Το μπαλόνι ξεκίνησε να μεγαλώνει κάπου στην οδό Πατησίων –δεν θα φανερώσω την ακριβή διεύθυνση για ευνόητους λόγους–, κατευθύνθηκε στη συνέχεια προς τη μεριά της Ομόνοιας και κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ όλοι κοιμούνταν, άρχισε να απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση. Το πρωί είχε καλύψει ήδη το πάρκο με την κόκκινή του έκταση προχωρώντας συστηματικά αν και με ρυθμό ασυνεπή προς κάθε μεριά της πόλης.
Το ξάφνιασμά μας μονοπώλησε το πρωινό και στη συνέχεια όλες τις υπόλοιπες ώρες μας. Οπως ήταν λογικό, το μπαλόνι κυριάρχησε σε όλες μας τις κουβέντες. Αυτό το κόκκινο να καλύπτει τα παράθυρα και τα μπαλκόνια, να μας υποδέχεται όταν ανοίγουμε πόρτες, να γίνεται ένα με τους δρόμους, την έκταση, τον ορίζοντά μας. Οσοι από εμάς κατάφεραν να κοιμηθούν, το επόμενο πρωί έτρεξαν βιαστικά να δουν έξω.
Ηταν πια φανερό, το μπαλόνι είχε έρθει για να μείνει. Το ίδιο και η έκπληξή μας ως μόνιμη έκτακτη κατάσταση.
Ενα ομολογημένο συναίσθημα, ορατό ήδη από τις πρώτες ώρες, ήταν η σαφής αντίθεση ανάμεσα στην ένταση της έκπληξης και το ήρεμο συναίσθημα που προκαλούσε το μπαλόνι.
Το απροσδόκητο του γεγονότος δεν ταυτιζόταν με κάποιο αίσθημα απειλής, με φόβο για το άγνωστο, με την ένταση που φέρνει η κυριαρχία του παραλόγου. Ισως μόνο με αυτό το μάγκωμα που έρχεται με την κάθε αλλαγή στη ζωή μας.
Ακόμα και στις γειτονιές, στις οποίες το μπαλόνι δεν είχε φτάσει ακόμη, οι κάτοικοι ανέβαιναν στις ταράτσες κοιτώντας το λεκανοπέδιο (ή τέλος πάντων ό,τι είχε απομείνει ορατό από αυτό) περιμένοντας τον κόκκινο ανάλαφρο όγκο, περιμένοντας να διορθωθεί η εξαίρεσή τους από την κοινή μοίρα που όλοι εμείς μοιραζόμαστε. Χωρίς φόβο, χωρίς αγωνία, μόνο με ένα συναίσθημα αναμονής για κάτι που έχει με βεβαιότητα δρομολογηθεί.
Σύντομα συνηθίσαμε. Η καθημερινότητα κυλούσε, σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό όπως και πριν. Τα σώματά μας διέρχονταν κάτω από το μπαλόνι, σε δρόμους και πλατείες σκεπασμένες, εντός ενός ροδαλού ίσκιου, ενώ τα μαλλιά μας σηκώνονταν από τον στατικό ηλεκτρισμό.
Το μπαλόνι έφτασε μέχρι τη θάλασσα. Το μπαλόνι έφτασε μέχρι το βουνό. Καλύπτοντας τους δρόμους, τα μαγαζιά και τα σπίτια. Τις δουλειές, τα ραντεβού και τη ρουτίνα μας. Τα παιδιά, τους ηλικιωμένους και την ηλικία μας. Τα φανάρια, τις καρέκλες και τις μπετονιέρες. Τους δολοφόνους των κοσμηματοπωλείων, το εξαχρειωμένο πλήθος που αλαλάζει, τους μπάτσους που είναι μπάτσοι ακόμα και κάτω από τα μπαλόνια γιατί έτσι γουστάρουν.
Και έτσι καταλήξαμε σχεδόν να μην το βλέπουμε. Ζούσαμε τη ζωή μας όπως οι άνθρωποι ζούνε τη ζωή τους. Συχνάζαμε στα σημεία εκείνα όπου το μπαλόνι άφηνε το μεγαλύτερο κενό, εκεί όπου το σώμα του γινόταν πλαδαρό και έσταζε σαν μια έκταση γερασμένη, πέφταμε πάνω του όταν θέλαμε να αισθανθούμε ανέμελα, ενώ εκείνο μας τίναζε πίσω με ευγένεια, σβήναμε τα τσιγάρα μας στο άφλεκτο σώμα του ανέμελα σαν να λιώνουμε μυρμήγκια.
Κάποιες φορές μόνο, νιώθουμε μια περίεργη αμηχανία. Είναι που έχουμε καιρό πολύ να δούμε τον ουρανό. Υποθέτουμε πως συνεχίζει να στέκει στο ίδιο σημείο. Και αυτό μόνο μας παρηγορεί. Εδώ από κάτω, ανασαίνουμε και πεθαίνουμε με τον ίδιο τρόπο.
Οταν κάποιο πρωί, ένα παιδί στον δρόμο φώναξε: «Το μπαλόνι έφυγε», όλοι μας συνειδητοποιήσαμε κοιτάζοντας γύρω μας πως ο ισχυρισμός του ήταν όντως αληθής. Το μπαλόνι είχε όντως φύγει. Ξαφνικά και χωρίς εξηγήσεις, με τον ίδιο τρόπο που είχε έρθει.
Γελάσαμε αμήχανα, κάποιοι αγκαλιαστήκαμε με τους αγνώστους γύρω μας σαν να βιώναμε το τέλος μιας κοινής θητείας. Οχι ως τέλος ενός κόπου ή μιας δοκιμασίας, αλλά ως επισήμανση ενός νέου χρονικού ορίου, ενός κύκλου που έκλεισε, ενώ ένας νέος κύκλος ξεκινά.
Χαμογελάσαμε, κοιτάξαμε τον ουρανό σαν παλιό γνώριμο που επέστρεψε έπειτα από καιρό. Και ύστερα πήγαμε στις δουλειές μας. Ανασαίνοντας και πεθαίνοντας με τον ίδιο τρόπο.
(Ξεκινώντας από το «The Balloon» του Donald Barthelme προς διαφορετική κατεύθυνση)
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
1 σχόλιο:
Υπέροχο
Δημοσίευση σχολίου