Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Ο Γιάννος ως ιδεολογία


Ο Γιάν­νος Πα­πα­ντω­νίου προ­φυ­λα­κί­στη­κε. Το ί­διο και η γυ­ναί­κα του. Τα κα­θη­με­ρι­νά δη­μο­σιεύ­μα­τα για τις με­τα­κι­νή­σεις χρη­μά­των σε τρά­πε­ζες στην Ελβε­τία, για τα μυ­θι­κά πο­σά ως δώ­ρα για συμ­φω­νίες και συμ­βά­σεις, για τις ει­κό­νες στα δι­κα­στή­ρια, σχε­δόν μο­νο­πω­λούν το κα­θη­με­ρι­νό εν­δια­φέ­ρον. Τό­σο σε ε­πί­πε­δο ου­σίας, ό­σο και σε ε­πί­πε­δο ε­λα­φρού σχο­λια­σμού.

Ο Γιάν­νος Πα­πα­ντω­νίου εί­ναι μια υ­πεν­θύ­μι­ση. Υπεν­θύ­μι­ση ε­νός πρό­σφα­του πα­ρελ­θό­ντος, βγαλ­μέ­νου α­πό ε­πο­χές που μοιά­ζουν έ­τη φω­τός μα­κριά. Μια α­λα­ζο­νι­κή φι­γού­ρα μιας α­λα­ζο­νι­κής ε­πο­χής. Ενσάρ­κω­ση ε­νός αι­σθή­μα­τος τρύ­πιας αι­σιο­δο­ξίας και μα­ταιο­δο­ξίας. Ενός πα­ρό­ντος που πα­ρήλ­θε, α­φού πρώ­τα δα­νεί­στη­κε α­πό το μέλ­λον του, α­φή­νο­ντάς το δι­κό μας πα­ρόν αι­μό­φυρ­το και κα­θη­λω­μέ­νο. Μη­χα­νο­δη­γός της ύ­βρης και ταυ­τό­χρο­να αυ­τός που καρ­πώ­θη­κε τα α­πο­τε­λέ­σμα­τά της. Σύμ­βο­λο της ευ­ρω­παϊκής εκ­δο­χής του μέ­σου Έλλη­να, ε­κεί που η ε­πι­τυ­χία ταυ­τί­ζε­ται με την ι­σχύ και μα­ζί συ­να­ντούν τους κα­λούς τρό­πους ε­νός σι­κά­του που­κά­μι­σου (μα­κριά α­πό τις υ­περ­βο­λές του πα­παν­δρεϊκού νε­ο­πλου­τι­σμού φυ­σι­κά), την ε­πι­δει­κτι­κό­τη­τα και το γό­η­τρο της ταυ­τό­τη­τας σε μια έ­ξο­δο στο Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής. Την πε­ρίο­δο του εκ­συγ­χρο­νι­στι­κού ΠΑ­ΣΟ­Κ, ο Γιάν­νος ή­ταν το πε­πρω­μέ­νο μας. Ένα συλ­λο­γι­κό πε­πρω­μέ­νο, χτι­σμέ­νο α­πό χρη­μα­τι­στή­ρια, μα­γει­ρε­μέ­να στοι­χεία και κο­μπί­νες, δά­νεια και με­γα­λοϊδε­α­τι­σμό ι­σχύος.
Ο Γιάν­νος Πα­πα­ντω­νίου δεν εί­ναι πια η ε­ξου­σία. Εί­ναι μια στρε­βλή νο­σταλ­γία που μας ε­ξου­σιά­ζει. Μια α­νά­μνη­ση μια γε­λοίας ε­πο­χής που φο­ρού­σε ρού­χα που δεν α­ντι­στοι­χού­σαν στο μέ­γε­θός της. Και τώ­ρα πρέ­πει να τα ε­πι­στρέ­ψει.

Ας συ­γκρα­τή­σου­με τη χαι­ρε­κα­κία μας. Εί­ναι λο­γι­κό και αν­θρώ­πι­νο σε ε­πο­χές κρί­σης, φτώ­χειας και α­πελ­πι­σίας να ψά­χνου­με ε­νό­χους. Και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα-σύμ­βο­λα, με θέ­σεις ευ­θύ­νης, πρό­σω­πα που έ­παιρ­ναν α­πο­φά­σεις σε μια πε­ρίο­δο κομ­βι­κή για τη ση­με­ρι­νή κα­τά­λη­ξη, πρό­σω­πα που ε­γκλη­μά­τη­σαν για προ­σω­πι­κό κέρ­δος α­πέ­να­ντι στο σύ­νο­λο. Πρό­σω­πα που κου­βα­λούν α­κό­μα την οι­κειό­τη­τα της δη­μο­φι­λίας και την υ­πε­ρο­ψία της ε­ξου­σίας (αυ­τή που τους ε­γκα­τα­λεί­πει πο­λύ με­τά την ε­ξου­σία). Ζη­τού­με ε­κτό­νω­ση μέ­σα α­πό αυ­τούς. Και μο­νί­μως ξε­χνά­με πως προϋπό­θε­ση για να αν­θί­σουν τέ­τοια λου­λού­δια εί­ναι έ­να σύ­στη­μα που τους δί­νει χώ­ρο. Ένα σύ­στη­μα που σε με­γά­λο βαθ­μό οι ί­διοι συ­νέ­βα­λαν στη δη­μιουρ­γία του. Όταν ό­μως έρ­χε­ται η ώ­ρα της πλη­ρω­μής, το σύ­στη­μα ξε­χνιέ­ται. Ένας Άκης, έ­νας Γιάν­νος (α­τε­λείω­τη αυ­τή η οι­κειό­τη­τα α­κό­μα και με­τά την κα­τα­δί­κη) αρ­κούν για να ε­κτο­νώ­σουν. Όχι το αί­σθη­μα δι­καίου, αλ­λά αυ­τή την αυ­θόρ­μη­τη α­ντί­δρα­σή μας α­πέ­να­ντι στο πα­ρά­λο­γο που κα­τοι­κεί στην κοι­νω­νία μας, α­πέ­να­ντι στη γε­νι­κευ­μέ­νη εκ­δο­χή της α­δι­κίας, η ο­ποία φυ­σι­κά και εί­ναι πα­ρού­σα, αλ­λά συ­νή­θως δεν τη γειώ­νου­με σε συ­γκε­κρι­μέ­νες πο­λι­τι­κές και ε­πι­λο­γές που την προ­κά­λε­σαν.

Αλλά ε­δώ μι­λού­με για πο­λι­τι­κή, ό­χι για αν­θρώ­πι­νη ε­κτό­νω­ση. Όταν τα δύο ταυ­τί­ζο­νται, οι ε­ξε­λί­ξεις μυ­ρί­ζουν αν­θρώ­πι­νο κρέ­ας. Αυ­τό που έ­χει ση­μα­σία εί­ναι η δι­καιο­σύ­νη να κά­νει τη δου­λειά της. Και α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο να την κά­νει με τρό­πο τέ­τοιο ώ­στε να μην πα­ρου­σια­στεί ως εκ­δί­κη­ση. Ως ευ­και­ρια­κή α­πό­φα­ση με συ­γκε­κρι­μέ­νο ό­φε­λος. Να μην πρά­ξει ό,τι πράτ­τει για πο­λι­τι­κούς λό­γους. Η στά­ση α­πέ­να­ντι στο πρό­σφα­το πα­ρελ­θόν κα­τα­σπα­τά­λη­σης και κλο­πής α­πο­τε­λεί μια ευ­και­ρία, ώ­στε η δι­καιο­σύ­νη να α­να­κτή­σει, ή έ­στω να διορ­θώ­σει ο­ρια­κά, την ει­κό­να και την ε­μπι­στο­σύ­νη του κό­σμου.
Με τους ό­ρους αυ­τούς, ό­μως, που θα κά­νουν τις α­πο­φά­σεις της υ­πεν­θύ­μι­ση πως ζού­με την προέ­κτα­ση έ­νας γαγ­γραι­νια­σμέ­νου κρά­τους που δεν έ­χει α­κό­μη ε­που­λω­θεί, πως το ί­διο σύ­στη­μα ε­πι­βιώ­νει σε πολ­λά ε­πί­πε­δα και πως ε­πι­τέ­λους πρέ­πει να ξε­κι­νή­σει η στιγ­μή της διόρ­θω­σης. Ναι, ο Γιάν­νος Πα­πα­ντω­νίου μοιά­ζει ως έ­νας α­πό τους ε­πι­κε­φα­λής και τους υ­πεύ­θυ­νους αυ­τής της δια­δι­κα­σίας και αυ­τού του συ­στή­μα­τος. Αλλά το μέ­γε­θός του δεν ταυ­τί­ζε­ται ού­τε με το μέ­γε­θος της δια­δι­κα­σίας, ού­τε με αυ­τό του συ­στή­μα­τος. Το μό­νο που μπο­ρεί να ση­μά­νει, εί­ναι την αρ­χή του ξη­λώ­μα­τος. Αλλά προς το πα­ρόν το ξή­λω­μα δεν έ­χει καν αρ­χί­σει. Και εί­ναι φο­ρές που η ε­κτό­νω­ση ό­χι μό­νο δεν βο­η­θά, αλ­λά λει­τουρ­γεί α­πο­λύ­τως α­να­σταλ­τι­κά. Όταν η ί­δια η αρ­χή της δια­δι­κα­σίας α­ντι­κα­θι­στά την ί­δια τη δια­δι­κα­σία στο σύ­νο­λό της.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Οι χειροπέδες και ο νεκρός



Αρχή συνειρμού: έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Όλιβερ Κρόμγουελ το 1658, οι εχθροί του επανέρχονται στην εξουσία. Καθαιρούν το γιο και διάδοχό του και επαναφέρουν τη βασιλεία, στέφοντας τον Κάρολο τον Β’ βασιλιά. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Ο Κρόμγουελ, σύμβολο της Κοινοπολιτείας της Αγγλίας και του αγγλικού εμφυλίου, είχε πεθάνει από φυσικά αίτια. Η κηδεία του στο Αβαείο του Γουέστμνιστερ είχε γίνει δημοσία δαπάνη με τιμές ηγεμόνα. Η μνήμη της μεγαλοπρέπειας του αποχαιρετισμού συνόδευε τον άνθρωπο που ήδη είχε αρχίσει να γίνεται θρύλος. Το νέο κοινοβούλιο (ελεγχόμενο από το βασιλιά) διέταξε την απομάκρυνση της σορού από το Αβαείο και για παραδειγματισμό η κυβέρνηση εκτέλεσε τα άψυχα σώματα του Κρόμγουελ και των συντρόφων του, αφήνοντάς τα για χρόνια σε κοινή θέα. Με τον τρόπο αυτό, η αγγλική κυβέρνηση ήθελε να δείξει πως ακόμα και στο θάνατο δεν μπορεί να ξεφύγει από τη δικαιοσύνη.
Το γεγονός αυτό δεν είναι το μόνο, αλλά ίσως το πιο χαρακτηριστικό από μια σειρά μεταθανάτιες εκτελέσεις κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Η πρακτική είναι θανατοπολιτική στην απόλυτη κυριολεξία της. Μια μεταθανάτια διαχείριση του θανάτου, ως μήνυμα προς τους ζωντανούς, ως μήνυμα για ό,τι έχει αφήσει πίσω του ζωντανό ο αποθανών. Μια παραπλήσια πρακτική αντικρίσαμε μετά το πραξικόπημα στην Τουρκία του 2016. Μετά τα γεγονότα απαγορεύτηκε ο θρήνος και η προσευχή για όσους είχαν συμμετάσχει στο πραξικόπημα. Ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης είχε μάλιστα ανακοινώσει πως θα διαμορφωθεί ένας ειδικός χώρος για την ταφή τους, με το όνομα «νεκροταφείο των προδοτών». «Όποιος περνά απ’ έξω θα τους καταριέται κι έτσι δεν θα μπορούν να ησυχάσουν στους τάφους τους», σημείωσε τότε.

Οι πράξεις αυτές ορίζουν το τελευταίο σημείο της απανθρωποποίησης. Επικυρώνουν μετά το τέλος, τη φύση της διαδικασίας, την ταυτότητα του υποκειμένου. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, ώστε η επίδειξη της εξουσίας τους να υπερβαίνει τα όρια της ζωής και του θανάτου. Ορίζοντας ό,τι είναι ζωντανό ως πτώμα και ό,τι έχει πεθάνει ως ένα υποκείμενο που δεν του άξιζε η ζωή. Κανονικοποιώντας τη ζωή μέσα από το θάνατο.
Επιστροφή στην αφορμή του συνειρμού: «σοκάρουν οι χειροπέδες σε έναν άνθρωπο νεκρό ή ημιθανή. Είναι περιύβριση νεκρού. Νωρίτερα, από τον ασύρματο της ΕΛΑΣ ακούγεται ο ένας από τους αστυνομικούς να αναφέρει πως ο Ζακ «μάλλον είναι νεκρός»», αναφέρει ο ειδικός παθολόγος Μανώλης Φραγκάκης στις «ιστορίες που γράφουν Ιστορία», Στο Κόκκινο. «Είναι περιύβριση νεκρού» υπογραμμίζει, όπως και η σχετική ανακοίνωση της ΟΕΝΓΕ, την οποία συνυπογράφει. Είκοσι μέρες μετά, η εικόνα επιστρέφει. Ενός νέου ανθρώπου πεσμένου, διαλυμένου και αιμόφυρτου. Με το πλήθος να αλαλάζει, με την αστυνομία να το προστατεύει από μια ανύπαρκτη απειλή και να συνεισφέρει με επαγγελματικό οίστρο στο λιντσάρισμα. Και αφού ξεψυχά, ή έχει ήδη ξεψυχήσει, του περνούν χειροπέδες.
Τι σημαίνουν οι χειροπέδες αυτές; Είναι απλώς περιύβριση; Δημοσιοϋπαλληλική εμμονή στο τυπικό του επαγγέλματος; Μια περιφρονητική πράξη χωρίς πολλή σκέψη; Τι προσπαθούν να κρατήσουν φυλακισμένο οι χειροπέδες; Είναι το αχρείαστο της συγκεκριμένης πράξης που την κάνει ακόμα πιο τρομακτική. Η εκδικητικότητα που δεν ορίζει καν το είδος της εκδίκησης που αναζητά. Επικύρωση της νίκης απέναντι στο νεκρό και τους ζωντανούς.
Με τις χειροπέδες αυτές δεν ζυγίζεται ο θάνατος, αλλά η ζωή. Και η ελάχιστη σημασία που μπορεί να έχει. Και το γεγονός πως κάποιοι πιστεύουν πως ακόμα και στο θάνατο δεν μπορείς να τους ξεφύγεις.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Banksy: η φθορά ως έργο τέχνης



Το σφυρί του οίκου Sotheby' s πέφτει. Το έργο πουλήθηκε έναντι 1,3 εκατ. ευρώ. Χαρές και αγκαλιές στο χρηματιστήριο της τέχνης. «Το κορίτσι με το μπαλόνι», έργο του street artist Banksy, αντίκριζε το πλήθος κρεμασμένο. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ένας ηλεκτρονικός ήχος καλεί τα βλέμματα να δουν τι συμβαίνει. Το εσωτερικό του πίνακα κατεβαίνει έξω από την κορνίζα διαλυμένο σε κομματάκια. Ο Banksy, όπως θα εξηγήσει δύο μέρες μετά μέσα από βίντεό του στο Instagram, είχε τοποθετήσει έναν καταστροφέα εγγράφων μέσα στην κορνίζα του έργου. «Η επιθυμία για καταστροφή είναι επίσης μια δημιουργική επιθυμία», γράφει στη λεζάντα που συνοδεύει την ανάρτησή του, επικαλούμενος ρήση του Πικάσο. Και το έργο του 1,3 εκατομμυρίου αποτελεί παρελθόν.
Φυσικά αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο Banksy εκμεταλλεύεται τη συγκεκριμένη και κατεστημένη δομή του καλλιτεχνικού κόσμου ώστε να παραγάγει ένα συμβάν. Η συνομιλία του με τη «σοβαρή τέχνη» και τους θεσμούς της ήταν πάντοτε στο επίκεντρο του έργου του. Από τις φορές που έμπαινε σε μουσεία και τοποθετούσε πίνακές του ανάμεσα σε άλλους, κατεστημένους πίνακες (και τους άφηνε εκεί για μέρες μέχρι τελικά κάποιος να αντιληφθεί την προσθήκη), μέχρι τις δύο πρόσφατες τοιχογραφίες έξω από αναδρομική έκθεση του Jean-Michel Basquiat στο Λονδίνο.
Η καταστροφή, η σάτιρα και η επιθετική συνομιλία με το παρελθόν της τέχνης δεν είναι κάτι καινούργιο. Υπήρξε βασικός δημιουργικός άξονας του ντανταϊσμού, ισάξιο κομμάτι εντός του μοντερνισμού, ένας τρόπος θέασης του παρελθόντος και οικοδόμησης του παρόντος της τέχνης. Από το μουστάκι στη Μόνα Λίζα του έργου L.H.O.O.Q. του Marchel Duchamp μέχρι τη βάνδαλη κορνίζα του Banksy, το παιχνίδι εισέρχεται στο πεδίο της τέχνης, την απογυμνώνει από τη σοβαροφάνειά και τον επιβεβλημένο συντηρητισμό των συλλεκτών, των μουσείων και των οίκων και την επιστρέφει πίσω γυμνή. Ως ένα υποχρεωτικό παρόν, έκθετο στον ανθρώπινο παλμό και την αγωνία.
Με την κίνησή του ο Banksy δεν εξέθεσε το έργο αλλά τη μοίρα του, τον κώδικα του συλλέκτη ως ματαιοδοξία πέρα από τον χρόνο και ταυτόχρονα τη ματαιότητα της ιδιοκτησίας της τέχνης. Η κίνηση αποκτά μεγάλο σημειολογικό ενδιαφέρον πέρα από το στοιχείο της φάρσας ή του βανδαλισμού.
Από την αρχή της καριέρας του ο Banksy έπαιζε με τον χώρο. Τα έργα του υπήρχαν μέσα στην πόλη συνομιλώντας με τους ανθρώπους και το περιβάλλον, την αρχιτεκτονική και τη μικροκλίμακα της αστικής γεωγραφίας. Τα έργα απέκτησαν τη σημασία τους γιατί βρίσκονταν εκεί που βρίσκονταν. Σε μια γειτονιά του Λονδίνου ή στη Λωρίδα της Γάζας.
Τώρα, ο Banksy περνάει στον χρόνο. Η κίνησή του ήταν η έκθεση της συμπυκνωμένης φθοράς του έργου τέχνης. Και άσχετα με την πρόθεση του καλλιτέχνη, η κίνηση θέτει ακόμη ένα ερώτημα: Πότε τελικά τελειώνει ένα έργο τέχνης; Με την τελευταία πινελιά του καλλιτέχνη; Με την υλική καταστροφή του; Ή μήπως με το πέρασμά του στις συλλογές και στα μουσεία;
Μπορούμε να απαντήσουμε πως ένα έργο τέχνης δεν τελειώνει ποτέ ή τελειώνει τη στιγμή που αρχίζει, με τη συνέχειά του να μεγεθύνει, να απλώνει και να διαπραγματεύεται αυτό που ήδη υπάρχει. Στην πρώτη φράση, στον πρώτο στίχο, στην πρώτη πινελιά.
Οπως έλεγε ο Πολ Βαλερί, δεν υπάρχουν έργα που τελείωσαν πραγματικά, γιατί δεν μπορείς να τελειώσεις ένα έργο τέχνης. Μπορείς απλά να το εγκαταλείψεις. Και όπως απέδειξε ο Banksy, να το νοηματοδοτήσεις ξανά από την αρχή.
Το «Κορίτσι με το μπαλόνι» δημιουργήθηκε το 2002 ως στένσιλ σε έναν τοίχο του ανατολικού Λονδίνου. Η τοιχογραφία σύντομα αφαιρέθηκε και πουλήθηκε σε δημοπρασία.
Ο Banksy χρησιμοποίησε την εικόνα σε παραλλαγές το 2014 ώστε να τοποθετηθεί υπέρ των προσφύγων από τη Συρία (το κορίτσι απεικονιζόταν ως μικρή πρόσφυγας από τη Συρία). Το σχέδιο πουλήθηκε και ξαναπουλήθηκε, έγινε τατουάζ διασήμων, πολλαπλό σύμβολο διαφορετικών αναγνώσεων και αγαπημένο σχέδιο ολόκληρης της Αγγλίας.
Μετά το περιστατικό, απέκτησε ακόμη ένα συμβολικό φορτίο, συνεχίζοντας το ταξίδι των νοηματοδοτήσεων.
Ενα εικαστικό συμβάν που έγινε «έργο τέχνης» ώστε να πωληθεί και τώρα ξαναγίνεται συμβάν. Ενα ταξίδι που αφήνει την τέχνη ανοιχτή στο απροσδόκητο και αποδεικνύει την επείγουσα σημασία της ζωντάνιας της.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Πεθαίνοντας στην Αθήνα


Ενώ οι έρευνες γύρω από τις συνθήκες δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου προχωρούν, περισσότερα στοιχεία βγαίνουν στην επιφάνεια περιγράφοντας με μεγαλύτερη ακρίβεια τους όρους του γεγονότος.
Το θύμα δεν προσπάθησε να κλέψει, δεν κρατούσε μαχαίρι, δεν αποτελούσε κίνδυνο για κανέναν. Δεν είχε ανάγκη από χρήματα, δακτυλικά αποτυπώματα δεν βρέθηκαν στα μέσα δωμάτια του «κοσμηματοπωλείου» ή στην ταμειακή μηχανή, ενώ πρόσφατο βίντεο αποδεικνύει πως ο Ζακ Κωστόπουλος πριν εκτελεστεί από τη μάζα του λιντσαρίσματος ζητούσε βοήθεια.
Σε αντίθεση με όσα μετέδωσαν πολλά μέσα ενημέρωσης, η αστυνομία και λοιποί οπαδοί της τάξης και της ασφάλειας, ο Ζακ Κωστόπουλος δεν είχε σκοπό να βλάψει κανέναν.
Η έγνοια του ήταν πως κάποιος ήθελε να βλάψει αυτόν τον ίδιο. Και το πλήθος όχι μόνο δεν τον βοήθησε σε αυτή του την έκκληση αλλά τελικά συνηγόρησε υπέρ και πήρε τη θέση αυτών που ήθελαν να τον βλάψουν. Αφού λοιπόν πια αποδεικνύεται πως δεν υπήρξε το έγκλημα της κλοπής, για ποιο έγκλημα δικάστηκε και καταδικάστηκε από τους αυτόκλητους εκτελεστές ο Ζακ Κωστόπουλος; Μα είναι προφανές.
Το έγκλημά του ήταν η ίδια του η ταυτότητα. Το να είσαι γκέι, να είσαι οροθετικός και ταυτόχρονα να μην κρύβεσαι. Να είσαι αυτό που είσαι και να διεκδικείς τη θέση σου δίπλα στους «κανονικούς» ανθρώπους. Να είσαι διαφορετικός και να υπάρχεις.
Ισως να φαίνεται πολύ νωρίς για να εξαγάγουμε ψύχραιμα συμπεράσματα που ξεπερνούν το γεγονός της δολοφονίας καθ’ εαυτό. Ισως το πιο εύκολο που μπορούμε είναι να πούμε πως ζούμε σε μια άγρια κοινωνία με ένα κομμάτι της βυθισμένο στην ηθική εξαχρείωση, να στρέψουμε την οργή μας απέναντι στους ομοφοβικούς, τους ρατσιστές ή ακόμα και αυτούς που διαστρέβλωσαν τους όρους του γεγονότος προς καθησυχασμό της φιλήσυχης μάζας.
Ο αποτροπιασμός από το γεγονός, η κτηνωδία και η απεικόνισή της δικαιολογούν απόλυτα κάθε τέτοια αντίδραση. Ταυτόχρονα όμως ας γνωρίζουμε πως κάποια στιγμή θα αναρωτηθούμε: τι σημαίνει και τι σηματοδοτεί η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου.
Κάθε δολοφονία, με το πέρας του καιρού, φεύγει από τη σφαίρα του θρήνου, της οργής, ακόμα και του ίδιου του γεγονότος και μπαίνει σε αυτή της ιστορίας. Συμπυκνώνει, περιγράφει με τρόπο σαφή, σημεία, τάσεις και γεγονότα πέρα από αυτή την ίδια. Η δολοφονία παραμένει για την κοινωνία μας στιγμή του σοκ (εκτός βέβαια αν είναι δολοφονία μετανάστη. Εκεί η κοινωνία μας λυπάται αλλά δεν σοκάρεται).
Η δολοφονία δεν μπορεί να ενταχθεί και να αποτελεί κομμάτι μιας κανονικότητας, αλλά αντίθετα λειτουργεί ως ηθικό όριο που (προς το παρόν τουλάχιστον) κάποιος δεν μπορεί να υπερβεί χωρίς συνέπειες (και δεν εννοούμε εδώ νομικές συνέπειες).
Τα πρόσφατα χρόνια, οι δολοφονίες που ζήσαμε σηματοδότησαν μια σειρά από εξελίξεις, συμπύκνωσαν τρόπους, τάσεις και ρήγματα. Γυρνώντας στο πρόσφατο παρελθόν βλέπουμε στα περιστατικά αυτά ολόκληρη την εποχή που τα γέννησε και αυτά που τη διαδέχθηκαν.
Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 ήρθε να συμπυκνώσει όλο το ψέμα της ευημερίας της ελληνικής οικονομίας τις δεκαετίες που προηγήθηκαν. Περιέγραψε με τον πιο εμφατικό τρόπο το τέλος μιας κοινωνίας ηθικά μετέωρης και την αρχή μιας νέας σελίδας, ενός άγνωστου προορισμού που αργότερα θα ονομαζόταν κρίση. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τους χρυσαυγίτες το 2013 περιέγραψε τη διάβρωση και την ανοχή της κοινωνίας από την αρρώστια του ναζισμού. Οι «αγανακτισμένες» αντιδράσεις απέναντι στους μετανάστες, η άνοδος του εθνικισμού και η συνολική συντηρητικοποίηση ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας μπορούν να ιδωθούν μέσα σε αυτό το περιστατικό.
Υπό αυτό το πρίσμα η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου περιγράφει ως ενδεχόμενο την επέλαση μιας νέας βαρβαρότητας. Οι συνθήκες της δολοφονίας, το γεγονός πως συνέβη μέρα μεσημέρι μπροστά στα μάτια του κόσμου με δράστες «φιλήσυχους πολίτες» (κάποιοι λένε κλεπταποδόχους αλλά δεν τους γνωρίζω αυτούς τους κάποιους) με τις ευλογίες καναλιών που έστηναν ντιμπέιτ για την ορθότητα της δολοφονίας και μια αστυνομία που απαντά «όποιος γουστάρει» περιγράφουν τις αρένες ενός μέλλοντος με το οποίο συνορεύουμε.
Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου ίσως να ήταν το πρώτο βήμα μας μέσα στην αρένα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Η δίκη του Μπρετ Κάβανο (και γιατί σε αφορά)


Περισσότεροι από 300 άνθρωποι συνελήφθησαν την περασμένη Πέμπτη έξω απ’ το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ουάσιγκτον, καθώς διαδήλωναν κατά της υποψηφιότητας του Μπρετ Κάβανο. Αφορμή αποτέλεσε η κατάθεση της αναφοράς του FBI για τις καταγγελίες περί σεξουαλικών επιθέσεων εις βάρος του υποψήφιου για το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Οι Ρεπουμπλικάνοι αφήνουν να διαρρεύσει ότι η αναφορά δεν έχει κανένα επιβαρυντικό στοιχείο εις βάρος του, ενώ οι Δημοκρατικοί καταγγέλλουν παρεμβάσεις του Λευκού Οίκου. Με λίγα λόγια και απ’ όσο φαίνεται, ο Μπρετ Κάβανο θα κριθεί αθώος και τελικά θα γίνει ισόβιο μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Η διαδήλωση ήταν απλώς η κορύφωση των διαμαρτυριών που λαμβάνουν χώρα τις τελευταίες εβδομάδες.
Ας δούμε συνοπτικά τα γεγονότα και ας δούμε γιατί η υπόθεση μας αφορά.
Η 51χρονη Κριστίν Μπλέιζι Φορντ, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πάλο Αλτο στην Καλιφόρνια, κατηγορεί τον 53χρονο Κάβανο ότι της επιτέθηκε σεξουαλικά σε μια σχολική γιορτή όταν εκείνος ήταν 17 χρόνων. Ο Κάβανο είναι ένας υπερσυντηρητικός δικαστής σε θέματα θρησκείας, οικογένειας, αναπαραγωγικών δικαιωμάτων και προστασίας του περιβάλλοντος. Ο διορισμός του εκλεκτού του Ντόναλντ Τραμπ θα αλλάξει τη σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο προς τα δεξιά.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο Κάβανο εμφανίστηκε να κλαψουρίζει χωρίς επιχειρήματα, να λέει ιστορίες από τα χρόνια του στο σχολείο χωρίς ουσία, να θυμώνει και να προσβάλει, να κάνει λόγο για μια μεγάλη πολιτική συνωμοσία εναντίον του, ενώ οι αποδείξεις που κατέθεσε, περιορίστηκαν σε ένα χειρόγραφο ημερολόγιο, το οποίο δεν περιείχε το πάρτι στο οποίο αποπειράθηκε να βιάσει την Κριστίν Μπλέιζι Φορντ. Ταυτόχρονα, δεν κατάφερε να αρνηθεί πως εκείνη την εποχή έπινε μέχρι να λιποθυμήσει, ενώ επανειλημμένα αρνήθηκε έρευνα από την αστυνομία. Να σημειώσουμε εδώ πως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας άλλες δύο γυναίκες κατέθεσαν παρόμοιες συμπεριφορές του Κάβανο σε παρόμοια περιστατικά.

Απέναντι σε αυτή την παρωδία ανθρώπου, στάθηκε η κατάθεση της Κριστίν Μπλέιζι Φορντ, μια βαθειά συγκινητική επίδειξη κουράγιου, ειλικρίνειας και υπέρβασης του φόβου για το καλό της ίδιας της κοινωνίας. «Είμαι εδώ όχι επειδή το θέλω -είμαι τρομοκρατημένη- αλλά επειδή πιστεύω πως είναι το καθήκον μου ως πολίτης να σας πω τι έγινε». Στη συνέχεια περιέγραψε τα γεγονότα που την στοίχειωσαν όλη την υπόλοιπη ενήλικη ζωή της. Η Φορντ τόνισε πως προχώρησε στις καταθέσεις και στην έκθεση του τραύματός της, παρ’ όλο που γνώριζε πως δύσκολα θα άλλαζαν την απόφαση του δικαστηρίου και τις επιπτώσεις που θα είχε κάτι τέτοιο στη ζωή της. Κάτι που μετατρέπει τη στάση της σε ένα μνημείο θάρρους.

Το παράδοξο είναι πως λίγο-πολύ ακόμα και αυτοί που υποστηρίζουν τον Κάβανο, δεν αρνούνται την ειλικρίνεια στην κατάθεση της Κριστίν Μπλέιζι Φορντ. Και αυτό που υπονοείται, είναι πως ακόμα και αν την πιστεύουν, ουσιαστικά δεν ενδιαφέρονται για την κατάθεσή της. Και εδώ φτάνουμε στο σημείο όπου η υπόθεση αφορά όλους μας.

Η επιμονή των Ρεπουμπλικάνων και του προέδρου Τραμπ -ακριβώς αφού όλα αυτά τα στοιχεία έχουν εκτεθεί και ακριβώς όταν το κοινό ήρθε σε επαφή με τη λεπτομέρεια των περιστατικών και τη συμπεριφορά του δικαστή απέναντι στις γυναίκες- δεν έχουν να κάνουν με τον ίδιο το δικαστή. Στην πραγματικότητα απευθύνονται στις ίδιες τις γυναίκες. Ας μην ξεχνάμε πως ο σεξισμός και ο μισογυνισμός είναι χαρακτηρισμοί που ακολουθούσαν τον Τραμπ ήδη από την προεκλογική περίοδο. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους κατηγορίες για ροζ σκάνδαλα ενάντια στον Τραμπ. «Έχουν φερθεί πολύ σκληρά στον Κάβανο, νομίζω πως είναι πολύ άδικο», είπε ο πρόεδρος, παρουσιάζοντάς τον ως το θύμα της υπόθεσης, προσθέτοντας «μου είναι πολύ δύσκολο να φανταστώ πως συνέβη το οτιδήποτε». Ενώ δεν παρέλειψε να ειρωνευτεί την Κριστίν Μπλέιζι Φορντ, κοροϊδεύοντας τα όσα είπε, ακόμα και τη φωνή της.

Η ηθελημένη και συστηματική θεσμική αδιαφορία για τις σεξουαλικές κακοποιήσεις του Κάβανο δίνει ένα μήνυμα προς τις γυναίκες όλου του κόσμου. Περιγράφει τον κόσμο της δικαιοσύνης ως δικαιοσύνη αποκλειστικά των αντρών, που μπορούν να πράττουν με βάση την προσωπική τους βούληση και περιγράφει λίγο-πολύ τη γυναίκα ως ιδιοκτησία. Αποδυναμώνει την εγκληματικότητα του βιασμού στο δημόσιο λόγο, αφού την αντιμετωπίζει ως πταίσμα, ακόμα και για τις θέσεις αυτές που έχουν ως προϋπόθεση την απόλυτη ηθική (πόσο μάλλον ποινική) ακεραιότητα. Κωδικοποιεί τέλος τον ματσισμό και τον σεξισμό, όχι πια ως αποδεκτό πταίσμα, αλλά ως κυρίαρχη ιδεολογία με τις ευλογίες του πλανητάρχη και της συμμορίας του.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη


Γιατί τι άλλο είναι τα μέσα δικτύωσης από έναν καθρέφτη; Έναν καθρέφτη παραμορφωτικό, που στην πραγματικότητα δίνει μορφή σιγά σιγά σε ό, τι απεικονίζει. Μι περιγραφή των μέσων αυτών όπου η χρήση και η δομή τους ταυτίζονται είναι αρκετά συχνή. Για παράδειγμα κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης η εκτεταμένη και επιτυχής χρήση του twitter και του facebook έκαναν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να περιγραφούν ως εργαλεία απελευθέρωσης, ως προοδευτικά μέσα απέναντι στα ελεγχόμενα από πολιτικά και οικονομικά κέντρα παραδοσιακά μέσα όπως η τηλεόραση και οι εφημερίδες. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φάνηκε να μπορούν να διευρύνουν την ίδια τη δημοκρατία και την συμμετοχή σε περιπτώσεις όπου ο κυρίαρχος λόγος και η κυρίαρχη εξουσία καταπιέζουν και φιμώνουν.
Αντιστρόφως η επέλαση της κουλτούρας και της χρήσης των fake news στο brexit και στις αμερικανικές εκλογές του 2016 ανέδειξαν μια τελείως διαφορετική διάσταση και χρήση που γέννησε τελείως διαφορετικά αποτελέσματα. Η αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας της πληροφορίας μέσα από τη διάδοση και τη χρήση ψευδών πληροφοριών, η δημιουργία ενός πλαισίου όπου κάθε γεγονός είναι εξίσου υπαρκτό ή ανύπαρκτο ανάλογα όχι με το αν συνέβη αλλά με το πως χρησιμοποιήθηκε και διαδόθηκε, ενός πλαισίου όπου κάθε κρίση είναι στην πραγματικότητα αδύνατη αφού τα θεμέλιά της είναι αμφισβητούμενα, συρρίκνωσε την ίδια τη δημοκρατία και αλλάζει τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης σε κάθε μελλοντικό πολιτικό γεγονός στον πλανήτη.
Μέσα από τα δύο αυτά αντιθετικά παραδείγματα γίνονται ορατές οι δυνατότητες, οι κίνδυνοι και τα πολλά πρόσωπα των μέσων που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δημόσια σφαίρα και στην πραγματικότητα την ίδια την πραγματικότητα. Οι αποκαλύψεις, οι δίκες και οι απολογίες που συνέβησαν τον τελευταίο χρόνο γύρω από μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα σκάνδαλα σε σχέση με παρεμβολές σε μεγάλα γεγονότα, την διαμόρφωση πολιτικών τάσεων και την υποκλοπή προσωπικών δεδομένων δείχνουν ακριβώς πόσο ρευστό είναι το κανονιστικό πλαίσιο που περιορίζει την απόλυτη ελευθερία των μέσων και σε μεγάλο βαθμό πόσο ρευστή είναι η ίδια τους η φύση.
Μπορούμε μέσα σε αυτό το τόσο ρευστό πλαίσιο να εξάγουμε συμπεράσματα για το φαινόμενο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης; σε σχέση με το πως επηρεάζουν την καθημερινότητά μας και ταυτόχρονα τον δημόσιο λόγο και την κοινή αντίληψη εντός των οποίων κινούμαστε; υπάρχουν στοιχεία που προκύπτουν από την ίδια τη δομή των μέσων ή μιλάμε για ένα τελείως ρευστό φαινόμενο υπό συνεχή αναδιαμόρφωση;
Αυτά δεν είναι ερωτήματα που μόνο εμείς καλούμαστε να απαντήσουμε. Είναι ερωτήματα που και οι ίδιες οι πλατφόρμες καλούνται να απαντήσουν. Γιατί πολύ σύντομα έγινε εμφανές πως η απόλυτη ελευθερία στην έκφραση που ευαγγελίζονταν μέσα όπως το twitter, στην πραγματικότητα δεν ταυτιζόταν με την ουδετερότητα του μέσου. Το συγκεκριμένο μέσο σε άπειρες περιπτώσεις μέσω ακριβώς της ουδετερότητας του έγινε εκκολαπτήριο λόγου μίσους. Όταν χιλιάδες ρατσιστικά, ομοφοβικά, ρατσιστικά σχόλια πλημμύρισαν τις αναρτήσεις του οι χρήστες άρχισαν να απομακρύνονται. Όταν στη συνέχεια η εταιρεία άρχισε να βάζει περιορισμούς ακριβώς σε αυτή τη βάση άρχισε να μειώνει σταδιακά τα ποσοστά ελευθερίας που προσέφερε. Και κανείς δεν ξέρει που τελειώνει αυτό το ψαλίδισμα. Και αυτό είναι μονάχα ένα παράδειγμα της ρευστότητας του θαυμαστού νέου κόσμου στον οποίο ζούμε.
Αυτό όμως που πρέπει να καταλάβουμε είναι πως όλα αυτά δεν είναι τεχνικά προβλήματα σε μια σελίδα που δεν μας ικανοποιεί ή δεν μας ενδιαφέρει. Είναι προβλήματα της ίδιας της δημόσιας ρητορικής, της αντιπαράθεσης και της επιχειρηματολογίας. Το βασικό πρόβλημα είναι πως δεν μπορείς να θέτεις κανόνες όταν δεν έχεις συγκεκριμένους σκοπούς για τους κανόνες αυτούς. Μια παραδοσιακή εφημερίδα για παράδειγμα έχει ως σκοπό να ενημερώσει, να επηρεάσει και ταυτόχρονα να ικανοποιήσει ένα συγκεκριμένο (μικρότερο ή μεγαλύτερο) κοινό ελεγχόμενη από την μία από την ορθότητα της παρουσίασης των γεγονότων και από την άλλη τους οικονομικούς της δείκτες.
Αντίθετα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν έχουν σκοπό είναι τα ίδια ένας σκοπός. Ιδιωτικές εταιρίες που προσπαθούν να σε πείσουν να τις χρησιμοποιείς και να τις παρακολουθείς. Και μέσα σε αυτή την πρόθεση κανένας κανόνας δεν μπορεί να σταθεί. Εταιρίες με βασικό προιόν τον δικό μας δημόσιο λόγο. Ελεγχόμενες από μια τελείως αίολη αίσθηση του κοινά αποδεκτού από την μία και από την άλλη από τη δική τους επιθυμία για κέρδος. 

(δεύτερο μέρος) 


Ο πα­ρα­μορ­φω­τι­κός κα­θρέ­φτης των μέ­σω κοι­νω­νι­κής δι­κτύω­σης δί­νει μορ­φή σε ό,τι α­πει­κο­νί­ζει. Μέ­σα στο ρευ­στό τους πλαί­σιο α­να­ρω­τιό­μα­στε αν μπο­ρού­με να ε­ξά­γου­με συ­μπε­ρά­σμα­τα. Όχι τό­σο α­πό τη χρή­ση των μέ­σων, τις εκ­δο­χές τους μέ­σα στην πρό­σφα­τη ι­στο­ρία των γε­γο­νό­των, ό­σο α­πό την ί­δια τους τη δο­μή. Για­τί τα τε­λευ­ταία χρό­νια εί­ναι πιο εμ­φα­νές α­πό πο­τέ. Τα προ­βλή­μα­τα που προ­κύ­πτουν α­πό τους ό­ρους διά­χυ­σης της πλη­ρο­φο­ρίας, α­πό το θό­ρυ­βο που α­ντι­στοι­χεί στη σιω­πή και α­πό τη σιω­πή που α­ντι­στοι­χεί στη φί­μω­ση, η ι­σχύ του ψεύ­τι­κου που ξε­περ­νά την ι­σχύ του α­λη­θι­νού, το α­λη­θι­νό να χά­νει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τά του, ε­νώ το ψεύ­τι­κο μο­νο­πω­λεί το χώ­ρο, δεν εί­ναι μό­νο ζη­τή­μα­τα πο­λι­τι­σμού και ε­πι­κοι­νω­νίας εί­ναι πά­νω απ’ ό­λα ζη­τή­μα­τα δη­μο­κρα­τίας.
Τα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύω­σης εί­ναι κομ­μά­τι της δια­με­σο­λα­βη­μέ­νης μας ε­πι­κοι­νω­νίας, αρ­τη­ρία μας με έ­ναν έ­ξω κό­σμο πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο, πολ­λα­πλα­σια­σμός μας προς τη συμ­φω­νία του κό­σμου με τις α­πό­ψεις και τις ο­ρά­σεις μας. Και ε­νώ τα μέ­σα εί­ναι έ­τσι δο­μη­μέ­να ώ­στε να δη­μιουρ­γούν μια αί­σθη­ση δια­χω­ρι­σμού, ό­που μες στη σιω­πή της ο­θό­νης βρι­σκό­μα­στε α­πό τη μια με­ριά ε­μείς και α­πό την άλ­λη ο κό­σμος, πρό­σφα­τες πο­λι­τι­κές έ­ρευ­νες και μα­ζι­κά γε­γο­νό­τα α­πο­δει­κνύουν πως μια σει­ρά α­πό πα­ρεμ­βά­σεις ο­ρί­ζουν την πραγ­μα­τι­κή χρή­ση των μέ­σων. Εται­ρείες που κλέ­βουν δε­δο­μέ­να, πα­ρεμ­βά­σεις α­πό χά­κε­ρς και τρο­λς που στρέ­φουν τις α­πό­ψεις του κοι­νού με βά­ση το πο­λι­τι­κό συμ­φέ­ρον, ε­πέ­λα­ση α­κρο­δε­ξιού θα­νά­του της λο­γι­κής και θεω­ριών συ­νω­μο­σίας, μια μα­ση­μέ­νη α­ντα­νά­κλα­ση ε­νός κό­σμου που δεν χορ­ταί­νει το εί­δω­λό του, α­κό­μα και αν αυ­τό τε­λι­κά έ­πα­ψε να τον α­πει­κο­νί­ζει. Σκου­πι­δα­ριό ει­κό­νας και πλη­ρο­φο­ρίας, νε­κρο­το­μείο του δη­μο­σίου λό­γου.
Η ί­δια η δο­μή των μέ­σων κοι­νω­νι­κής δι­κτύω­σης α­να­δει­κνύε­ται στους ό­ρους δια­λό­γου που ε­πι­κρα­τούν κα­τά την πε­ρίο­δο ε­νός έ­ντο­νου κοι­νω­νι­κού ζη­τή­μα­τος. Οι ό­ροι δια­λό­γου α­παι­τούν να πά­ρεις θέ­ση. Αλλιώς κα­νείς δεν θα α­σχο­λη­θεί με ό­σα γρά­φεις ή ό­σα λες. Όσο πιο φα­να­τι­κά κα­τα­γρά­ψεις τη θέ­ση σου, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη θα εί­ναι και η διά­δο­σή της. Οι ό­ροι με τους ο­ποίους γρά­φεις, ο­ρί­ζο­νται και αυ­τοί με τον ί­διο τρό­πο. Σύμ­φω­να με πρό­σφα­τη έ­ρευ­να του Jay Van Bevel, κα­θη­γη­τή του NYU, η χρή­ση λέ­ξεων με έ­ντο­νο η­θι­κό-συ­ναι­σθη­μα­τι­κό φορ­τίο έ­χουν τρο­μα­κτι­κά με­γα­λύ­τε­ρη α­ντα­πο­δο­τι­κό­τη­τα και θεά­σεις α­πό έ­ναν ου­δέ­τε­ρο και ψύ­χραι­μο λό­γο. Ο λό­γος αυ­τός στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πε­ρι­γρά­φει την α­νά­γκη του να α­νή­κεις σε μια ο­μά­δα. Για την α­κρί­βεια α­πο­τε­λεί έ­να λό­γο που εί­ναι τό­σο δή­λω­ση, ό­σο και ταυ­τό­χρο­νη προά­σπι­ση του χώ­ρου που κα­τα­λαμ­βά­νει η ο­μά­δα αυ­τή.
Η ορ­γά­νω­σή μας στο δί­πο­λο του φί­λου και του εχ­θρού εί­ναι πα­λαιά ό­σο οι αν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νίες, ό­σο η α­νά­γκη να α­νή­κεις σε μια ο­μά­δα και να χά­νε­σαι μέ­σα της. Συμ­βαί­νει με τις πο­λι­τι­κές στρα­τεύ­σεις, την ο­πα­δο­ποίη­ση και πολ­λά άλ­λα. Η βα­σι­κή δια­φο­ρά που υ­πάρ­χει στην ο­μα­δο­ποίη­ση στην ε­πο­χή και στο χώ­ρο του δια­δι­κτύου εί­ναι αυ­τή η ταυ­τό­χρο­νη πα­ρου­σία και α­που­σία μας. Ο στε­ντό­ρειος τρό­πος που υ­πε­ρα­σπι­ζό­μα­στε τις α­πό­ψεις και τις ε­ντά­ξεις μας και ό,τι αυ­τό συ­νε­πά­γε­ται (λό­γος μί­σους α­πέ­να­ντι στους α­ντι­πά­λους, ε­πι­θε­τι­κό­τη­τα, δο­λο­φο­νία χα­ρα­κτή­ρων κτλ) και η ταυ­τό­χρο­νη έλ­λει­ψη των κοι­νω­νι­κών συμ­βά­σεων που ο­ρί­ζει η ζωή στον έ­ξω κό­σμο. Η ευ­γέ­νεια, η α­νά­γκη για συ­νύ­παρ­ξη α­κό­μα και μέ­σω ε­νός μί­νι­μουμ συμ­φω­νίας, τα ό­ρια του άλ­λου και ο τρό­πος με τον ο­ποίο αυ­τός τα κά­νει εμ­φα­νή, ε­δώ ε­κλεί­πουν. Ταυ­τό­χρο­να, τα μέ­σα δι­κτύω­σης εί­ναι σχε­δια­σμέ­να με τέ­τοιο τρό­πο ώ­στε να πολ­λα­πλα­σιά­ζουν τη συμ­φω­νία μας, να μας προ­τεί­νουν σε­λί­δες με τις ο­ποίες θα συμ­φω­νού­με, θέ­μα­τα που θα βρί­σκα­με εν­δια­φέ­ρο­ντα, αν­θρώ­πους που θα πολ­λα­πλα­σιά­σουν τον ε­αυ­τό μας και τη φω­νή μας. Με τον τρό­πο αυ­τό πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται και οι βε­βαιό­τη­τές μας, το βύ­θι­σμά μας σε ό­λα αυ­τά στα ο­ποία α­νή­κου­με, ο φα­να­τι­σμός για το δί­κιο μας.
Και αν ό­λα αυ­τά μοιά­ζουν πε­ρί­που α­πο­δε­κτά σε έ­να πα­ράλ­λη­λο κό­σμο της ο­θό­νης, τι γί­νε­ται ό­ταν ο κό­σμος αυ­τός κυ­ριαρ­χεί στην ε­πι­κοι­νω­νία μας; Όταν οι ό­ροι τους ο­ποίους το μέ­σο ε­πι­βά­λει, ε­πε­κτεί­νο­νται και ε­κτός του μέ­σου; Για­τί ας μην το ξε­χνά­με. Τα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύω­σης εί­ναι προϊό­ντα. Με ε­πι­θυ­μία και στό­χο να μας κρα­τή­σουν για ό­σο το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο μέ­σα τους, ό­σο γί­νε­ται πιο ε­νερ­γούς και πιο δρα­στή­ριους. Εντός τους εί­μα­στε και ε­μείς κομ­μά­τι του προϊό­ντος. Κα­τα­να­λω­τές και κα­τα­να­λώ­σι­μοι ε­ξί­σου.
Ο κό­σμος αλ­λά­ζει. Το ί­διο και οι ό­ροι και τα ό­ρια της πο­λι­τι­κής.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Η δολοφονική προέκταση της μάζας



Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, πολλά πράγματα μένουν θολά στην υπόθεση γύρω από τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Αυτό που υπάρχει, αυτό που υπήρχε ακόμα και πριν γίνει γνωστή η ταυτότητα του θύματος, είναι το αρχικό βίντεο και αυτά που το ακολούθησαν.
Ενας άνθρωπος εμφανώς εξαντλημένος που προσπαθεί να ξεφύγει, δύο όρθια σκουπίδια που τον κλοτσούν με μανία σε κοινή θέα χωρίς να απειλούνται, φωνές που μαρτυρούν ένα συγκεντρωμένο πλήθος, αστυνομικοί που χτυπούν έναν αιμόφυρτο άντρα σε κρίσιμη κατάσταση, η επιβεβαίωση του θανάτου του λίγο μετά.
Το βίντεο και η ταυτότητα του θύματος, σε συνδυασμό με τη (για μία ακόμη φορά) άθλια κάλυψη του γεγονότος από τα κανάλια, έδωσαν στο γεγονός τη διάσταση που όντως θα έπρεπε να έχει κάθε αντίστοιχο περιστατικό.
Σε σχέση με την αθλιότητα της αυτοδικίας, την απανθρωπιά της αδιαφορίας και τη βουβή συγκατάθεση σε εγκληματικές πράξεις. Σε σχέση με τα όρια που θέτει ένα κομμάτι της κοινωνίας και τη στάση του απέναντι στα περιθώρια που αυτή η ίδια ορίζει.
Νομίζω πως είναι λάθος κάποιος να κατηγορεί την κοινωνία γενικά για τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου. Σαν αυτή η κοινωνία να είναι κάτι το ενιαίο, με ενιαία χαρακτηριστικά, απόψεις, αντιδράσεις. Χωρίς αποκλείσεις, περιθώρια και μετατοπίσεις (άρα χωρίς περιθώριο για μια αυριανή κοινωνία καλύτερη από αυτό το αίσχος).
Ταυτόχρονα είναι εγκληματικά αφελές να πιστεύουμε πως τα γεγονότα συνέβησαν από δύο μεμονωμένους τραμπούκους. Από δύο μονάδες που έπραξαν καθ’ υπερβολή, διεκδικώντας το δικαίωμα της προσωπικής ιδιοκτησίας και την ασφάλεια της περιουσίας τους.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση πιστεύω πως η εναλλαγή ανάμεσα στον ενικό και τον πληθυντικό στην ανάλυση των γεγονότων φωτίζει όλη την υπόθεση στην κοινωνική της διάσταση. Γιατί μεμονωμένο, το άτομο (ή έστω τα δύο άτομα) αποτελεί εκφραστή του εαυτού του και όσων αντιπροσωπεύει. Υπάρχει όμως μια προέκταση της πράξης. Μια προέκταση στους γύρω ανθρώπους και μέσω του βίντεο σε όλους μας.
Το λιντσάρισμα προϋποθέτει όχλο, έχει ανάγκη από τα τυφλά ελατήρια της μάζας, την αίσθηση πως οι κινήσεις σου δεν γίνονται ακριβώς από εσένα, αλλά από τη βουβή μάζα που εκπροσωπούν τα ματωμένα σου χέρια. Και ακόμα περισσότερο από την προέκταση των πράξεων και των απόψεων που εκείνη τη στιγμή ενσαρκώνουν τα χτυπήματά σου μέσω της συμφωνίας των θεατών και των παρευρισκόμενων.
Η μάζα του λιντσαρίσματος δεν έχει όλη τον ρόλο του εκτελεστή. Η πλειονότητά της βρίσκεται εκεί για να επιβεβαιώσει. Είτε με τη συγκατάθεση είτε με τη σιωπή της. Χωρίς αυτή ίσως να μην υπήρχε ξυλοδαρμός.
Είναι εκεί για να ξορκίσει τις ενοχές, για να ορίσει τις πράξεις ως κανονικές. Οπως τα εκτελεστικά αποσπάσματα μοιράζονται την ευθύνη για τις σφαίρες τους πάνω στον εκτελεσμένο.
Ο άθλιος τρόπος που το γεγονός καλύφθηκε και περιγράφηκε, τα αιμοσταγή γκάλοπ της Στεφανίδου, του καναλιού του Καρατζαφέρη και άλλων όρνιων στρέφονται ακριβώς προς αυτή τη δολοφονική προέκταση της μάζας. Υπέρ αυτών των θεατών των βίντεο που ταυτίστηκαν με τη μάζα που παρακολουθούσε. Των θεατών αυτών με τα χαρακτηριστικά της μάζας που συνηγορούν από απόσταση. Μακριά από το αγριεμένο πλήθος, την ασφάλεια του όχλου, την κατάφαση της μάζας.
Ο θεατής μένει μόνος με την αγριότητα της άποψής του να προβάλλεται μπροστά στα μάτια του στο άψυχο σώμα ενός 30χρονου. Θεατής της δικής του κτηνωδίας. Τον θεατή αυτό τα ρεπορτάζ και τα γκάλοπ τον καθησυχάζουν, κανονικοποιούν τα ένστικτα και την απανθρωπιά του, σχετικοποιούν την αγριότητά του. Το μεμονωμένο άτομο γίνεται και εδώ πλήθος. Και ουσιαστικά μέσα από τη δολοφονική προέκταση τον καλούν (αυτόν, άνθρωπο και πλήθος μαζί) σε αυριανά «αναγκαία» λιντσαρίσματα.
Ασχετα με το τι θα γίνει με τον «κοσμηματοπώλη» και τον σύντροφό του στο λιντσάρισμα, αυτοί θα είναι πάντοτε εκεί έξω. Να κράζουν τους γκέι, να φτύνουν τα πρεζάκια, να βαφτίζουν την αυτοδικία νόμιμη άμυνα και τις κλοτσιές στο κεφάλι του πεσμένου αντρίλα. Εκεί έξω θα είμαστε και εμείς.
Και η απόφαση για τη δική μας στάση απέναντι σε όλα αυτά πρέπει να παρθεί ακριβώς τώρα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)