Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Έτσι πεθαίνουν εδώ οι άνθρωποι.



Νεκρός από ξυλοδαρμό στη μέση του δρόμου στο κέντρο της Αθήνας, μετανάστης εργάτης δολοφονημένος από χρυσαυγίτη και πεταμένος σε χαντάκι, ενώ τα σχολεία της γύρω περιοχής έκλειναν για το μακεδονικό, βιασμένη και πεταμένη στα βράχια από γόνο καλής οικογένειας στη Ρόδο.
Υπάρχει μια ακολουθία γεγονότων, μια σύνδεση υπόγεια και τρομακτική που περιγράφει το χέρι και το θύμα, το συμβάν και τη διαχείριση του. Υπάρχει ο υπερθετικός βαθμός της βίας και της επιβολής, που φτάνει μέχρι το έγκλημα. Υπάρχει ο τρόπος με τον οποίο είναι ορατός και αντιμετωπίζεται ο Άλλος εντός της συγκεκριμένης αντίληψης. Μετανάστες, γκέι, τοξικοεξαρτημένοι, γυναίκες και οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να περιγραφεί ως Άλλος, είναι έκθετοι στην επιθυμία. Στην επιθυμία ενός ιδεατού μέσου όρου, αρσενικού και γαλανόλευκου, πέρα από κανόνες, με μόνο όριο το όριο της προσωπικής ισχύος. Έτσι πεθαίνουν εδώ οι άνθρωποι.
Εδώ που η βουλή θα κρατήσει ενός λεπτού σιγή για τον Κατσίφα, εδώ που η αστυνομία θα δικαιολογηθεί με μια περήφανη έλλειψη δικαιολογιών πίσω από ένα «έτσι γουστάρω», εδώ που η στύση και η επίδειξη της γίνεται ταυτότητα και εξωτερική πολιτική σε σχολεία, βραχονησίδες και ξένα κράτη. Εδώ που η ιδιοκτησία ταυτίζεται με αυτό που μπορώ να αρπάξω. Το όριο της επιθυμίας να ταυτίζεται με το όριο του δικαίου. Και όλα τα άλλα σβήνονται.
Έτσι πεθαίνουν εδώ οι άνθρωποι. Και τα όρνια μπούχτισαν από τις προφορικές σάρκες. Ο δολοφονημένος μπροστά στα μάτια των περαστικών βαφτίστηκε κλέφτης, υπό την επήρεια, άνθρωπος σε παράκρουση (ακόμα και τώρα που όλα αποδείχτηκαν ψέματα το επιχείρημα επαναλαμβάνεται), η βιασμένη προκαλούσε και μάλλον τα ήθελε, στο κάτω κάτω ποια γυναίκα δεν έχει φάει ξύλο; Και το σώμα του μετανάστη καλυμμένο με ένα «έλα μωρέ» της ανωνυμίας και της αριθμητικής του απάνθρωπου. Έτσι πεθαίνουν εδώ οι άνθρωποι.
Οι δολοφόνοι μέσα στο αυτονόητο δεν πράττουν κάτι το αξιοσημείωτο, απλά το παρακάνουν. Ασκούν μια γνωστή πρακτική, αλλά ίσως με υπερβάλλοντα ζήλο. Γι’ αυτό και το αυτονόητο είναι εξίσου δολοφονικό με τους δολοφόνους. Γιατί αποτελεί προϋπόθεση για τις πράξεις τους. Καθημερινή πρακτική ακόμα και όταν δεν πράττει. Όλοι οι σηκωμένοι ώμοι της αδιαφορίας στους δρόμους, κουβαλούν ξανά και ξανά κάθε μέρα φέρετρα. Αυτός που γράφει στα σχόλια του Πρώτου Θέματος συνηγορώντας στις δολοφονίες μεταναστών αναρωτώμενος τι λέμε για τους Έλληνες, ο youtuber που θεωρεί πως συμβάλει στο δημόσιο διάλογο όταν θέτει το ζήτημα του βιασμού προς συζήτηση συνδέοντας το με επιλογές ρουχισμού και όλοι αυτοί που συνδέουν φυλή, φύλο και θρησκεία σε μία απόλυτη προστακτική, συμμετέχουν εξίσου στη δολοφονία. Μολύνουν με τις βεβαιότητές τους οποιαδήποτε ελπίδα για κάτι καλύτερο, είναι η δική τους καθήλωση που τραβάει πίσω οτιδήποτε γύρω. Είναι επιταγή με όλες αυτές τις νοοτροπίες να τελειώνουμε.
Έτσι πεθαίνουν εδώ οι άνθρωποι. Και η κοινωνία μονίμως εκκρεμεί. Η κοινωνία μας είναι ακριβώς αυτό το διακύβευμα ανάμεσα σε αυτές τις πράξεις και την απάντηση που παίρνουν. Ακόμα περισσότερο ανάμεσα σε όλες τις πράξεις που προηγούνται, αναμένουν και συντάσσονται πίσω από τα γεγονότα που ξέσπασαν και ότι τις εμποδίζει να ξεσπάσουν. Ανάμεσα σε όλες τις καταφάσεις στον αρχαϊκό νόμο της επιβολής με κάθε κόστος και κάθε νόμο που ορίζει η συμβίωση και η αλληλεγγύη. Γιατί το διακύβευμα στην κοινωνία δεν είναι μόνο τα θύματα του σήμερα, του αύριο και του χθες και η δικαιοσύνη που πρέπει να αποδοθεί. Είναι η ίδια η επικράτηση των φυγόκεντρων δυνάμεων που διαλύουν το σύνολο υπέρ του ατομικισμού αυτού που θέλει και μπορεί να επιβληθεί.
Όταν πεθαίνουν έτσι οι άνθρωποι, μαζί τους θάβεται και η κοινωνία.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Η ανθρώπινη φωνή


H σιωπή διασχίζει τη φωνή, όπως η φωνή τη μνήμη.

Θυμάμαι την πρώτη φορά, όταν σε ηλικία παλιά βρέθηκα μπροστά στο πρώτο μαγνητόφωνο. Σίγουρα υπήρξαν μαγνητόφωνα πριν από αυτό. Για τους άλλους ανθρώπους εννοώ. Για εμένα ήταν το πρώτο μαγνητόφωνο. Για την ακρίβεια για αρκετό καιρό το μαγνητόφωνο αυτό υπήρξε η ίδια η λέξη μαγνητόφωνο, σημαίνον και σημαινόμενο σε πλήρη ταύτιση, αντικείμενο και όχι είδος. Το μαγνητόφωνο που μάζευε τις φωνές με τις ίδιες απότομες κινήσεις όπως η σκούπα μαζεύει τα σκουπίδια. Και αντίθετα με τη σκούπα, το μαγνητόφωνο μαζεύει για να επιστρέψει, όχι για να αποσπάσει. Για να δώσει πίσω και να διαμοιράσει.

Μα αυτό που μου επέστρεψε το πρώτο μαγνητόφωνο στην πρώτη καταγραφή ήταν κάτι άλλο. Μια φωνή ανάμεσα στις φωνές των φίλων τελείως διαφορετική. Οι φωνές των δύο φίλων όμοιες και μαζί τους μια τρίτη φωνή, φωνή κάποιου άλλου. Η φωνή μου όπως την άκουγα δεν ακουγόταν πουθενά. Στη θέση της μια άλλη φωνή που της έμοιαζε ελάχιστα, ίσα ίσα που τη θύμιζε αν άκουγες προσεκτικά να μιλάει τα λόγια της, να μιμείται -σχεδόν κοροϊδευτικά- τους τονισμούς και τους κυματισμούς της. «Είναι χαλασμένο», είπα στους φίλους μου, «παραμορφώνει τις φωνές», είπα με σιγουριά προσπαθώντας να διακρίνω ταυτόχρονα και τις αλλαγές στις φωνές των φίλων μέσα στη μαγνητοταινία. Εκείνοι, με τη βεβαιότητα του ειδικού που έχει δει μαγνητόφωνο πάνω από μία φορά, με διαβεβαίωσαν πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει και πως έτσι συνήθως αντιδρούμε όλοι. Και αυτό γιατί η φωνή μας όπως την ακούμε εμείς με τη φωνή μας όπως την ακούνε οι άλλοι δεν ταυτίζονται. «Πώς είναι δυνατό κάτι τέτοιο;» ρώτησα. «Γιατί δεν μας είχε ενημερώσει κανείς;». Δεν υπήρχε λόγος, μου είπαν, άλλωστε δεν είναι κάτι που συνειδητοποιείς παρά μόνο αφού έχει συμβεί.

Η απόλυτη ηρεμία στον τόνο τους με έπεισε πως δεν επρόκειτο περί φάρσας. Ο τρόπος που ο ένας συμπλήρωνε τη βεβαιότητα του άλλου με έπειθε πως επρόκειτο για μια ευρύτερη βεβαιότητα, για ένα μυστικό από το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα εξαιρεθεί. Και τη στιγμή που κατάλαβα πως δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής, κατάλαβα πως βρισκόμουν μπροστά σε μια στιγμή αποκάλυψης. Για πρώτη φορά άκουγα τη φωνή μου όπως την ακούνε και οι άλλοι. Ξάφνου ντράπηκα. Ηθελα να μείνω μόνος μαζί της, να την εξετάσω, να προσπαθήσω να τη συνηθίσω, να συμφιλιωθώ μαζί της. Οπως ένα μωρό για πρώτη φορά βλέπει το πρόσωπό του και ενώ το έχει δει φορές πολλές, κάπου στους πρώτους μήνες καταλαβαίνει πως αυτό είναι το δικό του πρόσωπο. Δεν έχει όμως λέξεις για να ξαφνιαστεί, μόνο συνηγορεί με αγαθότητα στη διαπίστωσή του γελώντας ξανά και ξανά.

Να με εδώ για πρώτη φορά, να καταλαβαίνω πως όλες οι στιγμές που είχα ζήσει, όλες οι κουβέντες που είχα ανταλλάξει είχαν γίνει με μια άλλη φωνή. Ποια από τις δύο φωνές ήταν δική μου; Για πρώτη φορά αισθάνθηκα (δεν κατάλαβα όμως, αυτό συμβαίνει αρκετά μετά) πως ο τρόπος που σε βλέπουν οι άλλοι δεν είναι όμοιος με τον τρόπο που βλέπεις, που ακούς, που αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου. Ενώ οι φίλοι είχαν φύγει, ασυναίσθητα άρχισα να μιλάω μόνος μου δυνατά. Για να ακούσω τη φωνή μου. Με ένα συναίσθημα όμοιο με αποχωρισμό. Στη συνέχεια ξαναέβαλα το μαγνητόφωνο και έκατσα εκεί, να με ακούω ξανά και ξανά, μπας και με συνηθίσω.
Η απόσταση ανάμεσα στις δύο φωνές παραμένει μέχρι και σήμερα. Και σκέφτομαι, ενώ ακούω παλιές καταγραφές της φωνής μου, πως όταν φύγουμε η φωνή μας θα μείνει καλά κρυμμένη σε στοές καταγραφής, μαγνητοταινίες και αρχεία, να συνομιλεί εκτός σώματος και εκτός χρόνου. Η άλλη φωνή, η μέσα φωνή χάνεται. Εξαχνώνεται ξεχασμένη κάτω από τους ήλιους όλων των ημερών που θα διαδεχτούν την αποχώρησή μας. Δύο φωνές, ένα υποκείμενο, χιλιάδες αντικείμενα.

