Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Εσωστρέφεια



«Tα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν»
Διονύσιος Σολωμός, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Σχεδίασμα Γ΄
Καθόμουν στο τραπέζι αυτό της καφετέριας, ένα απόγευμα σαν κάθε απόγευμα, να πιω καφέ, λίγο να διαβάσω ένα βιβλίο πριν επιστρέψω. Και τα κλειδιά μου έπεσαν κάτω, κάπου κάτω απ' το τραπέζι. Εκανα να τα πιάσω, έσκυψα, τεντώθηκα. Μια λάθος κίνηση εκεί κάτω και -τσούπ- μέσα μου βούλιαξα. Και έπεσα μέσα στον εαυτό μου.
Ολα τόσο σκοτεινά στα μέσα του ανθρώπου. Σκοτάδι και η ησυχία αυτή. Ησυχα τόσο ήσυχα μόνο τα διάφορα όργανα σε μόνιμη λειτουργία, εντατικά να εκτελούν τις λειτουργίες τους χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ετσι είμαι λοιπόν από μέσα. Αυτό το τοπίο τίποτα δεν μου θυμίζει. Δεν βλέπω βέβαια καθαρά. Μόνο η ομιλία μου ανοιγοκλείνει ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι.
Κρατώ το στόμα ανοιχτό να φωτιστούν τα μέσα μου. Πρέπει φως να καταπιώ για να περιπλανηθώ στα μέσα.
Γύρω μου απλώνεται η ατελείωτη δεντροστοιχία των οστών. Σχεδόν λευκά και απλωμένα αρχιτεκτονούν το σώμα. Δεμένα με σάρκα, γίνονται η ύλη των κινήσεών μου.
Τεντωμένο το δέρμα απλώνεται παντού σαν τέντα. Προστατεύει τα μέσα απ' τη βροχή, δίνει όψη σε αυτή τη συλλογική λειτουργία. Ολα εδώ μέσα στη σειρά τους.
Οι πνεύμονες καρφωμένοι στη θέση τους, ταλαιπωρημένοι απ' τα τσιγάρα και το κάπνισμα, κουρασμένοι απ' τη διαρκή αναπνοή, την αναγκαστική ανάσα. Το στομάχι εκεί κάτω. Εκθετο στις ορέξεις, τις βιαστικές ταχυφαγικές επιλογές.
Πιο κάτω το συκώτι κυρτό και κυρτωμένο, να παραπατά σαν μεθυσμένο. Ο κύριος σπλήνας. Από τη μία καθαρίζει το αίμα μου, από την άλλη εκκρίνει μελαγχολία και spleen. Τα πράγματα εδώ μέσα, σκέφτομαι, θέλουν ανακαίνιση. Μια νέα ταπετσαρία, ένα βαψηματάκι, έναν νέο φωτισμό. Να γίνει βιώσιμο το μέσα.
Ακριβώς πάνω απ' το κεφάλι μου χτυπά η καρδιά. Σαν τύμπανο που δίνει ρυθμό στους δούλους που τραβάνε κουπί στη γαλέρα. Ορίζει τη διάθεση του σώματος και των οργάνων. Τη σταθερή λειτουργία τους, την ένταση και την ταχύτητά τους. Χτυπά εδώ με τρόπο εμφατικό. Και η όψη της όλη υπογραμμίζει τη σημαντικότητά της.
Η καρδιά αυτή που αγάπησε και αγαπά. Η καρδιά που στέλνει αίμα σε κάθε γωνία της δικής μου επικράτειας, μια ματωμένη υπόθεση γεμάτη συναισθήματα.
Και η περιπλάνηση συνεχίζει. Το πάγκρεας, το έντερο (παχύ), το έντερο (λεπτό), τα νεφρά. Οργανα γεννητικά, προγραμματιστές ολόκληρου του σώματος και της ζωής που το κυκλώνει.
Ανεβαίνω ψηλότερα. Στέκω στους πύργους των ματιών. Η θέα από εδώ είναι εξαίσια. Λίγο πιο πάνω ο εγκέφαλος κλεισμένος στις σκέψεις του, πολιορκημένος από τον εαυτό του σε έναν ατελείωτο θόρυβο που τον περικλείει.
Αίθουσα σκοτεινή. Σκόρπιες ολόγυρα καρτέλες από αναμνήσεις, ένα μπαούλο ενοχές, ένας καθρέφτης που αντανακλά την όψη μου όπως την ευχήθηκα. Στο βάθος της αίθουσας με καλωσορίζει ο εαυτός μου όπως τον αρνήθηκα χθες.
Σκυθρωπός, πικραμένος με ένα βλέμμα που υπονοεί μια αναμέτρηση που δεν θα αργήσει να έλθει. Στο βάθος μια σκάλα. Την κατεβαίνω. Αίθουσα με ημίφως. Βωμός στο κέντρο. Εδώ φυλάσσεται ο πυρήνας.
Το κουκούτσι του ανθρώπου. Βραχώδες, ακατέργαστο, σαν μετεωρίτης που έσκασε στην επιφάνεια από το πουθενά και ξαφνικά φύτρωσε γύρω του η χλωρίδα και η πανίδα. Της ζωής και του εαυτού.
Ξάφνου, κάτι δεν πάει καλά. Το μέσα μου -που τη στιγμή αυτή είναι παράλληλα και το έξω μου- αρχίζει να σείεται. Κάτι δεν πάει καλά, το στομάχι ξεκινά μια κίνηση απότομη σαν σπασμό. Μια αναγούλα ύπαρξης στα μέσα και στα έξω.
Μια αναγούλα ύπαρξης με εκτινάζει ψηλά. Μέσα από την οπή της ομιλίας και της ανάσας, μέσα από το στόμα, ψηλά, ξανά πάνω στο φως. Και έτσι, αυτάδελφος του εαυτού μου, ενιαίος και ολόκληρος επιστρέφω σε αυτή την κυρτή στάση κάτω απ’ το τραπέζι.
Βρίσκω τα κλειδιά μου και όπως κάθε μέρα παίρνω τον δρόμο για το σπίτι.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)