Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Ο Γιάννος ως ιδεολογία


Ο Γιάν­νος Πα­πα­ντω­νίου προ­φυ­λα­κί­στη­κε. Το ί­διο και η γυ­ναί­κα του. Τα κα­θη­με­ρι­νά δη­μο­σιεύ­μα­τα για τις με­τα­κι­νή­σεις χρη­μά­των σε τρά­πε­ζες στην Ελβε­τία, για τα μυ­θι­κά πο­σά ως δώ­ρα για συμ­φω­νίες και συμ­βά­σεις, για τις ει­κό­νες στα δι­κα­στή­ρια, σχε­δόν μο­νο­πω­λούν το κα­θη­με­ρι­νό εν­δια­φέ­ρον. Τό­σο σε ε­πί­πε­δο ου­σίας, ό­σο και σε ε­πί­πε­δο ε­λα­φρού σχο­λια­σμού.

Ο Γιάν­νος Πα­πα­ντω­νίου εί­ναι μια υ­πεν­θύ­μι­ση. Υπεν­θύ­μι­ση ε­νός πρό­σφα­του πα­ρελ­θό­ντος, βγαλ­μέ­νου α­πό ε­πο­χές που μοιά­ζουν έ­τη φω­τός μα­κριά. Μια α­λα­ζο­νι­κή φι­γού­ρα μιας α­λα­ζο­νι­κής ε­πο­χής. Ενσάρ­κω­ση ε­νός αι­σθή­μα­τος τρύ­πιας αι­σιο­δο­ξίας και μα­ταιο­δο­ξίας. Ενός πα­ρό­ντος που πα­ρήλ­θε, α­φού πρώ­τα δα­νεί­στη­κε α­πό το μέλ­λον του, α­φή­νο­ντάς το δι­κό μας πα­ρόν αι­μό­φυρ­το και κα­θη­λω­μέ­νο. Μη­χα­νο­δη­γός της ύ­βρης και ταυ­τό­χρο­να αυ­τός που καρ­πώ­θη­κε τα α­πο­τε­λέ­σμα­τά της. Σύμ­βο­λο της ευ­ρω­παϊκής εκ­δο­χής του μέ­σου Έλλη­να, ε­κεί που η ε­πι­τυ­χία ταυ­τί­ζε­ται με την ι­σχύ και μα­ζί συ­να­ντούν τους κα­λούς τρό­πους ε­νός σι­κά­του που­κά­μι­σου (μα­κριά α­πό τις υ­περ­βο­λές του πα­παν­δρεϊκού νε­ο­πλου­τι­σμού φυ­σι­κά), την ε­πι­δει­κτι­κό­τη­τα και το γό­η­τρο της ταυ­τό­τη­τας σε μια έ­ξο­δο στο Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής. Την πε­ρίο­δο του εκ­συγ­χρο­νι­στι­κού ΠΑ­ΣΟ­Κ, ο Γιάν­νος ή­ταν το πε­πρω­μέ­νο μας. Ένα συλ­λο­γι­κό πε­πρω­μέ­νο, χτι­σμέ­νο α­πό χρη­μα­τι­στή­ρια, μα­γει­ρε­μέ­να στοι­χεία και κο­μπί­νες, δά­νεια και με­γα­λοϊδε­α­τι­σμό ι­σχύος.
Ο Γιάν­νος Πα­πα­ντω­νίου δεν εί­ναι πια η ε­ξου­σία. Εί­ναι μια στρε­βλή νο­σταλ­γία που μας ε­ξου­σιά­ζει. Μια α­νά­μνη­ση μια γε­λοίας ε­πο­χής που φο­ρού­σε ρού­χα που δεν α­ντι­στοι­χού­σαν στο μέ­γε­θός της. Και τώ­ρα πρέ­πει να τα ε­πι­στρέ­ψει.

Ας συ­γκρα­τή­σου­με τη χαι­ρε­κα­κία μας. Εί­ναι λο­γι­κό και αν­θρώ­πι­νο σε ε­πο­χές κρί­σης, φτώ­χειας και α­πελ­πι­σίας να ψά­χνου­με ε­νό­χους. Και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα-σύμ­βο­λα, με θέ­σεις ευ­θύ­νης, πρό­σω­πα που έ­παιρ­ναν α­πο­φά­σεις σε μια πε­ρίο­δο κομ­βι­κή για τη ση­με­ρι­νή κα­τά­λη­ξη, πρό­σω­πα που ε­γκλη­μά­τη­σαν για προ­σω­πι­κό κέρ­δος α­πέ­να­ντι στο σύ­νο­λο. Πρό­σω­πα που κου­βα­λούν α­κό­μα την οι­κειό­τη­τα της δη­μο­φι­λίας και την υ­πε­ρο­ψία της ε­ξου­σίας (αυ­τή που τους ε­γκα­τα­λεί­πει πο­λύ με­τά την ε­ξου­σία). Ζη­τού­με ε­κτό­νω­ση μέ­σα α­πό αυ­τούς. Και μο­νί­μως ξε­χνά­με πως προϋπό­θε­ση για να αν­θί­σουν τέ­τοια λου­λού­δια εί­ναι έ­να σύ­στη­μα που τους δί­νει χώ­ρο. Ένα σύ­στη­μα που σε με­γά­λο βαθ­μό οι ί­διοι συ­νέ­βα­λαν στη δη­μιουρ­γία του. Όταν ό­μως έρ­χε­ται η ώ­ρα της πλη­ρω­μής, το σύ­στη­μα ξε­χνιέ­ται. Ένας Άκης, έ­νας Γιάν­νος (α­τε­λείω­τη αυ­τή η οι­κειό­τη­τα α­κό­μα και με­τά την κα­τα­δί­κη) αρ­κούν για να ε­κτο­νώ­σουν. Όχι το αί­σθη­μα δι­καίου, αλ­λά αυ­τή την αυ­θόρ­μη­τη α­ντί­δρα­σή μας α­πέ­να­ντι στο πα­ρά­λο­γο που κα­τοι­κεί στην κοι­νω­νία μας, α­πέ­να­ντι στη γε­νι­κευ­μέ­νη εκ­δο­χή της α­δι­κίας, η ο­ποία φυ­σι­κά και εί­ναι πα­ρού­σα, αλ­λά συ­νή­θως δεν τη γειώ­νου­με σε συ­γκε­κρι­μέ­νες πο­λι­τι­κές και ε­πι­λο­γές που την προ­κά­λε­σαν.

Αλλά ε­δώ μι­λού­με για πο­λι­τι­κή, ό­χι για αν­θρώ­πι­νη ε­κτό­νω­ση. Όταν τα δύο ταυ­τί­ζο­νται, οι ε­ξε­λί­ξεις μυ­ρί­ζουν αν­θρώ­πι­νο κρέ­ας. Αυ­τό που έ­χει ση­μα­σία εί­ναι η δι­καιο­σύ­νη να κά­νει τη δου­λειά της. Και α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο να την κά­νει με τρό­πο τέ­τοιο ώ­στε να μην πα­ρου­σια­στεί ως εκ­δί­κη­ση. Ως ευ­και­ρια­κή α­πό­φα­ση με συ­γκε­κρι­μέ­νο ό­φε­λος. Να μην πρά­ξει ό,τι πράτ­τει για πο­λι­τι­κούς λό­γους. Η στά­ση α­πέ­να­ντι στο πρό­σφα­το πα­ρελ­θόν κα­τα­σπα­τά­λη­σης και κλο­πής α­πο­τε­λεί μια ευ­και­ρία, ώ­στε η δι­καιο­σύ­νη να α­να­κτή­σει, ή έ­στω να διορ­θώ­σει ο­ρια­κά, την ει­κό­να και την ε­μπι­στο­σύ­νη του κό­σμου.
Με τους ό­ρους αυ­τούς, ό­μως, που θα κά­νουν τις α­πο­φά­σεις της υ­πεν­θύ­μι­ση πως ζού­με την προέ­κτα­ση έ­νας γαγ­γραι­νια­σμέ­νου κρά­τους που δεν έ­χει α­κό­μη ε­που­λω­θεί, πως το ί­διο σύ­στη­μα ε­πι­βιώ­νει σε πολ­λά ε­πί­πε­δα και πως ε­πι­τέ­λους πρέ­πει να ξε­κι­νή­σει η στιγ­μή της διόρ­θω­σης. Ναι, ο Γιάν­νος Πα­πα­ντω­νίου μοιά­ζει ως έ­νας α­πό τους ε­πι­κε­φα­λής και τους υ­πεύ­θυ­νους αυ­τής της δια­δι­κα­σίας και αυ­τού του συ­στή­μα­τος. Αλλά το μέ­γε­θός του δεν ταυ­τί­ζε­ται ού­τε με το μέ­γε­θος της δια­δι­κα­σίας, ού­τε με αυ­τό του συ­στή­μα­τος. Το μό­νο που μπο­ρεί να ση­μά­νει, εί­ναι την αρ­χή του ξη­λώ­μα­τος. Αλλά προς το πα­ρόν το ξή­λω­μα δεν έ­χει καν αρ­χί­σει. Και εί­ναι φο­ρές που η ε­κτό­νω­ση ό­χι μό­νο δεν βο­η­θά, αλ­λά λει­τουρ­γεί α­πο­λύ­τως α­να­σταλ­τι­κά. Όταν η ί­δια η αρ­χή της δια­δι­κα­σίας α­ντι­κα­θι­στά την ί­δια τη δια­δι­κα­σία στο σύ­νο­λό της.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: