Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Με τον Αστερίξ στη χώρα πέρα από τον χρόνο


Με τον τρόπο που το εύχεσαι σε πρόσωπο οικείο και αγαπημένο, σε κάποιον μακρινό θείο ξεχασμένο από τον χρόνο. Με τρόπο σχεδόν τρυφερό, σχεδόν παρήγορο. Στα 92 του, στο σπίτι του, στο κρεβάτι του, από ανακοπή στον ύπνο του. Ετσι έφυγε στις 24 του Μάρτη από τη ζωή ο Αλμπέρ Ουντερζό, συνδημιουργός και ζωγράφος του Αστερίξ. Γιατί ο Ουνερζό ήταν ο μακρινός θείος όλων μας. Ο μεγάλος μας οικείος ακόμα κι αν οι περισσότεροι δεν μπορούμε να ανακαλέσουμε το πρόσωπό του στη μνήμη μας. Ανακαλούμε όμως διαρκώς τα πρόσωπα που δημιούργησε, όλους του ήρωες που πέρασαν από τις σελίδες των Αστερίξ, πρόσωπα με τα οποία συναντηθήκαμε τόσο πολλές φορές που κατέληξαν συγγενικά. Γιατί οι ιστορίες του Γκοσινί και τα σκίτσα του Ουντερζό είναι οι εφευρέτες του άλλου χρόνου μας.

Αυτό που επικρατεί στα Αστερίξ είναι μια ιστορικά ακριβής αχρονικότητα. Εκεί όπου το παρελθόν συναντιέται με τρόπο αρμονικό με τα σύγχρονα γεγονότα, τα σύγχρονα ήθη συνυπάρχουν με τρόπους παλαιούς, ενώ ιστορικά πρόσωπα διαφορετικών εποχών συναθροίζονται μέσα στη γελοιογραφία ενός χρόνου συνολικού, πέρα από τον αναχρονισμό. Ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Βερσιζεντόριξ συναντούν τους Μπιτλς και τον Κερκ Ντάγκλας, οι γαλέρες και τα ρωμαϊκά στρατόπεδα το μποτιλιάρισμα και την ξενοφοβία. Οι ήρωες δεν γερνούν, τα γεγονότα που πέρασαν σπάνια επηρεάζουν την κατοπινή ζωή τους. Οι ήρωες και τα γεγονότα συμμετέχουν στην ιστορία με τον ίδιο τρόπο που ένα παιδί φαντάζεται τον εαυτό του στο παρελθόν, όταν διαβάζει μια ιστορία. Δίπλα στα ιστορικά πρόσωπα, πρωταγωνιστής αλλά πάντοτε με διακριτική παρουσία, με το ανάστημα που μόνο τα παιδικά χρόνια μπορούν να δώσουν. Παντοδύναμος, αθώος και αγαπητός. Ακριβώς σαν τον Οβελίξ και τον Αστερίξ.
Και ταυτόχρονα, παράλληλα με την παιδική υφή του κόσμου, παράλληλα με το ατελείωτο χιούμορ και με τη γελοιογραφία της ζωής απλώνεται η εμμονική συνέπεια των δημιουργών στην ιστορική ακρίβεια. Αντλώντας ιστορίες και λεπτομέρειες από τους Βίους του Πλουτάρχου, τον Τάκιτο και το Bello Gallico του Ιούλιου Καίσαρα, τόσο στη ροή της αφήγησης όσο και στην αποτύπωση του σκίτσου, ο Γκοσινί και ο Ουντερζό γειώνουν τη φαντασία στην πραγματικότητα αίροντας την αντίθεση μεταξύ τους. Και εντός αυτής της άρσης περνούν μερικοί από τους πιο αγαπημένους ήρωες που αποθηκεύσαμε στον παιδικό μας χρόνο.

Είναι αυτοί οι λίγοι, οι ευτυχισμένοι λίγοι. Εγκλειστοι και περιφρουρημένοι, οι Γαλάτες του μικρού χωριού είναι οι πιο ελεύθεροι άνθρωποι στον κόσμο. Περιορισμένοι, ταξιδεύουν ανελλιπώς σε κάθε μήκος και πλάτος, αν και αριθμητικά ελάχιστοι επικρατούν απέναντι στην πραγματικότητα μιας αχανούς αυτοκρατορίας και τελικά κερδίζουν παραμένοντας αθώοι. Οι ήρωες ερωτεύονται κοκκινίζοντας, βοηθούν ο ένας τον άλλο χωρίς ανταλλάγματα, καταναλώνουν την υπερβολή των ατελείωτων πιάτων και όταν καβγαδίζουν κανείς δεν παθαίνει κακό. Γιατί τα Αστερίξ δεν ηθικολόγησαν ποτέ. Οι περιπέτειες των ηρώων, οι νίκες, οι ήττες και οι εκβάσεις του κάθε μύθου ποτέ δεν ορίστηκαν από ένα απόλυτο καλό με όρους ιδανικού ή απαράβατης αλήθειας. Πίσω από τα κίνητρα των ηρώων, πίσω από την ανθρωπινότητα των πρωταγωνιστών αυτό που επικρατεί είναι η ηθική της φιλίας, οι άγραφοι κώδικες της παρέας, όπως αυτοί ενσαρκώνονται περισσότερο από οπουδήποτε στη σχέση του Αστερίξ με τον Οβελίξ. Μια σχέση που διεκδικεί μαζί τους και ο αναγνώστης στην κάθε του νέα ανάγνωση.

Γιατί δίπλα στον χρόνο των ιστοριών του Αστερίξ και του Οβελίξ, δίπλα στον χρόνο των αναφορών (από τον Σπάρτακο μέχρι το rock and roll) και στον χρόνο των δημιουργών (του Γκοσινί και του Ουντερζό) έρχεται τελικά να προστεθεί και ο χρόνος του αναγνώστη, το διαρκές παρόν της ανάγνωσης. Ενα παρόν που ενώ προχωρά μέσα στις ηλικίες -από ανάγνωση σε νέα ανάγνωση- και ενώ οι αναγνώστες τελικά μεγαλώνουν, αυτό δεν αλλάζει. Ακόμα και αν κάθε ηλικία μας κατασκευάζει έναν διαφορετικό αναγνώστη με διαφορετικά φορτία και διαφορετικές απαιτήσεις, η επιστροφή στα Αστερίξ μάς επαναφέρει στην πραγματικότητα του ενός αναγνώστη. Εκεί που όλες οι ηλικίες και οι αναγνώσεις συνυπάρχουν συμφιλιωμένες.

Ακόμα και μέσα στο χάος των ημερών, με την αναγγελία του θανάτου του Ουντερζό, η παιδική μας ηλικία μοιάζει να γέρασε απότομα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Με σφιγμένα τα δόντια


Εκλεισε μια βδομάδα. Αλλά ο χρόνος είναι σχετικός. Πάντοτε ήταν. Μόνο που τώρα αντιλαμβανόμαστε με τον πιο εμφατικό τρόπο το τι σημαίνει αυτή η χρονική σχετικότητα. Στην πραγματικότητα αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο με βάση τη ροή του, τα γεγονότα που τον γεμίζουν. Η βδομάδα που πέρασε συμπίπτει μόνο κατ’ όνομα με περασμένες εβδομάδες. Είναι κάτι διαφορετικό. Με άλλο περιεχόμενο και άλλα σύνορα. Δεν ήταν λοιπόν μία εβδομάδα. Ηταν η πρώτη εβδομάδα. Από κάτι νέο. Από μια νέα συνθήκη που περιλαμβάνει και τον χρόνο, που ορίζει διαφορετικά τις αποστάσεις. Τις χρονικές αποστάσεις, τις τοπικές αποστάσεις, αλλά κυρίως τις αποστάσεις ανάμεσα στους ανθρώπους.
Η κατάσταση που ζούμε -και εδώ εννοώ την καθημερινή κατάσταση, όχι την πλανητική μέσω της ενημέρωσης και της πληροφορίας- έχει όρους αλλαγμένους αλλά όχι τελείως καινούργιους. Γιατί στην πραγματικότητα δεν είναι αλλαγή. Είναι μετατόπιση. Εστίαση. Απόλυτη έμφαση στο ήδη υπαρκτό. Στον κοινωνικό πυρήνα της οικίας. Καθένας οχυρώνεται στην οικειότητά του. Το σπίτι ξαφνικά ονομάζεται καταφύγιο.
Ολα τίθενται σε δοκιμή. Οι αντοχές, η οπτική, τα θεμέλια. Οι σχέσεις μας με τους δικούς μας. Μέσα από αυτές βιώνουμε μια υποχρεωτική εμβάθυνση. Τους μαθαίνουμε από την αρχή. Τους φίλους σε απόσταση. Μαθαίνουμε να τους αναζητούμε από την αρχή.
Είναι μόλις η πρώτη εβδομάδα. Δεν μπορώ να ξέρω ποια η συνέχεια και είμαι ο τελευταίος που θα προβεί σε επιστημονικοφανείς μαντείες. Ηδη όμως υπάρχουν αρκετά για να ανησυχείς πέρα από την εξάπλωση του ιού. Για την εργοδοτική αυθαιρεσία, τις απολύσεις, τις συνθήκες εργασίας στις συγκεκριμένες συνθήκες. Για τους άστεγους. Γι' αυτούς που βρέθηκαν κλεισμένοι και μόνοι, έκθετοι στα σαγόνια της πιο πεινασμένης μοναξιάς. Και πάνω απ' όλα για τους πρόσφυγες και τις άθλιες συνθήκες, που γίνονται ακόμα αθλιότερες, στον εγκλεισμό της κρατικής ντροπής.  Για τη διάρκεια όλων αυτών των γεγονότων. Για τη στιγμή του ερχομού της κλιμάκωσης. Και κυρίως για την αυριανή μέρα. Πώς θα είναι το αύριο, όταν επιτέλους το αύριο φτάσει;

Εξω επικρατεί μια περίεργη ησυχία. Είναι η ξαφνική ησυχία που επικρατεί σε μια σπανίως χιονισμένη Αθήνα. Ξαφνική κάθε στιγμή. Και ύστερα ξαφνική και πάλι. Οπως την κοιτάζεις νύχτα από το παράθυρό σου. Από το θερμό σου καταφύγιο. Στο καταφύγιο και εδώ. Πολιορκημένοι από έναν θάνατο σε αναμονή. Μια απειλή ασαφής και απολύτως συγκεκριμένη. Ασαφής όταν η φαντασία πάει να την προσαρμόσει στα δικά μας πρόσωπα. Συγκεκριμένη στα ανακοινωθέντα και στους διεθνείς δείκτες, στους αριθμούς που δεν γίνονται πρόσωπα και βιογραφίες, μόνο μια τρομαχτική στατιστική που όλο και θεριεύει.

Και αυτή η διαρκής απειλή. Στη χώρα του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου ταυτόχρονα. Στα ελάχιστα σταγονίδια και στις χειραψίες, στο άγγιγμα και στο λάθος βήμα. Και ταυτόχρονα στην πλανητική της κλίμακα, στα σημεία αυτά στον παγκόσμιο χάρτη που αιμορραγούν, μια κοινή πληγή χωρίς παραλλαγές. Γιατί το όλον για να είναι ολόκληρο, οφείλει πάντοτε να έχει δύο μεγέθη.
Θα σφίξουμε τα δόντια. Θα μάθουμε ξανά από την αρχή να κοιτάζουμε τους δικούς μας περισσότερο στα μάτια. Να μετράμε τις ώρες μαζί τους, να εφευρίσκουμε τις ώρες μας γι' αυτούς. Και θα μάθουμε να ανησυχούμε. Από πιο βαθιά αυτή τη φορά. Για εμάς και για τους γύρω μας. Γιατί κάθε θάνατος φιλτραρισμένος από μια κοινή απειλή γίνεται ακόμα και ασυναίσθητα θάνατος ενός οικείου. Ενός οικείου που δεν είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε ποτέ. Μέσα στην αγωνία όλοι γειτονεύουμε. Ανταλλάσσοντας χειραψίες. Στη σιωπή και στην απόσταση.

Και έτσι, μέσα στην επιβεβλημένη απόσταση και στο υποχρεωτικό κενό ανάμεσα στα σώματα μαθαίνουμε να πλησιάζουμε τους άλλους. Να ενδιαφερόμαστε. Στην περίεργη αυτή εποχή όπου ο καλύτερος τρόπος να πλησιάσεις τον άλλον είναι να μείνεις μακριά του.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020

Σκέψεις στο ξεκίνημα της επιδημίας



Αν ο ιός που μεταδίδεται καταφέρνει κάτι πριν μας ακουμπήσει, αυτό είναι η αναδιάταξη της καθημερινότητάς μας. Του τρόπου να αντιλαμβανόμαστε, του τρόπου να επιλέγουμε, του τρόπου να ζούμε. Γιατί μπορεί ο ίδιος ο ιός να έχει κάτι το τυφλό, όπως η μοίρα ή η οργή των θεών, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να βρούμε αιτίες, αφορμές και ευθύνες ή να επιχειρήσουμε συνειρμούς γύρω από περιστατικά.

*Η ίδια η πραγματικότητα ακόμα και από τα μέτρα που τίθενται σε ισχύ για την αντιμετώπισή της επιδημίας φέρνει στην επιφάνεια ερωτήματα και ζητούμενα που, αφού όλα καταλαγιάσουν, θα ήταν καλό να συζητηθούν. Για παράδειγμα, η ετοιμότητα και η αποφασιστικότητα στις πολιτικές επιλογές της Κίνας με τα ακραία μέτρα και τον περιορισμό ολόκληρων πόλεων με πληθυσμό εκατομμυρίων μοιάζουν ως ένα αδύνατο σενάριο σε οποιαδήποτε δυτική δημοκρατία. Αν υποθέσουμε πως αυτό που ήδη σήμερα ξημερώνει -η αδυναμία των δυτικών κρατών να περιορίσουνε δηλαδή τον ιό και τους θανάτους- επιβεβαιωθεί και η σύγκριση του τελικού αποτελέσματος είναι συντριπτική υπέρ της Κίνας, θα αποτελέσει το γεγονός αυτό ένα επιχείρημα αμφισβήτησης της ίδιας της δομής και των θεσμών των δυτικών κρατών; Θα μπορούσε την επαύριον της λήξης της επιδημίας ή του πρώτου σταδίου της το καλοκαίρι να συνειδητοποιήσουμε πως οδεύουμε σε μια συνθήκη κινεζοποίησης των δυτικών κοινωνιών. Έστω στις στιγμές τις έκτακτης ανάγκης (αν και είναι γνωστό πως οι στιγμές αυτές είναι που ορίζουν τελικά και το σύνολο).

*Οι βασικές ελλείψεις σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή τόσο στη χώρα μας, όσο και σε άλλες χώρες, περιγράφουν ένα έγκλημα που έγινε μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές όλες τις προηγούμενες δεκαετίες στον δημόσιο τομέα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Περιμένοντας τα εκθετικά ξεσπάσματα των επόμενων εβδομάδων βλέπουμε μια αντιστοιχία του τομέα της υγείας με τον οικονομικό τομέα πριν από την κρίση. Όσο τα πράγματα πάνε καλά, η κατάσταση του τομέα ορίζεται ως αυτονόητη, η μορφή του γίνεται σχεδόν ιδεολογία. Όταν η κρίση φτάνει, αντιλαμβανόμαστε τα εγκλήματα που έγιναν στη νηνεμία της ευημερίας και της γενικής υγείας.

*Ταυτόχρονα, από τις πιο απρόσμενες περιπτώσεις, αντιλαμβανόμαστε τη σημασία του κράτους και της κρατικής μέριμνας στους τομείς αυτούς που πρέπει να θεωρούνται κοινωνικά αγαθά και ανθρώπινα δικαιώματα. Πολιτικοί όπως ο Μακρόν ή ο Κυριάκος Μητσοτάκης πράττουν με βάση την ανάγκη προς μια κατεύθυνση φαινομενικά αντίθετη στην ιδεολογία τους. Προσλήψεις, επιτάξεις, κεντρικός σχεδιασμός. Κάτι τέτοιο φυσικά συμβαίνει γιατί η ιστορία δεν τελειώνει, πόσο μάλλον η βιολογία.

*Η ταχύτητα διάδοσης του ιού και τα ταυτόχρονα ξεσπάσματα σε διαφορετικές χώρες σε όλο το μήκος και το πλάτος του χάρτη δείχνουν τους όρους με τους οποίους μπορεί να μεταδοθεί ένας ιός σε μια συνθήκη γρήγορων, εύκολων και συνεχών μετακινήσεων ανά τον πλανήτη. Αν κάτι τέτοιο ίσχυε για παράδειγμα την περίοδο της ισπανικής γρίπης, στο τέλος δηλαδή του πρώτου παγκοσμίου, ο ανθρώπινος πληθυσμός σήμερα δεν θα ήταν ούτε καν ο μισός. Ταυτόχρονα, μέσω αυτού του εναγκαλισμού επικινδυνότητας αντιλαμβανόμαστε πόσο κοινή είναι πια η μοίρα όλων μας.

*Στην περίπτωση της Ιταλίας για άλλη μια φορά αποδείχτηκε πόσο ψεύτικη είναι η πραγματικότητα της αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και τον ευρωπαικών κρατών μεταξύ τους.

*Ίσως για πρώτη φορά οι προσωπικές μας επιλογές κουβαλούν σε τέτοιο βαθμό το βάρος της τύχης των διπλανών μας. Ας σταθούμε στο ύψος των προσδοκιών των γύρω μας.

*Οι δύο βδομάδες που έρχονται θα είναι κρίσιμες. Οι δύο μήνες που έρχονται θα είναι κρίσιμοι. Είναι πολύ πιθανό τίποτα να μην είναι ίδιο τόσο στον καθένα από εμάς ξεχωριστά, όσο και στην ίδια την κοινωνία στην οποία ζούμε. Κάθε στιγμή, σε κάθε μας επιλογή οφείλουμε να μην ξεχνάμε τις βασικές ανθρώπινες αξίες, την αλληλεγγύη, την μέριμνα για τον διπλανό μας. Είναι η στιγμή αυτή όπου ο στίχος του μεγάλου άγγλου ποιητή W.H. Auden, γραμμένος στις πιο σκοτεινές ανθρώπινες ώρες της παγκόσμιας ιστορίας, ηχεί για άλλη μια φορά τον κώδωνα του κινδύνου: We must love one another or die.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Προμηνύματα επιδημιών


Δεν είμαι σίγουρος μέσα από ποια οδό ο χρόνος εγγράφεται στον ανθρώπινο ψυχισμό. Με ποιον τρόπο ανθρώπινα αντανακλαστικά θαμμένα εδώ και γενιές επανεκκινούν αυτόματα και μαζικά ορίζοντας μια κοινωνική αντίδραση. Συμφωνημένη χωρίς συνομιλία. Για παράδειγμα, οι επιδρομές στα σούπερ μάρκετ. Το αντανακλαστικό σχεδόν αποκλειστικά λοιδορήθηκε ως μια παράλογη αντίδραση που δεν συνομιλεί καν με την αρρώστια. Στην πραγματικότητα, έχω την αίσθηση πως η αντίδραση προέρχεται από κάτι άλλο. Ισως από την περίοδο της Κατοχής. Μια αντίδραση απέναντι σε ένα μεγάλο συλλογικό κακό που σκόρπισε θάνατο και διέλυσε κοινωνίες. Οι άνθρωποι αντιδρούν μέσα από ένα συλλογικό ασυνείδητο. Το πιο πρόσφατο κακό τούς κάνει να συμπεριφέρονται με παλαιούς οικείους τρόπους. Αυτό ξέρουν, αυτό μπορούν.

Και αν μπορούμε να βρούμε πολλά εγγεγραμμένα στοιχεία του παρελθόντος, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε με τον ίδιο τρόπο και για το μέλλον; Δεν εννοώ φυσικά μια προφητική διάσταση που μπορεί να αποκωδικοποιηθεί ώστε να μαντέψει. Πιο πολύ περιγράφω μια τυφλή ψηλάφηση ενδεχομένων, σχηματισμένων από φόβους και εφιάλτες, από στοιχεία εμφανή αλλά ανέγγιχτα, ειπωμένα αλλά βουβά. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αποθήκη βουβής γνώσης από την αφήγηση.
«Ολα ξεκίνησαν με φήμες από την Κίνα για την εξάπλωση άλλης μιας επιδημίας». Το βιβλίο έστεκε και με κοίταζε πάνω στο γραφείο μου, αφημένο εκεί ανάμεσα σε σημειώσεις και άλλα βιβλία, ενώ εγώ διάβαζα στον υπολογιστή τα νέα για την εξέλιξη της επιδημίας. Οι πρώτες σειρές του οπισθοφύλλου του προλόγιζαν το δικό μας παρόν. Η εξέλιξη της αφήγησης ήταν κάπως διαφορετική από αυτά που περιμένουμε εδώ: «Αντιμέτωπη με μια ορδή άνοων σαρκοβόρων πλασμάτων, η ανθρωπότητα αναγκάστηκε να ασπαστεί τη λογική της παγκόσμιας διακυβέρνησης».

Το βιβλίο ήταν το «Παγκόσμιος Πόλεμος Ζ: Προφορικές μαρτυρίες του πολέμου με τα ζόμπι», του Max Brooks, γνωστότερο για την (τελείως άσχετη με το βιβλίο και ελαφρώς απαράδεκτη) μεταφορά του στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστή τον Μπραντ Πιτ. Το βιβλίο μέσα από προσωπικές αφηγήσεις από όλο τον κόσμο που συλλέγει ο συγγραφέας του αφηγείται έναν μελλοντικό κόσμο όπου μια επιδημία μεταμορφώνει ένα μέρος του πληθυσμού σε ζόμπι. Ο Μπρουκς (γιος του Μελ) με δημοσιογραφική ακρίβεια περιγράφει την κατάρρευση των κοινωνιών σε παγκόσμια κλίμακα, την αντίδραση στην κατάρρευση αυτήν και την εκ νέου οργάνωση της ανθρωπότητας.
Τα ζόμπι μονοπωλούν τη σύγχρονη αφήγηση της επιδημίας και γίνονται κυριολεκτικά το πρόσωπό της. Τα τελευταία χρόνια σειρές, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια και κόμικς αφηγούνται παραλλαγές μιας αρρώστιας που θολώνει τις γραμμές ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο δημιουργώντας στρατιές νεκρών που απειλούν τους ζωντανούς. Τα ζόμπι, οικεία μα ταυτόχρονα απειλητικά ξένα, γίνονται ενσάρκωση του θανάτου. Γίνονται η όψη και η έκτασή του, γίνονται η απειλητική κίνησή του και η προσπάθεια κυριαρχίας του. Αποτύπωση, προβολή και αιτία ταυτόχρονα. Προοικονομούν μια παγκόσμια ασθένεια περιγράφοντας τα λάθη και τις αστοχίες των κοινωνιών αλλά ταυτόχρονα την αντίδραση της ανθρωπότητας σε αυτήν.
Το είδος δεν έχει γεννήσει υψηλή λογοτεχνία όπως άλλα τέρατα του παρελθόντος (το τέρας του δρος Φρανκεστάιν, ο δράκουλας κτλ) και παρέμεινε στην ποπ διάδοση και κατανάλωση καταφέρνοντας όμως να δώσει αφορμή σε μια σειρά από καλές ταινίες και να κατοχυρώσει μια αφήγηση σε παγκόσμια κλίμακα. Σχεδόν σε όλες τις παραλλαγές του μύθου της επιδημίας η κοινωνία καταρρέει και οι εναπομείναντες πρέπει να αρχίσουν από την αρχή. Η κοινωνία καταρρέει, αλλά δεν τελειώνει. Σε αντίθεση με τις αφηγήσεις της Αποκάλυψης, οι αφηγήσεις των ζωντανών νεκρών είναι ιστορίες ανθρώπινου θάρρους και επιμονής. Και η αφήγηση αυτής της επιμονής του ανθρώπινου σε πείσμα της γύρω επιδημίας είναι κάτι ουσιαστικό και μαζί χρήσιμο για κάθε ακραία συνθήκη.
Οι σειρές, οι ταινίες και τα κόμικς περιέγραφαν την ανάμνηση από ένα μελλοντικό ανθρώπινο ενδεχόμενο. Λιγότερο ορατό από μια δύσμορφη όψη, λιγότερο απλό από ένα σαγόνι που κυνηγά να μασήσει, εξίσου επικίνδυνο με ένα μικρόβιο που δεν αντιμετωπίζεται σωστά από μια κοινωνία.
Γιατί πέρα από αφορμές για γκροτέσκο θέαμα, οι αφηγήσεις των ζωντανών νεκρών είναι ταυτόχρονα αφορμές για ανθρώπινη σύνεση και μαζί για ανθρώπινη επιμονή.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)