«… Στο Νο44 έψαξα για την πόρτα
μα πόρτα πουθενά
ουδέ κλειδωνιά ουδέ τοίχος
ουδέ χώρος απτός
και μόνο το Κλειδί μετέωρο
δίχως ν’ αγγίζει που δίχως ν’ αγγίζεται
έστρεφε αργά και μάταια έστρεφε κι ατελείωτα»
Βύρωνας Λεοντάρης, Μόνον διά της λύπης
Στην πόλη περιφέρεσαι, σε όλο εκείνο το έξω από την πόρτα, περιφέρεσαι, ενώ στις τσέπες σου πάντοτε κουβαλάς κλειδιά. Και είναι μια μόνιμη συνοδεία, μια υπενθύμιση ιδιοκτησίας και επιστροφής. Είναι τα σιωπηλά πράγματα αυτά που μας ορίζουν, τα ανεπαίσθητα, αυτά που δεν αφήνουν ίχνη, που μες στη συνήθειά τους δεν φωνάζουν, δεν ζυγίζουν, σχεδόν δεν υπάρχουν. Στην πόλη περιφέρεσαι και στις τσέπες σου κουβαλάς κλειδιά.
Τόσο συχνά το πρακτικό προσπαθεί να περάσει απαρατήρητο. Και η στιγμή που θυμάσαι τα κλειδιά σου είναι κυρίως όταν δεν μπορείς να τα βρεις. Ερποντας σε αχανείς γυναικείες τσάντες, ξεχασμένα στα πιο κοινότοπα σημεία του σπιτιού, πεσμένα σε κάποιο ρείθρο της μνήμης. Το μόνο που επιβεβαιώνει την παρουσία τους είναι το απειλητικό ενδεχόμενο της απουσίας τους. Και συ περιμένεις κλειδωμένος έξω από το σπίτι, ανόητος και ημιτελής στην απρόσμενη εξέλιξη, μέσα στην παύση της δραστηριότητάς σου, χαζεύοντας, περιμένοντας. Τόση ζωή ολόγυρα και συ παλεύεις με αυτοκόλλητους κλειδαράδες, εκτεθειμένος στην -προς στιγμήν αδιαμφισβήτητη- αναγκαιότητα των κλειδιών.
Της εξώπορτας, της κυρίας εισόδου, του δωματίου. Κλειδιά του συρταριού που περιέχει όλα όσα σε έχουν ξεχάσει και όλα όσα προσπαθείς να ξεχάσεις. Κλειδιά κάτω από γλάστρες και κάτω από χαλάκια. Κλειδιά από κλειδαριές που άλλαξαν, από πόρτες που χάθηκαν, από σπίτια που κάηκαν. Μεγαλώνουν και ξανά μεγαλώνουν μέχρι να σου σκίσουν τις τσέπες, ενώ εσύ κλειδώνεις και ξεκλειδώνεις όλη σου την απώλεια. Γαλλικά κλειδιά, κλειδιά του Σολ και κλειδιά του Φα, λέξεις κλειδιά. Μπερδεύουν την κυριολεξία μας, τη μόνη απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε χρήση. Τράβα τώρα να ανοίξεις την αυλόπορτα, χρησιμοποιώντας ένα τραγούδι ή απλά την κατάλληλη λέξη και ύστερα πάλι στους κλειδαράδες, τους κλειδούχους της κάθε κυριολεξίας.
Στις τσέπες τα κλειδιά συνομιλούν με τα κέρματα. Τρίβονται σε έναν ενιαίο ήχο, διαφωνώντας για το τι σημαίνει κατοχή, ιδιοκτησία και αξία. Και καθώς στέκονται μάρτυρες της διαρκούς ανταλλαγής του χρήματος, βλέποντας γενιές ολόκληρες κερμάτων να έρχονται και να φεύγουν, τα κλειδιά περιγράφουν τη στιγμή τους ως θρίαμβο, την ύπαρξη και τη μορφή τους όμοια με αυτή των κοσμημάτων, τον χρόνο τους ως μονιμότητα, ξεκλειδώνοντας τα κουτιά της πιο αφελούς ματαιοδοξίας.
Αντικείμενα της αρχής και του τέλους της μέρας μας, ξεκλειδώνουν την είσοδό μας σε αυτή και κλειδώνουν την έξοδο. Ως προς τον χώρο, τα κλειδιά είναι συνήθως το σημείο όπου συναντιούνται η ελάχιστη προσδοκία με τη μέγιστη βεβαιότητα. Ορίζοντας τις προεκτάσεις μας, τα ενδεχόμενά μας, τις πιθανές, σχεδόν βέβαιες τοποθεσίες όπου θα συναντήσουμε τους εαυτούς μας. Και ενώ μας ανταμείβουν με τη βεβαιότητα αυτής της (έστω νοικιασμένης) ιδιοκτησίας, στην πραγματικότητα περιγράφουν το πόσο περιορισμένος είναι ο χώρος μας, το πόσος χώρος δεν μας ανήκει. Ετσι κι εμείς προσπαθούμε να βαρύνουμε τα μπρελόκ μας, να προσθέσουμε νέες μονάδες, σαν η αύξηση των κλειδιών να σημαίνει και την ταυτόχρονη αύξηση των ορίων του κόσμου μας (δεν εξηγείται άλλωστε αλλιώς το γεγονός πως κάθε μπρελόκ κουβαλά ένα σεβαστό αριθμό άχρηστων, στραβωμένων ή άγνωστων πια κλειδιών). Και τα χέρια σου ψάχνουν σε ξένες τσέπες για τα σωστά κλειδιά, όπως ψάχνουν τις δικές σου τσέπες χέρια ξένα.
Σε μια άλλη δεκαετία, ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης στάθηκε να περιγράψει τα -όπως τα ονόμασε ο ίδιος- Νέα Επαγγέλματα. Εγραψε: «“Τι κάνεις εκεί;” του λέω. “Τι να κάνω, μου λέει — ανησυχώ.” Και μού 'δειξε ένα πλήθος πόρτες κλειστές…»
Μα έχω την εντύπωση πως οι πιο ανησυχητικές πόρτες είναι οι ανοιχτές, αυτές που ανοίγουν απότομα, εχθρικά, σχεδόν σαν προσταγές, που χάσκουν σαν στόματα έτοιμα να χωνέψουν το άγνωστο. Την εποχή αυτή έχω την αίσθηση πως δεν χρειαζόμαστε κλειδιά αλλά αντικλείδια, όλο και περισσότερα αντικλείδια για μια σειρά ανοιχτές πόρτες.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)