Ο Παύλος Μάτεσις, μια ξεχωριστή περίπτωση σύνθετου και πολυσχιδούς δημιουργού, έφυγε από τη ζωή στα 80 του χρόνια στις 20 Ιανουαρίου. Γεννημένος στο χωριό Δίβρη της Πελοποννήσου έζησε μέχρι τα 19 του σε διάφορες επαρχιακές πόλεις. Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή Βαχλιώτη καθώς και μουσική και ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά). Αρχικά δούλεψε ως τραπεζικός υπάλληλος για να παρατήσει την εργασία του ξαφνικά μία μέρα (με τη φυσικότητα της αυτονόητης απόφασης, όπως ο ίδιος περιγράφει), ώστε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο θέατρο και τη λογοτεχνία.
Αρχικά θα εμφανιστεί στο θέατρο ως ηθοποιός, ενώ στη συνέχεια θα διδάξει υποκριτική στη Σχολή Σταυράκου και θα διατελέσει βοηθός δραματουργός στο Εθνικό Θέατρο. Επίσης, θα γράψει και θα σκηνοθετήσει δύο τηλεοπτικές σειρές που παίχτηκαν στην ΥΕΝΕΔ (1974-76) καθώς και κείμενα για Floor Show. Η πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο από τη θέση του συγγραφέα θα έρθει το 1964 με το μονόπρακτο «Ο σταθμός», το οποίο διακρίθηκε στο διαγωνισμού του θιάσου «Δωδέκατη Αυλαία». Θα ακολουθήσει η «Η τελετή», (Κρατικό Βραβείο Θεάτρου το 1966), η οποία παραστάθηκε από το Θέατρο Νέας Ιωνίας του Γιώργου Μιχαηλίδη την επόμενη χρονιά, και δύο χρόνια αργότερα από το Εθνικό Θέατρο. Με το «Φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο», η γραφή του Μάτεσι θα έρθει πιο κοντά στο θέατρο του παραλόγου και τη γραφή του Σάμουελ Μπέκετ και του Ευγένιου Ιονέσκο. Με το θεατρικό έργο «Προς Ελευσίνα», θα επιχειρήσει μια παράλληλη συνομιλία, τόσο με τον μοντερνισμό του αμερικάνικου μυθιστορήματος (και κυρίως με το «Καθώς ψυχορραγώ» του Γουίλιαμ Φόκνερ, στο οποίο βασίζεται το έργο) όσο και με την ελληνική παράδοση, το δημοτικό τραγούδι, τα ήθη και τα έθιμα φτάνοντας μέχρι την τραγωδία συνθέτοντας ένα τοπίο θανάτου. Η θεατρική του γραφή θα φτάσει στο αποκορύφωμά της με το έργο «Περιποιητής φυτών». Το παράλογο, ο λυρισμός της φθαρμένης γλώσσας, τα αδιέξοδα και η μόνιμη παρουσία του θανάτου θα παρουσιαστούν με πρωτόγνωρη ένταση σε μια από τις σημαντικότερες στιγμές της ελληνικής δραματουργίας.
Επαναδιατυπώντας
τον εαυτό από την αρχή
Το 1987, ο Μάτεσις θα κάνει την πρώτη του εμφάνιση στην πεζογραφία με τη νουβέλα «Αφροδίτη». Το έργο, όμως, που θα τον καθιερώσει είναι η «Μητέρα του σκύλου», το 1990. Το βιβλίο αποτελεί την ιστορία της Ραραούς σε μια ελληνική κοινωνία η οποία βγαίνει από την κατοχή, με τις πληγές, τις ήττες και τα εγκλήματά της. Η Ραραού, ταπεινωμένη, ψυχωτική και αποκλεισμένη θα αποδειχτεί τελικά αθώα σε μια διαδικασία ταυτόχρονης σκίασης και αποκάλυψης μέσα από τη γλώσσα. Ο Μάτεσις θα διαχειριστεί την αφηγηματική κληρονομιά του Κώστα Ταχτσή, σε έναν πρωτοπρόσωπο εξομολογητικό τόνο τον οποίο θα εμπλουτίσει με στοιχεία του μοντερνισμού και του φανταστικού, χωρίς να φτάνει σε πειραματικές ακροβασίες, εστιάζοντας πάντα στο ανθρώπινο των ηρώων και το βάρος του βιώματος. «Η μητέρα του σκύλου» θα μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές και θα συμπεριληφθεί στη λίστα του αγγλικού εκδοτικού οίκου Quintet Publishing «1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να έχει διαβάσει κάποιος μέχρι το τέλος της ζωής του».
Το ίδιο ύφος και η ίδια προβληματική θα συνεχιστούν με τη συλλογή διηγημάτων του «Ύλη δάσους» αλλά και το μυθιστόρημα «Ο παλαιός των Ημερών», το οποίο θα ακολουθήσει την ίδια διαδρομή με την «Μητέρα του Σκύλου». θα ακολουθήσουν τα μυθιστόρημά «Πάντα καλά» (το οποίο ο συγγραφέας χαρακτήρισε αισθηματικό μυθιστόρημα), «Σκοτεινός οδηγός», «Μύρτος», «Αλδεβαράν» και το τελευταίο του έργο «Graffito», ένα έργο που αποτυπώνει τη ρευστότητα των ημερών της κρίσης, διατυπώνοντας ερωτήματα και υποθέσεις σε μια κοινωνία που προσπαθεί να αποτινάξει τη Νέμεση του καιρού και να επαναδιατυπώσει τον εαυτό της από την αρχή.
Στη διαδικασία της φλόγας
Ο Μάτεσις θα ξεχωρίσει επίσης ως μεταφραστής μεταφέροντας στην ελληνική γλώσσα μια μεγάλη σειρά από κλασικά και σύγχρονα έργα του θεάτρου και του μυθιστορήματος. Στις μεταφράσεις του περιλαμβάνονται έργα του Σέξπιρ, του Μπεν Τζόνσον, του Αριστοφάνη, του Μολιέρου, του Ίψεν, του Μπομαρσέ, του Βιτράκ, του Αρτό, του Πίντερ, του Μάμετ, του Σέπαρντ, του Αραμπάλ, του Φόκνερ και του Όρτον.
«Το έργο του καθενός είναι το όχημα και ο συγγραφέας είναι η βενζίνη του οχήματος. Για να κινηθεί το όχημα πρέπει να καεί η βενζίνη» θα δηλώσει ο συγγραφέας. Στη διαδικασία της φλόγας ο Παύλος Μάτεσις θα μιλήσει άλλοτε με ειρωνεία και άλλοτε με σκληρότητα παραμένοντας, όμως, αυστηρά τρυφερός απέναντι στους ήρωες του. Η ταπείνωση, η σιωπή και το τραύμα θα αποτυπωθούν σε έναν μετεωρισμό ανάμεσα στο ρεαλισμό και το μοντερνισμό. Στοιχεία όπως το παράλογο, το φανταστικό και η διακειμενικότητα, θα χρησιμοποιηθούν ως βυθομέτρηση στα μέσα της ανθρώπινης ύλης, χωρίς να θολώνουν την καθαρότητα της έκφρασης.
Τα έργα του Παύλου Μάτεσι ορφανά πια από τον δημιουργό τους, συνεχίζουν την πορεία τους μέσα στην ελληνική λογοτεχνία αναζητώντας τη θέση τους στην ιστορία. Σε ένα σημείο μακριά από τις επιτυχίες των διακρίσεων, των βραβείων και των μεταφράσεων, σε ένα σημείο απάνεμο από χειροκρότημα, η σημασία και το μέγεθος των έργων του Παύλου Μάτεσι διεκδικεί το βάρος της σε μολύβι.
(Στην εφημερίδα Εποχή)