Και σκέφτομαι πως ίσως γι' αυτό τελικά να γράφουμε. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεπεράσουμε τη φωνή και τον χρόνο, τον διαχωρισμό ανάμεσα στο Εγώ και τους Αλλους, ανάμεσα στη φωνή που χάνεται και τη φωνή που μένει.
Μια προσπάθεια να μιλήσουμε και να διαφυλάξουμε τη μέσα μας φωνή χωρίς ήχο.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Το μπαλόνι



Το μπαλόνι ξεκίνησε να μεγαλώνει κάπου στην οδό Πατησίων –δεν θα φανερώσω την ακριβή διεύθυνση για ευνόητους λόγους–, κατευθύνθηκε στη συνέχεια προς τη μεριά της Ομόνοιας και κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ όλοι κοιμούνταν, άρχισε να απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση. Το πρωί είχε καλύψει ήδη το πάρκο με την κόκκινή του έκταση προχωρώντας συστηματικά αν και με ρυθμό ασυνεπή προς κάθε μεριά της πόλης.
Το ξάφνιασμά μας μονοπώλησε το πρωινό και στη συνέχεια όλες τις υπόλοιπες ώρες μας. Οπως ήταν λογικό, το μπαλόνι κυριάρχησε σε όλες μας τις κουβέντες. Αυτό το κόκκινο να καλύπτει τα παράθυρα και τα μπαλκόνια, να μας υποδέχεται όταν ανοίγουμε πόρτες, να γίνεται ένα με τους δρόμους, την έκταση, τον ορίζοντά μας. Οσοι από εμάς κατάφεραν να κοιμηθούν, το επόμενο πρωί έτρεξαν βιαστικά να δουν έξω.
Ηταν πια φανερό, το μπαλόνι είχε έρθει για να μείνει. Το ίδιο και η έκπληξή μας ως μόνιμη έκτακτη κατάσταση.
Ενα ομολογημένο συναίσθημα, ορατό ήδη από τις πρώτες ώρες, ήταν η σαφής αντίθεση ανάμεσα στην ένταση της έκπληξης και το ήρεμο συναίσθημα που προκαλούσε το μπαλόνι.
Το απροσδόκητο του γεγονότος δεν ταυτιζόταν με κάποιο αίσθημα απειλής, με φόβο για το άγνωστο, με την ένταση που φέρνει η κυριαρχία του παραλόγου. Ισως μόνο με αυτό το μάγκωμα που έρχεται με την κάθε αλλαγή στη ζωή μας.
Ακόμα και στις γειτονιές, στις οποίες το μπαλόνι δεν είχε φτάσει ακόμη, οι κάτοικοι ανέβαιναν στις ταράτσες κοιτώντας το λεκανοπέδιο (ή τέλος πάντων ό,τι είχε απομείνει ορατό από αυτό) περιμένοντας τον κόκκινο ανάλαφρο όγκο, περιμένοντας να διορθωθεί η εξαίρεσή τους από την κοινή μοίρα που όλοι εμείς μοιραζόμαστε. Χωρίς φόβο, χωρίς αγωνία, μόνο με ένα συναίσθημα αναμονής για κάτι που έχει με βεβαιότητα δρομολογηθεί.
Σύντομα συνηθίσαμε. Η καθημερινότητα κυλούσε, σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό όπως και πριν. Τα σώματά μας διέρχονταν κάτω από το μπαλόνι, σε δρόμους και πλατείες σκεπασμένες, εντός ενός ροδαλού ίσκιου, ενώ τα μαλλιά μας σηκώνονταν από τον στατικό ηλεκτρισμό.
Το μπαλόνι έφτασε μέχρι τη θάλασσα. Το μπαλόνι έφτασε μέχρι το βουνό. Καλύπτοντας τους δρόμους, τα μαγαζιά και τα σπίτια. Τις δουλειές, τα ραντεβού και τη ρουτίνα μας. Τα παιδιά, τους ηλικιωμένους και την ηλικία μας. Τα φανάρια, τις καρέκλες και τις μπετονιέρες. Τους δολοφόνους των κοσμηματοπωλείων, το εξαχρειωμένο πλήθος που αλαλάζει, τους μπάτσους που είναι μπάτσοι ακόμα και κάτω από τα μπαλόνια γιατί έτσι γουστάρουν.
Και έτσι καταλήξαμε σχεδόν να μην το βλέπουμε. Ζούσαμε τη ζωή μας όπως οι άνθρωποι ζούνε τη ζωή τους. Συχνάζαμε στα σημεία εκείνα όπου το μπαλόνι άφηνε το μεγαλύτερο κενό, εκεί όπου το σώμα του γινόταν πλαδαρό και έσταζε σαν μια έκταση γερασμένη, πέφταμε πάνω του όταν θέλαμε να αισθανθούμε ανέμελα, ενώ εκείνο μας τίναζε πίσω με ευγένεια, σβήναμε τα τσιγάρα μας στο άφλεκτο σώμα του ανέμελα σαν να λιώνουμε μυρμήγκια.
Κάποιες φορές μόνο, νιώθουμε μια περίεργη αμηχανία. Είναι που έχουμε καιρό πολύ να δούμε τον ουρανό. Υποθέτουμε πως συνεχίζει να στέκει στο ίδιο σημείο. Και αυτό μόνο μας παρηγορεί. Εδώ από κάτω, ανασαίνουμε και πεθαίνουμε με τον ίδιο τρόπο.
Οταν κάποιο πρωί, ένα παιδί στον δρόμο φώναξε: «Το μπαλόνι έφυγε», όλοι μας συνειδητοποιήσαμε κοιτάζοντας γύρω μας πως ο ισχυρισμός του ήταν όντως αληθής. Το μπαλόνι είχε όντως φύγει. Ξαφνικά και χωρίς εξηγήσεις, με τον ίδιο τρόπο που είχε έρθει.
Γελάσαμε αμήχανα, κάποιοι αγκαλιαστήκαμε με τους αγνώστους γύρω μας σαν να βιώναμε το τέλος μιας κοινής θητείας. Οχι ως τέλος ενός κόπου ή μιας δοκιμασίας, αλλά ως επισήμανση ενός νέου χρονικού ορίου, ενός κύκλου που έκλεισε, ενώ ένας νέος κύκλος ξεκινά.
Χαμογελάσαμε, κοιτάξαμε τον ουρανό σαν παλιό γνώριμο που επέστρεψε έπειτα από καιρό. Και ύστερα πήγαμε στις δουλειές μας. Ανασαίνοντας και πεθαίνοντας με τον ίδιο τρόπο.
(Ξεκινώντας από το «The Balloon» του Donald Barthelme προς διαφορετική κατεύθυνση)

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Ένας μυλωνάς που ήθελε να λέγεται Ριχάρδος


Εξήντα τρία άτομα έχουν συλληφθεί στο πλαίσιο αστυνομικής επιχείρησης σε Αττική, Βόλο και Θεσσαλονίκη για την εξάρθρωση δύο εγκληματικών οργανώσεων που έκαναν λαθρεμπόριο χρυσού. Ανάμεσα στους συλληφθέντες είναι ο γνωστός από τις διαφημίσεις του στην τηλεόραση 51χρονος ιδιοκτήτης της αλυσίδας ενεχυροδανειστηρίων «Ριχάρδος», Δημήτρης-Ριχάρδος Μυλωνάς, ο οποίος διατηρούσε πάνω από 30 ενεχυροδανειστήρια.
«Τα κέρδη που αποκόμιζαν από την εγκληματική τους δράση, τα νομιμοποιούσαν με απόκτηση περιουσίας, όπως με αγορά πολυτελών κατοικιών, οικοπέδων, οχημάτων και σκαφών, επέκταση επιχειρήσεων κ.λπ., μέσω συγκεκριμένων διαδικασιών που κάλυπταν τα τρία στάδια νομιμοποίησης που απαιτεί ο νόμος, δηλαδή τοποθέτηση, διαστρωμάτωση και ενσωμάτωση», δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛΑΣ.
Η ζημία του Δημοσίου είναι μέχρι στιγμής ανυπολόγιστη, αλλά σίγουρα εκτιμάται σε πολλά εκατομμύρια ευρώ. Η Αστυνομία εκτιμά πως μόνο για το διάστημα Ιούνιος -Οκτώβριος του τρέχοντος έτους, οι απώλειες του κράτους από τη λαθρεμπορία χρυσού προσεγγίζουν ή και ξεπερνούν το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ από κάθε ομάδα. Τα στοιχεία δείχνουν δίκτυα που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων πλαστά τιμολόγια, κερδισμένα δελτία ΠΡΟ-ΠΟ, κινέζους χονδρέμπορους ρούχων, συμμετοχές σε εταιρίες, κτηματομεσιτικά κ.α.
Δεκάδες καταστήματα αγοράς και πώλησης χρυσού, κοσμηματοπωλεία και εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας στο κέντρο της Αθήνας, στα προάστια και στην επαρχία, φαίνεται να έχουν άμεση ή έμμεση εμπλοκή με τη δράση των δύο πολυμελών οργανώσεων που εξήγαν παράνομα χρυσό στην Τουρκία και αποκόμιζαν τεράστια κέρδη.

Σύμβολα της εποχής της Κρίσης, τα μαγαζιά με τα τεράστια γράμματα να μας ενημερώνουν-προειδοποιούν πως «ΑΓΟΡΑΖΩ ΧΡΥΣΟ» ταυτίστηκαν όλα τα τελευταία χρόνια με την εκμετάλλευση, την απελπισία και την απόγνωση. Μόνο την περίοδο 2010-2012 άνοιξαν 947 τέτοιου τύπου επιχειρήσεις. Ο αριθμός τους διπλασιάζεται και τριπλασιάζεται μα παραμένει πάντα άγνωστος, αφού πολλά από αυτά είναι παράνομα. Αλλά και στα νόμιμα, οι παρανομίες και οι παρατυπίες σε σχέση με τα παραστατικά, τα μητρώα, τις αποδείξεις αυξάνουν και αυτές γεωμετρικά.
Ανάμεσα στο άγχος που προκαλούν στην ειδίκευσή τους οι οικονομικοί δείκτες, τα διαγράμματα και οι άγνωστοι οικονομικοί όροι, το χρυσάφι και οι λύρες αποτελούν μια επιστροφή σε μια πιο αρχαϊκή μορφή συνδιαλλαγής φαινομενικά πιο ασφαλή και σίγουρα πιο άμεση. Η επιστροφή αυτή παρατηρείται σε κάθε κρίση, έτσι συνέβη και στην κρίση του 2008 με όμοια μαγαζιά να ανοίγουν στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία. Κάθε γειτονιά της Μεσογείου έχει το δικό της μαυραγορίτη και το δικό της μαγαζί (πολλές φορές μεγάλους αριθμούς στον ίδιο δρόμο, κολλημένα απέναντι ή δίπλα). Και πάντα βλέπεις την ίδια εικόνα, μια αλεξίσφαιρη βιτρίνα χρωματισμένη με την αισθητική της πιο φτηνής διαφήμισης, με το επιθετικό κίτρινο του χρυσού (ή της χολής) να κυριαρχεί παντού. Παντού μεγάλα γράμματα, παντού θαυμαστικά και μια κάμερα ασφαλείας να χαζεύει ένα χώρο επιπλωμένο με την ησυχία και τη λιτότητα του γραφείου κηδειών: ένα γραφείο κάπου στο βάθος, ένας εργαζόμενος με βλέμμα αδιαφορίας. Και ψηλά, πάνω από το δρόμο, τεράστιες επιγραφές αναβοσβήνουν την απελπισία.
Τα ενεχυροδανειστήρια και τα ανταλλακτήρια, αδειοδοτημένα από τα τοπικά αστυνομικά τμήματα, αγοράζουν αντικείμενα στο 40% έως 15% της πραγματικής τους αξίας. Μα δεν πρόκειται για αγοραπωλησία αλλά για τιμολόγηση της απόγνωσης. Νόμισμα γίνεται η ανάγκη. Βέρες και σταυρουδάκια, δαχτυλίδια και ρολόγια, καθημερινές εμπειρίες και κληρονομημένα ενθύμια στέλνονται σε κάποιο παράνομο χυτήριο και ύστερα στοιβάζονται κάπου στο εξωτερικό.

Και ανάμεσα τους ο κύριος Ριχάρδος, με ένα όνομα αστραφτερό σαν χρυσό δόντι. «Ελάτε κοντά μας στην Αθήνα και σε όλη την Ελλάδα» μας καλεί η διαφήμιση. «Καταστήματα Ριχάρδος. Η λύση στην κρίση». Και όντως για τους διακινητές της απόγνωσης όλο αυτό ήταν μια λύση, ή πιο σωστά μια ευκαιρία. Και αν το καλοσκεφτούμε ο Ριχάρδος και μαζί όλα τα χρυσά παιδιά των ενεχυροδανειστηρίων και των καταστημάτων χρυσού αποτελούν τη λούμπεν εκδοχή των Golden Boys. Παράνομοι, υπόγειοι και δικτυωμένοι κερδίζουν από την ήττα του συνόλου, εύχονται το βάθεμα της συνολικής πληγής, νίβουν τα χέρια τους με τα δάκρυα των γύρω. Ο κυνισμός γίνεται καθημερινή συνδιαλλαγή. Μια πεζοδρομιακή εκδοχή των εταιριών που έχουν αναλάβει την είσπραξη κόκκινων δανείων, των «επενδυτών» και των χρηματοπιστωτικών κύκλων που δημιούργησαν την κρίση. Των νόμιμων ενεχυροδανειστών, που ορίζουν τις οικονομίες και τους δείκτες τζογάροντας στην αποτυχία και την εξαφάνιση.
Και όσο και αν οι εποχές αλλάζουν, το σύνθημα παραμένει: «Χτες μαυραγορίτης, σήμερα ενεχυροδανειστής, πάντα σκουλήκι».

(στην εφημερίδα Εποχή)

Το ρήγμα


Οι ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ ποτέ δεν αποτελούσαν ένα θελκτικό θεσμό ή έστω θέαμα τόσο για τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για οποιαδήποτε άλλη χώρα. Η φετινή εκλογική αναμέτρηση είχε όντως μεγάλη σημασία αφού τα (σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενα) αποτελέσματα ορίζουν μια πολιτική αλλαγή. Η αντιπολίτευση θα μπορεί να μπλοκάρει αποφάσεις και πολιτικές των ρεπουμπλικάνων, να ελέγξει αποτελεσματικά των Ντόναλντ Τραμπ σε μια σειρά από σκάνδαλα και πολιτικές στρώνοντας στην πραγματικότητα την προεκλογική περίοδο για τα επόμενα δύο χρόνια.
Αυτό που πρέπει να αναρωτηθούμε είναι για ποιο λόγο ενδιαφερόμαστε εμείς για όλα αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα. Είναι απλώς η επιθυμία να αφαιρεθεί από τον ορίζοντα του κόσμου η παρανοϊκή φιγούρα του Ντόναλντ Τραμπ, μια εκλογική αναμέτρηση σε μια χώρα με ψευδή οικειότητα οικοδομημένη από την πολιτιστική της ηγεμονία προς εμάς ή κάτι περισσότερο; Η γνώμη μου είναι πως σε πολλές περιπτώσεις οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τις αχανείς τους διαφορές με τον υπόλοιπο κόσμο, λειτουργούν ως αποτύπωση αλλαγών σε πολλές οικείες σφαίρες.

Η κοινωνία της Αμερικής, όπως παρουσιάζεται διχασμένη μοιάζει να αποτυπώνει ένα οικείο σενάριο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται αρκετά μετά από το γερασμένο παλιό και ψευδές στον πυρήνα του δίπολο ανάμεσα σε προοδευτικούς και συντηρητικούς με τις ίδιες πολιτικές στον πυρήνα τους. Τότε που όλα ήταν απλά και ηττημένα, η οικονομία επιβεβαίωνε την απόλυτή της κυριαρχία απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα και οι κάλπες έμοιαζαν με μια βαρετή υπενθύμιση της πολιτικής. Οι εκλογές του 2016 έδειξαν την αναμέτρηση ανάμεσα στις εκδοχές του καινούριου με το παλαιό. Την νέα άνοδο της ακροδεξιάς, τα fake news, τον τηλεοπτικό αμοραλισμό ως ιδεολογία, τη ξενοφοβία και την εσωστρέφεια στις διεθνείς σχέσεις, τη ρήξη με οποιοδήποτε δεδομένο και αυτονόητο. Ως φορέας όλων αυτών ο Ντόναλντ Τραμπ αναδύθηκε ως μια εκδοχή του καινούριου. Και παρά την παλαιότητα των υλικών, η πρόσθεση και η σύνθεσή τους ήταν όντως κάτι το νέο (και το τρομακτικό). Οι Δημοκρατικοί αντέταξαν σε αυτό ό, τι πιο προβληματικό και γερασμένο. Μια γυναίκα ταυτισμένη με το πολιτικό κατεστημένο, με προβληματικές (έως και δολοφονικές σε πολλές περιπτώσεις) πολιτικές, με σκάνδαλα και πολλά ακόμη. Αυτός που ενσάρκωσε την αλλαγή του παραδείγματος για τους δημοκρατικούς, αυτός που κατάφερε να ενθουσιάσει και να θέσει σε κίνηση και συμμετοχή τα πλήθη (κάτι που αντίστοιχα κατάφερε και ο Τραμπ σε τελείως διαφορετικά ακροατήρια) ήταν ο Μπέρνι Σάντερς. Και μπορεί να μην κατάφερε να ηγηθεί των δημοκρατικών αλλά απ’ όσο φάνηκε και από τις ενδιάμεσες εκλογές το αίτημά του για ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών του δημοκρατικού κόμματος όχι μόνο βρήκε ακροατήρια αλλά και μιμητές, με αποτέλεσμα πολλοί σήμερα να το βλέπουν ως αναγκαιότητα.
Γιατί τελικά αυτό που είδαμε να αναμετριέται σε αυτές τις τόσο μακρινές σε εμάς εκλογές ήταν κάτι το πολιτικά οικείο, βγαλμένο από ένα κοινό μέλλον. Δυο διαφορετικές απαντήσεις στις νέες προκλήσεις μιας δεδομένης εποχής. Μια παγκοσμιοποιημένης εποχής, οικονομικής ύφεσης και αλλαγής της οικονομικής ισχύος, μιας εποχής μετανάστευσης και μισαλλοδοξίας, μιας εποχής όπου τα κοινωνικά ρήγματα διευρύνονται και τα μέσα δικτύωσης απελευθερώνουν και παραπληροφορούν ταυτόχρονα. Από την μία βλέπουμε πρόσφυγες από τη Σομαλία να γίνονται εκπρόσωποι στο Κογκρέσο, μουσουλμάνες γερουσιαστές και ομοφυλόφιλους κυβερνήτες, νέες γυναίκες και αφροαμερικάνους εκπροσώπους να δημιουργούν μια ενσάρκωση της πίστης στις ελευθερίες και της ανόδου των ταυτοτήτων. Και το πιο ελπιδοφόρο σε αυτή την κατηγορία είναι πως σε μια σειρά από περιπτώσεις (που δεν ταυτίζονται με το δημοκρατικό κόμμα φυσικά στο σύνολό του) δεν περιορίζονται μόνο σε αυτό που εκπροσωπούν ταυτοτικά, αλλά φέρουν και ένα αίτημα χειραφέτησης, με προτάσεις για οικουμενική δημόσια υγεία, προοδευτική στάση στο μεταναστευτικό, τα φυλετικά δικαιώματα και πολλά ακόμη. Και, από την άλλη, οι εκπρόσωποι της νέας δεξιάς. Ξενοφοβικοί, αντιδραστικοί και κυνικοί σε ένα μονίμως νέο μείγμα ευυπόληπτου τρόμου, συντήρησης παλαιάς κοπής και επικοινωνίας νέων μέσων (που όλο και περισσότερο ταυτίζεται με το σύνολο του ρεπουμπλικανικού κόμματος).

Το ρήγμα αυτό είναι ένα ρήγμα που βγαίνει μέσα από τις ίδιες τις κοινωνίες. Και αυτό που φάνηκε σε αυτές τις εκλογές είναι πως οι παλιοί τρόποι έχουν τελειώσει και πως σύντομα θα υπάρχουν μόνο δύο απαντήσεις σε αυτό: από την μία η ακροδεξιά και από την άλλη μια σύγχρονη αριστερή ριζοσπαστική πρόταση, γειωμένη στις πραγματικότητες και τις ανάγκες της κοινωνίας χωρίς διγλωσσία και μασημένες υποσχέσεις.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

«Η δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία»



Καθώς περνούν οι μέρες κοιτάμε τις καταλήψεις των μαθητών κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, τις αντιδράσεις των μαθητών που στέκουν απέναντι, τις ανακοινώσεις και τις κινητοποιήσεις ενάντια στον φασισμό στα σχολεία. Βλέπουμε τα συνθήματα, προβληματιζόμαστε για το πώς ο εθνικισμός διατρέχει οριζόντια μια κοινωνία που νοσεί και για τις απαντήσεις που αυτή η κοινωνία δίνει στα παιδιά για τη νόσο της.
Βλέπουμε τον προβληματισμό και τις προτεινόμενες λύσεις, τα πανό και τα συνθήματα. Ανάμεσά τους το «Η δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία», γραμμένο από χέρι μαθητή -μπορεί καθοδηγούμενου αλλά παρ' όλα αυτά μαθητή- κάπου στον Βορρά.
Εχει κάτι τρομακτικό αυτό το συμβάν. Οχι επειδή ένα σύνθημα χρυσαυγίτικης έμπνευσης βρήκε χώρο σε ένα σχολείο (για όποιον έχει μεγαλώσει στην Κυψέλη και τις γύρω περιοχές τα φασιστικά συνθήματα στα σχολεία δεν προκαλούν έκπληξη εδώ και δεκαετίες). Αλλά για τον τρόπο που ο αξιακός κώδικας που προτείνει έρχεται να συνομιλήσει με την ηλικία.
Για τον τρόπο που το συμβάν περιγράφει τη ρωγμή εντός της οποίας βρισκόμαστε. Το σύνθημα περιγράφει πως ζούμε στη φάση που η δημοκρατία δεν είναι το ίδιο αυτονόητη με την υπερβατική πραγματικότητα που ονομάζεται «Μακεδονία». Αυτό το σημείο που συμπυκνώνει μύθους για το παρελθόν και φόβους για το μέλλον. Ξενοφοβία, μιζέρια και μισαλλοδοξία.
Αυτή η υπερβατική κατασκευή εθνικής υπερηφάνειας και μαζικής τύφλωσης που έχτισε πολιτικές και δημοσιογραφικές καριέρες πουλώντας αχνιστό εθνικισμό με το κιλό. Αυτός ο μη τόπος που κατοικεί στον χρόνο. Τον χρόνο της υπερβολής και της προβολής. Στον χώρο του σοβινισμού, του φόβου για τον άλλο και του γαλανόλευκου αυνανισμού.
Απέναντι σε αυτή την απόλυτη βεβαιότητα, η δημοκρατία τίθεται ως μια αμφιβολία που ράγισε, ως ένα ελαττωματικό εργαλείο που δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει τα αυτονόητα, ως μια δυσλειτουργία στη ροή του αίματος του έθνους.
Αν η δημοκρατία μάς οδηγεί να κάνουμε επιλογές μη αποδεκτές από τους τοποτηρητές των αυτονόητων, τότε μπορεί να αντικατασταθεί. Γιατί το «Μακεδονία» φτάνει πιο βαθιά από το «δημοκρατία». Εντός του συνθήματος η κοινωνία ταυτίζεται με το «Μακεδονία» και όχι με το «δημοκρατία».
Ολα αυτά ειπωμένα σε πανό σχολείου μοιάζουν αποκαρδιωτικά. Ακόμα και αν υπήρχαν πάντοτε. Ακόμα και αν θα υπάρχουν για πάντα. Ο τραμπούκος φασιστάκος συμμαθητής με τον μεγάλο αδελφό στη Χρυσή Αυγή, ο κάγκουρας- αλάνι που δεν γουστάρει πακιστάνια και τέτοια, ο λεβεντομαλάκας μελλοντικός βλαχοδήμαρχος που μιλάει για πατρίδα, θρησκεία και οικογένεια.
Νομίζω όμως πως αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς -αν εξαιρέσεις ένα μικρό ποσοστό μαθητών-, δεν μιλάμε για φασισμό ή ναζισμό. Μιλάμε για ένα ριζοσπαστικοποιημένο αυτονόητο, για όλες τις μη εξετασμένες βεβαιότητες με τις οποίες στουμπώνεται το κεφάλι μας από την οικογένεια, το σχολείο, την κοινωνία. Για το παρελθόν, την ιστορία, την εθνική υπερηφάνεια, τη φυσική ανωτερότητά μας. Οχι απ' όσα μάθαμε αλλά απ' όσα δεν καταφέραμε να ξεμάθουμε.
Αυτόν τον μοναδικό συνδυασμό πληροφορίας και αμάθειας, βαλσαμωμένου Εγώ και κόμπλεξ κατωτερότητας και ταύτισης μυθολογίας, ιστορίας και γεωγραφίας σε έναν αιγαιοπελαγίσιο αχταρμά επιθυμίας και ταυτότητας.
Δεν είναι θέμα παιδείας (όπως θα ξεστομίσει η γέρικη εκδοχή του εαυτού μας). Είναι θέμα έλλειψης της καλλιέργειας μιας διάθεσης για την επί της ουσίας αμφισβήτηση από τη μεριά των παιδιών. Αμφισβήτηση των δασκάλων, των γονιών και ημών των ιδίων. Αμφισβήτηση της κάθε αυτονόητης γνώσης και παραδοχής. Ουσιαστικά, δηλαδή, κατάφαση στην τάση της συγκεκριμένης ηλικίας, κατάφαση στη ροπή προς το νέο από τη μεριά των νέων.
Καμία παιδεία δεν είναι αντίδοτο στους νεόγερους μαθητές-μακεδονομάχους. Καμία καταδίκη των καταλήψεων, καμία συλλήβδην κατηγοριοποίησή τους ως φασιστών.
Η μόνη απάντηση και η μόνη ελπίδα μπορεί να έρθει από τους άλλους μαθητές. Από αυτούς που ενσαρκώνουν την αμφισβήτηση ως συνύπαρξη και όχι ως μίσος. Ως ορίζοντα και όχι ως κλειστοφοβία. Ως Δημοκρατία και όχι ως «Μακεδονία»

*αφιερωμένο στον μαθητή μου από το σεμινάριο για τον Καβάφη που έγραψε το σύνθημα (τότε) στον τοίχο του σχολείου του στο Φάληρο

