Ενα όνομα που σε παραπέμπει σε κραχ χρηματιστηρίων, επεμβάσεις άγγλων στρατιωτών στην Ιρλανδία, τρομοκρατικές επιθέσεις. Χάος, αίμα και πανικό. Αν εξαιρέσεις το αίμα (στην Ελλάδα, γιατί σε περιπτώσεις άλλων χορών εμπεριέχεται και αυτό στο μείγμα) αυτό ακριβώς είναι και η Μαύρη Παρασκευή, ο εορτασμός που τα τελευταία χρόνια μπαστακώθηκε στα ημερολόγιά μας ως ευκαιρία, ως υστερία και αποκαρδίωση.
Η Μαύρη Παρασκευή (ή αλλιώς Black Friday στη γλώσσα των απανταχού καταναλωτών) είναι η μέρα που διαδέχεται τη γιορτή των Ευχαριστιών ή αλλιώς η τελευταία Παρασκευή του Νοεμβρίου. Η μέρα σηματοδοτεί την έναρξη της περιόδου των εκπτώσεων. Τα μαγαζιά ανοίγουν πολύ πιο νωρίς από το κανονικό τους ωράριο και κλείνουν πολύ πιο αργά. Η μέρα αυτή έχει καταγραφεί ως μια υστερία κατανάλωσης με τρομακτικά μεγάλες ουρές, ατελείωτα πλήθη να ορμάνε στα μαγαζιά για να ψωνίσουν, στους δρόμους να σχηματίζεται το μεγαλύτερο μποτιλιάρισμα του έτους, ενώ δεν λείπουν τα περιστατικά χειροδικίας ανάμεσα σε καταναλωτές, οι τραυματισμοί, ακόμη και οι θάνατοι.
Γιατί τελικά η Μαύρη Παρασκευή και όλα όσα αυτή πρεσβεύει είναι όντως μια έκπτωση. Με όλους τους συμμετέχοντες από άνθρωποι να μεταμορφώνονται σε καταναλωτές με ελάχιστη διάρκεια ζωής. Ένα βραδυφλεγές θαύμα που δημιουργεί όχι μόνο επιθυμία, αλλά άμεση ανάγκη εκπλήρωσης αφού το θαύμα έχει χρόνο ζωής μία και μόνο μέρα. Μια κατάσταση άμεσα κατασκευασμένης ανάγκης στην περίοδο παρατεταμένης έκτακτης ανάγκης που διανύουμε.
Η «Μαύρη Παρασκευή» -ακόμα και εάν η άτυπη θεσμοθέτηση της προηγείται κατά πολύ του παρόντος- περιγράφει την κατανάλωση στην εποχή της εξαθλίωσης. Τη στιγμή εκείνη, που τα προϊόντα είναι και πάλι προσβάσιμα, αλλά σαν άμαξες που μετά τα μεσάνυχτα ξαναγίνονται κολοκύθες, έτσι κι αυτά θα επιστρέψουν στις αρχικές τους τιμές. Μέσα στις συνθήκες της πιο βαθιάς κρίσης, η Μαύρη Παρασκευή μοιάζει με υπενθύμιση του χαμένου παραδείσου των δεκαετιών της ευμάρειας. Σαν μια βασανιστική, συμπυκνωμένη συνθήκη που νοσταλγεί τον εαυτό της. Ίσως γι αυτό η υστερία αυτή να έχει κάτι το μελαγχολικό. Καταναλωτές μετά την εποχή της κατανάλωσης, σαν παλαίμαχοι ποδοσφαιριστές βαθέως γήρατος.
Η Μαύρη Παρασκευή είναι φέτος μεγαλύτερη και πιο έντονα ορατή στη χώρα μας τόσο από άποψη διαφήμισης και διάδοσης όσο και από άποψη συμμετοχής. Η ημέρα γίνεται brand, μια μάρκα που φοριέται επετειακά και πολλαπλασιάζει μέσω της συνέχειας το ίδιο το γεγονός.
Και δίπλα στα αφιονισμένα ζόμπι της κατανάλωσης οι εξαντλημένες μορφές των εργαζομένων. Υψηλός και εντατικοποιημένος ρυθμός εργασίας και αφιονισμένα πλήθη ντύνουν στα μαύρα την Παρασκευή των εργαζομένων. Μαζί με την πρόβλεψη τα μαγαζιά να είναι ανοιχτά την Κυριακή, η Μαύρη Παρασκευή μαζί με τις Λευκές Νύχτες (όπου τα καταστήματα παραμένουν ανοιχτά τα βράδια) έρχονται να συμπληρώσουν την παλέτα της εργασιακής καταπάτησης. Με τρόπο που ακκίζεται ως καινοτόμος, σύγχρονος και εκπολιτισμένος, ενώ στην πραγματικότητα περιγράφει τον ορισμό του εκφυλισμού. Πόρτες σπάνε, άνθρωποι ποδοπατιούνται, ουρές οργώνουν τους δρόμους από τις 5 τα ξημερώματα (πολλές φορές από τις 9 το προηγούμενο βράδυ), άνθρωποι αλληλοπυροβολούνται πάνω από παιχνίδια ή δέρνονται για μια θέση παρκαρίσματος. Όλες αυτές οι εικόνες δεν καταγράφουν μεμονωμένα περιστατικά, αλλά συνηθισμένες «Μαύρες Παρασκευές». Και αν οι εικόνες μοιάζουν μακρινές για τον αναγνώστη, οι εικόνες από τη γραμμή στα Public ή στα διάφορα εμπορικά κέντρα κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.
Παρ όλα αυτά καμία κριτική στο φαινόμενο δεν έχει νόημα όταν περιορίζεται απλώς σε όσους συμμετέχουν σε αυτό. Γιατί αυτό που είναι προβληματικό δεν είναι η μαύρη Παρασκευή ή οι συμμετέχοντες αλλά όλα όσα την κάνουν αποδεκτή στον υπερθετικό βαθμό. Το μαύρο ξεκινάει ακριβώς από εκεί.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου