Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Μες τα ταξί της κρίσης








Θυμάσαι πότε κατάλαβες πως έφτασε η κρίση; Δεν ήταν τα δελτία, οι τίτλοι, οι πολιτικές δηλώσεις. Ήταν αυτό το καθημερινό που ένιωσες να μετακινείται. Ελαφρά στην αρχή κι ύστερα λίγο ακόμη, μετατοπίσεις να ενώνονται να φτιάχνουν μια στροφή και ύστερα μια παύση. Ήταν τα πρώτα μαγαζιά στη γειτονιά που έκλεισαν, οι πρώτοι απολυμένοι, ήταν τα όρνια που αγόραζαν χρυσό, τα μαγαζιά με τα hot dog που πλήθαιναν (ποτέ δεν καταλάβαμε γιατί) η προσφορά στην τυρόπιτα και στον καφέ. 

Γέμισαν οι δρόμοι πιάτσες ταξί. Σκαρφαλωμένες πρόχειρα σε όποιο πεζοδρόμιο, ευθείες κίτρινες μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Το ένα αμάξι να διαδέχεται το άλλο, να προχωρούν αργά σαν ουρά σε δημόσια υπηρεσία, ώρα την ώρα, για να μην καεί το πετρέλαιο, περισσότερα σταθμευμένα παρά σε κίνηση. Παρέλαση ομοιοχρωμίας, κίτρινος πυρετός αναμονής. 

Μα και στα μέσα του αμαξιού κάτι έχει αλλάξει. Δεν θα ακούσεις πια για σεξουαλικά κατορθώματα σπαρμένα απλόχερα σε κάθε γειτονιά που θα διασχίσεις (παλιά ήταν μία στις δύο συζητήσεις). Τώρα ακούς μόνο για δάνεια, δανεικά για όσους μας έχουν γονατίσει. Οι διπλοκούρσες χάθηκαν και το ταξί έγινε πολυτέλεια (στις μέρες μας συχνά η πολυτέλεια κοστολογείται στα 3,20 ευρώ). Μικρές ιστορίες της κρίσης, κοινότοπες, επαναλαμβανόμενες μα με την αξιοπρέπεια της αυτοτέλειάς τους, την μοναδικότητα της πληγής που αν και την μοιράζεσαι με τόσες περιπτώσεις, εσένα σε χτυπά ξεχωριστά.  Όπως όμοια συμβαίνει σε κάθε επιδημία.

Σπάνια πια και συ πιάνεις κουβέντα, είναι και κείνο το άγχος που σε πιάνει, μήπως σου πει ο ταξιτζής πως  ψηφίζει Χρυσή Αυγή  και πρέπει να επιχειρηματολογήσεις, στοιβάζοντας οργή μαζί με απογοήτευση στην κάθε φράση. Τροχοφόρο παράπονο, τροχοφόρα αγένεια και πληγή τροχοφόρα. 

Και φτιάχνεται μια αντίθεση, όταν τα νέα λόγια σκορπούν στο παλιό σκηνικό: μερικοί κοινότοποι άγιοι κρεμασμένοι από σταυρούς, πιασμένοι όλο αγωνία απ τους καθρέφτεςμας και πέσουν στον γκρεμό του αμαξιού, που και που η τσαλακωμένη περηφάνια ενός μαδημένου εθνόσημου, ταυτότητες των οδηγών με πρόσωπα που μοιάζουν άλλα και ανάμεσα το GPS να κάνει τη διαδρομή αριθμό, πόλη σε κάτοψη, σε δύο διαστάσεις πατικωμένη, πόλη ψυχρή, διεκπεραιωτική. 

Λίγο οι πρώτοι μετανάστες οδηγοί, λίγο οι ρατσιστές που δεν σταματούν ποτέ στο σηκωμένο χέρι μετανάστη, οι νέοι οδηγοί με πτυχίο που η ανεργία τους έστησε μπρος στο τιμόνι, οι σαραντάρηδες, οι πενηντάρηδες, με τις δουλειές κλειστές και το ταξί σαν έσχατη λύση. Φτάνουν και δω όσα αλλάζουν γύρω. Μα η αίσθηση μοιάζει συχνά η ίδια. Η βιασύνη της καθυστέρησης, το σφύριγμα του αμαξιού όταν δεν φοράς ζώνη, η απροσδόκητη επαφή με τον άγνωστο (συχνά η κοινωνικότητά σου μένει μαγκωμένη μαζί με το παλτό στην πόρτα), η εισβολή σου σε μια ενοικιαζόμενη ημιιδιωτικότητα.  Το ξάφνιασμα μπροστά σε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα, που συνεχίζει με κατάφαση και ρυθμό που θα κοπεί απότομα στην άφιξή σου. Ζωή διακεκομμένη, ενοικιαζόμενη, έκτακτη, όμοια με τις μέρες μας. 

Την επόμενη φορά που θα πάρεις Ταξί φόρα την ζώνη σου, πες τον προορισμό σου και μείνε για λίγο σιωπηλός ενώ το ταξί καλπάζει. Ύστερα κοίτα για λίγο πίσω σου μέσα από τον καθρέφτη: Είναι ο παλιός κόσμος που κυνηγά εσένα και τ’ αμάξι.

Ή –άμα δεν έχεις χρόνο και διάθεση- απλώς θυμήσου λίγους στίχους του Βαρβέρη:

Θα μείνεις τέλος μόνο εσύ κι’ εγώ αμαξά
εγώ που έχω από πριν σοφά μετρήσει
τις πιθανές γωνίες των καθρεπτών σου
για να μη δεις ποτέ το πρόσωπό μου
και μες στην άπνοια της πλατείας που χλιμιντρίζει
να μη με δεις τώρα σαν κατεβαίνω
που θα φυσήξω λίγο την κορφάδα των μαλλιών σου
για να μου πουν
χωρίς να νιώσεις
Καληνύχτα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Σημειώσεις για μια ημιτελή άνοιξη

1960: μια έκθεση, μια συζήτηση και το παρόν μιας δεκαετίας



Είπα μέσα μου: “και γιατί όχι; Κι αν χάθηκε μια άνοιξη, στο χέρι τους είναι να την ξαναφέρουν ακόμη πιο μεγάλη και λαμπρή. Ο Σωτήρης ζει. Ο παλμός της ζωής του μεταπλάστηκε σ’ ενέργεια, γίνηκε κινητήρια δύναμη, που εμψυχώνει κι ενθουσιάζει κι εμπνέει και οδηγεί. Ευλογημένοι όσοι στα μαρμαρένια αλώνια νικούν το Χάρο, όπως ο Σωτήρης Πέτρουλας’”.

Στρατής Τσίρκας, Η χαμένη Άνοιξη




Στο ξαφνικό παρόν που βιώνουμε, η πρόσφατη ιστορία υπάρχει ως εχθρός και ως φίλος, ως εργαλείο κατανόησης και ως ευχή αποφυγής. Αν η δεκαετία του ΄80 είναι η πιο πρόσφορη περίοδος ώστε να ανιχνεύσει κάποιος τις πηγές των ιδεολογημάτων και των τρόπων που μας έφεραν ως εδώ, την καταγωγή των υλικών που συγκροτούν το σήμερα, η δεκαετία του ’60 λειτουργεί ως κοντινός συγγενής των ρευστών μας χρόνων. Η άνοδος της αριστεράς, η μετανάστευση, ο ρόλος του παρακράτους και η πολιτική αστάθεια, μαζί με μια σειρά από άλλα σημεία, τραβούν μια ευθεία παράλληλη στην αγκομαχούσα ευθεία του παρόντος μας.

Κρίσιμη Τέχνη – Τέχνη στην Κρίση

Στην έκθεση με τίτλο  «Κρίσιμη Τέχνη – Τέχνη στην Κρίση», στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων στο Μεταξουργείο, τέσσερις γενιές Ελλήνων εικαστικών καλούνται να συνυπάρξουν και να συνομιλήσουν. Η δεκαετία του 60, δένει ως κοινό έδαφος τέσσερις διαφορετικούς τρόπους να αποτυπωθεί η σχέση του καλλιτεχνικού με το πολιτικό, το κοινωνικό, το ιστορικό και το ιδεολογικό. Έτσι δίπλα στους πρόσφυγες, τις φιγούρες των μανάδων και τις καρβουνιασμένες αγκαλιές στο έργο της Άννας Κινδύνη, βρίσκουμε τους Έλληνες μετανάστες του Βλάση Κανιάρη, τους ακέφαλους ταξιδιώτες με την αναμονή της βαλίτσας τους, σώματα λίγο πριν την κίνηση, ζωές λίγο πριν τη Ζωή. Πιο δίπλα την ιστορία ως πολύχρωμο τραύμα στα έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη, τις συλλήψεις και την καταστολή, το δημόσιο και την ιδιωτική του αποτύπωση. Και λίγο παρακάτω το στίγμα του νεότερου Δημήτρη Κατσούδα, τον άνθρωπο της πόλης, τοποθετημένο στον ελάχιστο χώρο του χαρτόκουτου, βαλμένο στην στάση του κατοίκου του ύπνου, του κατοίκου του φέρετρου, ή ενός μακρινού συγγενή του ξαπλωμένου άγνωστου στρατιώτη. Η ιστορία μέσα στην χρονική της αναδίπλωση και την παροντικότητά της, γίνεται κρίση.
Στο πλαίσιο της έκθεσης, η Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας, διοργάνωσε την προηγούμενη Τρίτη μια συζήτηση - ξενάγηση στους χώρους της πινακοθήκης, με ομιλητές τον Βασίλη Αλεξάκη, τον Γιάννη Γιαννουλόπουλο, την Πέπη Ρηγοπούλου και συντονιστή τον Ηλία Νικολακόπουλο. Η συζήτηση κινήθηκε σε μεγάλο βαθμό γύρω από την δεκαετία του 60 και το πραξικόπημα ως βίαιη παύση της ημιτελούς Άνοιξης που προηγήθηκε.
Ο Γιάννης Γιανουλόπουλος, αποτύπωσε τη δεκαετία με τρόπο λεξικογραφικό και αλφαβητικό. Μίλησε για την Αστυνομία και τους Ασφαλίτες μέσα στις σχολές, για τους ΕΚΟΦίτες, την δράση και την ιδεολογία τους, για τον Θεοδωράκη και την πρώτη παρουσίαση του Επιταφίου που παρομοίασε με ηλεκτρική εκκένωση, το επιθετικό χιούμορ του Μποστ, τους Λαμπράκηδες και το έντυπο της Πανσπουδαστικής. Η Πέπη Ρηγοπούλου, έκανε λόγο για τα διαδοχικά ιστορικά τραύματα της Ελλάδας που ενεργοποιούνται στο σήμερα της κρίσης καθώς και τα διαδοχικά ερωτήματα γύρω από την τέχνη και την ιστορία, οι οποίες στέκουν με τρόπο ερμηνευτικό ώστε να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει σήμερα. Ο Βασίλης Αλεξάκης μίλησε με τρόπο προσωπικό για το δράμα της απουσίας (ο ίδιος έφυγε από την Ελλάδα για την Γαλλία στην ηλικία τον 17, βιώνοντας με μικρές παύσεις τη δεκαετία του ελληνικού 60 από μακριά), την γλωσσική σιωπή στα χρόνια της δικτατορίας και τη γλωσσική έκρηξη των νεολογισμών και των εκφράσεων μετά τη χούντα. «Είχα δύο γραφομηχανές τότε, μια στα ελληνικά και μία στα γαλλικά. Και ενώ δούλευα συνεχώς την γαλλική πάνω στο γραφείο μου, η ελληνική έμενε καταχωνιασμένη μέσα στη σκόνη. Κάπως έτσι θα παρομοίαζα την Ελλάδα εκείνων των καιρών για μένα . Με μια γραφομηχανή παρατημένη στη σιωπή της σκόνης».
Από της πρώτες φράσεις, η συζήτηση είχε τόνο προσωπικό, με συνεχείς παραλληλισμούς της τότε περιόδου με το παρόν της κρίσης . Ως κεντρικό σημείο δεν αναδείχθηκε η ιστορική καταγραφή αλλά η ζωή και το παρόν. Μια έκθεση και μια συζήτηση για την δεκαετία του 60 δεν μας μιλούν τόσο για το παρελθόν αλλά κυρίως για το παρόν και το μέλλον.  

Χαμένη Άνοιξη

Η σύντομη δεκαετία του ’60 –κομμένη απότομα με το πραξικόπημα του 67- μένει σήμερα απόμακρη και οικεία. Όψεις του παρόντος την επαναλαμβάνουν διασκευάζοντας την. Οι Έλληνες μετανάστες του σήμερα δεν είναι εργάτες αλλά ειδικευμένοι επιστήμονες, το παρακράτος δεν κινείται πια στην σκιά αλλά επιχειρηματολογεί τα εγκλήματά του με την μορφή πολιτικού κόμματος,  ο λόγος της δεξιάς δεν είναι αντικομουνιστικός αλλά ευρύτερα αντιαριστερός, (οι κομμουνιστές δεν θα κλέψουν τα σπίτια σας, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ θα πάρει τις καταθέσεις σας για να κάνει σπονδές στην δραχμή), ενώ οι ρυθμιστικές κινήσεις του ξένου παράγοντα δεν γίνονται με απόρρητα τηλεγραφήματα και μυστικές συναντήσεις, αλλά με ψιθύρους στο περιθώριο κάποιας ευρωπαϊκής συνάντησης.
Ταυτόχρονα η αριστερά βρίσκεται και πάλι σε άνοδο, ενώ η καλλιτεχνική κινητικότητα περιγράφει τα πρώτα βήματα μιας ενδεχόμενης ανθοφορίας. Οι παρακαταθήκες του παρελθόντος είναι μέρος του σημερινού πλούτου. Και ό, τι χάσαμε στο παρελθόν μπορεί να το συναντήσουμε στο μέλλον, αρκεί αυτή την φορά να κουρδίσουμε λίγο προσεχτικότερα το παρόν μας.


(στην εφημερίδα Εποχή) 

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Ο Βολταίρος στην Κεφαλονιά





‘’Τι θα πει αισιοδοξία;’’ Ρώτησε ο Κακάμπο.
‘’Είναι το να λες παθιασμένα πως όλα πάνε καλά τη στιγμή που όλα πάνε κατά διαόλου’’, του απάντησε ο Καντίτ.

Βολταίρος, Καντίτ

Ο ‘’Καντίτ’’ αποτελεί αναμφίβολα το σημαντικότερο λογοτεχνικό έργο του Βολταίρου. Στο έργο αυτό, που σύμφωνα με τον Γκιστάβ Φλωμπέρ αποτελεί μια σύνοψη του όλου έργου του, ο Βολταίρος καταφέρνει σε ελάχιστο χώρο, να σατιρίσει την οργανωμένη θρησκεία, τους  σύγχρονους του φιλοσόφους, τα ρομάντζα της σειράς, τους γιατρούς, τους Γάλλους, τους στρατιώτες κ.α. Αυτό που ξεκίνησε ως ένα αστείο που ‘’θα διασκέδαζε έναν μικρό αριθμό ανθρώπων με πνεύμα’’ σύμφωνα με τον συγγραφέα, κατέληξε να γίνει το πιο ευπώλητο βιβλίο της εποχής του, να απαγορευτεί στις περισσότερες χώρες (στις Ηνωμένες πολιτείες μέχρι και τον 20ο αιώνα) και φυσικά να περιληφθεί στον κατάλογο με τα απαγορευμένα βιβλία της εκκλησίας. Το βιβλίο κατάφερε να δημιουργήσει μια σπαρακτική (και σπαρταριστή) αλληγορία για την ανθρώπινη φύση, έναν οδηγό αντιξοότητας, για ανθρώπους που επιμένουν χωρίς να αισιοδοξούν.

Ο Καντίτ  είναι ένας νέος προικισμένος με απλότητα. Ο αναγνώστης παρακολουθεί αυτόν και τους συντρόφους του να περιπλανιούνται από την μια ατυχία στην επόμενη. Να μαστιγώνονται, να ναυαγούν, να βρίσκονται αντιμέτωποι με σεισμούς, παλιρροικά κύματα και ιησουίτες μοναχούς, να παραπλανιούνται από κλέφτες, καταχραστές και κομπιναδόρους. Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν ο Καντίτ προσπαθεί να αντιληφθεί την σημασία του κακού, τους λόγους της κακοτυχίας και την σημασία της αισιοδοξίας, ψάχνοντας την όμορφη Κίνεγκοντ, τον έρωτα της ζωής του. Ακόμα όμως και στην τελική λύση, η κακοτυχία θα προσφέρει τα δώρα της. Ο Καντίτ θα συναντήσει και θα παντρευτεί την Κίνεγκοντ, αυτή όμως εν τω μεταξύ θα έχει μεταμορφωθεί σε μια γυναίκα ιδιαίτερα άσχημη, έντονα τυραννική και γενικά ανυπόφορη. 

Η αρχική πρόθεση πίσω απ την συγγραφή του ''Καντίτ'', υπήρξε η επιθυμία του Βολταίρου να διακωμωδήσει την ευρέως διαδεδομένη τότε φιλοσοφία του Λάιμπνιτς, σύμφωνα με την οποία, ο άνθρωπος ζει στον ‘’καλύτερο απ όλους τους δυνατούς κόσμους’’, έναν κόσμο φτιαγμένο από την μέριμνα και την αγάπη του πανάγαθου θεού προς τους ανθρώπους. Στην αφήγηση του ο Βολταίρος χρησιμοποιεί, ειρωνεύεται έντονα και τελικά απορρίπτει πλήρως, την συγκεκριμένη αισιόδοξη φιλοσοφία. Πίσω από το μένος του συγγραφέα για την φιλοσοφία του ‘’καλύτερου απ όλους τους δυνατούς κόσμους’’ κρύβεται ο βαθύς προβληματισμός και η οδύνη που προκάλεσε στον Βολταίρο αλλά και σε άλλους σύγχρονούς του φιλοσόφους (Καντ, Ρουσώ) ο μεγάλος σεισμός της Λισαβόνας το 1755, σε σχέση με την θέση του ανθρώπου στον κόσμο και την  ανθρώπινη μοίρα. Ο μεγάλος σεισμός ήταν της τάξεως των 8,5 με 9 ρίχτερ και ισοπέδωσε σχεδόν ολοκληρωτικά την Λισαβόνα καταστρέφοντας το 85% των κτηρίων της και προκαλώντας χιλιάδες θανάτους. Έγινε αισθητός στη Φινλανδία, τη βόρια Αφρική, την Καραϊβική και την Γροιλανδία και προκάλεσε πυρκαγιές, παλιρροικά κύματα, κοινωνικές ταραχές και πολιτικούς ανασχηματισμούς. Ταυτόχρονα όμως γέννησε την σύγχρονη επιστήμη της σεισμολογίας, δημιούργησε έντονα θεολογικά ερωτήματα (αφού ο σεισμός γκρέμισε σχεδόν όλες τι εκκλησίες της πόλης ενώ άφησε ανέπαφα όλα τα μπουρδέλα) και επανατοποθέτησε στην σκέψη φιλοσοφικά ερωτήματα γύρω από την πόλη, την τύχη και το κακό. Ο σεισμός –μέσω κυρίως του Βολταίρου- δεν έφερε μόνο την κατάρρευση ενός συμπεράσματος και την διακωμώδηση μιας φιλοσοφίας. Δημιούργησε ταυτόχρονα μια ρωγμή στις βεβαιότητες και την ίδια τη λογική, μια ρωγμή μέσα απ την οποία θα ξεχυθεί όλο το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης.
 
Ο σεισμός της Κεφαλονιάς και η διαδοχή των μετασεισμών του, τοποθέτησε το παράλογο της τύχης και των καιρικών φαινομένων, δίπλα στο ανθρώπινο παράλογο των ανθρώπινων επιλογών και της Κρίσης. Και στις δύο περιπτώσεις σημασία δεν έχει η πρόβλεψη (η δυσκολία της οποίας φλερτάρει με το αδύνατο) αλλά η μέριμνα και η διαχείριση. Η αιώνια λιακάδα της νεοδημοκρατικής αισιοδοξίας  σε συνδυασμό με την κυβερνητικής ανεπάρκεια στη διαχείριση των συμβάντων (άφησε να περάσουν 2 βδομάδες για να ανακηρύξει το νησί σεισμόπληκτο, διακοπές στο νερό και την ηλεκτροδότηση, κακή διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού,  παροχή σκηνών ανοιχτών στο χώμα κτλ) μας θυμίζει τους ήρωες του ''Καντίτ'': ανίκανοι όχι μόνο να διαχειριστούν αλλά ακόμα και να αντιληφθούν την μοίρα τους, χαμογελούν ένα ατελείωτο Success Story, ανεμίζουν θετικά πλεονάσματα, μπερδεύουν  το ύψος τους με το ύψος της σκιάς τους, ασκώντας την ‘’καλύτερη απ όλες τις δυνατές πολιτικές’’.
Ένα από τα συμπεράσματα που προκύπτει από την περιπέτεια της Κεφαλονιάς, είναι η σημασία των δημόσιων φορέων (οι οποίοι καθημερινά εξατμίζονται και εξαχνώνονται), η σημασία της μέριμνας και της διαχείρισης ως απάντηση στο τυχαίο και το παράλογο των καταστροφών. Ταυτόχρονα η ανάγκη για την συνειδητοποίηση πως το κοινωνικό παράλογο δεν μπορεί να εμφανίζεται ως φυσική καταστροφή, ως μια βολταιρική καταστροφή, όπου ως μοιραίοι και άβουλοι αδυνατούμε να αποφύγουμε. 

Γιατί αντίθετα από τους σεισμούς, το ρήγμα της κοινωνικής εξαθλίωσης μπορεί να αποφευχθεί. Ας επιμείνουμε σ αυτό χωρίς να αισιοδοξούμε με τον τρόπο που μας δίνει το φινάλε του ''Καντίτ'': οι ήρωες παρατάνε την φλυαρία και προσπαθούν να δουλέψουν τον άγονο κήπο τους μέσα στους πιο άγονους καιρούς.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

(η γκραβούρα της εποχής αναπαριστά τις πυρκαγιές και το τσουνάμι που προκάλεσε ο σεισμός στην πόλη της Λισαβώνας)

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Μικρή μπαλάντα για την οδό Αθηνάς



Η οδός Αθηνάς είναι η καρδιά της Αθήνας. Και η Αθήνα είναι η καρδιά του έθνους. Γι’ αυτό και ό, τι υμνεί την Αθηνάς είναι εθνικό κι ελληνικό μαζί. Κι έτσι όπως έχει τ’ όνομα Θεάς η οδός αυτή και στην κορφή της την βλογάει ο Παρθενώνας, κανείς δεν της αμφισβητεί την εθνική αξία σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Ο δρόμος, η Αθηνάς, έχει πολλά οινομαγειρεία και πιο πολλά πορνεία, κινηματογράφους για κατ’ ιδίαν ερωτικήν απόλαυση, ξενοδοχεία σκοτεινά για άμεση ερωτική περίθαλψη - κάτι σαν πρώτων Βοηθειών, να πούμε, ερωτικών - χιλιάδες καφενεία για ημερήσια χαύνωση, το Δημαρχείο κι ένα γραφείο κηδειών αλλοτινών καιρών.
Στο δρόμο αυτόν κυκλοφορούν εργατικοί, μικρέμποροι, αλήτες, πόρνες, τραβεστί, δημοσιογράφοι, επαρχιώτες μαστρωποί και χίλιοι δολοφόνοι. Αυτό περίπου είναι το σκηνικό.

Σημείωμα
του Μάνου Χατζιδάκι στο έργο του
«Οι Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς»









Κα­τοι­κού­με ε­κεί που κα­τοι­κεί το οι­κείο. Εκεί που οι χει­ρο­νο­μίες μας εί­ναι μέ­ρη της ε­πί­πλω­σης, ε­κεί που ο ό­ποιος διά­κο­σμος κου­βα­λά τις α­νά­με­σα ε­μπει­ρίες και η α­νά­μνη­ση α­πλώ­νει σαν σε­ντό­νι πά­νω στα γε­ρα­σμέ­να έ­πι­πλα. Κά­θε με­τα­κό­μι­ση, μι­κρός θά­να­τος και μι­κρή γέν­νη­ση, νέα α­νά­σα σε στό­μα πα­λιό, πα­λιός παλ­μός σε νέο σώ­μα.

Με­τα­κό­μι­ση στην α­νά­μνη­ση


Στην ο­δό Αθη­νάς, λοι­πόν, Βλα­χά­βα 11. Εί­μα­στε πια κά­τω απ’ την Ακρό­πο­λη χτι­σμέ­νοι. Μα το να με­τα­κο­μί­ζεις στην Αθη­νάς μοιά­ζει να με­τα­κο­μί­ζεις στην α­νά­μνη­ση. Στο θο­λό Θυ­μά­μαι, α­νά­με­σα σ’ έ­να μι­σο­σβη­σμέ­νο γε­γο­νός και έ­να μι­σο­γραμ­μέ­νο ό­νει­ρο. Μέ­σα στην πο­λυ­ση­μία της η Αθη­νάς μοιά­ζει κα­τα­δι­κα­σμέ­νη να θυ­μά­ται και ταυ­τό­χρο­να κα­τα­δι­κα­σμέ­νη να κου­βα­λά πυ­κνω­μέ­νο το Τώ­ρα σαν τα τσου­βά­λια με τους καρ­πούς που α­πλώ­νει στο σώ­μα της.
Ευ­θεία τε­ντω­μέ­νη α­νά­με­σα στην Ακρό­πο­λη και την Ομό­νοια, η ο­δός δια­σχί­ζει τους αιώ­νες. Μπο­ρείς λοι­πόν να στα­θείς πε­ρί­που στην μέ­ση της, α­γνα­ντεύο­ντας το χρό­νο, α­νά­με­σα σε κορ­να­ρί­σμα­τα και μπι­τά­κια ρα­διο­φώ­νων δί­πλα στην ε­λά­χι­στη εκ­κλη­σία της Αγίας Κυ­ρια­κής (χτι­σμέ­νη κά­που στην τουρ­κο­κρα­τία, ε­λά­χι­στα με­γα­λύ­τε­ρη α­πό τα εκ­κλη­σά­κια των α­τυ­χη­μά­των στους δρό­μους) να κοι­τά­ξεις μέ­χρι την (πρώην κα­θο­λι­κή) εκ­κλη­σία στο Μο­να­στη­ρά­κι και πιο πά­νω το τζα­μί του βο­ε­βό­δα Τζι­στα­ρά­κη. Ακό­μα ψη­λό­τε­ρα, ο βρά­χος της Ακρό­πο­λης μορ­φή α­κλό­νη­τη στον χρό­νο χα­ζεύει την πλα­τεία Ομο­νοίας να αλ­λά­ζει ξα­νά και ξα­νά ό­ψη, σε μια πλα­στι­κή εγ­χεί­ρη­ση που πο­τέ δεν λέει να πε­τύ­χει. Θα κλά­ψει ο Παρ­θε­νώ­νας η Ομό­νοια θα βρα­χεί.
Θα μπο­ρού­σα­με να μι­λή­σου­με για την Ιστο­ρία της Οδού Αθη­νάς, για το δη­μο­τι­κό θέ­α­τρο που κα­τε­δα­φί­στη­κε, για τα λου­τρά, για τους α­ρα­μπά­δες και τα κα­ρό­τσια των προ­σφύ­γων απ την Μι­κρά Ασία, για τους αρ­χι­τέ­κτο­νες Κλεάν­θη και Σά­ου­μπερτ. Μα κά­ποιες φο­ρές η ι­στο­ρία μι­λά κα­λύ­τε­ρα ό­ταν σιω­πά. Ακό­μα και η πε­ρι­γρα­φή του Μά­νου Χατ­ζι­δά­κι μοιά­ζει να περ­νά στην ι­στο­ρία. Η ο­δός Αθη­νάς υ­πήρ­ξε ο­δός της α­μαρ­τίας (θυ­μά­σαι ρε μά­να, που ή­μουν μι­κρός και μου έ­δει­χνες την τα­μπέ­λα του ξε­νο­δο­χείου ‘’Η λε­βε­ντο­γεν­νή­τρα Κρή­τη’’ σε κά­ποια βόλ­τα πρωι­νή;) και αρ­γό­τε­ρα ο­δός της μι­κρο­α­στι­κής ευη­με­ρίας των μι­κρο­προϊό­ντων. Η ο­δός εί­ναι έ­νας κό­μπος α­πό μυ­ρω­διές. Μπα­χα­ρι­κά και αλ­λα­ντι­κά, η μυ­ρω­διά του νε­κρού αί­μα­τος έ­ξω α­πό την α­γο­ρά, ο α­λα­τι­σμέ­νος αέ­ρας πά­νω απ τους πα­στω­μέ­νους μπα­κα­λιά­ρους. Εργα­λεία, αυ­γά, το­πι­κά προϊό­ντα, λου­κέ­τα και μπρε­λό­κ, τα βρεγ­μέ­να πα­τώ­μα­τα της α­γο­ράς και τα ει­κο­σι­τε­τράω­ρα μα­γει­ρεία, σα­λά­μια, γκλί­τσες. Μι­κρο­γεω­γρα­φία και ε­ξο­πλι­σμός κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Πω­λη­τές ο­πω­ρο­κη­πευ­τι­κών, πω­λη­τές ψα­ριών, πω­λη­τές ι­δα­νι­κών στιγ­μών.

Οδός της κρί­σης



 




Σή­με­ρα, η ο­δός Αθη­νάς μοιά­ζει να με­τα­τρέ­πε­ται σε ο­δό της κρί­σης, με τα μα­γα­ζιά της να χα­ρο­πα­λεύουν μέ­σα στην ύ­φε­ση, τον ε­ξευ­γε­νι­σμό (gentrification) της Μπιε­νά­λε να α­πλώ­νει κα­θα­ρό­τη­τα , τους κα­βα­λά­ρη­δες της ΔΙΑΣ να καλ­πά­ζουν. Στο σταθ­μό του με­τρό, το υ­πνω­τή­ριο των α­στέ­γων σε μια σχά­ρα πά­νω απ τον γκρε­μό του α­νοίγ­μα­τος προ­σπα­θώ­ντας να α­γκα­λιά­σουν τη ζέ­στη του ε­ξα­ε­ρι­σμού. Με­τα­νά­στες πη­γαί­νουν και έρ­χο­νται (έ­νο­χοι κρι­θή­κα­με και ξέ­νοι/για την χώ­ρα, για την οι­κου­μέ­νη), με την ο­δό να φι­λο­ξε­νεί συ­χνά κη­λί­δες ρα­τσι­στι­κού μί­σους κά­τω απ έ­να α­ε­ρό­στα­το γε­μά­το αί­μα. Ναι, συ­χνά οι δρό­μοι γύ­ρω απ την α­γο­ρά μυ­ρί­ζουν αί­μα.
Περ­νώ­ντας απ την Αθη­νάς, μην ξε­χά­σεις να θαυ­μά­σεις την πλα­τεία Κοτ­ζιά και να ψά­ξεις κά­που να κά­τσεις. Κά­τω απ τα ε­πι­βλη­τι­κά νε­ο­κλα­σι­κά και τους φω­τι­σμούς, δί­πλα στα πε­ρί­κλει­στα αρ­χαία, α­νά­με­σα στην Εθνι­κή τρά­πε­ζα και το δη­μαρ­χείο (ε­κεί έ­χει στή­σει τον θρό­νο του ο νό­μι­μος κύ­ριος Κα­μί­νης, α­λή­θεια σου λέω!). Δεν θα βρεις που­θε­νά πα­γκά­κι, κά­γκε­λο ή πε­ζού­λι. Για­τί η πλα­τεία εί­ναι ό­μορ­φη σαν ά­γαλ­μα και ψυ­χρή σαν μάρ­μα­ρο, σύμ­βο­λο του πως α­ντι­λαμ­βά­νο­νται οι αρ­χές το δη­μό­σιο χώ­ρο. Σαν πέ­ρα­σμα, σαν διά­δρο­μό, σαν σκη­νι­κό που πλαι­σιώ­νει μια ζωή ό­λο βια­σύ­νη, σπρώ­ξι­μο και τα­χυ­καρ­δία. Η μό­νη χρή­ση του εί­ναι το βά­δι­σμα, ά­ντε και έ­να βια­στι­κό κοί­ταγ­μα α­νά­με­σα στα βή­μα­τα.
Έτσι, μα­ζί με βι­βλιο­πω­λεία και εκ­δο­τι­κούς, με­τα­κο­μί­σα­με και μεις στην Οδό, δια­βά­τες των γκρε­μι­σμέ­νων μη­τρο­πό­λεων, κά­τω απ τους ου­ρα­νούς μιας η­μέ­ρας πλη­γω­μέ­νης. Ψά­χνο­ντας στην Οδό Αθη­νάς κά­που α­νά­με­σα στις φω­νές των μι­κρο­πω­λη­τών, τους κρε­μα­σμέ­νους πα­στουρ­μά­δες και τα κορ­να­ρί­σμα­τα, την Μα­ριάν­θη των Ανέ­μων.

Αλλά ό­πως πά­ντα και ά­σχε­τα α­πό την έκ­βα­ση της α­να­ζή­τη­σης μας:
«Ξα­νάρ­χε­ται ο Χει­μώ­νας, η πό­λη θα χα­θεί
Θα γύ­ρει ο Παρ­θε­νώ­νας και θ’ α­πο­κοι­μη­θεί
»



Υ.Γ.: Oι προ­τά­σεις σε πλά­για εί­ναι παρ­μέ­νες α­πό τις ‘’Μπα­λά­ντες της Οδού Αθη­νάς’’ του Μά­νου Χατ­ζι­δά­κι, σε στί­χους Αγα­θής Δη­μη­τρού­κα, Άρη Δα­βα­ρά­κη και του συν­θέ­τη.

(στην εφημερίδα Εποχή)