Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Κωστής Μαλούτας: μια φορά (και ίσως κι άλλη μία)






Ο Κωστής Μαλούτας γράφει το πρώτο του βιβλίο. Τίτλος του βιβλίου: μια φορά (και ίσως κι άλλη μία). Πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι δύο βιβλία. Δύο πρώτα βιβλία.  Κοινός τίτλος των δύο βιβλίων: μία φορά (και ίσως κι άλλη μία). Τα δύο βιβλία μοιράζονται τον τίτλο με το βιβλίο που κρατάμε στο χέρι μας, του βιβλίου του Κωστή Μαλούτα. Και ο λόγος που όλα αυτά, τα τρία βιβλία μοιράζονται τον ίδιο τίτλο είναι απλός: τα δύο βιβλία που πρωταγωνιστούν έχουν τον ίδιο τίτλο γιατί ταυτόχρονα έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Η ομοιότητα, η απόλυτη ταύτιση αυτών των δύο βιβλίων είναι και το θέμα του βιβλίου που κρατούμε. Του βιβλίου ‘’μια φορά (και ίσως κι άλλη μία)’’ του Κωστή Μαλούτα. Πάμε άλλη μία:
Δύο συγγραφείς χωρίς καμία σχέση μεταξύ τους -καμία κοινή καταγωγή, καμία γλωσσική συγγένεια- γράφουν σχεδόν ταυτόχρονα ακριβώς το ίδιο βιβλίο. Το ένα τρίτο περίπου του δικού μας βιβλίου (αυτού του Κωστή Μαλούτα) καλύπτεται από την περιγραφή αυτού του βιβλίου, την ιστορία του Ξερακιανού, του παραλίγο δίδυμου αδερφού του, της πόλης, του ποταμιού, της ζωής και του θανάτου του. Το υπόλοιπο κομμάτι του βιβλίου μας περιγράφει τις συνέπειες αυτού του λογοτεχνικού παραδόξου. Δηλαδή το τι έγινε μετά την πρώτη γέννηση δύο απολύτως δίδυμων βιβλίων από διαφορετικούς γονείς, σε διαφορετικά μήκη και πλάτη της υφηλίου, σε διαφορετική γλώσσα. Το πώς η λογοτεχνική αυτή γέννηση πυροδότησε λογοτεχνικές κουβέντες, διαλέξεις που αφηγούνταν το παράδοξο γεγονός και ταυτόχρονα τη συγγραφή δύο επίσης σχεδόν όμοιων δοκιμίων.
Γραμμένο με απλό και λιτό λόγο, το πρώτο βιβλίο του Κωστή Μαλούτα δεν περιττολογεί, μένει στα απολύτως απαραίτητα μοιράζοντάς μας σχεδόν απρόθυμα τα ελάχιστα. Ονόματα τόπων και προσώπων, χαρακτηριστικά ανθρώπων, ακόμα και γεγονότα. Και αυτό γιατί πραγματικός πρωταγωνιστής είναι η ίδια η διαδικασία της γραφής.  Όπως αυτή εκκινείτε από το αρχικό εύρημα, αλλά και με τον τρόπο που μια σειρά φαινόμενα και γεγονότα γύρω από την πράξη της γραφής επηρεάζονται. Η έμπνευση, η διακειμενικότητα, η μετάφραση, η εμπορική όψη του βιβλίου, η παγκοσμιότητα της γραφής, η σημασία της πρωτοτυπίας, η κριτική, τα λογοτεχνικά ευρήματα είναι και αυτά ήρωες του βιβλίου και ταυτόχρονα θεματικά διακιβεύματα.  
Όπως συμβαίνει στα λογοτεχνήματα του παραλόγου ή ας πούμε στα μυθιστορήματα του Σαραμάγκου, ο συγγραφέας μας απαντάει στην ερώτηση: ‘’τι θα γινόταν αν;’’. Τι θα γινόταν λοιπόν άμα 2 συγγραφείς γράφανε χωρίς καμία αιτία και χωρίς εξήγηση το ίδιο ακριβώς βιβλίο; Η απάντηση είναι ακριβώς το ίδιο το βιβλίο. Ο μύθος υπάρχει κάθε αυτός, χωρίς εξωτερική σκοπιμότητα, όχι ως παραβολή, όχι ως μέσο προς την επίτευξη κάποιου νοήματος αλλά ως νόημα.
Δύο όμοια βιβλία λοιπόν ανάμεσα στους ατελείωτους αριθμούς διαφορετικών βιβλίων. Θα μπορούσαμε βέβαια να πούμε πως ένα βιβλίο είναι όμοιο με τον εαυτό του. Σταθερό σε κάποιο ράφι περιφράσσει το  περιεχόμενό του εμποδίζοντάς το να αλλάξει. Είναι όμως έτσι; Γιατί αν ένα βιβλίο είναι όμοιο με τον εαυτό του στον χώρο, αφού ως αντικείμενο, ως μελάνι και ως καταγραφή παραμένει σταθερό, δεν θα μπορούσαμε να πούμε πως ισχύει το ίδιο και στον χρόνο; Για να παραφράσουμε άγαρμπα τον Ηράκλειτο θα μπορούσαμε να πούμε πως δεν μπορείς ποτέ να μπεις δύο φορές στο ίδιο βιβλίο. Το βιβλίο αλλάζει παραμένοντας σταθερό σε αντίθεση με τον αναγνώστη του. Οι ταυτίσεις με τα πρόσωπα, τα σημεία έναρξης των συνειρμών, η δική μας συμπλήρωσή στην αφαίρεση της γραφής αλλάζουν ανάλογα με τα βιώματα, τα φορτία και τις στιγμές του αναγνώστη. Ένα βιβλίο είναι αυτάδελφο του εαυτού του, αλλά μόνο στην όψη. Το περιεχόμενο είναι ρευστό σαν ένα σύννεφο  κλεισμένο σε ένα αυγό.
Τελικά, παρά την φαινομενική πολυπλοκότητα του, το ‘’μια φορά (και ίσως κι άλλη μία), μας  μιλάει για κάτι απλό: την ίδια την χαρά της ανάγνωσης, την ανάταση της δημιουργίας, την ομορφιά της γραφής. Μια ομορφιά που το ίδιο το κείμενο του Κωστή Μαλούτα υπηρετεί με τρόπο εξαιρετικό.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Και το όνομα αναβοσβήνει στο μέτωπό τους



Περίεργο σίγουρα. Ετσι θα τον χαρακτήριζα εγώ, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι από αυτούς που τον γνώρισαν.
Τον φίλο αυτό που άλλαζε το όνομά του συχνά-πυκνά, σχεδόν κάθε βδομάδα. Και δεν μιλώ για παρατσούκλια.
Μιλώ για ληξιαρχεία, ταυτότητες, επεμβάσεις στα δακτυλικά του αποτυπώματα και άλλα πολλά.
Περίεργος φίλος (αν και είναι δύσκολο να ονομάσεις φίλο κάποιον που δεν γνωρίζεις καν πώς να αποκαλέσεις).
Κάθε βδομάδα με άλλο όνομα. Κάποτε μου είχε εξηγήσει το σκεπτικό του.
Ονομάζουμε τα πράγματα όχι τόσο ώστε να τα περιγράψουμε όσο για να τα περιορίσουμε.
Τα φυσικά αντικείμενα, τις τοποθεσίες, τις καταστάσεις. Προσπαθούμε να ορίσουμε το γενικό ξηλώνοντάς το από τις προοπτικές που έχει ώστε να μας εκπλήξει.
Κάτω από μία και μόνο λέξη που θα εμπεριέχει και θα περικλείει το σύνολο των εκφάνσεων του είδους.
Ετσι λοιπόν, ένα τραπέζι είναι απολύτως αναμενόμενο, αφού το εύρος των δράσεών του περιορίζεται από τη λέξη «τραπέζι».
Η οποία μας παραπέμπει απευθείας στο πρώτο τραπέζι που συναντήσαμε, καθώς ταυτόχρονα και σε όλα τα επόμενα τραπέζια που επιβεβαίωσαν τις ιδιότητες αυτού του πρώτου αντικειμένου.
Κάθε τραπέζι που έχει ως σκοπό του να μας εκπλήξει πρέπει να γνωρίζει πως κάτι τέτοιο δεν είναι αδύνατο.
Αλλά όμως σχεδόν ταυτόχρονα με την έκπληξή μας θα γεννηθεί και η δυνατότητα να του δώσουμε ένα νέο όνομα, αφού, ως γνωστόν, η γνώση στηρίζεται στην κοινοτοπία και ακόμη περισσότερο στον θρίαμβό της μέσω της συνεχούς και κοινότοπης επιβεβαίωσής της.
Ενα τραπέζι χωρίς περιορισμούς είναι ένα τραπέζι ανάξιο να κουβαλά το όνομά του.
Ενα τραπέζι που ψήνει κοτόπουλα, τραγουδάει ή γνωρίζει κλακέτες δεν λέγεται τραπέζι.
Ενα τραπέζι που μας εκπλήσσει ονομάζεται κάπως αλλιώς. Καρέκλα, τιρμπουσόν, μπατανόβουρτσα ή ίσως Ακίνδυνος Γκίκας.
Οτιδήποτε όμως πέρα από «τραπέζι».
Ετσι ο άνθρωπος αλλάζει όνομα ώστε να καταφέρει να γίνει πλήθος. Να καταφέρει μέσα από την παροδικότητα του ονόματος να αποτινάξει τον περιορισμό των ιδιοτήτων.
Αλλωστε ένας άνθρωπος είναι οι πράξεις και οι επιλογές του. Ποτέ ο τίτλος του, ποτέ το όνομά του.
Με τον ίδιο τρόπο ο φίλος μου πίστευε πως ο αριθμός των πραγμάτων που μπορεί να επιτύχει ένας Νίκος (όνομα τυχαίο αλλά ταυτόχρονα, με βάση τη συγκεκριμένη συλλογιστική απόλυτα συγκεκριμένο) είναι απόλυτα πεπερασμένος.
Πόσο μάλλον όταν η συνοδεία του επιθέτου του κλείνει όλο και περισσότερο τη βεντάλια των ενδεχομένων.
Ενας άνθρωπος με όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, τόπο καταγωγής και ημερομηνία γέννησης είναι απόλυτα πεπερασμένος.
Παύει να είναι άνθρωπος και γίνεται κομμάτι μιας αχανούς στατιστικής, κομμάτι από τα περιεχόμενα της ζωής, σημείωση σε αρχεία των κοινωνιών και της ιστορίας.
Αυτό δεν σημαίνει υποχρεωτικά πως όποιος κουβαλάει το όνομα Νίκος και το επώνυμο Παπαδόπουλος είναι υποχρεωμένος να πράξει με συγκεκριμένο τρόπο.
Κουβαλάει όμως πάνω του όλους τους Νίκους του κόσμου. Και ό,τι και να πετύχει ο ίδιος, η πράξη του θα είναι τελικά επίτευγμα ενός Νίκου.
Ακόμη και αν κανείς δεν είχε καταφέρει το ίδιο πράγμα, το δικό του επίτευγμα καταγράφεται στα επιτεύγματα που θα κουβαλούν οι μελλοντικοί Νίκοι αυτού του κόσμου μέχρι ο κόσμος να σβήσει.
Ο φίλος μου απλώς διεκδικούσε να μη συγκαταλεχθεί την ώρα της κρίσης σε αυτή την ατελείωτη πρόσθεση, στην παρέλαση αυτή από Νίκους, Γιώργους ή Θωμάδες.
Μου ανέφερε ας πούμε την ιστορία ενός γνωστού του από τον στρατό με το ονοματεπώνυμο Κώστας Καρυωτάκης.
Κάθε βδομάδα ο ψυχίατρος του στρατοπέδου τον καλούσε στο γραφείο του ώστε να βεβαιωθεί πως δεν θα αυτοκτονήσει.
«Από όνομα σε όνομα και από άνθρωπο σε άνθρωπο θέλω να παραμείνω πλήθος, σαν τα μωρά που ονομάζονται απλώς μωρά χωρίς καμία άλλη επωνυμία».
Ετσι ελεύθερος, με πλήρη συναίσθηση της παροδικότητας των ονομάτων του, ο φίλος μου συνέχισε να υπάρχει. Μέχρι που έπαψε.
Απλά χάθηκε κατά τη διάρκεια μιας κουβέντας σε κάποιο φιλικό τραπέζι.
Οι παρευρισκόμενοι μου διηγήθηκαν πως αντιλήφθηκαν την απουσία του μόνο ώρες μετά αφού είχε χαθεί.
Προσπάθησαν να τον ψάξουν φωνάζοντας μα ήταν μάταιος κόπος.
Ισως έτσι έκθετος στην ανωνυμία να έγινε τελικά αόρατος.
Είναι και αυτός άλλωστε ένας τρόπος να ονομάσεις τον εαυτό σου πλήθος.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Το κορίτσι και το τατουάζ





Συνήθιζε να ζωγραφίζει στο χέρι της το ίδιο σημάδι, στο ίδιο σημείο. Πάντοτε το ίδιο σημάδι. Με μια αίσθηση της τάξης τελείως διαφορετική και ασυνήθιστη, χωρίς χρονικές γεωμετρίες, χωρίς τακτικές επαναλήψεις. Άφηνε το σημάδι εκεί σε πλήρη σύνθεση, δουλεμένο με λεπτομέρεια στην πυκνότητα του χρώματος, τις πτυχές και τις σκιάσεις. Δουλεμένο στο χέρι της από το άλλο χέρι της, καμβάς και καλλιτέχνης να ταυτίζονται, να εμφανίζεται στο ένα χέρι αυτό που φαντάστηκε το άλλο, ό, τι κοιμάται στην φαντασία του δεξιού χεριού της να ξυπνά στην σάρκα του αριστερού. Το άφηνε εκεί και το κοιτούσε ενώ ξεθώριαζε μέσα στις μέρες, ενώ η σύνθεσή της απορροφιόταν από το δέρμα και από την μέρα γύρω από το σώμα. Δεν φρόντιζε να το ανανεώσει τονίζοντας τις χαμένες λεπτομέρειες. Μόνο έφτανε κάποια στιγμή –όταν πολύ λίγα θύμιζαν το αρχικό σχέδιο- και πέρναγε σε μια βίαιη αναστήλωση. Βίαιη τόσο ώστε να ξεπερνά την αναπαλαίωση και να φτάνει σε τελείως νέα αποτελέσματα, μεστά από θρίαμβο μέσα στον ενθουσιασμό του καινούριου. Φτάνοντας ξανά στο ίδιο σχέδιο με μια δημιουργική ένταση τέτοια, με μια δέσμευση απέναντι στην σημασία που είχε το σχέδιο αποκλειστικά για εκείνη, με μια χαρά τελείως προσωπική και εσώστρεφη, φτάνοντας, λοιπόν, στο ίδιο σχέδιο με τρόπο τέτοιο, ώστε να καθιστά το αποτέλεσμα όμοιο και καινούριο ταυτόχρονα.
 Αυτή η ανωτερότητα της ταπεινής ιεροτελεστίας, μιας ιεροτελεστίας που γεννιέται όχι από την ακρίβεια στην επανάληψη του τυπικού, αλλά αντίθετα στο πάθος, την ικανότητα και το περιεχόμενο ακόμη και αν τα ιερά εργαλεία περιορίζονταν σε ένα στυλό Bic. Μια ιερότητα στα όρια του αυτισμού, όταν ο ταπεινός τεχνίτης ταυτίζεται με την κατασκευή του σε σημείο τέτοιο ώστε να αδιαφορεί τελείως για οποιαδήποτε εξωτερική κρίση και να δημιουργεί για τον εαυτό του και μόνο. Σε τέτοιο βαθμό που θα έλεγες πως την ώρα εκείνη, με τα ταπεινά υλικά και τους ταπεινούς σκοπούς δημιουργεί τον εαυτό της.
  Και αυτή η ταπεινή συνήθεια συνεχίστηκε για χρόνια πολλά, πολύ μετά, ενώ το κορίτσι έγινε γυναίκα και ο κόσμος κόσμοι. Ήταν ο ίδιος ο ενθουσιασμός της ανασύνθεσης του πρώτου αρχικού σχεδίου πάνω στο δέρμα. Ένας τρόπος να μετράς τον χρόνο ή να χάνεις τον χρόνο μέσα στη συνέχεια, ένα άλλο είδος πλαστικής χειρουργικής που διατηρείς ένα μονάχα μεμονωμένο χαρακτηριστικό σταθερό, σαν μια ρυτίδα ή ένα λακκάκι.
Και όμως η γυναίκα αυτή και το κορίτσι αυτό σιχαίνονταν τα τατουάζ. Μπορείς εύκολα να διακρίνεις το περιφρονητικό της βλέμμα κάθε φορά που κάποιος (παρασυρμένος από την ακρίβεια του σχεδίου) μπέρδευε τη ζωγραφιά του σώματός της με τατουάζ, ή όταν -ακριβώς επειδή γνώριζε την πρακτική της- κατέληγε στην (αναμενόμενη για τον ίδιο) ερώτηση: γιατί δεν το κάνεις τατουάζ;
‘’ Τα τατουάζ κουβαλούν μια μονιμότητα ξένη στο σώμα. Κόντρα στο ίδιο το δέρμα παραμένουν, απλώς παραμένουν, ενώ όλα γύρω τους γερνούν, ενώ το σώμα γερνά. Όλα γύρω τους κουράζονται, μαζεύονται και ασθμαίνουν ενώ αυτά παραμένουν στην ίδια ένταση.’’
‘’ Η θεματολογία τους συνήθως αποτυπώνει την ηλικία που έχουμε όταν παίρνουμε την απόφαση να κάνουμε τατουάζ. Μιας νεαρής απόφαση βουτηγμένη στην ξεγνοιασιά, την αφέλεια ή την πλήρη άγνοια. Έτσι, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το γήρας, με το γήρας αυτό που το τατουάζ θα συναντήσει όπως μας διαβεβαιώνει η άφθαρτη θριαμβολογία του σχεδίου.
‘’Μπορώ να εκτιμήσω ένα τατουάζ, μπορώ να εκτιμήσω κάτι διακριτικό ή ακόμη και ένα μανίκι άμα κάτι τέτοιο ταιριάζει. Από την άλλη μου φαίνεται εξαίσια κωμικό το γεγονός πως με την μαζική υστερία για τατουάζ που επιβεβαιώνεται όλο και πιο έντονα κάθε καλοκαίρι σε κάθε παραλία, οικοδομούμε μια στρατιά από πολύ περίεργους μουτζουρωμένους μελλοντικούς γέρους. ‘’
Δεν ήταν η μονιμότητα νομίζω, αυτή που την συνέπαιρνε στο σχέδιο της. Ήταν η ανάγκη της για συμμετοχή σε κάτι που εξελίσσεται, η ανάγκη της για φθορά. Και τελικά η ανάγκη της να αισθανθεί πως κάτι την είχε ανάγκη για να επιβιώσει.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Το σώμα και το νερό



Είναι το σώμα εδώ ολόκληρο, ειπωμένο χωρίς λέξεις, καταγεγραμμένο χωρίς επιγραφές. Φωτογραφημένο από τον ήλιο που το εμφανίζει από ακτή σε ακτή κατά μήκος της ακτογραμμής του καλοκαιριού. Τεχνικές εικόνας παλιές όσο και η ανάσα, απλές όσο η ανάσα, αναγκαίες όσο και η ανάσα.
Στην άκρη του καιρού που ξεχνά την αρίθμηση, μέσα στον ατελείωτο αυτόν ενεστώτα που είναι η ζέστη, ένα ατελείωτο εδώ και ένα εξίσου βαθύ τώρα.
Ο χρόνος μας φωτογραφίζει με αυτό τον τρόπο. Και ύστερα αγκαλιάζει τα γόνατά του, σκύβει το κεφάλι προς το στομάχι του και ύστερα χάνεται μέσα στον εαυτό του αφήνοντας τελικά πίσω του μονάχα μια τελεία. Τελεία της στιγμής και τελεία της πρότασης. Γιατί όλα αρχίζουν από ένα τέλος. Οταν τα όλα αυτό αποφασίσουν πως πρέπει να το αποδείξουνε αρχή.
Η πρώτη επαφή του ποδιού με το νερό. Εδώ ξεκινάς να κατεβάζεις από την πλάτη σου όλες τις πέτρες του χειμώνα. Τις απογοητεύσεις και τις εξαντλήσεις σου, τη στενή παρακολούθηση των τεκταινομένων που αστόχησαν, τη συμμετοχή σου σε αυτά που παζάρεψε τον εαυτό της και βρέθηκε λειψή, τα ξαφνιάσματα και τις εκπλήξεις.
Πέτρα πρώτη, ο κάματος. Πέτρα δεύτερη, τα αύριο που έδιωξαν τα σήμερα. Και ύστερα τρίτη πέτρα, οι φίλοι που έπαψαν. Και η ράχη έκθετη στο μάτι του καλοκαιριού, ελευθερωμένη και έτοιμη να θρέψει.
Το νερό ώς τον αστράγαλο. Μια διαδρομή μέσα στον νέο χρόνο ή πιο καλά στον χρόνο όπως μας αποκαλύπτεται νέος. Υπενθύμιση πως το κάθε ταξίδι κοιμάται στο ίδιο βήμα μας· κάθε ταξίδι. Το βήμα αυτό που ξεπλένεται με αλάτι και ελάχιστα κύματα που ξεφυσούν, ξεψυχούν και συντρίβονται στον αστράγαλό μας.
Το νερό ώς το γόνατο. Υπόσχεση καλοκαιριού, διακοπής, ανάπαυσης. Σταδιακά από το βάθος του ορίζοντα πλησιάζουν τα προηγούμενα καλοκαίρια. Πλωτά όπως όλες οι υποσχέσεις. Κουβαλώντας στα καταστρώματα τις τόσες ηλικίες, τις τόσες διαφορετικές θερμοκρασίες που στοιβάχτηκαν στο ίδιο δοχείο.
Ο εαυτός σου άκοπος στη Σαντορίνη. Ο εαυτός σου αλατισμένος στη Σέριφο και διαμπερής στην Κέρκυρα. Ο εαυτός σου σκόρπιος στην Πάρο, τη Σύρο και πάλι στη Σύρο. Κυρίως ο εαυτός σου πρόσφατος στην Αντίπαρο, στην Ανδρο, στους Παξούς και την Κύθνο. Και από το βάθος του ορίζοντα ο εαυτός σου θολός, χωρίς να μπορείς να τον διακρίνεις: Κεφαλονιά, παραλίες του Πηλίου, Κουνουπέλι.
Το νερό ώς τη μέση. Τώρα πλέουν δίπλα σου οι αυριανοί εαυτοί σου. Με άψογη τεχνική, αρμονικοί κολυμβητές κολυμπούν με την ακρίβεια που έχουν τα πράγματα που δεν έχουν ακόμη υπάρξει.
Ο εαυτός σου όπως τον απαρνήθηκες χθες. Ο αναμενόμενος εαυτός σου. Ο εαυτός σου όπως τον απεύχεσαι. Και ο εαυτός που μαθαίνει σε ένα μικρό παιδί κολύμπι προσπαθώντας να τον πείσει να βγάλει τα μπρατσάκια του. Ολος ο λυρισμός, ο φόβος και η υπόσχεση κολυμπούν ως ενδεχόμενα δίπλα σου.
Το νερό. Η επικράτεια του ρευστού. Αχανής και χωρίς καταπατήσεις, ατελείωτη μέσα στους δικού της νόμους. Σαν μια ατελείωτη γραμμή ένωσης με τους γύρω, σαν υπενθύμιση κάτι κοινού που κουβαλάς και σε κουβαλάει. Ξεκινώντας από τα έγκατα της μάνας και φτάνοντας σε υπερπόντια ταξίδια πέρα απ' τον ορίζοντα.
Η θάλασσα. Ειπωμένη με τα ονόματα όλων της των πνιγμένων. Συμπαγής σαν σύννεφο, ορυκτή όσο ο αέρας, μαλακή σαν την πέτρα. Ολοι οι άνθρωποι είναι ναύτες. Ενα ποτήρι νερό αρκεί. Και μια υπόσχεση ίσως.
Το νερό μέχρι… μα το σώμα σου έχει ήδη βουτήξει, αφού το νερό προστάζει συμμετοχή. Δεν υπάρχει εδώ μέσα και έξω, εαυτός και μη εαυτός, θάλασσα και μη θάλασσα. Μόνο μια ακαθόριστη κίνηση. Δική σου και του βυθού. Μόνο ένα ακαθόριστο φως. Ανάμεσα στο σώμα και στο νερό, μια πρόχειρη ενότητα. Και για μια τόσο σύντομη στιγμή μια μουσική ίσως. Μια μουσική που βγαίνει από το μέσα των πραγμάτων.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Ερημιά





Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα
Απ’ όπου περάσης νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνη από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ’ τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ’ τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιης νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.
Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.
Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.

Γιώργος Θέμελης, Ερημία (απόσπασμα)

Βήμα χωρίς εμπόδια μετά το επόμενο βήμα και ο δρόμος άδειος. Κάτι συνομιλεί μαζί μας όταν όλα απουσιάζουν. Άδειες πόλεις του Αυγούστου, ζεστός αέρας. Όλη η απουσία εκκρεμεί με την άρση της να κολυμπάει μέσα της, το τέλος του σώματός της μέσα στο σώμα της. Ερημιά του καλοκαιριού, ερημιά του Αυγούστου. Εδώ φύεται  η σιωπή, οι πυρκαγιές, οι διαρρήκτες. Η πόλη αυτή συνομιλεί μόνη της δυνατά σαν άνθρωπος αφημένος μόνος που παραμιλά στους δρόμους τα ξημερώματα. Ήχοι από ξεχασμένες τέντες, κεραίες και ελάχιστα αστικά κλαδιά. Κουβέντες ανθρώπων που παραθερίζουν κάπου μακριά και αυτές αφέθηκαν αδέσποτες για το καλοκαίρι, λέξεις ορφανές που δεν συνάντησαν στόματα να τρυπώσουν και έτσι χωρίς ήχο εντυπώθηκαν στους τοίχους σαν ακατανόητα γκραφίτι. Συνομιλίες του τίποτα με το τίποτα, ώστε να επαληθεύσουν το τίποτα και να το προσφέρουν ολόκληρο στο τίποτα.
Ερημιά αστική, δρόμοι χωρίς και λεωφόροι χωρίς και πλατείες χωρίς. Σπίτια κλειστά. Ο χώρος πλησιάζει τον χρόνο στην ακινησία. Η ζέστη να αποξηραίνει τον λόγο, οι λέξεις κοχλάζουν ανέρχονται εξατμισμένες προς τη σιωπή. Μέσα στους άδειους δρόμους η ερημιά τρέχει καταπάνω μας σαν παράδοξο σιωπηλό σαρκοβόρο, ‘’Μέσ᾿ στὴν ὁρμὴ τῆς ἐρημιᾶς γινόμαστε διάφανοι’’ που γράφει και ο Καρούζος.
Και είναι αυτό το περίεργο συναίσθημα όταν ξεμένεις. Καταλαβαίνεις το πόσο πολύ αυτή η πόλη μισεί την σιωπή. Σαν να θέλει να ξεφύγει από τις σκέψεις της, σαν να αντιπαθεί τόσο τον εαυτό της που να τον αποφεύγει. Σαν εκείνες τις καφετέριες που έβλεπες μικρότερος στη Φωκίωνος, με τη μουσική τόσο δυνατά που δεν επέτρεπε στους θαμώνες να μιλήσουν. Αλλά ύστερα καταλάβαινες πως όλο αυτό ίσως να είναι μια ανακούφιση γιατί έμοιαζαν σχεδόν όλοι, σαν να μην έχουν κάτι να πουν, μόνο κάθε τόσο ρίσκαραν έναν μορφασμό, κατάφαση σε μια άτυπη συμφωνία. Και μέσα στην ερημιά σκέφτεσαι κατά πόσο όλοι αυτοί οι τετριμμένοι καθημερινοί διάλογοι, όλη αυτή η πρόχειρη πλαστική μουσική, οι ανοιχτές τηλεοράσεις, λέξεις που ανταλλάσσονται σεβιαστικές τυχαίες συναντήσεις δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά μια συνομωσία κατά της σιωπής, μια συμφωνία ενάντια στις στιγμές που καλούμαστε να αναμετρηθούμε με τη δική μας φωνή και τις δικές μας σκέψεις. Ο θόρυβος γίνεται ένα μόνιμο καταφύγιο μακριά από τον εαυτό, μια ιδανική κρυψώνα απέναντι στις ερωτήσεις που θα μας θέταμε. Έτσι, μέσα στην ερημιά, η πόλη ολόκληρη μοιάζει αναγκασμένη να ακούσει τον εαυτό της. Να πει όσα απέφευγε ολόκληρη τη χρονιά, να κατοικίσει τα σημεία που εμμονικά απέφευγε, τις απαντήσεις που παρίστανε πως αγνοούσε. Και συ αν ξέμεινες και συ στην ερημιά, γίνεσαι η άλλη φωνή της πόλης. Όχι αυτή που υπάρχει στη βιασύνη και τη ρουτίνα, αλλά μια φωνή που καταφέρνει να βλέπει μέσα στην κυριολεξία της φωνής, όσο άβολη και αν είναι κάποιες φορές.
Μέσα στην ερημιά συνομιλείς με όλες τις ερημιές που συνάντησες. Τα άδεια κτήρια, τις απόμερες παραλίες, τους εκτός λόφους. Όλη αυτή τη βουβή ομιλία του ουρανού και της σιωπής και του χρόνου, όταν οι λέξεις δεν σημαίνουν και κανείς δεν κατοικεί τα σπίτια, τους δρόμους, τα δευτερόλεπτα. Όλη αυτή τη βουβή ομιλία της ερημιάς που κάνει τον άνθρωπο μονάδα και πλήθος ταυτόχρονα. Και τον κάνει να δει τον εαυτό του σαν τόπο έρημο και πολυπληθή ταυτόχρονα, να συνομιλήσει και να πει και να σιωπήσει. Πράγματα δικά του, πράγματα, λόγια που τον συντελούν και τον ορίζουν, λόγια που θα είναι από δω και πέρα αυτός. Λόγια που μπορούν να ειπωθούν μοναχά στην ερημιά.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο της Ευρώπης



Είναι αυτό το συναίσθημα πως ό,τι άλλο κείμενο και να γράψεις θα έχει ελάχιστη σημασία, οριακά θα σου φανεί σαν υποκρισία. Είναι αυτή η αίσθηση της κόπωσης της έκπληξης, της κοινοτοπίας του τραγικού. Όταν σιγά σιγά συνηθίζουμε στα ακήρυχτα γεγονότα και τα παρακολουθούμε με τη θεαματική απόσταση του θεατή (αλλά και την ταυτόχρονη ανέξοδη εμπλοκή του).

Χτυπήματα και εύκολες απαντήσεις
Τα γεγονότα στη Νίκαια. Συνταρακτικά και ταυτόχρονα κοινότοπα μέσα στην επανάληψη των χτυπημάτων. Να σε ξαφνιάζουν αλλά ταυτόχρονα να τα βλέπεις ως αναμενόμενα, ως κάτι που όλοι περιμέναμε (ίσως οι περισσότεροι μέσα στο Euro). Και μαζί όλο το πλέγμα των καταστάσεων που συνορεύουν, το πλέγμα των θεμάτων, των διαφορετικών ειδών ρητορικής ή επιχειρηματολογίας, τα αντανακλαστικά και οι σχηματοποιημένες αντιδράσεις που επαναλαμβάνονται και αυτές. Οι εύκολες και απόλυτες απαντήσεις. Η υπεραπλουστευτική λογική των διπόλων καλό/κακό, ανατολή/δύση, ISIS/ ελεύθερος κόσμος, φως/σκοτάδι. Η προσπάθεια να αναλύσεις ένα φαινόμενο που στοχεύει ακριβώς να δημιουργήσει απόλυτα περιγραμμένα μέτωπα, με μια φτηνή αισθητική που ηθικίζει (ή με μια φτηνή ηθική που αισιθητικοποιείται, δεν μπορώ να καταλήξω).
Η ρητορική που θέλει τους τζιχαντιστές να χτυπούν το δυτικό τρόπο ζωής (ενώ τα περισσότερα από τα χτυπήματα τον τελευταίο καιρό συμβαίνουν σε χώρες κυρίως της Ασίας. Άλλο αν δεν τους δίνουμε αντίστοιχη σημασία), η ανάλυση που θέλει τα χτυπήματα στην Γαλλία να προκύπτουν από το αποικιοκρατικό της παρελθόν (και οι υπόλοιπες αποικιοκρατίες; Γιατί δεν έχουμε χτυπήματα και εκεί; Ή έστω τόσο συχνά). Οι εύκολες κραυγές για πόλεμο από εγχώριους σταυροφόρους, οι συμπληρωματικές κραυγές για επιπλέον ασφάλεια άνευ όρων. Και μαζί το γέμισμα της φαρέτρας του κάθε ξενοφοβικού, ρατσιστή και φασίστα της καθημερινότητας.
Μικρή σημείωση στην μέση του άρθρου: την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (αρκετές δηλαδή ώρες μετά το χτύπημα) κανένας ISIS δεν έχει αναλάβει ευθύνη για την τρομοκρατική ενέργεια. Η αίσθηση που έχω είναι πως οι πράξεις που χωράνε στην πρακτική του ISIS παύουν να χρειάζονται επικύρωση από κάποια «κεντρική αρχή». Παύουν να αποτελούν οργανωμένη πρακτική κάποιου πυρήνα (έστω και σχετικά αυτόνομου). Γίνονται θαυμασμός και διάχυτη ιδεολογία ανθρώπων με κοινές πεποιθήσεις, οι οποίοι μπορούν να πράττουν ανεξάρτητα από οδηγίες ή εντολές αφού ο στόχος μοιάζει ξεκάθαρος. Έτσι δεν χρειάζεται να είσαι οργανωμένος ή μέλος του ISIS, να έχεις επαφές ή εξοικείωση. Είναι η πρακτική που παρήλθε και έγινε φαντασιακό και γυρνά τώρα πίσω στην πρακτική. Ένα χειροκρότημα θανάτου απέναντι στην μητέρα-μήτρα ISIS που ζητά την επιβεβαίωσή της με περισσότερο θάνατο.

Μία από τις πληγές
Δεν είμαι σίγουρος τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο για την αντιμετώπιση του φανατισμού, για την οργάνωση των κοινωνιών, ούτε καν για τη φθηνή ρητορική των σταυροφόρων. Αυτό που μοιάζει να γίνεται πιο καθαρό είναι πως ο πόλεμος στη Συρία δεν είναι η απάντηση, ούτε η κοιτίδα των προβλημάτων. Είναι μια πληγή που συναντήθηκε με άλλες πληγές ώστε να δημιουργήσει ένα μείγμα που θα περιλαμβάνει παλαιές και νέες ευθύνες, γεννώντας καινούριους εφιάλτες που με τη σειρά τους θα γεννήσουν νέες πληγές.
Ας μην κάνουμε άλλο την αμηχανία μας βεβαιότητα απλά και μόνο για να ανταπεξέλθουμε. Και προπαντός όχι άλλες βλακείες για φως και σκοτάδι, καλό και κακό. Πιστεύω πως όλοι μας έχουμε τελειώσει το δημοτικό και αντιλαμβανόμαστε πως ο κόσμος είναι πιο σύνθετος από ένα επεισόδιο παιδικού καρτούν στην τηλεόραση.
Η Ευρώπη πεθαίνει. Τα τρομοκρατικά χτυπήματα είναι απλώς μια έκφανση του πολλαπλού της θανάτου. Η Ευρώπη πεθαίνει στον ρατσισμό της, στην άνοδο των εθνικισμών της,  στην επιβεβλημένη λιτότητα της, στην αδυναμία της να περιγράψει ακόμη και τον εαυτό της. Ένα ακόμη καρφί στο αυριανό της φέρετρο λοιπόν.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Ψάχνοντας μια νέα αφήγηση



Δεν θυμάμαι τη διαδρομή, δεν έχει άλλωστε και σημασία. Από πού ξεκίνησα και πώς κατέληξα να διαβάζω και πάλι τον Σεφέρη αυτές τις μέρες. Λίγο η κούραση, λίγο η απογοήτευση για την ροή των πραγμάτων και η αναγνωστική μου δυνατότητα αδυνατίζει. Ο στίχος γίνεται βαρύς στην όραση, η μία σελίδα του ποιήματος ξαφνικά γίνεται αχανής. Η ανάγνωση θέλει χρόνο, πιο πολύ θέλει τον δικό της χρόνο, τον χρόνο που αυτή ορίζει. Δεν ξέρω όμως γιατί αυτή τη φορά τα ποιήματα του Σεφέρη δεν λειτουργούσαν όπως τα άλλα ποιήματα που δοκίμασα. Έτσι προσπαθούσα να καταλάβω τι είναι αυτό που λειτουργεί με τόσο διαφορετικό τρόπο συγκριτικά (τουλάχιστον σε εμένα). Έψαξα να βρω ένα κείμενο που είχα γράψει παλαιότερα στα «Ποιητικά» με τίτλο «Ο Γιώργος Σεφέρης και η κρίση», κάπου το μακρινό 2012:
«Εδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας/ τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος της αδικίας//[…]  στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει/- στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας.
Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη δεν περιγράφει την καταστροφή, αλλά την προϋποθέτει. Και μάλιστα ως βασικό υπόστρωμα. Την καταστροφή της Σμύρνης, τους παγκοσμίους πολέμους, τον εμφύλιο, την πολιτική κατάσταση στην Κύπρο. Ο ταραγμένος ελληνικός αιώνας ήταν σπαρμένος μαύρο φως, σπασμένα αγάλματα και μια θάλασσα νεκρή. Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.
Ψηλαφώντας τα αυλάκια στην μνήμη της ποίησης, η φωνή του Σεφέρη μοιάζει να κουβαλά το οικείο φορτίο, την γλώσσα που περιγράφει το συλλογικό, τόσο ως παρόν όσο και σαν προοπτική, ως μια ποιητική έκφραση της μοίρας, της δική μας σύγχρονης μοίρας. Ως προς την περιγραφή, η ποίηση του Σεφέρη καταφέρνει πολύ περισσότερη επικαιρότητα από την αισιόδοξη οπτική του Ελύτη, αλλά και από τις πολιτικά η αυστηρά ιδεολογικά ενταγμένες  προοπτικές των ποιητών της αριστεράς.
Μιλώντας άλλοτε για τη μοίρα του σύγχρονου Έλληνα και άλλοτε για την κατάσταση του δυτικού ανθρώπου γενικά, ο Σεφέρης παραμένει ένας μοναχικός του πληθυντικού αριθμού. Η χρήση του πληθυντικού περιγράφει το ποιητικό υποκείμενο αρκετά συχνότερα από το Εγώ του ποιητή. Οι ψυχές μας, η μοναξιά μας, τα σπίτια μας, τα σώματά μας. Αυτό το χυμένο μολύβι που είναι η μοίρα, η προσωπική μοίρα που τόσο συχνά στους στίχους μπλέκεται με την συλλογική. Ο πληθυντικός του Σεφέρη, σπρωγμένος από τις αστοχίες, τα λάθη και τα εγκλήματα του παρόντος, σχεδόν ακαριαία γίνεται και δικός μας πληθυντικός.»

Κρίση ταυτότητας
Όσο και να το απωθούμε, εδώ βρίσκονται οι ρίζες της αφήγησής μας. Ο τρόπος θέασης του παρελθόντος άρα και του παρόντος, ο τρόπος αντίληψης της ταυτότητας, του τοπίου, της θερμοκρασίας, της μοίρας. Ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να τινάξουμε από πάνω μας το βλέμμα της γενιάς του ‘30. Καμία νέα αφήγηση δεν φαίνεται να ζυγώνει. Περάσαμε από τη Χούντα στη μεταπολίτευση, από τον καταναλωτισμό και την πασοκαρία της δεκαετίας του ‘80 και του ‘90 στην αφήγηση μιας μεγάλης Ελλάδας με όρους ισχύος. Και αφού είδαμε και την τελευταία αυτή ιστορία να καταρρέει μπήκαμε στην κρίση μακάριοι και χαμογελαστοί, τσακισμένοι και απογοητευμένοι. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που πάντα κουβαλούσαμε ως τρόπο και ως φορτίο ήταν αυτό το βλέμμα. Μιλάω για το βλέμμα αυτής της γενιάς ως άτυπου επίσημου βλέμματος εκτός εθνικισμού και εκτός πολιτικής στράτευσης. Ως μια αφήγηση μιας αστικής τάξης που απλώθηκε στον χρόνο και στο χώρο και δεν λέει να φύγει από πάνω μας.
Η ίδια η κρίση είναι και κρίση ταυτότητας. Μπορεί να λειτουργεί με διαφορετικούς επί μέρους όρους αλλά είναι κοινή για τους πιο διαφορετικούς ανθρώπους. Η έλλειψη μιας πρωτότυπης αφήγησης που να μιλάει για όσα συμβαίνουν γύρω μας· μιας αφήγησης που θα λειτουργούσε με όρους αποδοχής, απόρριψης, ολοκληρωτικά ή εν μέρει αλλά θα προσδιόριζε ως άξονας τα πράγματα.
Μια αφήγηση που θα επαναπροσδιόριζε τη σχέση μας με το παρελθόν και το παρόν μας, με τον κόσμο και το εσωτερικό μας· τις αστοχίες και τα εγκλήματα του σήμερα, τις αντοχές και τις υπερβάσεις μας. Μια αφήγηση που δεν θα μας έβγαζε από καμία κρίση, αλλά μέσα στην πύκνωσή της θα μας επέτρεπε έστω να νομίσουμε πως καταλαβαίνουμε.
Φυσικά, δεν υπάρχει εγχειρίδιο κατασκευής αφηγήσεων, ούτε πιστεύω πως μπορείς να εξάγεις εύκολα συμπεράσματα για το πώς προέκυψαν οι αφηγήσεις μέσα στην ιστορία. Σίγουρα όμως θα έχει ενδιαφέρον να αναζητήσουμε έναν νέο μίτο που ενδεχομένως να μας οδηγήσει και σε αδιέξοδο. Ψάχνοντας λοιπόν θραύσματα θα συνεχίσουμε, ψάχνοντας  κομμάτια αυτής της ιστορίας. Έχοντας ως επιθυμία να τινάξουμε από πάνω μας τον μετεωρισμό ανάμεσα στα στερεότυπα και τα δάνεια βλέμματα. Ψάχνοντας φωνές του παρελθόντος που θα μας δείξουν που γεννιούνται οι αύριο φωνές:
«Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.»

(στην εφημερίδα Εποχή)

Λόγια μεγάλων ανδρών: δελτίο θανάτου



Ετσι διαβαίνεις μες στις ώρες. Χαζεύεις δελτία και ξεφυλλίζεις εφημερίδες, μαθαίνεις νέα και κατεβαίνεις το φέισμπουκ. Σχολιασμοί και γεγονότα, πρόχειρα ρεπορτάζ, αυτόπτες και αυτήκοοι, σχολιασμοί και σχολιασμοί. Όλα υπάρχουν στην αποτύπωσή τους, πιο πολύ αναπαραγωγή παρά βίωμα, πιο πολύ σχολιασμός, παρά διατύπωση. Η γνώμη μακριά από το πρόσωπο έχει μια τάση να αυτονομείται. Διαφορετικές διαστάσεις να τίθενται στο μέγεθος, την οξύτητα, την ένταση. Όχι, όμως, χωρίς όλα αυτά να περιγράφουν. Ίσα ίσα, είναι ένας άλλος τρόπος ειλικρίνειας. Πλάγιος, έμμεσος, ένας τρόπος που τρυπώνει άθελά του.

Η πιο ξεφτιλισμένη μορφή
Και κάπου εκεί συναντάς το θάνατο. Στην πιο ανόητη, στην πιο ξεφτιλισμένη μορφή του. Ως σχόλιο, ως ευχή ή ως φορτίο, που ο άλλος δεν αντιλαμβάνεται, ως όριο το οποίο υπερπηδά, απλά γιατί δεν τον ενδιαφέρει. Ως ύβρη στην μία ή την άλλη περίπτωση, ως απανθρωποποιημένη στάση δίποδων φωνών.
Στην αρχή ο τυχάρπαστος πολιτευτής, ο άγνωστος διαφημιστής και αποτυχημένος πραξικοπηματίας, Θάνος Τζήμερος, σχολιάζει τον Παύλο Φύσσα, τη μητέρα του, τη δίκη και κυρίως τη θλιβερή ύπαρξή του: «Βλέποντας τη μάνα του Φύσσα, καταλαβαίνεις πώς έγινε έτσι ο φασισταράς, που επειδή τον μαχαίρωσε ένας άλλος φασισταράς, πάνε να τον μεταμορφώσουν σε περιστέρι της ειρήνης», για να συνεχίσει σε άλλο σχόλιο: «Ο Φύσσας ήταν ένας φασίστας, ίδιος κι απαράλλαχτος με τους δολοφόνους του. Η μόνη διαφορά ήταν ότι αυτοί κρατούσαν το μαχαίρι.» Εκλιπαρώντας για λίγη διαδικτυακή προσοχή, επιζητώντας ένα βλέμμα, εκεί που η δυσωδία σε κάνει να κλείνεις τη μύτη σου.
Λίγο πιο κει μαθαίνεις για μια άλλη δίκη, αυτή των δολοφόνων του Μένη Κουμανταρέα. Υπερασπιστής του ενός εκ των δύο (ποιος άλλος) ο τιτάνας Αλέξης Κούγιας. Ο αυτόπτης μάρτυρας και συγγραφέας Αλέξανδρος Ασωνίτης περιγράφει περιστατικά από τη δίκη. Ανάμεσα σε αυτά και τη γραμμή υπεράσπισης του δικηγόρου. Όπου εκεί ανέφερε ανάμεσα σε άλλα πως ο συγγραφέας ήταν παιδόφιλος (και χρησιμοποίησε ως αποδεικτικό στοιχείο κάποιο απόσπασμα από βιβλίο μυθοπλασίας του συγγραφέα) και απείλησε το ακροατήριο, λέγοντας πως «βλέπω τις φάτσες σας».
Κάπως έτσι συνεχίζουν οι κατάρες, οι ασέβειες απέναντι στους νεκρούς, η εγκόλπωση του θανάτου στο μίζερο προφορικό μας χρόνος. Σε κάποιο άλλο σημείο, πετυχαίνουμε έναν από τους διοργανωτές του «παραιτηθείτε» (με μεγάλη χαρά αρνούμαστε να αναφέρουμε το όνομά του), να μοιράζει ευχές μέσα από το λογαριασμό του ανάμεσα σε σάλια, χλέπες και λοιπά σωματικά υγρά. «Ναι ρε σφυριζαίε σκατόγερε, ρούφα τώρα την αξιοπρέπεια της σύνταξης που πήγε από τα 600 στα 400 ευρώ και βγάλε τον σκασμό αρχιμαλάκα αμόρφωτε, κουραδόψυχε, μικροσαπιοτσουτσουνε, πουροπανίβακα σφυριζέε (…)βρωμερό μισοπεθαμένο γέρικο ζώο. Σκατόγερε. Σκατόγερε. Σκατόγερε.»

Η αλήθεια του θανάτου
Ζούμε στην εποχή που το «πσόφος» είναι καθημερινή ευχή και η απώλεια μοιάζει με στατιστικό. Σε μια εικονική πραγματικότητα, που κάθε τι έχει ως μέγιστο αντίτιμο μια μικροαλλαγή στην οθόνη μας. Αλήθεια πόσο πολύ συνορεύουμε με το θάνατο στη καθημερινή ρητορική μας, κάπου ανάμεσα στο μαχαίρι του Χρυσαυγίτη, που κανονικοποιεί τη θανατοπολιτική ως αμετανόητη κατάσταση, τους σχολιασμούς που δεν σιωπούν ακόμα και μπροστά σε μία μάνα που έχασε τον γιο της, τη σαδιστική χαρά ενός ημιπαράφρονα έτοιμου να ζητήσει θάνατο, γιατί αυτό προστάζει το θυμικό του.
Γιατί το μελάνι δεν ζυγίζει όσο το αίμα, όσο και αν αυτό το επικαλείται, το αποζητά, το καθυβρίζει. Κι όμως, σ’ αυτή τη νερόβραστη εποχή, είναι το μελάνι που τρέχει σε τόσες από τις φλέβες μας. Εδώ που η αξιοπρέπεια ζυγίζει όσο μια δημοσίευση του Πρώτου Θέματος, η φιλία όσο ένας διαδικτυακός καυγάς και η πολιτική όσο η απόσυρση μιας υπόσχεσης.
Τόσο συνορεύουμε με το θάνατο, που αυτός γίνεται σχήμα λόγου. Όχι στα χείλη των γραφικών που προαναφέραμε (γι αυτούς θα είναι ένα επιφώνημα κυνισμού ανάμεσα στα μουγκρητά τους), αλλά στα χείλη όλων. Όταν η εξαθλίωση γίνεται μαζικό φαινόμενο, όταν οι εικόνες των προσφύγων και της άθλιας αντιμετώπισής τους αυξάνει, όταν αντίβαρο στην απελπισία είναι οι δικαιολογίες, ο θάνατος μας μπουκώνει με τη δική του αλήθεια.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Britain has left the building!



