Η ζωή επιφυλάσσει μια ξεχωριστή θέση στις πρώτες αγάπες: στα βιβλία που
σου έμαθαν όχι μόνο όσα ήθελαν να πουν αλλά ταυτόχρονα σε έμαθαν να διαβάζεις,
στις ταινίες που έθρεψαν με αισθήματα την άγουρή σου όραση, στα τραγούδια που
σου έμαθαν να φωνάζεις και να ανασαίνεις. Συνεχίζουν να υπάρχουν μέσα σου σαν
αφετηρίες μόνιμες, διεκδικώντας μια τελείως ξεχωριστή θέση, άσχετα με
καλλιτεχνικά κριτήρια, άσχετα με μεγέθη ή ερμηνείες, ακόμα και σήμερα που δεν πολυθυμάσαι τους
στίχους ή έχεις ξεχάσει την πλοκή. Και αν τύχει να τις ξανασυναντήσεις θα σε
συγκινήσουν με τρόπους παρόμοιους και θα σε κάνουν να στέκεσαι προστατευτικά
απέναντι σε σχόλια, σε κρίσεις και σε χρήσεις.
Πήγα να δω την κινηματογραφική μεταφορά του ‘’Στο δρόμο’’ του Τζακ Κέρουακ από
τον Ουόλτερ Σάλες, μπαίνοντας
στον κινηματογράφο με ανομολόγητη ανυπομονησία, κρυφή προσδοκία και ελάχιστα
διατυπωμένη ένταση. Περίμενα πως κάπου ανάμεσα στα πλάνα -σε στιγμές σπαρμένες
έστω σποραδικά και τυχαία- θα συναντούσα
μια υπενθύμιση του πρώτου, του παλιού ενθουσιασμού -όταν σε κάποια μαθητική ηλικία-
ο Ντην Μοριάρτι και ο Σαλ Πάρανταις έπαιρναν την λογοτεχνία από τα σχολικά
αναγνωστικά και την πετούσαν στο δρόμο, να αναπνεύσει γυμνή και εκτεθειμένη στη
ζωή, κάνοντας την να μοιάζει γοητευτική και τσαλακωμένη, επικίνδυνη και
ματαιωμένη, πάντα ικανή να την νοιώσεις αποκλειστικά δικιά σου. Βγήκα από τον
κινηματογράφο με ένα αίσθημα πιο χλιαρό από απογοήτευση και πιο μέτριο από
διάψευση. Και αυτό γιατί το άνευρο κατασκεύασμα του Σάλες δεν έμοιαζε ικανό
ούτε καν να σε εκνευρίσει…
Αυτό που παρακολούθησα αποτελούσε
μια ταινία εποχής όπου ακόμα και ο χρόνος περιγράφεται δειλά και –αν
εξαιρέσουμε τα κουστούμια και τα καπέλα- όλος ο κοινωνικός και πολιτικός
περίγυρος απουσιάζει. Το ταξίδι, στοιχείο βασικό τόσο στο συγκεκριμένο βιβλίο
όσο και στο αμερικανικό μυθιστόρημα γενικότερα (αφού μέσα του συναντιούνται η
Έκταση και η Ταυτότητα, οι βασικότερες ίσως θεματικές της αμερικανικής αφήγησης
ήδη από το Χακλμπέρι Φιν του Μαρκ Τουέιν) μένει στο περιθώριο. Και αυτό γιατί ο
Σάλες καταφέρνει το αδιανόητο, αποφεύγοντας ουσιαστικά να γυρίσει ένα Road Movie, ενώ είχε το πιο προφανές υλικό για ένα τέτοιο
εγχείρημα. Με τον τρόπο του απλώς δείχνει κάποιους τύπους να μετακινούνται όλη
την ώρα μέσα σε αμάξια. Το τοπίο δεν έχει βάρος και παραμένει στο φόντο και όχι
στο προσκήνιο. Η ένταση, η αγωνία και η υπαρξιακή ενόρμηση των χαρακτήρων που
τους σπρώχνει στον δρόμο, τους κάνει να ταξιδεύουν μανιασμένα προς ένα σημείο
του ορίζοντα το οποίο αγνοούν που βρίσκεται και τους κάνει ‘’να καίγονται,
να καίγονται σαν ρωμαϊκές λαμπάδες μέσα
στη νύχτα’’, δεν καταγράφεται. Αντίθετα οι ήρωες περιγράφονται με όλα τα
χαρακτηριστικά του φολκλορικού περιθωρίου: σαν υπερμεγέθεις έφηβοι με πρόωρη
τριχοφυΐα που ανάμεσα στα μεθύσια, την μπεζεντρίνη και τα σεξουαλικά πλέγματα
γράφουν και κανα ποίημα ή κανα μυθιστόρημα 400 σελίδων. Με λίγα λόγια ο Σάλες
καταφέρνει να τεντώσει την επιφάνεια του βιβλίου στα όρια της καρικατούρας,
αγνοώντας το όποιο βάθος. Αυτό που επιτυγχάνει, άθελά του, μέσα από την αποτυχία
της ταινίας είναι να καταγράψει ακριβώς την λαθρανάγνωση και την παραμόρφωση
των έργων, του τρόπου ζωής και της ηθικής των μπιτ στα χρόνια που ακολούθησαν
τις σημαντικότερες λογοτεχνικές τους καταθέσεις. Ταινίες όπως αυτή του Σάλες, θέτουν
το ερώτημα: τι έμεινε τελικά από την γενιά των μπιτ;
Οι αμερικάνοι μπιτ ήρθαν να ενσαρκώσουν το παλιό ιδεώδες των ρομαντικών
περί ταύτισης ζωής και τέχνης σε ένα νέο κοινωνικό και λογοτεχνικό πλαίσιο
(κάτι παρόμοιο είχε συμβεί τριάντα
χρόνια νωρίτερα από τους σουρεαλιστές). Από τη μία η ρήξη τους με τον
αμερικανικό τρόπο ζωής, που έπλεε στην μεταπολεμική του ευδαιμονία, και από την
άλλη η έκταση που πήρε αυτή η ρήξη μέσα από απαγορεύσεις και δίκες που τελικά
κερδήθηκαν, μεταμόρφωσαν την στάση και τις αντιλήψεις μας περιορισμένης ομάδας
καλλιτεχνών σε κίνημα, γενιά και τρόπο ζωής. Αργότερα το ‘’κίνημα’’ ήρθε να
συναντηθεί μαζικοποιημένο και ξεθυμασμένο με τον χιπισμό του ’60 και του ’70.
Παγκοσμιοποιήθηκε, ταριχεύτηκε, ενσωματώθηκε, ενώ ταυτόχρονα οι βασικοί
πρωταγωνιστές του συνέχισαν να ζουν και να δημιουργούν μακριά από τον θόρυβο.
Τη δεκαετία του ’80 το explore yourself και η διεύρυνση του εαυτού, παράτησε τα
ναρκωτικά, τον ελεύθερο έρωτα και τα κουρελιασμένα ρούχα. Ο Εαυτός ήρθε να
εκφραστεί μέσα από την κατανάλωση και το πλαστικό χρήμα. Η ηδονή εξέπεσε στον
ηδονισμό και η ατομικότητα στον ατομικισμό, ενώ τα είδωλα των περασμένων εποχών
( π.χ. Dennis Hopper, Jerry Rubin) αγκάλιασαν την νεοφιλελεύθερη ρηγκανική
μπριγιαντίνη. Τα σταφύλια της οργής έγιναν μουσταλευριά.
Σήμερα, ταινίες σαν το ‘’On
the road’’, διδακτορικές διατριβές και
συνέδρια παραδίδουν τους συγγραφείς και τους ποιητές της περιόδου στην ιστορία
και την απόσταση, αφαιρώντας την ουσία και το αγκάθι τους, καθιστώντας τους
ακίνδυνους. Ταυτόχρονα, καθημερινοί μιμητές αναπαράγουν τις πιο επιφανειακές,
τις πιο εύκολες πτυχές τους. Μα αν μένει κάτι απ όλα αυτά, αυτό είναι η
λογοτεχνία. Και ο καλύτερος τρόπος για να ακολουθήσεις κάτι που προηγήθηκε και
σε γοήτευσε είναι όχι να το μιμηθείς ή να το αναπαράξεις αλλά να εμβαθύνεις
στον πυρήνα, στην επιθυμία πριν από την πράξη, στην ανάγκη που γέννησε το
αποτέλεσμα, στην παρόρμηση που προηγήθηκε της κίνησης και ύστερα ήρθε η κίνηση
να την επιβεβαιώσει. Φέρνοντας τελικά το νέο σε αρμονία με το παλαιό.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)