Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Old Boy




Το Απέραντο Πορτοκαλί

Αν τύχει και είναι μεσημέρι Αυγούστου
και τύχει να είσαι μέσα στη θάλασσα
και τύχει να στρέψεις το κεφάλι σου κατευθείαν στον ήλιο,
τότε κλείνοντας τα μάτια γίνεσαι μάρτυρας ενός απέραντου πορτοκαλί,
που προκύπτει ως αποτέλεσμα της ημιμάταιας προσπάθειας των κατεβασμένων σου βλεφάρων να εμποδίσουν τις ακτίνες,
ως το αποτέλεσμα δηλαδή ενός συμβιβασμού ανάμεσα στο φως που τυφλώνει και στο σκοτάδι που είναι εξ ορισμού τυφλό.
Κι έτσι από τη σύγκρουση δυο τυφλώσεων σχηματίζεται ένα χρώμα,
από τη σύγκρουση δυο αρνήσεων μια θέση,
από τη σύγκρουση δυο ακροτήτων ένα μέτρο έγχρωμο,
ένα πορτοκαλί που αν του αφεθείς για μερικά δευτερόλεπτα είσαι καταδικασμένος να αναρωτηθείς τι ρόλο βαράς
εσύ,
μεταξύ θάλασσας και ήλιου,
εσύ,
ανάμεσα σε αυτούς τους δύο μονιμάδες της ζωής
και της έμπνευσης των πτωχών τω λυρισμώ,
εσύ,
τόσο τα συγκεκριμένα δευτερόλεπτα όσο και όλα τα υπόλοιπα,
να αναρωτηθείς δηλαδή αν αποτελείς
ένα πορτοκαλί κόκκο ύπαρξης
ή έναν πορτοκαλί κόκκο ανυπαρξίας,
έναν κόκκο νοηματοδότησης και χρωματογονίας
ή έναν κόκκο χωρίς τον οποίο απαράλλακτα ο ήλιος θα φωτίζει τη θάλασσα
και όλος ο κόσμος απαράλλακτος θα είναι,
ο κόσμος -τουλάχιστον- ο ορατός,
ο αδιαμεσολάβητος
από την ανωμαλία των κλειστών ματιών
και την αλαζονεία των βλεμμάτων
που βαφτίζουν το μέσα μέρος των βλεφάρων τους
σκοτάδι.
(Κώστας Κωστάκος, Old boy {πλέι μολέξεις}, εκδόσεις bibliotheque)

