Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

Πέρσες: η φάρσα της ιστορίας, η φάρσα των ισχυρών


‘’Ο Χέγκελ κάνει κάπου την παρατήρηση, ότι όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα και πρόσωπα, παρουσιάζονται δύο φορές. Ξέχασε όμως να προσθέσει: τη μία φορά σαν τραγωδία, την άλλη σαν φάρσα.’’
Καρλ Μαρξ ‘’η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη’’

Το καλοκαίρι που κλείνει, απ όλες τις παραστάσεις που παίχτηκαν εντός ή εκτός του φεστιβάλ Αθηνών, καμία δεν συζητήθηκε περισσότερο από τους ‘’Πέρσες’’ του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Ντίμιτερ Γκότσεφ. Και δυστυχώς ο λόγος για τον οποίο η παράσταση ακούστηκε δεν ήταν η πρωτότυπη σύλληψη, η συγκεκριμένη θεατρική πρόταση ή έστω η δυσκολία που συνάντησε στην επικοινωνία της, αλλά η αντίδραση του κοινού. Στην Επίδαυρο, την πρώτη από τις δύο μέρες το κοινό υποδέχτηκε την παράσταση με γιούχα. Την δεύτερη τα γιούχα μοιράστηκαν με τα μπράβο. Έτσι ενώ η παράσταση θα μπορούσε να υπάρξει (θετικά ή αρνητικά) ως θέμα συζήτησης λόγω της πραγματικά πρωτότυπης θέσης και εκτέλεσής της, κατέληξε άλλο ένα θύμα της θερινής θεατρικής αλληλεπίδρασης, καταδικασμένο να αποκτήσει οπαδούς αντί για κριτικούς. Όπως έγινε πέρυσι με τη ‘’Μήδεια’’ του Βασίλιεφ, όπως έγινε το ‘97 με τις «Βάκχες» του Ματίας Λάνγκχοφ και με τόσες άλλες παραστάσεις. Η διαμάχη αργότερα μεταφέρθηκε στις εφημερίδες και στο Ιντερνέτ με αποτέλεσμα οι δύο απόψεις να αποκτήσουν τους φανατικούς τους. Η θερινή συμπεριφορά θεατών και κριτικών αποτελεί από μόνη της θέμα για κάποιο άλλο άρθρο, περισσότερο ως κοινωνικό φαινόμενο παρά ως παραφυάδα του καλλιτεχνικού κόσμου. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η στάση αυτή κάλυψε ως πραγματικότητα, μια αληθινά ενδιαφέρουσα πρόταση.
Οι Πέρσες γραμμένοι το 472 π.Χ. είναι το πρώτο σωζόμενο θεατρικό έργο της ελληνικής γραμματείας και το μόνο από τα σωζόμενα έργα με ιστορική θεματολογία. Το έργο περιγράφει την αγωνία των Περσών για την έκβαση του πολέμου στην Ελλάδα, την πληροφόρηση για την συντριπτική ήττα του στόλου στη Σαλαμίνα και τον θρήνο που ακολουθεί, τον ερχομό του φαντάσματος του Δαρείου και την ερμηνεία που δίνει στα γεγονότα και τέλος την επιστροφή του ταπεινωμένου βασιλιά Ξέρξη . Ο Αισχύλος χειρίζεται τα γεγονότα, λιγότερο ως ιστορικά ντοκουμέντα και περισσότερο ως μύθο, έτσι ώστε να περιγράψει το, κοινό σε όλες τις τραγωδίες, θέμα της ύβρης και της Νέμεσης. Η ευσέβεια λοιπόν στην ιστορική ακρίβεια δεν προσθέτει στην εμβάθυνση ή την ερμηνεία του έργου, αλλά αντίθετα θα μπορούσε να λειτουργήσει ανασταλτικά στις καλλιτεχνικές επιλογές.
H τραγωδία δεν αφηγείται ιστορικά γεγονότα, ή ιστορίες σαφώς καθορισμένες, αλλά αντλεί από αυτές αρχέτυπα, προσπαθώντας να μιλήσει για τον πυρήνα του ανθρώπου. Με τον τρόπο αυτό, λειτουργεί πέραν της ιστορίας περιλαμβάνοντάς την ταυτόχρονα, στις επαναλήψεις της, τις αποκλείσεις, τις εμβαθύνσεις και τις αφαιρέσεις της. Με τον ίδιο τρόπο, οι θεοί στην τραγωδία δεν αποτελούν τόσο θρησκευτικό σημείο, όσο όριο. Όριο που περιγράφει τα υπόλοιπα μεγέθη, όριο που απαγορεύεται κάποιος να ξεπεράσει χωρίς να τιμωρηθεί. Η ύβρης βρίσκεται στην υπέρβαση του μέτρου, όταν ο ήρωας δεν αντιλαμβάνεται το πραγματικό του μέγεθος και πράττει πέραν αυτού. Η ιστορική του υπόσταση δεν έχει τόση σημασία όσο η ίδια του η Ύπαρξη.
Ο Γκότσεφ βλέπει την τραγωδία μέσα από την ματιά του Μπρεχτ και του Χάινερ Μύλλερ. Ένα θέατρο μακριά από την αριστοτελική μίμηση, όπου το παίξιμο στυλιζαρισμένο λειτουργεί περισσότερο ως σχόλιο και λιγότερο ως πιστή απόδοση, το σώμα περισσότερο ως κείμενο και λιγότερο ως μέσο. Η ματιά του (όπως και αυτή του Μύλλερ), είναι η τραγική ματιά στην ιστορία, στις αναπόφευκτες επαναλήψεις της, στο βάρος της που συνθλίβει.
Στην παράσταση των Περσών, ο σκηνοθέτης επέλεξε να αφαιρέσει τα ιστορικά ή εθνικά στοιχεία από το έργο, να δει την καταστροφή των Περσών όχι σαν θρίαμβο των Ελλήνων ή του Θεμιστοκλή, αλλά σαν μια καταστροφή που προήλθε από την αμετροέπεια ενός πολεμοχαρή ηγέτη. Το βλέμμα της παράστασης, αντίθετα από τις συνηθισμένες αποδόσεις, είναι περισσότερο στραμμένο προς το μέλλον και όχι στο παρελθόν. ‘’Είναι μια προειδοποίηση αυτό το έργο. Πώς οι άντρες ηττώνται και πως οι γυναίκες χάνουν’’ παρατηρεί ο σκηνοθέτης. Ένα βλέμμα στραμμένο στην ιστορική επανάληψη της ήττας(‘’οι Πέρσες είμαστε εμείς’’). Λόγω αυτής της αντίληψης τα στοιχεία της τραγωδίας διασπόνται και συντίθενται από την αρχή: ο χορός των γερόντων αντικαθίσταται από χορό νεαρών κοριτσιών (Στεφανία Γουλιώτη, Αλεξία Καλτσίκη, Κόρα Καρβούνη, Σύρμω Κεκέ, Ρηνιώ Κυριαζή, Εύη Σαουλίδου, Έλενα Τοπαλίδου,) ο αγγελιαφόρος σπάει σε 7 μέρη(Βασίλης Ανδρέου, Λαέρτης Βασιλείου, Γιώργος Γάλλος, Δημήτρης Ήμελλος, Νίκος Κουρής, Δημήτρης Παπανικολάου, Πρόδρομος Τσινικόρης,) αντιπροσωπεύοντας τους ηττημένους Πέρσες στρατιώτες, ενώ ένα νέο πρόσωπο προστίθεται (Ένα άλλο πρόσωπο: Λένα Κιτσοπούλου) θυμίζοντας μπρεχτικό αφηγητή στην λειτουργικότητά του και σαιξπηρικό τρελό στην υφή του.
