Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Εμπρός για νέες Μακρονήσους


Και κει που πιστεύαμε πως η κυβέρνηση είχε πιάσει πάτο με τον αυταρχισμό, τα βασανιστήρια και τις ρατσιστικές δηλώσεις, ένα νέο περιστατικό έρχεται να μας διδάξει πως ο πάτος μπορεί διαρκώς να βαθαίνει.
Σύμφωνα με αποκάλυψη της Εφημερίδας των Συντακτών, κατά την παρουσίαση των κλειστών κέντρων για τους μετανάστες από τον αρμόδιο συντονιστή, υφυπουργό Εθνικής Άμυνας, Αλκιβιάδη Στεφανή, γνωστοποιήθηκε πως εξετάζεται το ενδεχόμενο τα κέντρα αυτά να φτιαχτούν σε ξερονήσια. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της παρουσίαση διέμεινε κάποιες φωτογραφίες και σχέδια, ώστε να συνοδέψει τα λεγόμενά του. Ο ίδιος περιέγραψε τις απεικονίσεις: «ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, το οποίο περιλαμβάνει τους διάφορους χώρους: με το μπλε χρώμα είναι οι χώροι διαμονής του προσωπικού, με το ροζ χρώμα είναι οι χώροι που θα τρώνε. Υπάρχουν γήπεδα, υπάρχουν λατρευτικοί χώροι, υπάρχουν σχολεία. Και, βεβαίως, υπάρχουν όλες οι εγκαταστάσεις που αφορούν την παροχή νερού, πετρελαίου, τους βιολογικούς καθαρισμούς και οι χώροι ενδιαίτησης του προσωπικού, που θα λειτουργεί τη δομή αυτή». Αυτό που ξέχασε να αναφέρει είναι πως αυτό το «ολοκληρωμένο σχέδιο» θα λαμβάνει χώρα σε ένα ξερονήσι.
Ποιο ξερονήσι συγκεκριμένα, εύκολα μπορεί κανείς να το διαπιστώσει ψάχνοντας στο google earth. Η νέα δομή που εμφανίζεται στην κάτοψη δεν αντιστοιχεί σε κάποιο ήδη υπάρχον κέντρο, αλλά σε ένα νέο στρατόπεδο. Το στρατόπεδο αυτό θα βρίσκεται στα Λέβιθα, ένα ακατοίκητο ξερονήσι 9,121 τετραγωνικών χιλιομέτρων με μήκος ακτών 34 χιλιόμετρα, στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ Δωδεκανήσων και Κυκλάδων. Απέχει 8 ναυτικά μίλια από την Αμοργό και 6 ναυτικά μίλια από την Κίναρο, ενώ διοικητικά υπάγεται στη Λέρο.

Το σχέδιο αυτό αποτελεί τον πάτο όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής πολιτικής σε σχέση με το προσφυγικό. Στο δυτικό κόσμο μπορεί να συγκριθεί μόνο με την αρπαγή των ανήλικων παιδιών από τις οικογένειές τους από την κυβέρνηση Τραμπ στα σύνορα με το Μεξικό. Τα ξερονήσια αποτελούν σχέδιο ψυχικής εξόντωσης. Άνθρωποι πεταμένοι σε υγρές φυλακές, μακριά από κοινωνίες και μακριά από άλλους ανθρώπους, μακριά από κάθε επί της ουσίας έλεγχο για τις συνθήκες που θα επιβάλει η κυβέρνηση και τα εκάστοτε όργανά της. Αποκλεισμός χωρίς όριο σε υγρούς τάφους. Άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα να διαλύονται από τη θεσμική λοιδορία. Να αντιμετωπίζονται σαν τρόφιμοι λεπροκομείου και πολίτες της Ψυτάλλειας. Μακριά από τους αγανακτισμένους πολίτες, που αν κάποιος πεθαίνει, θα ήθελαν να το κάνει λίγο πιο κει.
Βέβαια στην πλούσια πινακοθήκη της ελληνικής σκληρότητας δεν είναι η πρώτη φορά που συναντούμε μια τέτοια συμπεριφορά απέναντι σε πρόσφυγες. Η Μακρόνησος λειτούργησε για ένα και πλέον χρόνο ως λοιμοκαθαρτήριο προσφύγων την περίοδο 1922-1923. «Φιλοξενήθηκαν» δεκάδες χιλιάδες προσφύγων κάτω από απάνθρωπες και τραγικές συνθήκες με αποτέλεσμα πάρα πολλοί πεθάνουν εκεί. Χαρακτηριστικά ο Ριζοσπάστης στις 8-12-1923 στο κεντρικό του άρθρο αποτυπώνει τις άθλιες συνθήκες, με τις οποίες υποδέχθηκε το ελληνικό κράτος τους πρόσφυγες στο λοιμοκαθαρτήριο της Μακρονήσου. «Αυτοί φάγανε 40 χιλιάδες πρόσφυγες στη Μακρόνησο στην καραντίνα…»

Η κίνηση αυτή είναι ταυτόχρονα και ένα σχόλιο πάνω στην ίδια την ελληνική ιστορία. Με το να επαναλαμβάνεται μια πρακτική, την οποία πιστέψαμε θαμμένη στις πιο μαύρες μνήμες, ουσιαστικά σχετικοποιείται και η απανθρωπιά και η ακρότητα που συντελέστηκε τις περιόδους εκείνες. Η κυβέρνηση έτσι ανασύρει τα ξερονήσια από τη μνήμη όχι ως κάτι που τελείωσε, αλλά ως κάτι που διακυβεύεται. Και μαζί ό,τι συντελέστηκε εκεί μετεμφυλιακά, ταυτιζόμενη με τους τότε νικητές της δικής τους παράταξης. Υπάρχει η ιστορία και υπάρχουν και οι μνήμες. Οι γραμμένες σε βιβλία και ημερολόγια, καταχωρημένες σε ντοκιμαντέρ και βάσεις δεδομένων. Υπάρχουν, όμως, και οι μνήμες αυτές που είναι γραμμένες πάνω στα σώματα. Στα σώματα των ανθρώπων και στα σώματα του τόπου. Τα ξερονήσια είναι η μεγάλη ντροπή της ελληνικής ιστορίας. Μια πληγή που δεν κλείνει και δεν θα κλείσει. Μια πληγή που, όπως φαίνεται, ανοίγει μπροστά σε νέες ανθρώπινες ντροπές.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Οι φίλοι, οι εχθροί και η κυβέρνηση που εκδικείται


Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εφαρμόζει -ή προσπαθεί να εφαρμόσει- ένα ολιστικό πολιτικό σχέδιο. Ενα σχέδιο που επηρεάζει και επιβάλλεται σε κάθε πτυχή της ζωής. Με τρόπο όλο και πιο έντονο, σε όλο και περισσότερες πτυχές, με τον αυταρχισμό της διαταγής και την κομψότητα του κλομπ. Μια πολιτική που ορίζει τον πολίτη σε κάθε πτυχή του σχετικά με σωστό ή λάθος. Από την οικονομική του συμπεριφορά και την κοινωνική του στάση μέχρι τους όρους της διασκέδασης και τον τρόπο ζωής. Ενα πολιτικό σχέδιο βαθιά ιδεολογικό, τέτοιο που καμία άλλη πρόσφατη κυβέρνηση δεν προσπάθησε να εφαρμόσει ούτε καν να περιγράψει.

Από την αστυνομοκρατία με τις παράνομες παρακολουθήσεις, το διαρκές ξύλο μέχρι τελικής πτώσεως, τις συνεχείς παραβιάσεις στο όνομα της άνευ όρων εξουσίας (όπου η απουσία των όρων ταυτίζεται στην πραγματικότητα με την ίδια την εξουσία) μέχρι τα σχέδια για στρατόπεδα συγκέντρωσης σε ξερονήσια, τη δολοφονική πολιτική απέναντι στους πρόσφυγες, το σπάσιμο των καταλήψεων στέγης κτλ. Από τον περιορισμό των πορειών μέχρι την κατάργηση του ασύλου και τον τραμπουκισμό σε βάρος των φοιτητών. Από την οικονομία των δικών μας παιδιών μέχρι την εξαφάνιση των δικαιωμάτων της εργασιακής πλέμπας. Από τις εισβολές σε κινηματογράφους, πάρτι και ασκήσεις διαλογισμού μέχρι τον εναγκαλισμό σχεδόν του συνόλου των μέσων και των τρόπων ενημέρωσης, των fake news και της σκαιής προπαγάνδας σε μια ταύτιση ολοκληρωτικής κοπής.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό επιβολής μέτρων και απαγορεύσεων και ταυτόχρονα χαρών και ευεργεσιών, η κυβέρνηση μας γνωστοποιεί μια θέαση που μέσω των εφαρμογών που επιφέρει γίνεται αμέσως πράξη. Το γεγονός δηλαδή πως το πλήθος των πολιτών διαχωρίζεται σε φίλους και εχθρούς. Με τρόπο απόλυτο, χωρίς αποχρώσεις, υποσημειώσεις ή εξόδους διαφυγής. Και αυτό δεν περιγράφει μια στατική σχέση παράταξης, αλλά μια εν κινήσει σχέση πολλαπλών μεγεθύνσεων. Οι φίλοι ευεργετούνται χωρίς όριο, με τροπολογίες χωμένες στα νομοσχέδια, με ειδικές ρυθμίσεις και  εφαρμοστούς νόμους και αναθέσεις, ενώ οι εχθροί αποκλείονται, χτυπιούνται, περιορίζονται και λοιδορούνται. Αποτέλεσμα αυτής της απόλυτης διάκρισης δεν είναι μόνο μια διαρκής συνθήκη διχασμού της ίδιας της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα καταφέρνει να μετατοπίζει τα όρια όλο και περισσότερο. Τα όρια των ελευθεριών και της επιβολής, τα όρια του δικαιώματος και της καταδίκης, του ορθού και του λάθους.

Αυτό συμβαίνει γιατί από τη μεριά της κυβέρνησης -και υπό αυτήν τη θέαση- η οποιαδήποτε κίνησή της έχει μια διπλή παράλληλη ανάγνωση και έναν παράλληλο αντίκτυπο. Δεν απευθύνεται σε ένα ανομοιογενές σώμα με επί μέρους διαφορετικά χαρακτηριστικά και συμφέροντα (έναν λαό, μία κοινωνία κτλ). Αλλά σε δύο σώματα, τα οποία επί της ουσίας η κυβέρνηση τα αντιμετωπίζει ως ομοιογενή. Και με βάση αυτήν την ομοιογένεια πράττει σε κάθε περίπτωση. Κολακεύοντας τους φίλους και καταβαραθρώνοντας τους εχθρούς. Δίνοντας τα πάντα στους φίλους και περιμένοντας το τίποτα από τους εχθρούς. Κυνηγώντας στην άρνηση ή στην αποδοχή μονίμως τον υπερθετικό βαθμό απόρριψης ή κατάφασης. Και η αντιμετώπιση αυτή, συνεπώς, μέσα από την οξεία πόλωση καθιστά τελικά τα δύο σώματα όλο και περισσότερο ομοιογενή. Σαν να προδικάζει τη μεταξύ τους σύγκρουση. Με τερέν βεβαίως το ίδιο το κυβερνητικό σώμα. Παιχνίδι στημένο για εύκολα στοιχήματα.
Ναι, είναι ρεβανσισμός. Αλλά δεν μοιάζει με ρεβανσισμό που απευθύνεται στην προηγούμενη κυβέρνηση ή στον ΣΥΡΙΖΑ, τους οπαδούς ή τους ψηφοφόρους του αποκλειστικά. Είναι εκδίκηση απέναντι σε ό,τι γεννήθηκε στην κρίση, απέναντι σε ό,τι αμφισβήτησε τόσο ό,τι επιβλήθηκε στην κρίση όσο και όσα τη γέννησαν. Γλυκιά εκδίκηση απέναντι σε όσους με οποιονδήποτε τρόπο (πολιτικό, κοινωνικό, ηθικό και αισθητικό) αμφισβήτησαν την τάξη πραγμάτων όπως καθιερώθηκε στις μεταπολιτευτικές δεκαετίες. Τα ιδανικά και τις αξίες χρεοκοπημένων ιδεών και βρόμικων πολιτικών, τους τρόπους ζωής υπερφίαλων πουθενάδων και πλαστικών lifestylάδων, το θράσος των νικητών και τις έκπτωτες υποσχέσεις τους. Και κυρίως αυτό το συναίσθημα: πως τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, ας φροντίσω εγώ για την πάρτη μου.
Γι’ αυτό και οι απαγορεύσεις και οι επεμβάσεις δεν περιορίστηκαν μόνο στις πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις, αλλά συμπεριέλαβαν τους τρόπους διασκέδασης, τους όρους εκτόνωσης, ακόμα και τους τρόπους που διέρχεσαι την πόλη. Είναι μια εκδίκηση και μια επίθεση συνολική, που μέρα με τη μέρα όλο και θα εντείνονται αποκτώντας νέες πτυχές, νέες εκδοχές και νέες καταπιέσεις. Μέχρι να ενταχθούμε τελικά όλοι μας στην προκρούστεια κανονικότητα από τους ορθοδοντικούς των ψυχών μας.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Η Βενετία κάτω από το νερό


«Προτιμώ να βρίσκομαι στη Βενετία με βροχή παρά σε οποιαδήποτε άλλη πόλη του κόσμου με λιακάδα», έλεγε ο Χέρμαν Μέλβιλ, συγγραφέας του «Μόμπι Ντικ», του κατεξοχήν υδάτινου αριστουργήματος. Χρησιμοποιώντας έτσι την πιο απλή εικόνα για να δημιουργήσει την πιο καταφατική παραδοχή.

«Αυτή η πόλη σού κόβει την ανάσα όποιες και αν είναι οι καιρικές συνθήκες», συμπληρώνει ο Γιόζεφ Μπρόντσκι στο «Υδατογράφημα», ένα χρονογράφημα αποκλειστικά αφιερωμένο στη Γαληνοτάτη, και συνεχίζει «…η ποικιλία των οποίων, όπως και να 'χει, είναι κάπως περιορισμένη. Κι αν είμαστε πράγματι συνώνυμοι με το νερό, το οποίο είναι απόλυτα συνώνυμο με τον χρόνο, τότε αυτό που αισθάνεσαι γι' αυτήν την πόλη κάνει το μέλλον καλύτερο, συνεισφέρει σε αυτή την Αδριατική ή στον Ατλαντικό του χρόνου που αποθηκεύει τις αντανακλάσεις μας».

Γιατί στη Βενετία το νερό είναι ο καιρός. Και μαζί ταυτότητα, προσδιορισμός και μοίρα. Το νερό είναι αυτό που διαμόρφωσε το σχήμα και την όψη της, το νερό είναι αυτό που την κατέστησε αυτοκρατορία και δημοκρατία. Από τη βαλτώδη λιμνοθάλασσα μέχρι τα φεστιβάλ, την μπιενάλε και την πόλη των αδηφάγων τουριστών (των κατακτητών αυτών χωρίς όπλα), κάθε πτυχή της πόλης κυριαρχείται από τη συνομιλία με το νερό. Είναι, λοιπόν, λογικό, αν κάποιος φανταστεί το τέλος της πόλης, να το οραματιστεί μέσα στο στοιχείο που τη γέννησε και την όρισε. Το νερό. Και είναι επίσης λογικό οι εικόνες της τελευταίας εβδομάδας να μοιάζουν με προοίμιο ενός τέτοιου τέλους.
Η Βενετία χτυπήθηκε από την υψηλότερη πλημμυρίδα εδώ και 50 χρόνια. Το ύψος της παλίρροιας έφτασε το 1,87 μέτρο. Η πλατεία του Αγίου Μάρκου πλημμύρισε, οι δρόμοι πλημμύρισαν, ο προθάλαμος της βασιλικής του Αγίου Μάρκου πλημμύρισε (κάτι το οποίο έχει συμβεί πέντε φορές στην ιστορία του ναού, που ανεγέρθηκε το 828), δημόσια κτίρια και palazzi πλημμύρισαν, σπίτια και επιχειρήσεις, ντόπιοι και τουρίστες, η μέρα και η νύχτα. Ολα πλημμύρισαν. Δύο άνθρωποι πέθαναν στη δεύτερη χειρότερη πλημμύρα της ιστορίας της. Και ο χρόνος μουλιάζει.

Η πόλη έγινε ένα με τα κανάλια της. Σαν να υπέκυψε σε έναν εναγκαλισμό που έμενε εκκρεμής από το χτίσιμο της πόλης. Οι βάρκες και οι γόνδολες διεκδίκησαν τη δική τους παράκαμψη σε ολόκληρη την πόλη, ενώ μπορούσες να δεις κύματα έξω από την πόρτα σου στο κέντρο της πόλης. Πολλοί τουρίστες ανέφεραν πως γύρισαν στα ξενοδοχεία τους κολυμπώντας (κάτι παρόμοιο γίνεται και στην Κυψέλη με το πρώτο ψιλόβροχο, αλλά εδώ δεν έχει γόνδολες).
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η Βενετία πλημμυρίζει. Και αυτή δεν είναι η τελική πλημμύρα, αυτή που θα παρασύρει την πόλη κάτω από τα κύματα σαν την αρχαία Ατλαντίδα. Ερχεται όμως σε μια δεδομένη στιγμή βρασμού της οικολογικής ευαισθησίας και επαγρύπνησης καθιστώντας την έτσι σύμβολο των νέων καιρών που πλησιάζουν.

Δεν είναι μόνο το γεγονός πως λόγω της θέσης της στην ευρωπαϊκή ήπειρο (ας δει κάποιος τι σημαίνει καταστροφή και τι σημαίνει να χάνονται πόλεις, στις πλημμύρες του Μπαγκλαντές) αλλά και της οικειότητας που επιβάλλει η δημοφιλία, η πλημμύρα γίνεται ένα οικείο κακό, μια πληγή στην αυλή μας, ένα απρόσμενο πηγάδι σε συγγενικό σώμα. Είναι και το γεγονός πως η Βενετία κατά βάση δεν είναι πόλη. Είναι ενδεχόμενο. Μια οικοδομική και αρχιτεκτονική πιθανότητα προς το όνειρο. Κάθε φορά που την περπατάς, κάθε φορά που την ανασαίνεις, μαθαίνεις το πώς μοιάζει η ομορφιά όταν γίνεται κατοικήσιμη. Θα προτιμούσα να είμαι στη Βενετία με πλημμύρα παρά σε οποιαδήποτε Αθήνα με καλοκαιριάτικο αεράκι…

Η Βενετία είναι μια ταυτόχρονη κιβωτός. Από τον «Εμπορο της Βενετίας» και τον «Βολπόνε» μέχρι τη σωματική επιθυμία και φθορά του βισκοντικού «Θανάτου στη Βενετία» και τον τρόμο των σκιών στο «Μετά τα μεσάνυχτα» του Νίκολας Ρεγκ. Από το φόντο χιλίων ταινιών κατασκοπίας και κυνηγητού μέχρι τη φθαρμένη καρτ ποστάλ που περνά ξανά και ξανά μπροστά στα μάτια μας. Η Βενετία είναι μια πύκνωση αιώνων και επιτευγμάτων, επιθυμιών και προσταγών, ταξιδιού και κατοίκησης, κατάκτησης και παρακμής. Ενα άθροισμα μεγαλύτερο από τις ιστορικές ημερομηνίες που την κατοικούν.

Οταν λοιπόν η Βενετία πλημμυρίζει, βρέχονται τα παπούτσια όλων μας. Είτε περπατάμε στην πλατεία του Αγίου Μάρκου είτε στην αντίστοιχη του Αγίου Παντελεήμονα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Ακονίζοντας αγκυλωτούς ανθρώπους



Η προηγούμενη βδομάδα πέρασε με το βάρος της ανησυχίας. Ενός τσιμπήματος που δεν του επιτρέπεις να γίνει φόβος. Και αυτό δεν σου επιτρέπει να το αγνοείς.
Δεν είναι κάτι καινούργιο, ήταν πάντοτε εδώ. Σε εκλογικά αποτελέσματα, σε κουβέντες που τρακάρουν τα αυτιά σου στον δρόμο, σε γείτονες και καθημερινές συναναστροφές. Αυτός ο διάχυτος ρατσισμός, ειπωμένος ως οποιοδήποτε αυτονόητο. Μπουκωμένος στην άγνοια που γίνεται γνώμη και δόγμα. Η βαθιά μισανθρωπία. Που ξαφνικά δείχνει περήφανη για τον εαυτό της και δεν ντρέπεται να τσιρίξει υστερικά μπροστά σε ένα λεωφορείο με πρόσφυγες, που δεν ντρέπεται να μασκαρευτεί μακεδονοσαλαμινομάχος από τα «τζάμπο» και να βγει έξαλλος περιμένοντας τους ξένους, που δεν διστάζει να μαχαιρώσει έναν μαθητή Γυμνασίου γιατί έτυχε να γεννηθεί σε άλλη χώρα.
Το περιστατικό με το χοιρινό ίσως να συζητήθηκε περισσότερο απ’ όλα τα ρατσιστικά κρούσματα αυτή την εβδομάδα. Και δεν είναι τυχαίο. Ο συνδυασμός γελοιότητας και σκατοψυχιάς προκαλεί όντως εντυπωσιακά αποτελέσματα. Νομίζω όμως πως οι συγκεκριμένοι όροι εκδήλωσης του μίσους είναι ενδεικτικοί για πολύ περισσότερα.
Το περιστατικό άσχετα με αυτό που προσπαθούσε να διαφημίσει δεν ήταν πράξη θρησκευτικής προσβολής απέναντι σε πιστούς. Ηταν καταρχήν πράξη σαδισμού απέναντι σε πεινασμένους. Δεν είχε στόχο να σκανδαλίσει μουσουλμάνους, είχε στόχο να περιγελάσει δυστυχισμένους ανθρώπους.
Δεν λέω πως η πράξη δεν ήταν βουτηγμένη στη μισαλλοδοξία. Φυσικά και ήταν. Λέω πως η θρησκεία είναι η πρόφαση. Η θρησκεία είναι το πολιτιστικό σημείο στο οποίο ο ούγκανος εντοπίζει τη διαφορά. Και ενώ προσπαθεί να την τονίσει και να τη μεγεθύνει με επιθετικούς όρους, ταυτόχρονα βγάζει όλο τον σαδισμό του. Την εθνική του κακομοιριά ανεστραμμένη ως πατριωτικό μεγαλείο, την ψυχική του σκοταδίλα ανεστραμμένη ως λεβεντιά, το τίποτά του ως ένα κάτι που πρέπει να υπερασπιστεί. Ακριβώς γιατί βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση απέναντι στους μετανάστες. Και ακριβώς γιατί η πλεονεκτική αυτή θέση είναι μιζέρια και καρπαζιές αν τη συγκρίνεις με άλλες θέσεις. Τις θέσεις αυτών που του δίνουν διαταγές και τον ορίζουν. Που του επιβάλλουν να μεταναστεύει κάθε πρωί από τις φαντασιώσεις του μεγαλείου του στη στριμωγμένη του μιζέρια, στην πραγματικότητα όπως την αντικρίζει. Πώς το έλεγε ο Σέξπιρ; Πανούκλα να πέσει στα σπίτια σας.
Και φυσικά το περιστατικό έχει σημασία και για την αξιοποίησή του. Για τον τρόπο π.χ. που το «Πρώτο Θέμα» κάλυψε το γεγονός ως ποινικοποίηση της κατανάλωσης χοιρινού. Μια γελοιότητα που φυσικά κλείνει το μάτι στον κάθε φασίστα, στον κάθε σχολιαστή της πεντάρας που θα κραυγάσει κεφαλαία και ανορθόγραφα την εθνική του ομοιοκαταληξία κάτω από το άρθρο (τρομάζεις από τους σχολιαστές του «Πρώτου Θέματος» και τη σκατοψυχιά του, το τσίμπημα που λέγαμε στην αρχή). Χόρτασες ρατσισμό μαλάκα; Φάε βυζιά τώρα (στις σελίδες που ακολουθούν).
Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι κυρίως ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε το περιστατικό ο Κυρανάκης και κατ’ επέκταση η Νέα Δημοκρατία. Με μια εξυπνακίστικη υποκρισία που σου τρίβει στη μούρη το γεγονός πως δεν κυριολεκτεί, το γεγονός πως συμφωνεί και χαμογελά με την πράξη αλλά δεν μπορεί να το πει ανοιχτά. Θα εφεύρει έτσι ένα δήθεν χωρατό της πεντάρας για να το τοποθετήσει στη θέση της άρνησης, χωρίς τελικά να αρνείται αλλά τυπικά να καλύπτεται. Η νομιμοφροσύνη των υβριστών του Ανθρώπου.
Ολο αυτό το παιχνίδι με τον ρατσισμό και τον ριζοσπαστικοποιημένο εθνικισμό είναι η βασική τακτική που ακολουθεί η Νέα Δημοκρατία, από τις πορείες για τη Βόρεια Μακεδονία μέχρι και σήμερα. Το επιτυχημένο ψάρεμα ψήφων και οπαδών από τον βόθρο της Χρυσής Αυγής. Στις μέρες της διακυβέρνησής της η Νέα Δημοκρατία έχει αποδειχτεί ήδη η πιο ρατσιστική και μισάνθρωπη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης. Και δεν είναι μόνο ο τρόπος της διακυβέρνησης και οι πολιτικές αποφάσεις. Ακόμα περισσότερο είναι το γεγονός του παραδείγματος. Το πώς μέσα από φράσεις και πολιτικές κανονικοποιείται ο ρατσισμός. Το πώς τα πιο ταπεινά αντανακλαστικά μίσους δικαιολογούνται από τα πάνω προς τα κάτω. Η μισανθρωπία, μέσα από τη θεσμική της έκφραση -όπως την ενσαρκώνει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας- με αυτόν τον τρόπο γιγαντώνεται στην κοινωνία. Παραδείγματα προς μίμηση από ανεύθυνους αμοραλιστές προς εξαχρειωμένα ασπόνδυλα.
Το τσίμπημα σύντομα θα γίνει πληγή, τα ρατσιστικά κρούσματα θα αυξηθούν και η κυβέρνηση θα συνεχίσει να ακονίζει αγκυλωτούς ανθρώπους παίζοντας εξαίσια τον ρόλο της σοβαρής Χρυσής Αυγής.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Μητέρα του επιστητού


Ο αυταρχισμός στη Λατινική Αμερική έχει μία ειδική σχέση με τον χρόνο. Κουβαλά με την ταχύτητα του συνειρμού στο παρόν εκατόμβες θυμάτων, απαγωγές, βασανιστήρια. Τον ψυχρό πόλεμο, τα πραξικοπήματα, την Ιστορία διαμπερή σαν τραύμα. Εναν εφιάλτη που μας επιβεβαιώνει πως δεν κοιμάται ποτέ. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με τις πράξεις αντίστασης.
Η Χιλή βρίσκεται από τις 18 Οκτωβρίου σε εξέγερση, μετά τη μέρα δράσης και τη μαζική ανυπακοή των φοιτητών να κάνουν χρήση του εισιτηρίου στο μετρό, λόγω της αύξησης της τιμής του.
Ο πρόεδρος Σεμπαστιάν Πινιέρα κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ο στρατός αμέσως έκανε την εμφάνισή του σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Χιλής. Η εξέγερση γενικεύτηκε, τα οδοφράγματα πολλαπλασιάστηκαν στις μεγάλες πόλεις, τα συνδικάτα της χώρας κήρυξαν γενική απεργία σε όλη τη χώρα για να στηρίξουν τους διαδηλωτές.
Οι Αρχές απάντησαν με ακραία καταστολή, δεκάδες δολοφονίες διαδηλωτών και βιασμούς γυναικών από άνδρες της αστυνομίας. Ταυτόχρονα προχώρησαν σε απαγόρευση κυκλοφορίας και επιβολή πλήρους ησυχίας κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι πολίτες διατάχθηκαν να παραμείνουν ήρεμοι στα σπίτια τους.

Και ενώ η σιωπή επιτηρούσε τα σπίτια και περιφρουρούσε τους δρόμους, ξαφνικά η φωνή ενός τραγουδιού ξεκινά να την ποδοπατά αμετάκλητα. Η φωνή μιας σοπράνο μέσα στη νύχτα, σε κάποια γειτονιά κάπου στη φιμωμένη από σκοτάδι Χιλή.
Η μόνη φωνή που ακούγεται μέσα στη βουβή νύχτα αμφισβητώντας, εμψυχώνοντας, ομορφαίνοντας, έστω για λίγα λεπτά. Λίγα λεπτά που θα γίνουν ώρες ολόκληρες μέσα από το βίντεο που τα αιχμαλώτισε και που θα επαναληφθεί σε όλη τη χώρα και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ξανά και ξανά.
Το τραγούδι να κρέμεται στο κενό, στο κατακόρυφο των μεγάλων πολυκατοικιών και των φωταγωγών, των άδειων υποφωτισμένων δρόμων, των πόλεων που έχουν στο στόμα ένα πανί σιωπή. Μαύρο σαν τις μπότες των πραξικοπημάτων. Το τραγούδι σταματά. Και η γειτονιά ξεσπά σε φωνές, ζητωκραυγές και χειροκροτήματα.

Η φωνή μιας γυναίκας στο σκοτάδι του αυταρχισμού να αφηγείται το πώς η ομορφιά και το πώς η τέχνη μπορούν να αμφισβητήσουν με την ίδια τους την ύπαρξη τις κάννες της σιωπής, τον στρατιωτικό βηματισμό της παύσης.

Η γυναίκα αυτή γίνεται η μητέρα του επιστητού. Μέσα από τη φωνή της ζωντανεύει ο κόσμος. Βγαίνει από τη λάσπη σαν σώμα που ξυπνά πρώτη φορά, βγαίνει από τις πλαστικές συσκευασίες των «ήρεμων σπιτιών», τις κουφάλες των δοντιών στα στόματα της εξουσίας. Και όλη η σιωπή που βάραινε τους ώμους, σαν μαύρο χιόνι την πιο παράδοξη εποχή, γίνεται ζητωκραυγή που ανεβαίνει. Ζωή που βγαίνει κάθετα μέσα από τη γη και κάνει τα σώματα αγωγούς της, μέχρι να ξεσπάσει στον ουρανό. Κατάφαση ενάντια στη σιωπή. Κατάφαση στη ζωή, την ομορφιά, κατάφαση για τον δεσμό των ανθρώπων μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες. Από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, από πολυκατοικία σε πολυκατοικία και από γειτονιά σε γειτονιά. Από τον ψυχρό πόλεμο μέχρι τα 2.019 μας χρόνια.
Μητέρα του επιστητού, έλα τραγούδα και σε μας. Ψιθύρισέ μας. Το πώς η σιωπή. Το πώς οι άνθρωποι. Το πώς η ανθρώπινη φωνή. Ψιθύρισέ μας το πώς μέσα στο κενό η ανθρώπινη φωνή δίνει και πάλι σχήμα στον άνθρωπο. Γιατί στο κενό βρισκόμαστε. Μητέρα του επιστητού, μισή τραγούδι και μισή Ιστορία. Πέρνα πάνω από τα ερείπια των πολύβουων πόλεων, εδώ που η συνισταμένη όλων των πραγμάτων καταλήγει στη σιωπή. Ψιθύρισέ μας. Εναν σκοπό παλιό όσο τα χώματα που σε γέννησαν. Γιατί τη δική σου ήπειρο κανένας Κολόμβος δεν την ανακάλυψε. Τη φαντάστηκαν πρώτα τα τραγούδια εκείνων που έμεναν στα αμπάρια του. Υστερα έγιναν γη και έπειτα αλυσίδα. Μα τώρα πες και σε μας. Πώς πέφτει η νύχτα στα μέρη σου και πώς σπάει η σιωπή. Μα πάνω απ' όλα μάθε μας τον ήχο της αλήθειας σου: η πέτρα άμα τη σφίγγεις πολλή ώρα στο χέρι σου γίνεται τραγούδι.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)