθμούς, παραμέτρους και διαδικασίες. Το ανθρώπινο απουσιάζει. Ο Στάιμπεκ, ξεπερνά την καταγραφή του ντοκουμέντου και εμβαθύνει στην λογοτεχνικότητα των χαρακτήρων και των δεσμών. Με τον τρόπο αυτό, μας παρουσιάζει την ανθρώπινη διάσταση της πολιτικής. Οι ξεριζωμένοι γίνονται φορείς των επιπτώσεων της κρίσης. Βιώνουν την πολιτική χωρίς να μπορούν να την περιγράψουν. Την καταλαβαίνουν αποκλειστικά στον πόνο και την αναπνοή. Μέσα από τον απλό λόγο των εργατών, ο συγγραφέας φτάνει στον ριζοσπαστισμό του αυτονόητου. Οι έννοιες της ιδιοκτησίας, της δουλειάς και της εκμετάλλευσης περνούν μέσα από το ανθρώπινο των χαρακτήρων. Η απλότητα στην έντασή της, γίνεται  το αμείλικτο κομμάτι του επιχειρήματος. Η επιστροφή από τον αριθμό στο αίμα, γίνεται υπόθεση επιτακτική.
Η Αμερική του 1995 (και πολύ περισσότερο αυτή της τραπεζικής κρίσης του 2008) δεν διαφέρει σε πολλά από αυτή της δεκαετίας του 30. Καραβάνια νεόπτωχων γεμίζουν και πάλι τον αυτοκινητόδρομο 66. Κατά μήκος του, οι μικρές πόλεις ερημώνουν. Στις πεδιάδες του Σαλίνας, Μεξικάνοι μετανάστες έχουν πάρει την θέση των εσωτερικών μεταναστών στη συγκομιδή του καρπού, στο μοίρασμα της αδικίας. Στην άλλη μεριά του ωκεανού, η Ευρώπη της κρίσης γίνεται η νέα εύφορη ερημιά. Νέοι άνεργοι, φτωχοί και μετανάστες συνωστίζονται σε έναν καταυλισμό που τους αποκλείει. Δίπλα στην φωτιά, το φάντασμα του Τομ Τζόουντ, μιλά το παλαιό τραγούδι. Της αδικίας, της οργής, της αλληλεγγύης.

(στο περιοδικό διαβάζω)

Η ρωγμή και το τραύμα



 ‘’Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο’’, η νέα ποιητική συλλογή του Γιάννη Στίγκα



Εδώ
τhe evil eye is working overtime
λυπάμαι που το γράφω αλλά
το φως το καταντήσαμε
την τέλεια —για το τίποτε— κρυψώνα
—τι άλλο θέλεις να σου πω—

εχθές το βράδυ στο μετρό
αγγίζονταν χιλιάδες σώματα
κι ούτε ενα τσαφ για τα προσχήματα
ούτε ένα τόσο δα ηλεκτρόνιο
κάτι
ν’ ανατριχιάσει τα χαμένα βλέμματα
μήπως και δούμε την Ιθάκη ολόγυμνη
κάτω από τα ταγιέρ
και τα πουκάμισα

*
Η τραγωδία του τόπου μου
Αν εξαιρέσεις βέβαια τους σεισμούς
όλοι οι υπόλοιποι  -ισμοί
μας πούλησαν κατάμουτρα
Καλέ μου λόρδε Βύρωνα,
τσάμπα τη λούστηκες την έξοδο
τσάμπα την άναψες την έξοδο
ο πυρετός σου σήμερα
υπάρχει – δεν υπάρχει στα συγγράμματα
του ’ χουν κοτσάρει κάτι ελεεινά μικρόβια
ενώ ήταν σκέτη λεβεντιά
οχτώ μποφόρ Χριστός
κι ακόμα τόσα

Τότε – χαμένα μες στις καλαμιές
τώρα — χαμένα στα σκυλάδικα





 (από την συλλογή ''ο δρόμος μέχρι το περίπτερο'')




‘’Ω εσύ σκάβεις κι εγώ σκάβω
Και σκάβω μέσα μου ως εσένα’’
Paul Celan

Ο ‘’δρόμος μέχρι το περίπτερο’’ αποτελεί την τέταρτη ποιητική κατάθεση του Γιάννη Στίγκα. Το σύντομο αυτό βιβλίο καταφέρνει να συμπυκνώσει, στα τρία ποιήματα και στις 28 σελίδες του, την λογοτεχνική φωνή των τριών προηγούμενων συλλογών του ποιητή. Την  αποσπασματικότητα και την επείγουσα επιθετικότητα της ‘’Αλητείας του αίματος’’ (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2004), την μυθολόγιση του κόσμου του ποιητή  και την λυτρωτική ανάταση του βιβλίου ‘’Η όραση θα αρχίσει ξανά’’ (εκδόσεις Κέδρος 2006)  και την αγαπητική αναφορά και συνομιλία του δημιουργού με ποιητές που συγκρότησαν την φωνή και το βλέμμα του στο ‘’Ισόπαλο τραύμα’’ (εκδόσεις Κέδρος 2009).  Όμως, ‘’ο δρόμος μέχρι το περίπτερο’’ ούτε επαναλαμβάνει ούτε υπενθυμίζει. Η συνομιλία με το  ποιητικό παρελθόν του Στίγκα υπάρχει ως επιλογή του αναγνώστη. Το βιβλίο κουβαλά την πορεία αλλά ταυτόχρονα αναπνέει αυτοτελώς την δική του ποιητική, την δική του κατάθεση.

Μονίμως ονειρεύομαι/ μια ανηφόρα που θα βγάζει ολόισια στα σπλάχνα σου/να μπαίνω και ν’ αλλάζω τους αλγόριθμους/έτσι που η καρδιά/ να ξεκουφαίνει ενδελεχώς τη νόηση.


Η διαδρομή που περιγράφει ο ποιητής- ήδη από τον τίτλο- αποτελεί μια συγκροτημένη ζάλη, έναν μετεωρισμό ανάμεσα στα αντίθετα, τις απόλυτες στιγμές της ζωής και τις ρωγμές τους. Ο ποιητής περπατά τον δρόμο μετεωριζόμενος. Άλλοτε ως παιχνίδι αθωότητας και άλλοτε  ως βάσανο αστάθειας. Κάθε του βήμα είναι μια πτώση που απλώς αναβάλλεται. Μέχρι το επόμενο βήμα και ύστερα μέχρι το επόμενο.
 Και εκείνος μοιράζει τις λέξεις, ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, την καρδιά και την νόηση. Η διαδρομή είναι μια απλή διαδρομή, η κάθε μέρα όπως μπορεί να μοιραστεί σε μια βόλτα μέχρι το περίπτερο ή η τελευταία μέρα στον αργόσυρτο βηματισμό της μέχρι την πνιγμοσύνη της θηλειάς .
 Ανάμεσα στην επιθυμία που μας αποκαλύπτεται στην αφετηρία της σύνθεσης και την τελική παραδοχή στο σημείο του τέρματος, ο Στίγκας μας περιγράφει τον ίλιγγο αυτού του μετεωρισμού, τον ίλιγγο του βιώματος, την ζωή χωρίς πατερίτσες. Η νόηση, η γλώσσα της λογικής, παύει να αποτελεί εργαλείο κατανόησης, η εμπειρία γίνεται λέξη και ο τρόπος να την βιώσεις ποιητικός τρόπος.
 Η γλώσσα του βιβλίου πλήρως αργασμένη, γίνεται το πεδίο και ταυτόχρονα η αποτύπωση της μάχης. Από το παρατεταμένο τραύλισμα και την αποσπασματικότητα, στην διακοπή και την επανάληψη, την κραυγή και το μπινελίκι μέχρι την αναφορά των χωρίων των αρχαίων ελληνικών του Ηρακλείτου και των αγγλικών του Πάουντ, το κάθε επιμέρους στοιχείο λειτουργεί ως ισότιμο βίωμα. Το κειμενικό σώμα πλησιάζει το σάρκινο καθώς πάνω του αποτυπώνονται οι κηλίδες, οι εκδορές και οι πληγές της εμπειρίας, κάθε διαδρομή που έφερε τον ποιητή στο παρόν και την ποίηση σαν συμπέρασμα.

Γιατί η ποίηση/ -ψιτ, μεγάλε-/ δεν είναι αιώρα ρεμβασμών/ δεν ειν’ το φτερωτό σου κατοικίδιο/ -ψιτ, μεγάλε-/ Όταν υποδύεσαι το φεγγάρι/ να το υποδύεσαι και στη χάση του/ -δεν θα στο κάνω πιο λιανά-/ Αν το νοείς αυτό/ έχει καλώς/ αλλιώς, Ε ρε, Μαγιακόφσκι που σου χρειάζεται.

Τόσο συχνά ένα βιβλίο μοιάζει με συνομιλία. Μια συζήτηση με κείμενα που προηγήθηκαν, το επηρέασαν και το καθόρισαν. Μια είσπραξη τόκων από λέξεις που θα το ακολουθήσουν. Στον ‘’δρόμο μέχρι το περίπτερο’’, ο Στίγκας επιλέγει τους συνομιλητές του. Ο λόρδος Μπάιρον, ο Μαγιακόφσκι και ο Έζρα  Πάουντ συναντώνται στις σελίδες του βιβλίου, ως ποίηση και ως βιογραφία αλλά ταυτόχρονα ως είδωλα στον καθρέφτη και αδερφικά φάσματα. Ο αφηγητής βιώνει ταυτόχρονα με τους ήρωες, συνδιαλέγεται και  τους καλεί από τον γκρεμό του τώρα, από την ρωγμή του παρόντος. Και οι τρεις περιπτώσεις πέρα από ποιητικά μεγέθη, συναντώνται στην ιστορία και ως πολιτικές οντότητες ή καλύτερα φορείς των πιο έντονων πολιτικών επιλογών, προς τρεις τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις. Η επιλογή του Στίγκα είναι να τονίσει ακριβώς τις επιπτώσεις των επιλογών αυτών. Ο φιλελληνισμός και ο ρομαντισμός του Μπάιρον τον τοποθετεί σε έναν θανατηφόρο πυρετό στο Μεσολόγγι. Η δέσμευση που φέρνει ο ενθουσιασμός και η ύστερη διάψευση του Μαγιακόφσκι από το σοβιετικό καθεστώς οπλίζει το χέρι του αρχικά στην ρώσικη ρουλέτα και τελικά στην αυτοκτονία. Ο ιδιότυπος φασισμός του Πάουντ τον εγκλωβίζει  σε ένα συρματόπλεχτο κλουβί στην Πίζα, με το φως των προβολέων να πέφτει πάνω του όλη τη νύχτα. Η πολιτική απόκλιση των τριών παραδειγμάτων σε συνδυασμό με το μέγιστο κόστος που έφερε η κάθε επιλογή ξεχωριστά, τονίζουν την ποιητική επιλογή ως πολιτική πράξη, ως τρόπο του να ζεις και (στις συγκεκριμένες περιπτώσεις) ως τρόπο να πεθαίνεις. Μέσα από τους στίχους των ποιημάτων, τα αδερφικά φάσματα ενημερώνονται για τους καιρούς του ποιητή, τους δικούς μας καιρούς. Για την αποστείρωση των ανθρώπων στο μετρό, για τα σκυλάδικα της επαρχίας, τα πορτοκάλια στις χωματερές. Και η παρουσία τους μοιάζει να αρκεί για να απλωθεί η φωνή πάνω από τη ρωγμή του κάθε παρόντος.

Η μία πνοή είναι μία
 οι δύο είναι αμέτρητες

Η ποίηση του Γιάννη Στίγκα χαρακτηρίστηκε συχνά πολιτική, στα πλαίσια μιας ατομικής εξέγερσης (Δεν τρέμουν πια τα χέρια μου /Κι αυτό να σας τρομάζει). Ο ‘’δρόμος μέχρι το περίπτερο’’ αποτελεί την  πιο εξώστρεφη πολιτική του χειρονομία. Και αυτό γιατί το παρόν που αναπνέει στους στίχους με πάθος και ένταση (η μέσα πάλη που γίνεται τρόπος ανάγνωσης του έξω) παρουσιάζεται ως συνάρτηση τόσο του παρελθόντος όσο και των παραδειγμάτων που ο ποιητής παραθέτει. Το παρελθόν του ποιητή και το δικό μας παρελθόν βρίσκεται μαζί με την μοίρα θαμμένο μες στο χώμα. Τα αγάλματα και τα μαρμαρωμένα μέλη ανθίζουν ξανά το φορτίο που θάφτηκε και την επανάληψη του( [ο αντίλαλος] έχει μυριάδες χέρια που κοπήκανε/ δεν ήταν αγαλμάτων/όλα τους/ αργότερα μαρμάρωσαν).
 Ο ποιητής εξιστορεί αυτό που του δίνεται, το  προσωπικό του παράδειγμα, την δική του υπόθεση. Η ειλικρίνεια, η ένταση, η εμβάθυνση και το κατεπείγον της γραφής δίνει στο επιμέρους το μέγεθος μιας φωνής συλλογικής, τον χρόνο μιας συλλογικής πνοής. Η ποίηση του Γιάννη Στίγκα είναι μια ποίηση που αμφισβητεί, όχι από θέση, αλλά από ανάγκη. Μια ποίηση που μας αναγκάζει σε μια αρίθμηση ξανά απ’ την αρχή, σε εκείνο το σκάψιμο μέσα μας μέχρι τον άλλο και μας υπαγορεύει να περάσουμε απέναντι.  Ίσως  για κάτι ηρωικό ή ίσως απλά για να πάρουμε τσιγάρα.

(στο περιοδικό διαβάζω)

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Ο Σύ.ριζ.α., η κόκκινη Γιάννα και οι θεωρίες συνομωσίας






Όλα ξεκίνησαν από ένα άρθρο του Στέφανου Κασιμάτη  στην εφημερίδα Καθημερινή. Το άρθρο με τίτλο: ‘’Οι σύμβουλοι, το κόμμα και ο μυστηριώδης εκδικητής’’, αρχίζει περιγράφοντας την δράση και την ιεραρχία της συμβουλευτικής εταιρίας ‘’Teneo’’ και  τον τρόπο με τον οποίο ο πρόεδρός της Ντάγκλας Μπαντ συνδέεται με τον Μπιλ Κλίντον. Στην συνέχεια ο αρθρογράφος αναρωτιέται για ποιόν λόγο  μια ομάδα της εταιρείας βρέθηκε στην Ελλάδα προεκλογικά και στηριζόμενος σε αδιάψευστες πηγές συμπεραίνει (αντιγράφω κατά λέξη ώστε να φανεί το μέγεθος και ο τρόπος της επιχειρηματολογίαςκαι της κατασκευής ): ‘’Ένα πουλάκι (το γνωστό πουλάκι της δημώδους παραδόσεώς μας, αυτό που πάντα λέει την αλήθεια στα τραγούδια...) μου ψιθυρίζει ότι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε αντισυστημικό κόμμα, το οποίο θέλει να μετακινηθεί περισσότερο προς το κέντρο του πολιτικού φάσματος, αλλά να το κάνει με τρόπο, για να μην τρομάξει την πελατεία του.’’  Στην συνέχει ο αρθρογράφος συνεχίζει χωρίς να αναφέρει πηγές (ούτε καν το πουλάκι που λέει όλη την αλήθεια), στοιχεία ή επιχειρήματα και καταλήγει στο συμπέρασμα πως την εταιρία έφερε στην Ελλάδα για λογαριασμό του αντισυστημικού κόμματος, ένα πρόσωπο ‘’που δεν λυπάται τα χρήματα, γιατί διαθέτει πάρα πολλά’’ και το οποίο θέλει να πάρει εκδίκηση από το πολιτικό σύστημα το οποίο δεν του επέτρεψε να εμπλακεί στην πολιτική.
Την επόμενη μέρα (Δευτέρα 9 Ιουλίου) η φημολογία και το κουτσομπολίστικης διάθεσης άρθρο, αναπαράχθηκε ως είδηση από την εφημερίδα Δημοκρατία, η οποία αποκωδικοποίησε τις πληροφορίες κατονομάζοντας τον Συ.Ριζ.Α και την Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη. Υπογραμμίζοντας την σημασία της αποκάλυψης, η εφημερίδα τοποθέτησε  στο εξώφυλλο τις φωτογραφίες της Αγγελοπούλου,  του Μπιλ Κλίντον και του Αλέξη Τσίπρα, δίπλα στον κύριο τίτλο: ‘’Βόμβα για την «κόκκινη» Γιάννα’’. Το κύριο άρθρο της εφημερίδας ουσιαστικά αναπαράγει συγκεκριμενοποιώντας τις ‘’πληροφορίες’’ της Καθημερινής, ψάχνει στοιχεία και αποδείξεις τόσο στην προεκλογική στάση του Συ.ριζ.α.  όσο και σε αυτή της Αγγελοπούλου στην περίοδο μετά τους Ολυμπιακούς και τελικά καταφέρνει να εμπλέξει στην υπόθεση τον Τόνι Μπλερ και την C.I.A..  Η πολιτικά στοχευμένη φημολογία έγινε πληροφορία και η πληροφορία είδηση. Σε αυτή της τη μορφή πέρασε τις πύλες του διαδικτύου ώστε να αναπαραχθεί από μια σειρά ‘’ειδησεογραφικών’’ μπλογκ και ιστοσελίδων και να πάρει την διάσταση θεωρίας συνομωσίαςπου περιγράφει την σύγκρουση αμερικανικών και γερμανικών συμφερόντων στο ελληνικό έδαφος*. Εδώ και καιρό είναι γνωστό πως το διαδίκτυο είναι ο προνομιακός χώρος στον οποίο φύονται και ανθίζουν οι θεωρίες συνομωσίας. Από τους Βριλ και του Νεφελίμ, το φαινόμενο των ψεκασμών, μέχρι τις πραγματικές αιτίες πίσω από την ελληνική και την παγκόσμια κρίση.

Από τους εξωγήινους στον Συ.Ριζ.Α


Οι θεωρίες συνομωσίας δεν είναι ούτε κάτι καινούργιο ούτε κάτι πρωτότυπο, αυτό όμως δεν σημαίνει πως υπάρχουν χωρίς σημασία. Οι θεωρίες αυτές συνοδεύουν σχεδόν πάντα σημαντικά γεγονότα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως όσο πιο σημαντικό είναι ένα γεγονός τόσο περισσότερες  θεωρίες συνομωσίας το ακολουθούν, καθιστώντας τες έτσι μια άτυπη μονάδα μέτρησης σημασίας (Η 11η Σεπτεμβρίου και ο τεράστιος αριθμός ‘’εναλλακτικών’’ εκδοχών που την ακολούθησαν, παραμένει το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα). Η άνοδος της αριστεράς καταγράφεται ως σημαντικό γεγονός και μέσα από τους τελείως ανορθόδοξους εναλλακτικούς τρόπουςμε τους οποίους γίνεται προσπάθεια να ερμηνευτεί το φαινόμενο.
Θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα πρόχειρο πολιτικό διαχωρισμό,  ανάμεσα στις θεωρίες συνομωσίας. Από την μία έχουμε φαινόμενα που περιγράφουν μια γενικευμένη αίσθηση απειλής. Εικασίες π.χ.  γύρω από την ύπαρξη εξωγήινων   ή τους ψεκασμούς (-Μας ψεκάζουν!) περιγράφουν μια αίσθηση πως μια ανώτερη εξουσία (ακόμα και με μη ανθρώπινα χαρακτηριστικά) απεργάζεται μια συνομωσία που ορίζει τις μοίρες και τις τύχες των πάντων. Αυτή η δύναμη αλλάζει το όνομα της ανάλογα με την συγκυρία, την μόδα και την κουλτούρα. Σκοτεινές δυνάμεις, οι εβραίοι, οι μασόνοι, η C.I.A. η λέσχη Μπίτελμπεργκ κ.τ.λ. ορίζονται ως ευκαιριακοί συνωμότες κόντρα στο μέλλον μας. Στην πραγματικότητα οι ερμηνείες αυτές προσπαθούν να υπεραπλοποιήσουν και να καταστήσουν ερμηνεύσιμο το φαινόμενο της εξουσίας με τις διαπλοκές, τη συνθετότητα και τα διαφορετικά κέντρα της, βασιζόμενες κυρίως στη ημιμάθεια και τον φανατισμό.
Μια τελείως διαφορετική κατηγορία, είναι αυτή της στοχευμένης θεωρίας συνομωσίας.  Τα συγκεκριμένα άρθρα εντάσσονται ακριβώς σε αυτή την κατηγορία και θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό αντίστοιχα μυθεύματα που δημιουργήθηκαν την εμφυλιακή περίοδο ενάντια στους κομουνιστές και στην μετεμφυλιακή ενάντια στη Ε.Δ.Α. με στόχο να πλήξου τον αντίπαλο στηριζόμενοι σε κατασκευασμένα στερεότυπα ημιμάθειας (εδώ έχει ενδιαφέρον να δούμε το πως οι ίδιοι οι κατασκευαστές των θεωριών αυτών, χρησιμοποίησαν την ίδια περίοδο τους συνωμοτικούς μηχανισμούς του κράτους με αποκορύφωμα την ανατροπή του το 1967).
Στοχευμένη ή όχι, κάθε θεωρία συνομωσίας ορίζει ως αντίπαλο την κριτική σκέψη, την επιχειρηματολογία και την λογική. Οι θεωρίες προσπαθούν να ερμηνεύσουν χωρίς ερμηνευτικά εργαλεία και τελικά να αποπροσανατολίσουν και να συγκαλύψουν. Ο  αυταρχικός, απόλυτος και κλειστός τρόπος σκέψης τους, τις ορίζει ως φύση συντηρητικές εξαιτίας της θέσης τους απέναντι στην λογική. Ο φορέας τους δεν καταφέρνει να   αντιληφθεί και να ερμηνεύσει. Αυτό που του ζητείται είναι η αποδοχή ή η απόρριψη σχεδόν με όρους πίστης.  Χωρίς στοιχεία, χωρίς επιχειρήματα, χωρίς αποδείξεις. Δεν είναι δυνατόν να πάρουμε στα σοβαρά  καμία επιμέρους θεωρία συνομωσίας, ταυτόχρονα όμως το φαινόμενο των θεωριών συνομωσίας είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα.


* η είδηση αναπαράχθηκε και από άλλες εφημερίδες με πιο θλιβερή περίπτωση αυτή του Ριζοσπάστη, ο οποίος αφού περιγράφει χωρίς σχόλια τα δημοσιεύματα των δυο εφημερίδων καταλήγει: ‘’ Αυτά γράφτηκαν τις προηγούμενες μέρες και ο λαλίστατος κατά τα άλλα ΣΥΡΙΖΑ ούτε σχολίασε, ούτε διέψευσε. Τα ερωτηματικά παραμένουν, όπως όμως παραμένει γεγονός και οι -προεκλογικά- φιλικές διαθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του προέδρου του προς τις ΗΠΑ και τον Μπ. Ομπάμα και την πολιτική που εφαρμόζει.’’

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Στον κόσμο του Γουές Άντερσον



Η ταινία «Moonrise kingdom» (ελληνικός τίτλος: «O έρωτας του φεγγαριού«), η οποία παίζεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες, αποτελεί την τελευταία δημιουργία του αμερικάνου κινηματογραφιστή Γουές Άντερσον. Πέρα από αυτόνομη κινηματογραφική απόπειρα, η ταινία έρχεται ως συγκεφαλαίωση και υπενθύμιση του έργου ενός από τους πιο χαρακτηριστικούς δημιουργούς της εποχής: «Rushmore», «Οικογένεια Τένεμπάουμ«, «Υδάτινες ιστορίες«, «The Darjeeling Limited«, «Fantastic Mr. Fox«. Κάθε έργο του Άντερσον μοιάζει να επιτελεί τον ίδιο ρόλο: να προσθέτει σε μια συμπαγή και ολοένα διευρυνόμενη πινακοθήκη, επιμέρους μυθολογίες κοινών χαρακτήρων, σε μια τοιχογραφία γλυκόπικρων χρωμάτων.

Τρέχοντας μακριά

Ο Σαμ και η Σούζη, δύο δωδεκάχρονοι σε κάποια νησιωτική επαρχία της Αμερικής του 1965, αποφασίζουν να το σκάσουν από τα σπίτια τους αναζητώντας μια κρυφή και ξεχασμένη παραλία. Όλο το νησί τους αναζητά. Η δυσλειτουργική οικογένεια της Σούζη, τα μέλη της προσκοπικής κατασκήνωσης του Σαμ, η αστυνομία του νησιού. Σύντομα η αναζήτηση γίνεται κυνηγητό και οι δραπέτες φυγάδες. Οι δύο νέοι ζουν την επιταχυμένη ωρίμανση τους, με αφέλεια αλλά ταυτόχρονα απόλυτη πίστη, μιμούνται μέχρι ενσαρκώσεως τα μοτίβα των μεγάλων και δημιουργούν μέσα από την κοινή ανάγκη της φυγής μια ειλικρινή ένωση. Ερωτεύονται με τον ιδεαλιστικό φανατισμό της αθωότητας αλλά και της ανωριμότητας. Η αρχική καρικατούρα παίρνει, μες στην απολυτότητα της διεκδίκησης της, πραγματική σάρκα και τελικά καταφέρνει να γίνει αποδεκτή και να επιβληθεί στον κόσμο των μεγάλων. Η ιστορία αποτελεί ένα θρίαμβο των μοναχικών, των μη κανονικών, των ανθρώπων που ζούνε στη σκληρότητα μιας ήπιας σκιάς.

Στο παιδικό δωμάτιο
των εικόνων


Στις κωμωδίες του Γουές Άντερσον (αν μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι), το στιλ και το ύφος γίνονται συχνά ουσία. Η επιλογή και η διάταξη των αντικειμένων δημιουργούν μια νέα αφήγηση. Οι ταινίες μοιάζουν να κουβαλούν την αισθητική ενός προσωπικού ημερολογίου, με επιμέρους σημειώσεις, σκίτσα και ζωγραφιές, το χειροποίητο μπαρόκ της προσωπικής αισθητικής στη διακόσμηση ενός παιδικού δωματίου. Κατακτούν τη δημιουργικότητα μιας πρώιμης ηλικιακής εσωστρέφειας μετεωριζόμενες ανάμεσα στην ονειροπόληση και τη μουντάδα του καθημερινού που την παύει. Σχεδόν χειροποίητες, οι ταινίες γίνονται προσωπικά αντικείμενα που σε κάθε πλάνο τους κουβαλούν την αγάπη της κατασκευής. Ο Άντερσον μας παρουσιάζει τις ιστορίες του όπως ένα παιδί θα μας έδειχνε τη συλλογή του από κοχύλια ή ένα σπάνιο γραμματόσημο. Όπως ένας φίλος θα μας εκμυστηρευόταν μια κρυφή σκέψη σε μια άγουρη ηλικία. Οι παράδοξοι συνδυασμοί των αντικειμένων, οι εστιάσεις στο ελάχιστο που μπορεί να ξεφεύγει μεγεθύνονται και γίνονται κόσμος. Ένας κόσμος ειδωμένος με τον εντυπωσιασμό των πρώτων χρόνων, την έκπληξη της πρώτης γνώσης.

Ήττα και συμφιλίωση

Όλος αυτός ο διάκοσμος του μαγικού δευτερεύοντος, κυριαρχεί με τρόπο όμοιο και στους χαρακτήρες των ιστοριών. Οι ήρωες των ιστοριών του Άντερσον είναι οι παρίες στο χώρο και το χρόνο. Υπερώριμοι έφηβοι και ανώριμοι ενήλικες που προσπαθούν να κερδίσουν μια ευνοϊκή θέση στο προσκήνιο της ζωής. Παιδιά ιδιοφυΐες που χάθηκαν στη μοναχικότητα του ταλέντου τους. Ενήλικες που συνειδητοποιούν τον ήπιο ρυθμό της ήττας τους. Κακοί μαθητές με μεγάλα όνειρα ερωτεύονται τις δασκάλες τους, μοναχικοί πρωταθλητές του τένις αναζητούν μια ανέφικτη σχέση και ωκεανολόγοι πρώην παιδικοί ήρωες φλερτάρουν με τη σύνταξη.
Όμοιοι με ήρωες τον κόμιξ οι χαρακτήρες φορούν σχεδόν πάντα την ίδια αμφίεση, ενώ ένα μουσικό θέμα παρουσιάζει τον καθένα ξεχωριστά. Αλλά στο βάθος, πάντα μπορείς να διακρίνεις ένα συναίσθημα στραμπουλιγμένο, μια ψυχική πληγή, ένα τραύμα που χρονολογεί όσα χάνονται. Ένας χωρισμός, μια προδοσία ή μια διαλυμένη οικογένεια προσθέτουν εκείνη την τρίτη διάσταση, που φέρνει τους ήρωες από το χαρτί πίσω στη ζωή. Οι ιστορίες του Άντερσον είναι ιστορίες συμφιλίωσης, προσπάθειας αποδοχής ή συγνώμης. Γι’ αυτό και πάντα τελειώνουν με τον ίδιο τρόπο. Με όλους τους ήρωες της ταινίας στο ίδιο πλάνο να κινούνται σε αργή κίνηση, σχεδόν να αποσπώνται από το χώρο και το χρόνο, σαν μια εικόνα που γίνεται μουσική.
Οι γλυκόπικρες ταινίες του Γουές Άντερσον δεν είναι δημιουργίες που σου ζητούν να τις χαρακτηρίσεις αριστουργήματα. Αντίθετα, σου ζητούν να τις αγαπήσεις. Με τον τρόπο μιας παιδικής ανακάλυψης ή τη θέα ενός ξεχασμένου τοπίου που ανήκει σε εσένα μόνο.

(στην εφημερίδα Εποχή)