Το στοιχείο που δίχασε και εξόργισε, ήταν το στοιχείο που διέπνεε όλο το έργο - από τον τρόπο παιξίματος και τον τονισμό μέχρι και το ελάχιστο των κουστουμιών- αυτό του στοιχείου της φάρσας. Μιας φάρσας που δεν παρωδεί αλλά αντίθετα συνυπάρχει με το τραγικό τονίζοντας το σιωπηλά, αθόρυβα. Τα τρία πρόσωπα εξουσίας, η Άτοσσα (Αμαλία Μουτούση), ο Δαρείος (Μηνάς Χατζησσάβας) και ο Ξέρξης (Νίκος Καραθάνος), γελοιοποιούνται και τσαλακώνονται στα όρια του ανθρώπινου και όχι στη τραγική βασιλική τους λάμψη, με την οποία συνήθως αποδίδεται η πτώση τους. Και μαζί τους τσαλακώνεται και η ίδια η μορφή της εξουσίας όπως στα μεγάλα σαιξπηρικά έργα(στα οποία αλήθεια τόσο συχνά, το κωμικό συνυπάρχει απόλυτα με το τραγικό στο πιο μεγάλο τους μέγεθος). Η ιστορία, παρουσιάζεται ως φάρσα αλλά ως φάρσα τραγική, μέσα από την επανάληψη των καταστροφών που φέρνει η μεγαλομανία μέχρι και τις μέρες μας. Ο ίδιος ο Ξέρξης αποτελεί μια φαρσική επανάληψη του Δαρείου, με τον πρώτο να γκρεμίζει ότι ο δεύτερος έκτισε (η σύγκριση με τον Ναπολέοντα και τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη, του κειμένου του Μαρξ, είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα).
Χαρακτηριστικό ήταν και το σκηνικό της παράστασης, σχεδιασμένο από τον Mark Lammert. Ένα μεγάλο περιστρεφόμενο, γαλάζιο μέγεθος, εντυπωσιακό τόσο στην επιβλητικότητά του όσο και στη σημειακή λειτουργικότητά του, μεταφραζόμενο άλλες φορές σε μέγεθος εξουσίας, άλλες σε πόνο των ταπεινωμένων και άλλες σε τραγικό άχθος.
Η παράσταση των Περσών από το εθνικό θέατρο, σε σκηνοθεσία Ντίμιτερ Γκότσεφ, ήταν μια παράσταση που πήρε ρίσκα, με τρόπο ειλικρινή και καθαρά διατυπωμένο παρουσιάζοντας ενότητα και συγκεκριμένη πρόταση. Ας δεχτούμε τουλάχιστον πως μια τέχνη που δεν διστάζει να ρισκάρει, έχει απείρως περισσότερο ενδιαφέρον από επιλογές που καταλήγουν σε επαναλήψεις, ελάχιστα αποκλίνουσες, διστακτικές και φθαρμένες σαν θερινές, τηλεοπτικές επαναλήψεις.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Το έργο του Χάουαρντ Ζιν σε ντοκιμαντέρ


