Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Τα χέρια της γιαγιάς μου


Κάποια στιγμή η παιδική ηλικία τελειώνει. Μη φανταστείτε μια βίαιη στιγμή, απότομη, στην οποία μπαίνεις μικρός και ξαφνικά βγαίνεις μεγάλος. Η ενηλικίωση είναι ένα ταυτόχρονο γεγονός. Αρχίζει βιολογικά και πνευματικά και συνεχίζει μέσα σε στιγμές και αντιδράσεις, γεγονότα που σε βρίσκουν και στάσεις που εσύ εφευρίσκεις. Λίγο λίγο, καθώς μαθαίνεις να αποχαιρετάς και να δέχεσαι, να παίρνεις ευθύνες και να αντιμετωπίζεις ματαιώσεις, να χαίρεσαι για πράγματα που κάποτε μόνο οι μεγάλοι χαίρονταν. Νομίζω ότι εμένα κάπου εδώ έλαβε τέλος. Ναι, είμαι πια ολοκληρωτικά μεγάλος. Με τον τρόπο που λέμε «μεγάλος» όταν ήμαστε μικροί. Την προηγούμενη εβδομάδα, λίγο πριν τα 36 μου, με τον θάνατο της γιαγιάς μου.

Δεν μιλώ για κάποια συντριπτική αλλαγή, πιο πολύ για μια συνειδητοποίηση. Για τη στιγμή αυτή που κοιτάς πίσω και όλα είναι αναμνήσεις. Τη στιγμή που χάθηκε η παιδικότητά σου. Γιατί πέρα απ' όλα τα άλλα η γιαγιά Φωφώ ήταν κι αυτό. Ενας κλειδούχος τον αναμνήσεων. Ο τελευταίος άνθρωπος της παλιάς αυτής γενιάς στην οικογένειά μου και μαζί μακράν ο πιο αγαπημένος. Της γενιάς αυτής που βγαίνει μέσα από την ιστορία, τα γεγονότα και τους πολέμους, τις μικρές ζωές των ανθρώπων μέσα στην αναταραχή των πραγμάτων. Που ξεκινά από την ιστορία και καταλήγει στον παιδικό σου χρόνο. Τότε που έπαιζες αμέριμνος στο σαλόνι της –και πόσο μεγάλο σου φαινόταν. Τότε που έψαχνες -μάταια- τα συρτάρια της να δεις πού κρύβει τα σοκολατάκια. Τότε που η μάνα σου εφημέρευε και σένα το βράδυ στο σπίτι της γιαγιάς σε νανούριζε ο ήχος από τα αμάξια που διέρχονταν την Ταϋγέτου. Τότε που κάθε δεύτερη σκέψη ήταν αγκαλιά και ο χρόνος που περνά απλώς ένα ενδεχόμενο.

Και η γιαγιά Φωφώ πέρασε τα 90, με το μυαλό και την αγάπη της ολόκληρη. Πρόλαβε να δει τα εγγόνια της να μεγαλώνουν, πρόλαβε τα δισέγγονα. Πάντοτε όμορφη και πάντοτε προσεγμένη μέχρι τις τελευταίες της μέρες. Η ίδια φωνή-αγκαλιά μέχρι την τελευταία σας κουβέντα, μια φωνή που σου βγάζει ακόμα και τώρα που τη θυμάσαι εκείνη την ασφάλεια που σου έβγαζε στα παιδικά χρόνια, τα μη χρονολογημένα, τότε που η ζωή ήταν αχανής και άγνωστη και η γιαγιά σου ένας απ' τους κυρίαρχους τρόπους να την καταλαβαίνεις.

Τους μεγάλους ανθρώπους τους αποχαιρετούμε σταδιακά. Είναι η σοφία της βιολογίας. Και ταυτόχρονα η συντριπτική της νίκη απέναντί μας. Αλλά υπάρχει μια παραμυθία στο σταδιακό, ένας μικρός εξορκισμός του παραλόγου του θανάτου. Για λίγο, όσο διαρκεί το κάθε σκαλοπάτι του αποχαιρετισμού. Αυτό σε κάνει να θρηνείς αργότερα ακανόνιστα. Οχι μόνο στη στιγμή του συντελεσμένου. Αλλά και τις στιγμές εκείνες που μια γεύση, ένα παλιό αντικείμενο, μια συλλογική οικογενειακή ανάμνηση επαναφέρει τη γιαγιά μπροστά σου. Εκτός ηλικίας και εντός σχέσης, της σχέσης αυτής γιαγιάς και εγγονού, της δική σου σχέσης που είναι μαζί και η παιδικότητά σου.
Και ενώ μέχρι χθες ήταν αργά, τώρα είναι ξαφνικά νωρίς. Νωρίς για να ξεμπλέξεις το κουβάρι των γεγονότων και των προσώπων και να τα τοποθετήσεις στη σωστή τους θέση. Ολα είναι ταυτόχρονα. Οι αναμνήσεις και οι κουβέντες, το χαμόγελο της Φωφώς, η αγωνία και το διαρκές τρέξιμο της μάνας ενάντια στα προγνωστικά, ενάντια στο ίδιο το παράλογο –εκεί που το διαρκώς περισσότερο που ξεπερνάει το δόσιμο είναι απλώς ένας τρόπος να ειπωθεί το αυτονόητο της αγάπης, ο παππούς που έφυγε κάποια χρόνια πίσω, η γιαγιά στις φωτογραφίες κάτοικος ενός ασπρόμαυρου κόσμου, οι κουβέντες με τον θείο και η δική του αγωνία, οι ομελέτες που σου έφτιαχνε η γιαγιά κάθε φορά που πήγαινες να τη δεις, η Ρούλα και ο Δημήτρης, η πρώτη φορά που γνώρισε τη γυναίκα σου και είδε τον γιο σου, ο αδερφός σου στο σπίτι της, όμοιος με σένα αλλά μικρότερος, σαν κομμάτι της δικής σου εμπειρίας που αποσπάστηκε και βιώνει τον δικό της τρόπο. Η δική σου οικογένεια τώρα. Που βιώνει τον δικό της χρόνο. Και ο χρόνος που συνεχίζει. Τα χέρια της γιαγιάς σου. Το ένα να έρχεται από το παρελθόν της, το άλλο από το μέλλον μας. Και πάνω από το κεφάλι του παρόντος μας να συμφιλιώνουν την αγάπη με τον αποχωρισμό, την πληγή με την τρυφερότητα της ανάμνησης, τα χρόνια που πέρασαν με αυτά που θα έρθουν. Γιατί ο χρόνος δεν είναι άλλο από δυο σπασμένα αυγά που η γιαγιά τηγανίζει για τους δικούς της. Για να γίνουν κι αυτοί μεγάλοι. Και για να την αγαπούν σε όλη τη διαδρομή. Και για πολύ μετά…

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)