Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Το Avatar των Εξαρχείων



Είμαστε ξένοι σ’ αυτή την πόλη
Σ’ αυτή την πόλη είμαστε ξένοι…
Γεράσαμε σ' αυτή την πόλη
Είναι αυτό που λένε: είμαστε ξένοι

(Νίκος Καρύδης, «Ξένοι»
σε μοντάζ Ρένου Αποστολίδη)

Τελευταία όλο και πιο συχνά εμφανίζονται άρθρα που περιγράφουν το άβατο των Εξαρχείων. Τη μηδενιστική τους κουλτούρα, τη βία και τη βρόμα, τις έκνομες πράξεις, την ακολασία, την προσωποποίηση της ανευθυνότητας της σημερινής μας νεολαίας.
Τα άρθρα καταγγέλλουν την παράφραση αυτή που είναι τα Εξάρχεια, την παρανομία, την ανοχή της πολιτείας στο φαινόμενο Εξάρχεια. Το Αβατο αυτού του μη-τόπου, όπου οι αθώοι δεν τολμούν να διαβούν, οι ορθοί λοιδορούνται και οι επιπόλαιοι κυριαρχούν.

Στα συγκεκριμένα ρεπορτάζ τα Εξάρχεια δεν είναι τόπος. Πιο πολύ είναι κινηματογραφικός χαρακτήρας.
Μοιρασμένος σε χιλιάδες ανώνυμες ενσαρκώσεις περιφέρει την καταστροφική μανία του φέρνοντας φωτιά, στάχτη και τρόμο σαν έναν μονοσήμαντο κακό από κάποια περιπέτεια δεύτερης διαλογής.
Εδώ οι αναρχικοί πετούν, οι άστεγοι κατοικούν, οι μετανάστες αποκαλύπτουν το πραγματικό τους προσωπείο, τα αυτοκίνητα κυκλοφορούν μόνο καμένα και τα παιδιά τρέφονται αποκλειστικά με ηρωίνη.
Η λέξη ΣΟΚ βρίσκεται πάντοτε με κεφαλαία στους τίτλους που συνοδεύουν τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ τα σερβιρισμένα ανάμεσα σε μπότοξ τηλεπαρουσιαστών, καταγγελίες αθώων φιλήσυχων, φωτογραφίες φρέσκιας φωτιάς και γερές δόσεις ηθικού πανικού.
Μα στην πραγματικότητα δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα άβατο, αλλά σε ένα παραφρασμένο Αβαταρ, σε μια εικονική παραμόρφωση μέσω της υπερβολής, σε μια καταγραφή που εξαφανίζει την ουσία ενώ ταυτόχρονα γιγαντώνει την (επιλεγμένη) λεπτομέρεια προσπαθώντας να την καταστήσει ουσία.

Τα συγκεκριμένα άρθρα ζέχνουν ηθικισμό ταινιών τύπου «Κατήφορος», πασπαλισμένα με έναν θρησκόληπτο πουριτανισμό χωρίς θρησκεία, αντικατεστημένο από τον επαρχιώτικο κοσμοπολιτισμό μιας ευταξίας, μιας δήθεν ευρωπαϊκής ορθότητας όπου το κράτος σέβεται τον πολίτη και ο πολίτης το κράτος και όλα βρίσκονται βαλσαμωμένα στην ιλουστρασιόν λειτουργικότητά τους.
Χωρίς αντιθέσεις, χωρίς διαφωνίες, χωρίς διεκδικήσεις.

Πάντοτε με εκνεύριζε πως όταν έπρεπε να μιλήσεις για τα Εξάρχεια έπρεπε ταυτόχρονα να αναφέρεις τα μπάχαλα, λες και η συγκρουσιακή κατάσταση είναι θέμα τοπικό σαν τον δάκο στη Μεσσηνία ή τον Μπέο στον Βόλο.
Εκτός κοινωνικού πλαισίου, εκτός προσπάθειας εξήγησης ή αντίληψης, τα όποια γεγονότα αποσπώνται από αιτίες και περιγράφονται ως αυθύπαρκτες αφορμές που αυτοτροφοδοτούν την ύπαρξή τους με την ύπαρξή τους.

Και όμως, εκεί που οι διάφοροι θα βλέπουν τρομαγμένα παιδιά από τους αναρχικούς και τους μετανάστες, εμείς θα βλέπουμε παιδιά που μαθαίνουν να συλλαβίζουν τη συνύπαρξη και την αλληλεγγύη· εκεί που βλέπουν διάλυση του δεσμού, εμείς βλέπουμε μια πρώτη χειραψία· εκεί που θα βλέπουν βρόμα και σκουπίδια, εμείς θα βλέπουμε τις ατελείωτες κουβέντες που έστρωσαν τους δρόμους των Εξαρχείων.
Εκεί που οι άλλοι βλέπουν στάχτη και τυφλή βία, εμείς θα βλέπουμε τους σπόρους μια δημιουργίας (ακόμη και αν αυτή φορά γυαλιά).

Για πολλούς από εμάς τα Εξάρχεια αποτέλεσαν τη μόνη γειτονιά.
Οχι τη γειτονιά που γεννηθήκαμε ή μεγαλώσαμε, αλλά τη γειτονιά που ποτέ δεν σταματήσαμε να επισκεπτόμαστε πάντοτε, όλοι μαζί, ακόμη και όταν ήμαστε μόνοι.
Τη γειτονιά που στέγασε όλες τις άλλες γειτονιές. Εναν τόπο συνάντησης που τον κατοικούσες μόνο όταν δεν τον κατοικούσες.
Ηταν οι γείτονες στον άλλο χρόνο και τον άλλο χώρο που εδώ συναντούσες.

Οσο κι αν μας κουράζουν σήμερα, τα Εξάρχεια θα είναι οι παρελθούσες συναντήσεις και οι συναντήσεις μας με το παρελθόν, το ακαριαίο του παρόντος μιας τυχαίας γνωριμίας και το μέλλον του κάθε τυχαίου ενδεχόμενου.
Χρωστάμε όλοι μας μια συγγνώμη από αυτή την περιοχή. Κι εμείς ακόμη που την αντιλαμβανόμαστε σαν γειτονιά μας αλλά τη βαραίνουμε ανελλιπώς με τα 30, τα 40, τα 50 μας χρόνια.
Μια συγγνώμη γιατί καθημερινά προσπαθούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας πως ωριμάσαμε, πως μεγαλώσαμε, πως δεν χωράμε σε παλιές συμπεριφορές.

Μια συγγνώμη για όλο το αυθόρμητο που χάθηκε στους σχεδιασμούς μας, στο ξαφνικό που χάθηκε στον προγραμματισμό, στις νύχτες που χάθηκαν στο ξημέρωμα.
Και ας βλέπουν οι άλλοι φωτιές στα Εξάρχεια. Εμείς θα βλέπουμε μονάχα ξημερώματα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Θυμάμαι, ναι, θυμάμαι




Εκείνο το δόντι λυκόσκυλο
Τον παιδικό μου πέρασα χρόνο
Ταΐζοντας με χρυσόψαρα ένα λυκόσκυλο
πήρε μέγεθος τόσο
που πια δεν μπορώ να το δω
***
Τώρα ο χρόνος
ένα κίτρινο στραμπουλιγμένο
και από το στόμα να φτύνει αντίχειρες
***
Τώρα ο άνθρωπος χωρίς αφή
φοράει τα γάντια του
και τα νοήματα παρακαλούν τα δελτία για βροχές.
Κορμοί σπίρτων ανθισμένων
Πέφτουν ολόγυρα σαν το σκοτάδι
***
-Δες το σκοτάδι σε περιμένει
απέραντο και οικείο
όταν ξυπνάς για νερό
και χάνεσαι στα αποστηθισμένα βήματα.
Μια λάθος στροφή
Και βρίσκεσαι πίσω απ' τον ύπνο.
***
Καθισμένη στην καρέκλα
Μέσα απ' τα παράθυρα να κοιτάς
και ο καπνός του τσιγάρου σου
τέλεια καλλιγραφία του τυχαίου
Μέσα απ' τα παράθυρα να κοιτάς
και αυτή η βροχή
μισή H2O
και μισή θαύμα
***
Τώρα
πάω στον χρόνο
που με κοίταξε
πρώτη φορά
ο πατέρας

Μέσα στα γεγονότα ο άνθρωπος παραμένει σταθερός. Τίποτα δεν παρεμβαίνει ανάμεσα σε αυτόν και τον εαυτό του. Μονοκόμματος, ακέραιος στο σχήμα που αυτός ορίζει για τον εαυτό του.
Μόνιμος θεατής των ενεργειών του, μόνιμα παρών, συντελεσμένος σε αυτό που τον συντελεί. Τρέχοντας δίπλα στη σταθερότητα των πραγμάτων γύρω του.
Αναζητώντας την ταχύτητα του ίδιου του του Εγω σε μια σταθερή παρέλαση πραγμάτων.
Είναι και αυτό μια ευκολία, ένας τρόπος να περνά ο χρόνος δίχως βάρος.

Να είναι η καθημερινότητα καθημερινή, πλωτή η ώρα και τα λεπτά στρογγυλά σαν αυγά.
Ολα συμφωνημένα ανάμεσα στον εαυτό και τον εαυτό του απλά συμβαίνουν. Γεμίζοντας ιλουστρασιόν ημερολόγια, αξύριστους καθρέφτες, επιβεβαιώνοντας τον χρόνο σε ρολόγια.
Κι όμως υπάρχει μια στιγμή που ο άνθρωπος αδειάζει. Σαν το παρόν να άνοιξε απότομα τις καταπακτές και σε μια στιγμή αντίστροφης βαρύτητας όλο το αμπάρι του ανθρώπου να χύνεται στο κατάστρωμά του.

Και κει ο χρόνος βγαίνει ένας και ενιαίος. Χωρίς παρελθόν και μέλλον, χωρίς ανάμνηση και προσδοκία, ακύρωση και επιδίωξη.
Κι εσύ παύεις να είσαι μια πραγματικότητα σε ροή. Γίνεσαι στιγμή ακαριαία που εμπεριέχεις τα προηγούμενα. Και τα μέλλοντα επίσης αλλά όχι ως ενδεχόμενα αλλά ως συντελεσμένα γεγονότα.
Είναι αυτή η στιγμή μια άλλη μνήμη που σου υπενθυμίζει τη σημασία και τη ρευστότητας της μνήμης. Και είναι η ρευστότητα αυτή που ορίζει και τη ρευστότητα του εαυτού.
Και αν θέλω να πω κάτι εδώ είναι ακριβώς, γι’ αυτό το θυμάμαι, ναι, θυμάμαι. Για τα αυλάκια της μνήμης και τη σοδειά στις όχθες τους.

Υποβιβάζουμε συχνά την ανάμνηση σε μια νοερή επιστροφή στο παρελθόν. Είναι όμως μονάχα αυτό; Μαζί με όσα έγιναν, θυμόμαστε πράγματα που δεν έχουν γίνει, πράγματα που δεν συνέβησαν ποτέ (και το γνωρίζουμε), μα είναι ήδη αναμνήσεις μας, φτιαγμένες με όμοια υλικά. Και ακόμη και αν δεν έχουν συμβεί, συμβαίνουν. Ανάμνηση και επιθυμία στον ίδιο χρόνο.
Συνορεύουμε. Μονίμως συνορεύουμε. Γι' αυτό και η τάση μας να αντιμετωπίζουμε τα όνειρα λίγο-πολύ σαν να είναι πραγματικά.
Να μας ορίζουν τη διάθεση, τη στάση μας απέναντι σε κάποιον που μόλις ζήσαμε μαζί στο όνειρό μας και κάποιες φορές για ασήμαντα γεγονότα να μην μπορούμε να ξεχωρίσουμε αν κάτι όντως έγινε ή είναι προϊόν του ύπνου.

Με τρόπο όμοιο με τα όνειρα, συνορεύουμε στις σκοτεινές αίθουσες. Στα θέατρα και τους κινηματογράφους, το σκοτάδι μάς βάζει να εστιάσουμε εκεί που υπάρχει κίνηση.
Το σκοτάδι κυκλώνει τη σκηνή και την οθόνη με τον ίδιο τρόπο που κυκλώνει και τον ύπνο μας. Γι' αυτό και αν κάτι δεν είναι πειστικό μέσα στην αίθουσα, μας παίρνει ο ύπνος.
Τις μέρες του πιο έντονου παρόντος, μέρες σαν τις σημερινές, αρεσκόμαστε στο να ανατρέχουμε, να αναπολούμε, να προσποιούμαστε πως θυμόμαστε. Και όμως, δεν θυμόμαστε.
Στην πραγματικότητα φτιάχνουμε το παρελθόν με βάση το παρόν μας, φτιάχνουμε γεγονότα που ποτέ δεν ήταν εκεί και τώρα τα τοποθετούμε.
Είναι πολλές ζωές αυτές που ζούμε στο παρόν μας και το παρελθόν μας γεμάτο επιλογές. Και όλος ο χρόνος βρίσκεται πάντοτε εδώ γεμάτος πρόσωπα από το παρελθόν και από το μέλλον.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Ο ποιητής και ο θάνατος



η τέχνη κι’ η ποίηση
δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε

περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς
τους θορύβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι’ αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών

μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
― και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα ―
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς

Το ποίημα του Εγγονόπουλου για το θάνατο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα αντηχεί μες τον καιρό και περιγράφει τις τύχες των ποιητών στα ασφυκτικά καθεστώτα. Εκτός του συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου έρχεται να περιγράψει την τύχη του ποιητή μέσα στις κοινωνίες και τις εποχές.
Το ποίημα έρχεται συνήθως να μιλήσει μεταφορικά. Μέσα από την υπερβολή της τελικής διαπίστωσης περιγράφει την μοίρα των ποιητών στις κοινωνίες. Μα είναι φορές που οι μεταφορές γίνονται κυριολεξίες χωρίς να χρειαστεί να αλλάξεις μια λέξη.

Ο Άσραφ Φάγιαντ

Ο παλαιστίνιος ποιητής Άσραφ Φάγιαντ καταδικάστηκε πρόσφατα σε θάνατο από το δικαστήριο της Σαουδικής Αραβίας. Ο 35χρονος κατηγορήθηκε για το αδίκημα της αποστασίας (ότι αρνήθηκε, δηλαδή, τη μουσουλμανική θρησκεία). Είχε συλληφθεί από τη θρησκευτική αστυνομία της χώρας το 2013 και στη συνέχεια συνελήφθη και πάλι και δικάστηκε στις αρχές του 2014. Μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι άκουσε τον παλαιστίνιο ποιητή να βρίζει τον προφήτη Μωάμεθ και τη Σαουδική Αραβία. Περαιτέρω απόδειξη στάθηκε η ποιητική συλλογή «Οδηγίες χρήσεως εντός», που είχε γράψει πριν από χρόνια. Σύμφωνα με τις αρχές της Σαουδικής Αραβίας το βιβλίο προωθεί τον αθεϊσμό. Ο ίδιος σε σχέση με το βιβλίο του δήλωσε: «Με κατηγόρησαν προσωπικά για άθεο και για το ότι προσπάθησα να εξαπλώσω ιδέες περί αθεϊσμού στην κοινωνία. Το βιβλίο μου, που εκδόθηκε το 2008, αναφερόταν σε εμένα ως παλαιστίνιο πρόσφυγα και αφορούσε πολιτισμικά και φιλοσοφικά ζητήματα. Οι θρησκόληπτοι εξτρεμιστές, όμως, το μετέφρασαν ως “καταστροφικές ιδέες εναντίον του Θεού”». Ο ποιητής συμμετείχε στη Μπιενάλε της Βενετίας το 2013, ενώ υπήρξε και κεντρικό μέλος του αγγλοσαουδικού οργανισμού Edge of Arabia.
Μια σειρά από διεθνείς καλλιτεχνικούς οργανισμούς, φορείς και μεμονωμένους καλλιτέχνες όπως η δαφνοστεφής ποιήτρια της Αγγλίας Κάρολ Αν Ντάφυ ή ο θεατρικός συγγραφέας Ντέιβιντ Χέαρ καταδίκασαν τη στάση της Σαουδικής Αραβίας, προέβησαν σε κινητοποιήσεις και ψηφίσματα, ζητώντας να ενημερώσουν τον κόσμο και να αποτρέψουν την απόφαση.

Σύμβολο της δυτικής υποκρισίας

Η Σαουδική Αραβία μοιάζει με προβολή ενός ISIS από το μέλλον. Μια αναγνωρισμένη χώρα, πλούσια και αυτοτελής, που απολαμβάνει διεθνή αμνηστία για τις καθημερινές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Που απολαμβάνει ασυλία, ενώ είναι γνωστό ότι εμπλέκεται και χρηματοδοτεί την τρομοκρατία σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Στη χώρα ο θάνατος είναι το μέτρο της δικαιοσύνης. Από την αρχή του 2015 μέχρι σήμερα έχουν εκτελεστεί 151 άνθρωποι (με βάση τα στατιστικά της Διεθνούς Αμνηστίας), η συντριπτική πλειοψηφία τους με δημόσιο αποκεφαλισμό (με χρήση ξίφους). Εγκλήματα, όπως το σεξ εκτός γάμου, η κλοπή αυτοκινήτου, η μαγεία ή η βλασφημία, τιμωρούνται με θάνατο από τα θρησκευτικά δικαστήρια της χώρας.
Φυσικά, όλα αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά (ή έστω εύκολα προσβάσιμα ως πληροφορίες) και η ζωή του Άσραφ Φάγιαντ είναι ακόμη μια ζωή που θα χαθεί μέσα στη στατιστική της θρησκευτικοπολιτικής αιματοχυσίας. Στις μέρες που ζούμε, όμως, η Σαουδική Αραβία αναδεικνύεται σε παγκόσμιο σύμβολο της δυτικής υποκρισίας. Κάθε φράση, κάθε επιχείρημα και κάθε επίθετο που χρησιμοποιείται απέναντι στον ISIS μένει στο κενό από τη στιγμή που όχι μόνο δεν υπάρχουν κυρώσεις (ή έστω) για τη Σαουδική Αραβία, αλλά αποτελεί προνομιακό οικονομικό συνομιλητή πολλών δυτικών χωρών με χαρακτηριστικότερες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η στάση αυτή περιγράφει, ταυτόχρονα, και τη στάση απέναντι στον ISIS. Το πόσο διάτρητη είναι η κάθε αναφορά σε αξίες, αρχές και κατακτήσεις από αρχηγούς κρατών. Το πώς χρησιμοποιούνται ως απλές προφάσεις και καινές αφηγήσεις ανάλογα με τον άνεμο του κέρδους και της συγκυρίας.
Ο Άσραφ Φάγιαντ δεν αποτελεί, λοιπόν, απλώς μια μονάδα σε μια στατιστική, αλλά αναδεικνύεται σε μάρτυρα της δυτικής υποκρισίας. Ακόμη και γιατί η εξαίρεσή του από τον κατάλογο των ανώνυμων (για τη δύση) θυμάτων του Σαουδαραβικού καθεστώτος προκύπτει με υποκριτικό τρόπο από την πλευρά των δυτικών. Είναι η ιδιότητα του ποιητή αυτή που τον κάνει να διαφέρει, αυτή που ξεσηκώνει την αγανάκτηση. Όλα τα υπόλοιπα θύματα είναι τυχαία περιστατικά, περιπτώσεις που δεν θα επιλεχθούν και δεν θα ξεσηκώσουν συνειδήσεις. Μακρινές υποθέσεις, μακρινών χωρών. Θλιμμένες περιπτώσεις, αχρείαστο βάρος.
Είναι η ίδια ακριβώς υποκρισία που υπερασπίζεται τον Φάγιαντ, αυτή που ταυτόχρονα τον καταδικάζει. Και ο τίτλος του ποιητή ανέπαφος ανάμεσα στις δύο, μπροστά από τον θάνατο και πέρα απ’ τη ζωή.
Και με το παράδειγμά του –το παράδειγμα που ο ίδιος δεν επέλεξε- να κάνει τις υποκρισίες να λάμπουν πρόστυχα και οι στίχοι ενός άλλου Σαουδάραβα ποιητή του Φερεϊντούν Φαριάντ να έρχονται στην επιφάνεια:

 Στον μαυροπίνακα της νύχτας
μ’ ένα κομμάτι κιμωλία γράψε:
φως, φως, φως.
Ποιητής είσαι.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Το αποτέλεσμα των εκλογών της Νέας Δημοκρατίας



Η πραγματικότητα στις μέρες που διανύουμε εμφανίζεται μπροστά μας σαν ένα ατελείωτο εκκρεμές ανάμεσα στη φρίκη και τη γελοιότητα.
Και ίσως η γελοιότητα να λειτουργεί εκτονωτικά ως διάλειμμα από τις εικόνες φρίκης με τις οποίες ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή, την ευρύτερη ρευστότητα, το ανακάτωμα των ισορροπιών, όμως τις πραγματικές της διαστάσεις τις παίρνει όταν γίνει αντιληπτή σε συνάρτηση με το άλλο άκρο του εκκρεμούς.
Η ανικανότητα στις μέρες μας είναι πολυτέλεια. Πόσο μάλλον όταν αφορά αυτούς που παίρνουν αποφάσεις.
Η έκτακτη κατάσταση την οποία διανύουμε απαιτεί και μια έκτακτη συνθήκη εγρήγορσης και αντιμετώπισης.
Και αυτό γιατί δεν διακυβεύεται μονάχα το ενδεχόμενο μιας λανθασμένης απόφασης σε μια εποχή που δεν επιτρέπει λάθη. Αλλά γιατί συμβάλλει πολλαπλασιαστικά στη συνολική απαξίωση της πολιτικής σφαίρας.
Είναι άστοχο λοιπόν να αντιμετωπίσουμε το φιάσκο των εκλογών της Νέας Δημοκρατίας ως ένα χαριτωμένο ανέκδοτο το οποίο συνέβη και στη συνέχεια πέρασε. Ή ως μια τεχνικής φύσεως αστοχία η οποία θα διορθωθεί ύστερα από δύο εβδομάδες.
Οσο αυστηρό και να φαίνεται, η διαδικασία της προηγούμενης Κυριακής αποτελεί μια διαδικασία με πολύ πιο σύνθετη καταγραφή από ένα απλό φιάσκο.
Αντίθετα λοιπόν απ’ όσα πιστεύουμε, οι εκλογές στη Νέα Δημοκρατία και έγιναν και είχαν συγκεκριμένο εκλογικό αποτέλεσμα.
Το θέμα είναι πως το αποτέλεσμα αυτό δεν ταυτίζεται με ένα από τα τέσσερα ενδεχόμενα που ορίστηκαν ως επιθυμητά με την ανακοίνωση έναρξης της διαδικασίας, δεν προσδιορίζεται από τις προθέσεις ή τις διαθέσεις όσων θέλησαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία και να διαμορφώσουν αυτό το αποτέλεσμα.
Η αδυναμία διεξαγωγής εκλογών, η ανικανότητα της ομαλής λειτουργίας, η απώλεια του κέντρου λήψης αποφάσεων, η θολή πολιτική εικόνα, η παρεμπόδιση (έστω και λόγω ανικανότητας στη συγκεκριμένη περίπτωση) των ψηφοφόρων να διαμορφώσουν την τελική πολιτική απόφαση είναι και αυτά συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Απολύτως ορατά, απολύτως πρακτικά και απολύτως συγκεκριμένα.
Ορίζουν όχι μόνο την παρούσα κατάσταση της Νέας Δημοκρατίας αλλά εγγράφονται και ως στοιχεία της πολιτικής ζωής του τόπου.
Απεικονίζουν, ενσαρκώνουν και πολλαπλασιάζουν την κυρίαρχη απαξίωση της πολιτικής από τους πολίτες, την αίσθηση αδιεξόδου, τη δυσπιστία ως προς τις ικανότητες των πολιτικών κομμάτων και του φθαρμένου πολιτικού προσωπικού, την προσχηματική συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων.
Ο επόμενος αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας δεν θα είναι διάδοχος ενός προηγούμενου αρχηγού αλλά μιας πρότερης κατάστασης.
Μιας κατάστασης έριδας, εσωστρέφειας και ανικανότητας. Μιας διαδικασίας όπου δεν παράγεται πολιτική λόγω τεχνικού κωλύματος. Φορέας μιας εικόνας αποσύνθεσης και αποσταθεροποίησης.
Είναι άλλωστε ενδεικτικό πως στο πλαίσιο διαχείρισης του συγκεκριμένου θέματος ο πολιτικός γίγαντας Ανδρέας Παπαμιμίκος αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο σαμποτάζ.
Η συγκεκριμένη αντίδραση δεν έχει ως στόχο μόνο να αποδώσει αλλού τις ευθύνες αλλά ταυτόχρονα -και ίσως περισσότερο- να θέσει σε ένα γνωστό και οικείο σχήμα μια πρωτόγνωρη κατάσταση.
Να ανασυντάξει το χάος άνευ όρων, ακόμη και υιοθετώντας ανεδαφικά σενάρια στα όρια της γελοιότητας.
Η μορφή που έχει σήμερα η Νέα Δημοκρατία θυμίζει αραβικό κράτος μετά από βομβαρδισμό. Μια διασπασμένη ενότητα με χαμένο το κέντρο εξουσίας, όπου τοπικοί φύλαρχοι ορίζουν τις δικές τους σφαίρες επιρροής αναζητώντας την έφοδο στον ουρανό (βλ. π.χ. Λιβύη).
Ετσι, την περίοδο ανάμεσα στην ήττα και την (ενδεχόμενη) ανάδειξη νέου αρχηγού, η Νέα Δημοκρατία γίνεται το πιο χαρακτηριστικό κόμμα της κρίσης.
Αυτό που την αντιπροσωπεύει έμπρακτα με τα αποτελέσματα χαραγμένα ακόμα και στην ίδια τη φυσιογνωμία της.
Ενα κόμμα σε ένταση και εμφύλιο, με αμφίβολο παρόν και μέλλον. Ενα γεγονός χωρίς συγκεκριμένα ιδεολογικά επίδικα (μόνο με διαφορετικές δοσολογίες Ακροδεξιάς).
Μια τοξική κατάσταση ικανή να σπρώξει την κυβέρνηση στην αλαζονεία του δρομέα που προπορεύεται χωρίς αντίπαλο.
Η Νέα Δημοκρατία κατάφερε κάτι το οποίο κανένα άλλο κόμμα που χάθηκε ως αποτέλεσμα της κρίσης δεν είχε καταφέρει.
Οχι να εξαφανιστεί αλλά να παραμείνει νεκροζώντανη, περιφέροντας ταυτόχρονα το νεκρό παρελθόν και το ακυρωμένο μέλλον της, αποδεικνύοντάς μας σε κάθε της βήμα τη ρευστότητα των καιρών, τις πολιτικές μεταμορφώσεις και το γεγονός πως σήμερα κάθε τι συνορεύει με το χάος.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Eagles of death metal



Το Παρίσι τη νύχτα
Τρία σπίρτα αναμμένα ένα ένα μέσα στη νύχτα
Το πρώτο για να δω ολόκληρο το πρόσωπό σου
Το δεύτερο για να δω
τα μάτια σου
Το τρίτο για να δω
το στόμα σου
Κι ολόκληρη η σκοτεινιά
για να μου θυμίζει όλο αυτό
Σφίγγοντάς σε
στην αγκαλιά μου.

Ζακ Πρεβέρ




Στο Παρίσι δεν πήγα ποτέ. Οικοδομημένο στο φαντασιακό με όρους πρωτεύουσας και κέντρου κάθε αισθητικής διατύπωσης, ως υποχρεωτικός τόπος προσκυνήματος όλων όσοι ασχολούνται με τη φιλοσοφία, τον κινηματογράφο, την ποίηση και κυρίως των μύθων γύρω απ αυτές. Μύθων ζωογόνων  στις πρώτες κρίσιμες ηλικίες μας, τελικά όσο και η ίδια η ουσία. Μια πόλη στην οποία φτάνεις μόνο όταν δεν την επισκέπτεσαι, ως συλλογή εντυπώσεων φράσεων και αποσπασματικών σεκάνς ταινιών. Όποιος δεν πήγε «θα έχει για πάντα το Παρίσι», το άλλο, αυτό το παράλληλο της εφηβικής σου αφέλειας και της πρώτης σου ωρίμανσης, αυτό που σε κερδίζει πολύ περισσότερο με τη γοητεία και όχι με την ομορφιά, με κάποια εικόνα μια όμορφης γαλλίδας σε μια μέτρια ταινία και όχι με τους δεμένους τόμους του Βολταίρου ή του Μπαλζάκ, με μια αίσθηση και όχι με την υψηλή κουλτούρα και την συγκροτημένη αντίληψη. Με ένα νεύμα και όχι με μια επιχειρηματολογία.

Από εκεί ξεκινήσαμε. Άλλοι μας προχωρήσαμε προς αυτή την κατεύθυνση και άλλοι την αφήσαμε να ξεθωριάσει σαν πρόχειρο ποίημα που πλύθηκε μαζί με τα ρούχα. Άλλοι μας πήγαμε στο Παρίσι, μείναμε εκεί, διαβάσαμε του δερματόδετους τόμους του Μπαλζάκ. Μα η ηλικία μας αποκεντρώθηκε από την πρωτεύουσα. Έδωσε προτεραιότητα στο Βερολίνο, τη Βαρκελώνη, στην πρακτικότητα του Λονδίνου. Άλλωστε, το Παρίσι είχε περάσει ήδη από την εξέγερση του 2005, από το «Μίσος» που όλοι μας είδαμε περίπου στην ίδια ηλικία, φόρτωσε εικόνες, έγινε τόπος υπαρκτός, πρωτεύουσα ενός κράτους και όχι μίας σημασίας. Η ηλικία φέρνει ρεαλισμό και ο ρεαλισμός δεν κοιτά καρτ- ποστάλ αλλά χάρτες, εισιτήρια και διαδρομές του μετρό.



Ήταν όλος αυτός ο ρεαλισμός που διαλύθηκε με πάταγο την προηγούμενη βδομάδα ακριβώς γιατί το παράλογο κατέλαβε τη θέση του ως πραγματικότητα. Αυτή η ξαφνική συνάντηση με το γεγονός αργά τη νύχτα λίγο πριν από τον ύπνο, όταν χαζεύοντας στο διαδίκτυο συναντάς φίλους να γράφουν πως είναι καλά, απότομα σχόλια που δεν μπορείς να καταλάβεις, γαλλικές σημαίες, γαλλικά τραγούδια, ποιήματα που είχες χρόνια να συναντήσεις.

Δεν περιγράφω εδώ κάποια πολιτική στάση. Δεν θέλω να μιλήσω για τους τζιχαντιστές, τον ιμπεριαλισμό, την αποικιοκρατία. Για ένα ξάφνιασμα μονάχα. Μια ατελείωτη αμηχανία που φτάνει σε βάθος, ανακατεύοντας ακόμα και όσα βρίσκονται πιο βαθιά σου, φέρνοντάς τα έτσι μπλεγμένα και αταξινόμητα στην επιφάνεια.

Η πρώτη αντίδραση όσων έζησαν στο Παρίσι, όσοι το επισκέφτηκαν πολλές ή ίσως μια φορά ήταν να γράψουν μια προσωπική τους εμπειρία. Να μιλήσουν για την δική τους πόλη, την εμπειρία, το κομμάτι τους αυτό που τους συνδέει με την πόλη, την οικειότητά τους σε κατάσταση συναγερμού. Μα είπαμε, εγώ στο Παρίσι δεν πήγα ποτέ.


Εδώ και χρόνια και περιστασιακά ακούω τους τρεις (φέτος τέσσερις) δίσκους των Eagles of death metal. Όχι ως πρώτη επιλογή αλλά ως συγγενή μπάντας των Queens of the Stone age (ο Josh Homme παίζει και στις δύο μπάντες), ως μια απερίφραστη έκφραση της συνειδητής ελαφρότητας, της feel good διάθεσης σε σωστές δώσεις, στον αμέριμνο τόνο της χαζομάρας, του χαβαλέ και των ατελείωτων riffs, της ειρωνείας του ονόματός τους (οι άνθρωποι δεν παίζουν μέταλ) ή των δίσκων και των τραγουδιών τους (Peace, Love, Death Metal ).

Η συναυλία τους τον Ιούλιο στην Ελλάδα ακυρώθηκε (δημοψήφισμα, διαπραγμάτευση που χρόνος για Eagles of death metal;). Υπό ομαλές συνθήκες λογικά θα πήγαινα με τους φίλους μου (ή και όχι). Με τον ίδιο τρόπο που υπό ομαλές συνθήκες αν μέναμε στο Παρίσι θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε στο Bataclan. Όπως βρίσκεσαι ή δεν βρίσκεσαι σε μια συναυλία.

Δεν μιλώ εδώ ούτε για μια ταύτιση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τα όποια μέτρα ανελευθερίας, την υστερία τρόμου τον αντιμουσουλμανισμό που φάγαμε στην μάπα από τόσους αυτόκλητους διανοουμένους της πεντάρας. Μιλώ για ένα ακατέργαστο πρώτο συναίσθημα, που επιθυμεί να παραμείνει ακατέργαστο και επιθυμεί να διατυπωθεί.

Τις τελευταίες μέρες ακούω ξανά τους τρεις δίσκους στο mp3 μου. Προσπαθώ να καταλάβω τι σημαίνουν σήμερα. Ουρλιαχτά και πυροβολισμούς πίσω από τα κομμάτια, εικόνες έξω από το θέατρο, η λέξη Bataclan να επαναλαμβάνεται εμμονικά στη σκέψη. Και μέσα στην αντίθεση που φτιάχνουν τραγούδια με τίτλους όπως «Cherry Cola», «I Want You So Hard (Boy’s Bad News), «(I Used to Couldn’t Dance) Tight Pants» και την σοβαρότητα των γεγονότων, νιώθεις πως η αμεριμνησία είναι πολυτέλεια, οι παλιές Παρισινές εικόνες μια παράφραση και πως η δική σου εποχή της αθωότητας έχει τελειώσει αμετάκλητα εδώ και καιρό.

Τρία σπίρτα αναμμένα ένα ένα μέσα στη νύχτα λοιπόν. Το ένα για να δεις τους αετούς νεκρούς, το άλλο για να δεις πως η σκουριά τρώει τα μέταλλα και το τελευταίο για να δεις πόσο τρομακτική η λέξη θάνατος όταν στέκεται σε μια πρόταση μονάχη.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Ξυπνώντας μέσα στη νέα δυστοπία



Η αίσθηση αυτή πως κοιμάσαι και ύστερα ξυπνάς μέσα σε έναν νέο κόσμο. Σαν να διέσχισες ερήμην σου αποστάσεις στον χρόνο και στον χώρο.
Και όμως η απόσταση που διανύει ο καθένας μας είναι διαφορετική. Και τελικά η ίδια αυτή αίσθηση του νέου είναι ψευδεπίγραφη.
Στην ιστορία δεν υπάρχουν χάσματα. Ολα υπάρχουν σε μια συνέχεια με διαφορετικές κορυφές έντασης. Αυτό που εμείς βιώνουμε είναι η επαφή μας με αυτές τις κορυφές.
Και παρακινημένοι από την ένταση και το σοκ αυτής της επαφής πιέζουμε τους εαυτούς μας να συμπληρώσουν την υπόλοιπη εικόνα.
Με ό,τι τρόπο ορίζει ο καθένας μας, με ό,τι αντιλήψεις κουβαλά, με ό,τι φορτία συναισθήματος διαθέτει.

Ομως, η ίδια η φύση του γεγονότος ορίζει ένα αίτημα για πράξη. Μια διάθεση μελλοντικής αποτροπής (και για πολλούς σημερινής εκδίκησης).
Ετσι βουλιάζουμε στην αμεσότητα, με τρόπο απόλυτο, χωρίς αποχρώσεις. Η κατανόηση, η ανάλυση, η αντίληψη -μαθαίνουμε- περισσεύουν.
Και όμως από αυτή την επιτακτικότητα γεννιέται θεωρία, σε μια αντίστροφη κίνηση ανάγνωσης και δικαιολόγησης του ήδη αποφασισμένου.

Μια νέα κατανόηση που θα χτιστεί από άμεσες πράξεις που προηγήθηκαν αυτής. Και χωρίς δικαιολογίες, αφού η μορφή και η ένταση του γεγονότος, ο διάχυτος αποτροπιασμός θα δικαιολογεί με την έντασή του για καιρό την όποια πράξη.

Γιατί μια πράξη μαζικής δολοφονίας είναι μια πράξη συμπαγής, απόλυτη, χωρίς υποσημειώσεις.
Ενα τυφλό χτύπημα που δεν κάνει καν διάκριση στην επιλογή των θυμάτων παίρνει τη μορφή του απόλυτου κακού, βγαίνει από τον χώρο της πολιτικής και αισθητικοποιείται, παίρνει διάσταση από μια ηθική που (ακριβώς επειδή δεν ενδιαφέρεται να αναλύσει) αποκόβει το γεγονός από τα συμφραζόμενα, το τοποθετεί ως πράξη γεννήσεως των αυριανών γεγονότων και των αυριανών κινήσεων και ταυτόχρονα ως μόνη κλίμακα αξιολόγησης.

Αν κάτι χρειάζεται αυτή τη στιγμή η Ευρώπη (και πολύ περισσότερο εμείς που δεν είμαστε έννοιες αλλά πράξεις με σάρκα) είναι μνήμη.
Μνήμη αξιών και κεκτημένων, λαθών και εγκλημάτων. Οχι για να ενοχοποιήσει τον εαυτό της για τα γεγονότα και να αποδώσει ευθύνες αλλά για να τα διαχειριστεί.
Η ιστορία δεν έχει μεταμέλεια, ούτε συγνώμες, μόνο αυριανά γεγονότα. Και στιγμές σαν αυτές στο Παρίσι μάς ορίζουνε εκ νέου.

Κυρίως να μην ξεπέσουμε στην ευκολία. Την έκτακτη ανάγκη μας για απόλυτες αποφάσεις, για συστρατεύσεις άνευ όρων, για κρίσεις ολοστρόγγυλες σαν τον πάτο της σφαίρας.
Μέσα στον παραλογισμό του σίγουρου χθες και το παράλογο του δύσκολα απευκταίου αύριο, να σταθούμε με κρίση και αντίληψη ανεξάρτητα με την όποια δυσκολία.

Είναι άλλωστε τόσο μεγάλο το χάσμα που δημιουργείται στην κατανόηση μας: από τη μία το απόλυτο και ξεκάθαρο του ίδιου του συμβάντος και από την άλλη όλα τα γεγονότα που στοιβάζονται ώστε να το αναδείξουν στο παρόν μας.

Οι τόσες δεκαετίες δυτικών παρεμβάσεων, οι τόσες διαστρεβλώσεις και αφηγήσεις σε σχέση με τον μουσουλμανικό κόσμο, οι παρεμβάσεις με αφορμή την τρομοκρατία, το αποικιοκρατικό παρελθόν της Ευρώπης.

Οι ερμηνείες του Κορανιού και το τράβηγμά τους στα όρια της ακραίας πράξης και του εξτρεμισμού, η χορηγία τους από αντίστοιχα μουσουλμανικά κράτη, η γεωπολιτική σκοπιμότητα και… και…
Εχω την αίσθηση πως αν κάποιος δεν αντιληφθεί αυτό το χάσμα μπορεί εύκολα να υποπέσει σε αναλύσεις για «αντίποινα» απέναντι στον γαλλικό ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία, ή να ξεπέσει σε ακροδεξιούς βόθρους όμοιους με τον cool νεοναζισμό της Σώτης Τριανταφύλλου.

Τα συμπεράσματα είναι απαραίτητα για τις πράξεις. Αλλά πρέπει να γίνει σεβαστή και η ανάγκη του ανθρώπου για αμηχανία.
Για τον χρόνο που χρειάζεται για να αισθανθεί, να σκεφτεί, να σιωπήσει. Να προσπαθήσει να αντιληφθεί τον καιρό και τον εαυτό του μέσα σε αυτόν.

Στο μυαλό σκόρπιοι στίχοι. Από το «1 Σεπτεμβρίου 1939» του αγαπημένου W. H. Auden: «Εδώ κάθομαι/ αβέβαιος και όλο φόβο./ Κύματα οργής και φόβου/κατατρύχοντας τις ιδιωτικές ζωές μας./ Μπόχα ανομολόγητη θανάτου./Ποιο μορφοείδωλο τεράστιο έπλασε/ έναν ψυχοπαθή θεό./ Εγώ και ο κόσμος ξέρουμε πως σε όσους κάνεις το κακό/κακό θα ανταποδώσουν. / Ν’ αγαπούμε πρέπει ο ένας τον άλλο είτε να πεθάνουμε».

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Με την πλάτη στραμμένη στα ερείπια της Ευρώπης



«Κάτι είναι σάπιο στην εποχή της ελπίδας», γράφει ο Χάινερ Μύλλερ στη Μηχανή Άμλετ (απ’ όπου δανεισμένος και ο τίτλος του άρθρου), κάπου το 1977, μιλώντας για τον επιθανάτιο ρόγχο μιας γερασμένης ηπείρου και ενός νεκρού πολιτισμού («Για μια φαφούτα γριά σκύλα, για ένα μπαλωμένο πολιτισμό», σημειώνει, καταφάσκοντας, ο Έζρα Πάουντ αρκετές δεκαετίες πριν). Είναι αυτό το γερασμένο παράδειγμα, η φθαρμένη αυτή ήπειρος, που επιμένει να συντηρεί τον εαυτό της, ανασταίνοντας παραλλαγές του παρελθόντος της, σπρώχνοντάς τες βίαια προς το μέλλον. Η Ευρώπη για άλλη μια φορά μπροστά σε ένα σταυροδρόμι έτοιμη να γεννήσει τη νέα εκδοχή της. Δύσκαμπτη σαν ραχιτικός και συντηρητική στη δυσκινησία της, σαν Παπαγιώτης απόστρατος με κουβερτούλα στα πόδια.

Όπως ο ποταμός

Το προσφυγικό θέμα φαίνεται πως λειτουργεί ως καταλύτης, ώστε να επιταχυνθεί η όποια μορφή και η όποια κατεύθυνση θα πάρει η Ευρώπη. Και αυτό γιατί είναι ένα έκτακτο θέμα, που δεν μπορεί να περιμένει έξω από τις αίθουσες του Γιούρογκρουπ για τις όποιες αποφάσεις, ένα επείγον περιστατικό που ορίζει από μόνο του τον χρόνο και τις ταχύτητες. Σύντομα η Ευρώπη θα κληθεί (ένα δεν έχει κληθεί ήδη) να πάρει ξεκάθαρες αποφάσεις σε σχέση με το μεταναστευτικό: εάν θα κλείσει τα σύνορά της, υιοθετώντας λογικές επαναπροώθησης, μαζικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και συνολικών μέσων αποθάρρυνσης των μεταναστών (και ας φανταστεί ο καθένας μας τι μπορεί να σημαίνουν αυτά) ή θα σταθεί, έστω και αυτή την ύστερη ώρα, στο ύψος των περιστάσεων, διανέμοντας τον έτσι κι αλλιώς διαχειρίσιμο αριθμό προσφύγων, συνδυάζοντάς τον με μια εξωτερική πολιτική για τη μείωση του αριθμού αυτού. Και στις δύο περιπτώσεις, το θέμα της μετανάστευσης ξεπερνά τις ίδιες τις πολιτικές αποφάσεις, όπως ένας ποταμός ξεπερνά το εμπόδιο της ανύπαρκτης ή σαφώς οριοθετημένης κοίτης του. Τα ποτάμια έχουνε το συνήθειο να φτάνουν στον προορισμό τους ανεξάρτητα από τα εμπόδια.

Η πρώτη πράξη προς μια άλλη Ευρώπη

Πέρα όμως από τη σημασία τους για το θέμα καθ’ αυτό, οι αποφάσεις θα ορίσουν και το πρόσωπο της Ευρώπης στη συνολικότερη πολιτική. Η γενικότερη πολιτική κρίση, όπως προκύπτει από την απόλυτη αδυναμία διαχείρισης της οικονομικής κρίσης, η γεωπολιτική ρευστότητα στην ευρύτερη περιοχή, η συρρίκνωση και η πλήρης έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα παλαιά κόμματα και τον παραδοσιακό τύπο δημιουργούν ένα έδαφος ρευστό, έκθετο στις μεταμορφώσεις και στις ανακατατάξεις. Μια τόσο σημαντική απόφαση είναι ικανή να δώσει σχήμα στην ρευστότητα ορίζοντας και τις υπόλοιπες κατευθύνσεις. Ήδη η Ευρώπη θυμάται τα πιο σκοτεινά της χρόνια με την άνοδο της ακροδεξιάς, του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας και της ξενοφοβίας σε μια σειρά από χώρες. Η επιταχυνόμενη άνοδος του Pegida και η εξαγωγή του εκτός Γερμανίας αποτελεί, απλώς, την τελευταία φράση σε αυτό που μπορεί να αποδειχθεί η πρώτη πράξη προς μια άλλη Ευρώπη. Εξίσου σημαντική καταγράφεται η υιοθέτηση ή ελεύθερα πια εκπεφρασμένη ακροδεξιά πολιτική από εκπροσώπους παραδοσιακά πιο «ήπιων» κυβερνητικών κομμάτων: η στάση της Ουγγαρίας, οι δηλώσεις του Βέλγου υπουργού Εσωτερικών, Jan Jambon, που ζήτησε να φέρουν διακριτικά οι πρόσφυγες, ώστε να διαχωρίζονται από τους πολίτες και να εντοπίζονται εύκολα από τις αστυνομικές δυνάμεις, η περιγραφή των προσφύγων ως «σμήνος» από τον Ντέιβιντ Κάμερον και μια σειρά από άλλα παραδείγματα προειδοποιούν. Ίσως πιο ανησυχητική προκύπτει η περίπτωση της Γερμανίας και η περιγραφή των διαφόρων πολιτικών ενδεχομένων. Η αλλαγή στάσης στο μεταναστευτικό από την πλευρά της Μέρκελ έφερε την αυτόματη κάθετη πτώση της δημοτικότητάς της και η πτώση της δημοτικότητας της έφερε ταυτόχρονα και μια νέα αλλαγή στάσης.

Ένα άλλο ενδεχόμενο

Η άνοδος της αριστεράς θα μπορούσε να καταγραφεί ως η μόνη φωτεινή διέξοδος σε μια επικράτεια που αρχίζει να καλύπτει η «σκοτεινάγρα του βυθού». Όμως, περιπτώσεις όπως το ελληνικό ή το πιο πρόσφατο πορτογαλικό πραξικόπημα δείχνουν πόσο δύσβατος είναι αυτός ο δρόμος και τι είδους συγκρούσεις απαιτεί. Η αριστερά αυτό δεν μπορεί να το αγνοήσει. Και ίσως ο χρόνος να αποτελεί ακόμη –λόγω των συσχετισμών- ένα όπλο άμυνας, αλλά σίγουρα η στάση αυτή έχει τα όριά της. Οι περιπτώσεις της Αγγλίας με την αλλαγή στην ηγεσία των Εργατικών, η ίδρυση της «Ιταλικής Αριστεράς», τα διάφορα εκλογικά ενδεχόμενα σε Ισπανία και Ιρλανδία, η ακόμη και -υπό όρους- ενδεχόμενη απόσχιση της Καταλωνίας δημιουργούν την αίσθηση ενός άλλου παραδείγματος, περιγραφή του «άλλου ενδεχομένου». Το σημείο, που θα κριθούν όλα, είναι η συγκυρία και ως προς αυτήν κανείς δεν μπορεί ούτε να στοιχηματίζει, ούτε να ελπίζει.

Έρημη επικράτεια

Δεν είμαι σίγουρος αν είναι ελληνικό προνόμιο, αλλά η θέαση της Ευρώπης αποκαλύπτει μια νέα σκοτεινή ήπειρο νεκρών ιδανικών, ακυρωμένων προσδοκιών και κενών λόγων. Μια νέα έρημη επικράτεια αδύναμη να αναμετρηθεί με τον καιρό, ανίκανη να προβλέψει και να μεριμνήσει, αδιάφορη να εξασφαλίσει οτιδήποτε πέρα από επιμέρους συμφέροντα ισχυρών. Και δεν είναι κομμάτι από σενάριο αποκάλυψης, το γεγονός πως πλησιάζουμε σε ενδεχόμενα και ώρες συντριπτικών αποφάσεων.
Φωνές που περιέγραφαν την παρακμή της Ευρώπης, τώρα μετρούν την ενδεχόμενη πτώση της: «Αυτή είναι η νεκρή χώρα, αυτή είναι του κάκτου η χώρα…»


(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Για τον σύντροφο Πάνο Λάμπρου



Τον Πάνο τον γνώρισα την πρώτη μέρα που πήγα στα παλιά γραφεία της «Εποχής», στην Ακαδημίας, κάπου στις αρχές του φθινοπώρου του 2008.
Για την ακρίβεια είχα πάει για να γνωρίσω τον Πάνο με μεσολάβηση ενός φίλου, ο οποίος μου είχε προτείνει να δοκιμάσω να γράψω στην εφημερίδα.
Και ο λόγος που θυμάμαι το γεγονός αυτό (και που το αναφέρω ως εισαγωγή) είναι το κλίμα της συνάντησης έτσι όπως διαμορφωνόταν από τον ίδιο τον Πάνο.
Η εγκαρδιότητα και το ενδιαφέρον με το οποίο αντιμετώπιζε έναν νέο που ήρθε από το πουθενά για να ζητήσει χώρο να γράψει, ο τρόπος με τον οποίο άκουγε το κάθε θέμα, η απόλυτη υπερπήδηση του κάθε πολιτικού ή οποιουδήποτε άλλου προαπαιτούμενου, η απλόχερη εμπιστοσύνη.
Αλλά πιο πολύ θυμάμαι την πρώτη αυτή συνάντηση για μια σημαντική λεπτομέρεια.
Η όλη κουβέντα γινόταν πάνω από μια στοίβα ρούχων, ξηράς τροφής, φαρμάκων και άλλων αντικειμένων. Η στοίβα είχε συλλεχθεί και προοριζόταν ως έμπρακτη αλληλεγγύη προς τους φυλακισμένους.
Οι διάλογοι συνέβαιναν ενώ τα αντικείμενα συσκευάζονταν για να μοιραστούν στη συνέχεια στις φυλακές.
Για κάποιο λόγο επανέρχομαι αρκετά συχνά σε αυτή την εικόνα, ως σχόλιο και ως πρόταση ανάμεσα στη θεωρία και την εμπλοκή, την πολιτική ανάλυση και την πρακτική δέσμευση, τη γραφή και την πράξη.
Τελικά ως ένα μάθημα για το πώς οφείλεις να υπάρχεις στην κοινωνία.
Το ποιος είναι ο Πάνος Λάμπρου και μαζί το τι έχει δώσει στο κίνημα, την αλληλεγγύη, την κοινωνία νομίζω πως το γνωρίζουν σχεδόν όλοι στην Αριστερά ανεξαρτήτως κόμματος, οργάνωσης ή ένταξης.
Οι όροι με τους οποίους το όνομά του ενεπλάκη από τον Γιάννη Πανούση, τα κανάλια και τις αντίστοιχες εφημερίδες σε ένα σκάνδαλο της πεντάρας με μισόλογα, γελοιότητες περί μυθιστορημάτων, υποθετικούς διαλόγους και λοιπές λεπτομέρειες ίντριγκας χαμηλής συγγραφικής ικανότητας μόνο οργή μπορούν να προκαλέσουν.
Αυτό που διακυβεύεται τις τελευταίες μέρες ξεπερνά κατά πολύ τις καταγγελίες ενός γελοίου πρώην υπουργού (ο οποίος άλλωστε έχει αποδείξει την ευαισθησία του κατά τη διάρκεια της θητείας του) ή τη στοχοποίηση ενός πολιτικού προσώπου.
Γιατί με τη στάση του και την προέκταση της στάσης αυτής από κανάλια, εφημερίδες και από τον free press καλβινισμό (όπου στην ατράνταχτη πολιτική επιχειρηματολογία συμπεριλήφθηκε το παρουσιαστικό του Πάνου Λάμπρου ή το γεγονός πως δεν έχει πτυχίο Πανεπιστημίου, σε αντίθεση π.χ. με τον Σταύρο Θεοδωράκη ας πούμε), στην πραγματικότητα ποινικοποιείται το δικαίωμα των φυλακισμένων σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, οι διεκδικήσεις γύρω από τον σωφρονισμό, τους όρους κράτησης και τελικά η ίδια η αλληλεγγύη.
Στην πραγματικότητα ο σωφρονισμός έχει ήδη καταργηθεί στον δημόσιο λόγο.
Αυτό που έχει κυριαρχήσει στα στόματα δημοσιογράφων και πολιτικών είναι η άνευ όρων τιμωρία του φυλακισμένου, η επίδειξη εκδικητικότητας από την πλευρά της πολιτείας και μαζί η ποινικοποίηση όποιου διαφωνεί με αυτή την κατάσταση.
Γιατί αν μπορούμε να συμπεράνουμε πως δεν προκύπτουν ποινικές ευθύνες από τους μέχρι τώρα διαλόγους, όπως επίσης πολιτικές ευθύνες από το γεγονός πως ένας σύμβουλος του υπουργού Δικαιοσύνης συνομιλεί με φυλακισμένους ως μέρος των αρμοδιοτήτων του (όπως ορίζει το προεδρικό διάταγμα 63/2005, άρθρο 56 παρ. 2. όπου περιγράφονται οι αρμοδιότητες των πολιτικών γραφείων των υπουργών), τότε ταυτόχρονα μπορούμε να συμπεράνουμε πως στο πρόσωπο του Πάνου Λάμπρου στοχοποιείται ακριβώς η ίδια η διαφωνία.
Η διαφωνία γύρω από τις συνθήκες στις φυλακές, η διαφωνία για τους όρους με τους οποίους υπάρχουν όσοι βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας και τελικά η διαφωνία απέναντι στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ίδια η κοινωνία.
Σήμερα που η ευρύτερη Αριστερά έχει γίνει και πάλι χίλια κομμάτια, πρόσωπα και παραδείγματα σαν τον Πάνο Λάμπρου μάς υπενθυμίζουν τον αξιακό κώδικα που ενώνει, φέρνοντας τον πυρήνα της Αριστεράς στο προσκήνιο.
Την αλληλεγγύη, το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, τον ανθρωπισμό, την έμπρακτη συμμετοχή. Ταυτόχρονα, οι όροι του δημόσιου λόγου, το όλο πλαίσιο και η χρήση του υποτιθέμενου σκανδάλου καθώς και η σφοδρότητα της επίθεσης μας αποδεικνύουν την ανάγκη για το επείγον παρόν της Αριστεράς.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Ο ΣΥΡΙΖΑ και το καπέλο



Υπάρχει ένα σχήμα λόγου το οποίο κατασκεύασε ο Κρίστοφερ Χίτσενς, προκειμένου να τοποθετηθεί στην περίφημη διαμάχη που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στον Σάλμαν Ρούζντι και τον Τζον Λε Καρέ. Το 1988, ο Σάλμαν Ρούζντι στο απόγειο της καριέρας του δημοσιεύει τους Σατανικούς στίχους. Το βιβλίο κρίθηκε βλάσφημο από ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας μουσουλμανικής κοινότητας. Η πιο ακραία αντίδραση ήρθε ένα χρόνο αργότερα όταν ο Αγιατολάχ Χομεϊνί εξέδωσε φετφά, με βάση την οποία κάθε μουσουλμάνος έχει την ιερή υποχρέωση να σκοτώσει όχι μόνο τον βλάσφημο Ρούζντι, αλλά και όποιον ενεπλάκη στην έκδοση των Σατανικών στίχων. Η θανατική διαταγή συνοδεύεται και από επικήρυξη 3 εκατομμυρίων δολαρίων, που προσέφερε ένας ιρανός επιχειρηματίας.

Η έκδοση των Σατανικών στίχων αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά, σύνθετα και αιματηρά λογοτεχνικά γεγονότα του 20ού αιώνα (o ιάπωνας μεταφραστής του βιβλίου μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου, ενώ δολοφονικές απόπειρές σημειώθηκαν απέναντι στον τούρκο και τον ιταλό μεταφραστή καθώς και τον νορβηγό εκδότη του βιβλίου). Εύκολα μπορεί κάποιος να μαντέψει την έκταση και την ένταση του διαλόγου που ακολούθησε. Ο διάλογος αυτός, εκτός από διαξιφισμούς, γέννησε και διάφορες απρόσμενες στάσεις. Αυτοί που ο Ρούζντι περίμενε να τον υπερασπιστούν με απερίφραστο τρόπο (ουσιαστικά η λογοτεχνική κοινότητα και η αγγλική αριστερά) παρουσιάστηκαν φοβικοί, σκεπτικοί και διαιρεμένοι, ενώ πολλοί από αυτούς κατηγόρησαν το (φυγάδα τη δεδομένη στιγμή) συγγραφέα για τα κίνητρα και την επιπολαιότητα της πράξης του.

Ένας από τους πιο έντονους επικριτές υπήρξε ο Τζον Λε Καρέ. Ο Λε Καρέ (ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους κατασκοπείας και συνεργάτης των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών) δήλωσε σχετικά με την υπόθεση ανάμεσα σε άλλα: «Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να προσβάλει μια μεγάλη θρησκεία και να εκδίδεται ατιμώρητα». Όταν χρόνια μετά ο Λε Καρέ κατηγορήθηκε για αντισημιτισμό και ζήτησε τη βοήθεια της λογοτεχνικής κοινότητας για αυτό που ο ίδιος περιέγραψε ως «αποτέλεσμα του κυνηγιού μαγισσών απ’ όσους υποστηρίζουν την πολιτική ορθότητα» ο δημοσιογράφος και αρθογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς (προσωπικός φίλος και ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του Ρούζντι) σχολίασε πως η στάση του Λε Καρέ του θυμίζει κάποιον που κατουράει στο καπέλο του και στη συνέχεια βιάζεται να το φορέσει.



Και έτσι, με αυτή τη χρήση του καπέλου, επιστρέφουμε στον ΣΥΡΙΖΑ και την Ελλάδα του σήμερα.
Μετά τις δηλώσεις του Νίκου Φίλη, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κατάσταση που, αν και δεν δημιούργησε, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό ώστε να αποκτήσει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της. Η (χωρίς κριτική) συμμαχία με τους ΑΝΕΛ, η υιοθέτηση μιας σειράς ιδεολογημάτων και συμπεριφορών σχετικά με τις παρελάσεις, τις διάφορες εθνικές εορτές και τα εθνικά στερεότυπα, η στάση που κρατάει μέχρι και σήμερα απέναντι σε κάθε πτυχή της Εκκλησίας, η περιγραφή μιας σειράς από κοινωνικά αντανακλαστικά και εθνικά κατασκευάσματα ως αυτονόητα, η εγκόλπωση πολιτικών υποκειμένων με τα χαρακτηριστικά του κάθε γελοίου Μιχελογιαννάκη, η υιοθέτηση ενός πατριωτικού λόγου έναντι σε ένα ταξικό, ή έστω λάιτ ταξικό, όπως είχαμε συνηθίσει, κινήσεις όπως αυτή της εμπλοκής με την Μακεδονία στην πρόσφατη σύνοδο του ΟΗΕ περιγράφουν απλώς ένα μέρος του πλαισίου στο οποίο κινείται σήμερα ο δημόσιος λόγος.



Είναι πολλοί αυτοί που πίστευαν πως τα περιθώρια του ΣΥΡΙΖΑ στο οικονομικό πεδίο είναι τόσο περιορισμένα ώστε να μην μπορεί να καταφέρει και πολλά (αν και αυτά τα τότε λίγα μοιάζουν σίγουρα περισσότερα από όσα έχουν επιτευχθεί σήμερα). Αν υπήρχε κάποιο περιθώριο αναμόρφωσης και διαφορετικού στίγματος, αυτό έμπαινε στο επίπεδο των θεσμών, των αστικών κατακτήσεων που ποτέ δεν κατακτήθηκαν στη χώρα, των όρων με τους οποίους διαρθρώνεται ο δημόσιος λόγος, η επιστημονική γνώση, οι όροι της ανάπτυξης κτλ. Στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε πως μια επίτευξη (ακόμα και στο 100%) δεν θα αρκούσε ώστε να περιγραφεί ως αριστερή μια συγκεκριμένη κυβέρνηση. Θα ήταν, όμως, ένα ξεκάθαρο και αναγνωρίσιμο στην καθημερινότητα στίγμα που θα εμπεριείχε ένα σύνολο δυνητικών αλλαγών.

Η υπόθεση με τις δηλώσεις για τη γενοκτονία -και κυρίως των αντιδράσεων της επόμενης ημέρας- είναι ενδεικτική για το πώς αντιμετωπίστηκαν μια σειρά θεμάτων μέχρι στιγμής. Ειπωμένο χωρίς σχεδιασμό και χωρίς δημόσιο διάλογο στα μεταμεσονύχτια κάποιας εκπομπής, ολικό πολιτικό άδειασμα των στελεχών και του κόμματος απέναντι σε μια θέση αποδεκτή και επιστημονικά τεκμηριωμένη, πλήρης αδιαφορία για συντεταγμένη σύγκρουση με τον κυρίαρχο λόγο (που στη δεδομένη στιγμή τυχαίνει να είναι και εθνικιστικός), πλήρης έλλειψη αναβάθμισης της θέσης του επιστημονικού λόγου και της προστασίας της διαφορετικής άποψης, αναπαραγωγή ενός λόγου και μιας στάσης πλήρως προεκλογικής, όπου ευκταίος στόχος δεν είναι η άποψη ή η ιδεολογία αλλά η μίνιμουμ απώλεια, πλήρης ανικανότητα προσδιορισμού των όρων με τους οποίος υπάρχει και λειτουργεί ο δημόσιος διάλογος.

Ίσως να μην είναι αργά αλλά σίγουρα δεν είναι νωρίς. Και μέχρι να φανερωθεί έστω μια έμπρακτη κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση,o Λε Καρέ θα φορά χαμογελαστός το γεμάτο καπέλο του κατασκοπεύοντας όλες τις πτυχές του δημόσιου λόγου μας.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Η κρίση ως σάτιρα



«Ανθρωποι διαλέξτε: να βλέπετε τον εαυτό σας βασιλιά, μέσα στις ονειρικές ανταύγειες του μαγικού καθρέφτη σας, ή μήπως να ψάχνετε για θλιβερές χαρακιές στα σκιώδη χέρια που κάρφωσαν κάποτε στον τοίχο σας τούτο τον υπέροχο, παυσίλυπο καθρέφτη;»
Αγης Πετάλας, Η δύναμη του κυρίου Δ*, εκδόσεις αντίποδες

Ενώ τα γεγονότα περνούν από πάνω μας, η κρίση φαίνεται πως είναι εδώ για να μείνει. Βαθαίνοντας την κοινωνική διάβρωση, σχηματίζοντας νέα δεδομένα στην πολιτική πραγματικότητα, αποκαλύπτοντας νέους τρόπους ανθρώπων. Ναι, κάποτε και αυτός ο κύκλος θα κλείσει.
Και τι θα μείνει τότε από το απότομο χάσμα που γέννησε το παρόν μας; Ποια η σκουριά και ποια η κληρονομιά του παρόντος μας; Κάθε εποχή είναι η καταγραφή της. Η ιστορία, οι εικόνες και οι αφηγήσεις που αφήνει πίσω της ως αποτύπωμα.

Και μέσα από τα τεκμήρια, τους δείκτες και τα κειμήλια, αυτό που τελικά μένει στην επιφάνεια ώστε να ανασυστήσει το παρόν μας που χάθηκε θα είναι το πιο πυκνό σημαινόμενο, ο λόγος και η αφήγηση που πάλλονται στο διηνεκές υπενθυμίζοντας ενώ ταυτόχρονα διεκδικούν τη χρονική αυτοτέλειά τους. Η λογοτεχνία, οι φράσεις, οι λέξεις.

Το νέο που προσκομίζει η συλλογή αφηγημάτων «Η δύναμη του κυρίου Δ*» του πρωτοεμφανιζόμενου Αγη Πετάλα είναι η ιδιομορφία του σατιρικού της τόνου.
Η καθημερινότητα της κρίσης παρουσιάζεται ως μια ψηφιδωτή τοιχογραφία: τα ενεχυροδανειστήρια, ο ρατσισμός, οι επαίτες, η εξαθλίωση, ο νεανικός εγκλωβισμός και πολλά άλλα. Ειπωμένα όμως όλα από την ιδιομορφία και στην ιδιόλεκτο του πρωταγωνιστή/αφηγητή.
Ο κύριος Δ* (αν και δεν κατονομάζεται) είναι ο διάβολος σε μια νέα λογοτεχνική ενσάρκωση σε μια επίσκεψή του στο εδώ και το τώρα της ελληνικής κρίσης.
Ενώ το βιβλίο μας κομίζει ηθικά φορτία, δεν ηθικολογεί στο ελάχιστο. Αυτό προκύπτει μέσα από τη μόνιμη χρήση της σάτιρας και πιο συγκεκριμένα μέσα από το ειρωνικό στίγμα το οποίο ταυτίζεται τόσο με τον λόγο όσο και με τον ίδιο τον χαρακτήρα του αφηγητή. Ο κύριος Δ* μιλά με τον τόνο και τις απόψεις ενός σύγχρονου Ελληνα δημοσιολόγου. Αντιδρά στα ανάλογα ερεθίσματα, υπογραμμίζει τα όμοια παραδείγματα, ξεδιπλώνει τα τραπεζομάντιλα του όμοιου κυνισμού.
Τονίζει το μεγαλείο της ελεύθερης αγοράς, καταγράφει τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας (υπό αυτή την τόσο συγκεκριμένη σκοπιά), ενσαρκώνει τα διάφορα τρέχοντα ιδεολογήματα (όπως αυτό τον επαρχιώτικο κοσμοπολιτισμό, την περιγραφή της Ελλάδας ως μιας ατελείωτης βαλκανιάδας σε αντίθεση με την πνευματική υπεροχή της Ευρώπης).
Ο τόνος όμως του βιβλίου προσεγγίζει τη λόγια σάτιρα.
Το ύφος, οι αναφορές, ακόμη και οι περίπλοκες διαδρομές της σκέψης του κυρίου Δ* -προϊόντα βαθιάς αστικής καλλιέργειας- έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την προχειρότητα του λόγου των συγκεκριμένων δημοσιολογούντων δημιουργώντας έτσι ακόμη ένα ειρωνικό τοπίο και ταυτόχρονα προσκομίζοντας στο βιβλίο τον ιδιαίτερο τόνο του ύφους που μοιάζει να ταυτίζεται με την ίδια την ουσία του.

Αυτό που κάνει την αφήγηση του Δ* πιο αιχμηρή δεν είναι ο τόνος ή το περιεχόμενο των σχολίων του, αλλά η εμπλοκή του.

Η επιχειρηματική του δραστηριότητα, οι συμβουλές του, οι άνθρωποι που επιλέγει ως ήρωες ή θύματα. Μέσα από την υπερβολή που ενσαρκώνει η φύση του πρωταγωνιστή (αυτή του διαβόλου) τονίζεται η ίδια η υπερβολή της εποχής μας.

Το σύμπαν του κυρίου Δ* μοιάζει ενιαίο. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά σε μια ενιαία ιστορία, μαθαίνοντας χωρίς σειρά ή εξέλιξη την ιστορία του ίδιου πρωταγωνιστή-αφηγητή, χωρίς συγκεκριμένους χρονικούς προσδιορισμούς, όμοια σαν να διαβάζουμε ένα διακεκομμένο μυθιστόρημα.

Ο διαχωρισμός σε διηγήματα/αφηγήσεις ουσιαστικά επιβάλει (αντίθετα από τη ροή των κεφαλαίων) μια εκ νέου και παράλληλη εστίαση σε διαφορετικά συμβάντα του τοπίου αυτού που μοιραζόμαστε με τον Κύριο Δ*.

Ο ιδιαίτερος τρόπος εστίασης και καταγραφής, όπου τα συμβάντα παραμένουν ταυτόχρονα αναγνωρίσιμα και διαθλασμένα, η χρήση του κυνισμού ως θεμελιακού αυτονόητου, οι ανθρωπότυποι που συνομιλούν με τον διάβολο και δεν αποτελούν επινοήσεις αλλά δικά μας καθημερινά αυτονόητα, η οικειότητα αυτού του ψυχρού και απόμακρου κόσμου φέρνουν τον αναγνώστη στο τοπίο εκείνο όπου η σάτιρα γίνεται κρίση.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Ο αστακός και η οικειότητα της δυστοπίας



Τι σημαίνει τελικά αυτό το «καλή ταινία», η ερώτηση «σου άρεσε;» , τα αστεράκια, οι βαθμολογίες; Είναι μια ταινία -ένα αισθητικό φαινόμενο- ικανό να ποσοτικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει μετρήσιμο (έστω και στον πρόχειρο λόγο της προφορικής κουβέντας); Να καταφέρνει να προσδιορίσει τη σχέση του μαζί σου με μια παραδοχή ή μια απόρριψη; Και γιατί είμαστε αναγκασμένοι να απαντήσουμε σε κάτι τέτοιο;

Με την κριτική κινηματογράφου στην πλειοψηφία της παροπλισμένη ή υποβαθμισμένη σε μια μορφή ελλιπούς παρουσίασης, προσπαθούμε να διαμορφώσουμε τις δικές μας κλίμακες αξιολόγησης. Κυνηγημένοι απ’ τους δανίκες της αφόρητης εξυπνάδας και ημιμάθειας και τους ανδρεαδάκηδες της χαρούμενης επιφάνειας, προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε. Έχω την αίσθηση πως σε σχέση με τις ταινίες, τόσο συχνά κινούμαστε κάπου ανάμεσα στον τεχνοκρατισμό του ορθού πλάνου και το κουτσομπολιό, κάπου ανάμεσα στην τεχνική αρτιότητα και ό,τι υπάρχει έξω από την ταινία. Στα φεστιβάλ, στις παραγωγές, στις συνεντεύξεις. Ή στην καλύτερη περίπτωση σε μια υποκειμενική άποψη που προσπαθεί να αντικειμενοποιήσει τον εαυτό της. Αλλά τελικά μια ταινία είναι πρωταρχικά ένα γεγονός. Όλα τα άλλα απλώς θα ακολουθήσουν.
Άλλωστε, τι άλλο είναι οι ταινίες από αφορμές; Από δανεικές εμπειρίες ιδωμένες στο σκοτάδι της αίθουσας όμοιο με το ημίφως του ύπνου. Έτσι βιώνεις τις ταινίες, όπως περίπου βιώνεις τα όνειρα. Όχι ως γεγονότα κατά τη διάρκεια του ύπνου, αλλά ως θολές αναμνήσεις τοποθετημένες κάπου στο παρελθόν. Σαν τις στιγμές εκείνες που δεν γνωρίζεις εάν κάτι το έζησες, το είπες ή το είδες στον ύπνο σου. Δάνειες εμπειρίες, δάνεια ζωή, δικό σου συναίσθημα.

Σε κάποιο Aλλού;

Ο λόγος για μια ταινία, που κουβαλά την αίσθηση της ονειρικής αυτής παρέκκλισης, για μια ταινία για την οποία δεν θέλω να πω αν μου άρεσε ή όχι (μου άρεσε). Τον Αστακό του Γιώργου Λάνθιμου. Αυτή την παράδοξη ιστορία για τους ανθρώπους που κλείνονται σε ένα ξενοδοχείο με σκοπό να βρουν το ταίρι τους. Σε περίπτωση που αποτύχουν μεταμορφώνονται σε ζώα που έχουν οι ίδιοι επιλέξει (ο ήρωας της ταινίας επέλεξε τον αστακό). Δεν είμαι σίγουρος πως έχω τα εφόδια να αναλύσω την ταινία. Μπορώ, όμως, να περιγράψω το γεγονός.
Αυτό που μου μένει απ’ τις ώρες της θέασης κυρίως, είναι η οικειότητα της δυστοπίας. Το γεγονός πως ο χρόνος και ο χώρος της ταινίας είναι τοποθετημένοι σε κάποιο αλλού. Αλλά ταυτόχρονα παρά τις αποκλίσεις από το δικό μας εδώ και τώρα, συνορεύουν επικίνδυνα. Στην πραγματικότητα ερχόμαστε σε επαφή με έναν όμοιο πυρήνα με τον δικό μας, τοποθετημένο όμως σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον. Με αποτέλεσμα η ταινία να μιλά για αυτό ακριβώς που δεν δείχνει, για αυτό ακριβώς που αποκλείει. Δηλαδή για το δικό μας περιβάλλον.

Χαρακιές από ένα βελούδινο κυνήγι

Στον αντιδραματικό κόσμο του Αστακού, οι κοινωνικές επιταγές φτάνουν στα όρια τους. Η νόρμα των σχέσεων φτάνει στον ολοκληρωτισμό. Έναν ολοκληρωτισμό που εγκολπώνει την πολιτική ορθότητα (αφού αυτή δεν αμφισβητεί την ουσία του, απλά επανατοποθετεί τα όριά του), που απειλεί μονάχα με βελούδινες τιμωρίες και χαμογελαστές ποινές (εξίσου αιχμηρές στην ουσία τους). Και μας μιλά με τρόπο παραμορφωμένο για ένα μέλλον που είναι ήδη εδώ. Για το πώς το εδώ και το τώρα μας εξορίζει τη μοναξιά, αποφεύγει να αναμετρηθεί με την απώλεια. Μες τη βουή του κόσμου, η μοναξιά είναι στίγμα και η τρυφερότητα πωλείται σε προκάτ συσκευασίες μιας χρήσης. Ναι, ίσως να μη γίνεις ποτέ αστακός. Αλλά μια ή άλλη, θα κουβαλάς πάνω σου χαρακιές από ένα βελούδινο κυνήγι που δεν συνέβη.
Κάπου στα ερείπια της Ευρώπης. Εδώ που ο διπλανός έγινε ξένος πνιγμένος στη μέσα θάλασσα της αδιαφορίας, της καχυποψίας, του φανατισμού. Εδώ που ο ξένος έγινε εχθρός, αφημένος στην τύχη του στις θάλασσες του Αιγαίου.
Αλλά ο λόγος για τον οποίο το γεγονός της ταινίας τελικά μου εντυπώθηκε, είναι από τους όρους που θέτει το τέλος του. Ακόμη και σε αυτό το περιβάλλον (στο δικό μας περιβάλλον το παραμορφωμένο μέχρι τα άκρα του) η αυτοθυσία ορίζεται ως μόνη λύση. Η ταινία δεν καταλήγει στην κατάφαση ούτε στην άρνηση, τοποθετεί την αυτοθυσία ως ζητούμενο. Μια ακραία απόφαση σε έναν κόσμο ακραίο. Ή για να μεταθέσουμε το δίπολο στην δική μας καθημερινή κλίμακα: μια απόφαση αλληλεγγύης σε έναν κόσμο στεγνό από επαφή.


(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Ακατανίκητη επιθυμία για παύση



Σάββατο βράδυ, σε κάποιο σινεμά του ευρύτερου κέντρου, ώρα τελευταίας προβολής. Φτάνουμε αργοπορημένοι με τη φίλη μου. Στόχος μας να δούμε το Youth του Σορεντίνο.
Η αναμονή δεν κράτησε πολύ μέχρι να διαπιστώσουμε πως η ταινία είναι sold out εδώ και αρκετά λεπτά.
Η ουρά δεν είχε σχηματιστεί για την ταινία που περιμέναμε, αλλά για την ταινία στη διπλανή αίθουσα, τον «Αστακό» του Λάνθιμου.
Χωρίς πολλή σκέψη κατευθυνόμαστε προς αυτή την προβολή. Λίγο μετά το τέλος της ταινίας μαθαίνουμε από φίλους σε άλλες προβολές των δύο ταινιών πως πάνω κάτω η κατάσταση ήταν παρόμοια.
Γεμάτες αίθουσες, πυκνό πλήθος, μια κοινή αίσθηση σαν μοίρασμα μιας ανεπαίσθητης διάθεσης, ενός καλοδεχούμενου ρίγους ή ενός συγκεκριμένου τονισμού των λέξεων.
Βλέπετε η νύχτα υπάρχει πάντα ανεξάρτητα από τις ταινίες.
Ετσι μαζί με τις κινηματογραφικές εικόνες έρχεται να προστεθεί και η εικόνα αυτή του πλήθους. Λίγο πολύ έχουμε ξανασυναντηθεί. Κάπου εκεί, στις παραλλαγές του χρόνου.
Γόνοι μιας ακαθόριστης μεσαίας τάξης, μεγαλωμένοι στην αδράνεια της ασφάλειας, πεταμένοι εδώ και καιρό στα ερωτηματικά και την ταχυκαρδία.
Τώρα άλλοι άνεργοι, άλλοι υποαμειβόμενοι, ξενιτεμένοι που έφτασαν στην ουρά σε μια ξαφνική τους επίσκεψη.
Με συνδετικό τις ταινίες, μια πολύμορφη αγωνία διαφορετικής έντασης, διαφορετικής έκφρασης, διαφορετικής σημασίας.
Λίγο πολύ να συνορεύει στον καθένα μας και να μας κάνει να συνορεύουμε. Λίγο γνωστοί και λίγο φίλοι, λίγο κουρασμένοι απ’ όλα αυτά και λίγο αδιάφοροι.
Ξένοι μες στην οικειότητα, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε καν τους λόγους που μας έφεραν να συνορεύουμε -λίγα καθίσματα απόσταση.
Δεν είμαι σίγουρος αν το αντιλήφθηκε κάποιος άλλος στην ουρά, ή σε κάποια άλλη ουρά αυτού του κόσμου. Αλλά αισθάνθηκα πως το ήρεμο πλήθος είχε τα χαρακτηριστικά του βουβού ξεσπάσματος.
Μια διακριτική προσπάθεια να σηκώσει τον εαυτό του πάνω από την ένταση, την τσίτα των τελευταίων μηνών.
Της ατέλειωτης παρακολούθησης των εξελίξεων, των πολιτικών συζητήσεων, της συμμετοχής (με όποιο τρόπο). Για πολλούς μια διαδικασία πρωτόγνωρη, μια διαδικασία που αφήνει ή δεν αφήνει κάτι.
Φορτία μη μετρήσιμα, έτοιμα να ξεσπάσουν στις τυχαίες στροφές του χρόνου οδηγημένα από την ανάγκη ή τη συγκυρία.
Δεν μιλώ για την απολιτίκ ιδιώτευση. Δεν μιλάω για την επανεφεύρεση της αδιαφορίας ή του κυνισμού, την επιστροφή στο ατροφικό χθες. Μιλώ για την ανάγκη για παύση.
Για τη βουβή αυτή στιγμή που φυτεύει μια παρένθεση στο στήθος των πραγμάτων. Την ηρεμία, ακόμη και αν είναι μία ηρεμία πριν το ξέσπασμα της καταιγίδας.
Ή έστω τη διοχέτευση της έντασης σε νέα δοχεία, πιο εύκολα διαχειρίσιμα, πιο προσωπικά.
Ως μια προσπάθεια να χαμογελάσεις όταν σηκώνεσαι μετά την απότομη πτώση (και δεν γνωρίζεις πότε και πώς θα πέσεις ξανά).
Μια επιθυμία να χαθούνε τα γύρω σου στο θολό τοπίο του φόντου, ενώ εσύ παρακολουθείς τον εαυτό που παρακολουθεί τον εαυτό σου.
Ισως φυσικά να κάνω λάθος. Αλλωστε το πλήθος δεν έχει κοινό δακτυλικό αποτύπωμα, είναι μόνο εξαιρέσεις, ένα δάσος ανόμοιων δακτύλων.
Ισως να προβάλω τη δική μου διάθεση, το δικό μου ψέλλισμα σε άλλα στόματα μπας και νιώσω την ασφάλεια της οικειότητας.
Δεν αλλάζει και πολλά, άλλωστε ο κόσμος μας είναι εν πολλοίς ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο.
Τις επόμενες μέρες κάθεσαι και τα σκέφτεσαι, κάθεσαι και τα βλέπεις. Και άσχετα με τη διάθεση, το μάτι σου πιάνει άθελα τους πηχυαίους τίτλους: νέες εξωτερικές πιέσεις, νέες περικοπές, νεκροί πρόσφυγες στη θάλασσα…
Δεν υπάρχει εδώ παύση, δεν φυτρώνει εδώ παρένθεση. Είμαστε εντοιχισμένοι στην πραγματικότητα.
Εδώ η πραγματικότητα περνά από πάνω μας, μας πατά με τακούνια, ενώ μόλις και προλαβαίνουμε να δούμε την όψη της.
Η πραγματικότητα περπατά σε αγέλη. Αιχμηρή και ακονισμένη, μυτερή και βουβή. Ακόμη και ως παρατηρητής, δεν γίνεται να μη συμμετέχεις.
Οι παύσεις μπορούν να περιμένουν. Ολα μπορούν να περιμένουν. Ολα εκτός από αυτό το ξερίζωμα που είναι η φτώχεια και που είναι η προσφυγιά.
Θα σιωπήσουμε αύριο. Προς το παρόν είναι πολύ αργά για παύσεις.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Ο Νετανιάχου και το ολοκαύτωμα της μνήμης




«Το Ολοκαύτωμα όχι μόνο δεν έγινε ποτέ, αλλά και καλά τους κάνανε», κάπως έτσι μπορεί να συνοψίσει κανείς το επιχείρημα σχετικά με το Ολοκαύτωμα από τους ακροδεξιούς αρνητές του. Στο παράδοξο αυτό σχήμα, ο αντισημιτισμός έρχεται να συναντήσει ταυτόχρονα την άρνηση του σημαντικότερου εγκλήματός του μαζί με την επιβεβαίωση των ακραίων προθέσεών του. Όταν μιλούμε για αρνητές του ολοκαυτώματος, συνήθως μιλούμε για άτομα ή ομάδες που δεν αρνούνται το γεγονός στο σύνολό του, αλλά ουσιαστικά αναθεωρούν παραποιώντας ορισμένες παραμέτρους του. Σε σχέση με τον αριθμό των θυμάτων κυρίως, αλλά ταυτόχρονα σε σχέση με τη μέθοδο, τις συνθήκες και τις προθέσεις του εγκλήματος. Με βάση αυτές τις παραμέτρους, οι αρνητές χωρίζονται σε σχέση με τον τομέα παραποίησής τους. Μια πολύ συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρημάτων περιλαμβάνει το ρόλο και την εμπλοκή του Χίτλερ στο έγκλημα, τη γνώση του για τις ακριβείς συνθήκες, τη σύλληψη του όλου σχεδίου κτλ. Και ίσως μια τέτοια λεπτομέρεια διαστρέβλωσης να μην μας προκαλεί εντύπωση όταν προέρχεται από κάποιον Χρυσαυγίτη ιστοριοδίφη του διαδικτύου ή από κάποιο μέλος της Κου Κλουξ Κλαν από την Οκλαχόμα, αλλά σίγουρα μας προκαλεί εντύπωση όταν προέρχεται από τα χείλη του ισραηλινού πρωθυπουργού.

Για στρατηγικούς λόγους

Κατά την ομιλία του σε σιωνιστικό συνέδριο στην Ιερουσαλήμ, την Τρίτη, παραμονή του ταξιδιού του στη Γερμανία για επαφές με την Ανγκελα Μέρκελ και τον Τζον Κέρι, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου δήλωσε: «Ο Χίτλερ δεν ήθελε τότε να εξοντώσει τους Εβραίους, ήθελε να τους εκδιώξει. Και ο Χατζ Αμίν αλ Χουσέινι πήγε στον Χίτλερ και του είπε: «Αν τους εκδιώξεις, θα έρθουν όλοι εδώ [στην Παλαιστίνη]». «Οπότε τι να τους κάνω;» ρώτησε εκείνος. Κι ο μουφτής απάντησε «Κάψ’ τους». Εδώ απλώς να αναφέρουμε πως ο Χατζ Αμίν υπήρξε γενικός μουφτής της Ιερουσαλήμ (χωρίς να έχει το συγκεκριμένο ρόλο), έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά της πρώιμης εβραϊκής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη, όπως και στην επιστράτευση μωαμεθανών εθελοντών για τη γερμανική Βέρμαχτ κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Ανέπτυξε καλές σχέσεις στον ηγετικό κύκλο των Ναζί και έγινε μέλος των SS. Σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς, ο ναζισμός του Χατζ Αμίν προέκυψε κυρίως για στρατηγικούς λόγους. «Οι Άραβες είναι φυσικοί σύμμαχοι των Γερμανών γιατί έχουν τους ίδιους εχθρούς: τους Άγγλους, τους Εβραίους και τους κομουνιστές» είχε διαβεβαιώσει τον Χίτλερ σε συνάντησή τους. Ο διάλογος που αναφέρει ο ισραηλινός πρωθυπουργός δεν είναι ιστορικά καταγεγραμμένος, ενώ η διαδικασία του Ολοκαυτώματος είχε ξεκινήσει αρκετά πριν τη συνάντηση του μουφτή με τον Χίτλερ.

Ολόπλευρες αντιδράσεις

Η δήλωση, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε σωρεία αντιδράσεων από τη μεριά της αντιπολίτευσης, από το μουσουλμανικό κόσμο, από ιστορικούς και φορείς. Ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Ισαάκ Χέρτζογκ δήλωσε πως ο Νετανιάχου «υποβαθμίζει το Ολοκαύτωμα, το ναζισμό και την ευθύνη του Χίτλερ για την τρομερή συμφορά του λαού μας. Ο γιος ενός ιστορικού πρέπει να είναι ακριβής με την Ιστορία». Αντίστοιχα ο Μαχμουτ Αμπάς δήλωσε πως [ο Νετανιάχου] «θέλει να χρησιμοποιήσει το επιχείρημα ώστε να επιτεθεί στο λαό μας», ενώ η Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε: «Είναι ευθύνη των εθνικοσοσιαλιστών που ξέφυγαν από τον πολιτισμό. Αυτό ήταν το Ολοκαύτωμα. Δεν βλέπω κάποιο λόγο να αλλάξουμε την άποψή μας στην ιστορία σχετικά με αυτό το συγκεκριμένο θέμα. Πιστεύουμε ότι η Γερμανία ήταν υπεύθυνη για το Ολοκαύτωμα.»
Ο ίδιος ο Νετανιάχου προσπαθώντας να μετριάσει κάπως τις αντιδράσεις, δήλωσε: «Δεν ήθελα να αθωώσω τον Χίτλερ από την ευθύνη, αλλά να δείξω πως ο πατέρας του παλαιστινιακού έθνους ήθελε να καταστρέψει τους Εβραίους ακόμα και πριν την κατάληψη των εδαφών».

Ο πολιτισμός στα όρια του

Η δήλωση αυτή σε μια τόσο οξυμένη συγκυρία με 47 νεκρούς Παλαιστίνιους προοικονομεί σε μεγάλο βαθμό τα γεγονότα που πρόκειται να ακολουθήσουν. Πέρα, όμως, από την απεικόνιση του αίματος που πρόκειται να ακολουθήσει, όπως όλα δείχνουν, η χρήση του Ολοκαυτώματος με το συγκεκριμένο τρόπο προκύπτει ως κάτι νέο.
Δεν υπάρχει πρόσφατο γεγονός με τόσο μεγάλη σημασία στη συγκρότηση συνειδήσεων, λαών και ανθρώπων. Το Ολοκαύτωμα υφίσταται ως σημείο μηδέν στη σύγχρονη γερμανική συνείδηση, ως πυρηνικό γεγονός στη συγκρότηση του κράτους του Ισραήλ, ως όριο ανθρώπινη σκληρότητας και ως απόλυτη περιγραφή του τι σημαίνει ναζισμός και ακροδεξιά. Πάνω απ’ όλα ως ένα αρνητικό παράδειγμα ώστε να περιγραφεί ο δυτικός και, τελικά, ο ίδιος ο ανθρώπινος πολιτισμός στα όριά του. Ο κυνικός τρόπος με τον οποίο γίνεται η χρήση του Ολοκαυτώματος ώστε να δικαιολογηθεί οποιαδήποτε σκληρότητα απέναντι στους Παλαιστινίους, ώστε κάθε φωνή κριτικής να χαρακτηριστεί «αντισημιτισμός», ορίζει ως ένα βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο το Ολοκαύτωμα υπάρχει στο δημόσιο λόγο. Όταν το γεγονός υποβαθμίζεται σε τέτοια επίπεδα προς εμφανή χρήση από τον πιο επίσημο φορέα του Ισραήλ, όλα τα οικοδομήματα που στηρίζονται πάνω του μοιάζουνε να τρίζουν. Κανείς δεν έχει να κερδίσει κάτι από την εισαγωγή του Ολοκαυτώματος στο δημόσιο λόγο με όρους ερώτησης. Το Ολοκαύτωμα είναι η πιο μαύρη κατάφαση του 20ού αιώνα. Κατάφαση απόλυτη, καταγεγραμμένη και αιματηρή. Και ως τέτοια δεν έχει ούτε ιδιοκτήτες της αλήθειας του, ούτε παραχωρεί δικαιώματα σε καμία παραχάραξη και καμία παρερμηνεία.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Γερνώντας μαζί με τις ταινίες



Κράτα τη φωνή μου σε βραχνιασμένα μαγνητόφωνα, την όψη μου σε αμφίβολες κάμερες και προβολές. Αυτός εκεί είναι ένας άλλος που ανελλιπώς με αλλάζει.
Μετράει τον χρόνο παράλληλα με μένα -σταθερός αυτός και γω συνέχεια σε κίνηση, σε αφαίρεση, σε φθορά- και ταυτόχρονα τον χρόνο που έφυγε στο αμείλικτο πάγωμά του.
Γι’ αυτό και οι φωτογραφίες χάλαγαν όταν έπαιρναν φως, γι’ αυτό και το φιλμ καίγεται αν παραμείνει σταθερή η μπομπίνα. Ο χρόνος θέλει ψυχρότητα για να σε συντηρήσει.
Κάθε τι προοικονομεί αυτό που καταργεί την όψη, που βουβαίνει τη φωνή. Κάθε καταγεγραμμένη παρουσία μας φόρος για την οριστική μας απουσία. Ηδη άλλωστε από τη γέννησή του το αντίγραφο ανήκει στο παρελθόν.
Μια φωτογραφία γεννιέται γερασμένη ήδη απ’ τα πρώτα δευτερόλεπτα της εμφάνισής της. Και αυτό γιατί δεν περιέχει ποτέ την όψη αλλά τον χρόνο μας.
«Μα πόσο γέρασε αυτός». Το ακούς συχνά τελευταία σε νέες ταινίες. Οταν αντικρίζεις τον ηθοποιό που μεγάλωσε μαζί σου, σε νέο ρόλο τώρα, σε νέο πλαίσιο.
Τον ηθοποιό που βγήκε στις ταινίες περίπου την ίδια περίοδο που εσύ άρχιζες να πηγαίνεις σινεμά.
Στις ταινίες εκείνης της ηλικίας που σου εντυπώνονται και παρακολουθείς ξανά και ξανά. Και η ηλικία του μένει σταθερή, επίμονα σταθερή όμοια με τη μοίρα του στις ταινίες.
Και όσο επίμονα και αν το επιθυμείς δεν θα υπάρξει άλλη τροπή, μόνο επανάληψη και επιβεβαίωση της σταθερότητας.
Και έτσι σαν φίλος που ξαφνικά χαθήκατε και τον βλέπεις μετά από καιρό, αντιλαμβάνεσαι με την ξαφνική του εμφάνιση όλο τον χρόνο που πέρασε από πάνω του: «Μα πόσο άλλαξε αυτός».
Και είναι παράδοξο αλλά ακόμη ταυτίζεσαι μαζί του. Με άλλο τρόπο βέβαια, γιατί όσο και αν έχει αλλάξει αυτός άλλο τόσο έχεις αλλάξει και εσύ.
Και έτσι στο ξάφνιασμά σου βάζεις τη μία ταύτιση απέναντι από την άλλη. Και το μόνο που καταφέρνουνε να δουν και οι δυο είναι ο χρόνος που υπάρχει ανάμεσά τους.
Χρόνος δικός σου αποκλειστικός -που ίσως να μοιράζεσαι και μ’ άλλους αλλά δεν έχει σημασία- σαν μέτρια ταινία που ενώ έχεις αντίληψη της μετριότητάς της, εσύ συνεχίζεις να τη βλέπεις σε τακτά χρονικά διαστήματα, μιας και βρίσκεις εκεί κάτι δικό σου.
Και ύστερα θυμάσαι το συναίσθημα εκείνο, το πώς είναι να βλέπεις ηθοποιούς μεγαλύτερους σε παλαιότερες ταινίες τους. «Κοίτα να δεις, ο Τζακ Νίκολσον είχε μαλλιά, ο Μίκι Ρουρκ δεν έμοιαζε με κροκόδειλο και ο Γούντι Αλεν ήταν ακόμη αστείος».
Αλλάζει κάτι στο πώς βλέπεις τους ίδιους ηθοποιούς. Οχι πολλά όμως. Κάθε ηθοποιός έχει για μας την ηλικία της πρώτης τυχαίας γνωριμίας μας.
Κάπου εκεί αρχίζει η ανάγνωση της άλλης φιλμογραφίας. Αυτή στην οποία δεν κοιτάς τα ονόματα των ταινιών, τους ρόλους, μόνο τις χρονολογίες.
Και καθώς βλέπεις μόνο αριθμούς να αυξάνουν, κάπου εκεί μεγαλώνεις και εσύ. Συναντάς τα ίδια πρόσωπα παραλλαγμένα σε ρόλους, να προχωρούν αφήνοντας πίσω σημάδια, αφήνοντας πίσω ταινίες. Οι ρόλοι τους, στίγματα χρόνου.
Βλέπουμε ταινίες για να ξορκίσουμε όσα δεν βλέπουμε γύρω μας. Μα οι ταινίες μάς κοιτούν και αυτές (γι’ αυτό άλλωστε υπάρχει το σκοτάδι στην αίθουσα. Μπας και ξεφύγουμε από το βλέμμα τους).
Και οι εικόνες τους είναι προοικονομία ενός κόσμου που έχει ήδη περάσει.
Μας προειδοποιούν για τον χρόνο κρατώντας ηθοποιούς και ρόλους σταθερά στην ίδια ηλικία, δείχνοντάς μας από επανάληψη σε επανάληψη το αναπόφευκτο της μοίρας και της εξέλιξής τους.
Μα κάπου εκεί πάντοτε φυτρώνει και η παρηγοριά. Ασχετα με το πού βρισκόμαστε, άσχετα με την ηλικία μας ο Ρόμπερτ ντε Νίρο πάντα θα ρωτά το είδωλο στον καθρέφτη αν μιλά σε αυτόν, ο Μάνος Κατράκης θα ξανοίγεται στο άγνωστο της θάλασσας κρατώντας μια ομπρέλα, το πρόσωπο της γυναίκας θα συναντά το Κόκκινο της αδελφότητας και στο τέλος το παιδί θα μας κοιτά στα μάτια με φόντο τη θάλασσα μετά από 400 χτυπήματα. Πολύ μακριά μέσα στον χρόνο, πολύ μακριά μετά τον χρόνο.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Η καύση των νεκρών



Το υπουργείο Περιβάλλοντος ολοκληρώνει το θεσμικό πλαίσιο για την κατασκευή αποτεφρωτηρίων νεκρών στην Ελλάδα. Η απόφαση, την οποία υπογράφει ο υπουργός Περιβάλλοντος, Πάνος Σκουρλέτης, αφορά στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης των Κέντρων Αποτέφρωσης Νεκρών (ή οστών). Τα αποτεφρωτήρια αποδεσμεύονται χωρικά από τα νεκροταφεία και πλέον η εγκατάστασή τους είναι πολύ ευκολότερη, χάρη σε μια τροποποίηση της νομοθεσίας που έγινε πέρυσι.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Καθημερινής, μόνο εμπόδιο στη νομοθεσία στέκει το γεγονός πως το δικαίωμα ίδρυσης αποτεφρωτηρίου νεκρών εξακολουθούν να έχουν μόνο οι δήμοι, οι οποίοι, όμως, μέχρι σήμερα δεν έχουν αναλάβει το κόστος να συγκρουστούν με τις αντιδράσεις της Εκκλησίας και των ακραίων θρησκευτικών κύκλων.
Είναι γνωστό και αποδεικνύεται καθημερινά πως οι σχέσεις της εκκλησίας με τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι και οι πιο στενές (ας θυμηθούμε και την αναφορά του υπέροχου κυρίου Χριστόδουλου σε ομιλία του στη Μονή Πεντέλης (6/2/2002), σύμφωνα με την οποίο η εκκλησία «δεν είναι διατεθειμένη να εκχωρήσει τα δικά της δικαιώματα στο βωμό των όποιων ανθρώπινων δικαιωμάτων των άλλων»). Ο ορισμός, άλλωστε, του δικαιώματος και της υποχρέωσης αποτελεί μια ξεκάθαρη περιγραφή και άσκηση εξουσίας. Ταυτόχρονα είναι εύκολο κάποιος να αντιληφθεί με τρόπο αυτονόητο πως από την άσκηση αυτή προκύπτουν και οικονομικά οφέλη.

Το δάκρυ σε κέρμα

Οποιοσδήποτε έχει χάσει κοντινό του άνθρωπο γνωρίζει το κόστος των διαδικασιών. Το κέρδος πάνω στο θρήνο, η μετατροπή του δακρύου σε κέρμα είναι, απλώς, μια όψη της απάνθρωπης πτυχής των κηδειών. Τα έξοδα της κηδείας έρχονται απλώς ως επιστέγασμα μιας διαδικασίας, όπου ο προσωπικός πόνος πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με την υπαλληλική ακρίβεια εκτέλεσης των επαγγελματιών του θανάτου. Τις υποδείξεις των κορακιών για το που θα πας και τι θα κάνεις, των πανομοιότυπων λόγων των παπάδων- όπου ο κάθε νεκρός ραίνεται με κοινόχρηστες λέξεις ενός μεγέθους, στερεότυπες φράσεις, που προσπαθούν να ορίσουν το γεγονός με βάση τη δική τους δογματική επεξήγηση, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη, ανθρώπους, σχέσεις και προσωπικές απόψεις- , των διαδικαστικών όρων με τους οποίους θα αποχωριστείς, θα θρηνήσεις, θα νοιώσεις. Έτσι, στην πιο προσωπική σου στιγμή βρίσκεσαι μπροστά σε ένα δημόσιο τραμπουκισμό ενός επιβεβλημένου τρόπου, που επιβάλει το δικό του αυτονόητο στην δική σου πληγή. Το γεγονός πως απ’ όλη αυτή τη διαδικασία η εκκλησία βγάζει κέρδος –κέρδος που επιθυμεί πάση θυσία να διατηρήσει– είναι αυτό που μετατρέπει τη όλη σκληρότητα σε ύβρη.

Εμπόδιο η Εκκλησία

Η καύση των νεκρών διασφαλίστηκε ως δικαίωμα, στη Γαλλία το 1789, στην Αγγλία το 1884, στη Γερμανία το 1934, στην Ισπανία το 1945. Στις περισσότερες από τις ευρωπαϊκές χώρες το ποσοστό αποτέφρωσης ξεπερνά το 50% του πληθυσμού, ενώ στην Ιαπωνία φτάνει το 99%. Βασικά πρακτικά επιχειρήματα υπέρ της καύσης είναι πως αυτή απαλλάσσει τις οικογένειες των νεκρών από την υποχρεωτική εκταφή της σορού και τα αρνητικά συναισθήματα που προκαλεί η θέα των οστών ή η ατελής αποσύνθεσή της σορού. Αποφεύγονται τα έξοδα κατασκευής - συντήρησης τάφου. Και αποφεύγεται η επιβάρυνση του περιβάλλοντος (γης, και υδροφόρου ορίζοντα) των νεκροταφείων, τα περισσότερα των οποίων είναι εντός του οικιστικού ιστού των πόλεων.
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αρκετοί δήμοι (όπως π.χ. οι Αθηναίων, Θεσσαλονίκης και Βόλου), έχουν προσπαθήσει να ιδρύσουν αποτεφρωτήριο, αλλά οι προσπάθειές τους παρακωλύθηκαν, λόγω της έντονης αντίδρασης της Εκκλησίας (ήδη από τη δεκαετία του ‘20 η Ιερά Σύνοδος γνωμοδότησε πως «η καύσις των νεκρών αντίκειται εις το πνεύμα της ορθοδόξου Εκκλησίας, δεδομένου ότι η ταφή αποτελεί μακροχρόνιον παράδοσιν»). Μοναδική λύση για όποιον επιθυμεί να αποτεφρωθεί μετά θάνατον, είναι η αποστολή της σορού στο εξωτερικό. Η πλησιέστερη εγκατάσταση για αυτό το σκοπό βρίσκεται στη Σόφια της Βουλγαρίας, όπου το κόστος μιας αποτέφρωσης ξεκινάει από 1.900 ευρώ.

Μπροστά στο τέλος;

Η μέχρι τώρα στάση της πολιτείας (η οποία από δειλία ταυτίζεται με τη στάση της εκκλησίας) καταπατά μια σειρά από δικαιώματα σε σχέση με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ακεραιότητα του προσώπου, την ελευθερία της σκέψης και της συνείδησης. Αλλά υπάρχει κάτι πιο βαθύ, που ξεπερνά τις νομικές παραβιάσεις. Με τον τρόπο της, η εκκλησία ασκεί εξουσία πάνω σε ζωντανούς και νεκρούς, προσπαθεί να επιβάλλει τους τρόπους της προσωπικής μνήμης, την ίδια την αντίληψη για τη ζωή και το θάνατο.
Στο πλαίσιο αυτό το δικαίωμα της επιλογής της ταφής ή της καύσης εξατομικεύει τον τρόπο του θρήνου και επιστρέφει τους όρους, με τους οποίους οι εμπλεκόμενοι επιθυμούν να λάβει χώρα ο αποχωρισμός, χωρίς την χρηματοδοτούμενη κηδεμονία των ενδιάμεσων.
Δεν είναι παράδοξο το γεγονός πως ό,τι πιο νεκρό σε αυτή την κοινωνία, η εκκλησία, προσπαθεί να ορίσει το προσφιλές της τοπίο του θανάτου. Το παράδοξο είναι πως μέχρι τώρα το αίτημά της γινόταν αποδεκτό από την πολιτεία. Ας ελπίσουμε πως βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος αυτής της μαφιόζικης πρακτικής.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Σώματα στον ηλεκτρικό



«Τραγουδώ το ηλεκτρικό κορμί,
Οι στρατιές εκείνων που αγαπώ με κυκλώνουν και τις κυκλώνω και εγώ,
Δεν θα με απελευθερώσουν ώσπου να τις ακολουθήσω, να τους αποκριθώ,
Και να τις εξαγνίσω, φορτίζοντάς τες με της ψυχής το ηλεκτρικό φορτίο».
Walt Whitman, ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΚΟΡΜΙ


«Δεν είχα καταλάβει πόσο φτωχή είναι αυτή η χώρα μέχρι που άρχισα να χρησιμοποιώ τακτικά τον ηλεκτρικό για να πάω στη δουλειά». Αυτά παρατηρούσε ο φίλος σε ένα τραπέζι αρκετά μετά τις 12, όταν η ώρα δεν κινδυνεύει να σου ξεφύγει προς κάποιο ανοιχτό σταθμό.
Τα πρόσωπα στον ηλεκτρικό, τα σώματα στον ηλεκτρικό. Η αντιστροφή της επαφής, όταν βασική μέριμνα του κάθε κινούμενου είναι να αποφύγει το σώμα του άλλου, την ξαφνική χειραψία, την επαφή με τον άγνωστο.
Οταν προσπαθεί να αποφύγει το διασταυρωμένο βλέμμα, να περιληφθεί στην όραση κοιτώντας την όραση, κοιτώντας τον άλλο. Οι ακίνητοι κινούμενοι, κουρδισμένοι στην ίδια ταλάντωση, μοιραζόμενοι το ίδιο τράνταγμα, αποθηκεύοντας την ανάσα στο ίδιο δοχείο.
Ορθιοι στην οριζόντια κίνηση, με μίσος για όσους πρόλαβαν να αποστατήσουν στην ευκολία του καθίσματος, πρωινοί και άγουροι ενώ το βαγόνι αναλαμβάνει τη βιασύνη μας.
 
Από τον Πειραιά μέχρι την Κηφισιά το πλήθος αλλάζει και αλλάζει, ανανεώνεται κουβαλώντας περιοχές, χαρακτηριστικά, ταξικότητα.
Δεν γίνεται ποτέ να μπεις δύο φορές στο ίδιο βαγόνι. Ετσι για λίγο το Μαρούσι συμβιώνει με το Μοσχάτο, η Καλλιθέα με την Κηφισιά, οι Ταύροι με τα Πεύκα μέσα σε μια ψευδεπίγραφη Ειρήνη και Ομόνοια.
Ενα χάος από λάθος μυρωδιές, υγρά του σώματος, σημάδια. Ολα σε κυνηγούν μέσα στην αγοραία αγοραφοβία τις εύκολης δυσθυμίας.
Παρεξηγήσεις που δεν θα ειπωθούν, σχόλια που δεν θα ακούσεις, μια γρήγορη αξιολόγηση ίσα ίσα να βγάλεις τη διαδρομή. Τα αντικείμενα που προσπαθούν για απομόνωση.
Εφημερίδες, ακουστικά, τηλέφωνα. Μα η απομόνωση πάντοτε σπάει.
Είναι οι άνθρωποι του ηλεκτρικού που μπαίνουν σε κάθε βαγόνι. Ανθρωποι υπόγειοι. Τοξικοεξαρτημένοι, άστεγοι, πλανόδιοι μουσικοί, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι.
Ανθρωποι χτυπημένοι από αρρώστια ή από συγκυρία, τύχες τσαλακωμένες, αφημένες στον αέρα της πιο στιγμιαίας συγκυρίας.

Ακούς το αίτημα που έχουν να πουν σε όλο το βαγόνι, αίτημα ειπωμένο πάντοτε με ρυθμό, με μια συγκεκριμένη τσακισμένη μουσικότητα.
Είναι ο απρόσμενος αυτός ρυθμός που γεννά η επανάληψη και εκεί μέσα -αν ενδιαφερθείς- μπορείς να αντιληφθείς την έκταση της αναζήτησής τους.
Τις πόσες ώρες και τους πόσους σταθμούς, την έκταση από το παρακαλώ στο παρακαλώ, όλες τις διαδρομές της απώλειας.

Ανθρωποι που στοίβαξε η κοινωνία στα υπόγειά της, που τοποθέτησε σε μια τροχιά ταχύτητας τέτοιας ώστε να μην μπορείς να τους δεις.
Ζητούν κάτι από τη βιασύνη, τη διαδρομή, το βλέμμα σου. Και ύστερα φεύγουν στον επόμενο σταθμό, ψάχνοντας και ψάχνοντας.
Και στη μέση του βαγονιού ο στύλος, να αποθηκεύει τα αποτυπώματα των χεριών, να συμβάλλει σε μια ερήμην μας χειραψία όταν και οι δύο θα έχουμε φύγει από το βαγόνι, εμείς που δεν ειδωθήκαμε ποτέ, αλλά που να, τώρα σφίγγουμε τα χέρια μέσα στον στύλο.
Και ενώ παρατηρείς έτσι στα όρθια, κάποιος βιαστικός σε ταρακουνά.

Λίγοι στίχοι σού πέφτουν απ’ την τσέπη. Του Λεοντάρη: «Μόνος κι άλλος κανείς εδώ/ με το μέτωπο κολλημένο στις ράγες/ να λογαριάζω τα σάπια βαγόνια/ εδώ κι όχι αλλού, καμιά υπεκφυγή γι' αλλού/ τα τρένα όλα φευγάτα/ κι οι μέρες μας ατέλειωτες…». Του Σαχτούρη: «Ο σταθμάρχης μαζεύει μαργαρίτες/ που φύτρωσαν πάνω στις ράγιες/ γιατί έχει πολύν καιρό νά 'ρθει/ τραίνο σ’ ετούτον το σταθμό/ και ξάφνου πέρασαν τα χρόνια».
Του Μαγιακόφσκι: «Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλι/ σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου/ ποτισμένη με δάκρυ/ για να την κουβαλήσω/ σαν το σκυλί που κουβαλάει/ στην τρύπα του/ το πόδι του που του ’κόψε το τραίνο».
Μα όσες και αν είν’ οι λέξεις, εσύ θα σκοντάφτεις πάντα στη σιωπή. Βουβός σε ένα πλήθος που ψιθυρίζει τον εαυτό του σε καθρέφτες και αντανακλάσεις βρόμικων τζαμιών, μέσα στον εντομοκτόνο βόμβο της πόλης.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Στον αντιρατσισμό δεν περισσεύει κανείς

Με αφορμή τον αποκλεισμό του ΣΥΡΙΖΑ από το αντιρατσιστικό φεστιβάλ Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεσσαλονίκης


Οι υπεύθυνοι του 18ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ Κοινωνικής Αλληλεγγύης στη Θεσσαλονίκη αποφάσισαν να απορρίψουν τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ στις εκδηλώσεις, διότι υπέγραψε το μνημόνιο. Στην ανακοίνωσή της η πρωτοβουλία τονίζει πως «η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, χωρίς καμία δημοκρατική και λαϊκή νομιμοποίηση, μετέτρεψε το «όχι» του δημοψηφίσματος σε «ναι»» υπογραμμίζοντας τον αντιμνημονιακό χαρακτήρα των εκδηλώσεων. Για «απαράδεκτο αποκλεισμό του» από το Φεστιβάλ έκανε λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ της συμπρωτεύουσας, καταγγέλλοντας όσους θεωρούν τον εαυτό τους «ιδιοκτήτη του αντιρατσιστικού κινήματος» και εκτιμώντας ότι με αυτή την κίνηση το Φεστιβάλ «υψώνει τείχη, ενώ ο ρόλος του είναι να τα γκρεμίζει». Σε νέα ανακοίνωσή της η πρωτοβουλία του Φεστιβάλ επεξηγεί πως το φεστιβάλ δεν έχει αποκλειστικά αντιρατσιστικό χαρακτήρα, αλλά ταυτόχρονα περιλαμβάνει και τα άλλα κοινωνικά, περιβαλλοντικά, εργατικά, φεμινιστικά, εκπαιδευτικά κινήματα καθώς και δομές αλληλεγγύης προς την καταπολέμηση της φτώχειας (γι’ αυτό το λόγο το φεστιβάλ εμπλουτίστηκε και με τον όρο ‘’Κοινωνικής Αλληλεγγύης’’ τα τελευταία χρόνια). Η ανακοίνωση καταλήγει επεξηγώντας πως δεν επιθυμεί να αποκλείσει κανέναν από το φεστιβάλ (πόσο μάλλον από το αντιρατσιστικό κίνημα), αλλά πως ταυτόχρονα «οι υπόλοιπες συλλογικότητες που συνδιοργανώνουμε το Φεστιβάλ αρνούμαστε αυτή τη στιγμή να αλλάξουμε την τοποθέτησή μας μόνο και μόνο για να συνυπογράψουμε ένα πολιτικό κείμενο με το κυβερνών κόμμα, με μοναδικό στόχο να συνδιοργανώσουμε ξανά μαζί του μια πολιτική εκδήλωση, όπως είναι το φεστιβάλ. Ένα τέτοιο κείμενο θα αποτύπωνε μια συμφωνία που δεν υπάρχει στην πράξη, στην κοινωνία και τα κινήματα, θα ήταν δηλαδή ένα ψέμα και μια αναξιοπρεπής, τυχοδιωκτική στάση».

Με στόχο τις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις

Κάθε ανακατάταξη στην αριστερά (πόσο μάλλον η συγκεκριμένη και οι όροι με τους οποίους αυτή συνέβη) φέρνει μια σειρά από εξελίξεις σε μια σειρά από ζητήματα. Αν όμως αποδεχτούμε την επιτακτικότητα με την οποία τίθενται τα θέματα του ρατσισμού, της ανόδου του ναζισμού και η κυριαρχία σεξιστικών, ομοφοβικών και γενικότερα μισαλλόδοξων συμπεριφορών στο σήμερα τότε αντιλαμβανόμαστε ταυτόχρονα πως το θέμα στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν είναι η υπεράσπιση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά οι όροι με τους οποίους υπάρχει ο αντιρατσιμός. Είναι η ίδια η επιτακτικότητα των ημερών (με την παγίωση της Χρυσής Αυγής ως τρίτης κοινοβουλευτικής δύναμης μετά τις πρόσφατες εκλογές, με τη δίκη των δολοφόνων ναζί να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, με το προσφυγικό ζήτημα να βρίσκεται σε καμπή) που επιβάλει τη διαπίστωση πως στον αντιρατσισμό δεν περισσεύει κανείς. Πως η αντίσταση στον φασισμό πρέπει να επιδιώκει τις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις, να παραμένει μια υπόθεση πρωτεύουσα και ανοιχτή χωρίς να αποκλείει κανέναν (πόσο μάλλον συλλογικότητες που συμμετείχαν τόσο στην οικοδόμηση του αντιφασισμού, όσο και των αντίστοιχων φεστιβάλ. Και που στο συγκεκριμένο θέμα δεν άλλαξαν ούτε στάση, ούτε πρακτική).

Περαιτέρω ρευστοποίηση της ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ

Ας μην παρεξηγηθώ. Δεν μιλώ για έναν αντιφασισμό χωρίς πολιτικό πρόσημο στα όρια μιας φιλελεύθερης γενικολογίας. Μα πιστεύω πως είναι διαφορετικό να σπρώχνεις πολιτικά ένα αίτημα ευρύτερα αποδεκτό προς μία κατεύθυνση και άλλο να ταυτίζεις το αίτημα με την κατεύθυνση αυτή. Έχω επιπλέον την αίσθηση πως κάποιες ιδέες και κάποιοι αγώνες δίνονται εκτός κομμάτων και αναζητούν την ευρύτερη δυνατή συμφωνία, βρίσκουν λύσεις ακριβώς γιατί προηγούνται των συλλογικοτήτων. Και η κίνηση της πρωτοβουλίας βρίσκεται σε αντίθετη κατεύθυνση.
Υπάρχει και ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο θεωρώ την συγκεκριμένη κίνηση λανθασμένη. Τέτοιες ενέργειες έχω την αίσθηση πως συμβάλουν στην περαιτέρω έκπτωση του ΣΥΡΙΖΑ σε μια σειρά από ζητήματα. Πέρα από τα ζητήματα της οικονομίας και των επιπτώσεων (που κρίνω πως είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης) ήδη από τις πρώτες μέρες μετά τις δεύτερες εκλογές, η κυβέρνηση κινήθηκε φοβικά σε έναν αριθμό περιπτώσεων (θέματα εκκλησίας -κράτους, στρατός και μιλιταριστικές εκδηλώσεις, θέμα Μακεδονίας, μουδιασμένες απαντήσεις σε σεξιστικές εκδηλώσεις κ.α.). Ο αποκλεισμός του ΣΥΡΙΖΑ από κοινές εκδηλώσεις θα τον οδηγήσει στην άμυνα και την περιχαράκωση. Ο αποκλεισμός του από τα κινήματα (πολλοί μπορούν να πουν πως αυτοαποκλείστηκε λόγω της στάσης του, αλλά και αυτό είναι θαρρώ άλλη συζήτηση) σημαίνει και παύση οποιασδήποτε άμεσης πραγματικής πίεσης από τα αριστερά. Η κατάσταση αυτή θα συμβάλει στην περαιτέρω ρευστοποίηση της ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ σίγουρα θα βρεθεί σε δύσκολη θέση, αλλά ταυτόχρονα έχω την αίσθηση πως από αυτή την αποκοπή τα κινήματα μπορεί να χάσουν περισσότερα.

(στην εφημερίδα Εποχή)
 

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Ολο το φθινόπωρο στην τσέπη του



«Κύριε, ήρθε η ώρα. Το καλοκαίρι ήταν πολύ μεγάλο.
Αφησε τον ίσκιο σου πάνω απ' τα ηλιακά ρολόγια,
και στα λιβάδια ξαμόλα τους ανέμους.
Διέταξε τους τελευταίους καρπούς γεμάτοι να 'ναι,
δώσε τους ακόμα δυο μέρες ζεστές σαν νότου,
στην τελειότητα ώθησέ τους και κυνήγα
στο δυνατό κρασί την στερνή γλύκα
Οποιος δεν έχει τώρα σπίτι, πια δεν θα χτίσει.
Οποιος τώρα μόνος είναι, θα παραμείνει για πολύ,
θα ξαγρυπνά, θα διαβάζει, θα γράφει γράμματα μακροσκελή
και στις αλέες θα περιφέρεται εδώ και κει
ανήσυχος, όταν τα φύλλα στροβιλίζονται».

Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «Φθινοπωρινή μέρα»


Και ο ουρανός βαρύς, ενιαίος, χωρίς χαμόγελο, σχεδόν σαν να σε εποπτεύει. Ενώ σέρνεις τα βήματά σου και εκείνος μετακινείται χωρίς πάταγο.
Ογκος και ταυτόχρονα ξεφύσημα, να γεμίζει το βλέμμα και ταυτόχρονα να καραδοκεί μακριά, σαν προειδοποίηση και σαν αναμονή.
Να σηματοδοτεί με τρόπο αμετάκλητο κάτι που δεν ειπώνεται. Είναι το μέγεθος, είναι η αναμονή, είναι η συνηγορία του τέλους του καλοκαιριού.
Ναι, και όλο αυτό το σύννεφο, αέρας μαζί και όγκος, αφαίρεση μαζί και σχήμα μοιάζει με αποτύπωση μιας ανάσας.

Της κάθε ανάσας ή μιας συλλογικής ανάσας που βγαίνει μαύρη και ταξιδεύει στον ουρανό.
Χωρίς κατεύθυνση, χωρίς σκοπό εποπτεύοντας όσους τη γέννησαν (αυτούς που τώρα δεν το ομολογούν αλλά κομματάκι τη φοβούνται), εξετάζοντας τα ενδεχόμενα, τα όποια ενδεχόμενα. Ο ουρανός το φθινόπωρο μας συνοψίζει.

Μα πώς να μιλήσεις για φθινόπωρα αποφεύγοντας την εύκολη κοινοτοπία, την καρμπόν μελαγχολία, τα λόγια σε σχήμα χιλιοφαγωμένης από τα βλέμματα καρτ ποστάλ;

Δεν ξέρω, ίσως όλα αυτά να υπάρχουν για κάποιον λόγο. Και ίσως η κοινοτοπία να είναι άλλος ένας τρόπος επιβεβαίωσης, ανεξάρτητα από τη θλίψη που προκαλεί η συνειδητή επανάληψη.

Τα φθινοπωρινά τοπία σπάνια καταγράφουν ανθρώπους. Συνήθως όλοι είναι απόντες από εκεί. Και η δραστηριότητά τους μοιάζει να κόπηκε απότομα και να μένει πια μετέωρη πάνω στα αφημένα αντικείμενα. Τους άδειους δρόμους, τις μισανοιγμένες τέντες, τα έρημα πάρκα.
Σαν τη βιασύνη στην πρώτη ξαφνική βροχή. Καθισμένη στην καρέκλα, η απουσία τους ακουμπά τους αγκώνες της στο τραπέζι και ξεφυλλίζει χθεσινές μορφές που κατάπιε ο αέρας.

Μα αν έχει κάποιο νόημα το φθινόπωρο είναι ακριβώς πως σε εξοικειώνει με την απώλεια. Της δίνει χρόνο, την ανασύρει από το στιγμιαίο χτύπημα, από το ακαριαίο.
Είναι μια απώλεια που σε μαθαίνει να βιώνεις την απώλεια. Δεν χωρά εδώ η μελαγχολία. Απλωμένη μέσα στους μήνες γίνεται αποδοχή.

Και η αποδοχή φέρνει πάντοτε κάτι καινούργιο. Το τέρμα είναι πάντοτε αφετηρία. Μια μουδιασμένη εκκίνηση όπου φυτρώνουν ξερά φύλλα.
Και είναι τα φύλλα αυτά η επιδερμίδα του χρόνου. Πέφτοντας σε νιφάδες πάνω σε αυτό που τελειώνει και σε αυτό που αρχίζει.

«Τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,/ βλέπεις, δεν ξέχασα,/ τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,/ κι οι αναμνήσεις κι οι λύπες επίσης./ Κι ο Βοριάς τα παρασύρει/μέσα στην παγωμένη νύχτα της λήθης./ Βλέπεις, δεν ξέχασα/ το τραγούδι που μου τραγουδούσες». Γράφει ο Jacques Prévert.
Σκέψεις φυλλοβόλες, προσγειώνονται πάνω σε φύλλα χαρτί. Λέξεις αποδημητικές κατευθύνονται στην ησυχία.

Ενώ γράφω έξω βρέχει και για άλλη μια φορά η γλώσσα καταστρέφει τη μορφή. Η κατανόηση θέλει ησυχία, με τον ίδιο τρόπο που η ζωή χρειάζεται θόρυβο για να αυτοεπιβεβαιωθεί. Τη μέρα που θα καταλάβουμε θα βρέχει βουβά, μια μέρα που τα σύννεφα θα κατέβουν.
Μια μέρα που τα σύννεφα θα κατέβουν. Θα στοιβαχτούν γύρω μας σε τεμάχια, απαλά με σιωπηλό πάταγο σαν μια κατολίσθηση από τίποτα.

Θα μπουν σε τσέπες, καπέλα, φλιτζάνια χωρίς να τα αντιληφθούμε, σαν χέρια πορτοφολάδων. Ετοιμα εκεί θα περιμένουν, μέχρι να μάθουμε να σφουγγίζουμε με τα σύννεφα τον ιδρώτα από τα μέτωπα του χρόνου.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)