Στο βιβλίο του, ο μπλόγκερ Κώστας Κωστάκος γράφει ένα πρόσωπο που γράφει κάποια κείμενα που γράφουν ένα βιβλίο. Αυτοβιογραφεί έναν άλλο, τον χειρόγραφο εαυτό του. Το βιβλίο δανείζεται τον τίτλο του από το μπλογκ. Το ψευδώνυμο Old Boy, καταχωρημένο πια ως τίτλος βιβλίου που εμπεριέχει και συνοψίζει περιεχόμενα, αποσπάται από σημείο ταυτότητας του συγγραφέα και αλλάζει δέρμα. Από μάσκα γίνεται σελίδα.
Τα σύντομα κείμενα του Old Boy (άσχετα με όσα ειπώθηκαν παραπάνω, εμείς έτσι μάθαμε να τον αποκαλούμε) είναι κείμενα που εκκρεμούν. Ανάμεσα στο διήγημα και την ποίηση, ανάμεσα στο αστείο και την εξομολόγηση, ανάμεσα στον στοχασμό και την αφήγηση. Έντυπα, αποσπώνται από τη μορφή του μπλογκ αλλά κουβαλούν ως ταυτότητα, χαρακτηριστικά που προκύπτουν από το ίδιο το μέσο. Το σταδιακό χτίσιμο της ιστορίας σε στρώσεις φράσεων, η οικοδόμηση πάνω στη βάση ενός αρχικού ευρήματος, ο προσωπικός τόνος, ο εξομολογητικός λυρισμός, ακόμα και το μέγεθος, το σχήμα αλλά και η προαναφερθείσα εκκρεμότητα προκύπτουν από τους άτυπους κανόνες του μπλόγκινγκ (ή καλύτερα μιας εκδοχής του). Έτσι, το βιβλίο καταφέρνει μια από τις σημαντικότερες αρετές του: να είναι λογοτεχνία χωρίς να παρακαλά για λογοτεχνικότητα, χωρίς να ζητιανεύει ή να προσποιείται, αυτάρκες στους εσωτερικούς του κανόνες, στα ευρήματα και στην καταιγιστική γραφή του. Μαζί, λοιπόν, με όλα αυτά -αλλά και λόγω όλων αυτών- το βιβλίο καταφέρνει κάτι εξαιρετικά σπάνιο: να είναι ένα βιβλίο καινούργιο.
Στα σύντομα αυτά κείμενα, η γλώσσα γίνεται αντικείμενο του μύθου και ο μύθος στοιχείο της ιστορίας. Ο αναγνώστης μαθαίνει για την ιστορία του Ποιησού που χρησιμοποιεί τον ποιητικό του λυρισμό μέχρι να γίνει ο βασιλιάς του κόσμου, την περίπτωση του Καισερά Σερά και της Γουιλμπί Γουιλμπί και του παιδιού τους, του Γουατέβερ, την ιστορία του Προμισέα, ο οποίος πήρε το όπλο της υπόσχεσης (Promise) από τους θεούς και το έδωσε στους ανθρώπους, την ιστορία της κοπέλας που καθαρίζει αυγές, την περίπτωση του λαγού που ξαστοχώντας βρίσκεται σε άλλον μύθο από αυτόν με τη χελώνα, δίπλα σε μία λεχώνα. Ταυτόχρονα με τις ιστορίες των ενσαρκωμένων λογοπαιγνίων θα συναντήσουμε καταγραφές ανεπαίσθητων καθημερινών περιστατικών, κινηματογραφικά καρέ κινούμενου λόγου: ένα ζευγάρι σε μια μηχανή μπροστά από το συγγραφέα, ένα άλλο στο βαγόνι του μετρό, ένας άντρας περιμένει σε ένα μπαρ. Ενώ οι ευφυείς παραφράσεις συνεχίζουν ακόμη και στους τίτλους (π.χ. το κείμενο «Θα χυθεί βλέμμα»), το παράλογο συνεχίζει την καταγραφή του: ο κάτοικος μιας πολυκατοικίας -μια αστική στρουθοκάμηλος- τρυπάει το πάτωμα και το κεφάλι της εμφανίζεται στο ταβάνι του από κάτω διαμερίσματος, μια επανάσταση διεκδικεί το τέλος του νόμου της βαρύτητας, κάποιος που κατά τη διάρκεια της συνηθισμένης βόλτας του στους πολυσύχναστους δρόμους της ανυπαρξίας συλλαμβάνεται αιφνιδιαστικά για ύπαρξη.
Το βιβλίο Old Boy, δικαιώνει τις παράπλευρες γραφές μας, τα σκαλίσματα σε θρανία και έδρανα, τα συνθήματα σε τοίχους που βάφτηκαν ή φθάρθηκαν, τα χαμένα sms που προσπάθησαν να στριμώξουν ένα συναίσθημα, συντάχτηκαν, καταγράφηκαν και ξεχάστηκαν, τις αφιερώσεις μας σε βιβλία που άλλαξαν χέρια, τα διαδικτυακά σχόλια και τους καβγάδες, τα μέιλ που δεν έφυγαν και εκκρεμούν. Γιατί αποσπασμένη από τους κοινωνικούς της τρόπους και τα αντίστοιχα φορτία, η γραφή παραμένει μια διαδικασία ενιαία. Μια διαδικασία συναρπαστική και γεννημένη κάθε φορά από την αρχή.


(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: