Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Ζώσα λογοτεχνία



«Κλασικό είναι το βιβλίο που όλοι υμνούν αλλά κανείς δεν έχει διαβάσει» αποκρίνεται σε έναν από τους πλέον γνωστούς αφορισμούς του ο Μαρκ Τουέιν και η μοίρα τον εκδικείται ορίζοντάς τον ως έναν από τους πλέον κλασικούς συγγραφείς. Παράλληλα ακούμε αποκρίσεις τύπου: «Δεν γράφονται πια αριστουργήματα», «η λογοτεχνία βρίσκεται σε παρακμή», «πώς να συγκριθεί κάποιο έργο με τα αριστουργήματα του παρελθόντος;». 
Φράσεις που παραλλαγμένες ορίζουν, αντιθετικά (αλλά στην πραγματικότητα σε σύμπνοια) με την πρώτη πρόταση, τους προβληματικούς όρους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τη λογοτεχνία. Ως ένα μόνιμο υψηλό παρελθόν, το οποίο στην πραγματικότητα αγνοούμε. Και κατ’ επέκταση ως ένα μόνιμο λειψό παρόν, το οποίο αρχικά υποτιμούμε, ώστε να καταλήξουμε τελικά να το αγνοήσουμε και αυτό. Με αποτέλεσμα η άγνοια και η αποφυγή να καλύπτουν το σύνολο του παρόντος μας.
Αν έπρεπε να βρούμε έναν παράδρομο που θα μας οδηγούσε στην αποφυγή των παραπάνω πολλαπλών αδιεξόδων, αυτός θα ήταν η σχέση μας με τη ζώσα λογοτεχνία. Με τον όρο αυτό προσπαθούμε να περιγράψουμε όχι απλώς τη λογοτεχνία που τώρα γράφεται, αλλά κυρίως τη λογοτεχνία που διαδραματίζεται στο σήμερα και διαδραματίζει το τώρα. Οχι απλώς σε επίπεδο αναφορών, αλλά κυρίως σε επίπεδο προβληματισμού και τρόπων.
Ο όρος δεν μπαίνει αντιθετικά σε σχέση με το παρελθόν, ούτε επιθυμεί να περιγράψει μια αξιολογική κρίση στο σύνολό της, να μιλήσει για μια αυταξία χωρίς άλλα κριτήρια παρά αυτά του χρόνου και της συγχρονίας. Μιλά αποκλειστικά για τη σχέση του έργου με τον αναγνώστη, του μέσου με τον δέκτη.
Στη ζώσα λογοτεχνία θα συναντήσω την πλατεία Βικτωρίας τού σήμερα, τους δρόμους της πόλης μου και τον τρόπο που αυτοί περπατούν. Τους μετανάστες, τον ρατσισμό, τη βία και την απόγνωση. Εναν χώρο που αναγνωρίζω ως κατοικία και όχι απλά ως μοτίβο. Ενα βίωμα που εμπεριέχει το δικό μου βίωμα. Ενα πρόσωπο οικείο στην αρχιτεκτονική, το ύφος και τη στιγμή του.
Τον τρόπο που η γλώσσα μου μοιράζει ευχές, κατάρες, μπινελίκια.
Τον τρόπο που κατοικούνται οι προτάσεις μου. Και αν κάτι έχει σημασία σε όλες τις παραπάνω προτάσεις, αυτό είναι εκείνο εκεί το «μου».
Η ιδιοκτησία ενός πρώτου προσώπου που εμπεριέχει τον πληθυντικό του. Την άμεση ταύτιση, τον αντανακλαστικό δεσμό, το θολό σύνορο της αλληλοεπικάλυψης. Το βασικό στοιχείο της ζώσας λογοτεχνίας λοιπόν είναι η οικειότητα. Η οικειότητα αυτή για πρόσωπα, τόπους και καταστάσεις, που γίνεται οικειότητα για το λογοτεχνικό τους αποτύπωμα, άρα και οικειότητα για την ίδια τη λογοτεχνία.
Το να συνηγορούμε υπέρ της ζώσας λογοτεχνίας μοιάζει με το να συνηγορούμε υπέρ του εαυτού μας. Οχι χωρίς ιστορία, όχι χωρίς κριτήρια, όχι με πειραγμένες ζυγαριές υπέρ του παρόντος, απλά αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα της τώρα αφήγησης να αφηγηθεί τον εαυτό της.
Η σημασία της σχέσης μας με τη ζώσα λογοτεχνία αναδεικνύει την πραγματικότητά μας ως ικανό υλικό για αφήγηση. Πλουτίζει τη στιγμή με τη δυνατότητα και τη σημασία του βάρους. Και τελικά σε μια ορατή αντίστροφη κίνηση φορτίζει τις παρελθούσες στιγμές με το βάρος της ζωής.
Ετσι κάθε τι το παρελθοντικό και περασμένο -κάθε στιγμή που μπορεί να έστεκε παγωμένη στην ακαμψία του κλασικού- φορτίζεται με οικειότητα. Αφού κάθε λογοτεχνία που τώρα στέκει ως κλασική ήταν και αυτή κάποτε μια ζώσα λογοτεχνία, με τις ίδιες ταυτίσεις, τις ίδιες αποκλίσεις και αναγνωρίσεις εαυτού με τα κείμενα του σήμερα.
Η σχέση μας λοιπόν με τη ζώσα λογοτεχνία αναδεικνύεται και ως αρχή μιας νέας επαφής με το κλασικό, την παράδοση και το παρελθόν. Δίνει βάρος στο παρόν, ζωή στο παρελθόν και τελικά καταφέρνει να επαναπροσδιορίσει τη σχέση μας με την ίδια τη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα.
Και αν δεχτούμε πως το παρόν που ζούμε παίρνει διαστάσεις ιστορικών στιγμών, τότε πρέπει ταυτόχρονα να παραδεχτούμε πως οι στιγμές αυτές χρειάζονται τις αντίστοιχες λέξεις τους. Λέξεις όχι δάνειες και παρελθούσες, αλλά ζωντανές και ακαριαίες.

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Ένας εικονοκλάστης χωρίς εικόνες: Για τον Τζίμη Πανούση του σήμερα



«Μα τι έ­πα­θε ο Πα­νού­σης;» Ερώ­τη­ση-μό­νι­μη ε­πω­δός τα τε­λευ­ταία χρό­νια, που πά­ντα α­κο­λου­θού­σε κά­ποια α­πό τις εμ­φα­νί­σεις του μου­σι­κού. Θυ­μά­μαι την ε­ρώ­τη­ση να πέ­φτει στο τρα­πέ­ζι ε­νός μπαρ στα Εξάρ­χεια κά­που το ‘13, κά­τω α­πό την α­φί­σα των πα­ρα­στά­σεων του Πα­νού­ση στο Τρόι­κα κλα­μπ, ό­που το ά­στρο του Δα­βίδ με­τα­τρε­πό­ταν, μέ­σω γρα­φι­στι­κής σε σβά­στι­κα. Ένα χι­λιο­ει­πω­μέ­νο, εύ­κο­λο και προ­βλη­μα­τι­κό σχό­λιο που ό­χι μό­νο δεν κα­τά­φερ­νε να σο­κά­ρει, αλ­λά εί­χε σαν α­πο­τέ­λε­σμα να γε­μί­σει τον τό­πο να­ζι­στι­κά σύμ­βο­λα, ε­νώ γύ­ρω οι νε­ο­να­ζί πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νταν, ε­νώ η φρί­κη πέρ­να­γε στην κα­νο­νι­κο­ποίη­σή της. Αυ­τά βέ­βαια ή­ταν ψι­λά γράμ­μα­τα σε σχέ­ση με ό­σα α­κο­λού­θη­σαν.

