Πίναμε νερό ζεστό όλο το καλοκαίρι εκείνο. Περπατούσα μαζί της στο δρόμο με τα ψηλά δέντρα, συζητούσαμε αδιάφορα και κυνηγούσαμε σκιές. Όταν τις πιάναμε, τις βάζαμε σε ένα ψάθινο καλάθι. Και κάθε νύχτα, πριν γυρίσουμε στο σπίτι μας, μετρούσαμε τις σκιές, τις ράβαμε και φτιάχναμε ένα σκοτάδι. Με αυτό καλύπταμε το παρκαρισμένο μας αμάξι.
Μια μέρα έπαιζα χαρτιά με τη σκιά μου. Δεν γνωρίζω αν ήταν οι κακές μου επιδόσεις στο χαρτοπαίγνιο, οι οποίες με έχριζαν άμεσα έναν συμπαίκτη βαρετό, ή ίσως το γεγονός ότι ένιωθε παραμελημένη σε σχέση με τις ξένες σκιές. Μα μόλις ο δεύτερος γύρος τελείωσε, έφυγε τσαντισμένη χτυπώντας την πόρτα πίσω της. Με παράτησε και από τότε έμεινα χωρίς σκιά. Οι επιπτώσεις ήτανε άμεσες. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να μου μιλούν, τα σκυλιά με κυνηγούσαν γαυγίζοντας και τα παιδιά μου πετούσανε πέτρες.
Προσπάθησα να ορθοποδήσω, να πάρω αποφάσεις. Μέσα στην απόλυτη και ιδρωμένη απελπισία μου, αγόρασα μια μπέρτα. Περιφέρθηκα μαζί της παριστάνοντας ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει. Μα δεν ήταν το ίδιο. Τότε αποφάσισα να ψάξω την σκιά μου. Είχα αλλάξει. Είχα γίνει δειλός. Αναγνωρίζοντας την επιρροή της πάνω μου, την απόλυτη εξουσία που μου ασκούσε η συνοδεία της, δεν άργησα να ανακαλύψω και το φόβο. Δεν είναι ντροπή να το ομολογήσω, φοβόμουνα τη σκιά μου.
Ταπεινωμένος άρχισα να την ψάχνω. Έψαχνα μέσα στο καλοκαίρι, όταν τα τζιτζίκια τραγουδούν και η ζέστη έχει δόντια. Και αφού περιπλανήθηκα αρκετά, ένα πρωί σε τόπο μακρινό συνάντησα τα ίχνη της. Δούλευε σε μια μεγάλη πλαζ. Τις νύχτες σχεδόν αόρατη μες στα σκοτάδια, γυρνούσε στην έρημη αμμουδιά και πριόνιζε τις ομπρέλες. Έτσι, τις μέρες με το βαρύ ήλιο, σε μια παραλία καραφλή από ίσκιους, νοίκιαζε τις υπηρεσίες της, ξαπλώνοντας πάνω στα κουρασμένα σώματα των παραθεριστών, απλώνοντας το δροσερό εαυτό της. Κέρδιζε πολλά χρήματα και ήτανε λογικό… δεν ήθελε να επιστρέψει σε αυτή την τόσο εγκλωβιστική μας συνύπαρξη. Ένιωσα την απελπισία να λούζει το μέτωπό μου.
Μα μια μέρα η τύχη της άλλαξε. Μια αγέλη νεοναζί την πέτυχε. Την τρύπησε, φορές πολλές με ένα κατσαβίδι, κάνοντάς την να πληρώσει για το μαύρο της δέρμα. Την τρύπησαν όπως το χαλάζι τρυπάει την τέντα. Και αυτή, κουρελιασμένη σύρθηκε πίσω στο σπίτι μας.
Την υποδέχτηκα θυμωμένος. Τη δίκασα και την καταδίκασα πρόχειρα, με διαδικασίες συνοπτικές. Μέσα από την καταδίκη της και το συνοφρυωμένο των φρυδιών μου, ανέκτησα τελικά και πάλι το αρχικό μου μέγεθος. Με τέσσερα καρφιά την κάρφωσα, στη ρίζα ενός παλιού ρολογιού. Μέχρι και σήμερα στέκει εκεί εγκλωβισμένη. Στέκει εκεί και κάθε μία ώρα μου υπενθυμίζει πως δεν έχω πολύ χρόνο. Και γω περιπλανιέμαι σε ένα σπίτι που όλο μεγαλώνει,
σταματώντας για λίγο, κάθε τόσο,
συνεχίζοντας για λίγο, κάθε τόσο.
Έτσι, προχωρούμε όλοι εμείς, άνθρωποι και σκιές, τρυπημένοι από το χρόνο. Βυθομετρώντας τις επιφάνειες, δωροδοκώντας τις λέξεις, εξετάζοντας εκεχειρίες. Όλοι εμείς, που βγήκαμε από τη σκιά για να βρούμε το σκοτάδι.
(Από το Ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ, εκδόσεις Εκάτη)