«Εκανα μόνο καλό. Εγώ πιστεύω ότι
ξεβλάχεψα σε μεγάλο βαθμό ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, το οποίο
εκείνη τη στιγμή έψαχνε την Ευρώπη».
Πέτρος Κωστόπουλος, 2018 μ.Χ.
Σε αυτή τη δίκαιη δήλωση προέβη ο Πέτρος Κωστόπουλος πρόσφατα και μέχρι σήμερα το ελληνικό διαδίκτυο τον βρίζει σχεδόν σύσσωμο.Ο ίδιος ο Κωστόπουλος δεν έχει κανένα ενδιαφέρον πια ως πρόσωπο. Σύμβολο μιας άλλης δεκαετίας, ξέβαψε μαζί με τον κώδικα αξιών που πλάσαρε.
Οχι μόνο γιατί όλοι οι κώδικες που διαφήμισε κατά καιρούς ηχούν κακόηχα και παράταιρα μέσα στην κρίση. Αλλά ταυτόχρονα γιατί ο ίδιος δεν μπορεί να τους υπηρετήσει.
Στο πλαίσιο του ηδονιστικού ατομισμού που προέβαλε, ο μόνος που έχει δικαίωμα να μιλάει και να διαμορφώνει άποψη είναι ο επιτυχημένος.
Η φιγούρα ενός μεσήλικα αποτυχημένου επιχειρηματία, ταυτισμένου με πολιτικά κόμματα του 4%, μάλλον δεν θα έβρισκε χώρο στο χρηματιστήριο αξιών των περιοδικών του.
Σήμερα ο Πετράν υπάρχει για να νοσταλγεί. Αλλά προσοχή, δεν είναι ο Πετράν αυτός που νοσταλγεί το παρελθόν, είναι το παρελθόν αυτό που νοσταλγεί τον Πετράν.
Η αναφορά στη «βλαχιά» περιγράφει ακριβώς αυτό. Ετσι όπως διατυπώθηκε από τον λιγότερο βλάχο όλων μας, ουσιαστικά σημαίνει την καταγωγή ως ντροπή.
Φιλτραρισμένο όμως μέσα από κωστόπουλους καταλήγει να μεταμορφώνεται στην ντροπή ως καταγωγή. Γιατί τελικά στη γλώσσα των βρικολάκων τού λάιφσταϊλ η βλαχιά αποτελεί μια υπερβατική έννοια μακριά από οποιαδήποτε κυριολεξία. Σημαίνει ταυτόχρονα καταγωγή, συμπεριφορά, επιλογή, τρόπο ύπαρξης.
Μια αρνητική σημασία υποχρεωτικά θολή ώστε να έρχεται σε αντίθεση με το απολύτως συγκεκριμένο μέλλον του αυτοδημιούργητου χλεχλέ.
Φράγκα, γκόμενες, αιώνια νεότητα, αμερικάνικη γκλαμουριά και ευρωπαϊκή (;) φινέτσα. Αυτός ήταν ο μόνιμος ορίζοντας. Ο ορίζοντας και το μέλλον που ακυρώθηκαν συντριπτικά.
Και μαζί τους το παρελθόν της «βλαχιάς», η αφετηρία του αυτοδημιούργητου, η καρικατούρα που όσο μακριά της βρίσκεσαι τόσο πιο επιτυχημένος είσαι.
Η «βλαχιά» είναι λοιπόν ένας τρόπος με τον οποίο οι πετυχημένοι τού χθες κοιτούσαν το παρελθόν τους. Ενα παρελθόν που μαζί με το μέλλον τους ακυρώθηκε.
Η ρατσιστική λέξη «βλαχιά» φυσικά δεν έχει σχέση με τους ομιλούντες τη βλάχικη γλώσσα (αν και προφανώς κάθε φορά που χρησιμοποιείται τους καθιστά και αυτούς θύματα της υποτίμησής της) όπως επίσης δεν έχει σχέση με τη λαϊκότητα.
Περιγράφει ουσιαστικά την απόκλιση από τις συμπεριφορές και τα πρότυπα που τα περιοδικά του Κωστόπουλου επέβαλαν.
Μια αισθητικοποίηση του «εκσυχρονισμού» και της ρεμούλας πακεταρισμένα σε ατομική συσκευασία. Golden boys βαλκανικής κοπής, η απόλαυση ως υποχρέωση, το μόνιμο παρόν ως υπαρξιακή στύση.
Η φτηνή φαντασίωση ως (ακριβός, όπως τελικά αποδείχτηκε) ρεαλισμός.
Γιατί αν τελικά μιλάμε για βλαχιά (με τους όρους με τους οποίους ο Κωστόπουλος το περιγράφει) περιγράφουμε τη νίκη του ενστίκτου επί του πολιτισμού.
Αυτό είναι ακριβώς που καλλιέργησε το λάιφσταϊλ. Απενοχοποιώντας το ζωώδες, φορώντας του κουστούμι, περιγράφοντας τον σεξισμό ως αρρενωπότητα, τη λαιμαργία ως επιτυχία, την επίδειξη ως περιεχόμενο.
Κανονικοποιώντας το κακόγουστο και επιβάλλοντας το μαζικό ως υποχρέωση.
Προβάλλοντας τον μιμιτισμό ως καλλιέργεια και την καλλιέργεια ως χαμένο χρόνο.
Στην πραγματικότητα λοιπόν ο Κωστόπουλος δεν κατάφερε να «ξεβλαχέψει» κανέναν (ούτε καν τον εαυτό του).
Απενοχοποίησε τη «βλαχιά» και την τοποθέτησε στα σαλόνια. Χωρίς κανένα κριτήριο πέραν του πλουτισμού και της επίδειξής του σε ένα μόνιμο παρόν χωρίς αντιθέσεις, που χωρούσε τα πάντα: μπουζούκια και μέγαρα, σούσι και βρόμικο, πούρα και κομπολόγια. Νούμερα και μηδενικά ταυτόχρονα.
Αγριοι νεόπλουτοι σε παραφορά μεγαλείου, μακριά από οτιδήποτε αυθεντικό. Πεινασμένοι για δάνειο μέλλον αρπαγμένο από τους γύρω τους.
Η Ευρώπη που έψαχναν οι οπαδοί του Κωστόπουλου –όπως ο ίδιος μας είπε στο μικρό απόσπασμα- είναι μια ανύπαρκτη ήπειρος.
Μια Νεφελοκοκκυγία της ηδονής, ταυτότητα μαζί και μεταμφίεση, μια ανήλικη Disneyland της υλικής καταξίωσης. Μια πόλη φτιαγμένη από παραμορφωτικούς καθρέφτες που κατέρρευσε με πάταγο.
Με μόνους πια κατοίκους τους γερασμένους κωστόπουλους που νοσταλγούν τους εαυτούς τους.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)