Και το Brexit περνάει στην ιστορία. Αυτό που μένει είναι να δούμε και να ζήσουμε τις επιπτώσεις του. Στο (όχι και τόσο) Ηνωμένο Βασίλειο, όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Έχει μάλλον περισσότερο ενδιαφέρον να δούμε αυτό που αρχίζει και λιγότερο αυτό που τελειώνει. Άλλωστε, το δημοψήφισμα και το αποτέλεσμά του αποτελεί ένα σύνολο σημείων εξίσου σημαντικών για περαιτέρω συζήτηση και ανάλυση. Το να μετατρέψουμε ένα τέτοιο φαινόμενο σε μία μονοσήμαντη καταγραφή, τέτοια ώστε να χωρέσει στη δική μας ανάλυση μοιάζει αχρείαστο και προβληματικό.
Λίγο πολύ η περίοδος που προηγήθηκε αντικατοπτρίζει το σύνολο απ’ ό, τι είναι προβληματικό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι υποστηρικτές της παραμονής επιδόθηκαν σε ένα ρεσιτάλ φόβου και καταστροφολογίας. Επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στις αρνητικές επιπτώσεις που θα φέρει μια έξοδος, χωρίς να συγκροτούν καμία άλλη ανάλυση.
Αυτό που ήταν εμφανές ήταν η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε άλλης συγκροτημένης αφήγησης. Μια αφήγηση που θα κατάφερνε να εγκολπώσει στοιχεία ταυτότητας, πολιτικού πλαισίου και κοινού μέλλοντος.
Από την ειρήνη στην οικονομία
Γιατί η ΕΕ κατάφερε από ένωση που δομήθηκε με ζητούμενο την ειρήνη και τη δημοκρατία, να μετατραπεί σε οικονομική ένωση που στην πραγματικότητα απαγορεύει όλα τα υπόλοιπα πολιτικά χαρακτηριστικά. Η ΕΕ αποτελεί ένα πολιτικό μόρφωμα όπου όλες οι οικονομικές εκφάνσεις έχουν μετατεθεί στη σφαίρα του πολιτικού, στην πραγματικότητα υποκαθιστώντας την. Αυτό λοιπόν που έχει σημασία είναι το κέρδος των ελίτ το οποίο μεταμφιέζεται ρητορικά σε κέρδος των κρατών. Ακόμη κι έτσι να ήταν, μια πολιτική με μοναδική της έκφανση το κέρδος ή το χάσιμο δεν μοιάζει ικανή να εμπνεύσει ούτε καν να λειτουργήσει. Πόσο μάλλον όταν αυτή η έκφανση τα τελευταία χρόνια ταυτίζεται αποκλειστικά με τη λιτότητα. Η άνοδος των εθνικισμών μοιάζει με μια επιστροφή της πολιτικής με τους πιο εφιαλτικούς όρους.
Απ όσο φαίνεται ένας λόγος -ανάμεσα στους πολλούς- ανόδου των εθνικισμών είναι πως το έθνος-κράτος αποτελεί την μόνη συγκροτημένη εναλλακτική απάντηση στο υπερεθνικό μόρφωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο εθνικισμός αποτελεί την πιο εμφατική εκδοχή αυτής της τάσης. Με επίκληση στο συναίσθημα, το επικό παρελθόν των χωρών (εκεί όπου η περηφάνια συχνά υποκαθιστά την λογική ή την ίδια την πραγματικότητα και την ιστορία), το μυθοποιημένο πρόσφατο παρελθόν όπου όλα έβαιναν καλώς, όλα ήταν απλά και αγνά και οι άνθρωποι ζούσαν ειρηνικά. Αυτός ο μη-τόπος ως απάντηση σε μια ευρωπαϊκή ένωση που έχει ως πρώτη έγνοια την καλλιέργεια της λιτότητα και την υπεράσπιση των εταιριών και των γερμανικών συμφερόντων, γίνεται κοινό χαρακτηριστικό των χωρών. Ένα κοινό κτήμα που δεν ομογενοποιεί, αλλά προωθεί όλο και περισσότερο την κατάρρευση.
Δεν είναι τυχαίο πως λίγες ώρες μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος έγιναν δηλώσεις σε μια σειρά από χώρες ζητώντας να προχωρήσουν διαδικασίες αντίστοιχων δημοψηφισμάτων. Στη Γαλλία, την Αυστρία, την Ολλανδία τα εθνικιστικά ή υπερσυντηρητικά κόμματα ζητούν να διεξαχθούν αντίστοιχα δημοψηφίσματα με τη δυσαρέσκεια τον λαών να κάνει το αίτημα αυτό απολύτως δικαιολογημένο.
Με εθνικιστικούς όρους

Το πιο τρομακτικό μοιάζει η αίσθηση μας πως το Brexit έγινε αποκλειστικά με ακροδεξιούς/εθνικιστικούς όρους. Και αυτό γιατί οι φορείς που ταυτίστηκαν με αυτό και το κουβάλησαν ως αίτημα μέχρι την νίκη ήταν όντως ακροδεξιοί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα υπαρκτά προβλήματα όπως για παράδειγμα η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους του να ανοίγουν με δεξιό πρόσημο εντάσσοντας το προσφυγικό ζήτημα ως καταλύτη σε κάθε πρόβλημα.
Και εδώ οι ευθύνες των Εργατικών είναι τεράστιες. Όχι μόνο γιατί απεμπόλησαν την παραδοσιακή θέση της αριστερής πτέρυγας του κόμματος για έξοδο από την Ευρώπη με κοινωνικούς όρους, αλλά και γιατί την αντικατέστησαν με μα χλιαρή αποδοχή της παραμονής στην Ευρώπη που δεν μπορούσε να πείσει κανέναν. Έτσι το Brexit κατέληξε να ταυτιστεί με την ακροδεξιά. Και σαν πρώτο γεγονός βαθιάς αμφισβήτησης του Ευρωπαϊκού μορφώματος, ως ένα σημείο μηδέν, τελικά καταφέρνει να νομιμοποιεί την ακροδεξιά κριτική στην Ευρώπη και να την περιγράφει ως την μόνη νόμιμη και ουσιαστική.
Η διάλυση της Ε.Ε. μπορεί να μην είναι εφιάλτης υποχρεωτικά, αλλά η διάλυσή της με εθνικιστικούς όρους και μάλιστα μέσα στην κρίση είναι ό, τι πιο τρομακτικό μπορώ να φανταστώ ως εξέλιξη. Μια εκκίνηση νέων σκοτεινών χρόνων σε μια ήδη σκιώδη ήπειρο.

(στην εφημερίδα Εποχή)