Νεκρός από ξυλοδαρμό στη μέση του δρόμου στο κέντρο της Αθήνας, μετανάστης εργάτης δολοφονημένος από χρυσαυγίτη και πεταμένος σε χαντάκι, ενώ τα σχολεία της γύρω περιοχής έκλειναν για το μακεδονικό, βιασμένη και πεταμένη στα βράχια από γόνο καλής οικογένειας στη Ρόδο.
Υπάρχει μια ακολουθία γεγονότων, μια σύνδεση υπόγεια και τρομακτική που περιγράφει το χέρι και το θύμα, το συμβάν και τη διαχείριση του. Υπάρχει ο υπερθετικός βαθμός της βίας και της επιβολής, που φτάνει μέχρι το έγκλημα. Υπάρχει ο τρόπος με τον οποίο είναι ορατός και αντιμετωπίζεται ο Άλλος εντός της συγκεκριμένης αντίληψης. Μετανάστες, γκέι, τοξικοεξαρτημένοι, γυναίκες και οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να περιγραφεί ως Άλλος, είναι έκθετοι στην επιθυμία. Στην επιθυμία ενός ιδεατού μέσου όρου, αρσενικού και γαλανόλευκου, πέρα από κανόνες, με μόνο όριο το όριο της προσωπικής ισχύος. Έτσι πεθαίνουν εδώ οι άνθρωποι.
Εδώ που η βουλή θα κρατήσει ενός λεπτού σιγή για τον Κατσίφα, εδώ που η αστυνομία θα δικαιολογηθεί με μια περήφανη έλλειψη δικαιολογιών πίσω από ένα «έτσι γουστάρω», εδώ που η στύση και η επίδειξη της γίνεται ταυτότητα και εξωτερική πολιτική σε σχολεία, βραχονησίδες και ξένα κράτη. Εδώ που η ιδιοκτησία ταυτίζεται με αυτό που μπορώ να αρπάξω. Το όριο της επιθυμίας να ταυτίζεται με το όριο του δικαίου. Και όλα τα άλλα σβήνονται.
Έτσι πεθαίνουν εδώ οι άνθρωποι. Και τα όρνια μπούχτισαν από τις προφορικές σάρκες. Ο δολοφονημένος μπροστά στα μάτια των περαστικών βαφτίστηκε κλέφτης, υπό την επήρεια, άνθρωπος σε παράκρουση (ακόμα και τώρα που όλα αποδείχτηκαν ψέματα το επιχείρημα επαναλαμβάνεται), η βιασμένη προκαλούσε και μάλλον τα ήθελε, στο κάτω κάτω ποια γυναίκα δεν έχει φάει ξύλο; Και το σώμα του μετανάστη καλυμμένο με ένα «έλα μωρέ» της ανωνυμίας και της αριθμητικής του απάνθρωπου. Έτσι πεθαίνουν εδώ οι άνθρωποι.
Οι δολοφόνοι μέσα στο αυτονόητο δεν πράττουν κάτι το αξιοσημείωτο, απλά το παρακάνουν. Ασκούν μια γνωστή πρακτική, αλλά ίσως με υπερβάλλοντα ζήλο. Γι’ αυτό και το αυτονόητο είναι εξίσου δολοφονικό με τους δολοφόνους. Γιατί αποτελεί προϋπόθεση για τις πράξεις τους. Καθημερινή πρακτική ακόμα και όταν δεν πράττει. Όλοι οι σηκωμένοι ώμοι της αδιαφορίας στους δρόμους, κουβαλούν ξανά και ξανά κάθε μέρα φέρετρα. Αυτός που γράφει στα σχόλια του Πρώτου Θέματος συνηγορώντας στις δολοφονίες μεταναστών αναρωτώμενος τι λέμε για τους Έλληνες, ο youtuber που θεωρεί πως συμβάλει στο δημόσιο διάλογο όταν θέτει το ζήτημα του βιασμού προς συζήτηση συνδέοντας το με επιλογές ρουχισμού και όλοι αυτοί που συνδέουν φυλή, φύλο και θρησκεία σε μία απόλυτη προστακτική, συμμετέχουν εξίσου στη δολοφονία. Μολύνουν με τις βεβαιότητές τους οποιαδήποτε ελπίδα για κάτι καλύτερο, είναι η δική τους καθήλωση που τραβάει πίσω οτιδήποτε γύρω. Είναι επιταγή με όλες αυτές τις νοοτροπίες να τελειώνουμε.
Έτσι πεθαίνουν εδώ οι άνθρωποι. Και η κοινωνία μονίμως εκκρεμεί. Η κοινωνία μας είναι ακριβώς αυτό το διακύβευμα ανάμεσα σε αυτές τις πράξεις και την απάντηση που παίρνουν. Ακόμα περισσότερο ανάμεσα σε όλες τις πράξεις που προηγούνται, αναμένουν και συντάσσονται πίσω από τα γεγονότα που ξέσπασαν και ότι τις εμποδίζει να ξεσπάσουν. Ανάμεσα σε όλες τις καταφάσεις στον αρχαϊκό νόμο της επιβολής με κάθε κόστος και κάθε νόμο που ορίζει η συμβίωση και η αλληλεγγύη. Γιατί το διακύβευμα στην κοινωνία δεν είναι μόνο τα θύματα του σήμερα, του αύριο και του χθες και η δικαιοσύνη που πρέπει να αποδοθεί. Είναι η ίδια η επικράτηση των φυγόκεντρων δυνάμεων που διαλύουν το σύνολο υπέρ του ατομικισμού αυτού που θέλει και μπορεί να επιβληθεί.
Όταν πεθαίνουν έτσι οι άνθρωποι, μαζί τους θάβεται και η κοινωνία.
(στην εφημερίδα Εποχή)