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Γιατί βλέπουμε ταινίες;*


Κάθε ταινία περιέχει την ίδια την ιστορία του ματιού. Την όρασή μας όπως γεννήθηκε μέσα από βουβά δάση και φόβο, όπως αναδείχθηκε σε λεπτομέρεια μέσα από λέξεις που κατηγοριοποίησαν το οπτικό υλικό μας, μέσα από ατελείωτες παραλλαγές καταγραφών. Από σκαλίσματα και σύμβολα σε ζωγραφικές απεικονίσεις, από πρώιμες φωτογραφίες μέχρι την απόλυτη αναπαραγωγή της αρχικής εικόνας.
Μια ταινία και μόνο αρκεί για να μάθει το μάτι να κοιτά στο παρόν. Παραφράζοντας έναν ποιητή: σε κάθε ταινία η όρασή μας αρχίζει ξανά.
Ο κινηματογράφος κουβαλά τη συνθήκη της γέννησής του, το λάθος του ματιού, την πίστη –προς τα τέλη του 19ου αιώνα– στην επιστήμη και τη διαρκή εξέλιξη. Μια τάση προς το μονίμως νέο και καινούργιο, μια πίστη στην καινοτομία. Την τεχνική, την καλλιτεχνική. Στην καινοτομία της νέας εμπειρίας.
Κάθε ταινία που θέλει να υπάρχει με αξιώσεις οφείλει να μας είναι άγνωστη και οικεία ταυτόχρονα. Ειπωμένη και ανείπωτη. Να μας δείχνει τροφοδοτώντας κυρίως όλα όσα δεν βλέπουμε.
Γιατί ο κινηματογράφος είναι πάθος 24 φορές το δευτερόλεπτο, ένα ψέμα για να ειπωθούν πολλές αλήθειες, μια μηχανή ενσυναίσθησης. Η σωστή περιεκτικότητα σε ήχο, φως και αλήθεια μετατρέπουν το βλέμμα σε γλώσσα, την κίνηση σε ταχύτητα των ονείρων, την καταγραφή σε τέχνη. Γιατί η ταινία είναι ιδέες ειπωμένες σε εικόνες.
Μια γλώσσα που για να παραμείνει ζωντανή οφείλει να ανακαλύπτει τον εαυτό της κάθε φορά από την αρχή. Και το κάνει. Κυρίως χάρη σε εμάς. Τους φορείς του βλέμματος, ειπωμένους και ανείπωτους μέσα σε μια ξένη ιστορία που είναι πάνω απ’ όλα η δική μας ιστορία. Οταν η ταύτισή μας παύσει, η εικόνα θα καταρρεύσει. Σαν βιτρό χτυπημένο από πέτρες.
Σε μια εποχή απόλυτης καταγραφής, θορύβου εικόνας και ατελείωτης παραγωγής σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο έχουμε ανάγκη τον κινηματογράφο περισσότερο από ποτέ. Μέσα στην πολιορκία μας από φθαρμένες ιστορίες, κακοειπωμένες εικόνες και βίντεο μιας χρήσης το βλέμμα μας ατροφεί. Οι περισσότερες εικόνες με τις οποίες ερχόμαστε σε επαφή δεν δείχνουν, απλά γράφουν.
Οπως ένα παιδί μουτζουρώνει. Απολύτως βέβαιο για τον κώδικα που δημιουργεί, απολύτως σιωπηλό προς οποιονδήποτε άλλο που δεν μπορεί να διαβάσει τον κώδικα. Η οπτική παιδεία είναι μια υπόθεση εξίσου σοβαρή με τη γραπτή παιδεία. Σήμερα περισσότερο από ποτέ, αύριο ακόμα περισσότερο.
Ο κινηματογράφος μάς μαθαίνει να διαχωρίζουμε όχι την καλή από την κακή εικόνα, αλλά την άδεια εικόνα από την εικόνα που περιέχει ιδέες.
Και όσο κι αν αλλάζει η κινηματογραφική συνθήκη, όσο κι αν προχωρά η τεχνική της καταγραφής και της διάδοσης, ο κινηματογράφος θα μένει πάντοτε προσηλωμένος στην ονειρική υφή του.
Στη συνθήκη αυτή όπου ο φόβος και η επιθυμία, η πραγματικότητα και η απόκλιση, η ζωή και ό,τι την πολιορκεί θα συνυπάρχουν.
Κλεισμένοι σε μια αίθουσα κοιτάμε με τα μάτια ψηλά. Η όρασή μας περικυκλώνεται από το σκοτάδι, όλα γύρω χάνονται, εμείς είμαστε η εικόνα.
Αυτή η συνθήκη της ταύτισης με τον ήρωα που παρακολουθούμε, αυτή η εμπειρία όπου τη ζεις και την παρακολουθείς ταυτόχρονα.
Οι ταινίες επιβεβαιώνουν πως μπορούμε να ονειρευτούμε. Και ακόμα περισσότερο, πως μπορούμε να ονειρευτούμε με άλλους ανθρώπους γύρω μας. Να μοιραστούμε ένα όνειρο ή έναν εφιάλτη και να υπάρχουμε ως ατομικότητες πολιορκημένες από το σκοτάδι και ως πλήθος ταυτόχρονα. Μόνοι και μαζί την ίδια στιγμή σε έναν κόσμο σε μετωπική σύγκρουση με μια αλήθεια πιο πραγματική από την αλήθεια.
Στη σκοτεινή αίθουσα οι ταινίες μάς κοιτάζουν. Κι εμείς, βουλιαγμένοι στον βυθό της θέσης μας, κυκλωμένοι από ξένες ανάσες και σκοτάδι, προσπαθούμε να τους αποδείξουμε πως είμαστε όντως αληθινοί.
*Την ερώτηση του τίτλου την πέτυχα σε ένα ξεφύλλισμα των εφημερίδων την προηγούμενη εβδομάδα. Μες στη βιασύνη δεν πρόλαβα να διαβάσω το άρθρο και στη συνέχεια δεν μπορούσα να θυμηθώ πού το είχα πετύχει. Η ερώτηση έμεινε να εκκρεμεί και να επαναλαμβάνεται μέσα στο κεφάλι μου. Το άρθρο αυτό είναι μια προσπάθεια να την κάνω να σωπάσει.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Ο Γιάννος ως ιδεολογία


Ο Γιάν­νος Πα­πα­ντω­νίου προ­φυ­λα­κί­στη­κε. Το ί­διο και η γυ­ναί­κα του. Τα κα­θη­με­ρι­νά δη­μο­σιεύ­μα­τα για τις με­τα­κι­νή­σεις χρη­μά­των σε τρά­πε­ζες στην Ελβε­τία, για τα μυ­θι­κά πο­σά ως δώ­ρα για συμ­φω­νίες και συμ­βά­σεις, για τις ει­κό­νες στα δι­κα­στή­ρια, σχε­δόν μο­νο­πω­λούν το κα­θη­με­ρι­νό εν­δια­φέ­ρον. Τό­σο σε ε­πί­πε­δο ου­σίας, ό­σο και σε ε­πί­πε­δο ε­λα­φρού σχο­λια­σμού.

Ο Γιάν­νος Πα­πα­ντω­νίου εί­ναι μια υ­πεν­θύ­μι­ση. Υπεν­θύ­μι­ση ε­νός πρό­σφα­του πα­ρελ­θό­ντος, βγαλ­μέ­νου α­πό ε­πο­χές που μοιά­ζουν έ­τη φω­τός μα­κριά. Μια α­λα­ζο­νι­κή φι­γού­ρα μιας α­λα­ζο­νι­κής ε­πο­χής. Ενσάρ­κω­ση ε­νός αι­σθή­μα­τος τρύ­πιας αι­σιο­δο­ξίας και μα­ταιο­δο­ξίας. Ενός πα­ρό­ντος που πα­ρήλ­θε, α­φού πρώ­τα δα­νεί­στη­κε α­πό το μέλ­λον του, α­φή­νο­ντάς το δι­κό μας πα­ρόν αι­μό­φυρ­το και κα­θη­λω­μέ­νο. Μη­χα­νο­δη­γός της ύ­βρης και ταυ­τό­χρο­να αυ­τός που καρ­πώ­θη­κε τα α­πο­τε­λέ­σμα­τά της. Σύμ­βο­λο της ευ­ρω­παϊκής εκ­δο­χής του μέ­σου Έλλη­να, ε­κεί που η ε­πι­τυ­χία ταυ­τί­ζε­ται με την ι­σχύ και μα­ζί συ­να­ντούν τους κα­λούς τρό­πους ε­νός σι­κά­του που­κά­μι­σου (μα­κριά α­πό τις υ­περ­βο­λές του πα­παν­δρεϊκού νε­ο­πλου­τι­σμού φυ­σι­κά), την ε­πι­δει­κτι­κό­τη­τα και το γό­η­τρο της ταυ­τό­τη­τας σε μια έ­ξο­δο στο Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής. Την πε­ρίο­δο του εκ­συγ­χρο­νι­στι­κού ΠΑ­ΣΟ­Κ, ο Γιάν­νος ή­ταν το πε­πρω­μέ­νο μας. Ένα συλ­λο­γι­κό πε­πρω­μέ­νο, χτι­σμέ­νο α­πό χρη­μα­τι­στή­ρια, μα­γει­ρε­μέ­να στοι­χεία και κο­μπί­νες, δά­νεια και με­γα­λοϊδε­α­τι­σμό ι­σχύος.
Ο Γιάν­νος Πα­πα­ντω­νίου δεν εί­ναι πια η ε­ξου­σία. Εί­ναι μια στρε­βλή νο­σταλ­γία που μας ε­ξου­σιά­ζει. Μια α­νά­μνη­ση μια γε­λοίας ε­πο­χής που φο­ρού­σε ρού­χα που δεν α­ντι­στοι­χού­σαν στο μέ­γε­θός της. Και τώ­ρα πρέ­πει να τα ε­πι­στρέ­ψει.

Ας συ­γκρα­τή­σου­με τη χαι­ρε­κα­κία μας. Εί­ναι λο­γι­κό και αν­θρώ­πι­νο σε ε­πο­χές κρί­σης, φτώ­χειας και α­πελ­πι­σίας να ψά­χνου­με ε­νό­χους. Και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα-σύμ­βο­λα, με θέ­σεις ευ­θύ­νης, πρό­σω­πα που έ­παιρ­ναν α­πο­φά­σεις σε μια πε­ρίο­δο κομ­βι­κή για τη ση­με­ρι­νή κα­τά­λη­ξη, πρό­σω­πα που ε­γκλη­μά­τη­σαν για προ­σω­πι­κό κέρ­δος α­πέ­να­ντι στο σύ­νο­λο. Πρό­σω­πα που κου­βα­λούν α­κό­μα την οι­κειό­τη­τα της δη­μο­φι­λίας και την υ­πε­ρο­ψία της ε­ξου­σίας (αυ­τή που τους ε­γκα­τα­λεί­πει πο­λύ με­τά την ε­ξου­σία). Ζη­τού­με ε­κτό­νω­ση μέ­σα α­πό αυ­τούς. Και μο­νί­μως ξε­χνά­με πως προϋπό­θε­ση για να αν­θί­σουν τέ­τοια λου­λού­δια εί­ναι έ­να σύ­στη­μα που τους δί­νει χώ­ρο. Ένα σύ­στη­μα που σε με­γά­λο βαθ­μό οι ί­διοι συ­νέ­βα­λαν στη δη­μιουρ­γία του. Όταν ό­μως έρ­χε­ται η ώ­ρα της πλη­ρω­μής, το σύ­στη­μα ξε­χνιέ­ται. Ένας Άκης, έ­νας Γιάν­νος (α­τε­λείω­τη αυ­τή η οι­κειό­τη­τα α­κό­μα και με­τά την κα­τα­δί­κη) αρ­κούν για να ε­κτο­νώ­σουν. Όχι το αί­σθη­μα δι­καίου, αλ­λά αυ­τή την αυ­θόρ­μη­τη α­ντί­δρα­σή μας α­πέ­να­ντι στο πα­ρά­λο­γο που κα­τοι­κεί στην κοι­νω­νία μας, α­πέ­να­ντι στη γε­νι­κευ­μέ­νη εκ­δο­χή της α­δι­κίας, η ο­ποία φυ­σι­κά και εί­ναι πα­ρού­σα, αλ­λά συ­νή­θως δεν τη γειώ­νου­με σε συ­γκε­κρι­μέ­νες πο­λι­τι­κές και ε­πι­λο­γές που την προ­κά­λε­σαν.

Αλλά ε­δώ μι­λού­με για πο­λι­τι­κή, ό­χι για αν­θρώ­πι­νη ε­κτό­νω­ση. Όταν τα δύο ταυ­τί­ζο­νται, οι ε­ξε­λί­ξεις μυ­ρί­ζουν αν­θρώ­πι­νο κρέ­ας. Αυ­τό που έ­χει ση­μα­σία εί­ναι η δι­καιο­σύ­νη να κά­νει τη δου­λειά της. Και α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο να την κά­νει με τρό­πο τέ­τοιο ώ­στε να μην πα­ρου­σια­στεί ως εκ­δί­κη­ση. Ως ευ­και­ρια­κή α­πό­φα­ση με συ­γκε­κρι­μέ­νο ό­φε­λος. Να μην πρά­ξει ό,τι πράτ­τει για πο­λι­τι­κούς λό­γους. Η στά­ση α­πέ­να­ντι στο πρό­σφα­το πα­ρελ­θόν κα­τα­σπα­τά­λη­σης και κλο­πής α­πο­τε­λεί μια ευ­και­ρία, ώ­στε η δι­καιο­σύ­νη να α­να­κτή­σει, ή έ­στω να διορ­θώ­σει ο­ρια­κά, την ει­κό­να και την ε­μπι­στο­σύ­νη του κό­σμου.
Με τους ό­ρους αυ­τούς, ό­μως, που θα κά­νουν τις α­πο­φά­σεις της υ­πεν­θύ­μι­ση πως ζού­με την προέ­κτα­ση έ­νας γαγ­γραι­νια­σμέ­νου κρά­τους που δεν έ­χει α­κό­μη ε­που­λω­θεί, πως το ί­διο σύ­στη­μα ε­πι­βιώ­νει σε πολ­λά ε­πί­πε­δα και πως ε­πι­τέ­λους πρέ­πει να ξε­κι­νή­σει η στιγ­μή της διόρ­θω­σης. Ναι, ο Γιάν­νος Πα­πα­ντω­νίου μοιά­ζει ως έ­νας α­πό τους ε­πι­κε­φα­λής και τους υ­πεύ­θυ­νους αυ­τής της δια­δι­κα­σίας και αυ­τού του συ­στή­μα­τος. Αλλά το μέ­γε­θός του δεν ταυ­τί­ζε­ται ού­τε με το μέ­γε­θος της δια­δι­κα­σίας, ού­τε με αυ­τό του συ­στή­μα­τος. Το μό­νο που μπο­ρεί να ση­μά­νει, εί­ναι την αρ­χή του ξη­λώ­μα­τος. Αλλά προς το πα­ρόν το ξή­λω­μα δεν έ­χει καν αρ­χί­σει. Και εί­ναι φο­ρές που η ε­κτό­νω­ση ό­χι μό­νο δεν βο­η­θά, αλ­λά λει­τουρ­γεί α­πο­λύ­τως α­να­σταλ­τι­κά. Όταν η ί­δια η αρ­χή της δια­δι­κα­σίας α­ντι­κα­θι­στά την ί­δια τη δια­δι­κα­σία στο σύ­νο­λό της.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Οι χειροπέδες και ο νεκρός



Αρχή συνειρμού: έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Όλιβερ Κρόμγουελ το 1658, οι εχθροί του επανέρχονται στην εξουσία. Καθαιρούν το γιο και διάδοχό του και επαναφέρουν τη βασιλεία, στέφοντας τον Κάρολο τον Β’ βασιλιά. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Ο Κρόμγουελ, σύμβολο της Κοινοπολιτείας της Αγγλίας και του αγγλικού εμφυλίου, είχε πεθάνει από φυσικά αίτια. Η κηδεία του στο Αβαείο του Γουέστμνιστερ είχε γίνει δημοσία δαπάνη με τιμές ηγεμόνα. Η μνήμη της μεγαλοπρέπειας του αποχαιρετισμού συνόδευε τον άνθρωπο που ήδη είχε αρχίσει να γίνεται θρύλος. Το νέο κοινοβούλιο (ελεγχόμενο από το βασιλιά) διέταξε την απομάκρυνση της σορού από το Αβαείο και για παραδειγματισμό η κυβέρνηση εκτέλεσε τα άψυχα σώματα του Κρόμγουελ και των συντρόφων του, αφήνοντάς τα για χρόνια σε κοινή θέα. Με τον τρόπο αυτό, η αγγλική κυβέρνηση ήθελε να δείξει πως ακόμα και στο θάνατο δεν μπορεί να ξεφύγει από τη δικαιοσύνη.
Το γεγονός αυτό δεν είναι το μόνο, αλλά ίσως το πιο χαρακτηριστικό από μια σειρά μεταθανάτιες εκτελέσεις κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Η πρακτική είναι θανατοπολιτική στην απόλυτη κυριολεξία της. Μια μεταθανάτια διαχείριση του θανάτου, ως μήνυμα προς τους ζωντανούς, ως μήνυμα για ό,τι έχει αφήσει πίσω του ζωντανό ο αποθανών. Μια παραπλήσια πρακτική αντικρίσαμε μετά το πραξικόπημα στην Τουρκία του 2016. Μετά τα γεγονότα απαγορεύτηκε ο θρήνος και η προσευχή για όσους είχαν συμμετάσχει στο πραξικόπημα. Ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης είχε μάλιστα ανακοινώσει πως θα διαμορφωθεί ένας ειδικός χώρος για την ταφή τους, με το όνομα «νεκροταφείο των προδοτών». «Όποιος περνά απ’ έξω θα τους καταριέται κι έτσι δεν θα μπορούν να ησυχάσουν στους τάφους τους», σημείωσε τότε.

Οι πράξεις αυτές ορίζουν το τελευταίο σημείο της απανθρωποποίησης. Επικυρώνουν μετά το τέλος, τη φύση της διαδικασίας, την ταυτότητα του υποκειμένου. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, ώστε η επίδειξη της εξουσίας τους να υπερβαίνει τα όρια της ζωής και του θανάτου. Ορίζοντας ό,τι είναι ζωντανό ως πτώμα και ό,τι έχει πεθάνει ως ένα υποκείμενο που δεν του άξιζε η ζωή. Κανονικοποιώντας τη ζωή μέσα από το θάνατο.
Επιστροφή στην αφορμή του συνειρμού: «σοκάρουν οι χειροπέδες σε έναν άνθρωπο νεκρό ή ημιθανή. Είναι περιύβριση νεκρού. Νωρίτερα, από τον ασύρματο της ΕΛΑΣ ακούγεται ο ένας από τους αστυνομικούς να αναφέρει πως ο Ζακ «μάλλον είναι νεκρός»», αναφέρει ο ειδικός παθολόγος Μανώλης Φραγκάκης στις «ιστορίες που γράφουν Ιστορία», Στο Κόκκινο. «Είναι περιύβριση νεκρού» υπογραμμίζει, όπως και η σχετική ανακοίνωση της ΟΕΝΓΕ, την οποία συνυπογράφει. Είκοσι μέρες μετά, η εικόνα επιστρέφει. Ενός νέου ανθρώπου πεσμένου, διαλυμένου και αιμόφυρτου. Με το πλήθος να αλαλάζει, με την αστυνομία να το προστατεύει από μια ανύπαρκτη απειλή και να συνεισφέρει με επαγγελματικό οίστρο στο λιντσάρισμα. Και αφού ξεψυχά, ή έχει ήδη ξεψυχήσει, του περνούν χειροπέδες.
Τι σημαίνουν οι χειροπέδες αυτές; Είναι απλώς περιύβριση; Δημοσιοϋπαλληλική εμμονή στο τυπικό του επαγγέλματος; Μια περιφρονητική πράξη χωρίς πολλή σκέψη; Τι προσπαθούν να κρατήσουν φυλακισμένο οι χειροπέδες; Είναι το αχρείαστο της συγκεκριμένης πράξης που την κάνει ακόμα πιο τρομακτική. Η εκδικητικότητα που δεν ορίζει καν το είδος της εκδίκησης που αναζητά. Επικύρωση της νίκης απέναντι στο νεκρό και τους ζωντανούς.
Με τις χειροπέδες αυτές δεν ζυγίζεται ο θάνατος, αλλά η ζωή. Και η ελάχιστη σημασία που μπορεί να έχει. Και το γεγονός πως κάποιοι πιστεύουν πως ακόμα και στο θάνατο δεν μπορείς να τους ξεφύγεις.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Banksy: η φθορά ως έργο τέχνης



Το σφυρί του οίκου Sotheby' s πέφτει. Το έργο πουλήθηκε έναντι 1,3 εκατ. ευρώ. Χαρές και αγκαλιές στο χρηματιστήριο της τέχνης. «Το κορίτσι με το μπαλόνι», έργο του street artist Banksy, αντίκριζε το πλήθος κρεμασμένο. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ένας ηλεκτρονικός ήχος καλεί τα βλέμματα να δουν τι συμβαίνει. Το εσωτερικό του πίνακα κατεβαίνει έξω από την κορνίζα διαλυμένο σε κομματάκια. Ο Banksy, όπως θα εξηγήσει δύο μέρες μετά μέσα από βίντεό του στο Instagram, είχε τοποθετήσει έναν καταστροφέα εγγράφων μέσα στην κορνίζα του έργου. «Η επιθυμία για καταστροφή είναι επίσης μια δημιουργική επιθυμία», γράφει στη λεζάντα που συνοδεύει την ανάρτησή του, επικαλούμενος ρήση του Πικάσο. Και το έργο του 1,3 εκατομμυρίου αποτελεί παρελθόν.
Φυσικά αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο Banksy εκμεταλλεύεται τη συγκεκριμένη και κατεστημένη δομή του καλλιτεχνικού κόσμου ώστε να παραγάγει ένα συμβάν. Η συνομιλία του με τη «σοβαρή τέχνη» και τους θεσμούς της ήταν πάντοτε στο επίκεντρο του έργου του. Από τις φορές που έμπαινε σε μουσεία και τοποθετούσε πίνακές του ανάμεσα σε άλλους, κατεστημένους πίνακες (και τους άφηνε εκεί για μέρες μέχρι τελικά κάποιος να αντιληφθεί την προσθήκη), μέχρι τις δύο πρόσφατες τοιχογραφίες έξω από αναδρομική έκθεση του Jean-Michel Basquiat στο Λονδίνο.
Η καταστροφή, η σάτιρα και η επιθετική συνομιλία με το παρελθόν της τέχνης δεν είναι κάτι καινούργιο. Υπήρξε βασικός δημιουργικός άξονας του ντανταϊσμού, ισάξιο κομμάτι εντός του μοντερνισμού, ένας τρόπος θέασης του παρελθόντος και οικοδόμησης του παρόντος της τέχνης. Από το μουστάκι στη Μόνα Λίζα του έργου L.H.O.O.Q. του Marchel Duchamp μέχρι τη βάνδαλη κορνίζα του Banksy, το παιχνίδι εισέρχεται στο πεδίο της τέχνης, την απογυμνώνει από τη σοβαροφάνειά και τον επιβεβλημένο συντηρητισμό των συλλεκτών, των μουσείων και των οίκων και την επιστρέφει πίσω γυμνή. Ως ένα υποχρεωτικό παρόν, έκθετο στον ανθρώπινο παλμό και την αγωνία.
Με την κίνησή του ο Banksy δεν εξέθεσε το έργο αλλά τη μοίρα του, τον κώδικα του συλλέκτη ως ματαιοδοξία πέρα από τον χρόνο και ταυτόχρονα τη ματαιότητα της ιδιοκτησίας της τέχνης. Η κίνηση αποκτά μεγάλο σημειολογικό ενδιαφέρον πέρα από το στοιχείο της φάρσας ή του βανδαλισμού.
Από την αρχή της καριέρας του ο Banksy έπαιζε με τον χώρο. Τα έργα του υπήρχαν μέσα στην πόλη συνομιλώντας με τους ανθρώπους και το περιβάλλον, την αρχιτεκτονική και τη μικροκλίμακα της αστικής γεωγραφίας. Τα έργα απέκτησαν τη σημασία τους γιατί βρίσκονταν εκεί που βρίσκονταν. Σε μια γειτονιά του Λονδίνου ή στη Λωρίδα της Γάζας.
Τώρα, ο Banksy περνάει στον χρόνο. Η κίνησή του ήταν η έκθεση της συμπυκνωμένης φθοράς του έργου τέχνης. Και άσχετα με την πρόθεση του καλλιτέχνη, η κίνηση θέτει ακόμη ένα ερώτημα: Πότε τελικά τελειώνει ένα έργο τέχνης; Με την τελευταία πινελιά του καλλιτέχνη; Με την υλική καταστροφή του; Ή μήπως με το πέρασμά του στις συλλογές και στα μουσεία;
Μπορούμε να απαντήσουμε πως ένα έργο τέχνης δεν τελειώνει ποτέ ή τελειώνει τη στιγμή που αρχίζει, με τη συνέχειά του να μεγεθύνει, να απλώνει και να διαπραγματεύεται αυτό που ήδη υπάρχει. Στην πρώτη φράση, στον πρώτο στίχο, στην πρώτη πινελιά.
Οπως έλεγε ο Πολ Βαλερί, δεν υπάρχουν έργα που τελείωσαν πραγματικά, γιατί δεν μπορείς να τελειώσεις ένα έργο τέχνης. Μπορείς απλά να το εγκαταλείψεις. Και όπως απέδειξε ο Banksy, να το νοηματοδοτήσεις ξανά από την αρχή.
Το «Κορίτσι με το μπαλόνι» δημιουργήθηκε το 2002 ως στένσιλ σε έναν τοίχο του ανατολικού Λονδίνου. Η τοιχογραφία σύντομα αφαιρέθηκε και πουλήθηκε σε δημοπρασία.
Ο Banksy χρησιμοποίησε την εικόνα σε παραλλαγές το 2014 ώστε να τοποθετηθεί υπέρ των προσφύγων από τη Συρία (το κορίτσι απεικονιζόταν ως μικρή πρόσφυγας από τη Συρία). Το σχέδιο πουλήθηκε και ξαναπουλήθηκε, έγινε τατουάζ διασήμων, πολλαπλό σύμβολο διαφορετικών αναγνώσεων και αγαπημένο σχέδιο ολόκληρης της Αγγλίας.
Μετά το περιστατικό, απέκτησε ακόμη ένα συμβολικό φορτίο, συνεχίζοντας το ταξίδι των νοηματοδοτήσεων.
Ενα εικαστικό συμβάν που έγινε «έργο τέχνης» ώστε να πωληθεί και τώρα ξαναγίνεται συμβάν. Ενα ταξίδι που αφήνει την τέχνη ανοιχτή στο απροσδόκητο και αποδεικνύει την επείγουσα σημασία της ζωντάνιας της.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Πεθαίνοντας στην Αθήνα