Μετά την επίσκεψή του στην Αθήνα τον περασμένο Μάιο και τις ομιλίες του στο Γαλλικό ινστιτούτου και το φεστιβάλ της Βαβυλωνίας, ο Χάουαρντ Ζιν, μοιάζει κατά τι πιο οικείος στο ελληνικό κοινό. Η εξέλιξη και η τύχη του έργου του μοιάζουν πια να μας αφορούν κάπως στενότερα. Ένα ντοκιμαντέρ, έρχεται να προστεθεί στο έργο αυτό, συνοψίζοντας, αποκαλύπτοντας, και υπογραμμίζοντας, πτυχές της αμερικανικής ιστορίας αλλά και της σκέψης του Ζιν.

Το ‘’ The people speak’’ ( ο λαός μιλά) υπόσχεται ότι θα κάνει το έργο του μεγάλου ιστορικού να επικοινωνήσει με μεγαλύτερα ακροατήρια. Tο εγχείρημα έγινε με πρωτοβουλία του ηθοποιού Ματ Ντέιμον, ο οποίος ανέλαβε και την παραγωγή της ταινίας. Mια σειρά από τους πιο γνωστούς ηθοποιούς της Αμερικής όπως ο Viggo Mortensen, ο Sean Penn, η Rosario Dawson, ο Don Cheadle και η Marisa Tomei διαβάζουν γράμματα και κείμενα από αμερικάνους που ενεπλάκησαν στα ιστορικά γεγονότα, αναπαριστώντας την πραγματικότητα μέσα από καθημερινές φωνές, φωνές απλών πολιτών. Στις διαλέξεις του στην Αθήνα πριν από μερικούς μήνες, ο Ζιν έλεγε: ‘’Τίποτα δεν άλλαξε με μεμονωμένες πράξεις ηρώων αλλά με μικρές πράξεις απλών ανθρώπων που αθροίστηκαν’’. Είναι οι απλοί αυτοί άνθρωποι που έρχονται τώρα στο ιστορικό προσκήνιο και πρωταγωνιστούν ενσαρκωμένοι από τους ηθοποιούς. Στις δραματοποιημένες αναγνώσεις, προστίθενται και ζωντανές εκτελέσεις τραγουδιών σχετικά με τα γεγονότα, από τους Bob Dylan, Bruce Springsteen και Eddie Vedder.

Η διάδοση των ιδεών ήταν πάντα ένα βασικό θέμα στο έργο του Ζιν το οποίο καθόρισε όχι μόνο την προσωπική του στάση αλλά και τον τρόπο γραφής του. Γραμμένα σε γλώσσα απλή, τα δύο βασικά έργα του, η ‘’Ιστορία του λαού των Ηνωμένων πολιτειών’’ και οι ‘’Φωνές από την ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών’’ γράφτηκαν κυρίως για να κάνουν γνωστή στο ευρύτερο κόσμο την αλήθεια του κομματιού εκείνου που περίσσευε από την επίσημη ιστορία, τη αλήθεια των ινδιάνων, τη αλήθεια των σκλάβων, την αλήθεια των κοινωνικών επαναστατών. Η φιλοσοφία του ντοκιμαντέρ κινείται ακριβώς σε αυτά τα πλαίσια διάδοσης. ‘’ Έγινα ιστορικός για να αλλάξω τον κόσμο’’ είναι η φράση που συνοψίζει καλύτερα την κοσμοαντίληψη του Ζιν. Η ιστορία του, είναι η ιστορία που δεν διδάσκει απλώς γεγονότα, αλλά τις αιτίες των πραγμάτων, τη ρευστότητα της κατεστημένης πραγματικότητας, το σχετικό των θεσμών και τελικά την ανυπακοή στην αυθαιρεσία και το παράλογο των ισχυρών. Μια ιστορία που πρέπει να γίνει όσο το δυνατότερο γνωστή ώστε να λειτουργήσει.

Πέρα από καλλιτεχνικό λοιπόν γεγονός, η συγκεκριμένη ταινία είναι και μια πολιτική πράξη. ‘’Δεν θέλουμε να ακούσουμε τις φωνές των ανθρώπων του Λευκού οίκου, θέλουμε να ακούσουμε τις φωνές αυτών που διαδήλωναν κατά του Λευκού οίκου. Των αγκιτατόρων, των διαδηλωτών της ειρήνης, των σοσιαλιστών και των αναρχικών, με άλλα λόγια των ανθρώπων που μας έδωσαν ό, τι ελευθερία και δημοκρατία έχουμε σε αυτή τη χώρα. Να ακούσουμε το πνεύμα της αντίστασης απέναντι σε κάθε αυθαιρεσία της εξουσίας. Η δημοκρατία είναι αντίσταση, δεν έρχεται από τα πάνω αλλά από τα κάτω’’ λέει ο ίδιος ο Ζιν. Αν κρίνουμε από το μέγεθος και την ποιότητα του εγχειρήματος, η φωνή αυτή θα ακουστεί.


(στην εφημερίδα Εποχή)