Ο κά­πο­τε Τζι­μά­κος

Δεν θα ‘θε­λα να γρά­ψω για ό­σους με­γά­λω­σαν με τα τρα­γού­δια και τις πα­ρα­στά­σεις του Τζί­μη Πα­νού­ση και τη με­τέ­πει­τα α­πο­γοή­τευ­ση που τους δη­μιουρ­γή­θη­κε, με τον ί­διο τρό­πο που οι πα­λαιό­τε­ροι μπο­ρεί να έ­γρα­φαν για τον Θε­ο­δω­ρά­κη π.χ.  και το υ­πουρ­γείο στην κυ­βέρ­νη­ση Μη­τσο­τά­κη, ή τη στρο­φή του Διο­νύ­ση Σαβ­βό­που­λου α­πό εκ­φρα­στή μιας γε­νιάς σε τη­λεευαγ­γε­λι­στή της νε­οορ­θο­δο­ξίας. Οι συ­γκρί­σεις εί­ναι συ­χνά ο κα­λύ­τε­ρος τρό­πος να α­πο­φύ­γεις την ου­σία, να πνί­ξεις τη λε­πτο­μέ­ρεια και την ι­διο­μορ­φία της κά­θε πε­ρί­πτω­σης, να κα­τα­φύ­γεις στα α­ντα­να­κλα­στι­κά των μα­θη­μέ­νων α­φο­ρι­σμών.
Η τό­τε μου­σι­κή και η γε­νι­κό­τε­ρη στά­ση του Πα­νού­ση (ει­δι­κά για ό­σους α­πό ε­μάς έ­τυ­χε να τον α­να­κα­λύ­ψουν σε μι­κρή η­λι­κία) εί­χε κά­τι το α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό. Η καρ­να­βα­λι­κή διά­θε­ση εκ­φρα­σμέ­νη στη σκη­νή, στα ε­ξώ­φυλ­λα και τους στί­χους, η α­θυ­ρο­στο­μία ει­πω­μέ­νη σε μια ε­πο­χή λα­μέ που­ρι­τα­νι­σμού, η κρι­τι­κή στην κυ­ρίαρ­χη κα­φρί­λα των 80’s, τον υ­περ­κα­τα­να­λω­τι­σμό και τα α­με­ρι­κα­νι­κά πρό­τυ­πα των 90s και ταυ­τό­χρο­να η υ­φέρ­που­σα με­λαγ­χο­λία και α­παι­σιο­δο­ξία, η υ­περ­βο­λή και η ε­πι­θε­τι­κό­τη­τα α­κό­μη και η κρι­τι­κή στά­ση α­πέ­να­ντι στην κουλ­τού­ρα της «ορ­θό­δο­ξης» α­ρι­στε­ράς, α­πο­τέ­λε­σαν στοι­χεία συ­γκρό­τη­σης. Ο Πα­νού­σης κα­τά­φε­ρε να εν­σω­μα­τώ­σει την ει­ρω­νεία, την ε­πι­νο­η­τι­κό­τη­τα και το πο­λι­τι­κό χιού­μορ των πρώ­των δε­κα­ε­τιών της με­τα­πο­λί­τευ­σης, να τα κα­τα­γρά­ψει ως ταυ­τό­τη­τα και να μας τα πα­ρα­δώ­σει. Μα γρά­φο­ντας αυ­τές τις γραμ­μές κα­τα­λα­βαί­νω πως αυ­τό που πε­ρι­γρά­φω εί­ναι ου­σια­στι­κά η –ε­δώ και και­ρό- α­κυ­ρω­μέ­νη σχέ­ση με το ε­ναλ­λα­κτι­κό κοι­νό της δε­κα­ε­τίας του ’80.
Ο –κά­πο­τε για μας- Τζι­μά­κος, μοιά­ζει πα­ρο­πλι­σμέ­νος α­πό τις ί­διες τις πα­γί­δες που η πο­λι­τι­κή σά­τι­ρα κου­βα­λά στον πυ­ρή­να της. Ο καλ­λι­τέ­χνης δεν χρειά­ζε­ται να ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γή­σει γύ­ρω α­πό τις θέ­σεις του, μια και το γέ­λιο εί­ναι α­πό μό­νο του κα­τά­φα­ση. Όταν ό­μως το γέ­λιο ε­κλεί­πει η πο­λι­τι­κή θέ­ση μοιά­ζει  με φα­να­τι­σμό που α­να­ζη­τά την ε­πι­βε­βαίω­ση στην έ­ντα­σή του (κά­πως έ­τσι εί­δα την πα­ρου­σία του Πα­νού­ση στην πρό­σφα­τη συ­νέ­ντευ­ξή του στην Ελλη­νο­φρέ­νεια, ό­ταν η έ­ντα­ση έ­φτα­σε στα ό­ρια του πα­ρα­λη­ρή­μα­τος, με τους «φα­σί­στες» και «κα­ρα­γκιό­ζη­δες» α­ρι­στε­ρούς, τις κοι­νο­το­πίες για τη γε­νιά του Πο­λυ­τε­χνείου, τις «η­λί­θιες» και «που­λη­μέ­νες» η­γε­σίες. Εμφά­νι­ση που ε­γκω­μία­σε και η ε­φη­με­ρί­δα «Στό­χος»). Εξαρ­τη­μέ­νος α­πό τα γύ­ρω γε­γο­νό­τα ο σα­τι­ρι­κός καλ­λι­τέ­χνης ο­φεί­λει να ε­πα­νε­φευ­ρί­σκει συ­νε­χώς τον ε­αυ­τό του α­νά­λο­γα με τις γύ­ρω αλ­λα­γές. Όταν α­πο­τυγ­χά­νει αυ­τό δη­μιουρ­γεί μια φάλ­τσα α­φή­γη­ση  και κυ­ρίως φάλ­τσα σε σχέ­ση με τον προ­η­γού­με­νο ε­αυ­τό του. Και σε αυ­τές τις συν­θή­κες α­κό­μη και η στα­σι­μό­τη­τα α­πο­τε­λεί  αλ­λα­γή.

Οι εμ­μο­νές ως προ­τε­ραιό­τη­τες

Σή­με­ρα, ο Τζί­μης Πα­νού­σης μοιά­ζει με έ­ναν ει­κο­νο­κλά­στη που μά­χε­ται α­νύ­παρ­κτες ει­κό­νες. Για­τί έ­χει δια­φο­ρά να σα­τι­ρί­ζει το ΚΚΕ για την στά­ση του στο Χη­μείο (στο «Τα παι­διά της ΚΝΕ») και άλ­λο το ε­κτός τό­που και χρό­νου του ση­με­ρι­νού «Η Katyusha του ΚΚΕ» , που μοιά­ζει με ξα­να­ζε­στα­μέ­νη θεω­ρία των δύο ά­κρων δή­θεν ει­πω­μέ­νο α­πό τα α­ρι­στε­ρά, με το κο­τσά­ρι­σμα του pure νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου και σε άλ­λες του κα­τα­γρα­φές λαϊκί­στι­κου ε­πι­χει­ρή­μα­τος «δεν πλη­ρώ­νω φό­ρους για­τί μου κλέ­βουν τα λε­φτά τα κόμ­μα­τα» και κυ­ρίως με το α­χα­ρα­κτή­ρι­στο στην μι­κρο­ψυ­χία του (του­λά­χι­στον) «πλάι πλάι μα­ζί με χρυ­σαυ­γί­τες».  Οι εμ­μο­νές εί­ναι α­πα­ραί­τη­τες για κά­θε κω­μι­κό, αλ­λά ό­ταν αυ­τές γί­νο­νται α­πό­λυ­τες προ­τε­ραιό­τη­τες και μά­λι­στα ε­νώ ο ί­διος ο χρό­νος αλ­λά­ζει το α­ντι­κεί­με­νο της σά­τι­ρας, το α­πο­τέ­λε­σμα κα­τα­λή­γει να με­λω­δεί ως α­πό­λυ­τα κα­κό­η­χη συ­ντή­ρη­ση.
Για το τέ­λος κρα­τώ την πρό­σφα­τη εμ­φά­νι­ση του Πα­νού­ση στην εκ­πο­μπή του Κα­ζά­κη: «Να βγουν να δη­λώ­σουν ό­λοι αυ­τοί του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ πως εί­ναι ο­μο­φυ­λό­φι­λοι, αυ­τός ο άν­δρας ο Βα­ρου­φά­κης που κου­νιέ­ται σαν κο­πε­λί­τσα, ο άλ­λος ο Τσα­κα­λώ­τος, ο Σακ­κε­λα­ρί­δης που φέρ­νει κα­νο­νι­κά σε κο­πε­λί­τσα τε­λειω­μέ­νη (…) πι­στεύω πως θα το κά­νουν, τους έ­χω ι­κα­νούς, θα γε­λά­σου­με.» Δεν ξέ­ρω αν έ­χει κά­ποιο νό­η­μα να σχο­λιά­σει κα­νείς την εμ­φα­νή ο­μο­φο­βία, τον μα­τσι­σμό που α­πό άλ­λους χώ­ρους τον έ­χου­με συ­νη­θί­σει ή την αι­σθη­τι­κή του χιού­μορ που πα­ρα­πέ­μπει σε γυ­μνα­σιάρ­χη ε­παρ­χίας ή Τα­λι­μπάν μη­τρο­πο­λί­τη.
Κά­που α­νά­με­σα στο ναρ­κισ­σι­σμό της ε­λά­χι­στης α­πό­στα­σης (ό­που ό, τι κο­ντι­νό σου με­τα­τρέ­πε­ται σε θα­νά­σι­μο ε­χθρό για λό­γους αυ­το­ε­πι­βε­βαίω­σης και συ­γκρό­τη­σης α­πό α­ντα­νά­κλα­ση) και το άγ­χος της πρω­το­τυ­πίας, κά­που α­νά­με­σα στο χρό­νο που κυ­λά και μας α­φή­νει πί­σω και τον άλ­λο χρό­νο που έρ­χε­ται α­πό την α­ντί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση, κά­που α­νά­με­σα σε μια σά­τι­ρα που πα­ρήλ­θε και μια άλ­λη, που προ­σπα­θώ­ντας να ει­πω­θεί α­πό τα α­ρι­στε­ρά, χρη­σι­μο­ποιεί ό­λο και πιο δε­ξιά ε­πι­χει­ρή­μα­τα, κά­που ε­κεί α­νά­με­σα το γέ­λιο χά­θη­κε. Αυ­τό που μέ­νει εί­ναι η στά­χτη ε­νός χα­μό­γε­λου και έ­νας καλ­λι­τέ­χνης πα­ντε­λώς πια ξέ­νος.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Ζώντας περίεργους καιρούς






Σκεφτόμουν την ταινία Goodbye Lenin. Όχι γιατί αποτελεί κάποια σημαντική συμβολή στην τέχνη του κινηματογράφου, αλλά γιατί κατάφερε να περιγράψει με τον πιο απλό τρόπο την ξαφνική πύκνωση του ιστορικού χρόνου, το απότομο στρίμωγμά του στο βραχύ σώμα των ημερολογίων. Το 1989, μια γυναίκα στην Ανατολική Γερμανία παθαίνει καρδιακό και πέφτει σε κώμα. Όταν συνέλθει λίγους μήνες μετά, η χώρα και το καθεστώς στο οποίο είχε αφιερώσει όλη της τη ζωή απόλυτα ταυτισμένη μαζί του αποτελούν παρελθόν. Όμως, αυτή δεν το γνωρίζει. Η γυναίκα ξυπνά από έναν παρατεταμένο ύπνο σε έναν νέο κόσμο. Σαν να εκσφενδονίστηκε πολλά χρόνια μπροστά στην ιστορία.
Ο χρόνος περπατά με περίεργο βάδισμα. Το μέγεθος του διασκελισμού του δεν είναι πάντα ορατό. Έτσι τα γεγονότα παίρνουν το πραγματικό τους μέγεθος μόνο όταν τα κοιτάξεις από απόσταση. Αλλά τότε έχουν ήδη καταχωρηθεί στο παρελθόν και η σημασία τους λιμνάζει κάπου στις μνήμες. Θέλοντας να αποφύγουμε αυτή την αποστείρωση ντύνουμε τα γεγονότα που βιώνουμε με υποθέσεις. Υποθέσεις για το μέγεθος και τη σημασία, υποθέσεις για τη ζωή μας και τον χρόνο που βιώνουμε. Στο ημερολόγιο των υποθέσεων όλοι μας συντηρούμε έναν υποθετικό συγγενή σε κώμα. Κάποιον στον οποίο θα παρουσιάσουμε το παρόν μας και αυτός με γνώμονα την απουσία του θα μας περιγράψει το μέγεθος των γεγονότων και του χρόνου.

Ένας υποθετικός διάλογος

Ο υποθετικός μου συγγενής έπεσε σε κώμα την πρωτοχρονιά του 2012. Είχε προλάβει να δει τις αναταραχές και τα τριξίματα της παλαιάς κατάστασης πραγμάτων, να ψηλαφίσει –ίσως- ως ενδεχόμενα τις αυριανές μεταβολές. Σήμερα όμως, ξυπνάει και ‘γω πρέπει να του εξηγήσω μια σειρά από πράγματα:
-Ο ΣΥΡΙΖΑ βγήκε πρώτος στις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση
-Πώς; Μα εγώ τον είχα αφήσει στο 4,6%
-...Επειδή όμως δεν κατάφερε να έχει αυτοδυναμία συνεργάζεται με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, που ίδρυσε ο Πάνος Καμένος λίγους μήνες αφού έπεσες σε κώμα.
-Μα τι λες; Αυτός τη δεκαετία του ‘80 ήταν ένας από τους πιο σκληρούς και ταγμένους ΟΝΝΕΔιτες του Αβέρωφ. Εξαπτέρυγο του τότε αρχιΟΝΝεδίτη Βασίλη Μιχαλολιάκου. Πώς γίνεται να συνεργάζεται με την αριστερά;
–Α ναι μια και είπες Μιχαλολιάκος [πώς το ξεστομίζουν αυτό τώρα;] τρίτο κόμμα στο ελληνικό κοινοβούλιο είναι η Χρυσή Αυγή. Γιατρέ ελάτε γρήγορα νομίζω πως ξαναέπεσε σε κώμα.
-Όχι καλά είμαι. Μου ήρθε λίγο απότομα. Μα καλά από πού και ως που; Αυτοί ήταν κάπου στο 0,3% Τι έγινε; Ποιος κρετίνος τους ψήφισε;
-388.447 για να είμαστε ακριβείς και ακόμη και εκείνο το 7 στο τέλος πονάει.
-Και το ΠΑΣΟΚ;
-Α, αυτό είναι απ’ τα ωραία. Αγνοείται κάπου στις κοιλάδες των μονοψήφιων αριθμών.
-Μα πώς μπορεί να επέτρεψε κάτι τέτοιο ο Γιώργος Παπανδρέου, ο μέγας στρατηλάτης
- Α αυτός τώρα έχει νέο κόμμα, παρ’ όλο που κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί πως λέγεται. Εξωκοινοβουλευτική αριστερά φάση.
-Άνοιξε λίγο την τηλεόραση. Πρέπει να δω τι γίνεται. Τι είναι τούτο το ΝΕΡΙΤ;
-Α αυτό είναι μεγάλη ιστορία. Θα στα εξηγήσω μετά.
-Να βάλουμε λίγο Πρετεντέρη. Αυτός πάντα ξέρει τι λέει. Μην μου πεις πως έγινε και αυτός κομουνιστής…
-Όχι ακόμη. Αυτός έχει παραμείνει τέλειος όπως ήταν, μόνο πάχυνε λιγάκι. Α ναι και ο Τσίμας πήγε στον ΣΚΑΙ
-Ε όχι! Καλά όλα τα άλλα, αυτό όμως δεν μπορώ να το αντέξω. [Καλύτερα λοιπόν να μη πω στον υποθετικό μου συγγενή πως ο Σταύρος Θεοδωράκης έφυγε και αυτός από το Mega ιδρύοντας κάτι σαν κόμμα και είναι τώρα τέταρτη δύναμη].

Όλα μπορούν να συμβούν

Για όσους από εμάς γεννήθηκαν και μεγάλωσαν κάπου πριν, κάπου μετά την δεκαετία του ’80, ο χρόνος μας παραδόθηκε χωρίς ρωγμές, χωρίς αμφιβολίες. Η ιστορία περπάταγε σταθερή με την ίδια βεβαιότητα που βαδίζουν τα ρολόγια. Χωρίς άλματα ή σκοντάμματα, παγωμένη στην όποια μεταβολή της. Όλα ήταν λίγο πολύ καθορισμένα, συμπαγή και είχε καταντήσει «το αύριο, με αύριο να μην μοιάζει». Η όποια αλλαγή είχε αγοράσει οικόπεδο κάπου στα στρέμματα της ουτοπίας και η ύπαρξη του ΠΑΣΟΚ έμοιαζε όμοια με φυσικό φαινόμενο, όπως η βροχή το φθινόπωρο, η ζέστη το καλοκαίρι και οι καούρες άμα φας πολύ πράσο.
Αν έχει κάτι να μας πει ο υποθετικός συγγενής, αυτό είναι πως όλα μπορούν να συμβούν, πως άσχετα με τα φαινόμενα η ζωή παραμένει πάντοτε ανοιχτή στα ενδεχόμενά της. Δίνοντας ταυτόχρονα θέση στο όνειρο και τον εφιάλτη, νομιμοποιώντας τη διεκδίκηση, το όποιο αύριο μπορούμε να φανταστούμε, να κερδίσουμε ή να χάσουμε.
Προς το παρόν παραμένουμε για προληπτικούς λόγους στο κρεβάτι του νοσοκομείου παίζοντας χαρτιά με τον υποθετικό μας συγγενή και κοιτάμε κάθε τόσο βαριεστημένοι το ρολόι μας, μέχρι να έρθει η ώρα του επόμενου αύριο.




(στην εφημερία Εποχή)

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Η σημασία των νέων πλατειών



Μέσα στην αναδιάρθρωση της πολιτικής σφαίρας και των πολιτικών τρόπων όπως αυτά αναδείχτηκαν από το ερχομό της κρίσης μέχρι σήμερα, οι πλατείες αναδύονται ως παραλλαγές του πρόσφατου εαυτού τους. Όμοιες και ταυτόχρονα διαφορετικές, παλιές στην επανάληψή τους και ταυτόχρονα καινούργιες στο αίτημά τους.

Σίγουρα αυτό που προκαλεί πρώτα εντύπωση είναι πως σε μια χώρα και έναν δεδομένο χώρο όπου οι πορείες κι οι συγκεντρώσεις αποτελούν μια καθημερινή έκφανση και έκφραση του πολιτικού, είναι ίσως η πρώτη φορά που μια συγκέντρωση διεξάγεται υπέρ και όχι κατά μιας πολιτικής και μίας κυβέρνησης. Το πλήθος την Τετάρτη στην πλατεία Συντάγματος (και στις διάφορες άλλες πλατείες της χώρας) ήταν πυκνό, πολύμορφο και αυθόρμητο. Θύμιζε τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων, τον συνδυασμό και την σύνθεση της τότε πραγματικότητάς. Από τις πατριωτικές κορόνες, τις γραφικότητες και τις φωνασκίες, μέχρι τα πολιτικά τραγούδια, τα ξενόγλωσσα πλακάτ- απευθύνσεις, το καταγγελτικό αγκαλιά με το καρναβαλικό και κυρίως την ανώνυμη πολιτική κατάθεση ενός πλήθους που αναγνωρίζει την σημασία της παρουσίας του άσχετα από πολιτικές εντάξεις. Οι διαφορές όμως σε σχέση με τότε, αν και μικρές έμοιαζαν ικανές να περιγράψουν τις αλλαγές οι οποίες έχουν ήδη συντελεστεί, τον δρόμο που διανύθηκε (σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας και των τότε πλατειών). Απούσα  αστυνομία και ξεριζωμένα κάγκελα, απουσία του φόβου απέναντι στην καταστολή. Μια μοιρασμένη αισιοδοξία, μια ακόμη αγουροξυπνημένη αγωνιστικότητα και ένας τόνος σχεδόν εορταστικός. Μέσα από την μεταμόρφωσή τους, οι παλαιές πλατείες γιόρταζαν τη νέα τους μορφή ανασυντάσσοντας το παρελθόν  τους.

Πιάνοντας το νήμα από την αρχή, αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε προς το παρόν είναι πως η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και οι πρώτες κοινοβουλευτικές του μέρες κατάφεραν να υπερπηδήσουν μία πτυχή των πολλαπλών κρίσεων που διαχυθήκαν στην κοινωνία τις μέρες της κρίσης. Την κρίση της εκπροσώπησης και της εμπιστοσύνης. Ο κόσμος στις πλατείες μαρτυρεί και ενσαρκώνει αυτό που καταγράφουν οι διάφορες μετρήσεις καθώς και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στους δρόμους της χώρας. Μια εμπιστοσύνη που επιζητά να μεταμορφωθεί σε αξιοπρέπεια, ένα αίτημα το οποίο μοιάζει να εισακούεται, μια εκπροσώπηση που ίσως για μια από τις ελάχιστες φορές τείνει να έχει νόημα. Σίγουρα ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της κατάστασης είναι πως είναι εύθραυστη, στοιχείο που βέβαια δεν μειώνει σε τίποτα τη σημασία του επιτεύγματος.

Οι νέες πλατείες περιγράφουν και αυτές τις ίδιες ανάγκες με της παλαιές αυτή την φορά όχι ως αντίθεση αλλά ως επιδιωκόμενη σύνθεση. Την ανάγκη και επιθυμία του κόσμου για άμεση συμμετοχή στο πολιτικό, για συνδιαμόρφωση και συναπόφαση. Αντιμετωπίζοντας αυτή τη φορά την κυβέρνηση όχι ως φυσικό εχθρό αλλά ως έναν δυνάμει σύμμαχο και οριακά ως πολιτική τους προέκταση σε άλλο επίπεδο.

Οι παλαιές πλατείες μοιάζουν να τελείωσαν με την ανάθεση της διεκδίκησης, της διαμόρφωσης  και της αλλαγής στον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2012. Τώρα που η κίνηση αυτή έφτασε στα όριά της -μετά την εκλογική νίκη- οι νέες αυτές πλατείες θα κριθούν επιτυχείς αν ακριβώς καταφέρουν να δημιουργήσουν με νέους όρους την αντιστροφή αυτής της κίνησης. Αν καταφέρουν να συνδέσουν το πλήθος αυτό με τις πολιτικές αποφάσεις. Και αν την Τετάρτη η παρουσία του κόσμου και μόνο ήταν αρκετή ως πολιτική πράξη θα χρειαστούν πολλά ώστε η μάζα και ο αριθμός να γίνουν πλήθος. Ένα πλήθος όπου ο καθένας θα υπάρχει ως φορέας της αυτοτέλειας της άποψής του προς μια επιτακτική και πρακτική σύνθεση. Είναι σίγουρο πως βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή (μια αρχή που κανείς δεν μας βεβαιώνει για τη συνέχειά της) αλλά ακόμα και αυτή η αρχή μοιάζει αυτοτελώς συναρπαστική.

 Ίσως όλα αυτά να ακούγονται ως βιαστικά συμπεράσματα, φιλτραρισμένα από το ηχητικό φάλτσο του ουτοπικού, είναι όμως γεγονός πως οι τεκτονικοί πολιτικοί μετασχηματισμοί των τελευταίων ετών απέδειξαν πως το καινούριο γεννιέται μέσα (και εξαιτίας της) στη ρευστότητας του πραγματικού. Έχουμε κάθε δικαίωμα να δένουμε την επιθυμία και την ευχή με την διεκδίκηση και τη διαμόρφωση. Ζούμε ρευστές, επικίνδυνες, όμορφες εποχές και η μόνη μας βεβαιότητα είναι πως όλα είναι ανοιχτά.




(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Άντεξα (με δυσκολία, την νέα παράσταση του Σάκη Ρουβά)


Τα βραβεία, οι μπίζνες και η φαλκίδευση της κριτικής





 Στην παράσταση, ‘’Ηρακλής, οι 12 άθλοι’’, ο Σάκης Ρουβάς υποδύεται τον Σάκη Ρουβά ως Ηρακλή. Στην πραγματικότητα όμως καταφέρνει να μιμηθεί τον Σάκη Ρουβά όπως περίπου τον μιμείται ο Μητσικώστας: Με την πομπώδη αφέλεια της απόλυτης κατάφασης του θεάματος. Είναι εμφανές από τα πρώτα λεπτά της παράστασης πως στόχος της (πέρα από την κιτσάτη εξωστρέφεια του εντυπωσιασμού) είναι να προστατευτεί ο πρωταγωνιστής από τον κίνδυνο της υποκριτικής (έναν κίνδυνο που καιροφυλακτεί σε αρκετές παραστάσεις).  Για τον λόγο αυτό ένα μεγάλο κομμάτι του ρόλου του είναι προηχογραφημένο και ακούγεται ως Voice over ενώ ο ίδιος επί σκηνής στοχάζεται, περπατά ή απλά υπάρχει. Το υπόλοιπο κομμάτι μοιράζεται ισόποσα ανάμεσα στην εκσφενδόνιση φράσεων με κύριο μέλημά αυτό της ορθοφωνίας (προσωπική κακεντρεχής παρατήρηση: ο Σάκης εκφέρει το ‘’ρ’’ ακριβώς όπως ο Άδωνις) και σε πεδία όπου ο σταρ μάλλον κινείται πιο άνετα, όπως τις στιγμές που τρέχει, παλεύει, χορεύει, τραγουδά, κόβει κεφάλια και κυρίως φωνάζει (ακόμα σφυρίζει στα αυτιά μου αυτό το ‘’ΙΟΛΑΕ!’’. Ειλικρινά δεν έχω ξαναδεί παράσταση με τόσα πολλά φωνήεντα). Στην πραγματικότητα η παράσταση -με το υποτυπώδες της κείμενο, τις κοινοτοπίες σε θέση σοφών γνωμικών και την σκυλαδο-sci-fi αισθητική της-δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια χορογραφημένη αμηχανία με ακριβό αντίτιμο, ένα βίντεο κλιπ που παριστάνει το θεατρικό (ενώ ονειρεύεται κρυφά πως είναι χολιγουντιανή μπλοκμπαστεριά), ένα επιχρυσωμένο κενό με πολλά φώτα, ένα κλύσμα θετικής ενέργειας.   

Ο λόγος που βρεθήκαμε σε αυτή την ευχάριστη παράσταση είναι η αναζήτηση απαντήσεων σε σχέση με τη βράβευση του Σάκη Ρουβά. Είναι η πρώτη παράσταση του τραγουδιστή μετά τις Βάκχες για τις οποίες βραβεύτηκε  και μάλιστα ξανά σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη της παράστασης Δημήτρη Λιγνάδη (τώρα κρατά τον ρόλο του Καλλιτεχνικού συμβούλου).  Νομίζω όμως πως τελικά περισσότερες απαντήσεις μας έδωσε το κτήριο στο οποίο παίχτηκε η παράσταση. Το Πάνθεον στην Πειραιώς , υπήρξε μέχρι πρόσφατα κέντρο νυχτερινής διασκέδασης, (Ρόκος, Ρέμος κτλ), μέχρι που ο ιδιοκτήτης του  Γιάννης Παπαθεοχάρης (ιδιοκτήτης επίσης του Diogenis Palace) αποφάσισε να το μετατρέψει σε θέατρο, μπαίνοντας έτσι στον χώρο της θεατρικής παραγωγής (σκηνοθέτης του Ηρακλή, ο γιός του Απόλλωνας Παπαθεοχάρης). Ο Παπαθεοχάρης αποτελεί την τελευταία άφιξη στον χώρο των νέων θεατρικών παραγωγών και το Πάνθεον συμβολίζει μάλλον με τον καλύτερο τρόπο τους όρους με τους οποίους καταγράφεται αυτή η νέα θεατρική νοοτροπία: άνθρωποι που ελάχιστη σχέση έχουν με το αντικείμενο, θεαματικές παραγωγές μεγάλης κλίμακας, μιούζικαλ, ροκ όπερες και κυρίως τόνοι διαφήμισης. Στοιχεία που ως ένα βαθμό περιγράφουν την πρώτη ψηφίδα ενός θεατρικού μωσαϊκού στο οποίο η βράβευση Ρουβά δεν αποτελεί παραφωνία αλλά μάλλον χρήσιμο εχέγγυο και συγκολλητικό στοιχείο της απενοχοποιμένης διασκέδασης με τη θεατρική πρόφαση. Ενός μωσαϊκού όπου η φαλκίδευση της θεατρικής κριτικής παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο.
   
Το ότι η θεατρική κριτική πάσχει εδώ και καιρό είναι εμφανές σε όποιον την παρακολουθεί: συμπάθειες και εκδουλεύσεις, παρουσιάσεις που μεταμφιέζονται σε κριτικές, συχνή απουσία επιχειρήματος και θεωρίας, έξαρση του υποκειμενισμού, ιντερνετικός θόρυβος μεγάλου αριθμού κριτικών κ.α. Είναι αρκετά εύκολο να συνειδητοποιήσει κανείς τον ρόλο που έχει διαδραματίσει η διαφήμιση (ως πρακτικός διάλογος μεταξύ των εταιριών παραγωγής και των εντύπων) ώστε να φτάσουμε σε αυτό το αποτέλεσμα.  Ας ξεφυλλίσουμε το πρώτο Free-press που θα πέσει στα χέρια μας, ας επισκεφτούμε κάποιες από τις κυρίαρχες περιοδικές ιστοσελίδες προτάσεων. Και ας μετρήσουμε τις διαφημίσεις των μεγάλων εταιριών παραγωγής. Αλήθεια,  όταν τα έσοδά σου προέρχονται σε τόσο μεγάλο βαθμό από τις επιχειρήσεις αυτές μπορείς να τους ασκήσεις πραγματική κριτική; Η τέχνη και το θέαμα συμπλέκονται προς την ταύτιση, τα κριτήρια ατροφούν αφοπλισμένα και ο εθελούσια φιμωμένος λόγος αγκαλιάζεται από τον κυρίαρχο λόγο σε μια άτυπη συναλλαγή.

Η Ένωση Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών (υπεύθυνη για τα βραβεία Κάρολος Κουν), με την απόφασή της ήρθε να ενσαρκώσει αυτή την κατάσταση και να την εκφράσει με τον πιο άγαρμπο και προκλητικό τρόπο.  Αποφάσισε να βραβεύσει για την περίοδο 2012-2014 με το βραβείο αρχαίου δράματος (βραβείο στο οποίο δεν διαγωνίζονται αποκλειστικά ηθοποιοί αλλά και σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, μουσικοί κ.α.) τον Σάκη Ρουβά. Και ας υποθέσουμε καλοπροαίρετα πως ο τραγουδιστής ήταν απρόσμενα καλός στον ρόλο του ηθοποιού, είναι δυνατόν να δεχτούμε πως ήταν ότι σημαντικότερο εμφανίστηκε σε παραστάσεις αρχαίου δράματος μέσα σε δύο θεατρικές σεζόν; (στο σημείο αυτό έχει σημασία να αναφέρουμε τη σειρά αποχωρήσεων και διαγραφών τα τελευταία χρόνια από την Ένωση, τον αριθμό των διαμαρτυριών καθώς και τις καταγγελίες για παράτυπες τακτικές κατά του προέδρου της Κυριάκου Λουκάκη) .

Τέλος, ας αναλογιστούμε τις ευθύνες που αναλογούν σε πολλούς από εμάς. Για καιρό αντιμετωπίσαμε την κυρίαρχη κουλτούρα ως υποκουλτούρα. Μόνο όμως στο κομμάτι της ποιότητας, αγνοώντας τη διάδοση ή την αποδοχή της. Της επιτρέψαμε να υπάρχει με τη ναρκισσιστική μας απαξία χωρίς κόντρα επιχείρημα ή πρόταση. Και αυτή αχαλίνωτη γιγαντώθηκε, διεκδικώντας ακόμα και το ελάχιστο που δεν της ανήκει. Κάπως έτσι μείναμε κλεισμένοι στον ερμητισμό του ορθού. Σωστοί και λίγοι, ικανοποιημένοι και –ξάφνου-ξαφνιασμένοι.

(στο περιοδικό Unfollow)



Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Κασκόλ, παλτά και γραβάτες

-Γιατί οι νέοι έλληνες υπουργοί δεν φορούν γραβάτα; 
-Γι’ αυτό.



Κακόγουστες κρίσεις για τις ενδυματολογικές επιλογές της νέας κυβέρνησης, για τα μαλλιά και τα γένια, εμμονές στην απουσία γραβάτας και στον τρόπο ντυσίματος, στην εικόνα και στη στάση του σώματος, κακεντρεχή σχόλια και αφ’ υψηλού ειρωνείες. Η όψη της επιφάνειας δείχνει να κατακτά ένα σημαντικό κομμάτι του δημοσίου λόγου, από τις μεσημεριανές εκπομπές του τίποτα στα διαδικτυακά σχόλια του καθόλου. Δεν είναι προφανώς κάτι νέο, η σφαίρα της πολιτικής εδώ και δεκαετίες συνόρευε με το λόγο του λάιφσταϊλ. Ας θυμηθούμε τις συνεντεύξεις και τις παρουσιάσεις πολιτικών στα λάιφσταϊλ έντυπα, τους  «πολιτικούς του μέλλοντος» στο Κλικ, τη συνέντευξη του Κώστα Σημίτη στο Nitro ως στιγμή πλήρους αποδοχής του επιφανειακού τρόπου και ιδιώματος στη διαμόρφωση της πολιτικής, τη συγκατοίκηση των θεμάτων στα δελτία ειδήσεων, τα ζεϊμπέκικα του ΠΑΣΟΚ, τα ζιβάγκο του Ανδρέα και την κόκκινη γραβάτα του Γιωργάκη, την εισβολή ποδοσφαιριστών, μοντέλων κ.τ.λ. στη βουλή και τόσα άλλα σημεία.
Όλη αυτή η κληρονομιά έρχεται να εφαρμοστεί και τώρα στη νέα κυβέρνηση ώστε να παρουσιάσει και να επεξηγήσει, να καταστήσει οικείες τις εικόνες και να τις οικειοποιηθεί. Κάτι όμως ηχεί φάλτσα στην όλη καταγραφή.

Σκουριασμένα αντανακλαστικά

Ο τρόπος ύπαρξης των συγκεκριμένων σημείων υπήρξε παιδί μιας πιο ανέμελης εποχής, μιας γενικευμένης συμφιλίωσης σε μια εποχή αισιοδοξίας. Η σημερινή εποχή με τις ρήξεις, τις άμεσες ανάγκες, τα σημαντικά διακυβεύματα, παρουσιάζει το μέγεθος των γεγονότων αμετάκλητα στο πραγματικό τους μέγεθος. Άσχετα από πλάνα και σχόλια, άσχετα από μοντάζ και κολάζ.
Αυτό που ίσως προκαλεί κάποιο ξάφνιασμα είναι το πώς αυτό το σκουριασμένο αντανακλαστικό επιστρέφει στα αυτιά μας και από τα διεθνή μέσα. Το κασκόλ του Τσακαλώτου, το μπουφάν του Βαρουφάκη, ο αγραβάτοτος λαιμός του Τσίπρα. Και πολύ περισσότερο το πώς η όλη αυτή προσέγγιση καταλήγει να γίνει στοιχείο πολιτικής ρητορικής στην δημόσια σφαίρα: «Η γερμανική κυβέρνηση δεν έκρινε ποτέ τους συνομιλητές της από το αν φορούν γραβάτα, δερμάτινο σακάκι ή κλασικό σακάκι. Δεν έχει καμία διαφορά για μας», είπε σε επίσημη τοποθέτηση o Στ. Ζάιμπερτ, εκπρόσωπος της γερμανίδας καγκελαρίου, ενώ ο Ματέο Ρέντσι έσπευσε να κάνει δώρο στον Αλέξη Τσίπρα μία ιταλική γραβάτα.
Ταυτόχρονα, από τις γαλλικές εφημερίδες μέχρι το CNN, έχει ξεσπάσει μια μεγάλη αψιμαχία για  τις διάφορες επιλογές του Γιάνη Βαρουφάκη: «Ροκ», «ένας απλός άνθρωπος», «είναι ντυμένος σαν κολομβιανός ντίλερ ναρκωτικών», « Ο έλληνας υπουργός είναι τόσο σέξι» (σχόλιο πορτογαλίδας βουλεύτριας), « V for varoufakis». Και ταυτόχρονα τα σχόλια στον ελληνικό τύπο να κυμαίνονται από εκθειασμό έως την κρίση του πάντα αξιαγάπητα σκατόψυχου Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος τόνισε πως: « Κατ’ αρχήν, δεν βάζει του πουκάμισο μέσα. Αυτό είναι άθλιο. Ή το βάζεις μέσα ή δεν το φοράς. Πας στη Downing Street, προσαρμόζεις το ντύσιμό σου με εκείνο του οικοδεσπότη σου. Όταν όλοι φοράνε γραβάτες, δεν πας με τις παντόφλες. Το δεύτερο είναι ότι συνεχώς έχει το χέρι στην τσέπη. Δεν ξέρω τι είναι, να πάει σε έναν ψυχίατρο! Είναι αγενέστατο να έχεις το χέρι στην τσέπη». Για να προσθέσει ακόμα πιο βαθυστόχαστα:  «δεν θέλω να επαναλάβω αυτό που μας έλεγε ο γυμναστής μας στο Βαρβάκειο «κωλόπαιδα, βγάλτε το χέρι από την τσέπη γιατί ξέρω τι πιάνετε εκεί μέσα»».
Όλο αυτό το πολύχρωμο γαϊτανάκι σχολίων μοιάζει αθώο και αναμενόμενο. Αλλά ταυτόχρονα, κατακτώντας μια νόμιμη θέση στο δημόσιο λόγο, αποπροσανατολίζει τονίζοντας εμμονικά το δευτερεύον,  υποβαθμίζει μια διαφορετική πρόταση και -ως έναν βαθμό- έναν διαφορετικό κόσμο στον εξωτισμό της εικόνας, σημειολογεί την επιφάνεια όχι ως κάτι που προκύπτει από το περιεχόμενο αλλά ως κάτι το ανεξάρτητο και το αυτάρκες, προσπαθεί να εγκολπώσει με παλαιούς τρόπους ένα νέο παράδειγμα.

Η αισθητικοποίηση της πολιτικής

Δεν βρισκόμαστε μπροστά στην πολιτικοποίηση της αισθητικής, αντίθετα –για άλλη μια φορά- ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αισθητικοποίηση της πολιτικής. Με τους πιο εύκολους, τους πιο ανώδυνους όρους. Με μια περιγραφή του διαφορετικού, μέσα από μια ελάχιστη μετατόπιση, έτσι ώστε το παράδειγμα να διαφέρει αλλά ταυτόχρονα να ταυτίζεται. Για άλλη μια φορά, η έμφαση τοποθετείται στη πολιτική μορφή και όχι στο πολιτικό περιεχόμενο και μάλιστα με όρους tabloid.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να αφήσει το συμβολικό του στίγμα ήδη από την πρώτη μέρα μετά τις εκλογές (μια έτσι κι αλλιώς συμβολική μέρα) με τα εξαιρετικά βήματα από την ορκωμοσία μέχρι το σκοπευτήριο της Καισαριανής. Τη συγκεκριμένη στιγμή ο συμβολισμός μετατρέπεται σε ουσία. Από εκεί και πέρα ένας μεγάλος αριθμός από τα –άλλοτε καλόβουλα και άλλοτε κακόβουλα- σχόλια όχι μόνο δεν εξυπηρετούν την ουσία αυτή αλλά πολύ συχνά στρέφονται εναντίον της όποιας ουσίας.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τα φαντάσματα που δεν σε αφήνουνε να κοιμηθείς



«Με ξέρεις, είμαι συγκρατημένος αλλά, όπως και να ΄χει, πρέπει να παραδεχτώ πως τις τελευταίες εβδομάδες ξυπνάω χαρούμενος, ελάχιστα πιο χαρούμενος. [παύση] Αλλά, αν το καλοσκεφτείς, αυτό το ελάχιστα είναι ήδη πολύ...».
Πάντοτε μετρημένος, πάντοτε ελέγχοντας τη στάθμη του ενθουσιασμού, ο φίλος κλείνει τη συζήτησή μας με αυτή την πρόταση πριν από την αναχώρησή του. Το θέμα της, η νίκη της Αριστεράς, το «τι γίνεται τώρα» και κυρίως το «τι σημαίνουν όλα αυτά». Ναι, ειδικά τώρα οι αναλύσεις μας πρέπει να είναι ψύχραιμες, μετρημένες και χωρίς ταύτιση, δίκαιες και χωρίς αίμα βιώματος. Αλλά μήπως τελικά αυτός είναι άλλος ένας τρόπος υπεκφυγής; Τι εξυπηρετεί τελικά όλη αυτή η απόσταση που βάλαμε ανάμεσα στους εαυτούς μας και τα γεγονότα, όλη η απόσταση ανάμεσα στις ζωές μας και την πολιτική; Τα προηγούμενα χρόνια μετρούσαμε την απελπισία με θερμόμετρα αριθμών, τον θάνατο σε κλίμακες αυτοκτονιών, την παγωνιά στις τιμές του πετρελαίου. Θα συνεχίσουμε άραγε έτσι και τώρα;

Η αλλαγή θα είναι βίωμα, αλλιώτικα δεν θα είναι αλλαγή. Την αλλαγή την βλέπεις στο σώμα, στους χρόνους και τους τρόπους του, στον ύπνο και τον ξύπνιο του. Και ναι, το να ξυπνάς αλλαγμένος, έστω και ελάχιστα, είναι κάτι σημαντικό από μόνο του.

Τι σημαίνει η νίκη της Αριστεράς; Και πώς αλλάζει την ταυτότητα ενός χώρου (ή έστω ενός κομματιού του) που σε μεγάλο βαθμό συγκροτήθηκε με αγώνες αλλά ταυτόχρονα και με ήττα; Με διεκδίκηση, αλλά ταυτόχρονα και με τιμήματα; Με επιθυμία αλλά και με βιωμένο εφιάλτη; Τώρα όλα αυτά μοιάζουν να αλλάζουν. Ακόμα και αν η νίκη των περασμένων εκλογών είναι νίκη ενός κομματιού πολύ ευρύτερου από την ίδια την Αριστερά, ακόμη και αν ένα κομμάτι της Αριστεράς διστάζει ή δεν ταυτίζεται καθόλου μαζί της, ακόμα και αν είναι νωρίς, πολύ νωρίς για συμπεράσματα.

Έτσι, μαζί με αυτό το χαμόγελο που ενδέχεται να ξυπνάει μαζί σου, είναι και τα φαντάσματα τις νύχτες που δεν σε αφήνουνε να κοιμηθείς. Κομμάτια από μυθολογίες που σε συγκρότησαν, κομμάτια από αναφορές και γεγονότα που σχημάτισαν τον εαυτό σου και δημιούργησαν τελικά αυτό που εσύ θεωρείς δίκαιο και σωστό. Εικονοστάσια αγίων ενός ευρύτερου κόσμου, αγωνιστών μακρινών εποχών και τόπων, επαναστάσεων, εμφυλίων και ονείρων. Η γενειάδα του Μαρξ να συναγωνίζεται αυτή του Αϊ-Βασίλη, ένα πορτρέτο του Γκράμσι που μικρότερος μπέρδευες με τον Καβάφη, η μορφή του Τσε Γκεβάρα σε μια κόκκινη αφίσα ή σε μια μπλούζα των Rage against the Machine. Οι ήρωες του ελληνικού εμφυλίου, οι Λαμπράκηδες, τα τόσα Πολυτεχνεία. Τα ποιήματα, τα τραγούδια και μια σκηνή από τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου. Τα σεντόνια αυτά που κάλυπταν κάποτε έπιπλα, βιβλία και καθρέφτες. Ολα όσα ήτανε κάποτε σκόνη και τώρα ξυπνούνε σαν φαντάσματα για να συνομιλήσουν με την απορία του παρόντος μας.

Ναι, είναι ίσως παρωχημένο να τοποθετείς αυτή την αίσθηση στην ανάλυση των γεγονότων. Αλλά όχι στο βίωμα, εκεί δεν γίνεται να κάνεις διαφορετικά. Έτσι ενσαρκωμένες, σαν οντότητες ξεχωριστές, έρχονται σαν φαντάσματα και οι δικές σου λίγες εμπειρίες. Η πρώτη πορεία που κατέβηκες κρυφά, οι ατελείωτες πολιτικές συζητήσεις σπαρμένες ισόποσα με όνειρο, αφέλεια και δίψα. Η πρώτη πορεία που πέτυχες τον μικρότερο αδερφό σου (είχε κατεβεί κρυφά). Η μοιρασμένη οργή και ο θρήνος στα πρόσωπα των ανθρώπων στην πορεία την επομένη της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου. Η απελευθέρωση από τον φόβο στη συλλογικότητα ενός συνθήματος στον δρόμο, οι καταλήψεις, οι συνελεύσεις και ξανά οι κουβέντες.


Για πολλούς από εμάς όλα αυτά τα φαντάσματα γίνονται παρόν. Τα σεντόνια τους, απελευθερωμένα από τις μπουγάδες της μνήμης, κυματίζουν τις νύχτες σαν σημαίες στα ταβάνια. Και είναι αυτή η έγνοια και αυτός ο φόβος, όλο αυτό το παρελθόν που ήταν πάντα παρόν, να μην το φάει ο σκόρος, όλη αυτή η έγνοια να προστατεύσεις το παρελθόν στο παρόν σου, μέρα με την ημέρα, μέχρι το μέλλον.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Σβήνοντας με κόκκινο μελάνι: Οι εκλογές και η αλλαγή των ΜΜΕ





Δεν είμαι σίγουρος με ποιες εικόνες, με ποιες καταγραφές ή έστω ποιες ενδείξεις μπορεί να ειπωθεί πως μια εποχή αλλάζει. Η όποια αλλαγή θα σχηματίσει σταδιακά το πρόσωπό της, με ψηφίδες διαφορετικού μεγέθους, βαλμένες με διαφορετικό ρυθμό και ταχύτητα παρουσιάζοντας μια όψη έτοιμη να κριθεί απ τους καθρέφτες. Και είναι νωρίς, παρά τις συμβολικές κινήσεις μεγάλης σημασίας των πρώτων ημερών, παρά τις εξαγγελίες που υπόσχονται ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο, για να μιλήσουμε με βεβαιότητα για μια σίγουρη αλλαγή. Αν κάτι, όμως, φάνηκε ήδη από τα πρώτα λεπτά των εκλογών αυτό είναι η –άλλοτε διακριτική και άλλοτε ατσούμπαλη- αλλαγή στάσης πολλών μέσων ενημέρωσης και πολλών δημοσιογράφων προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τη νέα κυβέρνηση. Ένας ήπιος εναγκαλισμός -μη φανταστείτε κάτι παθιασμένο, σαν να προσπαθεί να σε στραγγαλίσει ένα ζιβάγκο.

Γλείψιμο χωρίς προηγούμενο

Η πιο χαρακτηριστική αλλαγή φάνηκε στα όργανα του ΔΟΛ αφού το «Βήμα» ήδη από το Σάββατο πριν τις εκλογές είχε βαφτεί κόκκινο κάνοντας λόγο για «Το σχέδιο για την επόμενη μέρα» και περιγράφοντας ως «ιστορικών διαστάσεων» την «πολιτική ανατροπή από ενδεχόμενη πρωτιά Τσίπρα». Είχε προηγηθεί, άλλωστε, πρωτοσέλιδο της 11ης Ιανουαρίου με τίτλο «Η ευκαιρία της Αριστεράς». Στο editorial μάλιστα ο Σταύρος Ψυχάρης εξηγεί γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ συμφέρει τη χώρα. Επόμενη εφημερίδα που βάφτηκε στα χρώματα των μπολσεβίκων ήταν τα ΝΕΑ της Δευτέρας με τίτλο: «Η Ελλάδα άλλαξε σελίδα». Και εδώ συναντούμε την «ιστορική διαστάσεων νίκη» που μάλιστα δημιουργεί «μια σημαντική ευκαιρία για την αριστερά». Σε παρόμοιο τέμπο κυμαίνονται και τα περισσότερα άρθρα της εφημερίδας . Πιο διακριτική η στάση της «Καθημερινής», η οποία ενώ στο κύριο άρθρο της την μέρα των εκλογών μας προέτρεπε να «σκεφθούμε ψύχραιμα πριν ρίξουμε την ψήφο μας, γιατί ούτε η Ελλάδα ούτε και η Ευρώπη βρίσκονται σε κανονικές συνθήκες», την επόμενη μέρα μας διαβεβαίωνε πως «Ευχή όλων είναι να μπορέσει η νέα κυβέρνηση να φέρει σε πέρας τη σκληρή διαπραγμάτευση με τους εταίρους και δανειστές».
Στο τηλεοπτικό πεδίο τα πράγματα υπήρξαν πιο κραυγαλέα και πιο εξώστρεφα και καταγράφονται κάπως, όπως επέλεξε να τα περιγράψει ο Γιώργος Παπαχρήστος στα μετεκλογικά ΝΕΑ «προσπαθώ να μπω και εγώ στο κλίμα της εποχής- τέτοιο γλείψιμο χθες στα κανάλια στους συριζαίους δεν έχει προηγούμενο!». Νομίζω πως όποιος παρακολούθησε την εκλογική βραδιά και τις συζητήσεις της έχει διαμορφώσει άποψη και δεν χρειάζονται περισσότερες καταγραφές. Ας αναφέρουμε κατ’ εξαίρεση τις ευχές του (πολυαγαπημένου) Γιώργου Τράγκα και τις διαβεβαιώσεις του πως στην κυβέρνηση είναι όλοι φίλοι του καθώς και μερικά σχόλια τύπου: «Εύστοχη η τοποθέτηση του Πανούση στο υπουργείο. Σώφρων άνθρωπος, σοβαρός, από τους σοβαρότερους που έχει συμπεριλάβει ο κ. Τσίπρας στην Κυβέρνηση». Και επίσης : «Τα συγχαρητήριά μου στον καθηγητή, τον κ. Κατρούγκαλο. Φλογερός καθηγητής».
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε επίσης και μια σειρά από αφιερώματα στα δελτία ειδήσεων ή σε κουτσομπολίστικες εκπομπές σε σχέση με τη ζωή του Πρωθυπουργού και των υπουργών, των συζύγων και των ενδιαφερόντων τους, των σταθμών στη ζωή τους κτλ. Των βιογραφισμών αυτών που προσπαθούν να εντάξουν σε ένα αισθητικό συνεχές ανθρώπους από έναν χώρο τελείως ξένο σε αυτή την κουλτούρα -αν όχι εχθρικό σε πολλές περιπτώσεις.

