Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Τι συμβαίνει όταν καλείς έναν κανίβαλο για δείπνο;


Το να εξοργίζεσαι με τις επιλογές του Καμμένου είναι εξίσου μάταιο με το να χτυπάς το κεφάλι σου σε ένα ανοιχτό ντουλάπι και να θυμώνεις με το ντουλάπι. Όμως, το να μην θυμώνεις και να μην κάνεις τίποτα είναι χίλιες φορές πιο προβληματικό.  Γιατί, τελικά, ο Καμμένος δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αυτό που πάντα ήταν. Ένας συντηρητικός λαϊκιστής πολιτικός της δεξιάς, με συχνές ακροδεξιές εκρήξεις, κυρίως, σε συμβολικό επίπεδο ή επίπεδο δηλώσεων. Και όταν η συγκολλητική ουσία των αντιμνημονιακών εξαγγελιών εξαχνώθηκε, ο Καμμένος επέστρεψε ακριβώς σε αυτά τα αρχικά του χαρακτηριστικά.
Το θέμα είναι πότε φτάνει ο κόμπος στο χτένι για μια κυβέρνηση που προσπαθεί να πείσει για το αριστερό της πρόσημο; Για πολλούς (και τοποθετώ τον εαυτό μου σε αυτούς) η ανίερη συμμαχία θα έπρεπε να έχει τελειώσει όταν ο Καμμένος με δάκρυα στα μάτια κλαψούρισε μπροστά στον Ιερώνυμο πώς αν ο ίδιος δεν συμφωνεί με τους χειρισμούς της κυβέρνησης, ο υπουργός είναι διατεθειμένος να την ρίξει. Με την άθλια αυτή στάση ο Καμμένος, όχι μόνο κουρέλιασε τους θεσμούς, αλλά ταυτόχρονα ταπείνωσε και εκβίασε την κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει (αποτέλεσμα που φυσικά δεν θα είχε προκύψει, αν η κυβέρνηση δεν αποδεχόταν τον εκβιασμό, βαφτίζοντας τη δειλία, ρεαλισμό). Με τον τρόπο αυτό ο Κ. δημιούργησε έναν άμεσο δίαυλο παρέμβασης της εκκλησίας στην πολιτική, ορατό πιο πολύ απ’ όσο ποτέ, με άμεσα αποτελέσματα (αποπομπή Φίλη), έναν δίαυλο που μέχρι σήμερα ενσαρκώνει ο ίδιος.
Γιατί μπορεί οι διάφορες εμετικές παράτες, οι διάφοροι εορτασμοί που συναγωνίζονται σε ομορφιά τις αντίστοιχες της χούντας (δες εορτασμό και παρελάσεις, εικόνες από Σαλαμίνα και άλλα), να είναι εξίσου ενοχλητικές, αλλά ανεξάρτητα από τους οπτικούς ρίπους που προκαλούν παραμένουν σε συμβολικό επίπεδο. Το πρόβλημα έρχεται όταν όλα όσα αυτά συμβολίζουν γίνονται πολιτική και πράξη. Το επεισόδιο με τον Ιερώνυμο ήταν ακριβώς αυτό. Όμοια και οι δηλώσεις (οι οποίες όμως περιέγραφαν πράξεις) γύρω από το θέμα των Αλβανών που έκαναν το σήμα του αετού (σήμα της σημαίας της χώρας καταγωγής τους και όχι του UCK) μέσα στο στρατόπεδο. Γιατί ένα ρατσιστικό υπονοούμενο ή μια διεξαγωγή αντιπαράθεσης με εθνικιστικά επιχειρήματα (κάτι στο οποίο ο καμένος, μας έχει συνηθίσει) είναι τελείως διαφορετικό από εθνικιστικές και στρατόκαυλες διαταγές και πράξεις.

Παρενθετικά
(Ταυτόχρονα, σε επίπεδο δηλώσεων είμαι ο μόνος που ανατρίχιασε με το γεγονός πως ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στην ορκωμοσία Τραμπ, ο καμένος ευχαρίστησε για το σχέδιο Μάρσαλ; Τι ακολουθεί; Ευχαριστήριες κάρτες για το γεγονός ότι μας βοήθησαν να κερδίσουμε τον συμμοριτοπόλεμο;)

Μια αδράνεια με συνέπειες
Το έγκλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πως συμμάχησε με τον καμένο. Το έγκλημα είναι πως άφησε τις απόψεις που αυτός εκφράζει να αποκτήσουν έρεισμα και να υπάρχουν χωρίς αντιδράσεις. Σε τέτοιο βαθμό που στις κρίσιμες στιγμές (βλ. ξανά εκκλησία) ήταν αυτές που επικράτησαν. Σε τέτοιο βαθμό που περιστατικά, όπως π.χ. η επίσκεψη στο Καστελόριζο, να θυμίζουν περισσότερο πολιτική Καμμένου παρά ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί αν για τις πολιτικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο ευθύνεται η διαπραγμάτευση, η εξάρτηση της χώρας κτλ, για τη μηδαμινή του συμβολή σε θεσμικά θέματα και για την σχεδόν πλήρη απουσία πράξεων που θα μπορούσαν να αλλάξουν την ελληνική κοινωνία προς μια προοδευτική κατεύθυνση ευθύνεται –όχι ο Καμμένος, αυτός είπαμε είναι αυτός που είναι- αλλά ο άνευ όρων εναγκαλισμός  του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ και πολύ περισσότερο με τις πολιτικές και τις απόψεις τους.
Η επίδειξη ισχύος του Καμμένου όλο το τελευταίο διάστημα περιγράφει και το πώς αυτός αντιλαμβάνεται τη συνεργασία με ένα άλλο κόμμα.
Θα μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε μια πρόβλεψη; Μήπως όταν η κατάσταση με τα νέα μέτρα, τις διαπραγματεύσεις, την κοινωνική δυσαρέσκεια, τη δίχως τέλος λιτότητα φτάσει στο απροχώρητο,  ο συνδαιτημόνας Πάνος Καμμένος, με το αίσθημα πολιτικής επιβίωσης που τον διακατέχει και προκειμένου να σώσει το κόμμα του από τη ζώνη του υποβιβασμού στις επόμενες εκλογές, αποφασίσει μια ηρωική έξοδο δια οποιαδήποτε αφορμή; Ως μια τελευταία αντιμνημονιακή φιοριτούρα σε έναν χορό σκοπιμότητας, κιτσάτου παιχνιδιού με σύμβολα και θεσμούς και πολιτικού καιροσκοπισμού. Μια φιοριτούρα που θα του εξασφαλίσει πολιτική επιβίωση, έστω για μια ακόμη πολιτική αναμέτρηση;
(ο τίτλος είναι δανεισμένος από ξένο άρθρο με άλλο θέμα)

(στην εφημερίδα Εποχή)

Καταδικάζουμε τους εξωσχολικούς απ' όπου κι αν προέρχονται


Η λέξη εξωσχολικός πάντα ακουγόταν λάθος. Και κυρίως την περίοδο που βρισκόμασταν στο σχολείο.
Τα εξωσχολικά βιβλία, ας πούμε, κατάφερναν να «συντηρήσουν» τη χαρά της ανάγνωσης, αφού προέκτειναν το εξαναγκαστικό διάβασμα και πέρα των σχολικών εγχειριδίων.
Η όμορφη κοπέλα του σχολείου πάντοτε είχε σχέση με κάποιον εξωσχολικό και όταν ακουγόταν η φράση «έρχονται εξωσχολικοί» αυτή δεν σήμαινε κάποια εθιμοτυπική επίσκεψη, αλλά παιδιά από άλλα σχολεία που έρχονταν να πετάξουν νεράντζια με γουρούνες στο δικό μας προαύλιο ή άλλα τέτοια.
Η λέξη έχασε την νεραντζίσια πικρίλα της μόλις -είτε το θέλαμε είτε όχι- γίναμε όλοι εξωσχολικοί.
Την πικρίλα αυτής της λέξης -και μάλιστα στον υπερθετικό της βαθμό- ήρθαν να μας θυμίσουν κάποιες πρόσφατες δηλώσεις.
«…Το υπουργείο Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων έχει την υποχρέωση να θωρακίσει τις εκπαιδευτικές διαδικασίες από παρεμβάσεις εξωσχολικών, όποιοι κι αν είναι αυτοί, όποιους σκοπούς κι αν επιδιώκουν…» δήλωσε ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, Γιάννης Παντής, μετά την εισβολή χρυσαυγιτών με επικεφαλής τον βουλευτή της εγκληματικής οργάνωσης, Γιάννη Λαγό, στο Δημοτικό Σχολείο νέου Ικονίου στο Πέραμα.
Η δήλωση έκανε τον γύρο της ενημέρωσης μαζί με τις εικόνες της εισβολής.
Εξαλλοι τραμπούκοι, χρυσαυγίτες, που παριστάνουν τους γονείς (όπως αποκάλυψε το πάντα αποκαλυπτικό διαδίκτυο), κανονικοί γονείς να ξερνούν αγνό ακατέργαστο μίσος.

Και όλα αυτά, στο προαύλιο ενός σχολείου μικρών παιδιών, μπροστά σε μάτια που εκτέθηκαν σε ό,τι πιο σάπιο υπάρχει σ' αυτήν την κοινωνία, σε έναν λόγο που μεταφράζει άλλα μικρά παιδιά σε αρρώστιες, που έρχεται με τέτοια ένταση μίσους που καταλαβαίνεις τι περιμένει αυτά τα παιδιά (μαζί με πολλά πολλά άλλα) αν οι φορείς του ναζισμού πάρουν κεφάλι.
Και μετά απ’ όλο το ξεχείλισμα του βόθρου, ακούς χλιαρές και ήπιες φράσεις που τελικά δεν σημαίνουν τίποτα.
Μα οι πιο ήπιες λέξεις γίνονται ακραίες όταν ακριβώς αδυνατούν να περιγράψουν ακραίες συμπεριφορές.
Και ακόμη περισσότερο, όταν αδυνατούν να απαντήσουν σε ακραίες ιδεολογίες· ιδεολογίες-φυτώρια εγκλήματος.
Οι νεοναζί δολοφόνοι περιγράφονται ως θεσμικοί μικροπαραβάτες, η κουλτούρα του λιντσαρίσματος παιδιών (όπως πλανάται στον αέρα του βίντεο) ως γεωγραφική παρατυπία (αφού συμβαίνει απλά στον λάθος τόπο, εντός δηλαδή του σχολείου).
Ο ναζισμός υποβιβάζεται σε μια κουλτούρα που δεν πρέπει να υπάρχει στα σχολεία, όπως περίπου το κάπνισμα.
Αλλά απ’ όσο καταλαβαίνουμε, δεν θα είναι ο μόνος, αφού οι εξωσχολικοί είναι κακοί γενικά.
Και αν κάτι τέτοιο ισχύει -ακριβώς επειδή δεν μπορεί να ισχύει- τελικά οι ναζί αθωώνονται.
Γιατί το πρόβλημα με τους νεοναζί και τους φασίστες δεν είναι απλώς το ότι λειτουργούν ενάντια σε θεσμούς.
Αντίθετα, ενσαρκώνουν την περιφρόνηση του κάθε θεσμού, της κάθε γνώμης πέρα από τη δική τους.
Το να τους εγκαλείς στη θεσμικότητα, μοιάζει εξίσου μάταιο με το να προσπαθείς να κάνεις ρουά ματ σε κάποιον που την ίδια στιγμή παίζει κικ μποξ.
Το ύφος της νομιμοφροσύνης που προκύπτει από τη θεσμική προσήλωση έχει ως θύμα του την ίδια την κυριολεξία των λέξεων.
Γιατί οι φασίστες δεν είναι κάποιοι δημοκράτες που παραστράτησαν. Οι εγκληματίες πρέπει να λέγονται εγκληματίες.
Κάθε τι που αντικαθιστά την τόσο σημαντική κυριολεξία απλά και μόνο για να μη θίξει κανέναν και για να κρύψει τη δειλία αυτή κάτω από μια λεπτή στρώση θεσμικής πρόφασης, είναι περισσότερο από προβληματικό.
Γιατί οι «εξωσχολικοί» πριν από το Δημοτικό του Περάματος είχαν επισκεφθεί και το Καστελόριζο.
Γιατί οι εξωσχολικοί όλο και απλώνονται.
Εξωσχολικοί στις συνελεύσεις του Σώρρα και εξωσχολικοί στα σχόλια στα μέσα δικτύωσης, στις αυθόρμητες πράξεις λαϊκού εξωσχολισμού στα διάφορα νησιά ή στον κάθε χώρο εργασίας.
Ενας εξωσχολικός βρέθηκε μάλιστα, πρόσφατα, και στο στόμα του Γεράσιμου Γιακουμάτου.
Ηταν αυτός που είπε πως η ομοφυλοφιλία είναι κολλητική ασθένεια. Κλασικός εξωσχολικός. Δεν βρίσκετε;
Οσο οι εξωσχολικοί λέγονται εξωσχολικοί, ο φασισμός σε όλες του τις εκδοχές θα καλπάζει.
Και όσοι νιώθουν ασφαλείς επειδή τοποθετούν τους εαυτούς τους εντός της σχολικής νομιμότητας, σύντομα θα βρεθούν έκπληκτοι εκτός του σχολείου.
Γιατί αυτό το εκτός σχολείου του ναζισμού συνεχώς και απλώνεται και στο τέλος δεν θα μείνει ούτε αίθουσα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τα κόμματα της κρίσης και η κρίση των κομμάτων


Η εκ νέου σύμπραξη του Γιώργου Παπανδρέου με τη Φώφη Γεννηματά, σε συνδυασμό με την είδηση πως η χιουμοριστική σελίδα «Παλιό ΠΑΣΟΚ – Το Ορθόδοξο», όχι μόνο ξεπέρασε σε αποδοχή την πραγματική ιστοσελίδα του κόμματος, αλλά με επιστολή της στην πρόεδρο του Κινήματος απαίτησε τη σύμπραξη των δύο ιστοσελίδων, ανοίγει τη συζήτηση γύρω από τον κεντρώο χώρο ακριβώς με τον κατάλληλο τρόπο. Με τρόπο δηλαδή τυμβωρυχικό ως προς το παρελθόν, χιουμοριστικό ως προς το παρόν και αμφίβολο ως προς το μέλλον.
Ο μεσαίος χώρος είναι πάντα αυτός που βομβαρδίζεται σε περιόδους κρίσης. Χάνει από τη γεωμετρική διελκυστίνδα και προς τα αριστερά και προς τα δεξιά σε μια ταυτόχρονη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης των πιο αριστερών κομμάτων και συντηρητικοποίησης των πιο δεξιών. Η ύπαρξη ενός σταθερού και κραταιού κόμματος του μεσαίου χώρου (με άλλοτε δεξιό και άλλοτε αριστερό πρόσημο) σηματοδότησε ακριβώς μια περίοδο κοινωνικής ειρήνευσης, μια περίοδο ανάπτυξης με επιμέρους χαρακτηριστικά. Το ΠΑΣΟΚ δεν αποτελεί απλά ένα κομμάτι της αντιπολίτευσης, αποτελεί την ίδια τη μεταπολίτευση, το κεντρικό αφήγημά της, ακόμα και όταν το κόμμα δεν βρισκόταν στην εξουσία. Η κατάρρευσή του αποτελεί τον πρώτο θάνατο κόμματος στην περίοδο της κρίσης. Θα ακολουθήσουν αρκετοί ακόμη έκτοτε και όσο ο κύκλος της κρίσης και της λειότητας δεν λέει να κλείσει ο αριθμός των κομμάτων που εξανεμίστηκαν συνεχώς θα αυξάνει.

Και ο νέος φορέας θα εξαχνωθεί

Απ’ όλη αυτή τη διαδικασία κερδισμένα μπορούν να βγουν μόνο συντηρητικά κόμματα. Αφενός γιατί οι πολιτικές της λιτότητας βρίσκονταν πάντα στην ατζέντα τον δεξιών κυβερνήσεων, από τη νεοφιλελεύθερη μέχρι την πιο συντηρητική εκδοχή τους, (αντίθετα αποτελούσαν ιστορική παραφωνία στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα) και αφετέρου, γιατί τα συντηρητικά αντανακλαστικά που μπορούν να δημιουργούνται σε ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού κόμματος -ύστερα από τις αποτυχίες κεντροαριστερών ή αριστερών πειραμάτων- θα εκβάλουν πάντοτε στη γνωστή κυρίαρχη, του ενός, του δοκιμασμένου συντηρητικού κόμματος.
Οι αναμορφώσεις στο κέντρο του πολιτικού χάρτη δεν αποτελούν νέα κατάσταση και ούτε θα πάψουν με τη σύσταση ενός νέου φορέα, ακόμη και αν ο φορέας αυτός γίνει κυβέρνηση. Μέσα στην κρίση ο νέος αυτός φορέας θα εξαχνωθεί και αυτός με την σειρά του ακολουθώντας παρόμοιες κινήσεις. Ας μην παρεξηγηθούμε, η περιγραφή αυτής της κίνησης δεν περιγράφει κάποια νομοτέλεια. Στηρίζεται απλώς στην παραδοχή πως με λιτότητα δεν γίνεται να βγεις από την κρίση. Όσο λοιπόν δεν αλλάζουν τα φάρμακα, δεν αλλάζει και το σχήμα της αρρώστιας του ασθενή.
Η αποδοχή του παραπάνω σχήματος ίσως να μπορεί να εξηγήσει ως ένα βαθμό το σήμερα, το χθες και το αύριο του ΣΥΡΙΖΑ. Κόμμα αριστερών καταβολών, ουσιαστικά εκλέχθηκε με ατζέντα ενός ήπιου κενσιανισμού του κεντρώου χώρου. Η ατζέντα αποκτούσε βέβαια μια δόση ριζοσπαστικότητας δεδομένης της συγκυρίας και της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στην οποία βρισκόταν η χώρα. Ακόμα και έτσι όμως η πολιτική αυτή δεν κατάφερνε να εντάξει στο λόγο της μεγάλες μεταρρυθμίσεις σε θεσμικό επίπεδο αφού έμενε περιορισμένη σε μια διαχείριση της συγκυρίας χωρίς αφήγηση για το αύριο (και όταν μιλούμε για μεγάλες μεταρρυθμίσεις εννοούμε απλές αστικοδημοκρατικές κατακτήσεις γύρω από τα δικαιώματα, το διαχωρισμό εκκλησίας- κράτους μπλα, μπλα, μπλα).

Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ

Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ θυμίζει την ιστορία των παλαιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων συμπυκνωμένη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δημιουργία του κοινωνικού κράτος, στην μετάλλαξή τους προς τον νεοφιλελεύθερο τρίτο δρόμο και την συρρίκνωσή τους ακριβώς λόγω αυτών των τελευταίων πολιτικών. Και όταν λέμε πως «θυμίζει» εννοούμε πως υπήρχε μια ταυτόχρονη πλήρης έλλειψη των ιστορικών διαδικασιών και των κοινωνικών μεταβολών που χαρακτήρισαν την πορεία των κομμάτων αυτών.
Άσχετα λοιπόν με την καταγωγή του, τη συνθηματολογία του ή τις προθέσεις αρκετών (και κορυφαίων) στελεχών του ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει σήμερα να αποτέλεσε μια υπόθεση του κεντρώου χώρου (με το μάγουλο γερμένο στα αριστερά). Αυτό αποδεικνύεται όχι μόνο από τις πολιτικές που ασκήθηκαν (και ίσως ακόμα περισσότερο από αυτές που δεν ασκήθηκαν σε μια σειρά από τομείς) όσο από τους ίδιους τους όρους συνομιλίας του με την κοινωνία. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κατέλαβε εκλογικά το χώρο που άφησαν πίσω του τα ερείπια του ΠΑΣΟΚ είχε τη δυνατότητα είτε να σπρώξει προς ριζοσπαστικότερες θέσεις το προνομιακό του εκλογικό ακροατήριο (κάτι το οποίο ήταν εφικτό εξετάζοντας την περίοδο του δημοψηφίσματος) είτε να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά του χώρου που κατέλαβε. Το πρόβλημα είναι πως αφού έκανε τη δεύτερη επιλογή δεν απέκτησε τα χαρακτηριστικά ενός κεντρώου χώρου στην ακμή του, αλλά στην πολιτική του αποσύνθεση. Όσο ο άξονας της κρίσης γυρνά, κόμματα θα γεννιούνται και κόμματα θα πεθαίνουν με την ίδια ακριβώς ταχύτητα. Η πολιτική πρόταση θα παραμένει σταθερή (με τις αποκλείσεις της και τις διαφορές της). Γιατί τα κόμματα της κρίσης ταυτίζονται απόλυτα με τη ίδια τη κρίση των κομμάτων.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Είμαι μαζί σου στο Πάτερσον


Ολοκαύτωμα
Η μέρα ήταν παγωμένη
Θάψαμε το γατί.
Πήραμε ύστερα την κούτα του
Μ’ ένα σπίρτο την κάψαμε
Στην πίσω αυλή.
Οι ψύλλοι που γλιτώσανε
Την ταφή και την πυρά
Ψοφήσανε απ’ το κρύο
William Carlos Williams, (μτφρ. Τάσος Κόρφης)
 
Νιώθεις μια χαρά που προκύπτει άμεσα και αντανακλαστικά, όταν έχεις συνηθίσει να διαβάζεις, να ακούς, να βλέπεις ταινίες και να χρησιμοποιήσεις το υλικό για να γράψεις κριτικές, για να πάρεις ιδέες ή οτιδήποτε και ξαφνικά ανακαλύπτεις πως κρατάς ένα βιβλίο, πως ακούς μουσική ξαπλωμένος ή πως βρίσκεσαι σε μια αίθουσα απλά και μόνο για να απολαύσεις την επαφή σου με το έργο τέχνης ή έστω για να περάσεις τον χρόνο σου.
Δεν είναι η απουσία εργασίας αυτή που σου δίνει τη χαρά.
Είναι η διαδοχή των συνειρμών που τώρα θα κινηθούν ελεύθεροι, η απεμπλοκή σου από τα καλό-κακό, μ αρέσει -δεν μ' αρέσει, από αξιολογήσεις και αναλύσεις.
Είναι ο συνειρμός ως περιπλάνηση μισή φτιαγμένη με τα δικά σου υλικά και άλλος μισός φτιαγμένος και κεντρισμένος από το έργο τέχνης.
Ο παραπάνω συνειρμός προέκυψε κατά τη θέαση του «Πάτερσον» του Τζιμ Τζάρμους.
Μιας ταινίας που αρνούμαι να κρίνω, να αναλύσω ή να γράψω αν μου άρεσε ή όχι. Ακριβώς από σεβασμό στον παραπάνω συνειρμό.
Ο λόγος που παραθέτω όλα αυτά είναι πως η ταινία μάς προσφέρει μια επιστροφή σε μια εποχή δημιουργικής αθωότητας, μια αθωότητα που συνηθίζουμε να χάνουμε ταυτόχρονα με όλες τις υπόλοιπες αθωότητές μας.
Την αθωότητα της απόλαυσης της τέχνης. Την αθωότητα του πρωταγωνιστή της που γράφει επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, χωρίς τη ματαιοδοξία του δημιουργού, το άγχος της υστεροφημίας, το ρουτίνιασμα του καλλιτέχνη που πρέπει να δημιουργήσει (αλλιώς τι σόι καλλιτέχνης είναι).
Και η επιστροφή σε αυτό το «γιατί δεν γίνεται αλλιώς» είναι κάτι που μας αφορά άμεσα όλους ως δημιουργούς ή ως δέκτες της τέχνης (μικρή διαφορά άλλωστε έχει).
Η σχέση του πρωταγωνιστή με το τετράδιό του, με τις στιγμές του γραψίματος όπως προσπαθεί να τις χωρέσει στη ρουτίνα του είναι η σχέση του καθένα από εμάς με την τέχνη, τη δημιουργία, την έκφραση σε οποιαδήποτε μορφή της (όταν φυσικά αυτή η σχέση είναι αυθόρμητη και άδολη).
Είναι η σχέση αυτή που μας έφερε στην αίθουσα για να δούμε τη νέα ταινία του Τζάρμους αναζητώντας εκεί κάτι που ακόμη και όταν το αποκτήσουμε θα μας διαφεύγει.
Αυτή που μας οδήγησε να αγοράσουμε το κατάλληλο τετράδιο (στο οποίο δεν γράψαμε ποτέ), να ξεκινήσουμε μαθήματα κιθάρας, να γίνουμε φίλοι με κάποιον που μοιραζόταν την ίδια παθιασμένη αδεξιότητα.
Γιατί πέρα από την παραγωγή ή την κατανάλωση, η τέχνη είναι κυρίως αυτές οι παράλληλες στιγμές.
Οι στιγμές που συμβαίνουν παράλληλα στη ζωή σαν παρατηρήσεις, αναμνήσεις ή σκέψεις, σαν μια θερμοκρασία ξεχωριστή στο κάθε σώμα (γιατί είναι το σώμα μονάδα μέτρησης και δοχείο θερμοκρασίας ταυτόχρονα).
Σκόρπιες, ειπωμένες από μια άγνωστη μέσα φωνή όμοια με αυτή του Πάτερσον ανάμεσα στα γεγονότα της ζωής του, που δεν είναι καν γεγονότα.
Γιατί η ταινία δεν κινηματογραφεί γεγονότα αλλά πιο πολύ καταστάσεις, συνθέσεις ταπεινών καθημερινών πραγμάτων.
Μες στην κοινοτοπία και την εναλλαγή του ίδιου από το ίδιο, βυθιζόμαστε στη μία μέρα που είναι οι μέρες του πρωταγωνιστή μας.
Η ζωή μακριά από την κινηματογραφική της φωτογένεια μοιάζει με μια αέναη επανάληψη.
Σαν ελάχιστη παραλλαγή ενός κοινού θέματος που είναι ο εαυτός. Η τέχνη έρχεται να της δώσει διαστάσεις, να αποτρέψει την επανάληψη αυτή να γίνει ρουτίνα.
Και τελικά μέσα από την επιμέρους εστίαση στις λεπτομέρειες, την ομορφιά και τον μόχθο καταφέρνει να σπάσει τον κύκλο της ίδιας της επανάληψης, όπου κάθε τι ίδιο είναι καινούργιο ξανά από την αρχή.
Είμαστε όλοι μαζί στο Πάτερσον οδηγώντας ένα λεωφορείο που μας βγάζει κατευθείαν στο αύριο, που είναι όμοιο με το χθες.
Και η τέχνη είναι ο λαθρεπιβάτης αυτός του οχήματος που ακόμη και αν το αγνοούμε δίνει νόημα στη διαδρομή.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)


