Μια από τις σκηνές που θυμάμαι εντονότερα από την «Ιλιάδα» είναι αυτή κατά την οποία ο Πρίαμος, μετά τον θάνατο του γιου του, μπαίνει κρυφά στη σκηνή του Αχιλλέα για να ζητήσει το σώμα του Εκτορα. Η ικεσία γίνεται αποδεκτή από τον Αχιλλέα. Η σκηνή τελειώνει με τον Αχιλλέα να ολοκληρώνει τη φιλοξενία προσφέροντας στον Πρίαμο δείπνο.
Πάνω από το φαγητό οι δύο εχθροί μαλακώνουν, έρχονται κοντά, σχεδόν θαυμάζουν ο ένας τον άλλο. Το εναρκτήριο θέμα του έπους, «η μήνις του Αχιλλέα» εξαερώνεται πάνω από ένα πιάτο φαγητό.
Από την περιοχή των ηρώων περνάμε στην περιοχή των ανθρώπων πάνω από ένα τραπέζι.
Δεν είμαι σίγουρος γιατί επέλεξα να ξεκινήσω το άρθρο μου για την αυτοκτονία του Αντονι Μπουρντέν με αυτή την παράθεση.
Ισως γιατί με βοηθάει να καταλάβω μια ανθρώπινη παραδοχή σε σχέση με την ίδια τη διαδικασία του φαγητού, τη σημασία και τις προεκτάσεις της.
Ο Αντονι Μπουρντέν ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένας σεφ, με τον ίδιο τρόπο που ένα φαγητό είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη συνταγή του.
Μέσα από τις ταξιδιωτικές εκπομπές του, το άψογο στυλ τους, τις πολυποίκιλες αναφορές τους, τοποθετούσε το φαγητό στη σωστή του διάσταση. Ως κάτι που ενώνει και χωρίζει, ως κάτι κοινό και τελείως διαφορετικό, στοιχείο ταυτότητας και συμφιλίωσης.
Ως έναν τρόπο να συναντηθεί με ανθρώπους από κάθε σημείο του κόσμου, να μοιραστεί μαζί τους οικειότητα και να τους κάνει να μοιραστούν μαζί του ιστορίες. Ο ίδιος συχνά ανέφερε πως θεωρούσε το φαγητό ως το πιο πολιτικό στοιχείο στη ζωή του ανθρώπου.
Ως διατροφή, ως πολιτιστικό στοιχείο, ως καθημερινή ιεροτελεστία συνεύρεσης.
Στις εκπομπές του (και μιλάω εδώ κυρίως για το «No Reservations» και το «Parts Unknown») συχνά το φαγητό περνά σε δεύτερη μοίρα και γίνεται εφαλτήριο για τη γνωριμία, τη δική του και τη δική μας με ολόκληρους κόσμους.
Ο Μπουρντέν δεν σέρβιρε ποτέ εξωτισμό αλλά τη συμπύκνωση της κοινωνίας πάνω από ένα πιάτο. Κουβαλώντας πάντοτε τις δικές του αναφορές και μυθολογήσεις, τα ερωτήματά του και τις αναζητήσεις.
Στη δημοκρατία του Κονγκό στήνει ολόκληρη την εκπομπή πάνω στην «Καρδιά του σκότους» του Κόνραντ, στο Χονγκ Κονγκ πάνω στις ταινίες του Wong Kar-wai, στο Σιάτλ καλεί τον Μαρκ Λάνεγκαν για ένα ποτό, στη Ρώμη ψάχνει σκηνές του Παζολίνι, ενώ συνεχώς παρομοιάζει λόγους και πολιτικές του Μουσολίνι με αυτές του Τραμπ.
Θα επισκεφτεί το Ιράν και τη Γάζα, θα καταγγείλει το κράτος του Ισραήλ για την πολιτική του απέναντι στους Παλαιστινίους και θα φάει νουντλς σε ένα ελάχιστο εστιατόριο γειτονιάς με τον Ομπάμα στο Βιετνάμ.
Γνωρίζει ντόπιους, τρέφεται με τα φαγητά που προσφέρουν οι δρόμοι του πλανήτη και όχι τα ακριβά εστιατόρια (χωρίς να αποφεύγει την υψηλή μαγειρική), καπνίζει και πίνει, κάνει χαβαλέ.
Ο Αντονι Μπουρντέν υπήρξε ένας διάδοχος του Hunter Thompson. Επέλεξε οι αφηγήσεις του να έχουν ως ραχοκοκαλιά τους τη γεύση.
Οι εικόνες και οι λέξεις του αποτελούν πολύτιμα τεκμήρια μιας από τις πιο γοητευτικές αφηγήσεις της εποχής μας.
Η είδηση για την αυτοκτονία του πήρε τεράστιες διαστάσεις. Ακριβώς γιατί μοιάζει αδιανόητη.
Ο Μπουρντέν έκανε την καλύτερη δουλειά του κόσμου (όπως έλεγε συχνά ο ίδιος), η εκπομπή του ήταν η πιο δημοφιλής εκπομπή του CNN με τηλεθεατές σε ολόκληρο τον πλανήτη, η προσωπική του ζωή έμοιαζε ονειρική.
Και όλα αυτά για έναν άνθρωπο βαθιάς καλλιέργειας και ευαισθησίας, που πέρασε μέσα από τις εξαρτήσεις και τα ναρκωτικά όρθιος πριν γίνει διάσημος στα 40 του χρόνια, με άπειρους φίλους σε κάθε σημείο της γης.
Ο Αντονι Μπουρντέν τα είχε ζήσει όλα ταξιδεύοντας πολύ μετά το Περισσότερο.
Και όμως ο θάνατος δεν είναι συμπέρασμα, δεν είναι άθροισμα των στοιχείων που συγκροτούν τη ζωή ενός ανθρώπου.
Ακόμα και όταν η επιλογή του συγκεκριμένου ανθρώπου είναι ο θάνατος. Για κάποιον λόγο το πάθος που σε κάνει να ταξιδέψεις τη ζωή σου σε όλο τον κόσμο (κυριολεκτικά όμως) δεν μου φαίνεται και πολύ μακρινό από το πάθος που σε κάνει να τη σταματήσεις.
Μια τυφλή εγρήγορση, μια παρόρμηση χωρίς όρια που μπορεί να σε μετατρέψει στην πιο δημιουργική εκδοχή του ανθρώπου. Ή να σε κάνει να πάρεις τη ζωή σου σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, κάπου στο Παρίσι.
Μια άρνηση που αφήνει πίσω τις άπειρες στιγμές καταγεγραμμένης κατάφασης στα μυστήρια και την ομορφιά των ανθρώπινων κοινωνιών.
(στην Εφξμερίδα των Συντακτών)