Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019

Το αόρατο προάστιο


Παρέμενε αόρατο για οποιονδήποτε εκτός. Η μόνη θέα ήταν η θέα από το εσωτερικό του. Το προάστιο αυτό υπήρξε υπόσχεση παλαιότερων δεκαετιών. Το προάστιο αυτό δεν κατοικείται από ανθρώπους, αλλά από προσδοκίες. Προσδοκίες ντυμένες σε σώματα. Από εδώ βλέπεις την πόλη από απόσταση. Τίποτα δεν φτάνει εδώ. Τουλάχιστον τίποτα ολόκληρο. Όλα εδώ υπάρχουν ως απόηχος. Ως άηχο συμβάν κάπου στον ορίζοντα. Το άηχο είναι και αυτό κάτοικος της πόλης. Τα σώματα των κατοίκων απαλλαγμένα από το στριμωξίδι υπάρχουν εδώ με αργές κινήσεις, με μια οικονομία της άνεσης.
Η ανωνυμία της πόλης εδώ χάνεται. Όχι επειδή το επώνυμό σου κραυγάζει. Αλλά επειδή ένα βλέμμα είναι αρκετό για να σε ορίσει ως ξένο. Όχι όπως στα κλειστά συστήματα, που προσδιορίζουν την ξενότητα καθεαυτή χωρίς συμπαραδηλώσεις. Εδώ η λειτουργία είναι διαφορετική. Μια και τα μέλη της κοινότητας δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, μόνο στέκονται μονωμένα, αλλά ορίζουν ταυτόχρονα τα διακριτικά αυτά που περιγράφουν την ξενότητα. Την όψη, το ντύσιμο, τη συμπεριφορά. Ο ξένος εδώ είναι παντοτινός, μέσα ή έξω από το σύστημα. Η διαρκής παρουσία του εντός του συστήματος τον αναβαθμίζει σε εισβολέα.

Όσοι έφυγαν κατά δω, δεν είναι αποστάτες της τάξης τους. Δεν είναι μετανάστες του τόπου. Πιο πολύ μετανάστευσαν σε ένα ξένο συναίσθημα. Ένα συναίσθημα που δεν θα ολοκληρώσουν ποτέ. Ίσως μόνο όταν αντιληφθούν πως νέοι μετανάστες πλησιάζουν προς το δικό τους –μονίμως νεόκοπο στην αντίληψη- συναίσθημα.
Οι εργαζόμενοι στα ακριβά μαγαζιά του αόρατου προαστίου έχουνε το δικό τους ενδιαφέρον. Κυρίως για το πώς φαίνεται πως τοποθετούν τους εαυτούς τους σε σχέση με τη συμπεριφορά τους. Μοιάζουν να ανήκουν, όχι στην εργασία τους, αλλά σε αυτό που η εργασία τους αντιπροσωπεύει. Στον οίκο ή τη φίρμα ως ένα –έστω ελάχιστο- γρανάζι της, μοιάζουν να αποχωρίζονται την τάξη τους τη στιγμή που φορούν τη στολή εργασίας τους , τη στολή αυτή που υπό άλλες συνθήκες θα περιέγραφε την τάξη από την οποία προέρχονται και την εκμετάλλευση την οποία υφίστανται. Υπερήφανοι, θα σε εξυπηρετήσουν. Σαν να συνεχίζουν μια αέναη συλλογική χειρονομία προσφοράς και συναλλαγής, γεννημένης ταυτόχρονα με το σύγχρονο κόσμο.
Η ταξική ρευστότητα και η ευκινησία που οι παλαιότερες δεκαετίες υπόσχονταν, τώρα μοιάζουν να εκκρεμούν αναπάντητες. Η υπόσχεση που δόθηκε και μαζικά απορρίφτηκε, μοιάζει να μεταμορφώνεται σε ένα συνολικό αίτημα για αναμόρφωση. Όταν αυτό το αίτημα απορριφθεί με τη σειρά του, θα μετακινηθούμε σε έναν άνευ όρων ανταγωνισμό, με ελάχιστες προσδοκίες και για το λόγο αυτό με συγκρούσεις οξυμένες μέχρι την εξαφάνιση.

Ο ανεκτικός ατομισμός πέρασε στη συλλογικότητα (θέλοντας να εξυπηρετήσει τον εαυτό του καταρχήν, αλλά αναπότρεπτα συναντώντας και τους γύρω) και τώρα επιστρέφει στην αναδίπλωση οργισμένος, σαν πληγωμένο αγρίμι που γύρεψε τις ανοιχτές πεδιάδες και τώρα γυρνά στην τσακισμένη φωλιά του. Εκεί θα κατοικεί, μαζί με τους λόγους που το έδιωξαν, αλλά ταυτόχρονα μαζί και με αυτούς που τον έκαναν να επιστρέψει. Εκεί περιμένει την επόμενη στροφή της μοναχικής ιστορίας, η οποία για λίγο μας γέλασε πως θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο και όμως ήταν αυτή ξανά από την αρχή, πιο πολύ ο εαυτός της από κάθε άλλη φορά. Θριαμβεύτρια, ακονισμένη και χυδαία εντός της κυνικής μοναχικότητας του διαρκώς νικητή.
Ω ναι, ο χρόνος περνάει ήρεμα στο αόρατο προάστιο. Κανείς εδώ δεν μιλάει, παρά μόνο άμα χρειάζεται και οι μεγάλες μάντρες υπόσχονται μυστικά να κατοικούν εντός τους, μυστικά που ποτέ δεν θα μάθεις και που ποτέ δεν θα μπορούσες να καταλάβεις. Αυτή είναι η πραγματική περιουσία τους. Αυτό το ποτέ.
Όλα εδώ στιβαρά ζητούν να σε αντιμετωπίσουν. Στο αόρατο προάστιο, το μόνο νόμισμα που περνά είναι ένα εχθές που αποτράπηκε. Και η βεβαιότητα που χτίζεται από αυτή την αποτροπή για το γεγονός πως το δικό σου αύριο δεν θα έρθει ποτέ.
Εδώ η απουσία σου είναι το πραγματικό όνομα όλων των οδών.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Η απόλυση ως μία εκ των καλών τεχνών


Ο κυβερνητικός αξιωματούχος Απόστολος Δοξιάδης ζήτησε μέσα από δημόσια επιστολή του την απόλυση του δημοσιογράφου των «Νέων» Δημήτρη Ν. Μανιάτη. Ο λόγος ήταν πως ο δημοσιογράφος άσκησε κριτική στην Ειρήνη Αγαπηδάκη μέσω του facebook. Να διευκρινίσουμε εδώ πως η Ειρήνη Αγαπηδάκη όπως και ο κυβερνητικός αξιωματούχος Απόστολος Δοξιάδης διορίστηκαν από την κυβέρνηση ως υπεύθυνοι για το σχέδιο «Κανένα παιδί μόνο», ένα πρόγραμμα για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα.
Στην ανοιχτή επιστολή λοιπόν, ο κυβερνητικός αξιωματούχος Δοξιάδης αναφέρεται σε «κάποιο υποκείμενο» που γράφει στα «Νέα» και τον κάνει να αηδιάζει με την πολιτική του τοποθέτηση (ο Μανιάτης είναι αριστερός) και περιγράφει ως εξής: «Δεν ξέρω αν το υποκείμενο αυτό έχει πρόβλημα σεξουαλικό, ψυχοπαθολογικό, κοινωνικό κόμπλεξ ή πάσχει από εντελώς αναίτιο ναρκισσισμό ή μεγαλομανία - και τα δύο αντικειμενικά αδικαιολόγητα σε ένα άτομο με κανένα ουσιαστικό επίτευγμα στη ζωή του, πέραν του εξυπνακισμού και της χυδαιολογίας. Δεν με αφορούν όμως τα κίνητρα, ο ψυχισμός ή τα πρόβλήματά του».
Στη συνέχεια μας λέει πως ο λόγος που γράφει την επιστολή είναι πως «ο σταλινόμορφος δημοσιογραφίσκος των Νέων» τόλμησε να κρίνει μια άξια Ελληνίδα, χρυσό παιδί, συνοδοιπόρο του, αγαπημένη φίλη που θαυμάζει, κατάλληλη γι' αυτή τη θέση κτλ. Και στη συνέχεια, αφού μας ενημερώνει πως δεν θα ξαναστείλει άρθρο στην εφημερίδα, ζητά την απόλυση του δημοσιογράφου.
Το ζήτημα δεν είναι το παραλήρημα ενός μέτριου Αρίστου (ένα από τα πολλά στα οποία επιδίδεται εδώ και δεκαετίες, βλ. υπόθεση Φρίντα Λιάπα), το ζήτημα είναι η δημόσια απαίτηση ενός αξιωματούχου κατά της ελευθεροτυπίας. Το θράσος ενός διορισμένου με θητεία μόλις τριών ημερών που απαιτεί να πεταχτούν άνθρωποι από τη δουλειά τους επειδή αυτός δεν συμφωνεί με τις απόψεις τους και τόλμησαν να ασκήσουν κριτική (γιατί επί της ουσίας γι' αυτό πρόκειται).
Και έχει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς μια σειρά από σημεία της συγκεκριμένης κίνησης. Το γεγονός πως ένας νεοφιλελεύθερος αντικρατιστής βρίσκεται για άλλη μια φορά να δουλεύει για τον κρατικό μηχανισμό (σε παλαιότερη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ήταν στο υπουργείο Πολιτισμού ως σύμβουλος) και έχοντας ως δεδομένη την ισχύ που του δίνει αυτή η θέση να προσπαθεί να παρέμβει σε μια ιδιωτική επιχείρηση απαιτώντας.
Το γεγονός πως η απαίτηση αυτή διατυπώθηκε δημόσια απενοχοποιώντας στην πραγματικότητα την απόλυση ως πρακτική, επιδεικνύοντας ωμή ισχύ με τον κυνισμό του μεγαλομανούς που προτάσσει τη δύναμή του αδιαφορώντας για το οποιοδήποτε κόστος ή την ηθική της απαίτησής του. Το γεγονός πως όλη η συζήτηση γίνεται τρεις βδομάδες μετά το πρόσφατο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για το άσυλο, σύμφωνα με το οποίο τα ασυνόδευτα παιδιά άνω των 15 ετών (δηλαδή το 93% των ασυνόδευτων) εξαιρούνται από τις ευάλωτες κατηγορίες και η εξέταση των αιτήσεων ασύλου τους θα γίνεται με ταχύρρυθμες διαδικασίες.
Οι δύο κυβερνητικοί αξιωματούχοι τοποθετήθηκαν στην πραγματικότητα ως διαχειριστές της πρωθυπουργικής υποκρισίας που κάνει λόγο για «το σύνθημα της ανθρωπιάς» και τονίζει πως κανένα παιδί δεν θα μείνει μόνο, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί τις συνθήκες ώστε τα παιδιά αυτά να απελαθούν σε χώρες όπου κινδυνεύουν ή διώκονται χωρίς να υπάρξει ουσιαστική εξέταση των αιτήσεών τους.
Και το γεγονός πως η πράξη αυτή ενσαρκώνει με τον πιο απόλυτο τρόπο την πεμπτουσία της πολιτικής της κυβέρνησης. Τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τις εργασιακές σχέσεις, τα δικαιώματα των εργαζομένων, τις απολύσεις και το δικαίωμα στην εργασία, την έννοια της κριτικής, την ελευθερία του λόγου. Και μαζί τη διαπλοκή δημοσιογραφίας και εξουσίας, τις απευθείας αναθέσεις αποστολών σε εκδοτικά συγκροτήματα, την αλαζονεία και την υποκρισία των κυβερνώντων.
Είναι αυτονόητο πως κάθε πολίτης με στοιχειώδεις δημοκρατικές ευαισθησίες βρίσκεται στο πλευρό του δημοσιογράφου. Οπως και το γεγονός πως το μπούλινγκ του μέτριου κυβερνητικού αξιωματούχου δεν πρέπει να περάσει. Εκτός αν όντως συνορεύουμε με εποχές στις οποίες όσοι τολμούν να διαφωνούν ή να ασκούν κριτική στο facebook θα στέλνονται -μαζί με το 93% των ασυνόδευτων προσφυγόπουλων- στα ξερονήσια που σχεδιάζει η κυβέρνηση την οποία ο κυβερνητικός αξιωματούχος υπηρετεί.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Εμπρός για νέες Μακρονήσους


Και κει που πιστεύαμε πως η κυβέρνηση είχε πιάσει πάτο με τον αυταρχισμό, τα βασανιστήρια και τις ρατσιστικές δηλώσεις, ένα νέο περιστατικό έρχεται να μας διδάξει πως ο πάτος μπορεί διαρκώς να βαθαίνει.
Σύμφωνα με αποκάλυψη της Εφημερίδας των Συντακτών, κατά την παρουσίαση των κλειστών κέντρων για τους μετανάστες από τον αρμόδιο συντονιστή, υφυπουργό Εθνικής Άμυνας, Αλκιβιάδη Στεφανή, γνωστοποιήθηκε πως εξετάζεται το ενδεχόμενο τα κέντρα αυτά να φτιαχτούν σε ξερονήσια. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της παρουσίαση διέμεινε κάποιες φωτογραφίες και σχέδια, ώστε να συνοδέψει τα λεγόμενά του. Ο ίδιος περιέγραψε τις απεικονίσεις: «ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, το οποίο περιλαμβάνει τους διάφορους χώρους: με το μπλε χρώμα είναι οι χώροι διαμονής του προσωπικού, με το ροζ χρώμα είναι οι χώροι που θα τρώνε. Υπάρχουν γήπεδα, υπάρχουν λατρευτικοί χώροι, υπάρχουν σχολεία. Και, βεβαίως, υπάρχουν όλες οι εγκαταστάσεις που αφορούν την παροχή νερού, πετρελαίου, τους βιολογικούς καθαρισμούς και οι χώροι ενδιαίτησης του προσωπικού, που θα λειτουργεί τη δομή αυτή». Αυτό που ξέχασε να αναφέρει είναι πως αυτό το «ολοκληρωμένο σχέδιο» θα λαμβάνει χώρα σε ένα ξερονήσι.
Ποιο ξερονήσι συγκεκριμένα, εύκολα μπορεί κανείς να το διαπιστώσει ψάχνοντας στο google earth. Η νέα δομή που εμφανίζεται στην κάτοψη δεν αντιστοιχεί σε κάποιο ήδη υπάρχον κέντρο, αλλά σε ένα νέο στρατόπεδο. Το στρατόπεδο αυτό θα βρίσκεται στα Λέβιθα, ένα ακατοίκητο ξερονήσι 9,121 τετραγωνικών χιλιομέτρων με μήκος ακτών 34 χιλιόμετρα, στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ Δωδεκανήσων και Κυκλάδων. Απέχει 8 ναυτικά μίλια από την Αμοργό και 6 ναυτικά μίλια από την Κίναρο, ενώ διοικητικά υπάγεται στη Λέρο.

Το σχέδιο αυτό αποτελεί τον πάτο όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής πολιτικής σε σχέση με το προσφυγικό. Στο δυτικό κόσμο μπορεί να συγκριθεί μόνο με την αρπαγή των ανήλικων παιδιών από τις οικογένειές τους από την κυβέρνηση Τραμπ στα σύνορα με το Μεξικό. Τα ξερονήσια αποτελούν σχέδιο ψυχικής εξόντωσης. Άνθρωποι πεταμένοι σε υγρές φυλακές, μακριά από κοινωνίες και μακριά από άλλους ανθρώπους, μακριά από κάθε επί της ουσίας έλεγχο για τις συνθήκες που θα επιβάλει η κυβέρνηση και τα εκάστοτε όργανά της. Αποκλεισμός χωρίς όριο σε υγρούς τάφους. Άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα να διαλύονται από τη θεσμική λοιδορία. Να αντιμετωπίζονται σαν τρόφιμοι λεπροκομείου και πολίτες της Ψυτάλλειας. Μακριά από τους αγανακτισμένους πολίτες, που αν κάποιος πεθαίνει, θα ήθελαν να το κάνει λίγο πιο κει.
Βέβαια στην πλούσια πινακοθήκη της ελληνικής σκληρότητας δεν είναι η πρώτη φορά που συναντούμε μια τέτοια συμπεριφορά απέναντι σε πρόσφυγες. Η Μακρόνησος λειτούργησε για ένα και πλέον χρόνο ως λοιμοκαθαρτήριο προσφύγων την περίοδο 1922-1923. «Φιλοξενήθηκαν» δεκάδες χιλιάδες προσφύγων κάτω από απάνθρωπες και τραγικές συνθήκες με αποτέλεσμα πάρα πολλοί πεθάνουν εκεί. Χαρακτηριστικά ο Ριζοσπάστης στις 8-12-1923 στο κεντρικό του άρθρο αποτυπώνει τις άθλιες συνθήκες, με τις οποίες υποδέχθηκε το ελληνικό κράτος τους πρόσφυγες στο λοιμοκαθαρτήριο της Μακρονήσου. «Αυτοί φάγανε 40 χιλιάδες πρόσφυγες στη Μακρόνησο στην καραντίνα…»

Η κίνηση αυτή είναι ταυτόχρονα και ένα σχόλιο πάνω στην ίδια την ελληνική ιστορία. Με το να επαναλαμβάνεται μια πρακτική, την οποία πιστέψαμε θαμμένη στις πιο μαύρες μνήμες, ουσιαστικά σχετικοποιείται και η απανθρωπιά και η ακρότητα που συντελέστηκε τις περιόδους εκείνες. Η κυβέρνηση έτσι ανασύρει τα ξερονήσια από τη μνήμη όχι ως κάτι που τελείωσε, αλλά ως κάτι που διακυβεύεται. Και μαζί ό,τι συντελέστηκε εκεί μετεμφυλιακά, ταυτιζόμενη με τους τότε νικητές της δικής τους παράταξης. Υπάρχει η ιστορία και υπάρχουν και οι μνήμες. Οι γραμμένες σε βιβλία και ημερολόγια, καταχωρημένες σε ντοκιμαντέρ και βάσεις δεδομένων. Υπάρχουν, όμως, και οι μνήμες αυτές που είναι γραμμένες πάνω στα σώματα. Στα σώματα των ανθρώπων και στα σώματα του τόπου. Τα ξερονήσια είναι η μεγάλη ντροπή της ελληνικής ιστορίας. Μια πληγή που δεν κλείνει και δεν θα κλείσει. Μια πληγή που, όπως φαίνεται, ανοίγει μπροστά σε νέες ανθρώπινες ντροπές.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Οι φίλοι, οι εχθροί και η κυβέρνηση που εκδικείται


Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εφαρμόζει -ή προσπαθεί να εφαρμόσει- ένα ολιστικό πολιτικό σχέδιο. Ενα σχέδιο που επηρεάζει και επιβάλλεται σε κάθε πτυχή της ζωής. Με τρόπο όλο και πιο έντονο, σε όλο και περισσότερες πτυχές, με τον αυταρχισμό της διαταγής και την κομψότητα του κλομπ. Μια πολιτική που ορίζει τον πολίτη σε κάθε πτυχή του σχετικά με σωστό ή λάθος. Από την οικονομική του συμπεριφορά και την κοινωνική του στάση μέχρι τους όρους της διασκέδασης και τον τρόπο ζωής. Ενα πολιτικό σχέδιο βαθιά ιδεολογικό, τέτοιο που καμία άλλη πρόσφατη κυβέρνηση δεν προσπάθησε να εφαρμόσει ούτε καν να περιγράψει.

Από την αστυνομοκρατία με τις παράνομες παρακολουθήσεις, το διαρκές ξύλο μέχρι τελικής πτώσεως, τις συνεχείς παραβιάσεις στο όνομα της άνευ όρων εξουσίας (όπου η απουσία των όρων ταυτίζεται στην πραγματικότητα με την ίδια την εξουσία) μέχρι τα σχέδια για στρατόπεδα συγκέντρωσης σε ξερονήσια, τη δολοφονική πολιτική απέναντι στους πρόσφυγες, το σπάσιμο των καταλήψεων στέγης κτλ. Από τον περιορισμό των πορειών μέχρι την κατάργηση του ασύλου και τον τραμπουκισμό σε βάρος των φοιτητών. Από την οικονομία των δικών μας παιδιών μέχρι την εξαφάνιση των δικαιωμάτων της εργασιακής πλέμπας. Από τις εισβολές σε κινηματογράφους, πάρτι και ασκήσεις διαλογισμού μέχρι τον εναγκαλισμό σχεδόν του συνόλου των μέσων και των τρόπων ενημέρωσης, των fake news και της σκαιής προπαγάνδας σε μια ταύτιση ολοκληρωτικής κοπής.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό επιβολής μέτρων και απαγορεύσεων και ταυτόχρονα χαρών και ευεργεσιών, η κυβέρνηση μας γνωστοποιεί μια θέαση που μέσω των εφαρμογών που επιφέρει γίνεται αμέσως πράξη. Το γεγονός δηλαδή πως το πλήθος των πολιτών διαχωρίζεται σε φίλους και εχθρούς. Με τρόπο απόλυτο, χωρίς αποχρώσεις, υποσημειώσεις ή εξόδους διαφυγής. Και αυτό δεν περιγράφει μια στατική σχέση παράταξης, αλλά μια εν κινήσει σχέση πολλαπλών μεγεθύνσεων. Οι φίλοι ευεργετούνται χωρίς όριο, με τροπολογίες χωμένες στα νομοσχέδια, με ειδικές ρυθμίσεις και  εφαρμοστούς νόμους και αναθέσεις, ενώ οι εχθροί αποκλείονται, χτυπιούνται, περιορίζονται και λοιδορούνται. Αποτέλεσμα αυτής της απόλυτης διάκρισης δεν είναι μόνο μια διαρκής συνθήκη διχασμού της ίδιας της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα καταφέρνει να μετατοπίζει τα όρια όλο και περισσότερο. Τα όρια των ελευθεριών και της επιβολής, τα όρια του δικαιώματος και της καταδίκης, του ορθού και του λάθους.

Αυτό συμβαίνει γιατί από τη μεριά της κυβέρνησης -και υπό αυτήν τη θέαση- η οποιαδήποτε κίνησή της έχει μια διπλή παράλληλη ανάγνωση και έναν παράλληλο αντίκτυπο. Δεν απευθύνεται σε ένα ανομοιογενές σώμα με επί μέρους διαφορετικά χαρακτηριστικά και συμφέροντα (έναν λαό, μία κοινωνία κτλ). Αλλά σε δύο σώματα, τα οποία επί της ουσίας η κυβέρνηση τα αντιμετωπίζει ως ομοιογενή. Και με βάση αυτήν την ομοιογένεια πράττει σε κάθε περίπτωση. Κολακεύοντας τους φίλους και καταβαραθρώνοντας τους εχθρούς. Δίνοντας τα πάντα στους φίλους και περιμένοντας το τίποτα από τους εχθρούς. Κυνηγώντας στην άρνηση ή στην αποδοχή μονίμως τον υπερθετικό βαθμό απόρριψης ή κατάφασης. Και η αντιμετώπιση αυτή, συνεπώς, μέσα από την οξεία πόλωση καθιστά τελικά τα δύο σώματα όλο και περισσότερο ομοιογενή. Σαν να προδικάζει τη μεταξύ τους σύγκρουση. Με τερέν βεβαίως το ίδιο το κυβερνητικό σώμα. Παιχνίδι στημένο για εύκολα στοιχήματα.
Ναι, είναι ρεβανσισμός. Αλλά δεν μοιάζει με ρεβανσισμό που απευθύνεται στην προηγούμενη κυβέρνηση ή στον ΣΥΡΙΖΑ, τους οπαδούς ή τους ψηφοφόρους του αποκλειστικά. Είναι εκδίκηση απέναντι σε ό,τι γεννήθηκε στην κρίση, απέναντι σε ό,τι αμφισβήτησε τόσο ό,τι επιβλήθηκε στην κρίση όσο και όσα τη γέννησαν. Γλυκιά εκδίκηση απέναντι σε όσους με οποιονδήποτε τρόπο (πολιτικό, κοινωνικό, ηθικό και αισθητικό) αμφισβήτησαν την τάξη πραγμάτων όπως καθιερώθηκε στις μεταπολιτευτικές δεκαετίες. Τα ιδανικά και τις αξίες χρεοκοπημένων ιδεών και βρόμικων πολιτικών, τους τρόπους ζωής υπερφίαλων πουθενάδων και πλαστικών lifestylάδων, το θράσος των νικητών και τις έκπτωτες υποσχέσεις τους. Και κυρίως αυτό το συναίσθημα: πως τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, ας φροντίσω εγώ για την πάρτη μου.
Γι’ αυτό και οι απαγορεύσεις και οι επεμβάσεις δεν περιορίστηκαν μόνο στις πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις, αλλά συμπεριέλαβαν τους τρόπους διασκέδασης, τους όρους εκτόνωσης, ακόμα και τους τρόπους που διέρχεσαι την πόλη. Είναι μια εκδίκηση και μια επίθεση συνολική, που μέρα με τη μέρα όλο και θα εντείνονται αποκτώντας νέες πτυχές, νέες εκδοχές και νέες καταπιέσεις. Μέχρι να ενταχθούμε τελικά όλοι μας στην προκρούστεια κανονικότητα από τους ορθοδοντικούς των ψυχών μας.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Η Βενετία κάτω από το νερό


«Προτιμώ να βρίσκομαι στη Βενετία με βροχή παρά σε οποιαδήποτε άλλη πόλη του κόσμου με λιακάδα», έλεγε ο Χέρμαν Μέλβιλ, συγγραφέας του «Μόμπι Ντικ», του κατεξοχήν υδάτινου αριστουργήματος. Χρησιμοποιώντας έτσι την πιο απλή εικόνα για να δημιουργήσει την πιο καταφατική παραδοχή.

«Αυτή η πόλη σού κόβει την ανάσα όποιες και αν είναι οι καιρικές συνθήκες», συμπληρώνει ο Γιόζεφ Μπρόντσκι στο «Υδατογράφημα», ένα χρονογράφημα αποκλειστικά αφιερωμένο στη Γαληνοτάτη, και συνεχίζει «…η ποικιλία των οποίων, όπως και να 'χει, είναι κάπως περιορισμένη. Κι αν είμαστε πράγματι συνώνυμοι με το νερό, το οποίο είναι απόλυτα συνώνυμο με τον χρόνο, τότε αυτό που αισθάνεσαι γι' αυτήν την πόλη κάνει το μέλλον καλύτερο, συνεισφέρει σε αυτή την Αδριατική ή στον Ατλαντικό του χρόνου που αποθηκεύει τις αντανακλάσεις μας».

Γιατί στη Βενετία το νερό είναι ο καιρός. Και μαζί ταυτότητα, προσδιορισμός και μοίρα. Το νερό είναι αυτό που διαμόρφωσε το σχήμα και την όψη της, το νερό είναι αυτό που την κατέστησε αυτοκρατορία και δημοκρατία. Από τη βαλτώδη λιμνοθάλασσα μέχρι τα φεστιβάλ, την μπιενάλε και την πόλη των αδηφάγων τουριστών (των κατακτητών αυτών χωρίς όπλα), κάθε πτυχή της πόλης κυριαρχείται από τη συνομιλία με το νερό. Είναι, λοιπόν, λογικό, αν κάποιος φανταστεί το τέλος της πόλης, να το οραματιστεί μέσα στο στοιχείο που τη γέννησε και την όρισε. Το νερό. Και είναι επίσης λογικό οι εικόνες της τελευταίας εβδομάδας να μοιάζουν με προοίμιο ενός τέτοιου τέλους.
Η Βενετία χτυπήθηκε από την υψηλότερη πλημμυρίδα εδώ και 50 χρόνια. Το ύψος της παλίρροιας έφτασε το 1,87 μέτρο. Η πλατεία του Αγίου Μάρκου πλημμύρισε, οι δρόμοι πλημμύρισαν, ο προθάλαμος της βασιλικής του Αγίου Μάρκου πλημμύρισε (κάτι το οποίο έχει συμβεί πέντε φορές στην ιστορία του ναού, που ανεγέρθηκε το 828), δημόσια κτίρια και palazzi πλημμύρισαν, σπίτια και επιχειρήσεις, ντόπιοι και τουρίστες, η μέρα και η νύχτα. Ολα πλημμύρισαν. Δύο άνθρωποι πέθαναν στη δεύτερη χειρότερη πλημμύρα της ιστορίας της. Και ο χρόνος μουλιάζει.

Η πόλη έγινε ένα με τα κανάλια της. Σαν να υπέκυψε σε έναν εναγκαλισμό που έμενε εκκρεμής από το χτίσιμο της πόλης. Οι βάρκες και οι γόνδολες διεκδίκησαν τη δική τους παράκαμψη σε ολόκληρη την πόλη, ενώ μπορούσες να δεις κύματα έξω από την πόρτα σου στο κέντρο της πόλης. Πολλοί τουρίστες ανέφεραν πως γύρισαν στα ξενοδοχεία τους κολυμπώντας (κάτι παρόμοιο γίνεται και στην Κυψέλη με το πρώτο ψιλόβροχο, αλλά εδώ δεν έχει γόνδολες).
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η Βενετία πλημμυρίζει. Και αυτή δεν είναι η τελική πλημμύρα, αυτή που θα παρασύρει την πόλη κάτω από τα κύματα σαν την αρχαία Ατλαντίδα. Ερχεται όμως σε μια δεδομένη στιγμή βρασμού της οικολογικής ευαισθησίας και επαγρύπνησης καθιστώντας την έτσι σύμβολο των νέων καιρών που πλησιάζουν.

Δεν είναι μόνο το γεγονός πως λόγω της θέσης της στην ευρωπαϊκή ήπειρο (ας δει κάποιος τι σημαίνει καταστροφή και τι σημαίνει να χάνονται πόλεις, στις πλημμύρες του Μπαγκλαντές) αλλά και της οικειότητας που επιβάλλει η δημοφιλία, η πλημμύρα γίνεται ένα οικείο κακό, μια πληγή στην αυλή μας, ένα απρόσμενο πηγάδι σε συγγενικό σώμα. Είναι και το γεγονός πως η Βενετία κατά βάση δεν είναι πόλη. Είναι ενδεχόμενο. Μια οικοδομική και αρχιτεκτονική πιθανότητα προς το όνειρο. Κάθε φορά που την περπατάς, κάθε φορά που την ανασαίνεις, μαθαίνεις το πώς μοιάζει η ομορφιά όταν γίνεται κατοικήσιμη. Θα προτιμούσα να είμαι στη Βενετία με πλημμύρα παρά σε οποιαδήποτε Αθήνα με καλοκαιριάτικο αεράκι…

Η Βενετία είναι μια ταυτόχρονη κιβωτός. Από τον «Εμπορο της Βενετίας» και τον «Βολπόνε» μέχρι τη σωματική επιθυμία και φθορά του βισκοντικού «Θανάτου στη Βενετία» και τον τρόμο των σκιών στο «Μετά τα μεσάνυχτα» του Νίκολας Ρεγκ. Από το φόντο χιλίων ταινιών κατασκοπίας και κυνηγητού μέχρι τη φθαρμένη καρτ ποστάλ που περνά ξανά και ξανά μπροστά στα μάτια μας. Η Βενετία είναι μια πύκνωση αιώνων και επιτευγμάτων, επιθυμιών και προσταγών, ταξιδιού και κατοίκησης, κατάκτησης και παρακμής. Ενα άθροισμα μεγαλύτερο από τις ιστορικές ημερομηνίες που την κατοικούν.

Οταν λοιπόν η Βενετία πλημμυρίζει, βρέχονται τα παπούτσια όλων μας. Είτε περπατάμε στην πλατεία του Αγίου Μάρκου είτε στην αντίστοιχη του Αγίου Παντελεήμονα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Ακονίζοντας αγκυλωτούς ανθρώπους



Η προηγούμενη βδομάδα πέρασε με το βάρος της ανησυχίας. Ενός τσιμπήματος που δεν του επιτρέπεις να γίνει φόβος. Και αυτό δεν σου επιτρέπει να το αγνοείς.
Δεν είναι κάτι καινούργιο, ήταν πάντοτε εδώ. Σε εκλογικά αποτελέσματα, σε κουβέντες που τρακάρουν τα αυτιά σου στον δρόμο, σε γείτονες και καθημερινές συναναστροφές. Αυτός ο διάχυτος ρατσισμός, ειπωμένος ως οποιοδήποτε αυτονόητο. Μπουκωμένος στην άγνοια που γίνεται γνώμη και δόγμα. Η βαθιά μισανθρωπία. Που ξαφνικά δείχνει περήφανη για τον εαυτό της και δεν ντρέπεται να τσιρίξει υστερικά μπροστά σε ένα λεωφορείο με πρόσφυγες, που δεν ντρέπεται να μασκαρευτεί μακεδονοσαλαμινομάχος από τα «τζάμπο» και να βγει έξαλλος περιμένοντας τους ξένους, που δεν διστάζει να μαχαιρώσει έναν μαθητή Γυμνασίου γιατί έτυχε να γεννηθεί σε άλλη χώρα.
Το περιστατικό με το χοιρινό ίσως να συζητήθηκε περισσότερο απ’ όλα τα ρατσιστικά κρούσματα αυτή την εβδομάδα. Και δεν είναι τυχαίο. Ο συνδυασμός γελοιότητας και σκατοψυχιάς προκαλεί όντως εντυπωσιακά αποτελέσματα. Νομίζω όμως πως οι συγκεκριμένοι όροι εκδήλωσης του μίσους είναι ενδεικτικοί για πολύ περισσότερα.
Το περιστατικό άσχετα με αυτό που προσπαθούσε να διαφημίσει δεν ήταν πράξη θρησκευτικής προσβολής απέναντι σε πιστούς. Ηταν καταρχήν πράξη σαδισμού απέναντι σε πεινασμένους. Δεν είχε στόχο να σκανδαλίσει μουσουλμάνους, είχε στόχο να περιγελάσει δυστυχισμένους ανθρώπους.
Δεν λέω πως η πράξη δεν ήταν βουτηγμένη στη μισαλλοδοξία. Φυσικά και ήταν. Λέω πως η θρησκεία είναι η πρόφαση. Η θρησκεία είναι το πολιτιστικό σημείο στο οποίο ο ούγκανος εντοπίζει τη διαφορά. Και ενώ προσπαθεί να την τονίσει και να τη μεγεθύνει με επιθετικούς όρους, ταυτόχρονα βγάζει όλο τον σαδισμό του. Την εθνική του κακομοιριά ανεστραμμένη ως πατριωτικό μεγαλείο, την ψυχική του σκοταδίλα ανεστραμμένη ως λεβεντιά, το τίποτά του ως ένα κάτι που πρέπει να υπερασπιστεί. Ακριβώς γιατί βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση απέναντι στους μετανάστες. Και ακριβώς γιατί η πλεονεκτική αυτή θέση είναι μιζέρια και καρπαζιές αν τη συγκρίνεις με άλλες θέσεις. Τις θέσεις αυτών που του δίνουν διαταγές και τον ορίζουν. Που του επιβάλλουν να μεταναστεύει κάθε πρωί από τις φαντασιώσεις του μεγαλείου του στη στριμωγμένη του μιζέρια, στην πραγματικότητα όπως την αντικρίζει. Πώς το έλεγε ο Σέξπιρ; Πανούκλα να πέσει στα σπίτια σας.
Και φυσικά το περιστατικό έχει σημασία και για την αξιοποίησή του. Για τον τρόπο π.χ. που το «Πρώτο Θέμα» κάλυψε το γεγονός ως ποινικοποίηση της κατανάλωσης χοιρινού. Μια γελοιότητα που φυσικά κλείνει το μάτι στον κάθε φασίστα, στον κάθε σχολιαστή της πεντάρας που θα κραυγάσει κεφαλαία και ανορθόγραφα την εθνική του ομοιοκαταληξία κάτω από το άρθρο (τρομάζεις από τους σχολιαστές του «Πρώτου Θέματος» και τη σκατοψυχιά του, το τσίμπημα που λέγαμε στην αρχή). Χόρτασες ρατσισμό μαλάκα; Φάε βυζιά τώρα (στις σελίδες που ακολουθούν).
Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι κυρίως ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε το περιστατικό ο Κυρανάκης και κατ’ επέκταση η Νέα Δημοκρατία. Με μια εξυπνακίστικη υποκρισία που σου τρίβει στη μούρη το γεγονός πως δεν κυριολεκτεί, το γεγονός πως συμφωνεί και χαμογελά με την πράξη αλλά δεν μπορεί να το πει ανοιχτά. Θα εφεύρει έτσι ένα δήθεν χωρατό της πεντάρας για να το τοποθετήσει στη θέση της άρνησης, χωρίς τελικά να αρνείται αλλά τυπικά να καλύπτεται. Η νομιμοφροσύνη των υβριστών του Ανθρώπου.
Ολο αυτό το παιχνίδι με τον ρατσισμό και τον ριζοσπαστικοποιημένο εθνικισμό είναι η βασική τακτική που ακολουθεί η Νέα Δημοκρατία, από τις πορείες για τη Βόρεια Μακεδονία μέχρι και σήμερα. Το επιτυχημένο ψάρεμα ψήφων και οπαδών από τον βόθρο της Χρυσής Αυγής. Στις μέρες της διακυβέρνησής της η Νέα Δημοκρατία έχει αποδειχτεί ήδη η πιο ρατσιστική και μισάνθρωπη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης. Και δεν είναι μόνο ο τρόπος της διακυβέρνησης και οι πολιτικές αποφάσεις. Ακόμα περισσότερο είναι το γεγονός του παραδείγματος. Το πώς μέσα από φράσεις και πολιτικές κανονικοποιείται ο ρατσισμός. Το πώς τα πιο ταπεινά αντανακλαστικά μίσους δικαιολογούνται από τα πάνω προς τα κάτω. Η μισανθρωπία, μέσα από τη θεσμική της έκφραση -όπως την ενσαρκώνει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας- με αυτόν τον τρόπο γιγαντώνεται στην κοινωνία. Παραδείγματα προς μίμηση από ανεύθυνους αμοραλιστές προς εξαχρειωμένα ασπόνδυλα.
Το τσίμπημα σύντομα θα γίνει πληγή, τα ρατσιστικά κρούσματα θα αυξηθούν και η κυβέρνηση θα συνεχίσει να ακονίζει αγκυλωτούς ανθρώπους παίζοντας εξαίσια τον ρόλο της σοβαρής Χρυσής Αυγής.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Μητέρα του επιστητού


Ο αυταρχισμός στη Λατινική Αμερική έχει μία ειδική σχέση με τον χρόνο. Κουβαλά με την ταχύτητα του συνειρμού στο παρόν εκατόμβες θυμάτων, απαγωγές, βασανιστήρια. Τον ψυχρό πόλεμο, τα πραξικοπήματα, την Ιστορία διαμπερή σαν τραύμα. Εναν εφιάλτη που μας επιβεβαιώνει πως δεν κοιμάται ποτέ. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με τις πράξεις αντίστασης.
Η Χιλή βρίσκεται από τις 18 Οκτωβρίου σε εξέγερση, μετά τη μέρα δράσης και τη μαζική ανυπακοή των φοιτητών να κάνουν χρήση του εισιτηρίου στο μετρό, λόγω της αύξησης της τιμής του.
Ο πρόεδρος Σεμπαστιάν Πινιέρα κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ο στρατός αμέσως έκανε την εμφάνισή του σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Χιλής. Η εξέγερση γενικεύτηκε, τα οδοφράγματα πολλαπλασιάστηκαν στις μεγάλες πόλεις, τα συνδικάτα της χώρας κήρυξαν γενική απεργία σε όλη τη χώρα για να στηρίξουν τους διαδηλωτές.
Οι Αρχές απάντησαν με ακραία καταστολή, δεκάδες δολοφονίες διαδηλωτών και βιασμούς γυναικών από άνδρες της αστυνομίας. Ταυτόχρονα προχώρησαν σε απαγόρευση κυκλοφορίας και επιβολή πλήρους ησυχίας κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι πολίτες διατάχθηκαν να παραμείνουν ήρεμοι στα σπίτια τους.

Και ενώ η σιωπή επιτηρούσε τα σπίτια και περιφρουρούσε τους δρόμους, ξαφνικά η φωνή ενός τραγουδιού ξεκινά να την ποδοπατά αμετάκλητα. Η φωνή μιας σοπράνο μέσα στη νύχτα, σε κάποια γειτονιά κάπου στη φιμωμένη από σκοτάδι Χιλή.
Η μόνη φωνή που ακούγεται μέσα στη βουβή νύχτα αμφισβητώντας, εμψυχώνοντας, ομορφαίνοντας, έστω για λίγα λεπτά. Λίγα λεπτά που θα γίνουν ώρες ολόκληρες μέσα από το βίντεο που τα αιχμαλώτισε και που θα επαναληφθεί σε όλη τη χώρα και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ξανά και ξανά.
Το τραγούδι να κρέμεται στο κενό, στο κατακόρυφο των μεγάλων πολυκατοικιών και των φωταγωγών, των άδειων υποφωτισμένων δρόμων, των πόλεων που έχουν στο στόμα ένα πανί σιωπή. Μαύρο σαν τις μπότες των πραξικοπημάτων. Το τραγούδι σταματά. Και η γειτονιά ξεσπά σε φωνές, ζητωκραυγές και χειροκροτήματα.

Η φωνή μιας γυναίκας στο σκοτάδι του αυταρχισμού να αφηγείται το πώς η ομορφιά και το πώς η τέχνη μπορούν να αμφισβητήσουν με την ίδια τους την ύπαρξη τις κάννες της σιωπής, τον στρατιωτικό βηματισμό της παύσης.

Η γυναίκα αυτή γίνεται η μητέρα του επιστητού. Μέσα από τη φωνή της ζωντανεύει ο κόσμος. Βγαίνει από τη λάσπη σαν σώμα που ξυπνά πρώτη φορά, βγαίνει από τις πλαστικές συσκευασίες των «ήρεμων σπιτιών», τις κουφάλες των δοντιών στα στόματα της εξουσίας. Και όλη η σιωπή που βάραινε τους ώμους, σαν μαύρο χιόνι την πιο παράδοξη εποχή, γίνεται ζητωκραυγή που ανεβαίνει. Ζωή που βγαίνει κάθετα μέσα από τη γη και κάνει τα σώματα αγωγούς της, μέχρι να ξεσπάσει στον ουρανό. Κατάφαση ενάντια στη σιωπή. Κατάφαση στη ζωή, την ομορφιά, κατάφαση για τον δεσμό των ανθρώπων μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες. Από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, από πολυκατοικία σε πολυκατοικία και από γειτονιά σε γειτονιά. Από τον ψυχρό πόλεμο μέχρι τα 2.019 μας χρόνια.
Μητέρα του επιστητού, έλα τραγούδα και σε μας. Ψιθύρισέ μας. Το πώς η σιωπή. Το πώς οι άνθρωποι. Το πώς η ανθρώπινη φωνή. Ψιθύρισέ μας το πώς μέσα στο κενό η ανθρώπινη φωνή δίνει και πάλι σχήμα στον άνθρωπο. Γιατί στο κενό βρισκόμαστε. Μητέρα του επιστητού, μισή τραγούδι και μισή Ιστορία. Πέρνα πάνω από τα ερείπια των πολύβουων πόλεων, εδώ που η συνισταμένη όλων των πραγμάτων καταλήγει στη σιωπή. Ψιθύρισέ μας. Εναν σκοπό παλιό όσο τα χώματα που σε γέννησαν. Γιατί τη δική σου ήπειρο κανένας Κολόμβος δεν την ανακάλυψε. Τη φαντάστηκαν πρώτα τα τραγούδια εκείνων που έμεναν στα αμπάρια του. Υστερα έγιναν γη και έπειτα αλυσίδα. Μα τώρα πες και σε μας. Πώς πέφτει η νύχτα στα μέρη σου και πώς σπάει η σιωπή. Μα πάνω απ' όλα μάθε μας τον ήχο της αλήθειας σου: η πέτρα άμα τη σφίγγεις πολλή ώρα στο χέρι σου γίνεται τραγούδι.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Τζόκερ: Ανήλικοι στην αίθουσα


Ο Τζόκερ, ως χαρακτήρας, αποτελεί έναν από τους πιο πετυχημένους «κακούς» στην ιστορία των κόμιξ. Στερούμενος υπερφυσικών δυνάμεων, απόκοσμος, αλλά ταυτόχρονα ανθρώπινος ως όριο και ως υπέρβασή του, ο ήρωας αντλεί κίνητρα και ιδιότητες από το ανθρώπινο υπέδαφος: το μέσα σκοτάδι. Την τρέλα, το σαδισμό, την υπέρβαση των ηθικών ορίων στο όνομα μιας άλλης ηθικής. Δίπλα σε έναν «καλό» ήρωα αμφιλεγόμενης ηθικής (το διττό αυτό στοιχείο είναι μάλλον ένα από τα αφηγηματικά κλειδιά που ορίζουν τον Batman ως μακράν τον πιο ενδιαφέροντα υπερήρωα), ο Τζόκερ έρχεται ως το τέλειο συμπλήρωμα. Και αυτό γιατί συγγενεύουν στην πραγματικότητα πολύ περισσότερο απ ό, τι αναγνώστες και θεατές ομολογούν. Ο καλός και ο κακός είναι χαρακτηρισμοί που δεν αντιστοιχούν σε αυτές τις ιστορίες. Και αυτό τις κάνει θελκτικές. Αλλά επειδή μιλάμε για κόμιξ, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σημασία δεν έχει η γενική ιδέα, αλλά ο τρόπος που αυτή ενσαρκώνεται από τους ήρωες, ο τρόπος που αυτή αποτυπώνεται στο χαρτί. Ο κόσμος του Τζόκερ είναι το ίδιο του το παρουσιαστικό. Το βαρύ μέικαπ, τα πράσινα μαλλιά, τα μωβ κουστούμια. Και ο τρόπος που όλα αυτά μαζί δεν σε παραπέμπουν σε κλόουν, αλλά σε εφιάλτη. Η όψη του Τζόκερ είναι κωμωδία και αγριότητα.

Και έχει ενδιαφέρον πως αυτός θα ήταν ένας εξαιρετικός υπότιτλος για τους πρώτους αυτούς μήνες διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Το γεγονός πως ένα περιστατικό σαν αυτό που συνέβη την προηγούμενη εβδομάδα στον κινηματογράφο Αελλώ, έφερε κοντά τα δύο αυτά σημεία (τον Τζόκερ και τη Νέα Δημοκρατία) μοιάζει με φάρσα απέναντι στην πραγματικότητα. Προσπαθήστε να το εξηγήσετε σε κάποιον φίλο σας από κάποιο άλλο σημείο του πλανήτη. Για εμάς εδώ μοιάζει με μια κωμική έκφραση της αγριότητας, της πολιτικής που η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να εφαρμόσει απέναντι στους πολίτες της ανεξαιρέτως. Σε ομοφυλόφιλους που ξευτιλίζονται από όργανα της τάξης, σε πρόσφυγες που αντιμετωπίζονται σαν εγκληματίες, σε παιδιά που «παράκουσαν» τη σήμανση της ταινίας.

Η κωμωδία, όμως, συνεχίστηκε  και στη διαχείριση του γεγονότος. Αρχικά η είδηση αντιμετωπίστηκε από τους υπέρμαχους της κυβέρνησης περίπου σαν fake news. Στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε από την αστυνομία. Η είδηση κυκλοφόρησε επίσημα σε σάιτ και περιοδικά. Στη συνέχεια η Μενδώνη είπε πως οι υπάλληλοι που κάλεσαν την αστυνομία θα τιμωρηθούν (λέγοντας περίπου ότι πρόκειται για προβοκάτσια), στη συνέχεια μαθαίνουμε πως η παρέμβαση έγινε με εντολή εισαγγελέα. Στη συνέχεια ο Χρυσοχοΐδης βγαίνει και λέει πως θα πάει να δει την ταινία με τον ανήλικο γιο του και στη συνέχεια ο Μπογδάνος και η Μπακογιάννη λένε πως την αστυνομία την κάλεσα ο ΣΥΡΙΖΑ και πιο συγκεκριμένα η πρώην γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Μαρία Βλαζάκη. Στη συνέχεια ζητούν δήθεν συγνώμη, γιατί και καλά έπεσαν θύματα παραπληροφόρησης. Η ροή της γελοιότητας ταρακουνά τα φράγματα.

Επιστρέφουμε στην αγριότητα όταν κάτσουμε και δούμε τα δύο συμπεράσματα της ιστορίας μας. Το πρώτο είναι η σχιζοφρενικής υφής (ταιριαστή με τον Τζόκερ) διπλή ταυτότητα της Νέας Δημοκρατίας. Από τη μία, η ακροδεξιά της στρούγκας και, από την άλλη, η tech neoliberal (όλα αγγλικά) τεχνοκρατική δεξιά της Ευρώπης και του μέλλοντος, της αριστείας και του Χάρβαρντ. Η Νέα Δημοκρατία πιστεύει και περηφανεύεται πως είναι η δεύτερη, ενώ αποδεικνύει μέρα με τη μέρα πόσο ριζωμένη είναι στο πολιτικό της γενετικό υλικό η πρώτη. Όσο πιο πολύ προσπαθεί να δείξει το φιλελεύθερο πρόσωπό της, τόσο πιο βαθιά στο βούρκο της συντήρησης την βουλιάζει το ίδιο της το (άκρο)δεξιό της πόδι.
Αυτό, όμως, που περιγράφει πιο καλά την αγριότητα, είναι το δεύτερο συμπέρασμα. Το γεγονός πως οι υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού, ο εισαγγελέας και η αστυνομία έπραξαν αυτοβούλως και με δική τους κρίση και ευθύνη. Η κίνηση αυτή περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο η ακροδεξιά λογική της κυβέρνησης έχει διαχυθεί στο κράτος και την κοινωνία. Βρισκόμαστε μπροστά σε έναν ηθικό πανικό χωρίς αντικείμενο, που διαπερνά την κοινωνία κάθετα ως κυρίαρχη αφήγηση ως δίδαγμα του ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους. Ένα υπαλληλικό ενθουσιασμό εντός του οποίου ο κάθε φορέας προσπαθεί να ταυτιστεί όσο το δυνατόν περισσότερο με τη διαταγή από τα πάνω. Μια ιεραρχημένη κοινωνία προστακτικών, καλοθελητών και ακραίας συντηρητικοποίησης. Μια κοινωνία στην οποία ο Τζόκερ γελάει υπέροχα.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Κυψέλη ου μ' εθέσπισεν





«Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο. Η Κυψέλη, η Ελλάδα και ο πλανήτης Γη. Τώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα και αυτό φαίνεται στα μάτια τους». 

Βέβαια, αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο Βακαλόπουλος έχει δίκιο. Είναι όμως η σημαντικότερη. Αν μένεις στην Κυψέλη. Τα κείμενα του Βακαλόπουλου υπήρχε μια εποχή που έμοιαζαν απαραίτητα και αναγκαία για τον κάτοικο. Αναζητούσε τη μυθολογία για να συνεχίσει να επιβιώνει σε μια γειτονιά που τον μπούκωνε ρουτίνα, συγκινήσεις μιας χρήσεως, μέρες και νύχτες σε επανάληψη πετσοκομμένες από τις διαφημίσεις.

Ο Σαχτούρης φορώντας χειμώνα-καλοκαίρι ένα παλτό να πηγαίνει στα περίπτερα και να παίζει τα παιχνίδια με τις δαγκάνες και τα λούτρινα, ο Μένης Κουμανταρέας να ανεβοκατεβαίνει τη Φωκίωνος και οι παλιές ιστορίες της περιοχής να προσθέτουν παραξένισμα στο τετριμμένο.
Η Κυψέλη σήμερα δεν αρνείται τη μυθολογία της. Αλλά δεν έχει πια ανάγκη από καταφύγια. Υπάρχει, βιώνει, ανακαλύπτει όλα όσα ήταν πάντοτε εκεί αλλά δεν μπορούσαν να συνδεθούν.
Ολο και πιο συχνά θα πετύχεις ένα επιδερμικό αφιέρωμα σε κάποιο free press, σε κάποιο πολιτιστικό ένθετο να κάνουν λόγο για την πιο hip γειτονιά της Αθήνας. Το αφιέρωμα σε μουδιάζει, η πραγματικότητά του όμως σου είναι αληθινή και ένθερμα την αποδέχεσαι. Η Κυψέλη έχει αλλάξει εδώ και καιρό. Από τότε που το κέντρο έγινε μεταμεσονύχτιο λούνα παρκ της υποχρεωτικής νεότητας ή τουριστικός διάδρομος απογείωσης του Airbnb.

Η μαζική μετακίνηση φοιτητών και καλλιτεχνών στην περιοχή συνέπεσε χρονικά με το δεύτερο κύμα μεταναστών. Και στις δύο περιπτώσεις τα φτηνά (και τα φτηνότερα) νοίκια έπαιξαν τον ρόλο τους. Χωρίς να είναι ποτέ προοδευτική, η Κυψέλη ήταν πάντοτε το στοίχημα της συνύπαρξης. Από την πρώτη γενιά μεταναστών από την Αλβανία, την Πολωνία μέχρι και σήμερα. Ενα στοίχημα που μια κερδίζεται και μια χάνεται, με όρους όχι ιδεολογίας αλλά καθημερινότητας.
Από τότε που πέταξε μακριά τα γραφεία των νεοναζί (αλλά όχι τους νεοναζί) μέχρι τα μαζικά μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες στην Αγορά της Κυψέλης, μέχρι την επάνοδο των κεκαρμένων τα χρόνια που η κρίση βάθυνε και μέχρι το σημερινό μωσαϊκό. Τα πρώτα δειλά μαγαζιά μεταναστών, τα διάφορα φαγάδικα και καφενεία τους, τα ψιλικατζίδικα των Πακιστανών, η κομμωτική των Αφρικανών γυναικών.

Γάλλος φίλος, κάτοικος Κυψέλης αστειευόταν πως η Κυψέλη έχει τη μεγαλύτερη κοινότητα Ισλανδών εκτός Ρέικιαβικ. Μια παρέα που ήρθε για residency σε μια από τις γκαλερί της Κυψέλης, της άρεσε η περιοχή και έμεινε μόνιμα φέρνοντας μαζί και φίλους. Γάλλος είναι και ο γείτονας που άνοιξε το πρώτο βιβλιοπωλείο (τα χαρτοπωλεία εξαιρούνται) στην περιοχή (αναμένουμε το δεύτερο λίγο πριν από το τέλος του 2019, λίγο μετά το τέλος της Φωκίωνος στη Δροσοπούλου). Γιατί τελικά η Κυψέλη, η Ελλάδα και ο πλανήτης Γη μπορούνε άνετα να είναι το ίδιο πράγμα.
Για όσους μεγάλωσαν εδώ το να παραμένεις σταθερός στην Κυψέλη μοιάζει περίπου με το να μετακομίζεις σε δόσεις. Οχι σε μια νέα περιοχή, αλλά σε μια καλύτερη εκδοχή της περιοχής που πάντα γνώριζες και πάντα σε θύμωνε με τον ανεξέταστο τρόπο ζωής της.
Οι πρωινοί γέροι που γκρινιάζουν, ρατσιστές και αυστηρά αρσενικοί είναι ακόμα στα καφενεία, οι γείτονες που φωνάζουν στα μπαλκόνια και οι κάγκουρες με τις κωλοφτιαγμένες εξατμίσεις είναι ακόμα εδώ. Ομως τους έχουμε συνηθίσει. Σαν συγγενή για τον οποίο ντρέπεσαι, αλλά τι να κάνεις. Τώρα κάθε βδομάδα συστήνουμε την περιοχή σε έναν νέο φίλο και κάθε τόσο ένας νέος φίλος ή μια νέα φίλη συστήνονται σε εμάς.

Αυτά τα γράφω ενώ κάθομαι σε ένα από τα πολλά καινούργια καφέ στο πάνω μέρος της Φωκίωνος. Ωρα μία και κάτι το μεσημέρι. Μπροστά μου περνούν τα παιδιά από το 26ο. Το Δημοτικό είχε πάει σήμερα εκδρομή. Δεν έχεις δει ποτέ τόση όμορφη πολυχρωμία. Παιδιά απ' όλο τον κόσμο και τελικά παιδιά από την Κυψέλη, να κρατιούνται όλα χέρι χέρι, χωρίς φιλτραρίσματα, χωρίς δεύτερες σκέψεις με την ένταση της χαράς που σπρώχνει τα παιδικά σώματα μονίμως προς τα μπρος, διαφορετικές καταγωγές που συναντιούνται στον παρόντα χρόνο της παιδικής ηλικίας και σέρνουν τις τσάντες τους προς το μέλλον.
Μου θυμίζουν πως πρέπει να πάρω τον γιο μου από το νηπιαγωγείο, λίγο πάνω από την πλατεία. Είναι και αυτός ένας νέος Κυψελιώτης.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Το αεροδρόμιο ως δυστοπία



Νομίζω πως μπορώ να περάσω πολλές ώρες σε ένα αεροδρόμιο. Η φασαρία του είναι αναιμική σαν ησυχία. Καθετί υπάρχει σε κίνηση. Ολα περνούν βιαστικά. Κανείς, τίποτα δεν θα επιμείνει. Ο χώρος καταπίνει τα πάντα. Μαζί και τον χρόνο. Μπορείς να διαβάσεις, να σκεφτείς. Καθετί είναι τόσο βαρετό που θα αρνηθεί να σε αποσπάσει. Αμα όμως ξεμείνεις για λίγο περισσότερο, κάτι ξαφνικά αλλάζει.
Ο χώρος γίνεται διακριτός, αναγνωρίσιμος. Τα σημεία υπάρχουν σε συγκεκριμένες, αμετακίνητες συντεταγμένες. Το θολό τοπίο χαρτογραφείται από μόνο του. Παίρνει τη διάσταση κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που λήγει με την αναχώρησή σου. Αυτό που μένει είναι η αίσθηση που σου άφησε η αναπάντεχη κοινωνία. Το κατοικημένο ενδεχόμενο. Η πικρή γεύση μιας άβολης μεταφοράς. Μια μεταφορά δυστοπίας. Η κοινωνία οργανωμένη ως αεροδρόμιο.

Τα πάντα εδώ στέκουν οριοθετημένα, λειτουργικά. Καθετί εδώ ταυτίζεται με τον σκοπό του. Δεν υπάρχει ελεύθερος χώρος, όπως δεν υπάρχει ελεύθερος χρόνος. Καθετί οφείλει να εξοικονομεί. Εδαφος, ενέργεια, δευτερόλεπτα. Ενας χώρος ολοκληρωτικά οργανωμένος. Χωρίς κενά, χωρίς αποστάσεις να περισσεύουν. Ενας διαρκής διάδρομος σύντομου χρόνου.
Το αεροδρόμιο είναι κωδικοποιημένο με τέτοιο τρόπο ώστε να θυμίζει το αντίθετο του ταξιδιού. Να το αναδεικνύει, να το απαλλάσσει από δεύτερες σκέψεις. Γεωμετρικό και απωθητικό, το αεροδρόμιο σε σπρώχνει προς την πτήση.
Κουρδισμένο στη φοβία της εποχής. Περιφρουρημένο, καταγεγραμμένο. Μια περιοχή που διαρκώς ελέγχει τις διαστάσεις της, που επιβεβαιώνει τα σύνορά της. Υπόδειγμα εθελούσιας άρσης των ελευθεριών στο όνομα της ασφάλειας. Διαχωρισμένο πάντοτε σε δύο αυστηρά μέρη. Αυτό πριν και αυτό μετά τον έλεγχο. Αν και ο έλεγχος είναι ο μόνος πραγματικός τόπος στον οποίο κατοικούν τα σώματα του αεροδρομίου.
Εδώ περπατάς διάφανος, διαπερασμένος από βλέμματα της κάμερας, χέρια που ψάχνουν τα πράγματά σου, το σώμα σου. Και μονίμως αυτός ο φόβος όταν περνάς μέσα από τον έλεγχο πως ίσως κάτι να ξέχασες, ίσως κάτι να έκανες, ίσως τελικά να είσαι ένοχος άνευ όρων. Και αν όχι εσύ, τότε αυτός που έρχεται μετά από εσένα. Η καχυποψία ως μόνο νόμιμο κοινωνικό αντανακλαστικό.
Το αεροδρόμιο είναι μια διαρκής υπενθύμιση πως τίποτα δεν σου ανήκει. Οι τσάντες μπορεί να χαθούν, τα χαρτιά σου να ακυρωθούν, ο αέρας που αναπνέεις είναι φιλτραρισμένος από χίλιες άλλες καθημερινές ανάσες. Εδώ όλα είναι κοινόχρηστα. Μοιράζεσαι για λίγο τα πάντα με ανθρώπους που δεν ξέρεις την όψη τους. Καθετί υπάρχει για να στρέψει το βλέμμα σου αλλού. Ετσι ώστε να μην παραδεχτείς αυτό που το αεροδρόμιο όντως είναι. Μια ατελείωτη ουρά -όμοια με γραμμή παραγωγής- που δείχνει προς την κατεύθυνση που επιθυμείς να βρεθείς.
Γρήγορο φαγητό, βιαστικές αγορές, δώρα της τελευταίας στιγμής μπας και σώσεις κάτι από τις προσδοκίες αυτών που σε περιμένουν. Ολα τα αεροδρόμια μιλούν την ίδια γλώσσα. Διεθνοποιημένες κατασκευές χωρίς χαρακτήρα, παραλλαγές της ίδιας αποστειρωμένης συμμετρίας. Μόνο λίγα ψήγματα εντοπιότητας στα προϊόντα που πουλιούνται ως απόδειξη της παρουσίας σου στις συγκεκριμένες συντεταγμένες. Σαλάμια και τυριά, αρκουδάκια και σοκολατάκια. Αυτά αρκούν για να ορίσουν την ταυτότητα.
Εδώ όλοι είμαστε περαστικοί. Δεν συνάπτουμε σχέσεις. Μόνο φευγαλέα χαμόγελα και αναιμικά «συγγνώμη να περάσω». Εδώ οφείλεις να είσαι παροδικός. Οφείλεις να έχει συναίσθηση της παροδικότητάς σου. Ακόμα κι αν ξεμείνεις σε κάποια αλλαγή για ώρα συνήθως απαγορεύεται να ξαπλώσεις σε κάποιο κάθισμα, να δείξεις πως υπάρχεις για λίγο περισσότερο.
Αν και το αεροδρόμιο προσπαθεί να σε πείσει πως είναι το πρώτο βήμα για την πτήση, στην πραγματικότητα στέκει ως ενσάρκωση της πτώσης. Πτώση σε έναν ρεαλισμό ελέγχου, κατανάλωσης και ανίας. Πτώση σε μια πραγματικότητα δυστοπίας, οργάνωσης και ανθρώπινης απεντόμωσης. Πτώση τελικά εντός της ιδέας της παροδικότητας. Και κατοχύρωσή της ως μόνης νόμιμης αποσκευής. Κάθε αεροδρόμιο καταλήγει να επικυρώνει το πόσο σύντομο είναι το κάθε ταξίδι. Γιατί εδώ οφείλεις να έχεις συναίσθηση της παροδικότητάς σου. Εδώ οφείλεις να είσαι περαστικός.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Basket Case: Ο Γιάννη Αντετοκούνμπο και η πορεία προς τον ουρανό




Η ιστορία του Γιάννη Αντετοκούνμπο, του νεαρού μετανάστη από τη Νιγηρία, που ξεκίνησε πουλώντας ρολόγια και γυαλιά ηλίου στα φανάρια της Αθήνας στα 16 του χρόνια και σήμερα στα 24 του, παρουσιάζεται ως βασικός υποψήφιος για MVP του NBA, μοιάζει με μια ιστορία επιτυχίας και ονείρου. Ως μια από αυτές τις ανθρώπινες ιστορίες που μοιάζουν να αντιγράφουν την άτοπη αισιοδοξία των χολιγουντιανών ταινιών  κάνοντάς σε να ταυτίζεσαι, να πιστεύεις και να συνεχίζεις να προσπαθείς παρ όλες τις αντιξοότητες. Τηλεοπτικά αφιερώματα, σελίδες σε αθλητικά περιοδικά και εφημερίδες, αφηγήσεις σε κάθε σημείο του κόσμου διαδίδουν την ιστορία του Greek Freak. Την ταπεινή του καταγωγή, την εκτίναξή του στην κορυφή του αθλητικού κόσμου. Και εδώ στην Ελλάδα μαθαίνουμε να ενθουσιαζόμαστε με το απροσδόκητο, με αυτό το παιδί που ήρθε από το πουθενά και κατευθύνεται προς το πάντα και το παντού, ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο, χαράζοντας νέες διαδρομές σε απάτητες εκτάσεις. Μαζί μας και αυτοί που πιστεύουν πως ο νεαρός δεν ταιριάζει στις περιγραφές τους για το πώς αντιλαμβάνονται τον Έλληνα. Αλλά από την άλλη δεν μπορούν να αποφύγουν την επιθυμία να ταυτιστούν και να χαρούν τις δικές του επιτυχίες ως κάτι που αφορά και τους ίδιους. Έχει γεννηθεί μια συνθήκη αυθορμητισμού που υπερπηδά προκαταλήψεις, αγκυλώσεις και στερεότυπα,  μια συνθήκη γεννημένη –όχι τόσο από τις επιτυχίες του Γιάννη Αντετοκούνμπο- όσο από τον υπέροχο τρόπο του παιχνιδιού του, την ταχύτητα που παρασέρνει τα πάντα, την κλήση του σώματος προς ένα ατελείωτο Εμπρός, τον καταιγισμό μυών, ευελιξίας και φαντασίας προς ένα σύνολο που κάνει μια αθλητική φάση να μεταμορφώνεται σε τέχνη. Μπροστά σε αυτές τις εικόνες δεν μπορούν να υπάρχουν υποσημειώσεις, δεύτερες σκέψεις ή ενστάσεις. Εδώ το σώμα είναι μουσική.
Η ιστορία του ελληνικού μπάσκετ των τελευταίων δεκαετιών είναι μια από τις ελάχιστες ομαδικές ιστορίες προσδοκίας και επιτυχίας στη χώρα. Και δεν εννοώ αποκλειστικά στο αθλητικό επίπεδο. Εννοώ κυρίως όλα τα άλλα. Η ιστορία του Γιάννη Αντετοκούνμπο δεν ταυτίζεται με αυτή του ελληνικού μπάσκετ. Ξεκινά από αυτό που περισσεύει. Από το περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας. Και γι αυτό είναι η μόνη ικανή ιστορία ώστε να δείξει την κοινωνία αυτή στην ολότητά της. Συμπεριλαμβάνοντας τα όρια και τα περιθώρια. Είναι μια κίνηση συμφιλίωσης της ελληνικής κοινωνίας με τον εαυτό της.

Το παιχνίδι σε αυτή την μεριά του κόσμου


[Κάπου σ ένα γήπεδο μπάσκετ στην Αθήνα, κάπου στις αρχές και τα τέλη του ’90, στραβό καλάθι χωρίς διχτάκι και ένα ξεδοντιασμένο κασετόφωνο, με το ένα μόνο ηχείο να δουλεύει. Και το μόνο που ξέραμε λίγοι παίχτες του NBA, τους περισσότερους από κάρτες φανταχτερές και κάτι ευρωπαίους λιγότερο μυθικούς και ενώ μπαίνεις για μπάσιμο ψιθυρίζεις πάντα το όνομα τους γιατί εσύ ήσουν αυτός για μια στιγμή ολόκληρη περιμένοντας την μπάλα να καταλήξει μέσα και το μόνο που καταλαβαίναμε λίγους στίχους grunge ή Ροκ γενικά (ξένα τα λέγανε τότε εκείνοι που δεν μας συμπαθούσαν), λίγους στίχους, γιατί τις περισσότερες λέξεις το απόγευμα το φροντιστήριο δεν τις δίδασκε, άλλωστε είχαμε κάνει κοπάνα από εκεί για να παίξουμε μπάσκετ. Ηλικία ανορθόγραφη, κοπάνα από εκείνο το αφόρητο που μίλαγε σαν τους γονείς μας και κούναγε το δάχτυλο σαν τον γυμνασιάρχη. Και για όσο τα ριφ των τραγουδιών επαναλαμβάνονταν, ήσουν ελεύθερος και το πρωινό ξύπνημα ένα χλωμό αστείο…]

«Τυρί φέτα, τον Νίκο Γκάλη και ποιητές». Με αυτή την απάντηση συνήθιζα να ξεκινώ τα σεμινάρια ποίησης που παρέδιδα σε μαθητές σχολείων τα τελευταία χρόνια. Η ερώτηση που κρύβεται πίσω από αυτή την απάντηση ήταν απλή: « Τι παράγει η Ελλάδα;». Η ερώτηση βέβαια είναι πιο ύπουλη από αυτό που φανερώνει η απλή της διατύπωση. Ειδικά όταν έχει ειπωθεί για να λάβει την απάντηση: «τίποτα». Ήταν ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα διατυπωμένο τόσο από τους «δανειστές» της ελληνικής οικονομίας όσο και από την εγχώρια ηχώ τους, τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους που υπερασπίστηκαν μια ατελείωτη λιτότητα, μια σειρά περικοπών θέσεων εργασία και εργασιακών δικαιωμάτων των πολιτών. Η πίστη πως η χώρα έχει σταματήσει να δημιουργεί πρωτογενή πλούτο και στην πραγματικότητα ζει από υπηρεσίες, τουρισμό και δανεισμό. Η βάση πάνω στην οποία χτίστηκε ο μύθος του τεμπέλη Έλληνα και στη συνέχεια του τεμπέλη νοτιοευρωπαίου.  Η απάντηση ήταν μια περήφανη –και ελαφρώς εξυπνακίστικη- στάση απέναντι στην αφήγηση που περιέγραφε έναν ολόκληρο λαό (τον ελληνικό στην συγκεκριμένη περίπτωση) ως τεμπέλη και άχρηστο, μόνο υπεύθυνο για όλα τα κακά που του συνέβαιναν την περίοδο της κρίσης. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα τέχνασμα ώστε να κερδίσω τα παιδιά σε σχέση με την ποίηση και τους ποιητές συνδέοντάς τα με το μπάσκετ. Η αρχή μιας κουβέντας που θα κράταγε για αρκετές συναντήσεις.
Σήμερα που ξαναβλέπω την πρόταση εξακολουθώ να τη βρίσκω αληθινή. Δεν είναι όμως η φέτα αυτή που τραβάει την προσοχή μου. Και η ποίηση είναι μια υπόθεση για μια άλλη συζήτηση. Το μυαλό μου σταματά στον Νίκο Γκάλη. Ίσως τον σημαντικότερο Έλληνα αθλητή του προηγούμενου αιώνα. Ο Νίκος Γκάλης είναι το ελληνικό μπάσκετ. Ακόμα περισσότερο είναι αυτό που διαχωρίζει το ελληνικό μπάσκετ από όλα τα υπόλοιπα ομαδικά αθλήματα. Μια φιγούρα σιωπηλή, με πολύ ταλέντο και ακόμα περισσότερη εργατικότητα. Ο άνθρωπος που κατάφερε να πείσει τις γενιές των πιτσιρικάδων που τον είδαν να παίζει (και αυτές που τις διαδέχτηκαν) να ασχοληθούν με το μπάσκετ. Ο άνθρωπος που κέρδισε το ευρωμπάσκετ το 87, υπήρξε μέχρι πρόσφατα πρώτος σκόρερ στην ιστορία του θεσμού, ενώ το 2017 εντάχθηκε στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame.
Πριν το 1987 ήταν πολύ λίγοι αυτοί που θα προτιμούσαν το μπάσκετ από το ποδόσφαιρο. Σήμερα το ποδόσφαιρο παραμένει το κυρίαρχο άθλημα, αλλά το μπάσκετ ακολουθεί σε μικρή απόσταση. Και ακόμα πιο έντονα κυριαρχεί η αίσθηση πως όντως υπάρχουν καλοί Έλληνες παίχτες του μπάσκετ, παίχτες που μπορούν να σταθούν με αξιώσεις σε οποιοδήποτε γήπεδο του πλανήτη. Σε αντίθεση με τους μέτριους Έλληνες ποδοσφαιριστές, οι Έλληνες μπασκετμπολίστες μπορούν να σταθούν στην πρώτη γραμμή του παγκόσμιου μπάσκετ. Αυτό δείχνει το δεύτερο ευρωμπάσκετ που κέρδισε η Ελλάδα το 2005, η νίκη στο παγκόσμιο κύπελλο του 2006 στη Σαιτάμα της Ιαπωνίας επί των Ηνωμένων Πολιτειών στον ημιτελικό, τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού, οι καριέρες και οι αποδόσεις του Σπανούλη, του Παπαλουκά και του Δημήτρη Διαμαντίδη.
Η αλήθεια είναι πως η ιστορία του ελληνικού μπάσκετ μοιάζει να συνομιλεί με πολλές διαφορετικές πτυχές της ελληνικής πραγματικότητας. Ας πούμε με την αστικοποίηση και την μεγέθυνση της Αθήνας τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο πληθυσμός της πρωτεύουσας εκτινάχθηκε τις δεκαετίες του 60 και του 70. Όλο και περισσότερες οικογένειες μεταφέρθηκαν από την επαρχία στην Αθήνα ψάχνοντας δουλειά. Οι πολυκατοικίες που χτίστηκαν για να στεγάσουν τον πληθυσμό αυτό κάλυψαν τα κενά τμήματα της πόλης, τις αλάνες όπου οι παλαιότερες γενιές μάθαιναν ποδόσφαιρο. Σήμερα βρίσκεις στην Αθήνα πιο εύκολα μια μπασκέτα από ένα τέρμα. Κάθε γειτονιά έχει και το δικό της μικρό γήπεδο μπάσκετ.  Σε ένα από αυτά τα γήπεδα στη γειτονιά των Σεπολίων έπαιξε τα πρώτα το παιχνίδια και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο.
Οι Γονείς του ήρθαν στην Ελλάδα τρία χρόνια πριν τη γέννησή του, το 1991, από το Λάγος της Νιγηρίας.  Αν και ο Αντετοκούνμπο και τα 3 αδέρφια του γεννηθήκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα, δεν απέκτησαν αυτόματα το δικαίωμα της ελληνικής ιθαγένειας. Έως την ηλικία των 18 ετών, ο Αντετοκούνμπο δεν είχε επίσημα έγγραφα και δεν ήταν πολίτης ούτε της Ελλάδας ούτε της Νιγηρίας. Μέχρι πρόσφατα (2017) τα παιδιά των μεταναστών που γεννιόντουσαν στην Ελλάδα ήταν νεογέννητα φαντάσματα. Δεν μπορούσαν να πάρουν ιθαγένεια από τη χώρα καταγωγής τους, ενώ η δική μας χώρα τους γύριζε την πλάτη.

Η ταυτότητα ως επιβράβευση




[…Μιμήθηκες αστέρες και ψιθύρισες το όνομά τους λάθος, αλλά τους πανηγυρισμούς τους στην εντέλεια. Barkley, Kevin Johnson, ‘’And I swear that I don't have a gun’’, Horace Grant, Penny Hardaway, ‘’ you want it all but you can’t have it, it s in your face but you can’t grab it’’ Predrag Danilović, Stojko Vranković ‘’this is what you get when you mess with us’’, μίξη τυχαία και ακανόνιστη αλλά πάντα εύστοχη στην χωρίς κριτήρια διάθεσή μας. Κάθε κομμάτι έλεγε την αλήθεια, αρκεί να μην θύμιζε ό τι σε πίεζε ό τι σε έπνιγε. Και ίδρωνες όχι για να βρεις το δρόμο σου σ αυτή την δύσκολή ζωή (μαλακίες) αλλά απλά για να νοιώσεις ζωντανός…]

‘‘Θέλω να σ’ ευχαριστήσω και να σου πω ότι είναι μεγάλη συγκίνηση, όλος ο ελληνικός λαός έχει δει το πόσο αγωνίστηκες από μικρό παιδί, για να βοηθήσεις τα αδέλφια σου και έχεις γίνει παράδειγμα για πολλούς. Και θέλω να σου πω με μεγάλη συγκίνηση και κάτι ακόμα: Να το βγάλω, όπως το αισθάνομαι: Εύχομαι στην Αμερική να τους τρελάνεις με τα καρφώματά σου. Να είστε καλά, να είστε δυνατοί. Και ήθελα να ξέρετε ότι για μας είναι μια μέρα χαράς που σε βλέπουμε και όλη η Ελλάδα είναι πολύ συγκινημένη μαζί σου. Ευχαριστούμε εκεί που σηκώσατε τη σημαία με τον αδελφό σου. Τους δείξατε έξω και λίγο Ελλάδα.’’ Με αυτά τα λόγια ευχήθηκε ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Αντώνης Σαμαράς στο Γιάννη Αντετοκούνμπο από το Μέγαρο Μαξίμου που τον είχε καλέσει για να τον τιμήσει. Τα λόγια αυτά θα ήταν απλώς μια τυπική κακόγουστη διεκπεραίωση ενός πρωθυπουργού που εύχεται, αν δεν ήταν υποκριτικά στα όρια της κοροϊδίας. Η κυβέρνηση Σαμαρά υπήρξε η πιο συντηρητική κυβέρνηση που πέρασε από την Ελλάδα μετά τη δικτατορία. Την περίοδο της διακυβέρνησής του οι αρχές φέρθηκαν στους πρόσφυγες και τους μετανάστες σαν να ήταν ανθρώπινα σκουπίδια. Στις ομιλίες του, ο τότε πρωθυπουργός μιλούσε διαρκώς για «την απειλή της παράνομης μετανάστευσης», ταύτιζε το σύνολο των μεταναστών με την τρομοκρατία και συχνά ξεσπούσε σε έναν λαϊκίστικο ρατσισμό λέγοντας πως «οι μετανάστες έχουν γεμίσει τα νηπιαγωγεία και οι Έλληνες δεν μπορούν να μπουν. Αυτό τέρμα.»
Η απόσταση ανάμεσα στις δηλώσεις, ανοίγει ένα χάσμα υποκρισίας που φτάνει στα όρια της σχιζοφρένειας. Ας σκεφτούμε ενάντια σε τι αγωνίστηκε ο Αντετοκούνμπο από μικρό παιδί (όπως αναφέρει στην τότε του δήλωση ο τότε πρωθυπουργός). Ουσιαστικά ενάντια σε όλη την καθημερινότητα που έπλασε η μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης του, ενάντια σε όλο τον λόγο του μίσους που περιφέρουν στις δηλώσεις του, ενάντια σε όλο το κρατικό λίπασμα πάνω στο οποίο φύτρωσαν τα αγκάθια της Χρυσής Αυγής.
Ακόμα περισσότερο όμως, η απόσταση ανάμεσα στις δύο δηλώσεις είναι ενδεικτική για τους όρους με τους οποίους η εκάστοτε εξουσία, στην Ελλάδα και αλλού αντιλαμβάνεται και διαχειρίζεται την ταυτότητα. Η ταυτότητα είναι μια επιβράβευση για τη λειτουργικότητα, για τη χρησιμότητα. Δεν είναι κατάσταση, στοιχείο ύπαρξης, δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. Είναι απλά μια μέθοδος διαχωρισμού. Ας σκεφτούμε την ταυτότητα σε αντίστροφη πορεία και πέρα από το εθνικό στοιχείο, ας μεταφερθούμε στη διάσταση του φύλου, της σεξουαλικής επιλογής, της αισθητικής, ηθικής ή πολιτικής επιλογής. Εάν δεν κριθείς λειτουργικός για τα προστάγματα της συγκεκριμένης εξουσίας, γδύνεσαι από κάθε στοιχείο προσδιορισμού, κάθε ταυτότητα σου αφαιρείται και τελικά η ύπαρξη καταλήγει να ‘ναι κάτι το σχετικό. Στην Ελλάδα των τρελαμένων απ’ τα καρφώματα πρωθυπουργών, αν είσαι οροθετικός, ομοφυλόφιλος, άστεγος, αναρχικός και τόσα άλλα, η κατοικία που σου αντιστοιχεί είναι ένας ανώνυμος μη-τόπος: τα συρματοπλέγματα του Έβρου και ο πάτος του Αιγαίου.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ευτύχησε να γεννηθεί με ένα σπάνιο ταλέντο. Τόσο σπάνιο που ανάγκασε ακόμα και τους ακροδεξιούς –τότε- κυβερνώντες να κάνουν τα στραβά μάτια, να φοβηθούν τον διεθνή διασυρμό (που ήδη είχε ξεκινήσει) και να του δώσουν την ιθαγένεια. Η ιστορία του Greek Freak οφείλει να είναι πάντοτε μια υπενθύμιση των δυσκολιών που οι μετανάστες αντιμετωπίζουν στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

The Freak

[…Στα γήπεδα αυτά ο χρόνος είναι τόσο λεπτός που σχεδόν εξατμίζεται και τα όνειρα ποτέ όνειρα αλλά πραγματικότητες βιωμένες, γεμίζουν γήπεδα μπάσκετ και αίθουσες συναυλιών ταυτόχρονα, σε ένα μέλλον αχανές και στιγμιαίο, ακαθόριστο και τέλεια συγκεκριμένο. Και ήσουν ο Michael Jordan, όσο και ο Kurt Cobain, την ίδια στιγμή, για όσο διαρκεί ένα τραγούδι, η μια κακοσυντονισμένη επίθεση. Μα ενώ μεγαλώνεις πατάς όλο και συχνότερα τα κορδόνια σου. Here are the young men, the weight on their shoulders, here are the young men, well where have they been…]

Η ιστορία ενός Ελληνονιγηριανού ο οποίος μέσα σε πέντε χρόνια κατάφερε από την άσημη ελληνική δεύτερη κατηγορίαtoy μπάσκετ να γίνει σημαία μιας ομάδας και μιας πόλης, παίκτης franchise των Milwaukee Bucks και ενδεχομένος MVP  μοιάζει σχεδόν εκτός των ορίων της λογικής, σαν να υιοθετεί την αισιοδοξία της πλοκή μιας σαπουνόπερας ή ενός παραμυθιού, σαν να μην μπορεί να εξηγηθεί. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές οι Bucks είναι πρώτοι σε ολόκληρο το NBA, τα εισιτήρια των αγώνων τους είναι ανάρπαστα ενώ μόλις έχτυσαν ένα καινούριο γήπεδο μεγαλύτερης χωρητικότητας. Γύρω από το γήπεδο ανοίγουν μαγαζιά και εστιατόρια, νέες θέσεις εργασίας γεννιούνται και όλο αυτή η ανοδική αφήγηση έχει παντού πάνω της γραμμένο το όνομα του Greek Freak. Αυτό ακριβώς όμως που είναι σημαντικό είναι ότι η διαδρομή αυτή είναι απολύτως εξηγήσιμη, ορατή, εύκολα ανιχνεύσιμη. Γνωστή βήμα προς βήμα, κατάκτηση προς κατάκτηση.
Γιατί μπορεί για τον υπόλοιπο κόσμο ο Αντετοκούνμπο να είναι το Next Big Thing του NBA, ένας παίκτης που αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού. Σε μια εποχή που τα μεγάλα κορμιά των center εκλείπουν και κυριαρχεί η ταχύτητα και η ευστοχία των βραχύσωμων guard, το παιχνίδι του Γιάννη κινείται ακριβώς αντίθετα. Ένας παίκτης με σωματική δομή τέτοια ώστε να μπορεί να παίξει ουσιαστικά σε όλες τις θέσεις, είναι σήμερα ο ψηλότερος guard στην ιστορία του NBA. Εκεί που άλλοι guard θα στηριχθούν στο τρίποντο, αυτός θα αντιπροτείνει τη διείσδυση και τον αιφνιδιασμό. Θυμίζοντας σε μέγεθος τον Magic Johnson και σε εκρηκτικότητα τον Lebron James, ο Γιάννης αποτελεί ήδη ένα μπασκετικό φαινόμενο.
Για εμάς εδώ στην Ελλάδα όμως είναι πολύ περισσότερα. Είναι ένας άνθρωπος που καταφέρνει να ενσαρκώσει τις αντιφάσεις μιας ολόκληρης κοινωνίας και να τις στρέψει προς μια θετική κατεύθυνση. Χωρίς δηλώσεις ή μανιφέστα, απλώς με το παράδειγμά του, απλώς με το όμορφο παιχνίδι. Μιας κοινωνίας ικανής να σε εκπλήξει θετικά ή αρνητικά με την παράδοξη φιλοξενία της ή τον παράλογο ρατσισμό της.
Για εμάς εδώ ίσως να αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα όπλα απέναντι στον καθημερινό ρατσισμό, ως ένα από τα βασικά επιχειρήματα απέναντι σε μια κουβέντα που αποκλείει τα επιχειρήματα. Μπορεί ο  ναζί αρχηγός της Χρυσής Αυγής να τον αποκάλεσε πίθηκο και ο αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας να ειρωνεύτηκε την ελληνικότητά του αλλά αυτά τα ρατσιστικά ξεσπάσματα δεν καταφέρνουν να αλλάξουνε τίποτα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση τα λόγια των ακροδεξιών δεν μιλούν. Σχεδόν ούτε στους οπαδούς τους. Ακριβώς γιατί ο Αντετοκούνμπο δεν συνομιλεί με το πολιτικό αισθητήριο ή τη συγκροτημένη άποψη ενός Έλληνα, εισβάλλει στο θυμικό γεννώντας αντανακλαστική αποδοχή, διδάσκει συνύπαρξη μέσα από τον αφιλτράριστο θαυμασμό. Κάνει τη φυλετική υποκρισία να αναδιπλώνεται και να στρέφεται ενάντια στον εαυτό της. Και ακόμα και αν κάτι τέτοιο δεν θα μοιάσει ποτέ ειλικρινές, σε αυτήν ακριβώς την ανειλικρίνεια εμείς εντοπίζουμε μια νίκη. Όταν κάποιος θα προσπαθήσει να κρύψει παλιές απόψεις και δοξασίες (βλ π.χ. τον πρώην πρωθυπουργό και τους οπαδούς του) το κάνει γιατί αντιλαμβάνεται πόσο παράταιρη είναι η παλαιότερη άποψή του. Όχι μόνο αναγνωρίζει το λάθος της (ακόμη και αν συνεχίζει να πιστεύει ακόμη το ορθό της), αλλά με την υποκριτική του στάση την κατοχυρώνει ως περιθωριακή.
Ζω στην Κυψέλη, μια περιοχή της Αθήνας έκθετη στον καθημερινό ρατσισμό της μικρής κλίμακας. Κάτσε να περιμένεις πρωί στο ταχυδρομείο της πλατείας Κυψέλης για να δεις τι σημαίνει καθημερινός ρατσισμός, τα σχόλια, τις συμπεριφορές, το ύφος του ενός και του άλλου. Συχνά νιώθεις απελπισία. Περπατώντας λίγο πιο κάτω η απελπισία εξαερώνεται. Στις πλατείες της Κυψέλης βλέπεις μεικτές παρέες παιδιών να παίζουν χωρίς να ρωτάνε για καταγωγή, φυλή ή χρώμα και άλλα τέτοια. Η συνύπαρξη έχει τη φυσικότητα ενός λέι απ χωρίς αμυντικούς να σε εμποδίζουν. Είναι αυτά τα παιδιά και άλλα πολλά που θα μεγαλώσουν φορώντας μια φανέλα ενός παίκτη με ελληνικό όνομα και νιγηριανό επώνυμο.
Και το κρίσιμο ερώτημα είναι: μπορείς να γίνεις χρυσαυγίτης όταν μεγαλώνεις με το όνομα του Αντετοκούνμπο στην πλάτη;

Το μπάσκετ ως τέχνη και ως ελπίδα

[Και σήμερα πέρασες τα 30, ακούς τα ίδια συγκροτήματα και κανένας παίχτης δεν θα σε συγκινήσει ποτέ όσο ο Bodiroga, το τραγούδι σου εξίσου φάλτσο με το τρίποντό μας, κανείς μας δεν έπαιξε στο NBA, κανείς μας δεν έβγαλε δίσκο, ένας από εμάς, ο ψιλότερος, σήμερα διδάσκει σε ωδείο.]
Δεν ξέρω αν επηρεάζομαι και γω τελικά από την επέλαση του Γιάννη, αλλά πιστεύω πως υπάρχει κάτι μέσα στον ίδιο τον πυρήνα του μπάσκετ που μπορεί να σε κάνει να αισθάνεσαι αισιόδοξος. Μια δομή συνεργασίας και ανταλλαγής ικανή να σε κάνει να αλλάζεις. 
Απ’ όλα τα ομαδικά αθλήματα, το μπάσκετ, είναι το πιο ομαδικό, με μια σειρά συστημάτων και συνδυασμών που συνεχώς αυξάνονται. Η συνεργασία βρίσκεται στον πυρήνα της μπασκετικής πραγματικότητας. Όχι σαν απαίτηση ενός ανέξοδου ηθικισμού, αλλά σαν απαραίτητη προϋπόθεση και απόλυτο συμπέρασμα. Δεν υπήρξε ποτέ ομάδα που να κατάφερε κάτι στηριζόμενη σε έναν και μόνο παίχτη. Ακόμα και ο αθλητής ρεκόρ των 100 πόντων Γουίλτ Τσάμπερλεν, ενώ κατάφερε να κυριαρχήσει σε όλες τις κατηγορίες του πρωταθλήματος, δεν κατάφερε να ξεπεράσει την ομαδικότητα των Boston Celtics, του Μπιλ Ράσελ, το ίδιο το πρότυπο της ομαδικότητας κατά τις δεκαετίες του 50 και του 60. Το όριο της επιτυχίας πάντα περιελάμβανε τον πρόχειρο σοσιαλισμό της πάσας, τον συνδυασμό πολλών χεριών.
Μπορεί σε πρώτη ανάγνωση αυτό που προκαλεί τον ενθουσιασμό να είναι το εντυπωσιακό των ατομικών επιδόσεων, η ευστοχία ενός παίχτη ή το θέαμα ενός καρφώματος. Στην πραγματικότητα όμως είναι το γύρισμα της μπάλας, οι κινήσεις των παιχτών χωρίς αυτή, οι σιωπηλές γραμμές και ευθείες που δημιουργούνται μέσα στο χώρο. Αυτό που πολλαπλασιάζει την αίσθηση, είναι οι περιορισμοί. Ο χώρος που μικραίνει από την άμυνα της αντίπαλης ομάδας όσο και από τις γραμμές του γηπέδου, ο χρόνος που συρρικνώνεται από τα χρονόμετρα και τη σημασία του ρυθμού. Κάθε επίδοση γίνεται ένα επίτευγμα που συνέβη με τη συνεργασία κόντρα σε αυτό που αφαιρεί η αντίπαλη ομάδα. Η έμπνευση και ο σχεδιασμός του ενός, γίνεται ο χάρτης των πολλών και το αποτέλεσμα είναι μια πράξη συνεργασίας, που η απλή της επιτυχία συναντάται σπάνια σε άλλες πτυχές της καθημερινότητας. Η ιστορία του ενθουσιασμού γράφεται πάντα με τον ίδιο τρόπο, από τα πετυχημένα 10 δευτερόλεπτα μιας συντονισμένης προσπάθειας σε κάποιο γήπεδο απομακρυσμένο στο πουθενά μιας παρέας, μέχρι τη δυναστεία των απανωτών πρωταθλημάτων στα παρκέ της Ευρώπης ή της Αμερικής. Είναι οι πάσες αυτές που στήνουν τα γήπεδα, μετρούν τις ομάδες, κάνουν την αυστηρότητα ενός κανόνα, ελευθερία της έμπνευσης.
Μέσα στο παροδικό και το λίγο του θεάματος, μπορούμε να κερδίσουμε ένα συναίσθημα σπάνιο. Τον παιδικό ενθουσιασμό, που δεν κρίνει με αυστηρότητα αλλά με ειλικρίνεια. Το χαμόγελο μπροστά σε μια σταυρωτή τρίπλα του James Harden, σε ένα σουτ του Lebron James, ή σε μια διείσδηση του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Και πάνω απ‘ όλα τη χαρά μπροστά στην επίτευξη της συνεργασίας αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα.


(το κείμενο γράφτηκε για το ιταλικό περιοδικό The passenger των εκδόσεων Iperborea για το αφιέρωμά τους στην Ελλάδα)

Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Ανθρωποι και σκυλιά


- Κι εγώ τι θες να κάνω;
- Θέλω να θεραπεύσεις το ζώο…


Αυτό που δαγκώνει είναι ο χρόνος. Κυρίως όταν περνά χωρίς να αλλάζει και πολλά. Σαρώνοντας σταθερές κοινωνίες. Ακίνητος χώρος στο κέντρο μιας συνεχούς ροής.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Romain Gary, «Λευκός σκύλος» (εκδόσεις Ωκτάνα, σε μετάφραση Ευγενίας Γραμματικοπούλου), με τον ρατσισμό να γαβγίζει από το 1970 προς το τώρα, καταλαβαίνεις πως ο ήχος αυτός δεν έχει αλλάξει το μέταλλό του.
Ενας αδέσποτος σκύλος έρχεται να εγκατασταθεί στο σπίτι του Gary, στο Μπέβερλι Χιλς. Φιλικός και αγαθός, ο γερμανικός ποιμενικός προσαρμόζετε με τα άλλα ζώα του σπιτιού και κερδίζει τη συμπάθεια των ανθρώπων. Οταν όμως ξαφνικά βλέπει έναν Αφροαμερικανό ορμά να τον σκοτώσει. Ο σκύλος έχει εκπαιδευτεί να σκοτώνει το μαύρο χρώμα. Είναι ένα από αυτά τα «λευκά σκυλιά» του αμερικανικού Νότου, τα «συστηματικά διεφθαρμένα» ύστερα από χρόνια εκπαίδευσης ώστε να βοηθούν την αστυνομία ενάντια στους μαύρους. Το ζώο ενσαρκώνει τη σκυλίσια αγαθότητα και το ανθρώπινο μίσος, αυτό που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε ζώο.
Ο συγγραφέας προσπαθεί να διώξει τον ρατσισμό μέσα από το ζώο, να το εκπαιδεύσει από την αρχή, να το γιατρέψει, ενώ γύρω του η κοινωνία βράζει. Τα κινήματα για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων βρίσκονται στο απόγειό τους μέσα από διαφορετικές οργανώσεις, τάσεις και αυθόρμητες κινήσεις. Ο Μάλκομ X έχει δολοφονηθεί, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δολοφονείται, οι Αφροαμερικανοί αντιδρούν, ένα αίτημα για αλλαγή γίνεται απαίτηση. Μια κοινωνία βρίσκεται σε αναβρασμό προσπαθώντας να διαχειριστεί το ένοχο παρελθόν της, προσπαθώντας να ορίσει από την αρχή το χρώμα της.
Ο Gary αναλύει με επιτόπια ένταση όσα συμβαίνουν γύρω και όσα βιώνει. Η διχοτομημένη θέση του (από τη μία άνθρωπος που συμμετέχει στα γεγονότα της κοινωνίας στην οποία ζει και από την άλλη ξένος) του επιτρέπει να εμπλέκεται συναισθηματικά, αλλά ταυτόχρονα να κρίνει, να προσπαθεί να καταλάβει τα γεγονότα και όλα όσα κρύβονται πίσω από αυτά.
Με άλλα συμπεράσματα συμφωνείς, με άλλα διαφωνείς αλλά δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι η ένταση. Η ένταση στις φευγαλέες παρατηρήσεις βάθους, στους διαλόγους και τις εικόνες μιας κοινωνίας που κοχλάζει διεκδικώντας την αλλαγή.
Η πλοκή μπλέκεται με τον δοκιμιακό λόγο. Ο συγγραφέας δεν μυθολογεί, αναλύει άμεσα όλα τα κίνητρα και τις επιθυμίες και χρησιμοποιεί τα λογοτεχνικά στοιχεία ως αφορμές για στοχασμό. Ο «λευκός σκύλος» είναι ένα μυθιστόρημα σκέψεων ανάμεσα σε πρόσωπα και γεγονότα. Και ανάμεσά τους, ο σκύλος που γίνεται –χωρίς να το επιλέγει– σύμβολο όσων τον περιτριγυρίζουν.
Ο σκύλος του βιβλίου είναι το μίσος ως ενσαρκωμένη γνώση, ο ρατσισμός ως εμπεδωμένο ανακλαστικό. Ενα σύμβολο που περιέχει το παρελθόν και το παρόν. Τα συσσωρευμένα σε ένα σώμα προτάγματα του παρελθόντος, τους πρόγονους σκύλους και τους νόμιμους φόνους των δούλων στις φυτείες και μαζί τους μπάτσους που σκοτώνουν μαύρους στα γκέτο, τις καθημερινές διακρίσεις, τις Ηνωμένες Πολιτείες που δυσανασχετούν με έναν κόσμο που αλλάζει. Το βάθος του μίσους, η ζωώδης επιθετικότητα ταυτόχρονα με την παράλληλη αγαθότητά του, η εγγεγραμμένη συμπεριφορά του σώματος καθιστούν τον λευκό σκύλο σύμβολο των αντιφάσεων που γεννούν τον ρατσισμό.
Ο ρατσισμός μοιάζει ίδιος παντού. Ως ένα σκοτεινό σημείο των κοινωνιών που υπό συγκεκριμένες συνθήκες ξεσπά με παρόμοιους τρόπους, με παρόμοια θύματα μέσα στην ιστορία. Αυτό που μοιάζει ανησυχητικό είναι οι διαφορές.
Ο ρατσισμός της Αμερικής, ο ρατσισμός αυτός που αναλύει το βιβλίο, είναι ανιχνεύσιμός. Στην κοινωνία, την ιστορία, στις ίδιες τις ρίζες του αμερικανικού κράτους. Το παρόν του περιγράφεται από γεγονότα του παρελθόντος. Από δουλεμπορικά πλοία, από εκτάσεις βαμβακιού, από την Κου Κλουξ Κλαν και τους νόμους Jim Crow.
Οι δύο πλευρές έχουν μια καθαρή αναφορά σε ό,τι τους έφερε μέχρι εδώ. Μα στα δικά μας ο ρατσισμός έχει κάτι το ιστορικά τυφλό. Στερείται από πρόσφατα παραδείγματα. Μοιάζει να επινοείται από την αρχή. Κάθε φορά από την αρχή. Στα Βίλια, στην Κόνιτσα, στο κέντρο της Αθήνας.
Ο δικός μας ρατσισμός είναι ένα ζώο χωρίς την εκπαίδευση ως δικαιολογία του μίσους και της αγριότητάς του, χωρίς ένα παρελθόν να επιτάσσει το παρόν, ένα ζώο που βηματίζει στο ματωμένο άγνωστο με βήματα γνωστά.
Και τι είναι τώρα αυτά τα βήματα που γαβγίζουν έξω από την πόρτα;

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

Θάνατος είναι οι ευρωβουλευτές που καθαρίζουνε κρεμμύδια



ΠΡΕ(ΒΕ)ΖΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Δώστε μου λίγη
Πρέ(βε)ζα θανάτου
Θωμάς Ιωάννου, «Ιπποκράτους 15», Σαιξπηρικόν, 2011


Για τους Αρίστους η αγωνία, η απελπισία, η αυτοκτονία μπορούν να είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της κακής θέας. Μια άσχημη πόλη, μια άσχημη γριά, μια άσχημη σκέψη οπλίζουν τα χέρια των Αρίστων επιβάλλοντας αυτοχειρία. Το «μα μου χαλάει την αισθητική» για έναν πραγματικό Άριστο ταυτίζεται με το «μου χαλάει τη ζωή». Τόσο αφοσιωμένοι στην αισθητική, οι Άριστοι προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια χώρα που συνεχώς τους πληγώνει με τα ατοπήματά της. Η κακή αισθητική, εδώ στο κάτω άκρο της βαλκανικής, οδήγησε τόσους και τόσους Αρίστους στην ηθελημένη αναχώρηση. Παράδοξο σε αυτή την παράδοση βαλκανικού χαρακίρι αποτελούσε πάντοτε ο Κώστας Καρυωτάκης. Και αυτό γιατί ενώ μετατέθηκε δυσμενώς σε μια όμορφη πόλη όπως η Πρέβεζα, αυτός επέμενε στην αυτοκτονία, προσπαθώντας αρκετά μέχρι το γνωστό αποτέλεσμα: να αυτοκτονήσει. Όχι μόνο αυτό, αλλά μέσα στην ακατανόητη παραζάλη του, ο ποιητής άφησε πίσω του διάφορες κατηγορίες σε ένα ποίημα που θα μείνει χαραγμένο στην ιστορία για την αστοχία του. Γιατί πώς αλλιώς μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει ένα ποίημα, που όχι μόνο τα βάζει χωρίς εμφανή αιτία με την όμορφη πόλη της Πρέβεζας, αλλά ταυτόχρονα λοιδορεί ένα σωρό στοιχεία του νεοελληνικού μας βίου; Τα ονόματα της ένδοξης ελληνικής μας ιστορίας στους όμορφους δρόμους μας και τα γραφικά σοκάκια και καλντερίμια (που ο «ποιητής» αποκαλεί λερά και ασήμαντα), τον προνοητικό αστυνόμο που πράττει υπεύθυνα απέναντι στην ελλειπή μερίδα που του σερβίρουν (μπα κύριε Καρυωτάκη, μήπως είναι «θάνατος» και ο ευσυνείδητος πωλητής που κόβει αποδείξεις για μια τυρόπιτα;) και κυρίως τον ήλιο μας (ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους, θα γράψει ο συφοριασμένος), τον ήλιο αυτό που ο ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης ονόμασε «Ηλιάτορα», καθώς επίσης και «πρώτο».
Δεν μπορούμε, λοιπόν, παρά να συμφωνήσουμε με τη συντρόφισσα και πρωθιέρεια Βίκυ Φλέσσα και την ειλικρινή της απορία κατά την προεκλογική της επίσκεψη στην Πρέβεζα: «Χαίρομαι πολύ που είμαι στην Ήπειρο. Ξεκινάω από εδώ την προεκλογική μου περιοδεία. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ο Καρυωτάκης ήταν τόσο πολύ λυπημένος για να είμαι ειλικρινής, σε αυτή την υπέροχη πόλη».

Φυσικά το πρόβλημα δεν είναι η αρλούμπα. Οι Έλληνες πολιτικοί από κάθε παράταξη συχνά χρησιμοποιούν την ποίηση ως άσκηση κακοποίησης. Για να εντυπωσιάσουν, για να δώσουν βάθος στην κοινοτοπία, για να ενδυθούν με επιχειρήματα την τήβεννο του ειδικού των λέξεων, άρα κατ’ επέκταση και τους κλειδούχους της αλήθειας. Αυτό που νομίζω πως έχει σημασία στην περίπτωση της Βίκυς Φλέσσας είναι το πώς η ίδια τοποθέτησε τον εαυτό της ως έναν κλειδούχο της πολιτιστικής αλήθειας, από τότε που ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά της μέσα από δηλώσεις και σχόλιά της. Ουσιαστικά βρισκόμαστε μπροστά σε μια έκφανση της αριστείας (όχι στη γενικότητά της, αλλά συγκεκριμένα όπως εκφράζεται και ασκείται από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας) στο επίπεδο του πολιτισμού. Μια έκφανση που κουνάει το δάχτυλο, ταυτίζει το κλασσικό με το συντηρητικό και το κοινώς αποδεκτό και όταν πάει να γίνει συγκεκριμένη, αποκαλύπτει εκκωφαντικά το κενό της. Αοριστολογίες, πόζες και τηλεοπτικά πλάνα, η κοινοτοπία ως ιερό καθήκον, η εκκλησία ως πολιτιστικός και ταυτοτικός φάρος χωρίς επιλογή αποχής, η αρχαία Ελλάδα ειπωμένη ως ένα σχολικό εγχειρίδιο στο σχήμα μιας υποχρεωτικής χώρας. Η παιδεία και ο πολιτισμός ως μόνιμη τιμωρία ενός άρχοντα-γυμνασιάρχη στους υπηκόους του. Και από το βάθος τους ο ψίθυρος: «θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι/ κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα».
Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη δεν αποτελεί ένα τυχαίο γεγονός, θα μπορούσαμε να πούμε πως δεν αποτελεί καν επιλογή. Άσχετα με το γεγονός καθ’ εαυτό και με το τι σημαίνει για το βίο ενός ανθρώπου, η αυτοκτονία του Καρυωτάκη έδωσε αναδρομικά στην ποίησή του το βάθος της αγωνίας και την έκταση της απελπισίας. Έκανε την ειρωνεία του ακόμα πιο αιχμηρή, τα υπαρξιακά αδιέξοδα ακόμα πιο έντονα. Περιέγραψε ως πράξη-σύμβολο το σύνολο του μεσοπολέμου και όρισε την ελληνική ποίηση των κατοπινών γενιών ως μια θητεία θανάτου.
Η δύσκολη κληρονομιά του Κώστα Καρυωτάκη παραμένει άταφη, παρά τα πλαστικά άνθη που ορισμένοι επιμένουν να της πετούν κατάμουτρα.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Η Παναγία χωρίς Παρίσι





Χίλιες φωτογραφικές μηχανές δεν είναι ικανές να υπερασπιστούν ούτε μια σπιθαμή μαρμάρου. Χίλιες πόζες όρθιες δεν είναι ικανές να κρατήσουν όρθιο ούτε ένα δοκάρι. Χίλια φλας ακονισμένα σε κινητά δεν είναι ικανά να διαπραγματευτούν μισό βήμα της φλόγας.

Η καταστροφή της Παναγίας των Παρισίων δεν συνομιλεί με την αισθητική, την αρχιτεκτονική, την τέχνη. Δεν προκαλεί συγκίνηση λόγω της τέχνης, της θρησκείας, της ιστορίας. Δεν απευθύνεται σε αυτούς που την έζησαν έντονα, σε αυτούς που την επισκέφτηκαν, ή σε αυτούς που δεν πρόλαβαν να τη δουν ποτέ από κοντά.
Ενώ εμπεριέχει όλα αυτά τα στοιχεία και όλες αυτές τις απώλειες, η καταστροφή συνομιλεί με κάτι βαθύτερο. Με τη δημιουργία των συμβόλων του πολιτισμού που τελικά ταυτίζονται με τον ίδιο τον πολιτισμό. Με την κλίμακα της ομορφιάς που ορίζεται από τις σταθερές του. Με τα αναγνωρίσιμα σημεία του πλανήτη που ορίζουν τη διαφορά και ταυτόχρονα την οικουμενικότητα.
Η καμένη Παναγία των Παρισίων είναι και αυτή ένα σύμβολο. Ενα βίαιο, ένα απότομο νέο σύμβολο. Και αυτό που προκαλεί τρόμο είναι το γεγονός πως η αποκωδικοποίηση του συμβόλου δεν είναι άμεσα ανιχνεύσιμη. Οι εικόνες της καταστροφής στέκουν εκεί, γιορτάζοντας την ίδια την καταστροφή, τον κύκλο της ζωής που κλείνει, την αναπότρεπτη φθορά όλων των πραγμάτων.
Η καμένη Παναγία των Παρισίων, μέσα από το μέγεθος της καταστροφής αλλά και του ίδιου το οικοδομήματος, μέσα από την αναγνωρισιμότητα του παλιού της εαυτού και μέσα από την καταγραφή κάθε δευτερολέπτου της καταστροφής γίνεται ένα σύμβολο τέλους. Μια βεβαιότητα. Μία κατάφαση στη συντριβή ανεξάρτητα από την ομορφιά, το μέγεθος και τη σημασία. Η κατεστραμμένη Παναγία των Παρισίων γίνεται η ίδια η καταστροφή.
Οι εικόνες της ζωντανής σύνδεσης του BBC, ή του TV5 (γιατί ως γνωστόν τα ελληνικά κανάλια ήταν απασχολημένα με σοβαρότερα θέματα) κουβαλούσαν ένα δύσκολο βάρος. Το βάρος της θέασης της ιστορίας, αυτή την άμεση αντίληψη πως αυτό που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια σου έχει μια σημασία που σε ξεπερνά. Εσένα, την καθημερινότητά σου, τα προβλήματά σου. Η συμπύκνωση της εικόνας είχε κάτι το συντριπτικό. Η μόνη παρόμοια αίσθηση που μπορώ να θυμηθώ ήταν η εικόνα των Δίδυμων Πύργων να καίγονται σε ζωντανή σύνδεση.
Οπως και τότε, έτσι και τώρα, το απότομο βήμα του συμπυκνωμένου χρόνου ακουγόταν βαρύ. Με μια διαφορά. Ακριβώς λόγω της δυνατότητας πολιτικής ανάλυσης και των ξεκάθαρων αιτιών του γεγονότος, η ανθρώπινη βούληση ήταν ορατή σε κάθε πλάνο της 11ης Σεπτεμβρίου. Και ξέρω πως και στην περίπτωση της Παναγίας των Παρισίων υπάρχουν αίτια, πως μπορούμε να μιλήσουμε για τις περικοπές σε σχέση με τον ναό, ή για τους όρους με τους οποίους γινόταν η συντήρηση αλλά πιστεύω πως δεν έχει την ίδια σημασία. Το παράλογο εισέβαλε απότομα στο γεγονός χωρίς να επιτρέπει κάτι περισσότερο από το δέος απέναντι στο ακατανόητο. Ενα σύμβολο παραλόγου έκανε την εμφάνισή του στο κέντρο του Παρισιού.
Αν ο ναός επισκευαστεί, αυτό θα γίνει κυρίως για να παύσει το νέο σύμβολο. Για να καθησυχαστούμε, για να αισθανθούμε πως όλα διορθώνονται, πως η ιστορία υπάρχει χωρίς κενά και πως όλα συνεχίζουν όμοια.

Στον πρόλογό του στην «Παναγία των Παρισίων», ο Βικτόρ Ουγκό, ο άνθρωπος που καθιέρωσε τον ναό ως σύμβολο της ανθρωπότητας, περιγράφει πως αφορμή για το μυθιστόρημα στάθηκε η στιγμή που κατά την επίσκεψή του στον ναό παρατήρησε μια λέξη χαραγμένη στον τοίχο του ναού, μια λέξη γραμμένη με κεφαλαίους, ελληνικούς χαρακτήρες. Η λέξη αυτή ήταν η λέξη ΑΝΑΓΚΗ.
Ο συγγραφέας μάς ενημερώνει για την τύχη αυτής της λέξης, μιλώντας –τελικά– με τρόπο προφητικό, ενώνοντας τη μοίρα, τον χρόνο και τη δημιουργία με τις ανάγκες των πραγμάτων:
«Ετσι, εκτός απ’ τη φευγαλέα ανάμνηση που της αφιερώνει εδώ ο συγγραφέας ετούτου του βιβλίου, δεν απομένει τίποτα πια σήμερα απ’ τη μυστηριακή λέξη τη χαραγμένη στον σκοτεινό πύργο της Παναγίας, τίποτε απ' το άγνωστο πεπρωμένο που συνόψιζε τόσο μελαγχολικά. Ο άνθρωπος που έγραψε αυτήν τη λέξη στον τοίχο έσβησε εδώ και πολλούς αιώνες μεσ' απ' τις γενιές, η λέξη έσβησε κι αυτή απ' τον τοίχο της εκκλησίας, η εκκλησία ίσως θα σβήσει κι αυτή σε λίγο από τη γη».

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Λόρενς Φερλινγκέτι: τα πρώτα εκατό χρόνια


Στις 24 Μαρτίου ο ποιητής, εκδότης, συγγραφέας και ακτιβιστής Λόρενς Φερλινγκέτι έγινε 100 χρόνων. Από το 1953, ο εκδοτικός του οίκος και το βιβλιοπωλείο City Lights συνέβαλαν όσο λίγοι στη διαμόρφωση της αμερικανικής λογοτεχνίας και τη δημιουργία μιας underground κουλτούρας κοινοποιημένης στον παγκόσμιο χάρτη.
Ο εκδοτικός οίκος έγινε διάσημος το 1956, όταν εξέδωσε το «Ουρλιαχτό και άλλα ποιήματα» του Αλεν Γκίνσμπεργκ, μια ποιητική σύνθεση που άλλαξε τόσο την αμερικανική ποίηση όσο και την αμερικανική συνείδηση.
Την επόμενη χρονιά ο Φερλινγκέτι οδηγήθηκε μαζί με τον Γκίνσμπεργκ στα δικαστήρια για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Ο ποιητής και ο εκδοτικός οίκος έλαβαν υποστήριξη από ακαδημαϊκούς, καλλιτέχνες και διανοουμένους σε κάθε μεριά των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ η δίκη απέκτησε εθνική κάλυψη και παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Ο εκδοτικός οίκος κέρδισε τη δίκη, το βιβλίο έγινε ανάρπαστο και οι πρωταγωνιστές έγιναν σύμβολα μιας κουλτούρας που οριοθέτησε από την αρχή την ελευθερία της έκφρασης, τις συνιστώσες της δημιουργίας, τον τρόπο τού να γράφεις και να υπάρχεις. Ο Γκίνσμπεργκ συνέχισε να εκδίδει τα ποιήματά του στο City Lights τις επόμενες δεκαετίες, οι μπιτ καθιερώθηκαν ως μαζικός κοινός τόπος συμπεριφοράς και κουλτούρας, ο Φερλινγκέτι συνέχισε να γράφει και να εκδίδει. Τη «Βενζίνη» του Κόρσο, τα ποιήματα του Λαμαντία, τα πρώτα διηγήματα του Μπουκόφσκι, έφερε στην αμερικανική γλώσσα τα ποιήματα του Νίκανορ Πάρα και του Αντρέι Βοζνεσένσκι.
To 2001 το City Lights ορίστηκε ως επίσημο ιστορικό τοπόσημο της πόλης του Σαν Φρανσίσκο. Φέτος, με αφορμή τα 100ά γενέθλια του ποιητή και εκδότη, η πόλη όρισε τις 24 Μαρτίου «Μέρα του Λόρενς Φερλινγκέτι».
Μέσα στα 100 αυτά χρόνια ο Φερλινγκέτι συμμετείχε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και στην απόβαση στη Νορμανδία, σπούδασε στο Παρίσι και συμμετείχε στην πολιτική ζωή και τα κινήματα της Δυτικής Ακτής. Ταυτίστηκε με τους μπιτ (αν και ο ίδιος αποφεύγει μέχρι και σήμερα αυτή την κατηγοριοποίηση) και έγινε γνωστός με την πρώτη του ποιητική συλλογή, το «A Coney Island of the Mind» (1958).
Η ποίησή του είναι μια ποίηση αμερικανική στην ουσία της, με τον ίδιο τρόπο που το αμερικανικό μυθιστόρημα ή η ποίηση του Γουίτμαν ορίζονται ως τέτοια. Κουβαλώντας τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της έκτασης και της ταυτότητας ήδη από το πρώτο βιβλίο περιγράφει μια ποιητική της εποπτείας των γεγονότων μέσα από εικόνες και συνεχείς ιστορίες.
Μια ποίηση γραμμένη κυρίως για την ανάσα της απαγγελίας και όχι τη σιωπή του χαρτιού, μια ποίηση που περιγράφει την καθημερινή εμπειρία και βιώνει την ανθρώπινη αλληλεγγύη, κοντά στους ανθρώπους και μακριά από τις πανεπιστημιακές ελίτ. Μέσα στα χρόνια ο Φερλινγκέτι συνέχισε να γράφει ποιήματα, πεζά, θεατρικά, να ζωγραφίζει παραμένοντας ταυτισμένος με την πόλη του Σαν Φρανσίσκο και την κουλτούρα της.
Σήμερα η πόλη είναι παραδομένη στα tech boys της ψηφιακής επανάστασης, κέντρο της διαδικτυακής κουλτούρας και διεθνές παράδειγμα του gentrification, σε αυτούς που ήρθαν από τη γειτονική Silicon Valley, με «σακούλες γεμάτες λεφτά και χωρίς τρόπους» όπως ο ίδιος περιγράφει. Η πόλη αλλάζει, ο κόσμος αλλάζει και οι λέξεις είναι εδώ για να ανιχνεύσουν αυτό που -ίσως- παραμένει σταθερό.
Ολα περνούν. Και μετά περνούν. Και ξανά από την αρχή. Και ο Λόρενς Φερλινγκέτι είναι ακόμη ζωντανός, σαν άγαλμα σε κίνηση, σαν υπενθύμιση επιμονής, σαν ένα παράδοξο ζωής σε έναν κόσμο θανάτου.
Μια ενσαρκωμένη ανάμνηση, ακόμα νέα, 100 χρόνων νέα, για έναν κόσμο που έβγαινε από τον φόβο διεκδικώντας μια ηθική επανανοηματοδότηση, ελπίζοντας στη μηχανική της ανθρώπινης προόδου προς το καλύτερο, προσπαθώντας μια εκ νέου προσέγγιση στον πυρήνα της ζωής. Και όλες οι διαψεύσεις και όλες οι αστοχίες, όλα όσα σήμερα μπορεί να μας ακούγονται ως αισιοδοξίες ή αφέλειες μιας άλλης εποχής, είναι ακόμα εδώ. Κομμάτια μιας ιστορίας του πνεύματος. Χαμόγελα στα σκοτάδια και στίχοι στο νερό. Και η ποίηση παραμένει. Και η ποίηση μεγαλώνει. Και κάθε 100 χρόνια μηδενίζει τα κοντέρ της αναζητώντας την ηλικία πέρα από τον χρόνο.
Τα πρώτα 100 χρόνια είναι τα δύσκολα. Μετά τα αγάλματα κατεβαίνουν από τα βάθρα τους, καθαρίζουν τα ρούχα τους από τον χρόνο και μοιράζουν πέτρες στους εναπομείναντες.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Εμείς και η απώλεια



Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυο
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα πιο γέρος.
Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα δεν απόμεινε κανείς.
Ηταν Μεγάλη βέβαια γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;
Ετσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θα 'πρεπε κάπως να 'χαμε κι εμείς χωρέσει.
Ομως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;
(Γιάννης Βαρβέρης, «Εσπερινός της Αγάπης»,
από το βιβλίο «Ο άνθρωπος μόνος»)


Διαρκώς εξοπλιζόμαστε με μη ετοιμότητα για αποχωρισμούς. Μονίμως διεκδικούμε χρόνο δανεικό για τις στιγμές που ο χρόνος δεν υπάρχει. Μαθαίνουμε να ζούμε εντός ενός παρόντος που διεκδικεί χώρο από τα πάντα. Από τα όσα έφυγαν και τα όσα θα έρθουν, από όσα μας ανήκουν και απ' όσα διαρκώς μας διαφεύγουν. Η πραγματικότητά μας υπάρχει, με την αυστηρή προϋπόθεση ότι θα συντηρηθεί τέτοια για πάντα. Και βρισκόμαστε συνεχώς έκθετοι απέναντι σε ενδεχόμενα, διαμπερείς από προοπτικές και αναπάντεχα, σε μια σταθερή πορεία με βέβαιη κατάληξη που μονίμως μας ξαφνιάζει.
Δεν υπάρχει κάτι που ο σύγχρονος πολιτισμός να απεχθάνεται περισσότερο από το πένθος. Αποφεύγει τους ανθρώπους που θρηνούν, βιάζεται να σβήσει το τηλέφωνο από τα κάθε λογής σημειωματάρια, διώχνει τους νεκρούς σε μακρινά νεκροταφεία, να χρειάζεται να πάρουν λεωφορείο για να μας επισκεφτούν.
Ο δακρυσμένος, ο τσακισμένος, ο μελαγχολικός είναι άτομα-παρίες. Μέσα στον υποχρεωτικά χαμογελαστό μας κόσμο η όψη τους είναι μια απότομη πρόβα θανάτου και απώλειας. Η μεγάλη υγεία, η διαρκώς επιδιωκόμενη νιότη, η πλαστική σφριγηλότητας που μονίμως καραδοκεί στα μέτρα σύγκρισης και στις επιταγές της εικόνας κινδυνεύουν από την παραφωνία της όψης τους.
Και έτσι, όταν φτάσει η ώρα της απώλειας, η ώρα αυτή που μονίμως φτάνει (εκτός και αν σε προλάβει η δική σου αποδημία) εμείς στέκουμε χωρίς γνώση, χωρίς τρόπους και χωρίς μέθοδο. Εκθετοι σε ένα βάρος που μας ποδοπατά, αυτοσχεδιάζοντας αλήθεια μπροστά στο άγνωστο, αυτοσχεδιάζοντας στρατηγικές στατικότητας, να σταθούμε όρθιοι παρά τον πόνο.
Ανασύρουμε ληγμένα έθιμα, εκκλησίες και μνημόσυνα, παραμυθίες σε μια γλώσσα ξένη που δεν μιλά το γράμμα της δικής μας απώλειας και τίποτα δεν παρηγορεί. Προσπαθούμε να θυμώσουμε γιατί αυτό τουλάχιστον αντέχεται. Οτιδήποτε για να αποφύγουμε την παραδοχή εκείνη που δεν μάθαμε, το αυτονόητο δίδαγμα: Η απώλεια δεν είναι κάτι που ξεπερνιέται, κάτι που παύει. Είναι κάτι που μαθαίνεις να ζεις μαζί του. Κάτι που κουβαλάς και σε κουβαλά αδιάκοπα, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις ώστε να πάρεις μια ανάσα.
Και η απώλεια αυτή είναι γνώση, η πιο σκληρή και η πιο αμετάκλητη γνώση. Τόσο που για πολλούς η πραγματικά συνειδητή ζωή, το παρόν της αντίληψης ξεκινά μετά την πρώτη απώλεια. Μέσα στο εκκωφαντικό της στραμπούληγμα η απώλεια είναι ζωή. Τρόπος αποκωδικοποίησης του εδώ, του τώρα, της γέννησης και της επιλογής.
Και ο θάνατος παραμένει κάτι που αφορά αποκλειστικά τους νεκρούς. Εμείς μένουμε εδώ με την απώλεια. Ασχετα με τις θρησκείες ή την αθεΐα μας, όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ενδεχόμενα. Γιατί η γλώσσα δεν έχει τρόπο να μιλήσει για όσα συμβαίνουν εκτός του μονωμένου μας δωματίου, για τα ενδεχόμενα της ανυπαρξίας, των τόσων παραδείσων και κολάσεων, της μετενσάρκωσης, της αιώνιας επιστροφής. Ολα παραμένουν ισόπαλα. 0-0 σε ένα γήπεδο χωρίς τέρματα και χωρίς θεατές. Η γλώσσα δεν φέρνει λέξεις από εκεί. Εδώ κατασκευάστηκε, εδώ έφτιαξε τη λογική και τις μεθόδους της. Είναι το μόνο εργαλείο κατανόησης και ταυτόχρονα ένα εργαλείο από τη φύση του ανήμπορο στην κατανόηση των μεγάλων θεμάτων.
Η γλώσσα δεν έχει μηνύματα να φέρει. Μόνο λέει ιστορίες παλιές από την πρώτη συλλαβή του χρόνου, ιστορίες για φθορά και αθανασία, βεβαιότητες και αμφιβολίες. Ο θάνατος μένει στους νεκρούς.
Εμείς μένουμε εδώ με την απώλεια.
(Πέρασαν τέσσερα χρόνια πατέρα κι εμείς συνεχίζουμε να μαθαίνουμε πως τίποτα δεν περνάει).

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)