Ηταν αρκετά χρόνια πίσω όταν επισκέφτηκα την Ιρλανδία και το Δουβλίνο. Νομίζω πως σε εκείνο το ταξίδι κατάλαβα πως σε κάθε τόπο επισκέπτεσαι αυτά που εσύ ο ίδιος κουβαλάς . Για εμένα η Ιρλανδία ήταν η μόνη χώρα που ήθελα πραγματικά να επισκεφτώ. Ένας τόπος προσκυνήματος όπου όλοι οι αγαπημένοι μου καλλιτέχνες περπάτησαν και ανέπνευσαν. Ο Όσκαρ Γουάιλντ, ο Γέητς, ο Συνγκ, ο Τζόυς, ο Μπέκετ και πολλοί ακόμη. Μια σπιθαμή γης που έθρεψε την ομορφιά και την ιδιοφυΐα. Και ακόμη και αν τελικά όλοι οι συγγραφείς εγκατέλειψαν το «αγαπημένο βρωμοδουβλίνο», κάτι από την πόλη αυτή παρέμενε γαντζωμένο στην ανάσα και την ανάμνησή τους. Γιατί το Δουβλίνο μπορεί να μην είναι η ομορφότερη πόλη, αλλά διατρέχει με τόσο παρόν φράσεις και στίχους, ώστε όταν την επισκέπτεσαι –και εφόσον το επιθυμείς- να νομίζεις πως τα βήματά σου απλώνονται στην επικράτεια του μύθου.
Οι μέρες είχανε περάσει και το προσκύνημα είχε σχεδόν τελειώσει. Για το τέλος είχα αφήσει ένα άγαλμα ενός σχετικά άγνωστου σε εμάς ποιητή, του Πάτρικ Κάβανα. Πέρα από το γεγονός πως η ποιητική του σύνθεση «Η μεγάλη Πείνα» (εκδόσεις Καστανιώτη, 1999) υπήρξε ένα από τα ωραιότερα ποιητικά βιβλία που είχα διαβάσει, το άγαλμα είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον με την πρωτοτυπία του. Η μορφή του ποιητή δεν εμφανίζεται με την ρομαντική ένταση του βάρδου ή τον απόμακρο σεβασμό του διανοουμένου, αλλά με την επιθετική κοινοτοπία του καθημερινού. Ο ποιητής με χέρια και πόδια σταυρωμένα αράζει σε ένα παγκάκι. Το γλυπτό σε φυσικό μέγεθος δύσκολα ξεχωρίζει από την κοινοτοπία μιας καθημερινής εικόνας. Αν προσπεράσεις βιαστικά, δεν θα καταλάβεις καν πως πρόκειται για άγαλμα .
Κι όμως πολλές φορές η κοινοτοπία είναι το καλύτερο καμουφλάζ για να κρυφτείς. Μετά από μία περίπου ώρα περπάτημα κατά μήκος του Λίφεϋ, τα παγκάκια παρέμεναν εμφανώς άδεια από πρασινισμένους ποιητές. Το άγαλμα παρέμενε άφαντο. Μέσα στην απόγνωση ρώτησα τον πρώτο περαστικό που συνάντησα να μου πει πού στο καλό είναι το άγαλμα. Ο περαστικός, ένα μεγαλόσωμος 60άρης με 4 δόντια και ένα τσιγάρο να πηγαινοέρχεται ανάμεσά τους με κοίταγε με απορία. «Από πού είσαι;», με ρώτησε. «Από την Ελλάδα» του απάντησα, «Ελλάδα! Κόλλα πέντε» μου είπε ενθουσιασμένος βάζοντάς με σε μια διαδικασία παρατεταμένης χειρονομίας που δεν μπορούσα να ακολουθήσω. «Ελλάδα ε; Ξέρεις τον Ντέμη Ρούσσο; Έτρωγε πάρα πολλές μπριζόλες», μου είπε. «Το άγαλμα δεν θυμάμαι πού βρίσκεται. Αλλά μια φορά τα είχα πιει στο δίπλα τραπέζι με το Κάβανα», για να προσθέσει στη συνέχεια: «βέβαια αυτό δεν είναι κάτι πρωτότυπο. Όλο το Δουβλίνο έχει πιει κάποια στιγμή σε κάποιο διπλανό τραπέζι με τον γέρο Πάτρικ. Έπινε πολύ βλέπεις. Και το υπόλοιπο Δουβλίνο επίσης», για να λήξει το μονόλογό του λέγοντας «πρέπει να φύγω. Αν κάποτε συναντήσεις τον Ντέμη Ρούσσο μετέφερε του το θαυμασμό μου. Πολλές μπριζόλες πράγματι». Έφυγε βιαστικός και εμείς συνεχίσαμε να ψάχνουμε το καθιστό άγαλμα στις όχθες του Λίφεϋ. Τελικά, το άγαλμα δεν το βρήκαμε ποτέ και καταλήξαμε στο λογικό συμπέρασμα πως το πιθανότερο είναι να το ξερίζωσε από τη θέση του ο Ντέμης Ρούσσος, να το έβαλε στην έπαυλη του και να το κοιτά ενώ συνέχιζε να τρώει τις διεθνώς αναγνωρισμένες μπριζόλες του.
Καμιά φορά σκέφτομαι αυτή την ασήμαντη ιστορία. Και κάποιες φορές σκέφτομαι το άγαλμα (τον Ντέμη Ρούσσο ομολογώ πως τον σκέφτομαι όλο και λιγότερο). Κάποιες φορές ενώ διασχίζω το πάρκο το πρωινό, βλέπω τα άδεια παγκάκια στη σειρά, χωρίς ποιητές, χωρίς ποτάμι. Άδεια παγκάκια, λέω, περιμένετε και σεις στην ταπεινή άκρη αυτού του κόσμου τον ποιητή να απλώσει πάνω σας τα πόδια του και τη μοναξιά του. Ακόμα και αν η όψη σας δεν αντικρίζει τίποτα παραπάνω από το απέναντι παρτέρι, η θέα σας θα είναι πάντοτε η αιωνιότητα ενός ποταμού που κυλά σιωπηλός μέσα απ το στήθος μας. Και αν τελικά οι ποιητές προτιμήσουν και πάλι κάποιο αλκοολούχο μπαρ και κάποιο ξενέρωτο καφενείο, εσείς παγκάκια μου να θυμάστε του στίχους του Πάτρικ Κάβανα: «Ω μην με τιμήσετε με κάποιον τάφο που εξιστορεί κατορθώματα ηρώων /μόνο με ένα παγκάκι δίπλα στο ποτάμι για να κάθονται εκεί οι περαστικοί».
(στην εφημερίδα Εποχή)