Ενώ οι έρευνες γύρω από τις συνθήκες δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου προχωρούν, περισσότερα στοιχεία βγαίνουν στην επιφάνεια περιγράφοντας με μεγαλύτερη ακρίβεια τους όρους του γεγονότος.
Το θύμα δεν προσπάθησε να κλέψει, δεν κρατούσε μαχαίρι, δεν αποτελούσε κίνδυνο για κανέναν. Δεν είχε ανάγκη από χρήματα, δακτυλικά αποτυπώματα δεν βρέθηκαν στα μέσα δωμάτια του «κοσμηματοπωλείου» ή στην ταμειακή μηχανή, ενώ πρόσφατο βίντεο αποδεικνύει πως ο Ζακ Κωστόπουλος πριν εκτελεστεί από τη μάζα του λιντσαρίσματος ζητούσε βοήθεια.
Σε αντίθεση με όσα μετέδωσαν πολλά μέσα ενημέρωσης, η αστυνομία και λοιποί οπαδοί της τάξης και της ασφάλειας, ο Ζακ Κωστόπουλος δεν είχε σκοπό να βλάψει κανέναν.
Η έγνοια του ήταν πως κάποιος ήθελε να βλάψει αυτόν τον ίδιο. Και το πλήθος όχι μόνο δεν τον βοήθησε σε αυτή του την έκκληση αλλά τελικά συνηγόρησε υπέρ και πήρε τη θέση αυτών που ήθελαν να τον βλάψουν. Αφού λοιπόν πια αποδεικνύεται πως δεν υπήρξε το έγκλημα της κλοπής, για ποιο έγκλημα δικάστηκε και καταδικάστηκε από τους αυτόκλητους εκτελεστές ο Ζακ Κωστόπουλος; Μα είναι προφανές.
Το έγκλημά του ήταν η ίδια του η ταυτότητα. Το να είσαι γκέι, να είσαι οροθετικός και ταυτόχρονα να μην κρύβεσαι. Να είσαι αυτό που είσαι και να διεκδικείς τη θέση σου δίπλα στους «κανονικούς» ανθρώπους. Να είσαι διαφορετικός και να υπάρχεις.
Ισως να φαίνεται πολύ νωρίς για να εξαγάγουμε ψύχραιμα συμπεράσματα που ξεπερνούν το γεγονός της δολοφονίας καθ’ εαυτό. Ισως το πιο εύκολο που μπορούμε είναι να πούμε πως ζούμε σε μια άγρια κοινωνία με ένα κομμάτι της βυθισμένο στην ηθική εξαχρείωση, να στρέψουμε την οργή μας απέναντι στους ομοφοβικούς, τους ρατσιστές ή ακόμα και αυτούς που διαστρέβλωσαν τους όρους του γεγονότος προς καθησυχασμό της φιλήσυχης μάζας.
Ο αποτροπιασμός από το γεγονός, η κτηνωδία και η απεικόνισή της δικαιολογούν απόλυτα κάθε τέτοια αντίδραση. Ταυτόχρονα όμως ας γνωρίζουμε πως κάποια στιγμή θα αναρωτηθούμε: τι σημαίνει και τι σηματοδοτεί η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου.
Κάθε δολοφονία, με το πέρας του καιρού, φεύγει από τη σφαίρα του θρήνου, της οργής, ακόμα και του ίδιου του γεγονότος και μπαίνει σε αυτή της ιστορίας. Συμπυκνώνει, περιγράφει με τρόπο σαφή, σημεία, τάσεις και γεγονότα πέρα από αυτή την ίδια. Η δολοφονία παραμένει για την κοινωνία μας στιγμή του σοκ (εκτός βέβαια αν είναι δολοφονία μετανάστη. Εκεί η κοινωνία μας λυπάται αλλά δεν σοκάρεται).
Η δολοφονία δεν μπορεί να ενταχθεί και να αποτελεί κομμάτι μιας κανονικότητας, αλλά αντίθετα λειτουργεί ως ηθικό όριο που (προς το παρόν τουλάχιστον) κάποιος δεν μπορεί να υπερβεί χωρίς συνέπειες (και δεν εννοούμε εδώ νομικές συνέπειες).
Τα πρόσφατα χρόνια, οι δολοφονίες που ζήσαμε σηματοδότησαν μια σειρά από εξελίξεις, συμπύκνωσαν τρόπους, τάσεις και ρήγματα. Γυρνώντας στο πρόσφατο παρελθόν βλέπουμε στα περιστατικά αυτά ολόκληρη την εποχή που τα γέννησε και αυτά που τη διαδέχθηκαν.
Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 ήρθε να συμπυκνώσει όλο το ψέμα της ευημερίας της ελληνικής οικονομίας τις δεκαετίες που προηγήθηκαν. Περιέγραψε με τον πιο εμφατικό τρόπο το τέλος μιας κοινωνίας ηθικά μετέωρης και την αρχή μιας νέας σελίδας, ενός άγνωστου προορισμού που αργότερα θα ονομαζόταν κρίση. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τους χρυσαυγίτες το 2013 περιέγραψε τη διάβρωση και την ανοχή της κοινωνίας από την αρρώστια του ναζισμού. Οι «αγανακτισμένες» αντιδράσεις απέναντι στους μετανάστες, η άνοδος του εθνικισμού και η συνολική συντηρητικοποίηση ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας μπορούν να ιδωθούν μέσα σε αυτό το περιστατικό.
Υπό αυτό το πρίσμα η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου περιγράφει ως ενδεχόμενο την επέλαση μιας νέας βαρβαρότητας. Οι συνθήκες της δολοφονίας, το γεγονός πως συνέβη μέρα μεσημέρι μπροστά στα μάτια του κόσμου με δράστες «φιλήσυχους πολίτες» (κάποιοι λένε κλεπταποδόχους αλλά δεν τους γνωρίζω αυτούς τους κάποιους) με τις ευλογίες καναλιών που έστηναν ντιμπέιτ για την ορθότητα της δολοφονίας και μια αστυνομία που απαντά «όποιος γουστάρει» περιγράφουν τις αρένες ενός μέλλοντος με το οποίο συνορεύουμε.
Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου ίσως να ήταν το πρώτο βήμα μας μέσα στην αρένα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Η δίκη του Μπρετ Κάβανο (και γιατί σε αφορά)


Περισσότεροι από 300 άνθρωποι συνελήφθησαν την περασμένη Πέμπτη έξω απ’ το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ουάσιγκτον, καθώς διαδήλωναν κατά της υποψηφιότητας του Μπρετ Κάβανο. Αφορμή αποτέλεσε η κατάθεση της αναφοράς του FBI για τις καταγγελίες περί σεξουαλικών επιθέσεων εις βάρος του υποψήφιου για το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Οι Ρεπουμπλικάνοι αφήνουν να διαρρεύσει ότι η αναφορά δεν έχει κανένα επιβαρυντικό στοιχείο εις βάρος του, ενώ οι Δημοκρατικοί καταγγέλλουν παρεμβάσεις του Λευκού Οίκου. Με λίγα λόγια και απ’ όσο φαίνεται, ο Μπρετ Κάβανο θα κριθεί αθώος και τελικά θα γίνει ισόβιο μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Η διαδήλωση ήταν απλώς η κορύφωση των διαμαρτυριών που λαμβάνουν χώρα τις τελευταίες εβδομάδες.
Ας δούμε συνοπτικά τα γεγονότα και ας δούμε γιατί η υπόθεση μας αφορά.
Η 51χρονη Κριστίν Μπλέιζι Φορντ, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πάλο Αλτο στην Καλιφόρνια, κατηγορεί τον 53χρονο Κάβανο ότι της επιτέθηκε σεξουαλικά σε μια σχολική γιορτή όταν εκείνος ήταν 17 χρόνων. Ο Κάβανο είναι ένας υπερσυντηρητικός δικαστής σε θέματα θρησκείας, οικογένειας, αναπαραγωγικών δικαιωμάτων και προστασίας του περιβάλλοντος. Ο διορισμός του εκλεκτού του Ντόναλντ Τραμπ θα αλλάξει τη σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο προς τα δεξιά.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο Κάβανο εμφανίστηκε να κλαψουρίζει χωρίς επιχειρήματα, να λέει ιστορίες από τα χρόνια του στο σχολείο χωρίς ουσία, να θυμώνει και να προσβάλει, να κάνει λόγο για μια μεγάλη πολιτική συνωμοσία εναντίον του, ενώ οι αποδείξεις που κατέθεσε, περιορίστηκαν σε ένα χειρόγραφο ημερολόγιο, το οποίο δεν περιείχε το πάρτι στο οποίο αποπειράθηκε να βιάσει την Κριστίν Μπλέιζι Φορντ. Ταυτόχρονα, δεν κατάφερε να αρνηθεί πως εκείνη την εποχή έπινε μέχρι να λιποθυμήσει, ενώ επανειλημμένα αρνήθηκε έρευνα από την αστυνομία. Να σημειώσουμε εδώ πως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας άλλες δύο γυναίκες κατέθεσαν παρόμοιες συμπεριφορές του Κάβανο σε παρόμοια περιστατικά.

Απέναντι σε αυτή την παρωδία ανθρώπου, στάθηκε η κατάθεση της Κριστίν Μπλέιζι Φορντ, μια βαθειά συγκινητική επίδειξη κουράγιου, ειλικρίνειας και υπέρβασης του φόβου για το καλό της ίδιας της κοινωνίας. «Είμαι εδώ όχι επειδή το θέλω -είμαι τρομοκρατημένη- αλλά επειδή πιστεύω πως είναι το καθήκον μου ως πολίτης να σας πω τι έγινε». Στη συνέχεια περιέγραψε τα γεγονότα που την στοίχειωσαν όλη την υπόλοιπη ενήλικη ζωή της. Η Φορντ τόνισε πως προχώρησε στις καταθέσεις και στην έκθεση του τραύματός της, παρ’ όλο που γνώριζε πως δύσκολα θα άλλαζαν την απόφαση του δικαστηρίου και τις επιπτώσεις που θα είχε κάτι τέτοιο στη ζωή της. Κάτι που μετατρέπει τη στάση της σε ένα μνημείο θάρρους.

Το παράδοξο είναι πως λίγο-πολύ ακόμα και αυτοί που υποστηρίζουν τον Κάβανο, δεν αρνούνται την ειλικρίνεια στην κατάθεση της Κριστίν Μπλέιζι Φορντ. Και αυτό που υπονοείται, είναι πως ακόμα και αν την πιστεύουν, ουσιαστικά δεν ενδιαφέρονται για την κατάθεσή της. Και εδώ φτάνουμε στο σημείο όπου η υπόθεση αφορά όλους μας.

Η επιμονή των Ρεπουμπλικάνων και του προέδρου Τραμπ -ακριβώς αφού όλα αυτά τα στοιχεία έχουν εκτεθεί και ακριβώς όταν το κοινό ήρθε σε επαφή με τη λεπτομέρεια των περιστατικών και τη συμπεριφορά του δικαστή απέναντι στις γυναίκες- δεν έχουν να κάνουν με τον ίδιο το δικαστή. Στην πραγματικότητα απευθύνονται στις ίδιες τις γυναίκες. Ας μην ξεχνάμε πως ο σεξισμός και ο μισογυνισμός είναι χαρακτηρισμοί που ακολουθούσαν τον Τραμπ ήδη από την προεκλογική περίοδο. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους κατηγορίες για ροζ σκάνδαλα ενάντια στον Τραμπ. «Έχουν φερθεί πολύ σκληρά στον Κάβανο, νομίζω πως είναι πολύ άδικο», είπε ο πρόεδρος, παρουσιάζοντάς τον ως το θύμα της υπόθεσης, προσθέτοντας «μου είναι πολύ δύσκολο να φανταστώ πως συνέβη το οτιδήποτε». Ενώ δεν παρέλειψε να ειρωνευτεί την Κριστίν Μπλέιζι Φορντ, κοροϊδεύοντας τα όσα είπε, ακόμα και τη φωνή της.

Η ηθελημένη και συστηματική θεσμική αδιαφορία για τις σεξουαλικές κακοποιήσεις του Κάβανο δίνει ένα μήνυμα προς τις γυναίκες όλου του κόσμου. Περιγράφει τον κόσμο της δικαιοσύνης ως δικαιοσύνη αποκλειστικά των αντρών, που μπορούν να πράττουν με βάση την προσωπική τους βούληση και περιγράφει λίγο-πολύ τη γυναίκα ως ιδιοκτησία. Αποδυναμώνει την εγκληματικότητα του βιασμού στο δημόσιο λόγο, αφού την αντιμετωπίζει ως πταίσμα, ακόμα και για τις θέσεις αυτές που έχουν ως προϋπόθεση την απόλυτη ηθική (πόσο μάλλον ποινική) ακεραιότητα. Κωδικοποιεί τέλος τον ματσισμό και τον σεξισμό, όχι πια ως αποδεκτό πταίσμα, αλλά ως κυρίαρχη ιδεολογία με τις ευλογίες του πλανητάρχη και της συμμορίας του.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη


Γιατί τι άλλο είναι τα μέσα δικτύωσης από έναν καθρέφτη; Έναν καθρέφτη παραμορφωτικό, που στην πραγματικότητα δίνει μορφή σιγά σιγά σε ό, τι απεικονίζει. Μι περιγραφή των μέσων αυτών όπου η χρήση και η δομή τους ταυτίζονται είναι αρκετά συχνή. Για παράδειγμα κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης η εκτεταμένη και επιτυχής χρήση του twitter και του facebook έκαναν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να περιγραφούν ως εργαλεία απελευθέρωσης, ως προοδευτικά μέσα απέναντι στα ελεγχόμενα από πολιτικά και οικονομικά κέντρα παραδοσιακά μέσα όπως η τηλεόραση και οι εφημερίδες. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φάνηκε να μπορούν να διευρύνουν την ίδια τη δημοκρατία και την συμμετοχή σε περιπτώσεις όπου ο κυρίαρχος λόγος και η κυρίαρχη εξουσία καταπιέζουν και φιμώνουν.
Αντιστρόφως η επέλαση της κουλτούρας και της χρήσης των fake news στο brexit και στις αμερικανικές εκλογές του 2016 ανέδειξαν μια τελείως διαφορετική διάσταση και χρήση που γέννησε τελείως διαφορετικά αποτελέσματα. Η αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας της πληροφορίας μέσα από τη διάδοση και τη χρήση ψευδών πληροφοριών, η δημιουργία ενός πλαισίου όπου κάθε γεγονός είναι εξίσου υπαρκτό ή ανύπαρκτο ανάλογα όχι με το αν συνέβη αλλά με το πως χρησιμοποιήθηκε και διαδόθηκε, ενός πλαισίου όπου κάθε κρίση είναι στην πραγματικότητα αδύνατη αφού τα θεμέλιά της είναι αμφισβητούμενα, συρρίκνωσε την ίδια τη δημοκρατία και αλλάζει τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης σε κάθε μελλοντικό πολιτικό γεγονός στον πλανήτη.
Μέσα από τα δύο αυτά αντιθετικά παραδείγματα γίνονται ορατές οι δυνατότητες, οι κίνδυνοι και τα πολλά πρόσωπα των μέσων που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δημόσια σφαίρα και στην πραγματικότητα την ίδια την πραγματικότητα. Οι αποκαλύψεις, οι δίκες και οι απολογίες που συνέβησαν τον τελευταίο χρόνο γύρω από μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα σκάνδαλα σε σχέση με παρεμβολές σε μεγάλα γεγονότα, την διαμόρφωση πολιτικών τάσεων και την υποκλοπή προσωπικών δεδομένων δείχνουν ακριβώς πόσο ρευστό είναι το κανονιστικό πλαίσιο που περιορίζει την απόλυτη ελευθερία των μέσων και σε μεγάλο βαθμό πόσο ρευστή είναι η ίδια τους η φύση.
Μπορούμε μέσα σε αυτό το τόσο ρευστό πλαίσιο να εξάγουμε συμπεράσματα για το φαινόμενο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης; σε σχέση με το πως επηρεάζουν την καθημερινότητά μας και ταυτόχρονα τον δημόσιο λόγο και την κοινή αντίληψη εντός των οποίων κινούμαστε; υπάρχουν στοιχεία που προκύπτουν από την ίδια τη δομή των μέσων ή μιλάμε για ένα τελείως ρευστό φαινόμενο υπό συνεχή αναδιαμόρφωση;
Αυτά δεν είναι ερωτήματα που μόνο εμείς καλούμαστε να απαντήσουμε. Είναι ερωτήματα που και οι ίδιες οι πλατφόρμες καλούνται να απαντήσουν. Γιατί πολύ σύντομα έγινε εμφανές πως η απόλυτη ελευθερία στην έκφραση που ευαγγελίζονταν μέσα όπως το twitter, στην πραγματικότητα δεν ταυτιζόταν με την ουδετερότητα του μέσου. Το συγκεκριμένο μέσο σε άπειρες περιπτώσεις μέσω ακριβώς της ουδετερότητας του έγινε εκκολαπτήριο λόγου μίσους. Όταν χιλιάδες ρατσιστικά, ομοφοβικά, ρατσιστικά σχόλια πλημμύρισαν τις αναρτήσεις του οι χρήστες άρχισαν να απομακρύνονται. Όταν στη συνέχεια η εταιρεία άρχισε να βάζει περιορισμούς ακριβώς σε αυτή τη βάση άρχισε να μειώνει σταδιακά τα ποσοστά ελευθερίας που προσέφερε. Και κανείς δεν ξέρει που τελειώνει αυτό το ψαλίδισμα. Και αυτό είναι μονάχα ένα παράδειγμα της ρευστότητας του θαυμαστού νέου κόσμου στον οποίο ζούμε.
Αυτό όμως που πρέπει να καταλάβουμε είναι πως όλα αυτά δεν είναι τεχνικά προβλήματα σε μια σελίδα που δεν μας ικανοποιεί ή δεν μας ενδιαφέρει. Είναι προβλήματα της ίδιας της δημόσιας ρητορικής, της αντιπαράθεσης και της επιχειρηματολογίας. Το βασικό πρόβλημα είναι πως δεν μπορείς να θέτεις κανόνες όταν δεν έχεις συγκεκριμένους σκοπούς για τους κανόνες αυτούς. Μια παραδοσιακή εφημερίδα για παράδειγμα έχει ως σκοπό να ενημερώσει, να επηρεάσει και ταυτόχρονα να ικανοποιήσει ένα συγκεκριμένο (μικρότερο ή μεγαλύτερο) κοινό ελεγχόμενη από την μία από την ορθότητα της παρουσίασης των γεγονότων και από την άλλη τους οικονομικούς της δείκτες.
Αντίθετα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν έχουν σκοπό είναι τα ίδια ένας σκοπός. Ιδιωτικές εταιρίες που προσπαθούν να σε πείσουν να τις χρησιμοποιείς και να τις παρακολουθείς. Και μέσα σε αυτή την πρόθεση κανένας κανόνας δεν μπορεί να σταθεί. Εταιρίες με βασικό προιόν τον δικό μας δημόσιο λόγο. Ελεγχόμενες από μια τελείως αίολη αίσθηση του κοινά αποδεκτού από την μία και από την άλλη από τη δική τους επιθυμία για κέρδος. 

(δεύτερο μέρος) 


Ο πα­ρα­μορ­φω­τι­κός κα­θρέ­φτης των μέ­σω κοι­νω­νι­κής δι­κτύω­σης δί­νει μορ­φή σε ό,τι α­πει­κο­νί­ζει. Μέ­σα στο ρευ­στό τους πλαί­σιο α­να­ρω­τιό­μα­στε αν μπο­ρού­με να ε­ξά­γου­με συ­μπε­ρά­σμα­τα. Όχι τό­σο α­πό τη χρή­ση των μέ­σων, τις εκ­δο­χές τους μέ­σα στην πρό­σφα­τη ι­στο­ρία των γε­γο­νό­των, ό­σο α­πό την ί­δια τους τη δο­μή. Για­τί τα τε­λευ­ταία χρό­νια εί­ναι πιο εμ­φα­νές α­πό πο­τέ. Τα προ­βλή­μα­τα που προ­κύ­πτουν α­πό τους ό­ρους διά­χυ­σης της πλη­ρο­φο­ρίας, α­πό το θό­ρυ­βο που α­ντι­στοι­χεί στη σιω­πή και α­πό τη σιω­πή που α­ντι­στοι­χεί στη φί­μω­ση, η ι­σχύ του ψεύ­τι­κου που ξε­περ­νά την ι­σχύ του α­λη­θι­νού, το α­λη­θι­νό να χά­νει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τά του, ε­νώ το ψεύ­τι­κο μο­νο­πω­λεί το χώ­ρο, δεν εί­ναι μό­νο ζη­τή­μα­τα πο­λι­τι­σμού και ε­πι­κοι­νω­νίας εί­ναι πά­νω απ’ ό­λα ζη­τή­μα­τα δη­μο­κρα­τίας.
Τα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύω­σης εί­ναι κομ­μά­τι της δια­με­σο­λα­βη­μέ­νης μας ε­πι­κοι­νω­νίας, αρ­τη­ρία μας με έ­ναν έ­ξω κό­σμο πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο, πολ­λα­πλα­σια­σμός μας προς τη συμ­φω­νία του κό­σμου με τις α­πό­ψεις και τις ο­ρά­σεις μας. Και ε­νώ τα μέ­σα εί­ναι έ­τσι δο­μη­μέ­να ώ­στε να δη­μιουρ­γούν μια αί­σθη­ση δια­χω­ρι­σμού, ό­που μες στη σιω­πή της ο­θό­νης βρι­σκό­μα­στε α­πό τη μια με­ριά ε­μείς και α­πό την άλ­λη ο κό­σμος, πρό­σφα­τες πο­λι­τι­κές έ­ρευ­νες και μα­ζι­κά γε­γο­νό­τα α­πο­δει­κνύουν πως μια σει­ρά α­πό πα­ρεμ­βά­σεις ο­ρί­ζουν την πραγ­μα­τι­κή χρή­ση των μέ­σων. Εται­ρείες που κλέ­βουν δε­δο­μέ­να, πα­ρεμ­βά­σεις α­πό χά­κε­ρς και τρο­λς που στρέ­φουν τις α­πό­ψεις του κοι­νού με βά­ση το πο­λι­τι­κό συμ­φέ­ρον, ε­πέ­λα­ση α­κρο­δε­ξιού θα­νά­του της λο­γι­κής και θεω­ριών συ­νω­μο­σίας, μια μα­ση­μέ­νη α­ντα­νά­κλα­ση ε­νός κό­σμου που δεν χορ­ταί­νει το εί­δω­λό του, α­κό­μα και αν αυ­τό τε­λι­κά έ­πα­ψε να τον α­πει­κο­νί­ζει. Σκου­πι­δα­ριό ει­κό­νας και πλη­ρο­φο­ρίας, νε­κρο­το­μείο του δη­μο­σίου λό­γου.
Η ί­δια η δο­μή των μέ­σων κοι­νω­νι­κής δι­κτύω­σης α­να­δει­κνύε­ται στους ό­ρους δια­λό­γου που ε­πι­κρα­τούν κα­τά την πε­ρίο­δο ε­νός έ­ντο­νου κοι­νω­νι­κού ζη­τή­μα­τος. Οι ό­ροι δια­λό­γου α­παι­τούν να πά­ρεις θέ­ση. Αλλιώς κα­νείς δεν θα α­σχο­λη­θεί με ό­σα γρά­φεις ή ό­σα λες. Όσο πιο φα­να­τι­κά κα­τα­γρά­ψεις τη θέ­ση σου, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη θα εί­ναι και η διά­δο­σή της. Οι ό­ροι με τους ο­ποίους γρά­φεις, ο­ρί­ζο­νται και αυ­τοί με τον ί­διο τρό­πο. Σύμ­φω­να με πρό­σφα­τη έ­ρευ­να του Jay Van Bevel, κα­θη­γη­τή του NYU, η χρή­ση λέ­ξεων με έ­ντο­νο η­θι­κό-συ­ναι­σθη­μα­τι­κό φορ­τίο έ­χουν τρο­μα­κτι­κά με­γα­λύ­τε­ρη α­ντα­πο­δο­τι­κό­τη­τα και θεά­σεις α­πό έ­ναν ου­δέ­τε­ρο και ψύ­χραι­μο λό­γο. Ο λό­γος αυ­τός στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πε­ρι­γρά­φει την α­νά­γκη του να α­νή­κεις σε μια ο­μά­δα. Για την α­κρί­βεια α­πο­τε­λεί έ­να λό­γο που εί­ναι τό­σο δή­λω­ση, ό­σο και ταυ­τό­χρο­νη προά­σπι­ση του χώ­ρου που κα­τα­λαμ­βά­νει η ο­μά­δα αυ­τή.
Η ορ­γά­νω­σή μας στο δί­πο­λο του φί­λου και του εχ­θρού εί­ναι πα­λαιά ό­σο οι αν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νίες, ό­σο η α­νά­γκη να α­νή­κεις σε μια ο­μά­δα και να χά­νε­σαι μέ­σα της. Συμ­βαί­νει με τις πο­λι­τι­κές στρα­τεύ­σεις, την ο­πα­δο­ποίη­ση και πολ­λά άλ­λα. Η βα­σι­κή δια­φο­ρά που υ­πάρ­χει στην ο­μα­δο­ποίη­ση στην ε­πο­χή και στο χώ­ρο του δια­δι­κτύου εί­ναι αυ­τή η ταυ­τό­χρο­νη πα­ρου­σία και α­που­σία μας. Ο στε­ντό­ρειος τρό­πος που υ­πε­ρα­σπι­ζό­μα­στε τις α­πό­ψεις και τις ε­ντά­ξεις μας και ό,τι αυ­τό συ­νε­πά­γε­ται (λό­γος μί­σους α­πέ­να­ντι στους α­ντι­πά­λους, ε­πι­θε­τι­κό­τη­τα, δο­λο­φο­νία χα­ρα­κτή­ρων κτλ) και η ταυ­τό­χρο­νη έλ­λει­ψη των κοι­νω­νι­κών συμ­βά­σεων που ο­ρί­ζει η ζωή στον έ­ξω κό­σμο. Η ευ­γέ­νεια, η α­νά­γκη για συ­νύ­παρ­ξη α­κό­μα και μέ­σω ε­νός μί­νι­μουμ συμ­φω­νίας, τα ό­ρια του άλ­λου και ο τρό­πος με τον ο­ποίο αυ­τός τα κά­νει εμ­φα­νή, ε­δώ ε­κλεί­πουν. Ταυ­τό­χρο­να, τα μέ­σα δι­κτύω­σης εί­ναι σχε­δια­σμέ­να με τέ­τοιο τρό­πο ώ­στε να πολ­λα­πλα­σιά­ζουν τη συμ­φω­νία μας, να μας προ­τεί­νουν σε­λί­δες με τις ο­ποίες θα συμ­φω­νού­με, θέ­μα­τα που θα βρί­σκα­με εν­δια­φέ­ρο­ντα, αν­θρώ­πους που θα πολ­λα­πλα­σιά­σουν τον ε­αυ­τό μας και τη φω­νή μας. Με τον τρό­πο αυ­τό πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται και οι βε­βαιό­τη­τές μας, το βύ­θι­σμά μας σε ό­λα αυ­τά στα ο­ποία α­νή­κου­με, ο φα­να­τι­σμός για το δί­κιο μας.
Και αν ό­λα αυ­τά μοιά­ζουν πε­ρί­που α­πο­δε­κτά σε έ­να πα­ράλ­λη­λο κό­σμο της ο­θό­νης, τι γί­νε­ται ό­ταν ο κό­σμος αυ­τός κυ­ριαρ­χεί στην ε­πι­κοι­νω­νία μας; Όταν οι ό­ροι τους ο­ποίους το μέ­σο ε­πι­βά­λει, ε­πε­κτεί­νο­νται και ε­κτός του μέ­σου; Για­τί ας μην το ξε­χνά­με. Τα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύω­σης εί­ναι προϊό­ντα. Με ε­πι­θυ­μία και στό­χο να μας κρα­τή­σουν για ό­σο το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο μέ­σα τους, ό­σο γί­νε­ται πιο ε­νερ­γούς και πιο δρα­στή­ριους. Εντός τους εί­μα­στε και ε­μείς κομ­μά­τι του προϊό­ντος. Κα­τα­να­λω­τές και κα­τα­να­λώ­σι­μοι ε­ξί­σου.
Ο κό­σμος αλ­λά­ζει. Το ί­διο και οι ό­ροι και τα ό­ρια της πο­λι­τι­κής.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Η δολοφονική προέκταση της μάζας



Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, πολλά πράγματα μένουν θολά στην υπόθεση γύρω από τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Αυτό που υπάρχει, αυτό που υπήρχε ακόμα και πριν γίνει γνωστή η ταυτότητα του θύματος, είναι το αρχικό βίντεο και αυτά που το ακολούθησαν.
Ενας άνθρωπος εμφανώς εξαντλημένος που προσπαθεί να ξεφύγει, δύο όρθια σκουπίδια που τον κλοτσούν με μανία σε κοινή θέα χωρίς να απειλούνται, φωνές που μαρτυρούν ένα συγκεντρωμένο πλήθος, αστυνομικοί που χτυπούν έναν αιμόφυρτο άντρα σε κρίσιμη κατάσταση, η επιβεβαίωση του θανάτου του λίγο μετά.
Το βίντεο και η ταυτότητα του θύματος, σε συνδυασμό με τη (για μία ακόμη φορά) άθλια κάλυψη του γεγονότος από τα κανάλια, έδωσαν στο γεγονός τη διάσταση που όντως θα έπρεπε να έχει κάθε αντίστοιχο περιστατικό.
Σε σχέση με την αθλιότητα της αυτοδικίας, την απανθρωπιά της αδιαφορίας και τη βουβή συγκατάθεση σε εγκληματικές πράξεις. Σε σχέση με τα όρια που θέτει ένα κομμάτι της κοινωνίας και τη στάση του απέναντι στα περιθώρια που αυτή η ίδια ορίζει.
Νομίζω πως είναι λάθος κάποιος να κατηγορεί την κοινωνία γενικά για τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου. Σαν αυτή η κοινωνία να είναι κάτι το ενιαίο, με ενιαία χαρακτηριστικά, απόψεις, αντιδράσεις. Χωρίς αποκλείσεις, περιθώρια και μετατοπίσεις (άρα χωρίς περιθώριο για μια αυριανή κοινωνία καλύτερη από αυτό το αίσχος).
Ταυτόχρονα είναι εγκληματικά αφελές να πιστεύουμε πως τα γεγονότα συνέβησαν από δύο μεμονωμένους τραμπούκους. Από δύο μονάδες που έπραξαν καθ’ υπερβολή, διεκδικώντας το δικαίωμα της προσωπικής ιδιοκτησίας και την ασφάλεια της περιουσίας τους.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση πιστεύω πως η εναλλαγή ανάμεσα στον ενικό και τον πληθυντικό στην ανάλυση των γεγονότων φωτίζει όλη την υπόθεση στην κοινωνική της διάσταση. Γιατί μεμονωμένο, το άτομο (ή έστω τα δύο άτομα) αποτελεί εκφραστή του εαυτού του και όσων αντιπροσωπεύει. Υπάρχει όμως μια προέκταση της πράξης. Μια προέκταση στους γύρω ανθρώπους και μέσω του βίντεο σε όλους μας.
Το λιντσάρισμα προϋποθέτει όχλο, έχει ανάγκη από τα τυφλά ελατήρια της μάζας, την αίσθηση πως οι κινήσεις σου δεν γίνονται ακριβώς από εσένα, αλλά από τη βουβή μάζα που εκπροσωπούν τα ματωμένα σου χέρια. Και ακόμα περισσότερο από την προέκταση των πράξεων και των απόψεων που εκείνη τη στιγμή ενσαρκώνουν τα χτυπήματά σου μέσω της συμφωνίας των θεατών και των παρευρισκόμενων.
Η μάζα του λιντσαρίσματος δεν έχει όλη τον ρόλο του εκτελεστή. Η πλειονότητά της βρίσκεται εκεί για να επιβεβαιώσει. Είτε με τη συγκατάθεση είτε με τη σιωπή της. Χωρίς αυτή ίσως να μην υπήρχε ξυλοδαρμός.
Είναι εκεί για να ξορκίσει τις ενοχές, για να ορίσει τις πράξεις ως κανονικές. Οπως τα εκτελεστικά αποσπάσματα μοιράζονται την ευθύνη για τις σφαίρες τους πάνω στον εκτελεσμένο.
Ο άθλιος τρόπος που το γεγονός καλύφθηκε και περιγράφηκε, τα αιμοσταγή γκάλοπ της Στεφανίδου, του καναλιού του Καρατζαφέρη και άλλων όρνιων στρέφονται ακριβώς προς αυτή τη δολοφονική προέκταση της μάζας. Υπέρ αυτών των θεατών των βίντεο που ταυτίστηκαν με τη μάζα που παρακολουθούσε. Των θεατών αυτών με τα χαρακτηριστικά της μάζας που συνηγορούν από απόσταση. Μακριά από το αγριεμένο πλήθος, την ασφάλεια του όχλου, την κατάφαση της μάζας.
Ο θεατής μένει μόνος με την αγριότητα της άποψής του να προβάλλεται μπροστά στα μάτια του στο άψυχο σώμα ενός 30χρονου. Θεατής της δικής του κτηνωδίας. Τον θεατή αυτό τα ρεπορτάζ και τα γκάλοπ τον καθησυχάζουν, κανονικοποιούν τα ένστικτα και την απανθρωπιά του, σχετικοποιούν την αγριότητά του. Το μεμονωμένο άτομο γίνεται και εδώ πλήθος. Και ουσιαστικά μέσα από τη δολοφονική προέκταση τον καλούν (αυτόν, άνθρωπο και πλήθος μαζί) σε αυριανά «αναγκαία» λιντσαρίσματα.
Ασχετα με το τι θα γίνει με τον «κοσμηματοπώλη» και τον σύντροφό του στο λιντσάρισμα, αυτοί θα είναι πάντοτε εκεί έξω. Να κράζουν τους γκέι, να φτύνουν τα πρεζάκια, να βαφτίζουν την αυτοδικία νόμιμη άμυνα και τις κλοτσιές στο κεφάλι του πεσμένου αντρίλα. Εκεί έξω θα είμαστε και εμείς.
Και η απόφαση για τη δική μας στάση απέναντι σε όλα αυτά πρέπει να παρθεί ακριβώς τώρα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Ο όρθιος θρήνος








Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!
[...]
Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.


Κώστα Βάρναλη, «Η Μάνα του Χριστού» (απόσπασμα)


Η εικόνα της μάνας που θρηνεί το πρόωρα χαμένο παιδί είναι μια εικόνα σπαρακτική. Αποτυπώνει τη χειρότερη εμπειρία που μπορεί να περάσει ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ολη την απώλεια, τη συντριβή, ως ενδεχόμενα για τον καθένα από εμάς.

Μέσα από την εικόνα αυτή ο θάνατος και η ζωή, οι αξίες και το μέτρο, αλλάζουν υπόσταση. Παύουν να είναι κάτι που στέκει μακριά, θολό και θεωρητικό, εξόριστο σε κάποια ενδεχόμενα.
Η εικόνα της μάνας που θρηνεί κάνει ό,τι αξίζει σε αυτή τη ζωή επείγον.

Η επέτειος των πέντε χρόνων από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν αποτέλεσε μόνο την υπενθύμιση ενός εγκλήματος. Δεν αποτέλεσε επίσης μόνο μία προειδοποίηση για το γεγονός πως οι δολοφόνοι κυκλοφορούν έξω ελεύθεροι, πως αυτοί που τους ψήφισαν και αυτοί που θα τους ξαναψηφίσουν μένουν στα διπλανά μας σπίτια, περπατούν τους ίδιους δρόμους με εμάς, καταναλώνουν κομμάτια της κοινής ζωής μας.
Στη φετινή επέτειο κυριάρχησε η εικόνα της μάνας του δολοφονημένου. Γιατί μπορεί η Μάγδα Φύσσα να δίνει έναν αγώνα καθημερινά στα δικαστήρια, να έχει γίνει σύμβολο για μια ολόκληρη κοινωνία, αλλά η εικόνα της να φιλάει το άγαλμα του γιου της στο σημείο της δολοφονίας του και στη συνέχεια η εικόνα της με όρθιο ανάστημα στην κεφαλή της πορείας είναι εικόνες που θα μείνουν χαραγμένες στην ιστορία αυτού του τόπου.

Ακόμα περισσότερο είναι εικόνες που θα μείνουν χαραγμένες στη συνείδησή του. Γιατί μέσα από τις εικόνες αυτές ό,τι είναι ανθρώπινο σε μια κοινωνία στέκει απέναντι στον ναζισμό. Ο,τι μας κάνει να ανατριχιάζουμε στην εικόνα μιας μάνας που έχασε το παιδί της, ό,τι μας κάνει να συμπονούμε και να σφίγγουμε τα χέρια, ό,τι μας κάνει να χαμογελούμε και να δακρύζουμε, στέκει απέναντι. Και στέκει όρθιο.
Δείχνει τους δολοφόνους, χωρίς να φοβάται, χωρίς να λυγίζει, και αποδεικνύει το υλικό τους. Θρηνεί, μα δεν σκύβει.
Η εικόνα της Πιετά, η πιο αρχετυπική εικόνα και ενσάρκωση του θρήνου, θέλει τη μάνα καθιστή με τα χέρια ανοιχτά, το σώμα να περιγράφει την εξάντληση από τον πόνο, τη λύπη μαζί με την παραίτηση σε μια στιγμή που κάθε τι μοιάζει μάταιο.
Η στάση του σώματος υποδεικνύει πως όλα χάθηκαν, πως μετά τον θάνατο του παιδιού τίποτα δεν έχει σημασία.
Στην ανοιχτή αγκαλιά της κρατάει το σώμα του παιδιού, αλλά από τα χέρια της γλιστράει ολόκληρος ο κόσμος.
Και όμως, εδώ είμαστε μπροστά σε μια αλλιώτικη Πιετά, σε έναν θρήνο διαφορετικό. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια μάνα όρθια, που δεν ξεχνάει τον θρήνο της.
Αλλά μαζί τον μετατρέπει σε οργή και αίτημα δικαιοσύνης. Σε ένα αίτημα που ξεπερνάει και την ίδια και τον θρήνο και συνομιλεί με τον πυρήνα της κοινωνίας.
Γιατί η Μάγδα Φύσσα όρθια στον δρόμο είναι η δικαιοσύνη. Είναι η αλληλεγγύη. Είναι ό,τι ανθρώπινο έχει μείνει σε έναν κόσμο που νοσεί.
Ενας όρθιος θρήνος που κρατάει όρθια μια μολυσμένη κοινωνία.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)