Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Κλειδιά


«… Στο Νο44 έψαξα για την πόρτα
μα πόρτα πουθενά
ουδέ κλειδωνιά ουδέ τοίχος
ουδέ χώρος απτός
και μόνο το Κλειδί μετέωρο
δίχως ν’ αγγίζει που δίχως ν’ αγγίζεται
έστρεφε αργά και μάταια έστρεφε κι ατελείωτα»
Βύρωνας Λεοντάρης, Μόνον διά της λύπης



Στην πόλη περιφέρεσαι, σε όλο εκείνο το έξω από την πόρτα, περιφέρεσαι, ενώ στις τσέπες σου πάντοτε κουβαλάς κλειδιά. Και είναι μια μόνιμη συνοδεία, μια υπενθύμιση ιδιοκτησίας και επιστροφής. Είναι τα σιωπηλά πράγματα αυτά που μας ορίζουν, τα ανεπαίσθητα, αυτά που δεν αφήνουν ίχνη, που μες στη συνήθειά τους δεν φωνάζουν, δεν ζυγίζουν, σχεδόν δεν υπάρχουν. Στην πόλη περιφέρεσαι και στις τσέπες σου κουβαλάς κλειδιά.

Τόσο συχνά το πρακτικό προσπαθεί να περάσει απαρατήρητο. Και η στιγμή που θυμάσαι τα κλειδιά σου είναι κυρίως όταν δεν μπορείς να τα βρεις. Ερποντας σε αχανείς γυναικείες τσάντες, ξεχασμένα στα πιο κοινότοπα σημεία του σπιτιού, πεσμένα σε κάποιο ρείθρο της μνήμης. Το μόνο που επιβεβαιώνει την παρουσία τους είναι το απειλητικό ενδεχόμενο της απουσίας τους. Και συ περιμένεις κλειδωμένος έξω από το σπίτι, ανόητος και ημιτελής στην απρόσμενη εξέλιξη, μέσα στην παύση της δραστηριότητάς σου, χαζεύοντας, περιμένοντας. Τόση ζωή ολόγυρα και συ παλεύεις με αυτοκόλλητους κλειδαράδες, εκτεθειμένος στην -προς στιγμήν αδιαμφισβήτητη- αναγκαιότητα των κλειδιών.

Της εξώπορτας, της κυρίας εισόδου, του δωματίου. Κλειδιά του συρταριού που περιέχει όλα όσα σε έχουν ξεχάσει και όλα όσα προσπαθείς να ξεχάσεις. Κλειδιά κάτω από γλάστρες και κάτω από χαλάκια. Κλειδιά από κλειδαριές που άλλαξαν, από πόρτες που χάθηκαν, από σπίτια που κάηκαν. Μεγαλώνουν και ξανά μεγαλώνουν μέχρι να σου σκίσουν τις τσέπες, ενώ εσύ κλειδώνεις και ξεκλειδώνεις όλη σου την απώλεια. Γαλλικά κλειδιά, κλειδιά του Σολ και κλειδιά του Φα, λέξεις κλειδιά. Μπερδεύουν την κυριολεξία μας, τη μόνη απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε χρήση. Τράβα τώρα να ανοίξεις την αυλόπορτα, χρησιμοποιώντας ένα τραγούδι ή απλά την κατάλληλη λέξη και ύστερα πάλι στους κλειδαράδες, τους κλειδούχους της κάθε κυριολεξίας.

Στις τσέπες τα κλειδιά συνομιλούν με τα κέρματα. Τρίβονται σε έναν ενιαίο ήχο, διαφωνώντας για το τι σημαίνει κατοχή, ιδιοκτησία και αξία. Και καθώς στέκονται μάρτυρες της διαρκούς ανταλλαγής του χρήματος, βλέποντας γενιές ολόκληρες κερμάτων να έρχονται και να φεύγουν, τα κλειδιά περιγράφουν τη στιγμή τους ως θρίαμβο, την ύπαρξη και τη μορφή τους όμοια με αυτή των κοσμημάτων, τον χρόνο τους ως μονιμότητα, ξεκλειδώνοντας τα κουτιά της πιο αφελούς ματαιοδοξίας.

Αντικείμενα της αρχής και του τέλους της μέρας μας, ξεκλειδώνουν την είσοδό μας σε αυτή και κλειδώνουν την έξοδο. Ως προς τον χώρο, τα κλειδιά είναι συνήθως το σημείο όπου συναντιούνται η ελάχιστη προσδοκία με τη μέγιστη βεβαιότητα. Ορίζοντας τις προεκτάσεις μας, τα ενδεχόμενά μας, τις πιθανές, σχεδόν βέβαιες τοποθεσίες όπου θα συναντήσουμε τους εαυτούς μας. Και ενώ μας ανταμείβουν με τη βεβαιότητα αυτής της (έστω νοικιασμένης) ιδιοκτησίας, στην πραγματικότητα περιγράφουν το πόσο περιορισμένος είναι ο χώρος μας, το πόσος χώρος δεν μας ανήκει. Ετσι κι εμείς προσπαθούμε να βαρύνουμε τα μπρελόκ μας, να προσθέσουμε νέες μονάδες, σαν η αύξηση των κλειδιών να σημαίνει και την ταυτόχρονη αύξηση των ορίων του κόσμου μας (δεν εξηγείται άλλωστε αλλιώς το γεγονός πως κάθε μπρελόκ κουβαλά ένα σεβαστό αριθμό άχρηστων, στραβωμένων ή άγνωστων πια κλειδιών). Και τα χέρια σου ψάχνουν σε ξένες τσέπες για τα σωστά κλειδιά, όπως ψάχνουν τις δικές σου τσέπες χέρια ξένα.

Σε μια άλλη δεκαετία, ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης στάθηκε να περιγράψει τα -όπως τα ονόμασε ο ίδιος- Νέα Επαγγέλματα. Εγραψε: «“Τι κάνεις εκεί;” του λέω. “Τι να κάνω, μου λέει — ανησυχώ.” Και μού 'δειξε ένα πλήθος πόρτες κλειστές…»

Μα έχω την εντύπωση πως οι πιο ανησυχητικές πόρτες είναι οι ανοιχτές, αυτές που ανοίγουν απότομα, εχθρικά, σχεδόν σαν προσταγές, που χάσκουν σαν στόματα έτοιμα να χωνέψουν το άγνωστο. Την εποχή αυτή έχω την αίσθηση πως δεν χρειαζόμαστε κλειδιά αλλά αντικλείδια, όλο και περισσότερα αντικλείδια για μια σειρά ανοιχτές πόρτες.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Η Αμφίπολη και εγώ





Είναι εκείνο εκεί το συναίσθημα, που σε συναντά καμιά φορά σε κηδεία γνωστού, συγγενή ή φίλου ακόμα, εκείνη η στιγμή που παρά την ειλικρινή σου λύπη, τη δεδομένη σχέση σου και το βιωμένο πένθος σου αδυνατείς να κλάψεις ή έστω να βουρκώσεις. Και τότε αρχίζει. Η αμφιβολία πρώτα και ύστερα οι ενοχές απέναντι στον εαυτό σου, τους γύρω σου και κυρίως το πρόσωπο που αποχωρίζεσαι.  Οι δεύτερες σκέψεις, το ξήλωμα των βεβαιοτήτων σου. Και ύστερα μια στιγμή σιωπής, παγωμένης ψυχραιμίας και συνειδητοποίησης. Η ύπαρξή σου τεντωμένη και όρθια με μιας, κόντρα σε όλα τα άλλα. Ο καθένας λες, έχει τον δικό του τρόπο να πενθεί. Έστω στην μοναξιά του δικού του παραδείγματος.

Ας αναλογιστούμε την μοναξιά αυτή στην αντίστροφη ακριβώς περίπτωση. Την αμφιβολία μεγεθυμένη ανάμεσα σε προπόσεις, θριαμβολογίες και χειροκροτήματα, την αμηχανία ανάμεσα σε προκατασκευασμένες εκδηλώσεις και υποκριτικές ζητωκραυγές, την ήρεμη αυτή αδιαφορία που ακολουθεί την αποδοχή της αδυναμίας σου να ταυτιστείς. Πόσο μάλλον όταν ξέρεις πως αυτή η σχέση -τουλάχιστον για σένα- δεν είναι καθόλου δεδομένη, πόσο μάλλον όταν άσχετα με όσα άγαρμπα και απότομα σε δίδαξαν ξέρεις πως το μόνο που έμαθες είναι πώς το παρελθόν οικοδομείται και αυτό από το παρόν σου (και γι’ αυτό πόσα λίγα είχανε να πουν), πόσο μάλλον όταν η αμφιβολία σου ξεκινά στο σημείο που σε καλούν να βιώσεις τις δικές τους βεβαιότητες. 

Χρησιμοποιώ αυτόν τον παραλληλισμό ακριβώς γιατί νοιώθω πώς όλο αυτό το χειροκρότημα γύρω από την ανασκαφή της Αμφίπολης κρύβει από πίσω του κάτι το πένθιμο, κάτι το βουβό που προσπαθούμε να καλύψουμε με φλύαρα σάβανα, κομμένα από πολιτικάντικες ρητορείες, ραμμένα από δημοσιογραφίζουσες αφέλειες. Άλλωστε για τάφους δεν μιλάμε;

Ίσως γιατί όλα μοιάζουν με απόηχο της εποχής εκείνης που η θριαμβολογία ήταν ο μόνος τρόπος να αρθρώνεις το παρόν, της εποχής εκείνης που παρελθόν και παρόν παρελαύναν παράλληλα ζητώντας χώρο ταυτόχρονο στο ίδιο παραμύθι, κάτω από την τέντα της πιο μακάριας αισιοδοξίας, εξορίζοντας την όποια ιστορία. Ή ίσως γιατί ζήσαμε τη δεκαετία του ’90, όπου η έξαρση της δημόσια ιστορίας και της συγκεκριμένης ρητορικής, ήρθε ταυτόχρονα με την έξαρση του εθνικισμού. Ενός πρακτικού εθνικισμού, λειτουργικό  μπάλωμα ταυτότητας, συμπληρώμα παρόντος, μητιά ανάτασης (μέχρι και πατριωτισμό τον βάφτισαν μερικοί, μπας και σταματήσει να έχει αηδία γεύση και τον καταπιούμε) . Ενός εθνικισμού που τώρα θέριεψε και τις νύχτες μαχαιρώνει ανθρώπους στις γωνίες.

Και οι λέξεις βουίζουνε στα αυτιά σου, μαθαίνοντας τρόπους από τα κουνούπια του Αυγούστου: ‘’Συγκίνηση’’, ‘’παγκόσμιο ενδιαφέρον’’ ‘’διθυραμβικά σχόλια από την παγκόσμια κοινότητα’’, ‘’τουρισμός!’’, ‘’η Ελλάδα που σηκώνεται στα πόδια της’’. Η γλώσσα αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία ακόμη αποτύπωση του κοινότοπου. Του κοινότοπου και δεδομένου τρόπου με τον οποίο πρέπει να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να περιφέρουμε αυτό το κοινότοπο ''Εμείς''. Αυτό το προκατασκευασμένο, πειθαρχημένο και δεδομένο ''Εμείς''. Για τον τρόπο που πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την αισθητική, την ιστορία και τελικά τον εαυτό μας. Ας το παραδεχτούμε. Εδώ δεν μιλάμε για αρχαιολογία -και πόσο λίγοι αλήθεια μιλάνε-, δεν μιλάμε καν για ιστορία. Εδώ μιλάμε για ένα συναίσθημα και για έναν τρόπο που απευθύνεται στον καθένα μας προσωπικά.

Ιστορία δεν σημαίνει μόνο να θυμάσαι, αλλά κυρίως να ξεχνάς. Να φιλτράρεις τα γεγονότα του παρελθόντος μέσα στον χρόνο, επιτρέποντας σε ελάχιστα –αυτά που θεωρείς σημαντικά αλλά και αυτά που ταυτόχρονα θεωρείς πως συμπυκνώνουν όλα τα άλλα- να περάσουν, να παραμείνουν, να εξιστορήσουν. Να πετάς το πλήθος και να συγκρατείς την μονάδα που κυριαρχεί και το περιγράφει. Έτσι και η κυρίαρχη αφήγηση της Αμφίπολης δεν σημαίνει μόνο να θυμόμαστε κάποιο παρελθόν και κάποια ιστορία που κλείστηκαν με τιμές σε κάποιο τάφο. Σημαίνει κυρίως να ξεχνούμε. Αυτή τη φορά όμως δεν είναι το παρελθόν αυτό που μας ζητείται να ξεχάσουμε. Είναι το παρόν μας.

Γιατί όσο και να το επιθυμούν οι τρισχιλιετείς Έλληνες του Παπαρηγοπούλειου κανόνα δεν είμαστε τα αγάλματα. Όσο και να το τραγουδάει η γενιά του 30 -κυρίαρχη ακόμη- μέσα σε ποιήματα, σχήματα στοχασμών και επαναλήψεις δεν είμαστε ούτε καν τα σπασμένα αγάλματα. Είμαστε ο ακρωτηριασμός τους.










(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Μπινελίκια

«…Η ζωή τους βλαστημάει χήρα ξετσίπωτη στους δρόμους
ουρλιάζοντας καπνό και κουρνιαχτό…»
Βύρωνας Λεοντάρης, Αίνιγμα I,


Υπάρχουν λέξεις που επιταχύνουν, λέξεις που μοιάζουν να κινούνται γρηγορότερα από τις άλλες. Τουλάχιστον έτσι τις βλέπουν κάποιοι. Υπάρχουν λέξεις, λέξεις απότομες, που κάποιοι τις βλέπουν σαν τραύματα του λόγου, σαν κατάγματα της γλώσσας. Λέξεις κακές, βρισιές και μπινελίκια, λέξεις απόκληρες, ξεσκέπαστες, που από παντού μπάζουν βροχή. Λέξεις της προσβολής και της οργής, της ευκολίας και της φτήνιας. Ή μήπως είναι απλώς επιφωνήματα, που μέσα στην τριβή της τόσης χρήσης χάσανε το νόημά τους, άδειασαν από περιεχόμενο και τώρα γυρνούν απλά σαν σημεία στίξης του λόγου του προφορικού;

Θυμήσου την πρώτη φορά που έπιασες λεξικό. Αν αυτό συνέβη σε νεαρή ηλικία, όλοι μας ξέρουμε ποιες είναι οι πρώτες λέξεις που κοίταξες. Και την έκπληξη, το σχεδόν ηδονικό της ανακάλυψης, της επιστημονικής και ισότιμης αντιμετώπισης των λέξεων εκείνων, της αποκάλυψης πως και αυτές τελικά έχουν νόημα, ακρίβεια, σημασία. Μα ήταν επίσης και μια εκδίκηση, ήταν η επιστροφή της γλώσσας, της γλώσσας της πραγματικής, ενάντια σε ό,τι τυπώθηκε με κανόνα του το πρέπει, τον κανόνα μιας ακαθόριστης ηθικολογίας. Γιατί η γλώσσα είναι χειροποίητη και βγαίνει απ’ την ανάσα, όχι από βιβλία και τις εκτυπώσεις των κανόνων, αλλά από εκείνη την ανάγκη-αναπνοή του ανθρώπου να πει τον εαυτό του.

Μα δεν μπορούμε πια να είμαστε σίγουροι για ποιο πράγμα ακριβώς μιλάμε. Αλλωστε, τα στάδια και οι θέσεις που κατέλαβαν τα μπινελίκια μέσα στις τελευταίες δεκαετίες θολώσανε τη θέση τους. Παρά την όποια υποκρισία, η ζωή δεν αρέσκεται στα μπιπ και τη λογοκρισία. Η βρισιά απέκτησε ρόλο προσβολής και επίθεσης, στοιχείο απελευθερωτικό απέναντι σε παγιωμένα και αραχνιασμένα συστήματα αξιών από παλαιότερες νεανικές κουλτούρες, σημαιοφόρο της κουλτούρας του λαϊκισμού στις πεδιάδες του αυριανισμού και της φτηνής δημοσιογραφίας, δομικό στοιχείο του ηδονιστικού πουριτανισμού στην κουλτούρα του ΚΛΙΚ, του Κωστόπουλου, του Αναστασιάδη και λοιπών εκκωφαντικών κενών, στοιχείο απλής οικειότητας (όταν εκφραστούν φυσικά στο πλαίσιο ενός οικείου κύκλου). Αλλοτε λέξεις απλές, που απενοχοποιήθηκαν και τραβάνε τον δρόμο τους, και άλλοτε σημεία αποκαλυπτικά, μισαλλοδοξίας, ρατσισμού, σεξισμού και ομοφοβίας. Στοιχεία δομικά της συγκρότησης του νεοέλληνα, άρα και απόδειξη της δίκαιης τιμωρίας του από τους τόσους αριστοκράτες δημοσιολόγους μας. Κομμάτι της ποπ κουλτούρας (ας θυμηθούμε π.χ. τον καπετάνιο Χάντοκ από τα Τεν–Τεν να ανακράζει: Βασιβουζούκοι, Οστρογότθοι, βάνδαλοι, αγγουράκια. Μα τις χίλιες μπουκαπόρτες! Ας θυμηθούμε τον Ερικ Κάρτμαν σε οποιαδήποτε επεισόδιο του Σάουθ Παρκ. Και ας προσπαθήσουμε να ξεχάσουμε την ευκολία με την οποία χρησιμοποιούνται τα μπινελίκια σε ολόκληρη σχεδόν την ελληνική κωμωδία). Και ταυτόχρονα ανερυθρίαστο κομμάτι μιας σημαντικής λογοτεχνίας (ας αναφέρουμε π.χ. την πρώτη στροφή από το ποίημα «Ρέκβιεμ για έναν μαλάκα» του Γιάννη Βαρβέρη: Και για ν’ αλλάξω τόνο εδώ στα ξένα/ λέω να μιλήσω τώρα και για σένα/συνθέτοντας, καθόλου όμως για πλάκα/αυτό το ρέκβιεμ, δίχως μουσική, για έναν μαλάκα.)

Είναι σίγουρα περίεργοι καιροί. Καιροί που θα θυμόμαστε έναν πρωθυπουργό του οποίου η μόνη δήλωση με κάποια σημασία ήταν εκείνο εκεί το λυρικό «γαμώ το κεφάλι μου, μαλάκα». Καιροί που η γλώσσα της πιάτσας και της νύχτας αποτελούν κομμάτι της κοινοβουλευτικής ρητορικής, με τα υπονοούμενα, τη μαγκιά και το μάτσο ύφος να ξεχειλίζουν. Καιροί τηλεοπτικής προφορικής τεστοστερόνης.

Το θέμα μου βέβαια δεν είναι πώς θα καθαρίσουμε τη γλώσσα. Κάθε άλλο. Το θέμα είναι το πώς θα καθαρίσουμε τις βρισιές απ’ τους φορείς τους. Απ’ όλα αυτά τα ενσαρκωμένα μπινελίκια. Τους Μπέους, τα σατιρικά τραγουδάκια των Κασιδιάρηδων, τα ουρλιαχτά του Αδωνη και την ομοφοβία του Ντινόπουλου. Το πώς θα διεκδικήσουμε μια γλώσσα επιθετική (γιατί όχι και προσβλητική ακόμη), μακριά από τον ρατσισμό αλλά και την κοινοτοπία και την επανάληψη. Γιατί αν ισχύουν οι περίφημοι στίχοι του Μανώλη Αναγνωστάκη, «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις/ Να μην τις παίρνει ο άνεμος», τότε πρέπει να παραδεχτούμε πως οι λέξεις αυτές πρέπει να είναι αιχμηρές και ακονισμένες.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Παύλος Φύσσας και οι άταφοι νεκροί




«Ένα τέλος σκληρό και φωτεινό
δε μας δόθηκε
επιζήσαμε
και τώρα πια δεν είναι τρόπος
να ξεφύγουμε απ’ αυτό που
ακόμα γύρω μας πονάει
αυτό που άρχισε και πρέπει
να τελειώσει.
Μέσα απ’ το ρόγχο της γριάς χιλιετηρίδας
χυμάει ο ήλιος κραταιός
-ο νέος αγώνας.»
(Βύρων Λεοντάρης, Ανασύνδεση)


Είναι οι άταφοι νεκροί, αυτοί που η μνήμη δεν τους επιτρέπει να ησυχάσουν, αυτοί που οι γύρω συνθήκες αναπαράγουν το γεγονός του θανάτου τους ως ένα μόνιμο ενδεχόμενο για τους όμοιούς τους. Τα μνημεία δεν θα καλύψουν με ησυχία τις μορφές τους, τα τραγούδια δεν θα φράξουν την ακοή τους και η απουσία τους θα προστεθεί σαν παρουσία, δίπλα σε όλους όσοι δηλώνουν παρόντες, παρόντες ενάντια σε ό,τι σημαίνει η βίαιη απουσία. Δεν υπάρχουν νεκροί, μονάχα ξεχασμένοι. Και οι άταφοι νεκροί διαδηλώνουν δίπλα μας στοιχειώνοντας όνειρα, προσδοκίες και εφιάλτες.

Μια διαρκής υπενθύμιση

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα παραμένει μια διαρκής υπενθύμιση. Ζώσα και χαίνουσα σαν διαμπερής πληγή στο χρόνο. Καταρχήν του γεγονότος. Της μαχαιριάς στην καρδιά, του νεκρού παιδιού, του τι σημαίνει φασίστας και αντιφασίστας, του τι σημαίνει σκοτώνω στη σήμερον Ελλάδα. Και επίσης υπενθύμιση για ό,τι προηγήθηκε και ό,τι ακολούθησε. Όλων των γεγονότων που οδήγησαν στη 18η Σεπτεμβρίου του 2013. Το μαχαίρι του χρυσαυγίτη τραυμάτισε ταυτόχρονα τις κατασκευασμένες μας αυταπάτες, την ηττοπαθή μας αισιοδοξία, τις αδικαιολόγητες δικαιολογίες μας. Ήρθε στο προσκήνιο ως αποτέλεσμα, βαφτίζοντας αιτίες την κρατική ανοχή και χρήση των φασιστικών δράσεων, των πογκρόμ, της χρήσης του φασιστικού λόγου και των φασιστικών πράξεων στην κυβερνητική πολιτική, το ξέπλυμα του προσώπου του τέρατος από τα κανάλια, της εφημερίδες και τους δημοσιολόγους. Μετά τη δολοφονία όλες οι υποσημειώσεις στο φάκελο της Χρυσής Αυγής, υποσημειώσεις που τη δικαιολογούσαν και λείαιναν το σχήμα της, υποσημειώσεις που όδευαν να κατακτήσουν τελικά το κύριο σώμα του κειμένου, εξαφανίστηκαν (δεν ξεχνούμε και δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε όλα τα σενάρια και τα υπονοούμενα περί σοβαρής Χρυσής Αυγής).
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, σήμανε το τέλος όλων των ‘‘δεν ήξερα’’. Το κύμα αποκαλύψεων, (αποκαλύψεων στην πλειοψηφία τους γνωστών από πολύ πριν, αλλά φιμωμένα εδώ και χρόνια από τα κυρίαρχα μέσα) που ακολούθησε τη δολοφονία, περιέγραψε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη ναζιστική ακρίβεια της ιδεολογίας και της πρακτικής της Χρυσής Αυγής. Και εκ των υστέρων περιέγραψε τα χαρακτηριστικά εκείνου του σταθερού 10% των συμπολιτών μας με τις αυξομειώσεις του. Τις ανοχές, τις συγγένειες και τις συμπάθειές του. Για να τελειώνουμε με τα μισόλογα, τις ωραιοποιήσεις και τις επικλήσεις στην παιδεία, την άγνοια, τους πειρασμούς και λοιπές ιδεαλιστικές και μεταφυσικές υποθέσεις.

Ο μέσα εχθρός

Μήπως είναι επιτέλους καιρός να τοποθετήσουμε και μια ιστορική παράμετρο στις αναλύσεις; Εννοώ πως ακόμα και αν δεν είμαστε πρόθυμοι να πούμε πως το 10% της ελληνικής κοινωνίας είναι φασίστες, μήπως θα ήταν καλό να αναφέρουμε πως τη μέρα που ακολούθησε τον Β Παγκόσμιο ολόκληρη η στελέχωση του κρατικού μηχανισμού, στηρίχθηκε σε δωσίλογους, γερμανοτσολιάδες, συμπαθούντες και σχετιζόμενους του παλαιότερου καθεστώτος; Μήπως να παραδεχτούμε πως δεν υπήρξε ποτέ πραγματική αποχουντοποίηση του δημοσίου τομέα και κατ’ επέκταση της ελληνικής κοινωνίας; Μήπως είναι κάλο κάποια στιγμή να ερευνήσουμε το δρόμο που μας φέρνει από τους μαυραγορίτες του χθες σε ένα κομμάτι του σημερινού κεφαλαίου (θέλω να πω εκείνο το 13,7 % στο Κολωνάκι στις τελευταίες εκλογές σε βάζει σε σκέψεις όπως και να’ χει). Δεν θα ‘χε ενδιαφέρον μια και όλο και πιο συχνά κάνουμε λόγο για πολεμικές αποζημιώσεις να θέσουμε ως μέρος της συζήτησης όχι μόνο τον έξω εισβολέα, αλλά και τον μέσα εχθρό;
 Και αν με τον όποιο τρόπο αποδεχτούμε την ύπαρξη ενός κομματιού της κοινωνίας με τα χαρακτηριστικά αυτά, δεν θα είχε επίσης ενδιαφέρον να περιγράψουμε το πού αλλά ταυτόχρονα και το γιατί συμβίωνε αρμονικά σε άλλα κόμματα πριν απελευθερωθεί από τον μεγάλο σεισμό της κρίσης; Να μιλήσουμε -για λίγο έστω- για τη Νέα Δημοκρατία του Αβέρωφ και τα ανδραγαθήματα της νεολαίας του (όποιος βρει ποια σημερινά στελέχη της κυβέρνησης διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στην τότε ιδεολογία και δράση της κερδίζει μια λούτρινη κούκλα του Γιόζεφ Γκέμπελς), για το ΠΑΣΟΚ της Αυριανής, για τις παλαιότερες καταγγελίες για τις σχέσεις του κράτους με το ακροδεξιό παρακράτος;
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα σημαίνει πολλά πράγματα. Οργή, θρήνο, συνειδητοποίηση. Αλλά μαζί με αυτά σημαίνει ταυτόχρονα και πρωτίστως, ατομική ευθύνη. Μια ευθύνη που θα εμποδίσει παρόμοιες επαναλήψεις, που θα αποκαταστήσει το παρελθόν και το μέλλον και που τελικά θα δώσει ειρήνη σε όλους τους άταφους νεκρούς μας.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και η ταυτότητα ως επιβράβευση

‘‘Ο Γιάννης προσπαθεί τώρα να φυλακίσει τον άλλο Γιάννη μέσα στην εικόνα που έχει φτιάξει γι’ αυτόν. Όμως ο άλλος Γιάννης θυμώνει, αντιστέκεται, πηδάει έξω από τον πίνακα, γελάει σαρκαστικά, φωνάζοντας εγώ είμαι ο Γιάννης, άδικα παιδεύεσαι, κοίτα δεν είμαι ο Γιάννης’’
Τάκης Σινόπουλος

 Τα σύνορά μας διάτρητα από κύματα λαθρομεταναστών. Η απειλή της παράνομης μετανάστευσης. Αυτοί που έρχονται είναι επιτέλους λιγότεροι από αυτούς που φεύγουν. Και εκείνοι… δεν άντεχαν καν τη λέξη λαθρομετανάστης, όμως τους λαθρομετανάστες τους ήθελαν. Όποιος θέλει δηλαδή να μπαίνει ελεύθερα; Είναι στα καλά τους;

Κάπως έτσι επέλεξε να περιγράψει και να τοποθετηθεί στο θέμα του μεταναστευτικού στη διεθνή έκθεση της Θεσσαλονίκης ο κοσμοπολίτης και ανεξίκακος πρωθυπουργός μας, Αντώνης Σαμαράς. Τίποτα από αυτά δεν προκαλεί βέβαια εντύπωση. Άλλωστε, ο πρωθυπουργός μας είναι επικεφαλής της πιο ρατσιστικής και ξενοφοβικής κυβέρνησης που είδε αυτή η χώρα τους τελευταίους αιώνες. Ο πρωθυπουργός των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των νεκρών μεταναστών στο Αιγαίο, του ‘‘οι μετανάστες έχουν γεμίσει τα νηπιαγωγεία και οι Έλληνες δεν μπορούν να μπουν. Αυτό τέρμα’’, ο πρεσβύτερος εκατόνταρχος μιας λεγεώνας από βορίδηδες, φαήλους, μπαλτάκους και άδωνις (άκλιτο).

Οι άλλες δηλώσεις

Τις ίδιες μέρες που οι δηλώσεις αυτές σκόρπαγαν στον ουρανό της συμπρωτεύουσας (μικρή παρένθεση: θα πει επιτέλους κάποιος το πόσο ηλίθια, γελοία και απαράδεκτη ακούγεται η συγκεκριμένη λέξη;), λάμβανε χώρα το παγκόσμιο πρωτάθλημα μπάσκετ στην Ισπανία. Λίγο πολύ όλες οι πρώτες κουβέντες στις παρέες φέτος, αφορούσαν τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Τον πιτσιρικά από τη Νιγηρία, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στου Ζωγράφου, πέτυχε την υψηλότερη θέση που έχει καταφέρει έλληνας μπασκετμπολίστας στα Ντραφτ του NBA (15η), αγωνίστηκε στην πρώτη του χρονιά στους Μιλγουόκι Μπακς. Οι κουβέντες ακολουθούσαν σχεδόν πάντα την ίδια σειρά: το μέγεθος του κορμιού του, την έκταση των χεριών του, τις αλτικές του ικανότητες, τις δυνατότητες (και προσδοκίες) βελτίωσής του, την άθλια χρονιά των Μπακς στο NBA (στοιχείο θετικό για έναν πρωτοεμφανιζόμενο παίχτη, αφού οι ευκαιρίες που του δίνονται είναι περισσότερες), τα σκόρπια σχόλια στον ξένο Τύπο για το ενδεχόμενο να είναι αυτός ο επόμενος μεγάλος forward του πρωταθλήματος. Και στη συνέχεια σχόλια για το χαρακτήρα του νεαρού, για τα σχόλια των χρυσαυγιτών, για το γεγονός πως πήρε την ελληνική υπηκοότητα μετά από πιέσεις της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης, ώστε να ενταχθεί στην Εθνική Νέων.
Λίγο πριν φύγει για το NBA, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είχε προσκληθεί στο Μέγαρο Μαξίμου. Ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει:
‘‘Θέλω να σ’ ευχαριστήσω και να σου πω ότι είναι μεγάλη συγκίνηση, όλος ο ελληνικός λαός έχει δει το πόσο αγωνίστηκες από μικρό παιδί, για να βοηθήσεις τα αδέλφια σου και έχεις γίνει παράδειγμα για πολλούς. Και θέλω να σου πω με μεγάλη συγκίνηση και κάτι ακόμα: Να το βγάλω, όπως το αισθάνομαι: Εύχομαι στην Αμερική να τους τρελάνεις με τα καρφώματά σου. Να είστε καλά, να είστε δυνατοί. Και ήθελα να ξέρετε ότι για μας είναι μια μέρα χαράς που σε βλέπουμε και όλη η Ελλάδα είναι πολύ συγκινημένη μαζί σου. Ευχαριστούμε εκεί που σηκώσατε τη σημαία με τον αδελφό σου. Τους δείξατε έξω και λίγο Ελλάδα.’’

Χάσμα υποκρισίας

Η απόσταση ανάμεσα στις δύο δηλώσεις, ανοίγει ένα χάσμα υποκρισίας που φτάνει στα όρια της σχιζοφρένειας. Ας σκεφτούμε ενάντια σε τι αγωνίστηκε ο λαθρομετανάστης (τότε σύμφωνα με τον κ. Πρωθυπουργό) από μικρό παιδί. Ουσιαστικά ενάντια σε όλη την καθημερινότητα που πλάθει η μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης Σαμαρά, ενάντια σε όλο τον λόγο του μίσους που περιφέρουν στις δηλώσεις τους Λοβέρδοι, Χρυσοχοίδιδες, Δένδιες και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Ενάντια σε όλο το κρατικό λίπασμα πάνω στο οποίο φύτρωσαν τα αγκάθια της Χρυσής Αυγής.
Ακόμα περισσότερο όμως, η απόσταση ανάμεσα στις δύο δηλώσεις είναι ενδεικτική για τους όρους με τους οποίους η εξουσία αντιλαμβάνεται και διαχειρίζεται την ταυτότητα. Η ταυτότητα είναι μια επιβράβευση για τη λειτουργικότητα. Δεν είναι κατάσταση, στοιχείο ύπαρξης, δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. Είναι απλά μια μέθοδος διαχωρισμού. Ας σκεφτούμε την ταυτότητα σε αντίστροφη πορεία και πέρα από το εθνικό, στη διάσταση του φύλου, της σεξουαλικής επιλογής, της αισθητικής, ηθικής ή πολιτικής επιλογής. Εάν δεν κριθείς λειτουργικός για τα προτάγματα της συγκεκριμένης εξουσίας, γδύνεσαι από κάθε στοιχείο προσδιορισμού, κάθε ταυτότητα σου αφαιρείται και τελικά η ύπαρξη καταλήγει να ‘ναι κάτι το σχετικό. Στην Ελλάδα των τρελαμένων απ’ τα καρφώματα πρωθυπουργών, αν είσαι οροθετικός, ομοφυλόφιλος, άστεγος, αναρχικός και τόσα άλλα, η κατοικία που σου αντιστοιχεί είναι ένας ανώνυμος μη-τόπος: τα χωράφια της φράουλας, τα συρματοπλέγματα του Έβρου και ο πάτος του Αιγαίου.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Ελύτη μ’ είπες μια βραδιά (χωρίς καμιά αιτία)




«Βγάλε πια τα γαλάζια σου και δε σου πάνε
παράτα με με το Αιγαίο και τα νησιά σου
κάθισε στη γωνιά να πουλάς παλιά εικονίσματα
βίους αγωνιστών σου και το νέο μαρτυρολόγιο…
Ομως όσοι μαρτύρησαν ποτέ δε μαρτυρούν…»
Βύρωνας Λεοντάρης, Αίνιγμα I,
από τη συλλογή Ψυχοστασία



Εχει κατοχυρωθεί κάθε χρόνο η ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ να σημαίνει την έναρξη της νέας χρονιάς. Κάπως σαν μια τελετουργική σφαγή του καλοκαιριού στο σαλόνι μας, μπροστά στη γεμάτη πρωθυπουργό τηλεόραση.

Δεν θα ήθελα να γράψω για το πολιτικό περιεχόμενο του λόγου του Αντώνη Σαμαρά (άλλωστε γνωρίζουμε τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες). Μιλώ για την αισθητική του άρθρωση και για το τι αυτή σηματοδοτεί. Ωραιοποίηση και η παροχολογία, μια τρικλίζουσα δυσφορία και μια εξωστρεφής αστοχία γαρνιρισμένη με αποκρύψεις (π.χ. για τα 2 δισ. που ζητά η τρόικα). Το μεγαλύτερο βέβαια κομμάτι του λόγου καλύφτηκε από αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση. Το ενδεχόμενο των εκλογών εκφρασμένο ως απειλή άλλοτε με εικόνες αποκάλυψης (κοσμογονία αλλαγών, επιστροφή στο χάος, φλέγεται το σύμπαν), άλλοτε με κακόγουστες συγκρίσεις φρίκης (αποκεφαλισμοί, θάνατοι γυναικών και παιδιών στις γύρω χώρες). Απέναντι σε αυτό ο Αντώνης Σαμαράς αποφάσισε να αρθρώσει το ανάστημά του. Το ανάστημα ενός Καλαματιανού μάγκα, ενός επαρχιακού τσαμπουκά, ενός αυστηρού θεολόγου-γυμνασιάρχη: «είναι στα καλά τους;», «κάποιοι μίζεροι», «παίζουν τα ρέστα τους», «αυτή την αηδία». Ολο αυτό βέβαια το ευάερο και ευήλιο λεκτικό κολάζ δεν προκαλεί εντύπωση. Εχουμε συνηθίσει αυτό το είδος λόγου τόσο από τον πρωθυπουργό όσο και από τους υπουργούς του. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι η επιμονή του να στουμπώνει αυτούς τους κακοτράχαλους λόγους με ρινίσματα υψηλού πολιτισμού. Στον συγκεκριμένο λόγο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μια φράση του πρόσφατα εκλιπόντος Εμμανουήλ Κριαρά: «Να λέτε πάντα αυτό που πιστεύετε… Και να πληροφορείστε σωστά».

Ας ξεκινήσουμε υπενθυμίζοντας πως ο Αντώνης Σαμαράς στα συλλυπητήριά του χαρακτήρισε τον Κριαρά «φιλόσοφο» (φιλόλογος ήταν ο άνθρωπος). Ας θυμηθούμε τη μανία του με τον Οδυσσέα Ελύτη (ήδη από την εποχή της ΠΟΛ.ΑΝ.). Αποκορύφωμα της οποίας στάθηκε η προεκλογική εκστρατεία της Νέας Δημοκρατίας όταν ο Σαμαράς αντιμετώπισε στους λόγους και στα προεκλογικά του σποτ τον ποιητή σχεδόν ως εκπρόσωπο Τύπου του κόμματος. Μέχρι η υπεύθυνος του έργου του Ελύτη κ. Ηλιοπούλου να ζητήσει την άμεση απόσυρση των στίχων καταλήγοντας στη δήλωσή της: «Την οργή των νεκρών να φοβάστε». Ας θυμηθούμε εκείνο το καζαντζακικό «ο μέγας ανηφορίζων» (ουγκ) στην αναφορά του στον μαντιναδόρο Γιάννη Σμαραγδή. Ας θυμηθούμε επίσης το ύφος με το οποίο απαντούσε στην επιστολή του Νάνου Βαλαωρίτη (στον ενικό φυσικά) σε σχέση με τον ρατσισμό και τόσες άλλες υπέροχες στιγμές. Οι λόγοι του Αντώνη Σαμαρά αποτελούν την αισθητική αποτύπωση της λούμπεν μεγαλοαστικής τάξης. Μια πλουμιστή κουρελού ασύμβατων λέξεων, υφών και προτάσεων, μια κραυγαλέα συγκατοίκηση κακοχωνεμένης μαγκιάς και αχώνευτου πολιτισμού.

Αυτή η πρόφαση πολιτισμού την οποία ο Σαμαράς δεν χάνει ευκαιρία να επικαλεστεί, δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια παράφραση πολιτισμού. Μια επαιτεία για σοβαρότητα, σε λόγους όπου κάθε είδους σοβαρότητας (πολιτικής, ηθικής ακόμα και ρητορικής) απουσιάζει. Μισοδιαβάσματα, τσαλαβουτήματα, συγκολλήσεις γύψου, ένας ειρμός αρθρωμένος ως λόξιγκας. Με τον ίδιο τρόπο που η διακυβέρνησή του με τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, τις διαδικασίες του κατ’ επείγοντος και τις επιτάξεις είναι μια παράφραση δημοκρατίας. Ο πολιτισμός του Αντώνη Σαμαρά, με τους όρους αλλά και για τους λόγους για τους οποίους αρθρώνεται, είναι η άλλη όψη (η φυσικά λιγότερο επώδυνη) της Μανωλάδας, του Φαρμακονησίου και των βασανιστηρίων. Αρχαίοι Μακεδόνες μαζί με πνιγμένους μετανάστες, βαρύγδουποι στίχοι δίπλα σε κουτσαβάκικες απειλές, ομοιοκαταληξίες δίπλα σε γρυλίσματα όλα τους τακτοποιημένα σαν μπιμπελό στην πιο κακόγουστη βιβλιοθήκη. Μια τακτοποίηση όμοια με την τακτοποίηση που ο ίδιος φαιδρά περιγράφει για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Το μόνο λοιπόν που κατάφερε στον πολιτισμό ο κύριος πρωθυπουργός είναι να επικαιροποιήσει όσο ποτέ τον στίχο του Οδυσσέα Ελύτη: «Οταν ακούς «τάξη» ανθρώπινο κρέας μυρίζει».

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Αυτή η βλακεία, το ice bucket challenge


Κάθε τόσο ξεπηδούν φαινόμενα με την επιμονή της εμμονής, την επαναληπτικότητα του λόξιγκα, το βάρος του τίποτα.  Τάσεις που γίνονται μόδες και αργότερα υστερίες. Ανόητα τραγούδια, γελοίοι χοροί, μαζικές πράξεις βιντεοσκοπημένες από κινητά, μοιρασμένες στις οθόνες. Πράξεις βλακώδεις, που αναπαράγονται αυτάρεσκα σαν ένα τίποτα που ξορκίζει όλα τα άλλα, τα πραγματικά τίποτα. Το τίποτα δεν είναι απλά αποδεκτό, μπορεί ταυτόχρονα να είναι φιλάνθρωπο, επικερδές, να είναι μόδα και τελικά ένα τίποτα τόσο σημαντικό ώστε να εξορίζει τα οποιαδήποτε κάτι. Το Gangnam Style, το ‘‘πουλάκι τσίου’’, ο Gummy bear, το Harlem Shake και τόσες άλλες αφόρητες χαριτωμενιές. Στη γυμνότητά τους τα γεγονότα αυτά περιγράφουν μια όψη του κυρίαρχου μαζικού πολιτισμού: ένα φαινόμενο μπορεί να μην έχει το οποιοδήποτε περιεχόμενο, την οποιαδήποτε αισθητική αξία, τον οποιοδήποτε λόγο ύπαρξης. Η μαζική του αποδοχή, όμως, είναι αρκετή ώστε να γεννήσει μίμηση, η επανάληψη τροφοδοτείται από την επανάληψη, μεγεθύνοντας τον άδειο εαυτό της τρεφόμενη από τη σάρκα της. Η τελευταία από αυτούς τους ανέμπνευστους χαβαλέδες με τον τρόπο της υστερίας είναι το  ice bucket challenge.

Το γαϊτανάκι της αυτοταπείνωσης

Το Ice Bucket Challenge, γνωστό και ως ALS Ice Bucket Challenge, είναι μια δραστηριότητα που περιλαμβάνει την αναποδογύριση ενός κουβά με παγωμένο νερό στο κεφάλι κάποιου για την προώθηση της ευαισθητοποίησης της νόσου αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση (ALS) και να ενθαρρύνουν τις δωρεές για την έρευνα. Απαραίτητη φυσικά είναι η βιντεοσκόπηση του γεγονότος και η επίδειξή του στο διαδίκτυο. Το φαινόμενο ξεκίνησε στα μέσα του 2014 και άρχισε να παίρνει μαζικές διαστάσεις λόγω των μέσων ενημέρωσης και των μέσων δικτύωσης. Η ημερομηνία γέννησης του ice bucket challenge με την μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα(είτε το θέλουμε είτε όχι), υπήρξε η 15η  Ιουλίου του 2014, όταν ο παρουσιαστής του The Today Show του NBC, Matt Lauer  αυτομπουγελώθηκε μπροστά στο κοινό. Την ίδια ημέρα, άνθρωποι άρχισαν να αυτομπουγελώνονται δημοσίως για καλό σκοπό, προκαλώντας ταυτόχρονα συναδέλφους, φίλους και εχθρούς σε αυτό το κουραστικό πανηγύρι.
Αθλητές, παρουσιαστές, ηθοποιοί, πολιτικοί και επιχειρηματίες, τσαλάκωσαν την εικόνα τους ώστε να αποδείξουν πως είναι κοινοί θνητοί, γενναίοι ώστε να απαντήσουν στην πρόκληση, ευαίσθητοι ώστε να δώσουν νόημα στο μπουγέλωμά τους. Ο LeBron James, o Justin Bieber, o Matt Damon, o Mark Zuckerberg, o Bill Gates, ο Τρύφωνας Σαμαράς είναι μόνο μερικοί από τους χιλιάδες που συμμετείχαν σε αυτό το γαϊτανάκι της αυτάρεσκης αυτοταπείνωσης. Πρόσφατα η γερμανίδα πολιτικός και υποψήφια των Πρασίνων για την προεδρία της Ευρώπης, Σκα Κέλερ, συμμετείχε στο Ice Bucket Challenge, προκαλώντας τους Αλέξη Τσίπρας, Μάρτιν Σουλτς και Ούρσουλα Νονεμάχερ. Ας ελπίσουμε πως ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα δεχτεί την πρόκληση, ή έστω πως αν το πράξει δεν θα συγκρίνει το Ice Buckett Challenge, με τον αγώνα των Ζαπατίστας.

Η φιλανθρωπία ως πόζα

Δεν είμαι σίγουρος γιατί με εκνευρίζει τόσο πολύ το Ice Bucket Challenge. Ίσως λόγω της εκνευριστικής εξωστρέφειάς του, ίσως λόγω της αλλεργίας προς οποιαδήποτε άκριτη μαζική υστερία, ίσως λόγω της απόστασης ανάμεσα στην χαρά της πράξης και της αρρώστιας για την οποία υποτίθεται ότι έχει στηθεί όλη αυτή η βλακεία. Ή ίσως γιατί είμαι βέβαιος πως το αντίστροφο της σοβαροφάνειας δεν είναι η καραγκιοζιά. Μερικές πράξεις είναι καλύτερο να μένουν χωρίς νόημα όπως το μπουγέλο του σχολείου. Η ομορφιά του κάθε παιχνιδιού είναι πως το νόημά του είναι ακριβώς το ίδιο το παιχνίδι. Το να προσδίδεις νόημα σε μια πράξη μέσω της φιλανθρωπίας δεν φέρνει ως αποτέλεσμα μόνο την καταστροφή της άνευ νοήματος ανέμελης διαδικασίας. Δεν είναι απλά ψυχαναγκασμός, είναι υποκρισία. Το Ice Buckett Chalenge είναι ουσιαστικά η φιλανθρωπία ως ματαιοδοξία και πόζα. Ένας τρόπος για να διαφημίσεις το πόσο ευαίσθητος είσαι επιδεικνύοντας ταυτόχρονα το στήθος και τους κοιλιακούς σου. Ο Νάρκισσος που πνίγεται σε έναν ψηφιακό κουβά με παγάκια...