 
 

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Χαϊδεύοντας λαγούς, ξεπλένοντας Τατιάνες


Ο χαρακτηρισμός του γενικού γραμματέα Γιάννη Παντή, κατά τον οποίο περιέγραψε τους χρυσαυγίτες που εισέβαλαν στο δημοτικό σχολείο του Περάματος ως «εξωσχολικούς», χαρακτηρίστηκε με αποκλειστικά αρνητικό τρόπο. Ο ήπιος σχολιασμός μιας ακραίας πράξης σχολιάστηκε ως ξέπλυμα των χρυσαυγιτών, οι ίσες αποστάσεις ως κανονικοποίηση των επιχειρημάτων τους στα πλαίσια της αντιπαράθεσης και η φράση ακούστηκε ακόμη και στα ευνοϊκότερα αυτιά ως τουλάχιστον δειλία. Ένα νέο Καστελόριζο αναδύθηκε από την θάλασσα των απολύτως λανθασμένων και επικίνδυνων χειρισμών, προσθέτοντας νέα ερωτηματικά πριν καν ξεχαστούν τα παλαιά. Οποιαδήποτε στάση απέναντι στο ναζισμό —και κυρίως όταν αυτός εφαρμόζεται σε τέτοιου είδους πράξεις— που δεν είναι απόλυτη και απερίφραστη, είναι προβληματική και κατακριτέα.
Στη συνέχεια του σάλου που ξέσπασε από την εισβολή στο σχολείο, το θέμα άρχισε να απασχολεί το σύνολο των μίντια (εναλλακτικών και μη). Δελτία ειδήσεων, ποσταρίσματα στα μέσα δικτύωσης μέχρι και κουτσομπολίστικες εκπομπές. Σε μια από αυτές η συντρόφισσα Τατιάνα Στεφανίδου έκοψε στον αέρα τηλεθεατή, όταν αποδείχθηκε πως ήταν όχι γονέας αλλά χρυσαυγίτης. Η παρουσιάστρια σχολίασε: « Άντε γεια. Κλείστε τον. Θα μιλήσω τώρα με τον χρυσαυγίτη; Μπήκαν μέσα, δείρανε, και με παίρνει να υπερασπιστεί αυτή την πράξη». Σε αντίθεση με τη δήλωση του Γιάννη Παντή, η αντίδραση της Τατιάνας προκάλεσε ενθουσιασμό. Ενθουσιασμός που έγινε ακόμα πιο έντονος, όταν έγινε γνωστό πως η αστυνομία ψάχνει την τηλεπαρουσιάστρια μετά από μήνυση του βουλευτή της Χρυσής Αυγής Λαγού (για συκοφαντική δυσφήμιση, επειδή η παρουσιάστρια είπε πως ο Λαγός έριχνε γροθιές), πως η αστυνομία δεν την έβρισκε και πως τελικά η παρουσιάστρια οδηγήθηκε στο Α.Τ. Αμαρουσίου.

Δύο παρατηρήσεις για τη συνέχεια

Πόσο προβληματικό μοιάζει να σε ξεπερνάει η Τατιάνα Στεφανίδου σε αντιφασιμό και γενναιότητα, ειδικά όταν δεν πρεσβεύεις μια άποψη γενικά και αόριστα αλλά μια έμπρακτη πολιτική εφαρμοσμένη από την κυβέρνηση; Και δεύτερον, η γελοία εικόνα της αστυνομίας που επιτρέπει τα επεισόδια μέσα σε δημοτικό σχολείο χωρίς να κάνει τίποτα, αλλά σπεύδει άμεσα να συλλάβει μια παρουσιάστρια που κάτι είπε, επειδή θίχθηκε ένας υπόδικος νεοναζί προβληματίζει κανέναν; Ποιος κυβερνάει αυτή την αστυνομία; Ποιος κυβερνάει αυτό το βαθύ κράτος;
Στη συνέχεια αυτής της ιστορίας —που πραγματικά βαριέμαι να συνεχίσω να περιγράφω— τα σχόλια ήταν σχεδόν οικουμενικά θετικά. Για τη γενναιότητα, για τα «κοίτα να δεις η Τατιάνα», για τα «ποιος το περίμενε». Έχουμε ξαναγράψει πως καμιά πράξη αντιφασισμού δεν μπορεί να περισσεύει. Πως οτιδήποτε συμβάλει στην πάλη κατά του ναζισμού, στην απονομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά θετικό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως αλλάζει και η άποψή μας για συγκεκριμένα πρόσωπα.

 Για την Τατιάνα Στεφανίδου ας πούμε, που την επομένη του ξυλοδαρμού της Λιάνας Κανέλλη από τον Κασιδιάρη εκείνη έφερε τον Σεφερλή στην εκπομπή της, ο οποίος με το καταπληκτικό του χιούμορ διακωμώδησε το γεγονός (σε ένα σκετσάκι για εγκεφαλικά νεκρούς), την Τατιάνα Στεφανίδου που στα κουτσομπολίστικα ραντεβού σχολίαζε τις αιθέριες υπάρξεις (έτσι τις χαρακτήριζε) που συνόδευαν τον Κασιδιάρη, την Τατιάνα που μαζί με Θέμους και ανθυποθέμους, Παπαδάκηδες και αυτιάδες ξέπλυναν τη Χρυσή Αυγή πριν αυτή παρουσιαστεί με όλη της την χολή στο πανελλήνιο πάνω στα βουλευτικά έδρανα.
Και περισσότερο απ’ όλα εξέθρεψαν τον καθημερινό ρατσισμό ως απενοχοποιημένο αντανακλαστικό, καλώντας γελοίους Σφακινάκηδες ξανά και ξανά για να πουν τις σαχλαμάρες τους για εξωγήινους και χρυσαυγίτες, Κατσίκηδες των ΑΝΕΛ και λοιπές ρατσιστικές κομπανίες. Είναι αυτοί που υποβάθμισαν με κάθε τρόπο το δημόσιο λόγο με τις επιλογές τους, με τα πρότυπα που μοίραζαν απλόχερα, με την κολακεία του εύκολου και του ευτελούς.
Και ας το επαναλάβουμε. Καμία πράξη ενάντια στο ναζισμό δεν είναι περιττή. Οι φορείς της πράξης αυτής, όμως, είναι μια άλλη ιστορία…..

(στην εφημερίδα Εποχή)

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Ο διασημότερος Ελληνας είναι μετανάστης




Προφανώς ο τίτλος είναι προβοκατόρικος, αφού πρώτον δεν υπάρχει μονάδα μέτρησης της δημοφιλίας και δεύτερον πως η ίδια η δημοφιλία δεν αποτελεί κάποια αξία που θα λάβουμε σοβαρά υπόψη. Το γεγονός όμως πως ο τίτλος αυτός μπορεί και να ευσταθεί είναι το θέμα αυτού εδώ του άρθρου.
Ο λόγος φυσικά για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο ο οποίος στην τέταρτη χρονιά του στο NBA και σε ηλικία 22 ετών ετοιμάζεται να συμμετάσχει στο All-star Game στη Νέα Ορλεάνη, πιθανότατα μάλιστα ξεκινώντας ως βασικός στην πρώτη πεντάδα της Δύσης (το άρθρο γράφεται Πέμπτη απόγευμα, τα αποτελέσματα δεν είναι ακόμα γνωστά).
Η ιστορία ενός Ελληνονιγηριανού ο οποίος μέσα σε τέσσερα χρόνια κατάφερε από την άσημη ελληνική Α2 κατηγορία να γίνει σημαία μιας ομάδας και μιας πόλης, παίκτης franchise των Milwaukee Bucks, μοιάζει σχεδόν εκτός των ορίων της λογικής, σαν να υιοθετεί την αισιόδοξη αφαίρεση της πλοκής μιας σαπουνόπερας ή ενός παραμυθιού, σαν να μην μπορεί να εξηγηθεί. Αυτό ακριβώς όμως που είναι σημαντικό είναι ότι η διαδρομή αυτή είναι απολύτως εξηγήσιμη, ορατή, εύκολα ανιχνεύσιμη.
Γιατί μπορεί για τον υπόλοιπο κόσμο ο Αντετοκούνμπο να είναι το Next Big Thing του NBA, ένας παίκτης που αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού.
Σε μια εποχή που τα μεγάλα κορμιά των center εκλείπουν και κυριαρχεί η ταχύτητα και η ευστοχία των βραχύσωμων guard, το παιχνίδι του Γιάννη κινείται ακριβώς αντίθετα.
Ενας παίκτης με σωματική δομή τέτοια ώστε να μπορεί να παίξει ουσιαστικά σε όλες τις θέσεις, είναι σήμερα ο ψηλότερος guard στην ιστορία του NBA.
Εκεί που άλλοι guard θα στηριχθούν στο τρίποντο, αυτός θα αντιπροτείνει τη διείσδυση και τον αιφνιδιασμό.

Θυμίζοντας σε μέγεθος τον Magic Johnson και σε εκρηκτικότητα τον Lebron James, ο Γιάννης αποτελεί ήδη ένα μπασκετικό φαινόμενο (δεν θα ήθελα να επεκταθώ άλλο μπασκετικά.
Δεν είναι ο τομέας μου. Αν κάποιος θέλει να μάθει περισσότερα για τον παίκτη Γιάννη Αντετοκούνμπο, θα τον παρέπεμπα στα εκτενή αφιερώματα της ιστοσελίδας The BallHog.net).
Για εμάς εδώ όμως είναι πολύ περισσότερα. Είναι ένας άνθρωπος που καταφέρνει να ενσαρκώσει τις αντιφάσεις μιας ολόκληρης κοινωνίας και να τις στρέψει προς μια θετική κατεύθυνση.
Χωρίς δηλώσεις ή μανιφέστα, απλώς με το παράδειγμά του, απλώς με το όμορφο παιχνίδι.
Μιας κοινωνίας ικανής να σε εκπλήξει θετικά ή αρνητικά με την παράδοξη φιλοξενία της ή τον παράλογο ρατσισμό της.
Για εμάς εδώ ίσως να αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα όπλα απέναντι στον καθημερινό ρατσισμό, ως ένα από τα βασικά επιχειρήματα απέναντι σε μια κουβέντα που αποκλείει τα επιχειρήματα.
Γιατί ο Αντετοκούνμπο δεν μιλάει στο πολιτικό αισθητήριο ή στη συγκροτημένη άποψη ενός Ελληνα, εισβάλλει στο θυμικό γεννώντας αντανακλαστική αποδοχή, διδάσκει συνύπαρξη μέσα από τον αφιλτράριστο θαυμασμό.
Κάνει τη φυλετική υποκρισία να αναδιπλώνεται και να στρέφεται ενάντια στον εαυτό της.

Και ακόμα και αν κάτι τέτοιο δεν θα μοιάσει ποτέ ειλικρινές, σε αυτήν ακριβώς την ανειλικρίνεια εμείς εντοπίζουμε μια νίκη.
Οταν κάποιος θα προσπαθήσει να κρύψει παλιές απόψεις και δοξασίες (π.χ. όσοι δεν ψήφισαν το νομοσχέδιο για την ελληνική ιθαγένεια, τώρα να ζητωκραυγάζουν) το κάνει γιατί αντιλαμβάνεται πόσο παράταιρη είναι η παλαιότερη άποψή του.
Οχι μόνο αναγνωρίζει το λάθος της (ακόμη και αν συνεχίζει να πιστεύει ακόμη το σωστό της), αλλά με την υποκριτική του στάση την κατοχυρώνει ως περιθωριακή.
Ζω στην Κυψέλη, μια περιοχή έκθετη στον καθημερινό ρατσισμό της μικρής κίνησης.
Κάτσε να περιμένεις πρωί στο ταχυδρομείο της πλατείας Κυψέλης για να δεις τι σημαίνει καθημερινός ρατσισμός, τα σχόλια, τις συμπεριφορές, το ύφος του χ, ψ.
Συχνά νιώθεις απελπισία. Περπατώντας λίγο πιο κάτω η απελπισία εξαερώνεται.
Στη Φωκίωνος βλέπεις μεικτές παρέες παιδιών να παίζουν χωρίς να ρωτάνε για καταγωγή, φυλή ή χρώμα και άλλα τέτοια.
Η συνύπαρξη έχει τη φυσικότητα ενός λέι απ χωρίς αμυντικούς να σε εμποδίζουν.
Είναι αυτά τα παιδιά και άλλα πολλά που θα μεγαλώσουν φορώντας μια φανέλα ενός παίκτη με ελληνικό όνομα και νιγηριανό επώνυμο.
Και το κρίσιμο ερώτημα είναι: μπορείς να γίνεις χρυσαυγίτης όταν μεγαλώνεις με το όνομα του Αντετοκούνμπο στην πλάτη

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Χωρίς ανάσα, χωρίς τελεία, για την νέα χρονιά





.Ευχήθηκες καλή χρονιά και ύστερα χάθηκες μέσα στο χιόνι που δεν έπεφτε, στο χιόνι που δεν στοιβαζόταν, σ αυτό το χιόνι που ήταν απλώς ένα παρελθόν κακοκαιρίας,  ή μάλλον το παρελθόν συμπυκνωμένο στην μορφή της κακοκαιρίας, σαν ό, τι πέρασε να είχε τη διάρκεια του κατακλυσμού, την διάρκεια αυτή που δεν ξέρεις αν είναι στιγμή, μήνας ή χρόνος αφού τα έξω φαινόμενα ορίζουνε τα πάντα, τα βάζουν να κοιτούν προς την ίδια κατεύθυνση, την κατεύθυνση της βροχής ή της καταστροφής και όλος ο χρόνος που πέρασε σκάει ξαφνικά την στιγμή της νηνεμίας, πριν σταματήσουν όλα, απλά στην ώρα εκείνη που το πάθος του κατακλυσμού κοπάζει, όχι όταν σβήνει, αλλά όταν ηρεμεί και όλα αρχίζουν να κάθονται γύρω μας με τις μορφές τους σαν ανάλαφρες, σαν ξεφορτωμένες από την ένταση αυτών που μόλις πέρασαν –αλλά δεν έχουνε ακόμη περάσει- και έτσι στοιβάζονται σαν χιόνι, όπως αυτό το χιόνι δίπλα σου, το χιόνι αυτό που δεν στοιβάζεται, το χιόνια αυτό που δεν πέφτει, ενώ εσύ λες καλή χρονιά και χάνεσαι μέσα του, σαν κάποιος έτοιμος να χαθεί, αδιάφορος πια για την πορεία του, αφού ήσουν ήδη χαμένος πολύ πιο πριν, τη στιγμή της απόφασης, όχι την στιγμή που ξεστόμισες το ναι δυνατά, ή την στιγμή που σκέφτηκες να υποκύψεις στην πρόταση αλλά εκείνη τη στιγμή που μέσα σου η απόφαση πάρθηκε βουβά, χωρίς λέξεις σαν το πηγούνι σου να στρέφεται και να συνηγορεί, μια μέσα κίνηση που ορίζει όλη την όψη σου όλες τις αποφάσεις, απόφαση ακαριαία, να χαθείς μέσα στο χιόνι που δεν πέφτει, μέσα στο χιόνι της νέας χρονιάς, σαν τους ανθρώπους που χάνονται μέσα σε φουρτούνες και καταιγίδες, σαν τους ανθρώπους που τους καταπίνει η βροχή ή νύχτα, αλλά γνωρίζουν αυτό που τους πολιορκεί, το γνωρίζουν καλά ήδη από την στιγμή της απόφασής τους και παραμένουν αδιάβροχοι τόσο από νερό όσο και από νύχτα, τίποτα δεν τους αγγίζει, μόνο συνεχίζουν την πορεία τους μέσα στην πολιορκία, σαν να προστατεύουν κάτω από το ρούχο τους ένα ναι, ένα όχι, ένα γέλιο θριαμβικό ή μια βλαστήμια, να μην τους τα μουλιάσει η βροχή, να μην τους τα καταπιεί η νύχτα, γενναίοι μέσα στο χιόνι, μέσα στο χιόνι που δεν πέφτει, με κάνουν και σκέφτομαι πως η γενναιότητά είναι στην πραγματικότητα θέμα χρόνου, ιδιοκτησία μόνο αυτών που δεν τους είναι ξένο να απαντήσουν ακαριαία σε όποιο δίλλημα, ακόμα και αν γνωρίζουν πως αργότερα θα το μετανιώσουν, που χάνονται γιατί έτσι το αποφάσισαν, ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε να το αποφασίσουν και η γενναιότητα είναι ακαριαία, πιο πολύ στιγμή παρά μόνιμο χαρακτηριστικό συμβαίνει ξανά και ξανά ως μια εκδοχή, ως ένας διαφορετικός χρόνος της δειλίας, γιατί ‘’δεν υπάρχουν δειλοί’’ μου είχες πει, ‘’μόνο άνθρωποι που καθυστερούν και αυτός ο χρόνος της καθυστέρησης συχνά τους καταπίνει και κάθε τι που έχει νόημα οφείλει να είναι ακαριαίο, ακαριαίο σαν χτύπημα, σαν στραμπούληγμα, σαν το άνοιγμα και το κλείσιμο των ματιών, να έχει το μέγεθος μια κουκίδας, μιας ελάχιστης αμυχής που αφήνει μια βελόνα μέσα στο χρόνο και από εκεί να απλώνεται, να απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις σαν τελευταία ανάσα, όπως ξεχύνεται από το στόμα του ήδη νεκρού, ή σαν πρόταση που ποτέ της δεν συναντάει την τελεία, που τρέχει ατελείωτα από το ένα σημείο του χρόνου στο άλλο, από την αρχή της χρονιάς (καλή χρονιά ευχήθηκες και ύστερα χάθηκες) μέχρι το τέλος, πρόταση από την αρχή της ζωής μέχρι το τέλος της, σαν κάποιος μονίμως δίπλα μας να στενογραφεί τα πεπραγμένα μας, πράξη προς πράξη, λέξη προς λέξη, βλέμμα προς βλέμμα, για να μας τα παρουσιάσει στο τελείωμα όλα μαζί, σαν μια λέξη μικρή ελάχιστη, σχεδόν σαν ρυτίδα, σχεδόν σαν σημείο, σαν σημείο από το οποίο πηγάζουνε όλα, οι εικόνες οι λέξεις, σαν μια ρογμή μέσα στα πράγματα, There is a crack in everything/ That's how the light gets in, σιγοτραγουδάς ενώ φεύγεις, ενώ απομακρύνεσαι και ξανά απομακρύνεσαι, σαν και εσύ να βγήκες ακριβώς από εκείνο εκεί το σημείο, από το σημείο που ξεκινά η ροή της ζωής, η ακατάσχετη φλυαρία της πραγματικότητας και τα άρθρα χωρίς τελείες που και αυτά μαζί με εσένα και μαζί με όλα, λένε καλή χρονιά και χάνονται  μέσα στο χιόνι που δεν πέφτει, στο χιόνι που δεν στοιβάζεται, στο χιόνι που κατοικεί την τελεία του ακαριαίου. 

( στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Φαινόμενα κλινικής σωρρίασης



Κάτι πάει λάθος στους δρόμους της χώρας. Στις πλατείες, στα καφενεία, στις όψεις των κτιρίων. Ενα νέο λάθος που προστίθεται δίπλα σε πολλά άλλα, γεννημένα ή μεγεθυσμένα από το αρχικό λάθος της κρίσης και της λιτότητας.
Από όλα αυτά τα λάθη (σε ένα φάσμα που καλύπτει από εγκληματικές οργανώσεις- κόμματα ή εφημερίδες όπως το «Μακελειό» μέχρι καθημερινές κουβέντες και συμπεριφορές), η περίπτωση του Αρτέμη Σώρρα και της οργάνωσής του με τίτλο «Ελλήνων Συνέλευσις» έμοιαζε το σχετικά πιο άκακο στη γραφικότητά του.
Η ίδια η γραφικότητα περιγράφει το μέγεθός της ως περιορισμένο.
Ποιος μπορεί να δεχτεί πως υπάρχει κάποιος που δηλώνει πως είναι κάτοχος 600 δισ., ότι θα ξεπληρώσει όλα τα χρέη του ελληνικού λαού, ότι βρήκε τα λεφτά από ξεχασμένα ομόλογα της τράπεζας της Ανατολής ή από υπερόπλα των αρχαίων Ελλήνων που πούλησε στον αμερικανικό στρατό, και γίνεται πιστευτός, αποκτά οπαδούς, υφίσταται ως (έστω προς το παρόν περιθωριακό) επιχείρημα στον δημόσιο λόγο;
Και να που όλος αυτός ο δυσλεκτικής συλλογιστικής και ημιπαράφρων λόγος μεταφράζεται σε αφίσες, μαζώξεις σε πλατείες και καφενεία και σε πάνω από 200 γραφεία σε όλη τη χώρα.
Σε έναν ατελείωτο ιντερνετικό θόρυβο γραμμένο με κεφαλαία, όπου οι ακροδεξιές θέσεις συναντούν παράδοξες θεωρίες για αρχαιοελληνικά υπερόπλα, οι αρχαιοελληνικίζοντες νεολογισμοί συναντούν τον βάναυσο βιασμό της ελληνικής ορθογραφίας και παππούδια δίνουν όρκους σε καφενεία, αυτοπροσδιορίζονται «πολεμιστές» και πίνουν νερό στο όνομα του αρχηγού τους.
Σε μια εποχή που η φτώχεια και η εξαθλίωση περιγράφονται ως λογικές επιλογές, το παράλογο εκδικείται με τον δικό του τρόπο.
Απρόσμενα, ακατανόητα, χωρίς να ενδιαφέρεται για ερμηνείες ή για βυθομέτρηση πολιτικών αναλύσεων.
(Περισσότερα στοιχεία για την οργάνωση, τη σχέση της με την Ακροδεξιά ή το οργανωμένο έγκλημα μπορείτε να βρείτε στο σάιτ της εφημερίδας μας ή παντού στο Ιντερνετ.)
Ο Αρτέμης Σώρρας φύεται εκεί που το ελληνικό λούμπεν συναντά την αχανή συνθήκη του Ιντερνετ.
Οταν βρίσκεσαι μπροστά σε μία έκταση όπου το μόνο όριο είναι η φαντασία σου, αλλά ταυτόχρονα τα εργαλεία σου είναι τρομερά περιορισμένα.
Πάνω σε αυτή τη φαντασιακή συνθήκη ήρθε να δημιουργήσει ο εθνοσωτήρας Αρτέμης Σώρρας.
Με την αυτοπεποίθηση περπατημένου «ταρίφα» και την όψη τρακαρισμένου «ταρίφα», βάφτισε ακριβώς αυτό το λίγο «πολύ», ένωσε την πλήρως ελλιπή γνώση και το παραχαραγμένο φαντασιακό σε σχέση με την Ιστορία, με την προσδοκία μιας χτυπημένης μερίδας της κοινωνίας.
Τη μεταφυσική ανωτερότητα της φυλής, με την καταπιεσμένη κατάσταση της ράτσας.
Τις θεωρίες συνωμοσίας και τον αντισημιτισμό, με τον μπακάλικο δικολαβισμό, την αρετή της πιάτσας, την εξωστρέφεια του άνευ όρων λαϊκού ματσισμού.
Πιο πολύ αίρεση ή σέκτα, παρά κόμμα· πιο πολύ ανάπηρος μεσσιανισμός, παρά πολιτική πρόταση.
Γιατί το είδος της πολιτικής στο οποίο εμπίπτει ο Σώρρας είναι ακριβώς η έκλειψη και η παράφραση της πολιτικής.
Με τον ίδιο τρόπο που τα ελληνικά που μιλάει είναι παράφραση αρχαϊκών ή καθαρευουσιάνικων τύπων και η ελληνική Ιστορία στην οποία αναφέρεται είναι παράφραση (όχι της συγκεκριμένης Ιστορίας) αλλά του ίδιου του φαινομένου της Ιστορίας.
Αυτό που προτείνει στους οπαδούς του είναι μία μη διαμεσολαβημένη πολιτική σχέση που τυχαίνει να είναι μη πολιτική αλλά διαμεσολαβημένη.
Γιατί η πολιτική, η Ιστορία, η γλώσσα δεν συλλέγονται αυτόνομες στη φαντασιακή εκδοχή τους από τον Σώρρα.
Εκτρέφονται και παίρνουν σχήμα μέσα σε ένα συνολικό φαντασιακό, στο φαντασιακό της απελπισίας και της εξάντλησης ενός κομματιού της κοινωνίας με βασική έλλειψη εργαλείων ανάλυσης ή έστω διαλόγου.
Με άνευ όρων επιθυμία για πίστη, ανεξάρτητα από αντικείμενα ή κατευθύνσεις.
Ακόμη και για απολύτως φαιδρούς ισχυρισμούς, όπου η ίδια η λογική έχει αντικατασταθεί από την επιθυμία χωρίς καν δικαιολογία.
Από όλους τους φίρερ και φιρερίσκους που γέννησε η κρίση, ο Σώρρας μοιάζει ο πιο κωμικός, αλλά σίγουρα όχι ο λιγότερο επικίνδυνος.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Το χιόνι που πέφτει πάνω στους ζωντανούς και τους νεκρούς



«Αγγέλοι Αγγέλοι
στον ουρανό
Ο ένας ντυμένος αξιωματικός
Ο άλλος μάγειρος
Κι οι υπόλοιποι το ρίχνουν
στο τραγούδι
Φιλόκαλε αξιωματικέ
του ουρανού
Ύστερ’ απ’ τα Χριστούγεννα
Άνοιξη τρυφερή θα σου φέρει
Ήλιο λαμπρό
Να σε παρασημοφορήσει
Ήλιο λαμπρό
Ο μάγειρας ξεπουπουλιάζει μια πάπια
Αχ πέφτει το χιόνι
Χιόνι χιόνι πια
Και δεν έχω την αγάπη μου αγκαλιά»

(Γκ. Απολλιναίρ, Ποιήματα,
μτφ. Ν. Σπάνιας, Γνώση)

Για όποιον μεγάλωσε στην Αθήνα το χιόνι είναι είδος σπάνιο, εξωτικό, πιο πολύ στιγμή παρά καιρικό φαινόμενο, πιο πολύ ανάμνηση παρά παρόν. Γι’ αυτό κάθε που χιονίζει η πόλη μένει ολόκληρη ξαφνιασμένη, σαν να μην γνωρίζει πώς να αντιδράσει, σαν να κάθεται να κοιτά αποσβολωμένη. Και δεν παίρνει έκτακτα μέτρα, δεν γνωρίζει από διαχείριση ή άλλα τέτοια, απλά πλαταίνει το χρόνο ώστε να στοιβάξει ολόκληρη τη στιγμή και ολόκληρο το ξάφνιασμα. Γιατί το γνωρίζει καλά πως το χιόνι θα διαρκέσει μία, το πολύ δύο μέρες, θα ορίσει τις δικές του σχολικές αργίες, θα είναι αυτό που θα αποφασίσει ποιος θα πάει στη δουλειά και ποιος όχι, ποιος θα το διαχειριστεί ως πρόβλημα και ποιος ως παιχνίδι. Μία ή δύο μέρες κάθε δύο ή τρία χρόνια, ποτέ τόσο ώστε να καλύψει την ταύτισή του με τον χειμώνα (όπως αντίθετα η θάλασσα καταφέρνει με το καλοκαίρι), ποτέ τόσο ώστε να πούμε πως φέτος χιόνισε, ποτέ τόσο ώστε να είναι χιόνι.
Το χιόνι είναι η ενσάρκωση του έκτακτου, η υπενθύμιση μιας ομορφιάς εκτός κανονικότητας, η οικειότητα του ανοίκειου. Σαν στάχτη από κάποια πυρκαγιά που έπιασε κάπου μακριά, σε τόπους μακρινούς και ξεχασμένους και μεταφέρεται μέσα στους χρόνους για να αποθέσει τον εαυτό του δίπλα μας ή σαν πιτυρίδα μιας κεφαλής με διάμετρο χιλιομέτρων που τίναξε τα μαλλιά της κάπου ψιλά στον αχανή ουρανό και τώρα έρχεται απειλητικά κατά πάνω μας. Βαμβάκι που ντύνει τις επιφάνειες κάνοντας τα πράγματα να μοιάζουν πιο φιλικά, πιο μαλακά, χωρίς αγκάθι. Καταψύκτης που συντηρεί μάταια για λίγες ώρες μόνο την υπόλοιπη χρονιά παγώνοντας τα πάντα στο άγγιγμά του.
Το χιόνι αυτό πέφτει κάθετα μέσα στο σύμπαν. Δεν ξεκινάει ούτε σταματά, δεν αρχίζει ούτε φτάνει, μόνο κάθετο κινείται σαν ατέρμονη διαδικασία μπροστά στα μάτια μας, σαν ροή χωρίς σκοπό, γιατί είναι η ίδια ο σκοπός, η ροή η ατελείωτη ροή.

Πιο ανθεκτικό από τη βροχή ταξινομεί τον εαυτό του, τον στοιβάζει σε ορατά σημεία, σου υπενθυμίζει την πτώση του με την παραμονή του στο έδαφος. Δεν ζητάει να φύγει –τουλάχιστον όχι ακόμη- περήφανο στο να δημιουργεί σχήματα, σχήματα δικά του. Όχι λακκούβες ή ρυάκια, αλλά τεμάχια όπως αυτά προσφέρονται αποκλειστικά, στην σκληρότητα των φτυαριών, στην μαλακότητα των παιδιών.
Και αν υπάρχει κάτι εντυπωσιακό στο χιόνι -πέρα από την όψη του- αυτό είναι η ησυχία της πτώσης του, ο σιωπηλός του κρότος όταν συναντάει ξανά και ξανά το έδαφος, μια ήσυχη μετακίνηση ενός τεράστιου όγκου διακεκομμένου, τμηματικού μέχρι το άπειρο. Σιωπηλά, ψιθυριστά στοιβάζεται όλη τη νύχτα.

Τις νύχτες όταν τα φώτα της πόλης πέφτουν με πάταγο πάνω στις χιονισμένες επιφάνειες που μεγαλώνουν και ξανά μεγαλώνουν, βγαίνουν μέσα από χιονισμένες τρύπες οι χρυσοθήρες. Φερμένοι από άλλες εποχές, βγαλμένοι κατ’ ευθείαν μέσα από τη γη, εξοπλισμένοι με αξίνες, έλκηθρα και πλήρη ρουχισμό. Βγαίνουν στους δρόμους της Αθήνας φερμένοι από κάποια Αλάσκα και κάποια Σιβηρία, από κάποιο Κλοντάικ του χρόνου. Ξαφνιασμένοι διαβαίνουν την απολύτως άδεια πόλη ψάχνοντας. Όχι τόσο το χρυσάφι –αυτό το άφησαν πίσω στη δική τους εποχή, άλλωστε είναι γνωστό σε όλους πια τους αιώνες το πόσο άδεια από χρυσάφι είναι η δική μας εποχή. Ψάχνουν πάνω στα χιονισμένα παρμπρίζ και τα χιονισμένα πρεβάζια, τους παγωμένους δρόμους και τις ξέχειλες λακκούβες. Τις νύχτες βγαίνουν στους δρόμους της Αθήνας μέσα από τις χιονισμένες τρύπες τους οι χρυσοθήρες. Και ψάχνουν να βρουν εκείνη την πρώτη φλόγα που θα μπορέσει να δώσει ξανά, στην πόλη ολόκληρη, φωτιά.

(ο τίτλος είναι δανεισμένος από τη νουβέλα του Τζαίημς Τζόυς «Οι νεκροί»)


(στην εφημερίδα Εποχή)

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

Αγαπητό 2016…



Και ενώ οι μέρες περνούν και πλησιάζουμε σταθερά προς την Πρωτοχρονιά τα πλήθη φαντασιακά συνάζονται ήδη για να γιορτάσουν ένα χαρμόσυνο γεγονός.
Οχι τον ερχομό του νέου έτους αλλά τον θάνατο του παλαιού.
Το 2016 θα μείνει χαραγμένο στις μνήμες ως ένα άσχημο έτος, τόσο τρομακτικό που θα προσπαθείς να το θυμηθείς για να σου φύγει ο λόξιγκας ή για να πείσεις τον γιο σου να φάει το σπανακόρυζο.
Το μόνο που σώζει το 2016 είναι πως έχουμε βάσιμες υποψίες ότι το 2017 θα είναι ακόμη χειρότερο.
Για πολλούς το «λάθος» 2016 αποτυπώνεται στη μαζική εκκαθάριση εγχώριων και ξένων σταρ, σε μια καταμέτρηση θανάτων διάσημων ατόμων.
Ενώ κάτι τέτοιο φαινομενικά μπορεί να μοιάζει ανόητο ή ακόμα και απάνθρωπο σε σχέση με τα υπόλοιπα γεγονότα που χαρακτηρίζουν το έτος, έχω την αίσθηση πως δεν είναι.
Ολος αυτός ο εύκολος διαδικτυακός θρήνος δεν έχει να κάνει με το πένθος, με το γεγονός πως έφυγε κάποιος που θα μπορούσε να δώσει ακόμα περισσότερα (άρα έφυγε και η δυνατότητά μας να έρθουμε σε επαφή με νέα δημιουργήματα).
Αν το καλοσκεφτεί κανείς οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες που έφυγαν το 2016 ήταν ανενεργοί.
Πιο πολύ νομίζω πως πενθούμε για την απώλεια της χαμένης οικειότητας, για ένα κομμάτι που οριακά μπορεί να είχαμε ξεχάσει πως μας δομεί και που το αντιλαμβανόμαστε μονάχα σαν το χάσουμε.
 Είναι αυτή η μονομερής οικειότητα που ακόμα και στον μονόδρομό της παύει, αυτή η αμήχανη θλίψη που βασίζεται σε μια φαντασιακή σχέση η οποία τώρα αποκαλύπτεται και ταυτόχρονα μεταμορφώνεται –χωρίς να αλλάζει– σε παρελθόν.
Στην πραγματικότητα το πλαστικό πένθος είναι ένα παρήγορο πένθος.
Μια και θολώνει τη μεγάλη εικόνα που είναι πολλαπλά χειρότερη: ο πόλεμος στη Συρία κλιμακώνεται, η προσφυγική κρίση γιγαντώνεται, η διαχείρισή της από την Ευρωπαϊκή Ενωση πάει όλο και πιο δεξιά, η Ακροδεξιά κερδίζει έδαφος παντού, η λιτότητα καλπάζει, οι παγκόσμιες ισορροπίες διαταράσσονται ξεκινώντας αυτό που πολλοί ονόμασαν «δεύτερο ψυχρό πόλεμο».
Η εκλογή Τραμπ, η κατάσταση στην Τουρκία του Ερντογάν, η επιβολή ακόμη περισσότερης λιτότητας στην Ευρώπη, τα τρομοκρατικά χτυπήματα και η διαχείρισή τους είναι μόνο κάποια από τα γεγονότα που θα μας κάνουμε να θυμόμαστε το έτος 2016.

Αγαπητό 2016,
Αν ήσουν χρώμα θα ήσουν σάπιο μήλο.
Αν ήσουν μήλο θα ήσουν και πάλι σάπιο μήλο.
Αν ήσουν φαγητό θα ήσουν το δεν-ξέρω-τι-πράγμα-είναι-αυτό-αλλά-δεν-το-βάζω-στο-στόμα-μου.
Αν ήσουν συμμαθητής θα ήσουν αυτός που πήρε πολύ σοβαρά τη δουλειά του απουσιολογίου δίνοντάς μας άλλοθι να σε σιχαινόμαστε (κάτι το οποίο συνέβαινε έτσι κι αλλιώς). Δικαιωθήκαμε όταν πήγες στη Βουλή των Εφήβων και μίλησες για την πατρίδα, την εκκλησία και πάνω απ’ όλα υγεία. Είσαι ο θείος που πάντα υποψιαζόμαστε, αυτός που λέει «εγώ θα κάτσω εδώ με τη νεολαία».
Αν ήσουν στιγμή της ημέρας θα ήσουν η στιγμή που ανάβουμε το τελευταίο τσιγάρο μέχρι με την πρώτη ρουφηξιά να ανακαλύψουμε πως το ανάψαμε από το φίλτρο.
Αν ήσουν καθημερινή κουβέντα θα ξεκίναγες με το «Εγώ δεν είμαι ρατσιστής αλλά…».
Αν ήσουν ποίημα σίγουρα θα είχες γραφτεί στο facebook, αν ήσουν όχημα θα ήσουν καμένο τρόλεϊ για πολιτικούς λόγους.
Αν ήσουν γενέθλια σίγουρα θα έπεφτες 29 Φεβρουαρίου και θα γιόρταζες μία κάθε 4 χρόνια.
Αν ήσουν τραγούδι θα σε παίζαμε ανάποδα για να ανακαλύψουμε τα σατανιστικά σου μηνύματα, αλλά το μόνο που θα ακουγόταν εκεί θα ήταν η Μαρινέλλα να τραγουδάει κανονικά.
Αν ήσουν ποτό ήδη έχουμε τυφλωθεί εξαιτίας σου, αν ήσουν αμαρτία σε θάψαμε κάπου στη Σιβηρία και αν είσαι το τελευταίο κομμάτι πίτσας ήδη μου έπεσες από τα χέρια.

Ω 2016, και η χειρότερη στιγμή σου είναι η διαπίστωση πως είσαι μια χρονιά από το μέλλον μας και όχι από το παρελθόν μας.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)