Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Ανθρωποι και σκυλιά


- Κι εγώ τι θες να κάνω;
- Θέλω να θεραπεύσεις το ζώο…


Αυτό που δαγκώνει είναι ο χρόνος. Κυρίως όταν περνά χωρίς να αλλάζει και πολλά. Σαρώνοντας σταθερές κοινωνίες. Ακίνητος χώρος στο κέντρο μιας συνεχούς ροής.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Romain Gary, «Λευκός σκύλος» (εκδόσεις Ωκτάνα, σε μετάφραση Ευγενίας Γραμματικοπούλου), με τον ρατσισμό να γαβγίζει από το 1970 προς το τώρα, καταλαβαίνεις πως ο ήχος αυτός δεν έχει αλλάξει το μέταλλό του.
Ενας αδέσποτος σκύλος έρχεται να εγκατασταθεί στο σπίτι του Gary, στο Μπέβερλι Χιλς. Φιλικός και αγαθός, ο γερμανικός ποιμενικός προσαρμόζετε με τα άλλα ζώα του σπιτιού και κερδίζει τη συμπάθεια των ανθρώπων. Οταν όμως ξαφνικά βλέπει έναν Αφροαμερικανό ορμά να τον σκοτώσει. Ο σκύλος έχει εκπαιδευτεί να σκοτώνει το μαύρο χρώμα. Είναι ένα από αυτά τα «λευκά σκυλιά» του αμερικανικού Νότου, τα «συστηματικά διεφθαρμένα» ύστερα από χρόνια εκπαίδευσης ώστε να βοηθούν την αστυνομία ενάντια στους μαύρους. Το ζώο ενσαρκώνει τη σκυλίσια αγαθότητα και το ανθρώπινο μίσος, αυτό που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε ζώο.
Ο συγγραφέας προσπαθεί να διώξει τον ρατσισμό μέσα από το ζώο, να το εκπαιδεύσει από την αρχή, να το γιατρέψει, ενώ γύρω του η κοινωνία βράζει. Τα κινήματα για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων βρίσκονται στο απόγειό τους μέσα από διαφορετικές οργανώσεις, τάσεις και αυθόρμητες κινήσεις. Ο Μάλκομ X έχει δολοφονηθεί, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δολοφονείται, οι Αφροαμερικανοί αντιδρούν, ένα αίτημα για αλλαγή γίνεται απαίτηση. Μια κοινωνία βρίσκεται σε αναβρασμό προσπαθώντας να διαχειριστεί το ένοχο παρελθόν της, προσπαθώντας να ορίσει από την αρχή το χρώμα της.
Ο Gary αναλύει με επιτόπια ένταση όσα συμβαίνουν γύρω και όσα βιώνει. Η διχοτομημένη θέση του (από τη μία άνθρωπος που συμμετέχει στα γεγονότα της κοινωνίας στην οποία ζει και από την άλλη ξένος) του επιτρέπει να εμπλέκεται συναισθηματικά, αλλά ταυτόχρονα να κρίνει, να προσπαθεί να καταλάβει τα γεγονότα και όλα όσα κρύβονται πίσω από αυτά.
Με άλλα συμπεράσματα συμφωνείς, με άλλα διαφωνείς αλλά δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι η ένταση. Η ένταση στις φευγαλέες παρατηρήσεις βάθους, στους διαλόγους και τις εικόνες μιας κοινωνίας που κοχλάζει διεκδικώντας την αλλαγή.
Η πλοκή μπλέκεται με τον δοκιμιακό λόγο. Ο συγγραφέας δεν μυθολογεί, αναλύει άμεσα όλα τα κίνητρα και τις επιθυμίες και χρησιμοποιεί τα λογοτεχνικά στοιχεία ως αφορμές για στοχασμό. Ο «λευκός σκύλος» είναι ένα μυθιστόρημα σκέψεων ανάμεσα σε πρόσωπα και γεγονότα. Και ανάμεσά τους, ο σκύλος που γίνεται –χωρίς να το επιλέγει– σύμβολο όσων τον περιτριγυρίζουν.
Ο σκύλος του βιβλίου είναι το μίσος ως ενσαρκωμένη γνώση, ο ρατσισμός ως εμπεδωμένο ανακλαστικό. Ενα σύμβολο που περιέχει το παρελθόν και το παρόν. Τα συσσωρευμένα σε ένα σώμα προτάγματα του παρελθόντος, τους πρόγονους σκύλους και τους νόμιμους φόνους των δούλων στις φυτείες και μαζί τους μπάτσους που σκοτώνουν μαύρους στα γκέτο, τις καθημερινές διακρίσεις, τις Ηνωμένες Πολιτείες που δυσανασχετούν με έναν κόσμο που αλλάζει. Το βάθος του μίσους, η ζωώδης επιθετικότητα ταυτόχρονα με την παράλληλη αγαθότητά του, η εγγεγραμμένη συμπεριφορά του σώματος καθιστούν τον λευκό σκύλο σύμβολο των αντιφάσεων που γεννούν τον ρατσισμό.
Ο ρατσισμός μοιάζει ίδιος παντού. Ως ένα σκοτεινό σημείο των κοινωνιών που υπό συγκεκριμένες συνθήκες ξεσπά με παρόμοιους τρόπους, με παρόμοια θύματα μέσα στην ιστορία. Αυτό που μοιάζει ανησυχητικό είναι οι διαφορές.
Ο ρατσισμός της Αμερικής, ο ρατσισμός αυτός που αναλύει το βιβλίο, είναι ανιχνεύσιμός. Στην κοινωνία, την ιστορία, στις ίδιες τις ρίζες του αμερικανικού κράτους. Το παρόν του περιγράφεται από γεγονότα του παρελθόντος. Από δουλεμπορικά πλοία, από εκτάσεις βαμβακιού, από την Κου Κλουξ Κλαν και τους νόμους Jim Crow.
Οι δύο πλευρές έχουν μια καθαρή αναφορά σε ό,τι τους έφερε μέχρι εδώ. Μα στα δικά μας ο ρατσισμός έχει κάτι το ιστορικά τυφλό. Στερείται από πρόσφατα παραδείγματα. Μοιάζει να επινοείται από την αρχή. Κάθε φορά από την αρχή. Στα Βίλια, στην Κόνιτσα, στο κέντρο της Αθήνας.
Ο δικός μας ρατσισμός είναι ένα ζώο χωρίς την εκπαίδευση ως δικαιολογία του μίσους και της αγριότητάς του, χωρίς ένα παρελθόν να επιτάσσει το παρόν, ένα ζώο που βηματίζει στο ματωμένο άγνωστο με βήματα γνωστά.
Και τι είναι τώρα αυτά τα βήματα που γαβγίζουν έξω από την πόρτα;

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

Θάνατος είναι οι ευρωβουλευτές που καθαρίζουνε κρεμμύδια



ΠΡΕ(ΒΕ)ΖΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Δώστε μου λίγη
Πρέ(βε)ζα θανάτου
Θωμάς Ιωάννου, «Ιπποκράτους 15», Σαιξπηρικόν, 2011


Για τους Αρίστους η αγωνία, η απελπισία, η αυτοκτονία μπορούν να είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της κακής θέας. Μια άσχημη πόλη, μια άσχημη γριά, μια άσχημη σκέψη οπλίζουν τα χέρια των Αρίστων επιβάλλοντας αυτοχειρία. Το «μα μου χαλάει την αισθητική» για έναν πραγματικό Άριστο ταυτίζεται με το «μου χαλάει τη ζωή». Τόσο αφοσιωμένοι στην αισθητική, οι Άριστοι προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια χώρα που συνεχώς τους πληγώνει με τα ατοπήματά της. Η κακή αισθητική, εδώ στο κάτω άκρο της βαλκανικής, οδήγησε τόσους και τόσους Αρίστους στην ηθελημένη αναχώρηση. Παράδοξο σε αυτή την παράδοση βαλκανικού χαρακίρι αποτελούσε πάντοτε ο Κώστας Καρυωτάκης. Και αυτό γιατί ενώ μετατέθηκε δυσμενώς σε μια όμορφη πόλη όπως η Πρέβεζα, αυτός επέμενε στην αυτοκτονία, προσπαθώντας αρκετά μέχρι το γνωστό αποτέλεσμα: να αυτοκτονήσει. Όχι μόνο αυτό, αλλά μέσα στην ακατανόητη παραζάλη του, ο ποιητής άφησε πίσω του διάφορες κατηγορίες σε ένα ποίημα που θα μείνει χαραγμένο στην ιστορία για την αστοχία του. Γιατί πώς αλλιώς μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει ένα ποίημα, που όχι μόνο τα βάζει χωρίς εμφανή αιτία με την όμορφη πόλη της Πρέβεζας, αλλά ταυτόχρονα λοιδορεί ένα σωρό στοιχεία του νεοελληνικού μας βίου; Τα ονόματα της ένδοξης ελληνικής μας ιστορίας στους όμορφους δρόμους μας και τα γραφικά σοκάκια και καλντερίμια (που ο «ποιητής» αποκαλεί λερά και ασήμαντα), τον προνοητικό αστυνόμο που πράττει υπεύθυνα απέναντι στην ελλειπή μερίδα που του σερβίρουν (μπα κύριε Καρυωτάκη, μήπως είναι «θάνατος» και ο ευσυνείδητος πωλητής που κόβει αποδείξεις για μια τυρόπιτα;) και κυρίως τον ήλιο μας (ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους, θα γράψει ο συφοριασμένος), τον ήλιο αυτό που ο ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης ονόμασε «Ηλιάτορα», καθώς επίσης και «πρώτο».
Δεν μπορούμε, λοιπόν, παρά να συμφωνήσουμε με τη συντρόφισσα και πρωθιέρεια Βίκυ Φλέσσα και την ειλικρινή της απορία κατά την προεκλογική της επίσκεψη στην Πρέβεζα: «Χαίρομαι πολύ που είμαι στην Ήπειρο. Ξεκινάω από εδώ την προεκλογική μου περιοδεία. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ο Καρυωτάκης ήταν τόσο πολύ λυπημένος για να είμαι ειλικρινής, σε αυτή την υπέροχη πόλη».

Φυσικά το πρόβλημα δεν είναι η αρλούμπα. Οι Έλληνες πολιτικοί από κάθε παράταξη συχνά χρησιμοποιούν την ποίηση ως άσκηση κακοποίησης. Για να εντυπωσιάσουν, για να δώσουν βάθος στην κοινοτοπία, για να ενδυθούν με επιχειρήματα την τήβεννο του ειδικού των λέξεων, άρα κατ’ επέκταση και τους κλειδούχους της αλήθειας. Αυτό που νομίζω πως έχει σημασία στην περίπτωση της Βίκυς Φλέσσας είναι το πώς η ίδια τοποθέτησε τον εαυτό της ως έναν κλειδούχο της πολιτιστικής αλήθειας, από τότε που ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά της μέσα από δηλώσεις και σχόλιά της. Ουσιαστικά βρισκόμαστε μπροστά σε μια έκφανση της αριστείας (όχι στη γενικότητά της, αλλά συγκεκριμένα όπως εκφράζεται και ασκείται από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας) στο επίπεδο του πολιτισμού. Μια έκφανση που κουνάει το δάχτυλο, ταυτίζει το κλασσικό με το συντηρητικό και το κοινώς αποδεκτό και όταν πάει να γίνει συγκεκριμένη, αποκαλύπτει εκκωφαντικά το κενό της. Αοριστολογίες, πόζες και τηλεοπτικά πλάνα, η κοινοτοπία ως ιερό καθήκον, η εκκλησία ως πολιτιστικός και ταυτοτικός φάρος χωρίς επιλογή αποχής, η αρχαία Ελλάδα ειπωμένη ως ένα σχολικό εγχειρίδιο στο σχήμα μιας υποχρεωτικής χώρας. Η παιδεία και ο πολιτισμός ως μόνιμη τιμωρία ενός άρχοντα-γυμνασιάρχη στους υπηκόους του. Και από το βάθος τους ο ψίθυρος: «θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι/ κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα».
Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη δεν αποτελεί ένα τυχαίο γεγονός, θα μπορούσαμε να πούμε πως δεν αποτελεί καν επιλογή. Άσχετα με το γεγονός καθ’ εαυτό και με το τι σημαίνει για το βίο ενός ανθρώπου, η αυτοκτονία του Καρυωτάκη έδωσε αναδρομικά στην ποίησή του το βάθος της αγωνίας και την έκταση της απελπισίας. Έκανε την ειρωνεία του ακόμα πιο αιχμηρή, τα υπαρξιακά αδιέξοδα ακόμα πιο έντονα. Περιέγραψε ως πράξη-σύμβολο το σύνολο του μεσοπολέμου και όρισε την ελληνική ποίηση των κατοπινών γενιών ως μια θητεία θανάτου.
Η δύσκολη κληρονομιά του Κώστα Καρυωτάκη παραμένει άταφη, παρά τα πλαστικά άνθη που ορισμένοι επιμένουν να της πετούν κατάμουτρα.

(στην εφημερίδα Εποχή)