Σφυρίζει μέσα στο κεφάλι σου και δεν σε αφήνει να κοιμηθείς. Σαν μύγα λαθραία μες την κάμαρα που δεν βρίσκει διέξοδο και μοιράζει τυχαίες τροχιές στον αέρα. Σου υπενθυμίζει την ύπαρξή του χωρίς εσύ να το επιθυμείς. Ένα ποίημα, δυο στίχοι μόνο, άτιτλο. Του Νίκου Καρούζου: «-Δεν σε βλέπω απόψε καλά τι έχεις; – Έχω ύπαρξη». Λίγο για να ξορκίσεις την στιγμή, λίγο για να εξασφαλίσεις πως ο στίχος δεν θα επιστρέψει και το επόμενο βράδυ, λίγο επειδή σε παρασέρνει λόγω αυτού που είναι, ο στίχος ξεκινά τη συνομιλία του μαζί σου.
Ποίημα ελάχιστο. Δεν είναι ποίημα παρά σαν φτάσεις στην τελευταία λέξη. Και ύστερα γυρνάς πίσω και το κοινότοπο της φράσης μεταμορφώνεται. Κοινότοπο απαραίτητο ώστε να υπάρξει η τελευταία λέξη με ποιητικούς όρους και να προκύψει τελικά το ποίημα. Ειπωμένο με τη μορφή ανεκδότου, διεκδικεί τη θέση του ως ποίημα, σαν να κοιτάζει τρυφερά την υποτιμημένη αυτή μορφή του λόγου, σαν να ειρωνεύεται τις πομπώδεις εκδοχές της ποίησης. Ειπωμένο ως διάλογος, ο στίχος παίρνει τη μορφή καθημερινού λόγου. Σαν να συνέβηκε απλά, σαν να υπήρξε τυχαία. Η αίσθηση που αποκτάς είναι πως η ποίηση παραμονεύει, πως σου έρχεται εκεί που δεν την περιμένεις (πως θα ήταν άραγε μια καθημερινότητα, όπου οι πιο τετριμμένες φράσεις και οι πιο βαρετοί διάλογοι θα κατέληγαν σε τέτοιες ποιητικές αποκρίσεις;). Δεν μπορείς να είσαι ήσυχος πως η ποίηση δεν θα σου επιτεθεί το δρόμο, ντυμένη την όψη ενός γνωστού σου.
Μέσα σε δύο στίχους, ένα ποίημα, δύο φράσεις ο Καρούζος σκηνοθετεί έναν αυτοτελή φιλοσοφικό διάλογο. Τα δύο πρόσωπα είναι εκεί, η νύχτα τους κυκλώνει, ο ένας έχει όψη που φανερώνει πως κάτι δυσάρεστο συμβαίνει, ο δεύτερος ανησυχεί και νοιώθει την ανάγκη να ρωτήσει. Βλέπουμε τα πρόσωπα, καλούμαστε να σχεδιάσουμε τον περιβάλλοντα χώρο, την όψη ενός ανθρώπου που έχει ύπαρξη. Η ελλειπτικότητα —ακριβώς λόγω της αυτοτέλειάς της— καλεί σε συμμετοχή, μας προκαλεί στο ποίημα, στην ποίηση, στην ύπαρξη.
Η ύπαρξη στο ποίημα ταυτίζεται με κάτι το αρνητικό. Ή τέλος πάντων με κάτι που κάνει την όψη του ανθρώπου να μην δείχνει καλά. Δεν υπονοείται, όμως, κάτι από το οποίο μπορεί κανείς να γιατρευτεί. Η ύπαρξη μπορεί να ειπώνεται ως αρχή του κακού. Από τη στιγμή που υπάρχουμε θα υποφέρουμε. Τέρμα με τις ανόητες αισιοδοξίες, τη δικτατορία των ευτυχισμένων. Η ζωή είναι πόνος, αμφιβολία, δοκιμασία. Η ύπαρξη είναι αγκομαχητό. Μια υπόθεση που τσαλακώνει την όψη, μια αρρώστια που από τη στιγμή που την ανακαλύπτεις δύσκολα θα ξεφύγεις. Αν η ζωή είναι αγώνας η ποίηση οφείλει να μας επαναφέρει στη διαπίστωση του πυρετού της ύπαρξης. Και όμως, η διαπίστωση ειπώνεται σε ένα ποίημα που έχει μάλλον κωμική μορφή, που χρησιμοποιεί τη δομή του ανεκδότου (διάλογος-απόκριση-ανατροπή) .Μια νέα ανάγνωση θα μπορούσε ίσως να αμφιβάλει για τη σημασία του ποιήματος και να το κατέτασσε ως απλό ευφυολόγημα. Μα είναι ακριβώς αυτή η αντίθεση ανάμεσα στη δομή και την τελευταία λέξη (που είναι ταυτόχρονα και η ουσία του ποιήματος) που τελικά κάνει το κείμενο μεγαλειώδες. Κάθε αγωνία, κάθε αγκομαχητό μπορεί να ειπωθεί ως κάτι κωμικό. Μια κωμική στάση που δεν ειρωνεύεται αλλά αντίθετα υπερβαίνει την ποίηση, τη σοβαρότητα, την ύπαρξη δίνοντάς μας τελικά ακόμα μεγαλύτερη ποίηση, ακόμα πιο αμείλικτη σοβαρότητα ακόμα πιο αγωνιώδη ύπαρξη.
Ποίημα που παιχνιδίζει μέσα στη μικρή του μορφή, αλλά είναι ταυτόχρονα μανιφέστο για την ποίηση και ταυτόχρονα φιλοσοφική στάση. Λίγα ποιήματα υπήρξαν τόσο λυτά, τόσο λιτά και ταυτόχρονα τόσο περιεκτικά. Τόσο σύντομα και ταυτόχρονα με τέτοια έκταση. Ποιήματα που όταν τελικά σε επισκεφτούν κάποια ώρα νυχτερινή δεν θα σε αφήσουν να ησυχάσεις. Ταυτόχρονα, όμως, θα σου διαβάζουν ξανά και ξανά τον εαυτό τους μέχρι να σε αιχμαλωτίσουν, δίνοντας σου ποιητική απόλαυση και συγκίνηση ακόμα και αν δεν το περιμένεις, ακόμα και αν δεν είσαι έτοιμος για αυτή.
Γιατί η ύπαρξη πρέπει να είναι πυρετός. Ειπωμένος σαν φράση καθημερινή, σαν στίχος αναγκαίος.
(στην εφημερίδα Εποχή)