Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Ο Κάφκα στην Αθήνα


Στο σύμπαν του Κάφκα οι πρωταγωνιστές βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια συνθήκη που τους υπερβαίνει και τους επιβάλλεται.
Τίποτα δεν συνηγορεί σε αυτή τους την ενοχή. Κανένα παράπτωμα, κανένα έγκλημα.
Η ενοχή τους απλώνεται από ακριβώς αυτή τη γενεσιουργό έλλειψη.
Η απουσία εγκλήματος περιγράφει ακριβώς όλες τις πράξεις ως εγκληματικές. Και ακόμη περισσότερο. Η ίδια η ύπαρξη είναι ενοχοποιητικό στοιχείο.
Οι ήρωες του Κάφκα δεν νιώθουν ενοχή, τη βιώνουν. Ως μια συνθήκη έξω από αυτούς που τους ορίζει όλο και περισσότερο.
Ολόκληρος ο κόσμος γίνεται δικαστήριο και ταυτόχρονα ο κάθε συμπολίτης τους δικαστής.
Οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν αντικατασταθεί από τη γραφειοκρατία, η ανθρώπινη επαφή από ατελείωτους διαδρόμους και σκάλες που οδηγούν με αρχιτεκτονική ακρίβεια στο αδιέξοδο. Τα σώματα πειθαρχούνται.
Αλλοτε μεταμορφώνονται σε αποτρόπαια πλάσματα και άλλοτε καταδικάζονται με την ποινή να τρυπά (στην κυριολεξία) το δέρμα τους.
Η εξουσία στην πλήρη της άσκηση, στην αχαλίνωτη επίδειξή της είναι μονίμως το κεντρικό θέμα.
Μια εξουσία μεταφυσική, οντολογική, υπαρξιακή ή πολιτική. Ολες οι διαστάσεις της συναντιούνται στα θύματά της, τους ήρωες του Κάφκα.
Οι ανώνυμοι ήρωες της «Δίκης» και του «Πύργου» (ο Τζόζεφ Κ και ο Κ) έμειναν ανώνυμοι ίσως επειδή ο συγγραφέας δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα αριστουργήματά του.
Και στις δύο περιπτώσεις το Κ. υπονοεί μια ταύτιση του συγγραφέα με τους πρωταγωνιστές.
Ασχετα όμως με τις προθέσεις του οι δύο ήρωες θα μείνουν στην Ιστορία της Δυτικής Λογοτεχνίας ως οι μεγάλοι ανώνυμοι.
Ως δύο περιπτώσεις ανθρώπων στις οποίες ο καθένας μπορεί να προβάλει τον εαυτό του. Περισσότερο καταστάσεις παρά χαρακτήρες οι ήρωες είναι αυστηρά κοινότοποι.
Ανθρωποι καταγεγραμμένοι εντός μιας αστικής διαδικασίας κουβαλούν ως φορείς την ενσάρκωση του τρόπου ζωής τους. Την ανωνυμία εντός του πλήθους του σύγχρονου τρόπου ζωής.
Υπάλληλος τράπεζας ο ένας, τοπογράφος ο άλλος (πλασιέ ο επώνυμος Γκρέγκορ Σάμσα της «Μεταμόρφωσης»), εργάζονται και βιώνουν μια ζωή τακτοποιημένη με γεωμετρία τάφου.
Είναι δύο τυχαία πρόσωπα εντός ενός κοινού τόπου μακριά από τον χρονικό ή τοπικό προσδιορισμό. Ενός τόπου που θα μπορούσε άνετα να είναι και η Αθήνα της κρίσης.
Αυτόν ακριβώς τον κοινό τόπο ορίζουν οι δικαστικές αρχές με τις αποφάσεις τους για την Ηριάννα Β.Λ. και τον Τάσο Θεοφίλου.
Χωρίς μάρτυρες, με εξωφρενικά ελλιπή στοιχεία, χωρίς καμία απόδειξη δύο κατηγορούμενοι κρίνονται ένοχοι (στοιχεία και για τις δύο περιπτώσεις μπορεί να βρει κανείς σε άρθρα της εφημερίδας).
Το πραγματικό ερώτημα που τίθεται είναι: Για ποιον λόγο;
«Δεν γνωρίζω για τι πράγμα κατηγορούμαι, αλλά και γιατί κλήθηκα να απολογηθώ» λέει ο Γιόζεφ Κ. στη «Δίκη», περιγράφοντας μέσω της δηλωμένης του άγνοιας το πλαίσιο το οποίο ορίζει η παράλογη διαδικασία.
Και στις δύο δικές μας περιπτώσεις η φράση αυτή θα μπορούσε να περιγράψει την ουσία των υποθέσεων.
Γιατί είναι εμφανές πως τόσο ο Θεοφίλου όσο και η Ηριάννα δικάζονται σε μια άλλη δίκη από αυτή που συμμετέχουν, με άλλες κατηγορίες και άλλες καταδικαστικές αποφάνσεις.
Στο πρόσωπο των δύο νέων ανθρώπων η δικαστική εξουσία επιλέγει δύο τυχαία θύματα, τα βαφτίζει αυθαίρετα ένοχα και τα καταδικάζει.
Με τον τρόπο αυτό καθιστά την τυχαιότητα αποδεικτικό στοιχείο ενοχής.
Αρα ουσιαστικά διατρανώνει πως δεν χρειάζονται αποδεικτικά στοιχεία ώστε να υπάρχει ενοχή, ώστε να υπάρχει καταδίκη. Αρκεί η ίδια η βούληση της δικαστικής εξουσίας.
Σε μια άσκηση ισχύος η δικαστική εξουσία αυθαιρετεί, εκδικείται και παραδειγματίζει με βάση τα δικά της πιστεύω.
Η αυθαιρεσία της είναι το πραγματικό της μέγεθος.
Οι δύο περιπτώσεις δεν περιγράφουν μόνο το μέγεθος και την ποιότητα της άσκησης εξουσίας.
Περιγράφουν και την απαξίωσή της, μια απαξίωση με κύριους υπευθύνους τους ίδιους τους φορείς της.
Σε μια περίοδο γενικευμένης φτωχοποίησης, απογοήτευσης και απελπισίας η δικαιολογημένη απαξίωση των θεσμών έρχεται να περιγράψει το συνολικό αδιέξοδο με τον πιο εμφατικό τρόπο.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: