Είμαστε ξένοι σ’ αυτή την πόλη
Σ’ αυτή την πόλη είμαστε ξένοι…
Γεράσαμε σ' αυτή την πόλη
Είναι αυτό που λένε: είμαστε ξένοι
(Νίκος Καρύδης, «Ξένοι»
σε μοντάζ Ρένου Αποστολίδη)
Τελευταία όλο και πιο συχνά εμφανίζονται άρθρα που περιγράφουν το άβατο των Εξαρχείων. Τη μηδενιστική τους κουλτούρα, τη βία και τη βρόμα, τις έκνομες πράξεις, την ακολασία, την προσωποποίηση της ανευθυνότητας της σημερινής μας νεολαίας.
Τα άρθρα καταγγέλλουν την παράφραση αυτή που είναι τα Εξάρχεια, την παρανομία, την ανοχή της πολιτείας στο φαινόμενο Εξάρχεια. Το Αβατο αυτού του μη-τόπου, όπου οι αθώοι δεν τολμούν να διαβούν, οι ορθοί λοιδορούνται και οι επιπόλαιοι κυριαρχούν.
Στα συγκεκριμένα ρεπορτάζ τα Εξάρχεια δεν είναι τόπος. Πιο πολύ είναι κινηματογραφικός χαρακτήρας.
Μοιρασμένος σε χιλιάδες ανώνυμες ενσαρκώσεις περιφέρει την καταστροφική μανία του φέρνοντας φωτιά, στάχτη και τρόμο σαν έναν μονοσήμαντο κακό από κάποια περιπέτεια δεύτερης διαλογής.
Εδώ οι αναρχικοί πετούν, οι άστεγοι κατοικούν, οι μετανάστες αποκαλύπτουν το πραγματικό τους προσωπείο, τα αυτοκίνητα κυκλοφορούν μόνο καμένα και τα παιδιά τρέφονται αποκλειστικά με ηρωίνη.
Η λέξη ΣΟΚ βρίσκεται πάντοτε με κεφαλαία στους τίτλους που συνοδεύουν τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ τα σερβιρισμένα ανάμεσα σε μπότοξ τηλεπαρουσιαστών, καταγγελίες αθώων φιλήσυχων, φωτογραφίες φρέσκιας φωτιάς και γερές δόσεις ηθικού πανικού.
Μα στην πραγματικότητα δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα άβατο, αλλά σε ένα παραφρασμένο Αβαταρ, σε μια εικονική παραμόρφωση μέσω της υπερβολής, σε μια καταγραφή που εξαφανίζει την ουσία ενώ ταυτόχρονα γιγαντώνει την (επιλεγμένη) λεπτομέρεια προσπαθώντας να την καταστήσει ουσία.
Τα συγκεκριμένα άρθρα ζέχνουν ηθικισμό ταινιών τύπου «Κατήφορος», πασπαλισμένα με έναν θρησκόληπτο πουριτανισμό χωρίς θρησκεία, αντικατεστημένο από τον επαρχιώτικο κοσμοπολιτισμό μιας ευταξίας, μιας δήθεν ευρωπαϊκής ορθότητας όπου το κράτος σέβεται τον πολίτη και ο πολίτης το κράτος και όλα βρίσκονται βαλσαμωμένα στην ιλουστρασιόν λειτουργικότητά τους.
Χωρίς αντιθέσεις, χωρίς διαφωνίες, χωρίς διεκδικήσεις.
Πάντοτε με εκνεύριζε πως όταν έπρεπε να μιλήσεις για τα Εξάρχεια έπρεπε ταυτόχρονα να αναφέρεις τα μπάχαλα, λες και η συγκρουσιακή κατάσταση είναι θέμα τοπικό σαν τον δάκο στη Μεσσηνία ή τον Μπέο στον Βόλο.
Εκτός κοινωνικού πλαισίου, εκτός προσπάθειας εξήγησης ή αντίληψης, τα όποια γεγονότα αποσπώνται από αιτίες και περιγράφονται ως αυθύπαρκτες αφορμές που αυτοτροφοδοτούν την ύπαρξή τους με την ύπαρξή τους.
Και όμως, εκεί που οι διάφοροι θα βλέπουν τρομαγμένα παιδιά από τους αναρχικούς και τους μετανάστες, εμείς θα βλέπουμε παιδιά που μαθαίνουν να συλλαβίζουν τη συνύπαρξη και την αλληλεγγύη· εκεί που βλέπουν διάλυση του δεσμού, εμείς βλέπουμε μια πρώτη χειραψία· εκεί που θα βλέπουν βρόμα και σκουπίδια, εμείς θα βλέπουμε τις ατελείωτες κουβέντες που έστρωσαν τους δρόμους των Εξαρχείων.
Εκεί που οι άλλοι βλέπουν στάχτη και τυφλή βία, εμείς θα βλέπουμε τους σπόρους μια δημιουργίας (ακόμη και αν αυτή φορά γυαλιά).
Για πολλούς από εμάς τα Εξάρχεια αποτέλεσαν τη μόνη γειτονιά.
Οχι τη γειτονιά που γεννηθήκαμε ή μεγαλώσαμε, αλλά τη γειτονιά που ποτέ δεν σταματήσαμε να επισκεπτόμαστε πάντοτε, όλοι μαζί, ακόμη και όταν ήμαστε μόνοι.
Τη γειτονιά που στέγασε όλες τις άλλες γειτονιές. Εναν τόπο συνάντησης που τον κατοικούσες μόνο όταν δεν τον κατοικούσες.
Ηταν οι γείτονες στον άλλο χρόνο και τον άλλο χώρο που εδώ συναντούσες.
Οσο κι αν μας κουράζουν σήμερα, τα Εξάρχεια θα είναι οι παρελθούσες συναντήσεις και οι συναντήσεις μας με το παρελθόν, το ακαριαίο του παρόντος μιας τυχαίας γνωριμίας και το μέλλον του κάθε τυχαίου ενδεχόμενου.
Χρωστάμε όλοι μας μια συγγνώμη από αυτή την περιοχή. Κι εμείς ακόμη που την αντιλαμβανόμαστε σαν γειτονιά μας αλλά τη βαραίνουμε ανελλιπώς με τα 30, τα 40, τα 50 μας χρόνια.
Μια συγγνώμη γιατί καθημερινά προσπαθούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας πως ωριμάσαμε, πως μεγαλώσαμε, πως δεν χωράμε σε παλιές συμπεριφορές.
Μια συγγνώμη για όλο το αυθόρμητο που χάθηκε στους σχεδιασμούς μας, στο ξαφνικό που χάθηκε στον προγραμματισμό, στις νύχτες που χάθηκαν στο ξημέρωμα.
Και ας βλέπουν οι άλλοι φωτιές στα Εξάρχεια. Εμείς θα βλέπουμε μονάχα ξημερώματα.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)