Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Θαμμένοι μέσα στην παρένθεση


Πράττουμε με βάση όσα επιτάσσει η ανάγκη. Όχι από κάποια διαταγή ή κάποια απαγόρευση, αλλά εντός ενός πλαισίου περιορισμού τέτοιου ώστε να μπορεί να μεταφραστεί σε αλληλεγγύη. Κάθε μας κίνηση κουβαλά τη σφραγίδα του προσωρινού. Σύντομα ή έστω αργότερα, η επιδημία θα υποχωρήσει και αργότερα θα εξαλειφθεί. Και τόσο έντονα μας σφραγίζει το προσωρινό, ώστε πολλές φορές να ξεχνάμε πως η κοινωνία που ζούμε εκτός από μέλλον έχει και παρόν. Η καθημερινή άρση της κανονικότητας (για λίγο πιο μετά… και ύστερα λίγο πιο μετά…) δίνει στις μέρες μας το σχήμα της παρένθεσης. Αλλά συνεχίζουμε να ζούμε εκεί μέσα, ακόμα αν συχνά ξεχνάμε τους δύο κοίλους τοίχους που μας αποσπούν από την κανονική ροή της πρότασης. Πόσες απαγορεύσεις, πόσες συνταγματικές εκτροπές, πόση σκληρότητα μπορούμε να ανεχτούμε εντός της παρένθεσης; Το γεγονός της προσωρινότητας μάς έχει κάνει να αποδεχόμαστε πιο εύκολα γεγονότα που υπό συνθήκες κανονικότητας δεν θα ήταν αποδεχτά. Και όμως, η αίσθησή μας είναι πως εμείς είμαστε η κανονικότητα και όχι το έκτακτο γεγονός. Πως εμείς συνεχίζουμε κανονικά, ενώ οι συνθήκες γύρω μας αλλάζουνε για λίγο. Με τον ίδιο τρόπο που η παρουσία μας, η ύπαρξή μας κουβαλά το βάρος του μόνιμου, αυτού που δεν γίνεται να εξαλειφθεί. Παρά την φθαρτότητα και την προσωρινότητά μας. Μόνιμοι και πολιορκημένοι από φθαρτότητα συνεχίζουμε εντός της παρένθεσης και η σκέψη μας πάει στους νεκρούς.

Τις πρώτες μέρες της καραντίνας, νέα από φίλους, ειδήσεις και αναδημοσιεύσεις έρχονταν από την Ιταλία, από τη Λομβαρδία και το Μπέργκαμο. Περιγραφές μιας ακραίας κατάστασης για τις συνθήκες στα νοσοκομεία, για τον πανικό, για μια συνθήκη που ξεπερνά το ανθρώπινο και σε αρπάζει από τον λαιμό. Πιο έντονα σε αυτές τις περιγραφές θυμάμαι τους νεκρούς. Τους ανθρώπους που έφευγαν χωρίς να μπορέσουν να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους, τους ανθρώπους που έφευγαν χωρίς κηδεία, περιμένοντας τη σειρά τους για να θαφτούν. Και ανάμεσα σε άλλες καταστροφές αυτή για κάποιο λόγω ξεχώριζε στο βλέμμα μας.
Και ύστερα έφυγε ο Μανώλης Γλέζος και δεν καταφέραμε να πάμε στην κηδεία του. Και ύστερα ο Περικλής. Και μεις καθόμαστε σαν χαμένοι στα μπαλκόνια, λίγο σαν να θρηνούμε και λίγο σαν να προσπαθούμε να διαχειριστούμε την αμηχανία μας. Έχοντας -ίσως για πρώτη φορά- καταλάβει το βάρος των πραγμάτων στην παρένθεση. Δεν κρίνω τους λόγους που τη δημιούργησαν. Θεωρώ πως είναι η σωστή στάση. Μιλώ για το γεγονός ως έχει. Προς το παρόν, είμαστε κοινωνίες χωρίς κηδείες, μόνο με νοερούς αποχαιρετισμούς. Μονάδες που εύχονται υγεία για τους γύρω τους προσθέτοντας στους όλους φόβους τους, έναν ακόμα. Αυτόν που λέει πως δεν θα καταφέρουμε να αποχαιρετίσουμε τους δικούς μας.

Πάνω απ’ όλα η ανάγκη, δεν αντιλέγω. Αλλά υπάρχει ένα συμβολικό φορτίο πιο βαρύ. Μια δομική συνθήκη τέτοια που ορίζει τις κοινωνίες με βάση την αντίληψη και τη διαχείριση των νεκρών. Τόσο σε πραγματικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο. Αν η όλη παράδοξη διαδικασία της φετινής ανάστασης στα μπαλκόνια έφερε κάποιες σκέψεις, αυτές είναι γύρω από την σημασία της τελετουργίας στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Ειδικά τις στιγμές που η παραμυθία είναι μια αναγκαία συνθήκη, που το τελετουργικό σε βοηθά να ενωθείς με τη ροή του χρόνου και τους τρόπους της κοινωνίας που έρχονται από τα βάθη, να μοιραστείς το άλγος και να καταφέρεις να συνεχίσεις. Γιατί ο αποχωρισμός δεν αποτελεί στιγμή αλλά διαδικασία. Του ατόμου, αλλά ταυτόχρονα και όλης της κοινωνίας. Μια κοινωνία που δεν αποχαιρετά καταλήγει να είναι μια κοινωνία τραυματισμένη, ανίκανη να θυμηθεί με σωστούς τρόπους. Μια κοινωνία που δεν μπορεί να φθαρεί ομαλά, μόνο σπάει απότομα σαν στιγμή που έφυγε από τα χέρια μας και τώρα είναι χίλια κομμάτια στα πατώματα.
Γιατί οι νεκροί δεν είναι οι χαμένοι. Είναι οι πραγματικοί μόνιμοι των δικών μας ημερών. Αυτοί που δεν χωρούν σε παρένθεση. Αυτοί που διαρκώς μας κάνουν να επιστρέφουμε στο παρόν μαζί τους. Και αυτό που μας πολιορκεί εντός της παρένθεσης και εντός της καραντίνας είναι απουσία σε αναμονή. Περιμένουμε λοιπόν. Κάποτε θα τελειώσει. Κάποτε θα μπορούμε να χαιρετηθούμε και να αποχωριστούμε και πάλι ανθρώπινα.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

«Παρίσι, Τέξας» - Καραντίνα



Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ό,τι δεν είναι ταυτότητα, είναι απόσταση. Και η απόσταση δεν είναι στιγμή, είναι διαδικασία. Απλωμα της ύπαρξης και αναζήτηση μιας επανανοηματοδότησης. Τυχαία περιπλάνηση εκεί που το τυχαίο γίνεται στόχος. Και τελικά εκ νέου ταυτότητα εντός ενός δυναμικού πεδίου, εκεί που τα φορτία μετατίθενται και τα όρια είναι ρευστά.
Μέσα στο αμερικανικό πεζογράφημα μπορούμε να αναγνώσουμε και τα δυο αρχέτυπα. Το αρχέτυπο της ταυτότητας στα βιβλία που βασίζονται στην ανάπλαση της μικρής αμερικανικής πόλης, όπως η επαρχία Γιοκναπατάουφα του Φόκνερ ή το Γουάινσμπεργκ, Οχάιο, του Σέργουντ Αντερσον. Το αρχέτυπο του ταξιδιού και τον τερματισμό. Ακόμα περισσότερο, τον τερματισμό αυτόν που ταυτίζεται με μια ξαφνική αποκάλυψη. Με ένα νόημα που υπάρχει μέσα στον ήρωα αλλά το ταξίδι προκύπτει σαν αναγκαία συνθήκη ώστε να εκκολαφθεί. Η άρση του ρατσισμού και η ανακάλυψη του ανθρώπου από τον Χάκλμπερι Φιν του Τουέιν, η συντροφικότητα και ο δεσμός ανάμεσα στους ανθρώπους μέσα από μια αντισυμβατική ηθική ένωση στα βιβλία του Κέρουακ, ο άνθρωπος γυμνός στην ύπαρξη, τρελός, εμμονικός και μάρτυρας στον Μόμπι Ντικ του Μέλβιλ.
Το πεδίο συμφιλίωσης αυτών των δυο μεγάλων αρχέτυπων θα επιτευχθεί αργότερα, μέσα από τη μεγάλη αμερικανική αφήγηση του road movie. Από τα γουέστερν μέχρι τις δυστοπικές ταινίες. Δεν υπάρχει πιο εμφατική διατύπωση αυτής της συμφιλίωσης από τα λόγια στην αφίσα του Easy Rider: «Ενας άνθρωπος έψαχνε την Αμερική. Και δεν μπόρεσε να τη βρει πουθενά». Και δεν υπάρχει road movie που να συνομιλεί πιο αποκαλυπτικά με το παρόν μας, από το «Παρίσι, Τέξας» του Βιμ Βέντερς.

O Τράβις θα περιπλανηθεί τέσσερα χρόνια. Στο Μεξικό, στην έρημο… Θα φτάσει στο σημείο να σβήσει από πάνω του τη μνήμη ακόμα και την ομιλία. Αλλά τελικά θα επιστρέψει. Θα ξαναβρεί τον γιο του, θα ξαναβρεί τη γυναίκα του. Αλλά μόνο για να τους ξαναενώσει. Ο ίδιος δεν καταλήγει μαζί τους. Φεύγει και χάνεται δακρυσμένος, οδηγώντας μέσα στο ίδιο του το κλάμα. Εδώ ο προορισμός είναι η ίδια η απόσταση.

Η ταινία μαζεύει και αποθηκεύει απόσταση μέσα από το τοπίο. Το μάτι μας αποκτά πλήρη εποπτεία του κενού. Στην έρημο, στους αμερικανικούς αυτοκινητόδρομους, στις ανοιχτές πόλεις που απλώνονται ατελείωτα γύρω από ένα σύμπλεγμα ουρανοξυστών. Στις άπειρες παραλλαγές της ερημιάς. Είναι η απόσταση που διανύει ο Τράβις, ο χώρος που καταναλώνει μέχρι να βρεθεί μπροστά στη γυναίκα του σε ένα sex booth κάπου στο Χιούστον. Και η διαπίστωση πως ένα τζάμι ανάμεσα σε δυο ανθρώπους μπορεί να είναι η μεγαλύτερη απόσταση που θα κληθούν να διασχίσουν στη ζωή τους.

Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στις δυο αποστάσεις είναι και το νόημα της ταινίας, η μοίρα των ηρώων, το δίδαγμα της ερημιάς. Γιατί η πραγματική απόσταση που προσπαθούσε να καλύψει ο Τράβις στο «Παρίσι, Τέξας» ήταν αυτή ανάμεσα σε δυο πρόσωπα. Ταυτίζοντας τον χώρο με τον χρόνο, προσπαθώντας να επιστρέψει σε μια άλλη εποχή διασχίζοντας αχανείς εκτάσεις. Ακόμα και αφού συναντήσει τη γυναίκα του, ακόμα και αφού της μιλήσει και της εξομολογηθεί, δεν θα καταφέρει να τη φτάσει. Γιατί η απόσταση εδώ έχει γίνει ταυτότητα, πόλη φτιαγμένη για να κατοικηθεί αποκλειστικά από τον Τράβις.

Στις μέρες που διανύουμε νιώθουμε πως επαναδιαπραγματευόμαστε τα σύνορα και τις αποστάσεις ανάμεσα σε εμάς και τους γύρω. Ισως τώρα ακριβώς να είναι η ώρα της συνειδητοποίησης για το τι σημαίνει απόσταση και για το ποιες αποστάσεις ορίζουν το σχήμα της ζωής μας. Και δεν υπάρχει πιο ακριβής οδηγός, πιο ευκρινής πυξίδα για αυτό το ταξίδι μας από την ταινία του Βιμ Βέντερς. Το «Παρίσι, Τέξας» μας μιλά για την πραγματική απόσταση. Οχι αυτήν των μέτρων και της επικαιρικής καραντίνας, αλλά για την καραντίνα ανάμεσα σε δυο πρόσωπα που χάνονται οριστικά. Για την ερημιά στα μέσα που έρχεται να συνομιλήσει με την ερημιά των τοπίων. Στις πόλεις με τους άδειους δρόμους εξελίσσεται σήμερα το road movie των δικών μας προσωπικών αποστάσεων. Το ταξίδι της αυριανής μας ταυτότητας.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Ο Εντουαρντ Χόπερ και η εποχή της μεγάλης απόστασης


Από τον ερχομό της γενικευμένης καραντίνας είναι σπάνιο να ξεφυλλίσεις μια εφημερίδα ή να κατέβεις έναν διαδικτυακό τοίχο χωρίς να πετύχεις έναν πίνακα του Εντουαρντ Χόπερ. «Είμαστε πια όλοι πίνακες του Εντουαρντ Χόπερ», έγραφε ένα πρόσφατο άρθρο στον Guardian. Ενα από τα άπειρα άρθρα και τις χιλιάδες καταφάσεις που βάφτισαν τον Αμερικανό ζωγράφο, «ζωγράφο της εποχής του κορονοϊού». Και είναι εύκολο να καταλάβεις γιατί. Οι αποστάσεις των σωμάτων, η μοναξιά των ατόμων, η μόνωση χωρίς την άμεση και εμφανή παρουσία μιας εξωτερικής απειλής που θα συναντήσεις στους πίνακες συνηγορούν στο παρόν μας. Μες στον ενθουσιασμό της επικαιροποίησης ξεχνάμε τον αρχικό πίνακα και βλέπουμε εκεί μόνο το παρόν αυτό και τον εαυτό μας. Τις δικές μας συνθήκες. Ξεχνάμε το περιεχόμενο και εντυπωσιαζόμαστε με την αίσθηση αυτήν που σου δίνει η ακρίβεια που έρχεται από μια απροσδόκητη εποχή· η ακρίβεια που αντιμετωπίζουμε σχεδόν σαν μαντική ικανότητα. Πέρα από την τέχνη και πέρα από την αρχική πρόθεση. Τι είναι όμως αυτό που βλέπουμε πέρα από τη δική μας προβολή στους καμβάδες;

Είναι πολλά αυτά τα οποία μπορούμε να περιγράψουμε ως κρίσιμα στην τέχνη του Χόπερ. Την καταλυτική σημασία του φωτός, τη δυναμική αντίθεση φύσης και ανθρώπου, τα κτίρια ως φυλάκια του πολιτισμού τοποθετημένα ακριβώς στα όριά του. Εδώ όμως νομίζω πως είναι πιο σημαντικό να παραμείνουμε στις μορφές που απεικονίζονται. Στους ήρωες του Χόπερ.
Στον «άλλο» ρεαλισμό του Χόπερ η σκηνοθεσία κυριαρχεί της αποτύπωσης (του φωτογραφικού ρεαλισμού). Οι πίνακες δεν αποτελούν μια πρόταση για το πώς τα πράγματα μοιάζουν, αλλά για το πώς μοιάζουν μέσα στον χώρο, πώς υπάρχουν ανάμεσα σε άλλα αντικείμενα. Σε σχέση και σε συνομιλία με αυτά. Οι ήρωες μοιάζουν ισόβιοι. Και σχεδόν πάντοτε φτάνουν στα μάτια μας ως φορείς μιας έντασης. Μιας έντασης που προκύπτει από μια στάση που μαρτυρά ταυτόχρονα κίνηση και ακινησία. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη γαλήνη των επιφανειών που τους περιβάλλουν, των γύρω αντικειμένων. Μέσα από την αποστασιοποίηση αυτήν, ο Χόπερ καταφέρνει να κάνει ορατές τις ρωγμές της ζωής, αυτό που ο Χάντκε σχολιάζοντας τους πίνακές του ονόμασε στοιχείο τού «θλιβερά πραγματικού».

Κεντρικό σημείο της σκηνοθεσίας αυτής είναι η πρόσκληση του δικού μας βλέμματος στην ενεργοποίησή της. Το όριο ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό σχεδόν πάντα καταλύεται (τα τζάμια αν και νοητά δεν έχουν λεκέδες, αντανακλάσεις ή επιφάνεια). Ο τρόπος αυτός κάνει ακόμα πιο έντονη την αίσθηση της οικειότητας που δημιουργούν τα μοτίβα. Το βλέμμα μας πλησιάζει σχεδόν ηδονοβλεπτικά και η συμμετοχή μας με τον τρόπο αυτόν εκμαιεύεται. Η όρασή μας καθιστά τους ήρωες ευάλωτους, γι’ αυτό ορατούς. Υπογραμμίζοντας έτσι τη μοναδικότητα του καθημερινού ατόμου, οριοθετημένου από τη μοναξιά και την απομόνωση. Φτάνοντας τελικά μέχρι τον μη εξομολογημένο πυρήνα: τις καταπιεσμένες επιθυμίες, την πολιορκία του ανθρώπου από τη ροή του χρόνου, την ύπαρξη μέσα στη συνύπαρξη. Το υπόγεια ανθρώπινο.
Ο ίδιος ο ζωγράφος περιέγραφε τους πίνακές του ως «μεταφορές της σιωπής». Τα έργα του αποτελούν μετασχηματισμούς του πραγματικού μέσω μιας πρωτόγνωρης υπαινικτικής δύναμης. Είναι εστιάσεις σε αυτό που διαρκώς περισσεύει από την κανονική ροή των ημερών μας σε συνθήκες ομαλότητας. Σε αυτό που μένει στο περιθώριο, σε αυτό που κατοικεί αλλά δεν μιλιέται. Ο Εντουαρντ Χόπερ απεικονίζει αυτό που δεν βλέπουμε, γι’ αυτό και η έκτακτη συνθήκη μας τον καθιστά εκ νέου ορατό.

Το έργο τέχνης, βέβαια, αποσπάται από τον δημιουργό και από τις προθέσεις του, ακόμα και από την εποχή που το περιέχει. Κατακτά νέα φορτία, νέες σημασίες και μαζί νέο παρελθόν. Κάθε εκ νέου ζωή και εκ νέου νοηματοδότηση είναι νόμιμη. Αν και είναι σίγουρο πως στο μέλλον θα μπορούμε να δούμε τους πίνακες του Χόπερ ξανά, με πιο καθαρό μάτι, ταυτόχρονα πιστεύω πως κάτι στους πίνακες πάντοτε θα μας υπενθυμίζει την εποχή της καραντίνας. Κάτι μέσα στα έργα του έχει εγκλωβίσει την εποχή που διανύουμε και την έχει κάνει κομμάτι δικό τους. Μαζί με οτιδήποτε άλλο, οι πίνακες του Χόπερ πάντοτε θα μας θυμίζουν την εποχή που τώρα διανύουμε. Την εποχή της μεγάλης απόστασης.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Ο μεγάλος αδελφός και ο μεγάλος οικείος



Μέσα στην έκτακτη συνθήκη της καραντίνας εξετάζονται ταυτόχρονα διαφορετικά όρια με πολλαπλούς τρόπους. Τα όρια των αντοχών μας, τα όρια της αλληλεγγύης, τα όρια του βομβαρδισμένου δημόσιου συστήματος υγείας και πολλά άλλα. Είναι ακριβώς το έκτακτο της κατάστασης, οι περιορισμοί, οι βίαιες αλλαγές λόγω συνθηκών που δίνουν το περιθώριο σε πειράματα και δοκιμές που κάποτε θα έμοιαζαν απίθανα.

Στο επίπεδο των εργασιακών δικαιωμάτων και συνθηκών εργασίας, στις ελευθερίες και στα δικαιώματα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα μέσα ενημέρωσης. Μόνο που εδώ οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν οριστεί καιρό τώρα. Από την είσοδο στην κρίση και τις μνημονιακές εποχές, από το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός του Κυριάκου Μητσοτάκη προς την πρωθυπουργία, από τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.

Για παράδειγμα, η στοχοποίηση των πολιτών με κατασκευασμένα ρεπορτάζ και η χρήση των ρεπορτάζ αυτών από την κυβέρνηση προς διευκόλυνση της εκτέλεσης των κυβερνητικών αποφάσεων δεν αποτελεί κάτι πρωτότυπο. Ετσι ορίστηκε η ενημέρωση από τα κυρίαρχα μέσα καθ' όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Η μετατόπιση βρίσκεται ακριβώς στην αντίθεση ανάμεσα στον κυνισμό της πράξης αυτής, από τη μία, και το έκτακτο και δύσκολο της κατάστασης από την άλλη.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με αυτό που σε προηγούμενο άρθρο της στήλης είχαμε περιγράψει ως «κατασκευή της οικειότητας». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μέσα από μια σειρά πρωτοσέλιδα και στημένα ρεπορτάζ από τα φίλα προσκείμενα μέσα ενημέρωσης παρουσιαζόταν ως μια οικεία φιγούρα, καθημερινή και ταυτόχρονα υπεράνθρωπη, ως ένας πολιτισμένος άριστος που τρώει ψάρι, ως ένας ομορφάντρας που δεν φοβάται τις υποχρεώσεις. Απτός και ταυτόχρονα απομακρυσμένος στο βάθρο του επιτεύγματος. Η αγιογραφία του πρωθυπουργού από τα «Νέα» με τίτλο «Εγώ και η καραντίνα» την προηγούμενη εβδομάδα περιγράφει τη συνέχεια αυτής της λογικής αλλά ταυτόχρονα και τη μετατόπισή της. Οχι μόνο γιατί προβλήθηκε ταυτόχρονα από όλα τα κανάλια και την κρατική τηλεόραση, όχι μόνο γιατί συμβαίνει εντός αυτής της περιόδου έκτακτης ανάγκης. Αλλά γιατί συνεχίζει ένα αφήγημα που τώρα έχει στόχο να καρπωθεί την υπεραξία της έκτακτης ανάγκης. Το αφήγημα του μεγάλου οικείου.

Ο μεγάλος οικείος είναι ο ξάδερφος του μεγάλου αδελφού σε μια εποχή που προτιμά πιο εκλεπτυσμένους τρόπους ελέγχου, πειθάρχησης και προπαγάνδας από τις στεγνές εντολές. Μια εποχή που γνωρίζει πως μια πρόφαση ελευθερίας επιλογής μπορεί να λειτουργήσει πολύ πιο αποτελεσματικά από μια διαταγή (μικρή σημείωση: η στάση της κυβέρνησης τόσο στο μεταναστευτικό όσο και στην καταστολή δεν διαφέρει σε τίποτα από τις απολυταρχικές διαταγές των –όχι και τόσο- μακρινών ξαδέρφων). Γιατί ο μεγάλος οικείος είναι ένας από εμάς. Ιδιος με εμάς. Τόσο ίδιος που μπορεί να ξεχωρίζει και να μας οδηγεί.
Ο μεγάλος αδελφός απειλεί και προστάζει. Ο μεγάλος οικείος προτρέπει, αλλά με ηθικούς όρους τέτοιους ώστε να αποκλείει την κάθε άρνηση. Ο μεγάλος αδελφός τιμωρεί, ενώ ο μεγάλος οικείος απογοητεύεται υπερθετικά μεταφέροντας την απογοήτευση στο όριο της επίπληξης. Ο μεγάλος αδελφός επιβάλλει στους άλλους το πώς πρέπει να συμπεριφερθούν. Ο μεγάλος οικείος συμπεριλαμβάνει τον εαυτό του σε αυτή την απόφαση. Ακόμα και αν οι δικοί του όροι είναι πιο ίσοι γι' αυτόν απ' ό,τι για τους άλλους.
Ο μεγάλος αδελφός καταπνίγει την αντίθεση. Ο μεγάλος οικείος μέσα από την οικειότητα προσπαθεί να εκμαιεύσει την άρση της. Ο μεγάλος αδελφός υπάρχει στο μεγάλο πέρα. Και η απουσία του (πανταχού παρούσα) είναι η επιτήρησή μας. Ο μεγάλος οικείος υπάρχει στο μικρό εδώ. Κατοικεί μέσα στις δικές μας κινήσεις και συνήθειες βεβαιώνοντάς μας πως τις ακολουθεί και ο ίδιος. Ο μεγάλος αδελφός κατασκευάζει το κανονικό. Κι εμείς τρέχουμε να το καταφέρουμε και να το εφαρμόσουμε. Ο μεγάλος οικείος είναι το κανονικό. Κι εμείς, η αποτυχία μας να το επιτύχουμε.
Εκλεπτυσμένη ή χοντροκομμένη, διακριτική ή εξεζητημένη, μέσα από έναν μεγάλο οικείο ή έναν μεγάλο αδελφό, η προπαγάνδα ακούγεται το ίδιο κακόηχη. Και ακόμα περισσότερο στην ησυχία των άδειων δρόμων της καραντίνας.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Η επαφή ως δυστοπία



Το σχήμα του κόσμου όπου ζούμε ισούται με την απόσταση ανάμεσα σε δύο σώματα. Το πλησίασμα είναι η οριακή στιγμή, μια στιγμή που ισούται με σύγκρουση, με πτώση, με θανατηφόρο ατύχημα. Ενώ περπατάς θυμίζεις το περπάτημα ενός παιδιού που προσπαθεί να συγχρονίσει το βηματισμό του με τα τετράγωνα του πεζοδρομίου. Έτσι αποφεύγεις τους γύρω σου. Μόνο που οι δικές σου αποστάσεις δεν έχουν τίποτα το αθώο. Έχουν φόβο και ενοχή. Και ταυτόχρονα νοιάξιμο όταν σκέφτεσαι πως εσύ ο ίδιος μπορεί να είσαι ο κρίκος της μετάδοσης, ακόμα και άθελά σου. Και έτσι περπατάς μετεωριζόμενος, από τετράγωνο σε τετράγωνο, από δουλειά σε δουλειά, στους διαδρόμους του σούπερ μαρκετ που χωρά αποκλειστικά ένας, στις ουρές έξω από τα μαγαζιά όπου το βλέμμα πάντα έχει κάτι το καχύποπτο, στη βόλτα με το σκύλο που προσπαθείς να μεταδώσεις και στο τετράποδο τη δίποδη απόστασή σου. Η γεωγραφία του ιού είναι ένας άτλαντας από περιοχές που ποτέ δεν συναντήθηκαν. Από Ηπείρους που έμειναν ανεξερεύνητες η μία από την άλλη για δικό τους καλό. Καμία επιδημία δεν θέρισε τους ιθαγενείς πληθυσμούς τους, καμία γρίπη δεν άλλαξε τη σύσταση της ανθρώπινης κατανομής. Οι επισκέπτες δεν μοίρασαν εδώ τις μολυσμένες τους κουβέρτες στους ινδιάνους. Όσο τα σώματα δεν πλησιάζουν μοιάζουν ασφαλή. Αρκεί να είναι καλυμμένα με μεμβράνες απόστασης. Μάσκες και γάντια, συμπυκνωμένο μακριά για κάθε χρήση. Ιδιωτικότητα φορεμένη σε λειτουργικά εργαλεία.

Και ξαφνικά συνειδητοποιείς πως πάντοτε υπήρχαν συναλλαγές που σε προετοίμαζαν. Ο γκισές αποστάσεως στην τράπεζα και τα ταχυδρομεία, το γυαλί στα εκδοτήρια εισιτηρίων. Εικόνες κινηματογραφικές, όπως το γυαλί στα επισκεπτήρια των φυλακών, όπου επισκέπτης και επισκεπτόμενος μιλούν μέσα από ένα τηλέφωνο ενώ βρίσκονται ο ένας μπροστά στον άλλο σε απόσταση μιας ανάσας και ενός γυαλιού (γιατί είναι τέτοια η πραγματική απόσταση ανάμεσα στον φυλακισμένο και τον ελεύθερο που ακόμα και όταν βρίσκονται δίπλα δίπλα για να έρθουν σε επαφή πρέπει να τηλεφωνηθούν). Η σκηνή αυτή από το Παρίσι- Τέξας, στο sex booth. Εκεί όπου ένας άντρας βρίσκει την πρώην γυναίκα του να δουλεύει σε θαλάμους ιδιωτικού στριπτίζ. Και με το τζάμι ανάμεσά τους της εξομολογείται, της ζητάει συγχώρεση, της ζητάει επαφή. Και όλα αυτά τα πλάνα με ανθρώπους μόνους σε αχανείς γυάλινους ουρανοξύστες, να στέκουν στηριγμένοι με το χέρι τους σε ένα γυάλινο τοίχο που δεν ανοίγει. Έναν γυάλινο τοίχο υπερυψωμένο που τους χωρίζει ταυτόχρονα από την πόλη και από το χάος. Γιατί οι άλλοι εκεί έξω είναι πάντοτε η πόλη και το χάος.
Στην κοινωνία της ελάχιστης απόστασης στην οποία ζούμε, εδώ που το κάθε τι απέχει ένα κλικ δεν θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε πιο μακριά. Δεν είναι εσωστρέφεια, δεν είναι επιστροφή στον εαυτό, δεν είναι τρόπος να αναδιοργανώσεις τα μέσα σου. Είναι ξερίζωμα. Γιατί οι άλλοι είναι αυτοί που μας συγκροτούν. Ακόμα και όταν τους κρατούμε σε απόσταση. Αρκεί να ξέρουμε πως μπορούμε να ορίσουμε την άρση αυτής της απόστασης. Αρκεί να γνωρίζουμε πως η επαφή εμφιλοχωρεί σε κάθε στιγμή μοναξιάς. Πως κάθε μοναξιά είναι μια συνάντηση που αναβλήθηκε και μια αντιστροφή αυτού του σχήματος σε μια επιθυμητή προοπτική. Αλλιώς κάθε τι γίνεται δυσβάσταχτο.

Η επαφή μεταμορφώνεται σε δυστοπία. Και αυτός είναι ο πραγματικός ιός. Ο ιός του θανάτου ως αντικείμενο στατιστικής που συμβαίνει κάπου μακριά, κάπου έξω από το μονωμένο περιβάλλον μας, ο ιός του διαδικτύου ως μοναδικού ομφάλιου λώρου με το πραγματικό, ως μοναδικός αναπνευστήρας που φέρνει λίγο αέρα από την επιφάνεια, ο ιός του μέλλοντος ως μια συνθήκη κανονικότητας που θα θυμίζει έστω και λίγο την έκτακτη ανάγκη του παρόντος μας.
Μας λείπει η ελευθερία να μείνουμε μόνοι μας. Που είναι ακριβώς το αντίθετο από την υποχρέωση να μείνουμε μόνοι. Γιατί ο άλλος είναι πάντοτε το καταφύγιο. Καταφύγιο ακόμα και της μοναξιάς μας.

(στην εφημερίδα Εποχή)