Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Μαύρο φως


Μέρες μετά βλέπεις όσα μένουν πίσω. Η φωτιά φτάνει στο λόφο λίγα μέτρα πάνω απ’ το λιμάνι της Ραφήνας σαν δίψα που τρέχει προς τη θάλασσα να σβήσει τον εαυτό της. Η μυρωδιά είναι βαριά, η στάχτη ακόμα γυρίζει στην ατμόσφαιρα, αποκαΐδια, κομμάτι από κάτι πέρα μακριά, ελικόπτερα περνούν ίσα πάνω από το έδαφος. Εδώ ο ορίζοντας είναι χαμηλός σαν το τοπίο να τον κουβαλά στους ώμους του και τα πόδια του να λυγίζουν. Στο πλοίο κοιτάς τη ρημαγμένη γη, τη ρημαγμένη θάλασσα. Προσπαθείς να καταλάβεις όσα έγιναν λίγες μόνο μέρες πριν. Ξέρεις πως ποτέ δεν θα ξανακοιτάξεις τα μέρη αυτά με τον ίδιο τρόπο. Και ακόμα περισσότερο ξέρεις πως και αυτά δεν θα σε κοιτάξουν με τον ίδιο τρόπο. Ο αέρας, μαζί με τη στάχτη κουβαλά και την ενοχή. Πέρα από τη λογική, πέρα από το αίτιο και το αιτιατό. Κάτι πλήγωσες και κάτι σε πληγώνει.
Καθώς απομακρύνεσαι βλέπεις το μαύρο να απλώνει κατά μήκος, να συνθέτει τη δική του φονική γεωγραφία. Το μαύρο ορειβατεί στην εκπνοή του βράχου. Εκείνο το μαύρο, μαύρο τα αχινού σε κοπάδι. Λίγο πιο δίπλα ένα εκκλησάκι, δυο τρία σπίτια σκόρπια βουτηγμένα στο λευκό σαν να προμηνύουν το πέλαγος, το ταξίδι, το φευγιό. Και λίγο πιο πέρα ένα τοπίο όμοιο με αυτό που καταστράφηκε, δέντρα πυκνά και χαμηλά λίγα σπίτια ανάμεσα, ξαφνικά περισσότερα, ξαφνικά πάλι δάσος. Τα πεύκα, το «καταραμένο δέντρο» για τους Ρωμαίους, οι οποίοι το απαγόρευαν στις κατοικημένες περιοχές. Εδώ πάλι, τη δεκαετία του ’60 υπήρξε συντονισμένη φύτευση πεύκων σε όλη τη χώρα. Στέκουν εκεί, μέσα στον εύφλεκτο ίσκιο τους, μελλοντικοί εμπρηστικοί μηχανισμοί καραδοκώντας. Λίγο πιο πέρα εκείνο το ξαφνικό τίποτα που ήρθε να ρυμοτομήσει.
Εδώ είναι σαν το φως να εγκαταστάθηκε. Είναι το φως αυτό στην πύκνωσή του, το φως που όταν το στύβεις βγάζει πυκνό σκοτάδι και όταν το αλέθεις σου χαρίζει στάχτη.
Το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορεί να συμβεί σήμερα, τις μέρες που ακολουθούν τη μεγάλη καταστροφή και τη μεγάλη απώλεια, είναι να παραχωρηθεί η όλη συνθήκη στο παράλογο. Στον κακό καιρό, στην τύχη και στη μοίρα. Δεν υπάρχει τυχαίο στις ανθρώπινες κοινωνίες. Οι ίδιες αποτελούν μια οργάνωση εξάλειψης του τυχαίου. Δεν υπάρχει συλλογική τύχη τόσων πολλών ανθρώπων. Τα γεγονότα αφορούν τους πολλούς. Μπορεί οι παράγοντες να είναι πολλοί και σύνθετοι, μπορεί τα αποτελέσματα να είναι δημιούργημα πολλών επιλογών σε διαφορετικούς χρόνους που συναντήθηκαν ξαφνικά προς μια πορεία καταστροφής. Οι ευθύνες είναι πολλές και ορατές. Ξεκινούν από το σήμερα και πηγαίνουν προς τα πίσω. Ξεκινούν από τη διαχείριση της στιγμής και φτάνουν μέχρι την πρόσφατη ιστορία. Και οι άμεσοι ή έμμεσοι ένοχοι είναι ορατοί. Αυτό που απαιτείται είναι μια έντιμη και ειλικρινής κουβέντα για όλα όσα συνέβησαν, για όλες τις ενδείξεις και τα στοιχεία. Για την πολιτική ευθύνη, για την ευθύνη του κράτους, για την ευθύνη της κοινωνίας. Κυρίως μια κουβέντα για το πώς θα εξαλειφθούν όλες αυτές οι καταστροφές στο μέλλον, ποιος θα είναι ο ριζικός σχεδιασμός που θα τις αποτρέψει. Μια κουβέντα που είμαστε όλοι σίγουροι πως δεν θα γίνει.
Υπάρχει κάτι που σκάβει τη μιλιά μέχρι την ανάσα σε τραγωδίες τέτοιας έκτασης. Ένα τράνταγμα στα θεμέλια, ένα μούδιασμα ακινησίας που σε ξεπερνούν και σε πετούν στη σιωπή. Αυτά στους ανθρώπους. Οι κοινωνίες όμως δεν σιωπούν, δεν παύουν. Η άμεση αλληλεγγύη και η αυταπάρνηση που επιδείχθηκε σε τέτοια κλίμακα τις επόμενες μέρες από πολίτες, είναι το μόνο πράγμα που σε κάνει να συνεχίζεις. Το μόνο πράγμα σε μια βαθιά άρρωστη κοινωνία με ένα ξεχαρβαλωμένο κράτος που σχεδόν πάντα στέκει κατώτερο των περιστάσεων. Το ζήτημα είναι πώς αυτή η αλληλεγγύη θα γίνει από ένστικτο και αντανακλαστικό πολιτική. Μια πολιτική που δεν θα περιορίζεται στην έκτακτη ανάγκη αλλά θα ταυτίζεται με τις ανάγκες των ίδιων των ανθρώπων. Όλα τα άλλα είναι σιωπή.
Το τοπίο απομακρύνεται μαζί με το πλοίο. Ο χώρος προχωρά. Ο χρόνος όμως παραμένει σταθερός στην ίδια ημερομηνία. Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: