«Αποδέχομαι το χάος. Αλλά δεν ξέρω αν το χάος αποδέχεται εμένα».
Μπομπ Ντίλαν
Στέκει εκεί όπως στεκόταν και σημαίνει για τον καθένα αυτά που σήμαινε και πριν. Αυτά που θα συνεχίσει να σημαίνει όσο η μελωδία θα έχει φωνή και όσο οι στίχοι θα συνθέτουν μουσική.
Ισως να μην υπάρχει καλλιτέχνης τις τελευταίες δεκαετίες που να υπήρξε τόσο ιστορικά συγκεκριμένος όσο ο Μπομπ Ντίλαν.
Οχι γιατί εξέφρασε μια εποχή (κάθε καλλιτέχνης εκφράζει την εποχή του, ακόμη και εν αγνοία του, ακόμα και αν δεν το θέλει) αλλά γιατί ενσάρκωσε τις αντιφάσεις της.
Μοιάζει ακόμη νωρίς για να εκτιμήσουμε το έργο του Ντίλαν στο σύνολό του.
Από τα τραγούδια της διαμαρτυρίας στην είσοδο στον ηλεκτρισμένο ήχο, από τη μετάβασή του στην κάντρι μέχρι τις άστοχες στιγμές του, από την επανάκαμψή του με δίσκους όπως το «Desire» και το «Blood on the tracks» στην πλήρη απόγνωση των χριστιανικών του δίσκων και τελικά στον τελικό θρίαμβο των τελευταίων του δίσκων, του «Time Out of Mind», του «Love and Theft» και κυρίως του «Modern Times».
Ο Ντίλαν ήταν απόλυτα συγκεκριμένος ως προς την καταγωγή του. Κληρονόμος των λαϊκών και κυρίως των εργατικών τραγουδιών, είδε το αστέρι του να ανατέλλει στην αναβίωση της φολκ.
Σε αντίθεση όμως με τα παλιά αυτά τραγούδια, οι αναβιωτές δεν μιλούσαν για τα βιώματα από την εργασία ή την κακομεταχείριση αλλά για μακρινά γεγονότα.
Η εμπειρία είχε γίνει είδηση, άρα δεν προϋπέθετε προσωπικό βίωμα ή εμπλοκή για να ταυτιστείς.
Και ο Ντίλαν κατάφερε να μεταδώσει τις ειδήσεις αυτές με μια ζωτική ευαισθησία όσο κανείς άλλος.
Η διαμαρτυρία των πρώτων τραγουδιών του ήταν πολύ πιο έντονα υπαρξιακή απ' όσο μπορούσε να φανταστεί κανείς εκείνη την εποχή.
Γι' αυτό και η μετάβαση του Ντίλαν στον ηλεκτρικό ήχο και τις σουρεαλιστικές ποιητικές αφηγήσεις δεν μοιάζει πια τόσο περίεργη όσο παλιά.
Μέχρι να φτάσει να μας δώσει τα αριστουργήματά του (για εμένα προσωπικά κυρίως οι δίσκοι της περιόδου '65-'67), ο ποιητής Ντίλαν πέρασε από ένα διπλό μπόλιασμα.
Από τη μια το λαϊκό τραγούδι μπόλιασε τον στίχο του γλιτώνοντας το ταλέντο από τη σχολαστικότητα και τη μη δημοτικότητα της σοβαρής ποίησης.
Βρισκόμαστε εδώ απέναντι σε έναν στίχο σε άμεση επαφή, με θέματα προσκολλημένα στην πραγματικότητα, σε μια είσοδο της -εδώ και καιρό χαμένης στη μοντέρνα ποίηση- λειτουργικής προφορικότητας, στον υπερθετικό μάλιστα βαθμό.
Και στη συνέχεια, όταν το τραγούδι θα μπορούσε να γίνει πομπώδες, μια σκέτη ρητορική χωρίς τέχνη, ο Ντίλαν την ξαναμπολιάζει με τον αφελή ρεαλισμό και την ένταση του ροκ, απελευθερωμένος από τους κανόνες που ο ίδιος εφηύρε για τον εαυτό του.
Και μη δειλιάζοντας ποτέ να καταπατήσει αυτούς τους κανόνες ξανά και ξανά επανεφευρίσκοντας αυτόν τον εαυτό.
Γιατί το όραμα του Ντίλαν ήταν πάντοτε προσωπικό. Τόσο που μοιάζει ικανό να χωρέσει μια εποχή.
Μέσα από την πολυσημία, την αμφιλογία και την ειρωνεία, τις μεταφορές, τα σύμβολα και τους υπαινιγμούς, μέσα από τις πινακοθήκες των ηρώων που αφηγήθηκε ή τις εικόνες του πλήθους και της στοιβαγμένης ανθρωπότητας που μετέδωσε, ο Ντίλαν μας μιλάει για την εποποιία του ατόμου πριν από την απόλυτη νίκη του ατομισμού.
Μια μορφή ταυτισμένη με τη νεότητα των πρώτων του δίσκων και του παραδείγματός τους, μια νεαρή ηλικία που ταυτίζεται με έναν νέο κόσμο, μεταπολεμικό και μονίμως στα όρια της καταστροφής, με ένα αίτημα για αθωότητα και ειλικρίνεια, αναζητώντας το χαμένο συναίσθημα μέσα στο μοναχικό πλήθος, αναζητώντας τη χαμένη ενότητα μπροστά σε έναν σπαραγμένο ορίζοντα.
Ο Ντίλαν είναι η ευαισθησία του μεταπολεμικού αιώνα.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)