Οι καιροί έχουν αλλάξει

Όλες αυτές οι αλλαγές που ήδη έχουν αρχίσει να διακρίνονται και πολύ περισσότερο αυτές που θα ακολουθήσουν, δεν έχουν να κάνουν στην πραγματικότητα μόνο με το φόβο που ορισμένοι δημοσιογράφοι ή δημοσιογραφικοί οργανισμοί μπορεί να αισθάνονται από τον ΣΥΡΙΖΑ ή από τις διακηρύξεις του για το πώς θα διαχειριστεί τις τηλεοπτικές συχνότητες και το γενικότερο τοπίο των ΜΜΕ. Ούτε επίσης μόνο με τις παραδοσιακές απότομες αλλαγές στη γραμμή ομίλων και εφημερίδων όταν η εξουσία αλλάζει χέρια. Έχει να κάνει επίσης με την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα κυρίαρχα αυτά μέσα. Μια έλλειψη η οποία καταγράφεται εδώ και καιρό και στην πραγματικότητα μεταφράζεται ως έλλειψη επιρροής. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές δεν είναι απλώς ένα σημείο καμπής προς αυτή την κατεύθυνση, είναι η ίδια η απόδειξη πως οι καιροί έχουν αλλάξει και πως το μιντιακό κατεστημένο δεν βρίσκεται πια σε θέση να ανεβάζει και να κατεβάζει κυβερνήσεις και ευνοουμένους. Με λίγα λόγια, η κίνηση αυτή των κυρίαρχων ΜΜΕ, καταφέρνει να δράσει ενάντια στις ίδιες της προθέσεις της, αφού έρχεται να διαβεβαιώσει πως οι συνθήκες είναι ώριμες για να υπάρξει εκδημοκρατισμός και διαφάνεια στον χώρο του δημοσίου λόγου. Όση κόκκινη μελάνη και αν σπαταληθεί η γραφή τους θα παραμένει ανορθόγραφη και οι ευθύνες τους για την κατάσταση των τελευταίων ετών δεδομένες.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Το θέμα είναι τώρα τι λες




Η νίκη του Σύριζα στέκει στον χρόνο ως ένα προαναγγελθέν ξάφνιασμα. Ως μια απόλυτα ορατή στιγμή και ταυτόχρονα αχαρτογράφητη. Κάπου ανάμεσα στο ακαριαίο της έκτακτης ανάγκης στην οποία έρχεται να απαντήσει και ταυτόχρονα στο άπλωμα μιας κομβικής πολιτικής στιγμής που έχει δυνατότητα να πάρει ιστορικές διαστάσεις. Είναι ο δίδυμος χρόνος που κατακλύζει το παρόν μας.   Οι άμεσες απαντήσεις που δίνονται στο πολυετές ξεχαρβάλωμα και ταυτόχρονα οι προεκτάσεις στον χώρο και στον χρόνο. Είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε με βεβαιότητα. Ο μόνος τρόπος για να μιλήσεις από δω και πέρα είναι ζυγίζοντας, προσδοκώντας και ορίζοντας την πιθανότητα. Επιλέγοντας την αντιστροφή της πορείας και της ροής των γεγονότων, ακόμη και ως –έστω- ειλικρινή πρόθεση.
Υπάρχει λοιπόν η πιθανότητα –και όχι η βεβαιότητα- μια νέα εποχή να ξεκινά. Απ όσο φαίνεται η έναρξη στον πραγματικό χρόνο δεν συνοδεύεται  από ορατές μεταμορφώσεις του καθετί, από κινηματογραφικές κλιμακώσεις, από ένα κατακλυσμιαίο τώρα. Είναι απλά μια επόμενη μέρα. Οι σελίδες του ημερολογίου, άσχετα με τη σημασία και το βάρος τους, δεν γυρίζουν με εκκωφαντικό πάταγο γυρίζουν όπως όλες οι υπόλοιπες σελίδες. Και όμως, πίσω από την απουσία του κραυγαλέου, συναντάς τη διαβρωτική αίσθηση του νέου στην μικρή κλίμακα. Στις συζητήσεις στο διπλανό τραπέζι, στον αυξημένο θόρυβο των κοινωνικών δικτύων, σε μια υπόρρητη συμφωνία που κατοικοεδρεύει στην καθημερινή χειρονομία και συνδιαλλαγή με τους άλλους, στο πρόσωπο και το φορτίο του σώματός τους.
Το θέμα είναι τώρα τις λες. Τι αρκεί και πολύ περισσότερο τι δεν αρκεί. Το πιο εύκολο είναι να τελειώνουμε, σπρωγμένοι από την ανάγκη μας να επαληθεύσουμε τον εαυτό μας προς κάθε κατεύθυνση και κάθε τροπή. Να κινηθούμε με απόλυτες βεβαιότητες, με την προσδοκία μας να παίρνει κάθε φορά το σχήμα του όποιου γεγονότος, προσαρμοσμένη στην όποια πράξη και στην όποια επιλογή, με κριτήρια και αμφιβολίες παροπλισμένες  να δικαιολογεί άνευ όρων και μείς τυφλά να ακολουθούμε. Ή αντιστρόφως με τη βολική απόρριψη και την εγωιστική απογοήτευση που θα επιβραβεύουν κάθε φορά τον καχύποπτο εαυτό μας (που τα έλεγε, δεν τα έλεγε; ), τον ακροβολισμένο κριτή που θηρεύει στραβοπατήματα, λάθη ικανά ώστε να τον κάνουν να απορρίψει το σύνολο, έγκλειστοι στην ικανοποίηση και στην μελαγχολία της προσωπικής μας απογοήτευσης, ανίκανοι να αντιληφθούμε, να πάμε ένα βήμα παρακάτω. Να πούμε πως είμαστε ενάντιοι σε κάθε εξουσία (που από θέση αρχής μοιάζει σωστό, αλλά ταυτόχρονα αγνοεί πως ο Σύριζα κατέκτησε απλώς την κυβέρνηση, όχι ακόμη το κράτος και πολύ περισσότερο την εξουσία). Το δύσκολο μοιάζει κάθε φορά να παραμένεις ψύχραιμός, δαμάζοντας φόβους και προσδοκίες αλλά ταυτόχρονα ορίζοντας την ταυτότητά σου από αυτές.  Το πώς συμβάλεις με τρόπο κριτικό, προς μια κατεύθυνση που οριακά μπορεί να σε χωρέσει.
Το θέμα είναι τώρα τι λες. Η μέχρι στιγμής αφήγηση της κρίσης ανέδειξε όλο αυτό το αρνητικό που τόσα χρόνια είχε εγκατασταθεί ως συγκάτοικος των ημερών μας. Τη διάλυση, το ανθρώπινο βίωμα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, τα όρια που ξεπεράστηκαν και τα γεγονότα που μας προσπέρασαν. Και το πρώτο μέλημα είναι να επουλωθεί το τραύμα, όσο γίνονται να πάψουν οι πληγές, να  ξαναρχίσει ο χρόνος. Και κάτι τέτοιο δεν είναι λίγο, μπορεί όμως να είναι αρκετό;
 Αυτό που τώρα χρειαζόμαστε είναι μια νέα αφήγηση. Μια αφήγηση θετικού πρόσημου με τη μια της όχθη στο παρόν και την άλλη της στο μέλλον. Μια αφήγηση που θα συμπεριλάβει ηθικές, στάσεις και αξίες ικανές να επουλώσουν. Αλλά ταυτόχρονα, ξεκινώντας από αυτές έναν μηχανισμό σταδιακής και συνολικής μεταμόρφωσης ικανό να γεννήσει έναν νέο κώδικα και ένα νέο τρόπο.  Μια αφήγηση μοιρασμένη και απλωμένη με την απλότητα και το βάθος του καθημερινού βιώματος.
Και είναι πολλά τα φαντάσματα που επαγρυπνούν πάνω από τις κινήσεις μας. Όπως ο ποιητής Νίκος Καρούζος που μες την απούσα παρουσία του παραφράζει τον εαυτό του: ‘’ Τώρα είναι ο καιρός του επόμενου βλέμματος’’

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)