Και έτσι ξαφνικά, κάτω από τα ήσυχα φεγγάρια του Αυγούστου, οι μέρες
μας γέμισαν με αντικομμουνιστικές στριγκλιές, αντισταλινικές
επισημάνσεις, ιστορικές αντιπαραθέσεις σε αμφίβολα εδάφη.
Η απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης Σταύρου Κοντονή να μην πάρει μέρος
στο Διεθνές Συνέδριο στο Ταλίν της Εσθονίας δημιούργησε μια σειρά
αντιδράσεων και συζητήσεων.
Η όλη συζήτηση γίνεται υπέρ ή κατά μιας μακροσκελούς εξίσωσης: ο
Στάλιν ήταν εξίσου εγκληματίας με τον Χίτλερ, άρα ο σταλινισμός είναι
εξίσου κακός με τον ναζισμό, άρα ο κομμουνισμός είναι εξίσου κακός με
τον ναζισμό, άρα οι κομμουνιστές είναι φασίστες, άρα οι αριστεροί είναι
φασίστες.
Χάσματα λογικής, παιδαριώδη και ηθελημένα λογικά άλματα πέρα από την
Ιστορία, τις λεπτομέρειες και την ουσία της, ρητορικές σκοπιμότητες.
Μια σειρά ερωτημάτων για τους όρους της συζήτησης προκύπτουν αβίαστα
: γιατί ο σταλινισμός οφείλει να συγκρίνεται με κάτι άλλο ώστε να καταδικαστεί
;
Από πού αντλείται η ηθική βεβαιότητα πως ο ναζισμός ως το απόλυτο
κακό του 20ού αιώνα γίνεται να χρησιμοποιηθεί ως ένα απλό εργαλείο
πολιτικής αντιπαράθεσης
;
Από πότε η αυθαίρετη σύγκριση αποτέλεσε ιστορικό εργαλείο
;
Γιατί οποιοσδήποτε δηλώνει αριστερός να πρέπει να απολογηθεί για
γεγονότα άλλων χρόνων και άλλων χωρών, ειδικά όταν δεν προκύπτουν από
την ιδεολογία αλλά από μια πολύ συγκεκριμένη και παραποιημένη εκδοχή και
εφαρμογή της
;
Γιατί όταν μιλούμε για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στον 20ό αιώνα
αφήνουμε απέξω τα δικτατορικά καθεστώτα στην Ελλάδα, την Ισπανία, την
Πορτογαλία, ή τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, ή τα εγκλήματα της Γαλλίας
στην Αλγερία, ή τις εκατόμβες νεκρών που άφησε και αφήνει πίσω της η
αμερικανική εξωτερική πολιτική
; Δεν είναι εγκλήματα
;
Ή μήπως δεν εντάσσονται στον δυτικό κόσμο; Γιατί τελικά γίνεται αυτή η συζήτηση
;
Ο νέος αντικομμουνισμός στην πραγματικότητα δεν έχει να κάνει με το
παρελθόν. Εχει να κάνει με τη χρήση του παρελθόντος στο παρόν.
Και η χρηστική του αυτή διάσταση μπορεί εύκολα να παρακάμψει το ίδιο το παρελθόν.
Να το σχετικοποιήσει, να εστιάσει σε πτυχές ανάλογα με το επιχείρημα που προσπαθεί να κατασκευάσει και να παραποιήσει.
Η πρόφαση αυτή για συζήτηση γίνεται με πολιτικούς όρους. Το ιστορικό επιχείρημα είναι απλώς μια επίφαση επιχειρηματολογίας.
Το παρελθόν υπάρχει αποκλειστικά αν είναι χρήσιμο και υπάρχει με
όρους τέτοιους ώστε να είναι χρήσιμο. Με απλουστεύσεις, με απλοποιήσεις,
με βιασμούς της ιστορικής σημασίας.
Πρέπει να αντιληφθούμε πως η όλη συζήτηση είναι αποκλειστικά
πολιτική, άρα οποιοδήποτε επιχείρημα απέναντι στη μακροσκελή
αντικομμουνιστική εξίσωση πρέπει να είναι πολιτικό και όχι ιστορικό.
Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι τι εξυπηρετεί πολιτικά ο αντικομμουνισμός στο σήμερα
;
Για χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ ο αντικομμουνισμός έχει και
εθνικά χαρακτηριστικά, αφού τα καθεστώτα τους ήταν δορυφόροι απόλυτα
εξαρτημένοι από τη Σοβιετική Ενωση.
Για τον μέσο νεοφιλελεύθερο η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού
ταυτίστηκε με την απόλυτη επικράτηση του καπιταλισμού, την ταύτισή του
με την εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού και την εξίσωσή του με τον μόνο
αποδεκτό κόσμο.
Ο αντικομμουνισμός του είναι μια επιβράβευση της πληγωμένης (λόγω της
κρίσης που προκάλεσε) βεβαιότητας, μια επανάληψη της ιστορικίστικης
υπεροψίας του.
Ο νέος αντικομμουνισμός στην Ελλάδα τού σήμερα μπαίνει με όρους ταυτότητας.
Για έναν χώρο που περιλαμβάνει τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά εκτείνεται και πέραν αυτής.
Για τον χώρο αυτό υφίσταται ως μια (κατά κύριο λόγο υποκριτική)
ευκαιρία ώστε να τεθούν ζητήματα ελευθεριών, σμίκρυνσης του κράτους κ.ά.
Ως ένα καχεκτικό στοιχείο ταυτότητας όμοιο με την αριστεία.
Ταυτόχρονα όμως είναι ένα κλείσιμο του ματιού προς τα κομμάτια αυτά
εντός της Νέας Δημοκρατίας -είτε σε επίπεδο βάσης, είτε σε επίπεδο
στελεχών- που υφίστανται ακόμη ως φορείς του παλιού καλού
αντικομμουνισμού
: του εθνικιστικού, εκκλησιαστικού και φιλοβασιλικού αντικομμουνισμού που κάνει ακόμα λόγο για συμμοριτοπόλεμο.
Του κομματιού αυτού που σήμερα μπορεί να νιώθει παραγκωνισμένο αλλά
ταυτόχρονα κολακευμένο αρκετές φορές από τον αρχηγό της αξιωματικής
αντιπολίτευσης.
Του κομματιού αυτού που είναι περισσότερο από πιθανό να διαδεχτεί στην εξουσία του κόμματος τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ο αντικομουνισμός δεν είναι λοιπόν τόσο μια κουβέντα για το παρελθόν
της Ευρώπης, αλλά μια κουβέντα για το παρόν και το μέλλον της Νέας
Δημοκρατίας.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)