Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Οι άταφοι νεκροί και το νεκροταφείο των προδοτών



Είναι πολλά, τόσα πολλά όσα συμβαίνουν στην Τουρκία. Και έχεις την αίσθηση αυτή πως μαθαίνεις για μια κατάσταση όπου ο ιστορικός χρόνος ταυτίζεται με τον πραγματικό, μέσα στη σημασία και την πυκνότητα των ωρών και των ημερών. Και εκεί αναζητάς ένα γεγονός που θα μπορούσε να περικλείσει περισσότερα, έστω και μπροστά σε αυτή την ατελείωτη επίδειξη πυκνότητας. Το χέρι της ιστορίας μάς γνέφει προς τη λεπτομέρεια σε σχέση με την τύχη των νεκρών πραξικοπηματιών, τη σύγχρονη αναπροσαρμογή του εναρκτήριου μύθου της Αντιγόνης.


Σύμφωνα με το τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων DHA, η τουρκική Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων ανακοίνωσε πως δεν θα τελεστούν οι κηδείες όσων επίδοξων πραξικοπηματιών έπεσαν νεκροί κατά την απόπειρα του πραξικοπήματος. «Η προσευχή κατά την κηδεία, είναι προσευχή που κάνουν οι πιστοί για τους νεκρούς αδελφούς τους» αναφέρει η ανακοίνωση της Διεύθυνσης, ενώ αντίθετα οι επίδοξοι πραξικοπηματίες που έπεσαν νεκροί, «με τις πράξεις τους ποδοπάτησαν το δίκαιο όχι μόνο των ατόμων, αλλά και ενός ολόκληρου έθνους και έτσι δεν δικαιούνται την προσευχή των πιστών αδελφών τους».
Ας σημειώσουμε εδώ ότι η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων αποτελεί έναν από τους τομείς του δημοσίου στους οποίους πραγματοποιήθηκαν εκκαθαρίσεις. Σύμφωνα με ανακοίνωση της Διεύθυνσης, απομακρύνθηκαν συνολικά 492 στελέχη, μεταξύ των οποίων ιμάμηδες, μουφτήδες και διοικητικοί.
Μάλιστα ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης Καντίρ Τοπμπάς (ο οποίος ανήκει στο κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) διέταξε να δεσμευθεί χώρος και να δημιουργηθεί νεκροταφείο, το οποίο θα αποκαλείται «νεκροταφείο των προδοτών». «Όποιος περνά απ’ έξω θα τους καταριέται κι έτσι δεν θα μπορούν να ησυχάσουν στους τάφους τους», σημείωσε.



Η τύχη των νεκρών λειτουργεί ως παραδειγματισμός απέναντι στους ζωντανούς. Είναι τα νεκρά σώματα αυτά που ορίζουν τις τύχες των ζωντανών. Η μη συμπερίληψη των νεκρών σωμάτων στο νεκροταφείο της πόλης, στην πραγματικότητα μας μιλά για αποκλεισμό όχι μονάχα από την κοινότητα – την οριστική αυτή κοινότητα που περιγράφει την δική μας που συνεχίζει– μας μιλά για μια εξορία εκτός ιστορίας, μνήμης, ιστορικής συνέχειας. Ένα πραξικόπημα στους όρους με τους οποίους υπάρχει η μνήμη και διεκδικείται η ανάπαυση της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι πραξικοπηματίες δεν παύουν ποτέ. Μέσα από τον μόνιμο διασυρμό τους τελούν ένα πραξικόπημα κάθε φορά που κάποιος περνά έξω από το νεκροταφείο των προδοτών και ταυτόχρονα τιμωρούνται εξίσου συνοπτικά με την πραγματική τους ζωή. Η έξωση από τον τάφο αποτελεί ταυτόχρονα και έξωση από τη ζωή που έζησαν πριν από το πραξικόπημα, αφού ολόκληρη η μνήμη συνοψίζεται και συμπυκνώνεται στη συμμετοχή τους στο πραξικόπημα υποβαθμίζοντας ως την εκμηδένιση τις υπόλοιπές πράξεις της ζωής τους.
Ο θάνατος αναβαθμίζεται σε κυριαρχία στο σύνολο των εκφάνσεων της ζωής. Όχι ως μια στιγμή που θα αποτελεί τέλος, αλλά ως μια στιγμή που θα κρίνει ό, τι προηγήθηκε. Ο ίδιος ο χρόνος αλλάζει σχήμα. Παύει να είναι γραμμικός και παίρνει το σχήμα μιας ενδεχόμενης σπείρας που ορίζει κυκλικά από την αρχή τον εαυτό της.
Υπάρχει κάτι το αχρείαστο στη συγκεκριμένη τιμωρία που συνορεύει με το τρομακτικό. Μια ποσότητα εκδικητικότητας από την πλευρά της εξουσίας που κάνει το μείγμα της ζωής αβίωτο. Μια αχρείαστη επίδειξη μίσους που δεν στοχεύει καν στα θύματά στα οποία ασκείται. Στόχος είναι η απόδοση ιερότητας στο αντίθετο του πραξικοπήματος. Δίνοντας μέτρο στην ύβρη, στην πραγματικότητα περιγράφεις τα μεγέθη της τάξης η οποία δεν πρέπει να διαταραχθεί. Ορίζοντας ως ανίερη την πράξη του πραξικοπήματος, στην πραγματικότητα ο Ερντογάν περιγράφει τον εαυτό του ως ιερό. Η ποινή χρησιμοποιείται ώστε να περιγραφεί ο νόμος που το έγκλημα καταπάτησε. Αυτό που μπορεί εύκολα κανείς να διακρίνει μέσα από τις παραπάνω περιγραφές είναι μια αρμονική συνύπαρξη του σκοταδισμού και της βιοπολιτικής. Όλα είναι παλαιά και νέα ταυτόχρονα, όλα μαζί ιερά και ανίερα.

Αυτό που συμβαίνει στην Τουρκία είναι μια βίαιη συγκρότηση ταυτότητας. Θεμελιωμένη στις πρόσφατες πράξεις και επιθυμίες του Σουλτάνου χρησιμοποιεί το πραξικόπημα ως καταλύτη μεταμόρφωσης πατώντας στο πολιτικό Ισλάμ, σε υπολείμματα κεμαλισμού, στην προσωπολατρία και την αδιαμεσολάβητη σχέση του αρχηγού με τον λαό (και μέσω των τεχνολογιών) και τα όρια που μπορεί να έχει η εξουσία. Η βίαιη αυτή μετατροπή της ταυτότητας περνά από ένα σύνολο αλλαγών στις περισσότερες εκφάνσεις της καθημερινότητας (όπως αυτή ορίστηκε και από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης), των πολιτικών θεσμών και της στελέχωσης του κράτους, των σχέσεων με τα κράτη και τις μεγάλες δυνάμεις και κυρίως στο πως ορίζεται ο θάνατος, το ιερό, η μνήμη και ο χρόνος. Η μετατροπή αυτή θα οριστικοποιηθεί όταν από το σύνολο των αλλαγών θα περάσουμε στην Αλλαγή. Σε έναν ενικό που σημαίνει πολλά περισσότερα από το σύνολο των επί μέρους στοιχείων σε μια συνισταμένη που εξαφανίζει τις συνιστώσες ως λεπτομέρειες. Αυτή η Αλλαγή θα σημαίνει πως ο Ερντογάν κατάφερε να καθιερώσει την Ύβρη ως αδιαμφισβήτητη κανονικότητα.
Μα κάποιες φορές η μνήμη φυσά τα τετράδια της ιστορίας γεμίζοντας με στίχους τις ερμηνείες και τις προβλέψεις μας:

«Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.»

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

Υπάρχει ένα μπαρ κάτω από την Αθήνα



Υπάρχει ένα μπαρ κάτω από την Αθήνα. Τρία-τέσσερα επίπεδα πιο χαμηλά από το επίπεδο της θάλασσας, χωρίς οδό διαφυγής, οδό επαφής, χωρίς διαδρόμους που να σε φέρνουν εδώ, χωρίς διαδρομή που να το ενώνει με την υπόλοιπη πόλη. Εδώ είναι ο άλλος βυθός, αυτός που επιπλέει ανάμεσα σε ανάσες και μεταμέλειες.
Εδώ χτυπά η άλλη καρδιά της πόλης, αυτή που αγκομαχάει μες στην ειλικρίνειά της, χωρίς φωτογένεια, χωρίς πόζα, χωρίς στησίματα.

Εδώ χτυπούν τα λάθη χωρίς δικαιολογίες και κανείς δεν ζητάει τον λόγο. Μια και μέσα στην αιθάλη του κλειστού χώρου όλοι οι θαμώνες συντονίζουν την εξάντληση τους και όλα μοιάζουν αποδεκτά.
Εδώ χτυπάει η άλλη καρδιά, αυτή που αποδέχεται τον άνθρωπο βουτηγμένο στην ανθρωπίλα του. Εναν σβώλο ύπαρξης με αδύναμο παλμό. Γεμάτο βρόμα, ιδρώτα και κατοικίδια μαγεία.
Υπάρχει ένα μπαρ κάτω από την Αθήνα. Με τα σκαμπό και τις καρέκλες απλωμένες στα σπλάχνα της. Ο χώρος κλειστός, σχεδόν περιφραγμένος, κρύβει το φως και τον χρόνο και δεν μπορείς να κοιτάξεις έξω από τα παράθυρα να δεις αν είναι μέρα ή νύχτα.

Η διαμονή σου εδώ δεν έχει αργοπορίες. Ο καθένας κάθεται όσο ακριβώς πρέπει· πολλές φορές, δηλαδή, ακριβώς όσο χρειάζεται και κάποιες φορές όσο τον χρειάζονται. Υπολείμματα από σάντουιτς με τόνο, γόπες τσιγάρων, αφρός ξεθυμασμένης μπίρας και νερουλιασμένα παγάκια.
Ποτήρια και ψίχουλα, τασάκια και μπολάκια. Επένδυση στους τοίχους και μια σκόνη που ενώνει τις διαφορετικές ανάσες με τις διαφορετικές επιδερμίδες. Το μέσα νέφος ανεβαίνει μέσα από τη γη.
Το δάπεδο εδώ ανασαίνει. Γίνεται ομίχλη και συναντιέται με τους καπνούς των τσιγάρων. Γίνεται ορίζοντας που πλησίασε επικίνδυνα την όραση και μεταμφιέστηκε σε κάπνα.
Εδώ ακόμα και η εξάντληση μπορεί να σταθεί όρθια και καθετί αναπνέει τοποθετημένο στη θέση του. Θα μπορούσε να είναι κι έτσι. Αν και η διακόσμηση του συγκεκριμένου μπαρ ορίζεται αποκλειστικά από αυτούς που την κοιτάνε.

Υπάρχει ένα μπαρ κάτω από την Αθήνα. Εδώ θαμώνες είναι όσοι εξέπεσαν. Οχι οι απόκληροι, οι άνθρωποι που στάλθηκαν στο περιθώριο ή αυτοί που αποκλείστηκαν.
Εδώ κάθονται οι άνθρωποι του μάταιου θριάμβου, αυτοί που υποσχέθηκαν χωρίς κόστος, οι ματαιωμένες μεγαλοφυΐες αλλά και όσοι αναγνωρίζουν τη ματαιότητα που κρύβει η αποδοχή και η επιβράβευσή τους.
Εδώ βρίσκεις τους ανθρώπους που δεν μίλησαν όταν έπρεπε και αυτούς που δείλιασαν μπροστά στη βέβαιη νίκη τους. Τους βιρτουόζους βουβών οργάνων, όσους έγραψαν με καλλιγραφικά γράμματα μυθιστορήματα λευκών σελίδων, τους συλλέκτες που γέμισαν σφραγισμένα μουσεία που κανένα μάτι δεν ακούμπησε, χορευτές χωρίς σώμα και βουβούς τενόρους, δίδυμους μοναχογιούς και αγέννητους συνταξιούχους, χθεσινούς πολλά υποσχόμενους και αυριανούς ξεχασμένους.
Αγνώστους μεταξύ τους με μόνη τους επικοινωνία τη βουβή συμφωνία τους, μια κίνηση του κεφαλιού που προηγείται της ύπαρξής της και επιβεβαιώνεται ακριβώς στην απουσία της. Μια αμφίβολη ομάδα ειδικού σκοπού.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε ένα παράδοξο. Μπροστά σε ένα κλειστό κλαμπ που συνεχώς μεγαλώνει περιγράφοντας εντονότερα αυτό που αποκλείει παρά αυτό που περιέχει, όσους μένουν εκτός παρά όσους συμμετέχουν.
Και έτσι σιωπηλά, το μπαρ συνομιλεί με την υπόλοιπη πόλη. Την περιγράφει, την προειδοποιεί και την ορίζει. Κάθε φορά που κάποιος στην πόλη ανοίγει ένα μπουκάλι, κάποιος εδώ πέφτει από το σκαμνί του· κάθε φορά που κάποιος στην πόλη τραγουδά, κάποιος εδώ ακονίζει ένα ψαλίδι.
Κάθε φορά που κάποιος λέει το όνομά του, κάποιος στο μπαρ ξεχνάει να γυρίσει. Κάθε φορά που κάποιος στην πάνω πόλη φωνασκεί για να επιβεβαιωθεί, εδώ κάποιος αμφιβάλλει. Και κάθε φορά που κάποιος υπόσχεται, εδώ κάποιος σιωπά.
Είναι αυτή, η άλλη μας αρχαιολογία. Αυτή που ξεθάβει μονίμως όχι το παρελθόν αλλά το παρόν μας. Οπως ακριβώς είναι. Χωρίς δικαιολογίες, χωρίς ψέματα ή προφάσεις. Υπάρχει ένα μπαρ κάτω από την Αθήνα και κάποιες φορές συναντιόμαστε εκεί. Παρουσίες ταυτόχρονα και ενδεχόμενα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Αι βουλαί των εφήβων

 

Οι φιλόλογοι

Φαλάκρες σεβαστές που λησμονούν τις αμαρτίες τους,
γέρικα και σεβάσμια, σοφά κεφάλια,
διορθώνουν, κι εξηγούν, και σχολιάζουν στίχους
που κάποιοι νεαροί, στο στρώμα ξάγρυπνοι
ταιριάξανε μες στην απόγνωση του έρωτά τους
για να χαϊδέψουνε της ομορφιάς το άμαθο αυτί.
Σέρνονται όλοι εκεί· όλοι βήχουν μελάνι·
με τα στραβά παπούτσια τους λιώνουνε το χαλί·
όλοι νομίζουν ό,τι και οι άλλοι·
όλοι τους είναι με γνωστούς γνωστών γνωστοί.
Μα, Θεέ μου, τι θα έλεγε το έρμο τους κεφάλι
ο Κάτουλλος αν είχε τη γεροντική περπατησιά τους;
William Butler Yeats, Οι αγριόκυκνοι στο Κουλ (1919)

Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος


Αυτές τις εικόνες επέλεξε ο μεγάλος Ιρλανδός ποιητής William Butler Yeats ώστε να περιγράψει τις γερασμένες καρδιές των φιλολόγων. Πέρα από τη βασική περιγραφή, το ποίημα στηρίζεται στην αντίθεση των πρωταγωνιστών φιλολόγων με τους απεγνωσμένους νέους που γεννάνε τέχνη στον πυρετό ενός στρώματος.
Το γήρας στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ενιαίο τόσο στην όψη όσο και στο περιεχόμενο και η βασική αντίθεση έρχεται απέναντι στην εξίσου ενιαία νεότητα των νεαρών.
Δεν είναι λίγες οι φορές που μπορείς να συναντήσεις έναν άνθρωπο μεγάλης ηλικίας του οποίου η ζωντάνια του πνεύματός του έρχεται σε αντίθεση με την όψη του.
Ενα αντίστοιχο (και εκ διαμέτρου αντίθετο στα συναισθήματα που προκαλεί) παράδειγμα ενσαρκωμένης αντίθεσης συναντάμε σε αυτή την ετήσια φιέστα νεόκοπου γήρατος που είναι η Βουλή των Εφήβων.
Νέες όψεις και αραχνιασμένες λέξεις, άγουρα πρόσωπα και γερασμένοι τρόποι, κουστούμια γονιών και έξτρα τζελ στη χωρίστρα.
Μια ατελείωτη έκθεση τυπολατρίας και κοινοτοπίας, συντηρητισμού του καλού παιδιού και αποχαύνωσης του άξιου παλικαριού.
Μια κατάφαση που ταυτίζει το τρέχον και επιφανειακό με το ορθό και το τεκμηριωμένο. Μέριμνα για τον εκκλησιασμό, την προσευχή και την παρέλαση.
Ενας ατελείωτος μιμητισμός της αμίμητης πολιτικής γλώσσας και όψης. Καρικατούρες μιας γελοιογραφίας, χορογραφίες μιας αναπηρίας.
Μια προπόνηση καριερισμού και ξερολίασης. Σαν να απέκτησαν σώματα και όψεις τα κακογραμμένα λυσάρια της έκθεσης- έκφρασης και να διεκδίκησαν την πολιτική τους εκπροσώπηση.
Αλλά ας μη φοβόμαστε. Αλλωστε οι «βουλευτές» της Βουλής των Εφήβων δεν εκπροσωπούν τίποτα. Ούτε τους συμμαθητές τους ούτε την ηλικία τους.
Μπορώ να φανταστώ 38.928.765 πιο ενδιαφέροντα πράγματα που κάθε μαθητής Β' Λυκείου θα προτιμούσε να κάνει από το να συμμετάσχει σε αυτή τη φιέστα αγκύλωσης και δυσκοιλιότητας που αποτελεί η Βουλή των Εφήβων.
Αλλους τόσους προβληματισμούς και αγωνίες που δεν βρίσκουν χώρο στις χιλιοφορεμένες λέξεις του σώματος των «εκλεγμένων».
Δεν θα γράψω για το πώς είναι η νέοι σήμερα, γιατί η χρήση και μόνο της φράσης μυρίζει παππουδίλα, φορμόλη και κουβέρτα στα γόνατα συνταξιούχου Παπαγιώτη απόστρατου. Δεν ξέρω πώς είναι οι νέοι.
Εχω συναντήσει αρκετούς από αυτούς που κάποιες στιγμές αποκατέστησαν την εμπιστοσύνη μου στο ανθρώπινο είδος. Δεν ξέρω τι ποσοστό αντιπροσωπεύουν οι συγκεκριμένοι ούτε σε ποια Βουλή μιλούν για τη δική τους αγωνία.
Το μόνο που αντιπροσωπεύει η Βουλή των Εφήβων είναι η καταβαράθρωση της τρέχουσας αίσθησης του πολιτικού φαινομένου, η αντικατάσταση της πολιτικής από τους πολιτικούς, ο περιορισμός της πολιτικής σφαίρας στο κοινοβούλιο (ή πιο καλά στη μονταρισμένη τηλεοπτική του αναμετάδοση).
Το μόνο που εκπροσωπεί είναι η αστοχία της δικής μας ηλικίας (όποια κι αν είναι αυτή) απέναντι στο παρόν και το μέλλον.
Η εφηβεία δεν έχει σχέση με τον χρόνο αλλά με τη στάση απέναντι στα πράγματα. Δεν είναι αριθμός αλλά επιφώνημα ανοιχτό στην ερμηνεία και εκτός επαλήθευσης.
Η Βουλή των Εφήβων είναι ο θάνατος τόσο της Βουλής όσο και όλων των χαρακτηριστικών που συνιστούν την εφηβεία. Γι' αυτό θα ήταν καλό να καταργηθεί.
Μαζί με άλλα τόσα φαντάσματα, όπως οι παρελάσεις, η πρωινή προσευχή, τα θρησκευτικά και μια σειρά από κατάλοιπα που θα καταργούσε μια αριστερή κυβέρνηση την πρώτη μέρα που θα αναλάμβανε (λέμε τώρα).

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Καθρέφτες



Στέκουν εκεί, άλλοτε διακριτικοί άλλοτε αφημένοι στην επίδειξη. Μεγαλώνουν τους χώρους πολλαπλασιάζοντάς τους, καλούν στην πάντα ρευστή εικόνα τους να τους ταΐσεις με νέα εικόνα, με περισσότερη εικόνα ενώ κάθεσαι μπροστά τους. Υπεράνω πάσης υποψίας, μάτια τετραγωνισμένα, διακριτικά, που εικονίζουν ακριβώς την όρασή τους, μάτια μαζί και πρόσωπα.

Ο καθρέφτης, λαίμαργος, καταπίνει τα πάντα. Δεν γνωρίζει από χώρους και χρόνους, αυτός που ορίζει τον χώρο πίσω μας, τον χρόνο πάνω μας.
Παιδιά μπαίνουν σε καθρέφτες για να βγουν μετά μεσήλικοι, κορίτσια χάνονται από τα παιδικά τους δωμάτια για να τα συναντήσεις αργότερα σε άδειες γερασμένες κάμαρες, αποφεύγοντας με το βλέμμα τους καθρέφτες, σκεπάζοντάς τους σαν για να ξορκίσουν το καθρέφτισμα και όσα αυτό αποδεικνύει.

Γιατί οι καθρέφτες είναι πιστοποιητικά πραγματικότητας, βεβαιώσεις που πρέπει να σου δοθούν για να συνεχίσεις. Αν, παρά τις προσπάθειες, δεν βρεθείς εκεί μέσα, οι άνθρωποι θα σε αποκλείσουν, θα σταματήσουν να σου μιλούν, θα σε αντιμετωπίσουν σαν μια αχρείαστη σκιά που δεν αξίζει καν το φορτίο της δροσιάς της.
Ετσι, τον κοιτάς σχεδόν απολογητικά, ζητάς να επιβεβαιώσεις όλα όσα σου δείχνει, να περάσεις τις εξετάσεις της πραγματικότητάς σου με αμοιβή την ίδια σου την απεικόνιση και την ανακούφιση που η επιβεβαίωσή της φέρνει.

Θα σταθώ εδώ για λίγο. Τι κοιτάζω κοιτώντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη; Εγώ και εγώ μες στον καθρέφτη και ο καθρέφτης σκέτος. Ο τρόπος που με βλέπω και ο τρόπος που με κοιτούν οι άλλοι και ο τρόπος που με κοιτά ο καθρέφτης.
Η όψη μου μαζί με το βλέμμα μου, η όψη μου φορτισμένη από το βλέμμα των άλλων. Η όψη μου στο βλέμμα του καθρέφτη να γυρνάει στο βλέμμα μου.

Εγώ και όλοι οι υπόλοιποι Εγώ και όλοι αυτοί που κοιτάζοντάς με φτιάχνουν όλα αυτά τα Εγώ μου. Και όλοι εμείς εδώ, με τη δική μου όψη μπρος στον καθρέφτη. Μες στον καθρέφτη η όψη μας είναι πλήθος.

Και όμως, ο καθρέφτης είναι μια μάσκα πραγματικότητας. Ή μάλλον μια μάσκα που μεταμφιέζει την πραγματικότητα σε πραγματικότητα. Ο τρόπος με τον οποίο κοιτούμε τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικός, ο τρόπος που βλέπουμε τον εαυτό μας τελείως διαφορετικός από τον τρόπο που μας βλέπουν οι άλλοι.

Ο καθρέφτης υπάρχει απλώς για να συναντηθούμε κάπου, σε έναν κοινό τόπο απεικόνισης που όλοι αποδεχόμαστε. Ενα συμπέρασμα στο οποίο δεν καταλήξαμε αλλά στο οποίο συμβιβαστήκαμε.
Το ελάχιστο που χρειαζόμαστε ώστε να πιστοποιήσουμε κι εμείς την πραγματικότητά μας. Μεταμφιέζοντας την πραγματικότητά μας με μια σύμβαση. Με μια μάσκα πραγματικότητας τέτοια που θα μας χωρέσει στην πραγματικότητα των άλλων.

Είναι γιορτή όταν ο καθρέφτης πέφτει. Ξαπλωμένος στο πάτωμα με το στόμα του ακίνητο και ανοιχτό προς το ταβάνι, σαν να θέλει να καταπιεί το ύψος. Γίνεται λίμνη με βάθος της την επιφάνειά της.
Να περπατάς πάνω στον καθρέφτη όμοια με το να περπατάς στο κενό. Να ξορκίζεις τα καλούπια της πραγματικότητας που τόσο πολύ σού ρήμαξαν την όψη.

Να περπατάς στον καθρέφτη όμοια όπως περπατάς στο νερό. Γιατί όλοι είμαστε ναύτες όταν περπατούμε πάνω στην όψη του καθρέφτη και δύτες στα βάθη του αλιεύουμε τον εαυτό μας.
Ολοι μας καθρέφτες. Καθρεφτίζοντας τις αποτυχίες, τις αστοχίες, όσα θέλαμε αλλά ποτέ δεν καταφέραμε, όσα επιθυμήσαμε και κάποτε μας βρήκαν. Αυτό που είμαστε, αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε και αυτό που πια δεν επιστρέφει.

Παράλληλοι καθρέφτες σε μια τυφλή πραγματικότητα, όψεις ανάμεσα σε παράλληλα καθρεφτίσματα, μπροστά σε βιτρίνες, μέσα σε ποτήρια, σε λακκούβες νερό.
Ο καθένας μας καθρέφτισμα του άλλου, εκδοχή του μέσα σε ένα ατελείωτο καθρέφτισμα παραλλαγών και παραμορφώσεων. Μέσα στην ατελείωτη και συμπαγή ενότητα που είναι το διαφορετικό. Αντανακλάσεις στα κομμάτια ενός καθρέφτη που έπεσε και έγινε συντρίμμια μέσα στο ίδιο το είδωλό του.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)