Ακραγγίζοντας τις σελίδες της ιστορίας αναζητούμε στιγμές που θα μας μιλήσουν για την κατάστασή μας, στοιχηματίζοντας σε μια επανάληψη, ένα τυχαίο δίδαγμα, μια αλήθεια του παρελθόντος που κοιτά προς το δικό μας παρόν. Όσο πιο επιτακτικές και απότομες γίνονται οι εποχές που ζούμε, τόσο ζητούμε έναν οδηγό από το χθες που θα φωτίσει τα τυφλά μας βήματα μακριά από τη βεβαιότητα του όποιου υπολογισμού. Και το παρελθόν βρίσκεται πάντα εκεί, έτοιμο να επιβεβαιώσει το λάθος της επανάληψης ή την αποφυγή που προκύπτει από το δίδαγμα των σφαλμάτων. Στην Ελλάδα και την Ευρώπη της κρίσης, της ρευστότητας και των πολιτικών ανασχηματισμών, το να κοιτάς στο παρελθόν γίνεται μια αναπόφευκτη διαδικασία ενατένισης του μέλλοντος.
Μια νέα συνθήκη των Βερσαλλιών
Το 1918 η Γερμανία θα βγει στρατιωτικά ηττημένη και οικονομικά εξαντλημένη από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Στις 9 Νοεμβρίου του 1918 ο σοσιαλδημοκράτης Φίλιπ Σάιντεμαν θα κηρύξει τη Γερμανική Δημοκρατία. Ο Φρίντριχ Έμπερτ, πρώτος καγκελάριος της νεαρής δημοκρατίας και επικεφαλής του σοσιαλιστικού κόμματος (SPD), θα συνεργαστεί με το στρατό και ακροδεξιές παραστρατιωτικές οργανώσεις (Φράικορπς) ώστε να καταστείλει το κίνημα των Σπαρτακιστών με τη δολοφονία των Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ και πολλών άλλων κομουνιστών. Μετά από έξι μήνες διαπραγματεύσεων, η ηττημένη Γερμανία υπογράφει τη συνθήκη των Βερσαλιών με τις νικήτριες χώρες. Η συνθήκη θα επιβάλει στη Γερμανία τη γεωγραφική συρρίκνωση, τεράστιες οικονομικές αποζημιώσεις και εθνική ταπείνωση. Οι όροι της συνθήκης αποδείχτηκαν σύντομα καταστροφικοί τόσο για τους ηττημένους όσο και για τους νικητές που την επέβαλαν. Οι αποζημιώσεις όχι μόνο δεν κατάφεραν να καλύψουν τα ελλείμματα της Γαλλίας και της Αγγλίας, αλλά ταυτόχρονα εγκλώβισαν τη Γερμανία σε ένα μόνιμο οικονομικό μαρασμό. Οι λανθασμένοι χειρισμοί σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση του 1929, θα κλονίσουν ακόμα περισσότερο τις ευρωπαϊκές οικονομικές ισορροπίες που δημιουργήθηκαν από τη συνθήκη και τελικά θα δημιουργήσουν όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις -τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό των χωρών- που θα οδηγήσουν στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Πολλοί οικονομολόγοι και αναλυτές περιέγραψαν τα πακέτα των μέτρων που πρόσφατα επιβλήθηκαν στην Ελλάδα ως μια νέα συνθήκη των Βερσαλιών. Η σκληρότητα της τιμωρίας, η αναποτελεσματικότητα των μέτρων και ταυτόχρονα το αυτοκαταστροφικό βάθος αυτών που επιβάλουν την τιμωρία θυμίζει καρτ ποστάλ από το μεσοπόλεμο. Ο Γιάννης Βαρουφάκης σε σχετικό άρθρο του («Νέες Βερσαλίες στοιχειώνουν την Ευρώπη») δεν θα διστάσει να υπογραμμίσει τις ομοιότητες μεταξύ των δύο συμφωνιών παραθέτοντας μια φράση του Τζον Κέινς (βασικού πολέμιου της συνθήκης των Βερσαλιών), αντικαθιστώντας απλά ορισμένες λέξεις με τα αντίστοιχα σύγχρονα δεδομένα: «Ωθούμενος από τρελές ψευδαισθήσεις και παράτολμη αυτοεκτίμηση, ο ελληνικός λαός ανέτρεψε τα θεμέλια πάνω στα οποία όλοι ζούσαμε και χτίζαμε. Αλλά οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Ένωσης πήραν το ρίσκο να ολοκληρώσουν την καταστροφή που η Ελλάδα άρχισε, με ένα πακέτο οικονομικής στήριξης που εάν εφαρμοστεί θα υποσκάψει ακόμη περισσότερο, αντί να αποκαταστήσει, την ευαίσθητη, περίπλοκη οργάνωση, που ήδη ταρακουνήθηκε και διαλύθηκε με την κρίση του 2008, μέσω της οποίας και μόνο οι ευρωπαϊκοί λαοί μπορούν να απασχολούνται και να ζουν».
Στο ηθικό μέρος, η στάση των Ευρωπαίων απέναντι στην Ελλάδα θυμίζει την περίφημη «ρήτρα ενοχής» του άρθρου 231 των Βερσαλιών. Οι Έλληνες παρουσιάζονται ως ένοχοι για την κρίση, όπως οι Γερμανοί ορίστηκαν ως μόνοι ένοχοι για το μεγάλο πόλεμο, άρα και ως οι μόνοι που θα πρέπει να πληρώσουν το δυσβάσταχτο βάρος χωρίς περιττές περιστροφές.
Μια άλλη κατεύθυνση της ιστορίας
Η συνθήκη των Βερσαλιών είναι σε μεγάλο βαθμό η στιγμή που θα σηματοδοτήσει τη γέννηση (1919), θα ορίσει το κλίμα και τελικά θα πυροδοτήσει την πτώση της σύντομης δημοκρατίας της Βαϊμάρης, με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933.
Η σκοτεινή πτυχή της περιόδου, ακριβώς λόγω της τελικής της έκβασης, μένει κυρίαρχη στη μνήμη και παραμένει ριγμένη σαν κουρέλι φόβου μπροστά στο δικό μας μέλλον. Πολιτική ρευστότητα και αστάθεια, ξέσπασμα της πολιτικής βίας και ανίερες συμμαχίες, φτώχεια και εξαθλίωση. Στην Ελλάδα του σήμερα ο μετανάστης ορίζεται ως ο νέος «άλλος», σχεδόν όπως ο Εβραίος στη Γερμανία του χθες, υπεύθυνος για κάθε λάθος και κάθε κακό. Η άνοδος του εθνικισμού και του ρατσισμού τόσο σε επίπεδο πολιτικών σχηματισμών, όσο και στη νέα ρητορική και πρακτική ακόμα και των κυρίαρχων κομμάτων ξυπνούν παλιούς εφιάλτες. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής και η αναμενόμενη είσοδός της στη βουλή μας θυμίζει μια εποχή που ελπίζαμε πως είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Αλλά η ιστορία δεν υπάρχει για να επαναλαμβάνει υποχρεωτικά τις ίδιες κατευθύνσεις.
Πίσω από την κυρίαρχη εικόνα, ο γερμανικός μεσοπόλεμος αποκαλύπτει ένα πρόσωπο εντελώς διαφορετικό. Η «χρυσή δεκαετία του 1920» αποτέλεσε ταυτόχρονα μια περίοδο πολλαπλής άνθισης. Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός, το μπάου-χάους και η εξπρεσιονιστική ζωγραφική, ο Τόμας Μαν, ο Ρίλκε και ο Μπρεχτ, το γερμανικό θέατρο και ο κινηματογράφος, άφησαν το στίγμα τους σε μια περίοδο πολλαπλής άνθησης και πνευματικής δημιουργίας. Εξηγώντας την κατάσταση αυτή στο δοκίμιο «Η πνευματική ζωή στη δημοκρατία της Βαϊμάρης», ο Πίτερ Γκέι υποστηρίζει ως κεντρικό επιχείρημα το γεγονός πως «στη δημοκρατία της Βαϊμάρης οι απέξω -δημοκράτες, εβραίοι, πρωτοποριακοί καλλιτέχνες κ.τ.λ.- έγιναν οι από μέσα». Αυτοί δηλαδή που λάμβαναν τις αποφάσεις και διαμόρφωναν, δημιουργούσαν το νέο και όριζαν νέες κατευθύνσεις. Το ναζιστικό τέλος της περιόδου εξόρισε στο εξωτερικό και εξαφάνισε στο εσωτερικό όλο τον καρπό της σύντομης αυτής άνθησης παύοντας ταυτόχρονα την όποια εναλλακτική προοπτική.
Στην Ελλάδα τού σήμερα ίσως να έφτασε η ώρα, όσοι τόσα χρόνια κατοικούσαν εκτός των τειχών να διαμορφώσουν, αποδεικνύοντας πως η ιστορία δεν υπακούει στην επανάληψη και πως η πτώση του παλαιού αποτελεί μια ευκαιρία για τη δημιουργία του πραγματικά νέου.
(στην εφημερίδα Εποχή)