Ο χρόνος φυλλομετρά τις σελίδες των ανθρώπων. Και συ τρέχεις
στους γιορτινούς δρόμους για να επιβεβαιώσεις και φέτος πως τα ημερολόγια
παλιώνουν. Στο κέντρο της πόλης εκεί που η ζωή προσπαθεί να προσποιηθεί
κανονικότητα. Όλα βαίνουν κανονικά, όπως και πέρυσι, όλα στολίζονται κανονικά,
όπως και πέρυσι. Η Αθήνα γιορτάζει, μας καθησυχάζουν οι επιγραφές του Δήμου
κάτω από το πιο κακόγουστο δέντρο των τελευταίων ετών. Στην αρχή της Ερμού ένας
χρήστης σου ζητά κάτι σε μια γλώσσα ακατανόητη, μια φωνή που ακούγεται ήδη από
την πέρα όχθη… Ανάμεσα στις στολισμένες
βιτρίνες, χέρια απλωμένα ζητούν ελεημοσύνη.
Μουσικές παιγμένες από παγωμένα δάχτυλα, βιαστικά, αγκομαχώντας ζητούν
μια φιλάνθρωπη ανταπόδοση. Και παραδίπλα το μάτι σου πέφτει στην επιγραφή των
καταστημάτων ρούχων Φωκάς: Hungry but Chic.
Τοιχοκολλήθηκε άραγε ποτέ ξανά στους δρόμους της πόλης τόσος
πολύς κυνισμός, τόση επιθετική αδιαφορία; Από πού έρχονται αυτές οι λέξεις;
Μέσα στη βιτρίνα, πίσω από τα γράμματα οι κούκλες κοιτούν, εγκλωβισμένες στη
μόνιμη στάση μιας άβολης αιωνιότητας, προβάλουν επιδεικτικά τον ρουχισμό τους στους
ανθρώπους που τις κοιτούν. Ζωγραφισμένο κάπου ανάμεσα στα Chic καπέλα τους
και τα Chic κασκόλ τους, ένα χαμόγελο μαζικής παραγωγής, ψυχρό, όμοιο,
σχεδόν ειρωνικό απέναντι σε όποιον τις κοιτάζει. Ίσως τα δικά τους χέρια, σε
ένα διάλειμμα από την ακαμψία, σε μια στιγμή υπεροψίας απέναντι στη φθορά και
απέναντι στους ανθρώπους να συνέταξε τις τρεις λέξεις που χλευάζουν ό, τι
περπατά μπροστά τους.
Μέσα στο μαγαζί ακόμα λιγότερες απαντήσεις. Στοίβες ρούχα,
πεσμένη κίνηση τακτοποιημένη φασαρία. Αφίσες μοντέλων που ταυτίζονται με τα
ρούχα, σε βέβαιες ανέμελες πόζες. Ομορφιά σχεδόν αποκρουστική. Παιδιά- μοντέλα φορούν το πρόσωπο μιας άλλης
ηλικίας, το ύφος, τη στάση του σώματος. Παιδιά χωρίς παιδικότητα τρέχουν
βιαστικά, με μικρομέγαλα βήματα από τις αφίσες τους στις αφίσες του πάνω
ορόφου, προς την ηλικία της ώριμης
νιότης, τη μόνη ηλικία που επιτρέπεται να ταυτιστεί με τη ζωή (κάθε άλλη
στιγμή είναι γλυκιά προσμονή ή πικρή ανάμνηση της ηλικίας αυτής μας διδάσκουν οι
τόσες διαφημίσεις γύρω μας). Κούκλες, αφίσες, φωτογραφίες. Βλέμματα που σαγηνεύουν
στο κενό. Ποιοι είναι όλοι αυτοί που μας κοιτάζουν;
Ανάμεσά τους όλοι εμείς, άλλοι βιαστικοί, άλλοι αδιάφοροι
και άλλοι αμήχανοι. Και ανάμεσά μας οι εργαζόμενοι των καταστημάτων Φωκάς. Απλήρωτοι
από τον Μάιο του 2012 προσπαθούν να ζήσουν με την προκαταβολή των 100 ευρώ. Η
δικηγόρος τους ενημερώνει πως κανείς δεν απολύθηκε ώστε να μην ζητηθούν
αποζημιώσεις. Τα καταστήματα Φωκάς έκαναν πρόσφατα αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99
καθώς η επιχείρηση οφείλει 80 εκατομμύρια ευρώ στο Δημόσιο, στις τράπεζες και
στους εργαζομένους.
Ξανά στον δρόμο. Hungry but Chic, δίπλα σε μια τοιχοκολλημένη τιμητική πλακέτα του δήμου Αθηναίων
προς τον κ. Φωκά από τον πρώην δήμαρχο Δημήτρη Αβραμόπουλο. Πεινασμένοι αλλά
Σικ. Όσο πιο πολύ την διαβάζεις, η φράση μετατρέπεται από συμπέρασμα σε
επιταγή: Μπορεί να είσαι πεινασμένος αλλά οφείλεις τουλάχιστον να είσαι Σικ. Η
διαφήμιση μοιάζει να προσπαθεί να ενσωματώσει την ανέχεια μέσα από μια αβέβαιη
εξίσωση. Η πείνα είναι επίκαιρη και η επικαιρότητα φωτογενής. Αλλά η εξίσωση
δεν βγαίνει.
Τη δεκαετία του ’80 οι εφαρμογές του νεοφιλελευθερισμού στις
Η.Π.Α. και στην Αγγλία και το μοντέλο του
χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, με τη διαφήμιση, τα δάνεια και τις πλαστικές
κάρτες ανάμεσα στα άλλα λαμπρά επιτεύγματα κατάφεραν να απενοχοποιήσουν την σκληρότητα και τον
κοινωνικό κυνισμό. Ο φτωχός δεν ήταν απλά κάποιος που δεν είχε χρήματα αλλά
ταυτόχρονα και κάποιος που ευθυνόταν για την κατάστασή στην οποία βρίσκεται. Η
φτώχεια έγινε ταυτόχρονα και ενοχή. Σήμερα οι οικονομικές σκαλωσιές που
κράταγαν τις ιδεολογίες και τα ιδεολογήματα αυτά μοιάζουν να τρίζουν και σε
περιπτώσεις όπως η ελληνική να καταρρέουν. Το σύνολο αυτών των ιδεών και των
συμπεριφορών μοιάζουν με τον ήρωα των κινουμένων σχεδίων που τρέχει στο κενό
πάνω από τον γκρεμό. Πέφτει μονάχα μόλις κοιτάξει από κάτω του και
συνειδητοποιήσει πως περπατά στον αέρα. Η επιγραφή Hungry but Chic έπεσε και αυτή στο βαθύ
κενό που άνοιξε η κρίση. Λίγες μέρες μετά την ανάρτησή της απομακρύνθηκε. Γιατί όπως και να είναι οι μέρες μας, ο
κυνισμός και η σκληρότητα θα συνεχίσουν να πληγώνουν την όραση. Για όσο
τουλάχιστον το βλέμμα μας δεν γίνει ψυχρό και αδιάφορο, όμοιο με το βλέμμα της
κούκλας στη βιτρίνα.
(Στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου