Ο θάνατος του Ντάριο Φο ήρθε λίγες ώρες πριν η Σουηδική ακαδημία ανακοινώσει τη βράβευση του Μπομπ Ντύλαν. Μέσα από την τυχαία αυτή συγκυρία θυμηθήκαμε τον σχετικό σάλο που είχε προκαλέσει η βράβευση του Ντάριο Φο. Οι ενστάσεις είχαν να κάνουν με το γεγονός πως ο Ντάριο Φο δεν ήταν αποκλειστικά συγγραφέας, αλλά τα θεατρικά του κείμενα εντάσσονταν σε ένα σύνολο θεατρικής δράσης ως ισότιμο στοιχείο. Γιατί ο Φο ήταν ταυτόχρονα συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης, σκηνογράφος, δάσκαλος, κοινωνικά ορατός και πολιτικά ενεργός. Ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, με την λογοτεχνική παραγωγή να βρίσκεται ισότιμα μέσα σε ένα ευρύτερο σύνολο που την ξεπερνούσε. Οι τότε ενστάσεις μοιάζουν σήμερα απλώς να υπογραμμίζουν το μεγαλείο αυτής της ολοκληρωμένης καλλιτεχνικής πρότασης (και μακάρι το ίδιο να συμβεί με την εξίσου ολοκληρωμένη πρόταση του Μπομπ Ντύλαν).
Το «Μίστερο Μπούφο», « Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού», το «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω», «Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ», «το Ανοιχτό Ζευγάρι», «Η Μαριχουάνα της Μαμάς Είναι πιο Γλυκιά» αποτελούν έργα που -ακόμη και μακριά από τη σκηνική εκτέλεση του δημιουργού τους- έγιναν κλασικά και επαναπροσδιόρισαν τους όρους του πολιτικού θεάτρου.
Ο Ντάριο Φο κατάφερε ένα διπλό μπόλιασμα στον μπρεχτικό κανόνα του πολιτικού θεάτρου. Πρώτον -και σε αντίθεση με τον μεγάλο συγγραφέα του πολιτικού θεάτρου- συνομίλησε με την επικαιρότητα (και ίσως αυτός είναι ο λόγος που τα έργα του Μπρεχτ μοιάζουν πολύ πιο ανθεκτικά στο χρόνο). Με γεγονότα που συνέβαιναν εκείνη τη στιγμή, με γεγονότα που βρίσκονταν σε καθημερινή συζήτηση και διεκδίκηση πριν η αίσθηση καταλαγιάσει (βλ πχ το δεν «πληρώνω, δεν πληρώνω» σε σχέση με το ιταλικό κίνημα ή τον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού» για την δολοφονία του αναρχικού Τζιουσέπε Πινέλι) με τα νέα ήθη που διεκδικούσαν τον χώρο τους στην Ιταλία του 60 του 70 και του 80, τις σχέσεις εργασίας, τις σχέσεις ανάμεσα στα φύλα, την τρομοκρατία, τα ναρκωτικά. Παρουσίασε τα γεγονότα αυτά άμεσα και όχι με παραβολικό τρόπο. Δεν απέφυγε έτσι να μιλήσει ταυτόχρονα το εφήμερο εμβαθύνοντας κάθε φορά στην ουσία. Πιο συγκεκριμένα συνδημιούργησε πολλά από τα δραματικά του έργα με το κοινό.
Οι παραστάσεις του Ντάριο Φο και του θιάσου του δεν γίνονταν μόνο σε θέατρα αλλά και σε πλατείες, καταλήψεις και εργοστάσια. Στους χώρους αυτούς ακολουθούσε συζήτηση όπου η άποψη του κοινού, η κατάθεση νέων πτυχών ή ακόμη και ντοκουμέντων οδηγούσε συχνά στην αλλαγή των έργων. Έτσι με τον τρόπο αυτό έχουμε μια επιστροφή στη «λαϊκότητα». Όχι με την έννοια της καταγωγής και των εξωτερικών χαρακτηριστικών, αλλά με την επιτόπια συμμετοχή του λαού στο τελικό αποτέλεσμα. Ο θεατής ενεργοποιείται και γίνεται συνιδιοκτήτης του τελικού αποτελέσματος.
Το δεύτερο μπόλιασμα έχει να κάνει ακριβώς με την επικοινωνία με την καταγωγική λαϊκότητα στα θεάματα που παρουσίαζε. Με την επικοινωνία του με τη μεγάλη ιταλική λαϊκή παράδοση, σε επίπεδο αισθητικής των κουστουμιών και των σκηνικών, του παιξίματος, των χαρακτήρων. Με την κομέντια ντελ άρτε, το κουκλοθέατρο, την παράδοση του γκραμλό. Ο Ντάριο Φο στις παραστάσεις του δεν παρουσίαζε μόνο το παρόν κρίνοντάς το, τοποθετούμενος κριτικά και πολιτικά απέναντι σε αυτό. Ταυτόχρονα παρουσίαζε και τα υλικά από τα οποία το παρόν αυτό είναι κατασκευασμένο, μια συνομιλία μέσα στο χρόνο και ταυτόχρονα μια σε βάθος συνομιλία με το κοινό.
Τα πολιτικά έργα του Ντάριο Φο δεν υπήρξαν λοιπόν μόνο επικαιρικά αναγνωρίσιμα μέσα από την σχέση τους με τα τρέχοντα γεγονότα της Ιταλίας, αλλά ταυτόχρονα τοποθετημένα ιστορικά εκβάλλοντας την καταγωγή τους. Διπλά οικεία και γι’ αυτό πολιτικά λειτουργικά στο αποτέλεσμά και την αμεσότητά τους.
Ταυτόχρονα τα έργα αυτά κατάφεραν να υπενθυμίσουν κάτι το οποίο δεν ξεχάστηκε, αλλά μονίμως πρέπει να υπενθυμίζεται. Τη θέση του γέλιου απέναντι στην εξουσία. Το κωμικό στοιχείο κυρίαρχο στη γραφή, τις παραστάσεις, ακόμη και στην όψη του Ντάριο Φο λειτούργησε ως τρόπος ψυχικής ανάτασης, ως τεκμήριο κριτικής και όργανο επίθεσης. Πάντοτε απέναντι στους ισχυρούς, την υποκρισία και την εξουσία.
Ας χαιρετήσουμε λοιπόν τον μεγάλο θεατρικό με τον τρόπο που του ταιριάζει. Αν όχι μ’ ένα γέλιο, τουλάχιστον με ένα χαμόγελο.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου