Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Η Eurovision και το βάρος της ελαφρότητας








Δε θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας.
Δε θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας.

Μας τη βιδώνει που δεν τρως το παραμύθι μας
Μας ενοχλεί η αισθητή σου παρουσία
Είσαι σαν μύγα που κάθισε στη μύτη μας
και ακτινοβολεί απελπισία.

Δε θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας.
Δε θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας.

Μας διαλύεις όσα χτίσαμε με ψέματα
και μας σνομπάρεις μ’ ένα βλέμμα ξεφτισμένο
Θα `νιωθες όμορφα αν βάζαμε τα κλάματα
όμως, αγόρι μου, σε έχουμε γραμμένο.

Δε θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας.
Δε θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας.
Τρύπες, από τον ομώνυμο πρώτο δίσκο, 1985


Τη Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου, έλαβε χώρα ο ελληνικός τελικός της Eurovision, στο Gazi Music Hall. «Δύο τηλεοπτικά κανάλια, η ΕΡΤ και το MAD, 6 νικητές των προηγούμενων ετών, 8 δημοφιλείς καλλιτέχνες και συγκροτήματα από Ελλάδα και Κύπρο και τέσσερα διαγωνιζόμενα τραγούδια συνέθεσαν τον πιο αμφίρροπο και πιο ενδιαφέροντα τελικό των τελευταίων χρόνων», έτσι μας ενημέρωσαν οι παρουσιαστές. Μαζί τους εκλεκτοί καλεσμένοι και φαν κλαμπ, φορέματα και φωτισμοί πολλών κεριών, κάρτες-σκονάκια, πολλά γουάου και αγωνιώδεις φάκελοι με αποτελέσματα. Αγάπη για την Κύπρο, ξεθυμασμένες εξυπνάδες, αφόρητοι ακκισμοί και ο υπερθετικός ενός ομαδικού φθοριούχου χαμόγελου. Την παράσταση έκλεψαν τα πολιτικά αστεία των παρουσιαστών που συνέκριναν την ψήφο των βουλευτικών εκλογών με αυτή του διαγωνισμού και της κριτικής επιτροπής. «Γι’ αυτό στη Εurovision έχουμε περισσότερες επιτυχίες απ’ ό,τι στο Εurogroup» ανέφερε ο παρουσιαστής κατακεραυνώνοντας το πολιτικό κατεστημένο και εκθειάζοντας τον αμεσοδημοκρατικό τρόπο διεξαγωγής του θεσμού. Άλλωστε, όπως επιβεβαίωσαν και σε δηλώσεις τους οι νικητές, (το μπουζουκοχίψτερ συγκρότημα Koza Mostra), το τραγούδι τους έχει κοινωνικό και πολιτικό μήνυμα.
Λίγα μέτρα έξω από την αρένα, η ζωή περιγράφει τον εαυτό της με λιγότερη ελαφρότητα. Οι απλήρωτοι εργαζόμενοι/απολυμένοι των Metropolis μαζί με αλληλέγγυους, πραγματοποιούσαν έξω από το χώρο παράσταση διαμαρτυρίας, παρουσία δυνάμεων των ΜΑΤ. [Σημ. ο Ανδρέας Κουρής είναι ιδιόκτητης τόσο της αλυσίδας των καταστημάτων Metropolis όσο και του τηλεοπτικού σταθμού MAD που ανέλαβε την εκδήλωση της Eurovision.]

Απολυμένοι και οι απλήρωτοι εργαζόμενοι

Στην ανακοίνωσή τους αναφέρουν: «Μπορεί ο επιχειρηματίας Ανδρέας Κουρής να ισχυρίζεται εδώ κι ένα χρόνο ότι δεν έχει χρήματα να πληρώσει τους μισθούς και τις αποζημιώσεις που οφείλει στους απολυμένους των καταστημάτων Metropolis, αλλά για τη διοργάνωση πανάκριβων εκδηλώσεων, όπως αυτή της Eurovision, φαίνεται ότι τα βρίσκει.
Η τελευταία μανούβρα του Ανδρέα Κουρή, να αναλάβει τη διοργάνωση άλλης μίας φιέστας –αυτή τη φορά της Eurovision– και μάλιστα με απευθείας ανάθεση από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΡΤ, γεννάει πολλά ερωτήματα και παράλληλα προκαλεί. Πρώτα απ’ όλους, προκαλεί εμάς τους απολυμένους των καταστημάτων Metropolis, που γνωρίζουμε από πρώτο χέρι το ποιόν του εργοδότη Ανδρέα Κουρή. Ο οποίος, ως «επιτυχημένος επιχειρηματίας» και ιδιοκτήτης του ομίλου MAD, από τότε που εξαγόρασε την αλυσίδα καταστημάτων Metropolis, πριν από 3 χρόνια, κατάφερε να κλείσει 13 καταστήματα, να βάλει την επιχείρηση στο Άρθρο 99 και να απολύσει 180 εργαζόμενους. Σχεδόν στους μισούς από αυτούς αρνείται μέχρι και σήμερα να καταβάλει δεδουλευμένα και αποζημιώσεις, με το σύνολο των οφειλόμενων να ξεπερνάει τα 600.000 ευρώ».
Όπως περιγράφουν στη συνέχεια της ανακοίνωσής τους οι εργαζόμενοι και οι απολυμένοι, η συγκεκριμένη κίνηση αποτελεί την κορύφωση μιας διαδικασίας που αριθμεί περισσότερες από 60 συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, ενώ ταυτόχρονα πέτυχε την καταδίκη του Ανδρέα Κουρή σε 27 μήνες φυλάκιση με 3ετή αναστολή και χρηματικό πρόστιμο 7.800 ευρώ. Το χρηματικό ποσό που δαπανήθηκε για την τελετή της Eurovision αντιστοιχεί περίπου σε αυτό το οποίο χρωστάει ο Ανδρέας Κουρής στους εργαζομένους.
Η ανακοίνωση προσθέτει επίσης: «Η διοργάνωση της Eurovision δεν αποτελεί πρόκληση μόνο για εμάς τους απολυμένους των Metropolis. Η απευθείας ανάθεση του ελληνικού τελικού της Eurovision από την ΕΡΤ στο MAD TV του Ανδρέα Κουρή αποτελεί πρόκληση για όλους τους εργαζόμενους που αυτή τη στιγμή υποφέρουν κάτω από την εφαρμογή των σκληρών μέτρων λιτότητας.
Διότι, πέρα από την εμμονή στη διοργάνωση ενός τέτοιου πολυδάπανου διαγωνισμού την ώρα που ο κόσμος πεινάει, το γεγονός ότι ένας κρατικός φορέας τον παραχωρεί δωρεάν (μαζί με ένα κομμάτι των κερδών) σε έναν ιδιώτη, για τον οποίο εδώ και καιρό βουίζει ολόκληρη η αγορά για τις τεράστιες οφειλές του προς το Δημόσιο, τους εργαζόμενους και πληθώρα άλλων πιστωτών, αποδεικνύει ότι η περιβόητη διαπλοκή, αντίθετα από τις βαρύγδουπες εξαγγελίες, ζει και βασιλεύει!»

Το βάρος της ελαφρότητας

Στην Ελλάδα της ανεργίας και της ανέχειας, το παρόν φορά τη μάσκα του παρελθόντος προσπαθώντας να μας πείσει πως τίποτα δεν άλλαξε, αρνούμενο το χρόνο σαν πρόσωπο που γερνά αλλά προσπαθεί να συντηρήσει την όψη του με φτηνές πλαστικές επεμβάσεις. Στη σημερινή Ελλάδα οι απολύσεις και η ανεργία είναι το νόμισμα με το οποίο θα πληρωθούν τα πανάκριβα πανηγυράκια και οι σαχλές φιέστες, που θα προσπαθήσουν να μας καθησυχάσουν. Το ταριχευμένο νάζι των ετών που πέρασαν ανεπιστρεπτί θα επιβιώσει πάση θυσία, φρουρούμενο από τα ΜΑΤ, με την παρουσία του να επιδεικνύεται εμμονικά, αδιαφορώντας για κάθε τι γύρω του. Στις αρένες του μνημονιακού μας παρόντος, τα λιοντάρια βγαίνουν υπό τη συνοδεία ποπ μουσικής, αγγλόφωνων μπαγλαμάδων και τσιρίδων διψασμένων για το πιο ακριβοπληρωμένο κενό.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Με αφορμή την ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Μπογδάνου

Καταδικάζουμε την κακή ποίηση από όπου και αν προέρχεται

 

-διαθήκη
Σιγανό της αγάπης μας γλύκισμα,
Τρυφερό ποιητών το απάνθισμα,
Μιας πατρίδας βελούδινης χώρα,
Των θεμάτων των λέξεων κύματα,
Ορεινές κορυφές νοήματος γράφουν
Νέο θάρρος στ' ωραίο κοσμοσύντριμμα,
Οιμωγές πιο σωστές κι από γέννα,
Πιο ορθές κι από δόξα - από πίστη
Στερεότεροι φθόγγοι, του τέλους
Στολισμοί ενός κόσμου απροσμάχητου
Το τραγούδι μιας πάταξης τύραννου
Πονηρού, νοσουργού κι αεικίνητου,
Λαβωμένου εξ αρχής φόβου φύλακα
Του αδύναμου φαύλου απεκρίζωμα
Ως υπόσχεση, όρκο θεάρεστο άδουν.
Κωνσταντίνος Μπογδάνος, από την ποιητική συλλογή ‘’ΟΝ’’ εκδόσεις Γαβριηλίδης

‘’Ω μαιανδρωδικήγρυλλιστοσάλπιγγα, οι  συχνουρίες σου είναι για μένα
 σαν πλιατσικολογημένες αμφικλινερυθροκυλίδες σ’ αλλεργικά πετούμενα’’
Ποίηση της εξωγήινης φυλής των Βόγκονς, τρίτη χειρότερη ποίηση στο σύμπαν σύμφωνα με το βιβλίο ‘’Γυρίστε τον γαλαξία με οτοστόπ’’

‘’Ακόμα αναπνέει, καυτός συνεαυτός αργόμισθος,
Ξενοφερμένος ενδοβαλτός, ώσπου να σβήσει στο φλογώδες άηχο’’
Κωνσταντίνος Μπογδάνος, ‘’Ξένο σώμα’’

Δεν συνηθίζω να γράφω αρνητικές κριτικές, πόσο μάλλον για νέους δημιουργούς. Μπορώ να αντιληφθώ τον κριτικό ως κάποιον που μέσα στην υπερβολή της εκδοτικής δραστηριότητας επιλέγει και προτείνει το θετικό πρόσημο, προωθεί και παρουσιάζει αυτό που κρίνει πως έχει νόημα να μοιραστεί. Η συγκεκριμένη περίπτωση είναι κάπως διαφορετική και αυτό γιατί ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος δεν είναι πρωτίστως ποιητής, δεν είναι πρωτίστως δημοσιογράφος. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος είναι σημείο, πρόσωπο που συμπυκνώνει νοήματα, τάσεις και διαθέσεις πέρα από το προσωπικό, σε ένα ρευστό καιρό.
Στην εποχή της εικόνας, η αναγνωρισιμότητα μπορεί εύκολα να αντικαταστήσει την ταυτότητα. Τόσο συχνά σε δελτία και παράθυρα, είδαμε δημοσιογράφους να μιλούν ως σεισμολόγοι, ως εγκληματολόγοι, ως κοινωνιολόγοι. Ο τηλεοπτικός δημοσιογράφος μπορεί να αλλάζει προσωπεία με άνεση σε έναν κόσμο που δεν επικρατεί ο ειδικός, αλλά ο οικείος. Έτσι μπορεί να γίνει πολιτικός, ηθοποιός, συγγραφέας, ταχυδακτυλουργός κτλ. Μπορεί να συμβεί όμως κάτι τέτοιο με την ποίηση;

Τσιρότο χωρίς τραύμα

Διαβάζοντας κάποιος το «ΟΝ» του Κωνσταντίνου Μπογδάνου νοιώθει αμηχανία ήδη από τον τρόπο που έχει συνταχθεί το βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου: «Τριτοδεσμίτης Σχολή Μωραΐτη, Επικοινωνία και ΜΜΕ Πάντειο, φιλοσοφία King’s College London, επιμόρφωση μακροοικονομικά LBS. Έτη σε Διεθνές χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Λονδίνο, επιστροφή Ελλάδα, στράτευση, αποστράτευση, εργασία ως δημοσιογράφος». Συνεχίζοντας το διάβασμα ο αναγνώστης θα συναντήσει ποιήματα με τίτλους όπως: «Όταν έκλασε ο Νερούντα» και «Χαρτοκοπτικίνκυ» και στίχους όπως: «Δεν είναι τίποτα η κληρονομιά. Γιο, τίποτα. Κόρες μόνες πολλές γκάνγκστα», «Δε με μέλει το e-mail σου bitch» και «Αισχύλος στο χείλος». Οι στίχοι «πατάω γκάζι κι ανεβάζω στροφές/σφυρίζω σαν εξάτμιση, αχα,/διαβάζω τις ταμπέλες μία-μία και αφομοιώνω» μας θύμισαν έντονα τραγούδι γνωστής τηλεταινίας των 80’s με πρωταγωνιστή τον Σταμάτη Γαρδέλη (εγώ δεν θέλω μεροκάματο/ θέλω χιλιάρα μηχανή και θάνατο).
Το βιβλίο έρχεται να συνδυάσει την τηλεοπτική πόζα με την ψευδορομαντική ποιητικότητα. Ανάμεσα στο άγχος της πρωτοτυπίας και την επανάληψη της κοινοτοπίας, η συγκεκριμένη ποίηση συνδυάζει τα All Star με το κουστούμι, τη νεανικότητα με τον πιο ρυτιδιασμένο συντηρητισμό, το ξεχασμένο μέταλλο της ποίησης με τον πιο σκουριασμένο λόγο, σε μια συνισταμένη μη συμφιλιωμένων συνιστωσών. Η συγκεκριμένη ποίηση, δεν είναι ούτε «δύσκολη ποίηση» όπως την χαρακτήρισε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στην παρουσίαση του βιβλίου στις εκδόσεις Γαβριηλίδη, ούτε «επιθετική ποίηση με τσογλανιά» όπως την χαρακτήρισε ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης στην ίδια παρουσίαση. Είναι μια ποίηση προσεχτικά αξύριστη, γυμνή από αγκάθια, συμπλήρωμα σε ένα δεδομένο τηλεοπτικό ίματζ, σε ένα προσεχτικά επιλεγμένο σνομπ ύφος. Δεν είμαι σίγουρος πως η ποίηση «έχει γίνει πολύ μαυρίλα. Καθόλου κουλ», όπως τόνισε στην παρουσίαση του βιβλίου του ο ποιητής, αλλά σίγουρα η συγκεκριμένη ποίηση μοιάζει πιο πολύ με τσιρότο χωρίς τραύμα, με άλλη μια κονκάρδα σε ένα hipster σακάκι.

Έχει και η ποίηση προϋποθέσεις

Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος είναι ένας φορέας του κυρίαρχου λόγου σε νεανική συσκευασία. Καταδικάζει τη βία από όπου και αν προέρχεται, ταυτίζει τον ΣΥΡΙΖΑ με την Χρυσή Αυγή, καταγγέλλει το παρακράτος των συνδικάτων, το χάλι του ελληνικού δημοσίου, το αίσχος του κλειστού αθηναϊκού κέντρου από τις πορείες. Ταυτόχρονα, στη σκυταλοδρομία του χρόνου έρχεται να εκπροσωπήσει μια νέα γενιά δημοσιογράφων: εξοικειωμένος με τα νέα μέσα επιδεικνύει τον κοσμοπολιτισμό της ηλεκτρονικής οθόνης, την εξειδίκευσή του στην αγγλική προφορά και στους τίτλους των ξένων εφημερίδων. Πετυχημένος για την ηλικία του αποτελεί έναν από τους νεαρότερους παρουσιαστές με δική του μάλιστα εκπομπή. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος είναι πληθυντικός. Μέσα στον κυρίαρχο λόγο μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιον όμοιο φορέα των συγκεκριμένων απόψεων. Και η ποίηση; Τι δουλειά έχει με όλα αυτά η ποίηση;
Η ποίηση προϋποθέτει πόνο, ευαισθησία, τσαλάκωμα, ειλικρίνεια κάτι τέλος πάντων από όλα αυτά που ο λόγος των κυρίαρχων ΜΜΕ αποκρύπτει και εξορίζει συνειδητά από την πραγματικότητα καθημερινά και συστηματικά. Φυσικά οποιοσδήποτε μπορεί και είναι ελεύθερος να γράφει ποίηση (καλή ποίηση, κακή ποίηση λίγη σημασία έχει) άσχετα από τις πολιτικές του απόψεις, τη θέση του στη κοινωνία, τη στάση του απέναντι στα πράγματα. Όμοια, οποιοσδήποτε είναι ελεύθερος να βήχει ξαφνιασμένος όταν διαβάζει κάτι το οποίο θεωρεί κακό. Γιατί ανεξάρτητα από την αναγνωρισιμότητα κάποιου ή τη θέση του σε ένα σύστημα που μπορεί να επιβάλει ταυτότητες και ιδιότητες (και τόσο συχνά κόντρα σε όλα αυτά) η ποίηση έχει και αυτή προϋποθέσεις και είναι συχνά από μόνη της μια ηθική απέναντι στο κόσμο. Ή όπως θα έλεγε και ένας ποιητής -στην ίδια ηλικία με τον Μπογδάνο- ο Γιάννης Στίγκας:

Γιατί η ποίηση
 -ψιτ, μεγάλε-
 δεν είναι αιώρα ρεμβασμών
 δεν ειν’ το φτερωτό σου κατοικίδιο
 -ψιτ, μεγάλε-
 Όταν υποδύεσαι το φεγγάρι
 να το υποδύεσαι και στη χάση του
 -δεν θα στο κάνω πιο λιανά-
 Αν το νοείς αυτό
 έχει καλώς
 αλλιώς,
 Ε ρε, Μαγιακόφσκι που σου χρειάζεται.
(από την ποιητική συλλογή «Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο»)

(Στην εφημερίδα Εποχή)

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Αθήνα, πόλη της κρίσης






’ Οι πόλεις είναι ένα σύνολο πραγμάτων: απομνημονεύσεων, επιθυμιών, σημείων μιας γλώσσας. Οι πόλεις είναι τόποι ανταλλαγών, όπως εξηγούν όλα τα βιβλία της οικονομίας, αλλά οι ανταλλαγές αυτές δεν είναι μονάχα ανταλλαγές εμπορευμάτων, είναι και ανταλλαγές λέξεων, πόθων, αναμνήσεων.’’
(Ίταλο Καλβίνο, από την εισαγωγή του στο βιβλίο Οι αόρατες πόλεις )

Πως βρεθήκαμε εδώ; Σε αυτό το εδώ, σε αυτό το τώρα. Αν υπάρχει ένα σημείο στη σύγχρονη Ελλάδα όπου η κρίση κατοικεί με όλη της την ένταση και όλη της την απλωμένη άνεση αυτό είναι η Αθήνα. Βολεύοντας τον εαυτό της καταχρηστικά, απλώνοντας το απειλητικό της σώμα στους καναπέδες κάθε σαλονιού της πόλης. Πρωτεύουσα που συγκεντρώνει και πολλαπλασιάζει κάθε κομμάτι της χώρας, σημείο που μάζεψε όλες τις παραγωγικές δυνάμεις,  τις παλιές ελπίδες και τις προσδοκίες που τώρα παρατά ορφανές. Η Αθήνα της κρίσης, μια πόλη στενή ανάμεσα σε δύο αναστεναγμούς.
Πόλη χτισμένη στη βιασύνη ενός αιώνα, έφερε εδώ ανθρώπους από κάθε άκρη της χώρας, μιλώντας για ένα οικονομικό θαύμα με τους αριθμούς να φουντώνουν απότομα. Και η ζωή απλώθηκε σε έναν νεόκτιστο κόσμο που τώρα καταρρέει. Ένα τοπίο που εκτείνει τις φλέβες του χωρίς ρυμοτομία , αυθαίρετα στον χρόνο και το χώρο. Ένας υποδοχέας επιθυμιών που τώρα τρέφονται από το άδειο. Μες την βιασύνη των δρόμων όλα συνορεύουν: ρεκλάμες και Παρθενώνες, νεοκλασικά και ερειπωμένες βιτρίνες, παρατημένες οικοδομές και σπασμένες κολώνες. Η πόλη αυτή μοιάζει να μην έχει παρελθόν, μόνο ιστορία. Χωρίς δική της ντοπιολαλιά να την μιλά ξέχωρα από τις άλλες πόλεις, χωρίς παραδοσιακές συνταγές να χορταίνει τη δική της μοναδικότητα, χωρίς θρύλους και παραδόσεις να ιστορούν τι υπήρξε πριν το τσιμέντο. Όχι παρελθόν, μόνο ιστορία. Και οι πρόσφατες περιοχές να αλλάζουνε όνομα, τα τοπωνύμια να ξαναβαφτίζονται από μια αρχαιοπρεπή χειρονομία, ή από μια απαίτηση εθνικής καθαρότητας,  καλύπτοντας την απόσταση από τα Λιόσια στο Ίλιον, από τις Κουκουβάουνες στη Μεταμόρφωση, από το Τουρκολίμανο στο Μικρολίμανο. Και ο ποιητής περπατά ακόμα στους λερούς, ασήμαντους δρόμους με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους…
Πόλη που στεγάζεις δανεικές αναμνήσεις. Χωρίς κατοίκους μόνο με μόνιμους επισκέπτες. Στα ονόματα των οδών και στις ταμπέλες σου, θα συναντήσουν τους τόπους καταγωγής τους και ίσως ένα ξεχασμένο Θυμάμαι. Χωριά, βουνά και νησιά αναμένοντας την σύντομη καλοκαιρινή επιστροφή, ενώ το παρελθόν μεταναστεύει στο μέλλον.  Κέντρο της απώλειας και πρωτεύουσα των μνημονίων εδώ θα μεταφέρεις τους μετανάστες σου, κατευθείαν από τις γραμμές των συνόρων, στοιβαγμένους σε νυχτερινά λεωφορεία παρατώντας τους σε ένα ξενόγλωσσο κέντρο. Χωρίς λέξεις, χωρίς ονόματα και οδούς να τους υπενθυμίζουν από πού ξεκίνησαν το ταξίδι τους.  Στα σπασμένα σου πεζοδρόμια θα στοιβαχτεί η ανεργία σου, μια αδιάκοπη βιασύνη γύρω από το τίποτα, μια σιωπή ανάμεσα σε δύο παύσεις. Πώς ξεριζωθήκαμε όλοι; Όλοι μας Εσωτερικοί Μετανάστες, ταξιδεύοντας ακίνητοι, ταξιδεύοντας μαζί με την πόλη προς το μέσα των σπλάχνων, ακίνητοι στην ξενιτιά του χρόνου.
Πόλη φτιαγμένη για καλοκαίρι, χωρίς υπόστεγα, ανοιχτή σε κάθε καταιγίδα. Τα ποτάμια σου είναι σκεπασμένα και οι κοίτες τους μπαζωμένες. Που θα εκβάλει απόψε  η απελπισία του καθενός;  Και όλο μας το Εμείς διάτρητο, βομβαρδισμένο, με τα Εγώ του σκορπισμένα άναρχα σε μια επιφάνεια χωρίς πολεοδομία.( ‘’Εχθές το βράδυ στο μετρό/αγγίζονταν χιλιάδες σώματα/ κι ούτε ένα τσαφ για τα προσχήματα/ ούτε ένα τόσο δα ηλεκτρόνιο/κάτι/ ν’ ανατριχιάσει τα χαμένα βλέμματα’’* ). Και καθώς η νύχτα επιστρέφει, τα φανάρια είναι σπασμένα, τα μισά γράμματα των φωτεινών επιγραφών σβηστά τα ονόματα των μαγαζιών ακατάληπτα. Στο μισοσκόταδο το συναίσθημα κατοικεί εγκλωβισμένο, σαν σκυλί στα μπαλκόνια της Κυψέλης. Τη νύχτα η κούραση είναι ανηφόρα και όλη η πόλη κάθετη. Στις κορυφές του χειμώνα της ανεβαίνει ο καπνός απ τις σόμπες. Έρχεται από άλλες εποχές, άλλους τόπους. Σήμερα, άλλοι θα κάψουν ξύλα και άλλοι κάρβουνα, άλλοι μοναξιά και κάποιοι ίσως ερωτήσεις. Πως από τόσους δρόμους βρεθήκαν όλα εδώ; Σε μια βιαστική και ακαριαία χειρονομία του χρόνου. Τι σημαίνει τελικά Κρίση; Και που κατοικεί τελικά η Αθήνα;

*Το ποίημα είναι του Γιάννη Στίγκα, από την συλλογή  ‘’ Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο’’

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)


Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΙΛΗ

 
 Ο πολιτισμός στην Ελλάδα είναι υπό διωγμόν




Ο τίτλος της τελευταίας σας ποιητικής συλλογής, «Αποδρομή του αλκοόλ», μας παραπέμπει σε μια κατάσταση μετά από ένα δυνατό μεθύσι. Βλέπετε αντιστοιχίες στο πριν και το μετά της κρίσης; Είναι τελικά η «Αποδρομή του αλκοόλ» ένα βιβλίο για την Ελλάδα της κρίσης;
Πρόκειται για την πρώτη ενότητα, από τις τρεις του βιβλίου, που δίνει και τον γενικό τίτλο στη συλλογή. Φυσικά μιλάει για την Ελλάδα της κρίσης, μόνο που την κρίση αυτή την ψηλαφεί ποιητικά στις απαρχές της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους και στην αδυναμία του μέχρι σήμερα να αφομοιώσει κριτικά και δημιουργικά τις αξίες του δυτικού κόσμου προς τον οποίο προσανατολίστηκε αποφασιστικά από τη γέννησή του. Η ελληνική περίπτωση συνιστά μια περιφερειακή, ιδιαιτέρως οξυμμένη, μορφή της κρίσης του νεωτερικού παραδείγματος, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η κρίση του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Η απότομη και απρόσμενη μετάβαση στη χώρα μας από την κατάσταση ευφορίας -μιας πολιτικά ελεγχόμενης ψευτοευημερίας- στη σημερινή κοινωνική εξαθλίωση ανακαλεί τους εφιάλτες που βιώνει κανείς ύστερα από ένα βαρύ απερίσκεπτο μεθύσι.

Στην Ελλάδα σήμερα συναντούμε ένα γενικότερο αντιδιανοουμενισμό ο οποίος εκφράζεται και θεσμικά. Τελικά ποια είναι η θέση του καλλιτέχνη απέναντι στην εξουσία;
Αντί για διανοουμένους θα προτιμούσα να μιλάμε για ανθρώπους που βιώνουν τις αξίες του πολιτισμού, του δικού τους και των άλλων. Θεσμικά ο πολιτισμός στην Ελλάδα είναι υπό διωγμόν. Ως παιδεία, ως καλλιέργεια, ως ανθρώπινο δυναμικό απαξιώνεται συστηματικά. Δείτε το πρόσφατο φορολογικό νομοσχέδιο για τους συγγραφείς, την κατάργηση αντί για την εξυγίανση του ΕΚΕΒΙ ή την προωθούμενη ουσιαστική κατάργηση των λεγόμενων «Τιμητικών καλλιτεχνικών συντάξεων». Το λεγόμενο «συγκριτικό πλεονέκτημα» της χώρας μας, ο πολιτισμός, είναι μια φανφαρόνικη αυτοκολακεία των πολιτικών, αλλά και πάμπολλων καλλιτεχνών. Υπάρχει ωστόσο συνέργεια και της κοινωνίας. Αν δεν ήμασταν ο λαός που διαβάζει ένας στους δέκα, δεν θα «νοιάζονταν» ο Βαλλιάνος χθες και ο Νιάρχος σήμερα για την Εθνική μας Βιβλιοθήκη, για ένα κερασάκι δηλαδή δίχως τούρτα! Ούτε τα μισά πολιτιστικά κέντρα της χώρας θα άκουγαν στο όνομα «Μελίνα Μερκούρη», λες και στο πρόσωπο αυτό εξαντλείται ο πολιτισμός των Δήμων και Κοινοτήτων. Και αν η αριστερά, ένα τμήμα της έστω, βάλλει εν ονόματι του δημοσίου συμφέροντος κατά των σχεδίων του Νιάρχου στο Φαληρικό, αριστεροί ήταν, ας μην ξεχνάμε, και οι συνδικαλιστές που αποδέχτηκαν αμαχητί, αν δεν το ζήτησαν κιόλας, οι 60.000 δραχμές το χρόνο που παίρναμε εμείς οι εκπαιδευτικοί για αγορά βιβλίων να μετατραπούν σε ένα πεντοχίλιαρο το μήνα επιπλέον στο μισθό μας!
Το ελάχιστο, τώρα, που μπορεί να φανταστεί κανείς για έναν καλλιτέχνη είναι να παραμένει στρατευμένος στην τέχνη του. Μια τέτοια στράτευση έχει φέρει στην ιστορία αρκετούς καλλιτέχνες αντιμέτωπους με την εξουσία. Όσο για την εξουσία την ίδια, ασχέτως πολιτικής αποχρώσεως, κατά κανόνα, και μάλλον δίχως εξαιρέσεις, ενδιαφέρεται για εκείνη την τέχνη που εξωραΐζει το προφίλ της. Αλλά και αρκετοί καλλιτέχνες, πάλι, διψώντας πάνω από όλα για αναγνώριση και επιβολή, είναι εν δυνάμει συνεργάτες σχεδόν οποιασδήποτε εξουσίας τους τα προσφέρει...

Στην «Αποδρομή του αλκοόλ» προκύπτει από κάποια ποιήματα μια προσπάθεια αποδόμησης της ρομαντικής εικόνας του ποιητή. Ο ποιητής βιώνει μια στενή καθημερινότητα, ζει στην ανία αλλά ταυτόχρονα υποφέρει, ματώνει και τελικά αναλώνεται για να φτιάξει ποίηση. Ποια είναι η θέση του ποιητή στη σημερινή κοινωνία;
Ας αρχίσουμε καλύτερα με την ποίηση. Η ποίηση, ιδιαίτερα στον τόπο μας, έχει γόητρο, μεγάλο γόητρο, αλλά δεν έχει αναγνώστες. Ο σύγχρονος Έλληνας μοιάζει πολύ με τον «Ηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης» του Καβάφη· προσπαθεί να υποκαταστήσει την έλλειψη πραγματικής καλλιέργειας με τα εξωτερικά σύμβολά της. Την πραγματική παιδεία με τον πανεπιστημιακό τίτλο... Παρατηρώντας μαζικές συμπεριφορές σαράντα χρόνια τώρα, λέω συχνά: δεν αξίζουμε αυτόν τον τόπο! Μια σκέψη απαγορευμένη για οποιονδήποτε πολιτικάντη... Ο έλληνας ποιητής τώρα, αντλεί δύναμη από το γόητρο αυτό. Αλλά επειδή για την τέχνη του δεν υπάρχει κανένας θεσμός σπουδών που να εγγυάται την ακρίβεια και το κύρος της (όπως έχει λ.χ. ο εικαστικός, ο μουσικός, ο ηθοποιός) ο ποιητής είναι ένα εξαιρετικά ανασφαλές άτομο που την ανασφάλειά του αυτή θεραπεύει με μια διογκωμένη αυτοεικόνα και με οτιδήποτε έξωθεν μπορεί να του την επικυρώσει φαντασιωτικά, από μια απλή βιβλιοπαρουσίαση μέχρι... νόμπελ! Παρ' όλα αυτά, στα μεταπολεμικά χρόνια και μέχρι τις μέρες μας αυτός ο ποιητής έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα της τέχνης του και είναι μεγάλο κρίμα που η νεοελληνική κοινωνία δεν μπορεί να συναντηθεί μαζί τους...

Στο βιβλίο συναντούμε έναν μεγάλο αριθμό γλωσσικών επιπέδων. Από την αρχαία γλώσσα και την καθαρεύουσα μέχρι και τα σημερινά greeklish. Μιλήστε μας για αυτό το μωσαϊκό.
Το «μωσαϊκό» αυτό φίλος ποιητής χαρακτήρισε «ετερομικτική σύνθεση». Ζω το παρόν μ' ένα αίσθημα διαχρονίας που με συναρπάζει. Γράφω και δημοσιεύω στο πολυτονικό, αλλά δεν έχω γλωσσικά «ταμπού», όλα τα επίπεδα και όλες οι περίοδοι της γλώσσας μπορούν να υπηρετήσουν την ποίηση. Και αυτήν τη συμπαρουσία τού παρελθόντος στο παρόν την ζω εντονότερα στον καινούργιο αιώνα, στις μέρες μας... Ο νέος ποιητής συχνά δεν φαντάζεται τί σπουδαίο εργαλείο είναι στα χέρια του η ελληνική γλώσσα, πόσο διεθνής και παγκόσμια και μοντέρνα είναι στη διαχρονία της, όχι μόνο και τόσο ως ποικιλότητα εκφραστικής, όσο νοηματικής και ερμηνευτικής πολυδυναμίας... Αυτές τις ιδιότητές της προσπάθησα να αξιοποιήσω σε αρκετά ποιήματα της συλλογής, θέλοντας να αντιμετωπίσω επί ίσοις όροις, με όσες τυχόν αξίες διαθέτω, την εξίσου συναρπαστική πολυείδεια του καιρού μας.

Οι αναφορές στην αρχαία Ελλάδα είναι συχνές στη συλλογή σας. Αντίθετα με ό,τι συνηθίζεται, επιλέγετε μικρά περιστατικά της αρχαιότητας, της καθημερινής ζωής (όπως το παράδειγμα του παρθενοπίπη). Πολύ συχνά -και σε παλαιότερες συλλογές σας- μας δίνεται η αίσθηση πως η αρχαιότητα λειτουργεί σχεδόν ως παρωδία σε σχέση με το τώρα. Έχει γίνει το παρελθόν μια παρωδία του παρόντος μας;
Ένας τρόπος να δεις το παρελθόν είναι ως ασήκωτο βάρος για το παρόν. Έτσι το είδε ο Σεφέρης ακολουθώντας μια μελαγχολική παράδοση που θέλει να βλέπει τους πολιτισμούς ως κύκλους και δυσανάτρεπτη μοίρα. Ένας άλλος τρόπος είναι να δεις το παρελθόν ως δομική δυνατότητα του παρόντος! Ως πλουσιότητα του παρόντος που προετοιμάζει και διευρύνει μελλοντικές ανθοφορίες. Έτσι το είδαν εν πολλοίς οι υπερρεαλιστές, έτσι το είδε λ.χ. ο Ανδρέας Εμπειρίκος... Το παρελθόν, το μεγάλο παρελθόν, μας παρωδεί, όταν προσπαθούμε να το οικειοποιηθούμε δίχως να το αξίζουμε, μας κάνει απίστευτα γελοίους.
Όταν βλέπω το σπασμένο μάρμαρο, δεν νοσταλγώ τον ολόκληρο ναό, το ολόκληρο έργο, γι' αυτό έχω γράψει: «το σπασμένο είναι πιο ανθεκτικό». Αγαπώ το θρυμματισμένο κόσμο, το θραύσμα και το τραύμα, γιατί αυτό είναι η αλήθεια μου... Και αν στο πρόσωπο του ομηρικού παρθενοπίπη Πάρι «εγκωμίασα» τους ματάκηδες όλου του κόσμου, το έκανα γιατί δεν ήθελα να παρίδω το υψηλό τίμημα του πάθους τους: τον ισόβιο εγκλεισμό στη φυλακή του βλέμματός τους. Θα μπορούσες να δεις το συγκεκριμένο ποίημα και σαν αλληγορία για την ομορφιά της ίδιας της τέχνης: παρηγορεί, αλλά δεν σώζει την ψυχή μας. Αυτά μας δίδαξε ο μέγας αισθητής Καβάφης που τον γιορτάζουμε φέτος, αλλά δεν τον διαβάζουμε όσο πρέπει...

Στο νέο σας βιβλίο παρατηρούμε μια επιμονή σε αναφορές επικαιρικές. Στοιχεία της ποπ κουλτούρας, πρόσωπα όπως ο Μάκης Ψωμιάδης ή η Πόπη Τσαπανίδου. Θεωρείτε πως οι αναφορές αυτές παίζουν ρόλο στο χρόνο του ποιήματος ή το ποίημα διαρκεί ανεξάρτητα από όποια επί μέρους αναφορά;
Είναι αλήθεια ότι το επικαιρικό στοιχείο θέτει σε μεγαλύτερη δοκιμασία τη διάρκεια του ποιήματος σε σύγκριση με ποιήματα που μιλούν για τα αιώνια θέματα, τον έρωτα λ.χ. ή το θάνατο... Βέβαια σε ποιήματα πολιτικής στόχευσης ή κοινωνικής σάτιρας το επικαιρικό στοιχείο είναι σχεδόν αναπόσπαστο κομμάτι της αλήθειας του... Αυτό, ωστόσο, που αποφασίζει για τη διάρκειά τους είναι η καλλιτεχνική τους δύναμη να αναχθούν από το σύμπτωμα στο φαινόμενο, από το περιστασιακό στο παραμόνιμο, που στην περίπτωσή μας είναι ή έκπτωση του πολιτικού και κοινωνικού προσώπου του ανθρώπου. Τότε το ποίημα όχι μόνο μπορεί να διαρκέσει, αλλά και να αθανατίσει το επικαιρικό που δίχως το ποίημα θα είχε εξαφανιστεί από τη μνήμη, όπως το βλέπουμε σε κάποια ποιήματα του Καρυωτάκη, χάρη στα οποία θυμόμαστε ακόμη την Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, το τραγουδάκι εποχής «Valenzia» και την επίσημο αγχόνη του Παγκάλου!

Στη συλλογή είναι πολύ συχνές επίσης οι αναφορές στο διαδίκτυο, σε ιστοσελίδες, τρόπους γραφής, συνήθειες. Θεωρείτε πως η εικονική πραγματικότητα του διαδικτύου είναι ένας τόπος που ενδείκνυται ως ποιητικό μοτίβο ή υπάρχει στα ποιήματα απλά ως ένα σημείο προς ποιητική κριτική; Και τελικά ποια είναι η σχέση ποίησης και διαδικτύου;
Η «εικονική πραγματικότητα του διαδικτύου» είναι η νέα συνταρακτική πραγματικότητα της εποχής μας. Σκέψου μόνο πόσες ώρες κάθε μέρα περνούν όλοι σχεδόν οι νέοι της γενιάς σου συνδεδεμένοι με το δίκτυο μπροστά στον υπολογιστή! Αυτό δεν είναι «εικονική πραγματικότητα» αλλά ήδη ένα πραγματικό γεγονός, μια νέα πολιτισμική πραγματικότητα, με απροσδιόριστες ακόμη συνέπειες, καλές ή κακές... Και είναι δύσκολο να μην αφήσει τα ίχνη της σε μια ποίηση που θέλει να αναμετρηθεί με το παρόν. Πουθενά αλλού δεν εκφράζεται με τόση ενάργεια το «ετερομικτικό» και η πολιτισμική «πολυείδεια» της εποχής μας όσο στον απέραντο κόσμο του διαδικτύου, στοιχεία που ταιριάζουν με τη δική μου ποιητική αντίληψη για τον κόσμο και τα πράγματα, μια αντίληψη που ναι μεν στέργει τα φαινόμενα του κόσμου και εκφράζεται μέσω αυτών, αλλά δεν θέλει να κατέχεται από αυτά, καθώς -όπως είδες τόσο στο δεύτερο προοίμιο όσο και στην κλείδα και κατακλείδα του βιβλίου- δίνει το οντολογικό προβάδισμα στο ανέκφραστο ιερό...
Όσο για τη σχέση της ποίησης με το διαδίκτυο, η ίδια η μαρτυρία του διαδικτύου είναι περισσότερο από εύγλωττη... Πρόκειται για έναν χώρο πρωτόφαντης όσο και απέραντης εκφραστικής ελευθερίας που όπως είναι ευνόητο την πληρώνουν πρώτ' απ' όλα η ποιότητα και το αίσθημα ευθύνης του τι σημαίνει υπάρχω ως δημόσιο πρόσωπο και εκφράζομαι δημόσια. Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, από τους πρώτους στο χώρο των γραμμάτων, εξέφρασα την εμπιστοσύνη μου στις νέες τεχνολογίες και έδειξα τον ενθουσιασμό μου για το διαδίκτυο. Τώρα συνειδητοποιώ καλύτερα την ανάγκη μιας νέας πολύ συγκεκριμένης σχολικής όσο και ελευθεριακής αγωγής που από τα πρώτα μαθητικά θρανία θα μυεί τα παιδιά στον κόσμο των νέων μέσων, πληροφορώντας τα με έγκυρο τρόπο γι' αυτά και, κυρίως, βοηθώντας τα στη δημιουργία κριτηρίων, συνδέοντας στενότερα την απαίτηση για εκφραστική ελευθερία με την προσωπική ευθύνη...

Στο βιβλίο υπάρχει ένα παράρτημα το οποίο ονομάζετε αντιδεοντολογικό. Η λειτουργία του είναι απλά επεξηγηματική ή προσθέτει στα ποιήματα χροιές και σημασίες παίζοντας έναν πιο δομικό ρόλο;
Το «Αντιδεοντολογικό παράρτημα» που κλείνει το βιβλίο, κάτι ασυνήθιστο γραμματολογικά με τον τρόπο που έχει συλληφθεί και υλοποιηθεί, κάποιοι το είδαν ως ποιητική συνέχεια τού κυρίως μέρους ή ίσως ένα ακόμη ακροτελεύτιο ποίημα... Το «Παράρτημα» κάνει σχεδόν όλα όσα λες και κυρίως παραβιάζει ένα έθος ή μία νόρμα, για εκείνες τις συλλογές που τα συναντάμε, εισηγούμενο μια άλλη δυνατότητα ή ένα άλλο είδος ποιητικού αυτοσχολιασμού.

(Στην εφημερίδα Εποχή)

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Πάντα θα 'ναι αργά



Ο Γιάννης Χριστοδούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε Πληροφορική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και τώρα κάνει το διδακτορικό του στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Η νουβέλα του "Επί Ματαίω" είναι το πρώτο του βιβλίο. Το βιβλίο απέσπασε την υποψηφιότητα στην κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενος Συγγραφέας», των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας του 2011.
Ένας νέος στην Αθήνα τού σήμερα μαθαίνει πως πάσχει από μια ανίατη ασθένεια. Γυρνά τυχαία σε οικείους δρόμους και οικείες αναμνήσεις, ξορκίζοντας το βάρος της πραγματικότητας. Κάπου ανάμεσα σε μια ονειροφαντασία κι ένα ποτήρι κονιάκ, θα πάρει την απόφαση να χρησιμοποιήσει την αρρώστια του ώστε να αποκτήσει την κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος, την κοπέλα που μέχρι τότε έμενε μακριά. Έστω για λίγο...
Αυτό που εντυπωσιάζει στην νουβέλα το Γιάννη Χριστοδούλου είναι η δομική ειλικρίνεια του μύθου, όπως εμφανίζεται με την επιλογή και το σχέδιο του ήρωα. Το «Επί ματαίω» είναι φτιαγμένο από τις μικρές ανομολόγητες υποθέσεις, τις προτάσεις που συντάσσει ο καθένας μας καθημερινά ως απόδραση στα ενδεχόμενα. Τι θα γινόταν αν... Και τελικά το ίδιο το βιβλίο αναρωτιέται: Τι θα γινόταν αν αυτές οι υποθέσεις μέσα στην ελαφρότητα των οικείων μοτίβων, αποκτούσαν το βάρος της πραγματικότητας; Η απόφαση του ήρωα να χρησιμοποιήσει την αρρώστια του για την απόκτηση της κοπέλας, να χρησιμοποιήσει τον θάνατο για να κερδίσει την ζωή στην πιο συμπυκνωμένη της μορφή, παρουσιάζει την καταδίκη ως ευκαιρία, περιγράφει έναν θετικό κυνισμό που βγάζει το όνειρο από τον εφιάλτη και τελικά αυτοαναιρείται. Μέσα στην απόγνωση της αρρώστιας υπερβαίνει την απόγνωση της επιθυμίας και τελικά την δαμάζει, λίγο πριν το αδιέξοδο: «Ένα εργοστασιακό τσιγάρο είσαι κι εσύ. Δεν μπορείς να με βλάψεις πια. Δε σε φοβάμαι.» Αν και συντελεσμένος, ο ήρωας προχωρεί ανάμεσα στην απώλεια και στην -έστω πρόσκαιρη- ανάκτηση.
Ο πρωταγωνιστής υπάρχει στον κόσμο του βιβλίου ως μονόλογος σε μια αφήγηση τρίτου προσώπου. Σπάνια συνδιαλέγεται, και δεν ονομάζει ποτέ τους ανθρώπους. Άλλωστε, τόσο ο ίδιος όσο και το αντικείμενο του πόθου του μένουν ανώνυμοι. Και ο μονόλογος είναι μοναξιά. Μοναξιά της διαδρομής, της προσωπικής σκέψης, του φόβου που μένει πάντα ιδιωτικός. Μοναξιά της αρρώστιας και μοναξιά της μοίρας του καθενός.
Ο ήρωας δεν έχει χαρακτηριστικά, μόνο ιδιότητες, περπατά διάφανος μέσα στο πλήθος και αποφεύγει τους ανθρώπους ρυθμίζοντας τον βηματισμό του. Η πραγματικότητα περιγράφεται με ακρίβεια σχεδόν αποστειρωμένη, σχεδόν ιατρική. Το βάρος της λεπτομέρειας γίνεται ακρίβεια πόνου. Μέσα στο τοπίο της ματαίωσης, ο ήρωας σκοινοβατεί ανάμεσα στην απελπισία και τον αυτοσαρκασμό. Η γεωμετρία του καθημερινού αναμετριέται με τους κύκλους της σκέψης. Και τελικά ο ήρωας αναιρεί τον εαυτό του για να του δώσει τις ιδιότητές του από την αρχή. Η πραγματικότητα γίνεται φαντασίωση, ανάμνηση και παρελθόν. Και με την απόφαση του ήρωα τελικά είναι η φαντασίωση αυτή που γίνεται πραγματικότητα. Έστω για λίγο...
Ο ήρωας πορεύεται ανάμεσα σε σιωπηλά ζευγάρια σε καφέ του κέντρου, αναμνήσεις από διακοπές με φίλους στις ερημιές των νησιών, σε ένα ατελείωτο περπάτημα στη βουή της πόλης χωρίς κατεύθυνση. Ο Γιάννης Χριστοδούλου μας περιγράφει τη δύναμη που αποκτούν οι αδύναμοι όταν χάνουν κάθε προοπτική. Και ο ήρωας, ανώνυμος, δεν αποτελεί μια ειδική περίπτωση, παραμένει γενικός, ένας οποιοσδήποτε φορέας μιας αρρώστιας που θα μπορούσε να είναι η αρρώστια του κάθε ανθρώπου μέσα στην απελπισία της εποχής. Η άρση του ανθρώπου πάνω από την απελπισία και την ματαιότητα δραπετεύει από τα περιστατικά της νουβέλας, την διαδοχή των γεγονότων, την προδιαγεγραμμένη έκβαση. Μέσα στον πυρετό της κρίσης, η άρση αυτή προβάλει αχνά ως ένα αίτημα γενικό

(Στην εφημερίδα Αυγή)

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

H κάθετη τομή στη δημοκρατία: Από την επιχείρηση αρετή, στη στρατηγική της έντασης.






Είχαμε καταλάβει απόψε ένα σπίτι σκοταδιασμένοι
και καταλήξαμε ένα φως αναπάντεχο
Τι ειρωνεία.
Ν. Καρούζος, "Μετά την κατάληψη που κάναμε απόψε", 1986  περιοδικό Το δέντρο

Η νέα ‘’επιχείρηση αρετή’’ με γενέθλια πράξη τη εκκένωση της Βίλλας Αμαλίας  ερμηνεύτηκε ως μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από το σκάνδαλο της λίστας Λαγκάρντ αλλά και την όλο και επιδεινούμενη κοινωνική κατάσταση της χώρας. Ταυτόχρονα όμως, η κίνηση αυτή απέναντι στις καταλήψεις και κυρίως η διαχείριση της σε επικοινωνιακό επίπεδο αφήνει ένα στίγμα ικανό να περιγράψει την προσπάθεια παγίωσης μιας νέας ταυτότητας. Η διαχείριση των όσων ακολούθησαν δείχνει το πόσο επικίνδυνη μπορεί να γίνει μια τέτοια επιθυμία μεταμόρφωσης στο ρευστό και ακραίο των καιρών μας.
Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης άφησε τη δεξιά ορφανή από τον αντικομουνισμό της – ένα κεντρικό στοιχείο συγκρότησης της συγκεκριμένης ταυτότητας μέσα στον ψυχρό πόλεμο. Ταυτόχρονα η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης οικονομίας η οποία αρχικά ταυτίστηκε με πολιτικούς τύπου Ρέιγκαν και Θάτσερ υιοθετήθηκε  από τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας κατά την δεκαετία του ’90 θολώνοντας ακόμα περισσότερο τις διαχωριστικές γραμμές των κυβερνόντων κομμάτων.  Στα καθ ημάς, η κεντροδεξιά στροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, περιέγραφε την ταυτόχρονη μετακίνηση της βασικής διαφοράς των δύο κυρίαρχων κομμάτων από το ιδεολογικό και το πολιτικό επίπεδο στο επίπεδο της ικανότητας διαχείρισης. Μετά την εκλογική της κατάρρευση το 2009, η Νέα Δημοκρατία όφειλε να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της.  
Η αναγέννηση του φοίνικα, ορίστηκε ήδη από τον τρόπο εκλογής του Αντώνη Σαμαρά από τα σπλάχνα της δεξιάς παράταξης. Από τις εσωτερικές εκλογές του 2009 μέχρι τις εκλογές του 2012, το κόμμα επιτάχυνε τον βηματισμό του προς τα δεξιά. Σκλήρυνε τις θέσεις και την ρητορική του, στελέχωσε τις γραμμές του αρχικά με μέλη του εθνικιστικού Δικτύου 21 σε θέσεις συμβούλων και στη συνέχεια με τους πλέον προβεβλημένους βουλευτές του ΛΑΟΣ σε θέσεις τηλεοπτικών εκπροσώπων. Ο ξενοφοβικός λόγος και οι ξενοφοβικές πρακτικές, η κλιμάκωση της καταστολής, η αντιαριστερή ρητορική (που τόσο θυμίζει τον μετεμφυλιακό αντικομουνιστικό λόγο),  το επιχείρημα περί πρόθεσης αποσταθεροποίησης της Ελλάδας και επιστροφής στη δραχμή από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ  (που θυμίζει επίσης τα χουντικά και προχουντικά επιχειρήματα περί ανατροπής του πολιτεύματος από τους κομμουνιστάς), αποτελούν εύγλωττη διατύπωση μιας νέας ταυτότητας. Η πρόσφατη ‘’επιχείρηση αρετή’’ και  η όλο και πιο έντονη επίδειξη προσώπου και ιδεολογίας δεν αποτελούν έκπληξη αφού προκύπτουν φυσικά από ό, τι προηγήθηκε. Αυτό που προκαλεί έκπληξη και ανησυχία είναι αυτό που ακολούθησε.
Η αντιπολίτευση επέλεξε να περιγράψει ως ‘’στρατηγική της έντασης’’ τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίστηκε σε επικοινωνιακό επίπεδο τα χτυπήματα με γκαζάκια σε σπίτια δημοσιογράφων, την επίθεση με καλάσνικοφ στα γραφεία της ΝΔ στη Συγγρού και τέλος την τοποθέτηση βόμβας στο Mall. Η χρήση του όρου μοιάζει σωστή αφού καταγράφει την πρόθεση της κυβέρνησης να περιγράψει  ένα σκηνικό γενικευμένου φόβου και να διαχύσει τον φόβο αυτό  στην κοινωνία. Ταυτόχρονα όμως, η απόκλιση των σημερινών εφαρμογών από το ιστορικό προηγούμενο της Ιταλίας (και δευτερευόντως της Τουρκίας) στο οποίο παραπέμπει ο όρος δείχνουν το ιδιότυπο και ακραίο της σημερινής περίπτωσης.
Τα τρομοκρατικά χτυπήματα στην Ιταλία, τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80 λειτούργησαν ως αφορμή για να δημιουργηθεί αυτό που αργότερα ονομάστηκε ‘’στρατηγική της έντασης’’.   Μια γενικευμένη ανασφάλεια της κοινωνίας, στην οποία το κράτος θα απαντούσε κλιμακώνοντας την καταστολή, με βασικό στόχο τον περιορισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, των ελευθεριών και τελικά της ραγδαίας ανόδου του Ιταλικού Κομουνιστικού Κόμματος.  Σημασία δεν είχε το αρχικό γεγονός αλλά η εκμετάλλευση και η διαχείριση του από την πλευρά του κράτους. Η μεγάλη διαφορά με τη δική μας ‘’στρατηγική της έντασης’’, παρατηρείται στο γεγονός πως άσχετα με τις πραγματικές τους επιδιώξεις, οι Ιταλικές κυβερνήσεις δεν στοχοποίησαν ποτέ το ΙΚΚ. Το 1969,  μετά το πρώτο τρομοκρατικό χτύπημα στο Μιλάνο, στοχοποιήθηκε ο αναρχικός χώρος ενώ για όλα τα υπόλοιπα χτυπήματα μέχρι και το 1980 οι ευθύνες αποδόθηκαν σε φασιστικές ομάδες (με πραγματικούς ενορχηστρωτές των χτυπημάτων το ιταλικό παρακράτος και τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες, όπως αποδείχτηκε).
Αντίθετα με όσα συνέβησαν στην Ιταλία, η Νέα Δημοκρατία επιλέγει σήμερα να διαχειριστεί την στρατηγική της έντασης ως βασικό αντιπολιτευτικό εργαλείο. Σε μια επικίνδυνη πολιτική εξίσωση ταυτίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, με την ανομία και την τρομοκρατία, αντικαθιστώντας το επιχείρημα με το ουρλιαχτό, μοντάροντας δηλώσεις και πλαστογραφώντας, τοποθετώντας την καταδίκη στη θέση της απόδειξης. Η στοχοποίηση ενός πολιτικού χώρου δεν σημαίνει ως έναν βαθμό και μια ταυτόχρονη στοχοποίηση των ψηφοφόρων του; Και εφόσον κάτι τέτοιο ισχύει, -παίρνοντας ως δεδομένο το ότι ο Σύριζα αποτελεί αξιωματική αντιπολίτευση και ενδεχομένως αυριανή κυβέρνηση- η συγκεκριμένη στρατηγική αποτελεί μια κάθετη τομή στη δημοκρατία και μια βαθειά διχαστική περιγραφή. Στην απότομη μετάλλαξή της και στις βιαστικές της μεταμορφώσεις, η Νέα Δημοκρατία  δεν μοιάζει να μας μιλά από την Ευρώπη του ψυχρού πολέμου και την Ιταλία των Χριστιανοδημοκρατών, αλλά από τις πιο μαύρες ώρες του ελληνικού διχασμού. 

(Στην εφημερίδα των Συντακτών)