Το μόνο που είχε κάποιο νόημα μέσα σε αυτή τη μόδα του καλοκαιριού, ήταν μια παραλλαγή του Ice Buckett Challenge από την Παλαιστίνη. Θέλοντας να περιγράψουν την αντίθεση της δικής τους κατάστασης με τον ανέμελο και μπουγελωμένο δυτικό κόσμο, μια ομάδα παλαιστινίων τράβηξε ένα σύντομο βιντεάκι μέσα στα ερείπια. Θέλοντας να τονίσουν το γεγονός πως στις περισσότερες περιοχές της Παλαιστίνης μετά τους βομβαρδισμούς δεν υπάρχει νερό ή ρεύμα, ο κουβάς με τον οποίο περιλούζονταν οι συμμετέχοντες ήταν γεμάτος με χώμα. Και στην συνέχεια, με πέτρες και κομμάτια από ερείπια. Και τέλος με κόκκινη -σαν το αίμα- μπογιά. Αυτή είναι και η εικόνα του φετινού καλοκαιριού: δυο νεαροί Παλαιστίνιοι να  στέκονται λουσμένοι στο αίμα και γύρω τους ο άλλος, ο πέρα κόσμος να μπουγελώνεται αυτάρεσκα για καλό σκοπό.


(στην Εφημέριδα Εποχή)

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Το δέρμα του καλοκαιριού




(…)
Γιατί μονάχα εσύ θα μ’ άκουσες
να σε φωνάζω από τις σκληρές ακτές του μέλλοντος
με την κραυγή σπασμένη εντός μου
μονάχα εσύ θα μ’ ένιωσες
να ‘ρχομαι και να ψηλαφώ το ρίγος σου, αγέρας στις κουρτίνες
να θέλω να μαζέψω από παντού τη μυστική ανταύγεια του κορμιού σου…
Δίψασα για ήμερο νερό καταμεσί στην τυραννία της λάμψης
με κατατρώει το φως, με διαπερνούν ανεξιχνίαστα ρίγη -αχ,
λίγο πονετικό σκοτάδι, αυτό που μένει
ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα και το κορμί την ώρα του χαδιού
(…)
(Βύρων Λεοντάρης, από τη συλλογή Ανασύνδεση)



Στέκει εκεί με τα χείλη της ειπωμένα, τα μαλλιά λυτά και τον χρόνο της χειροποίητο, στο τραπέζι εκεί, ανάμεσα σε παραγγελίες, αχανή ποτήρια και βιαστικά τσιγάρα, ενώ τα καλοκαίρια περνούν μέσα απ’ τους καπνούς να συναντήσουνε το καλοκαίρι, χειρονομώντας ακίνητη μια μέσα χειραψία.  Και πιο πέρα η θάλασσα που όταν δεν σε μαθαίνει ματαιότητα σε μαθαίνει ομορφιά, ένα κορίτσι να μαζεύει από την παραλία όλα τα αφημένα βήματα, μια γριά να ξεδιαλέγει τους ίσκιους από τα σκοτάδια. Ξαπλώστρες που ενώ ο ήλιος πέφτει ξεκουράζουν για λίγο τον χυδαίο ημερήσιο εαυτό τους, ομπρέλες ακλόνητες σαν ξεθεωμένες στήσεις και κάπου στο βάθος ο αχός από μια κονσέρβα διασκέδαση να φτύνει ξόδεμα, σφηνάκια, λόξιγκα. Και έτσι προχωρά, σαν όρθια παρένθεση στο κανονικό, ενώ η ζέστη τυλίγεται πάνω της χωρίς παύση, όμοια με πουκάμισο Κενταύρου στην εξαντλητική επιμονή της, ενώ η ζωή τυλίγεται πάνω της, ήρεμα σαν αναρριχητική σιωπή. Τώρα η βοή της νύχτας που πλησιάζει γυρεύει να διώξει από πάνω της όλο το αλάτι, να το σπείρει σε άσκοπες νυχτωμένες βόλτες, παραθαλάσσιες παύσεις και ντόπια πανηγύρια που αναβλήθηκαν για χθες.

Κυνηγημένη από γάτες, σερσέγκια και ωράρια πλοίων, ακροβατεί στο πίσω μέρος του ύπνου σου, ειπωμένη, λυτή και χειροποίητη. Προστακτική όπως η πτώση, αναγκαία όπως η άρση μετά την πτώση. Είναι η ώρα αυτή που ο ορίζοντας παίζει με τα χρώματά του, μπερδεύοντας χωρίς επιστροφή, θάλασσες και ουρανούς ( να προσέχεις τα μακροβούτια σου την ώρα τούτη. Ίσως βρεθείς να ψάχνεις χταπόδια στα σύννεφα).

Είναι αργά, πολύ αργά. Οι δρόμοι αδειάζουν, τα παγκάκια απομακρύνονται το ένα από το άλλο, ένας στίχος πετά για λίγο έξω από τα νερά, λαμπυρίζοντας για λίγο το φεγγάρι, προτού βουτήξει πάλι μέσα (του Λόρκα ήτανε νομίζω: Αλλά μαθεύτηκε πως το έκτο φεγγάρι έφυγε προς τις πηγές του χειμάρρου/ και πως η θάλασσα θυμήθηκε –ξαφνικά!-/ τα ονόματα όλων των πνιγμένων). Και κείνη στέκει εκεί, ανάμεσα σε ονόματα μαγαζιών, παρέες περαστικές και φωνές μπλεγμένες στον αέρα. Ένας στίχος πετά για λίγο έξω απ’ το φεγγάρι, λαμπυρίζοντας για λίγο τα νερά, προτού βουτήξει πάλι μέσα (Αγνώστου πατρός: Γιατί τώρα το ξέρω/ πως η ζωή είναι μια σκηνή φτιαγμένη στα μέτρα σου/-δυο σπιθαμές θαύμα σου λέω-/Δυο σπιθαμές αρκετές/ Να τις ταξιδεύεις μια ζωή).
 Στέκει εκεί, ακλόνητη και ακαριαία, τόσο πολύ ο εαυτός της που παύει να είναι ο εαυτός της. Γίνεται η παύση, η στιγμή, ο χρόνος. Για λίγο όμως.

Ξάφνου η ιδιοκτήτρια του δίπλα μαγαζιού πετά ένα κουβά με απόνερα στη θάλασσα, ελάχιστα μέτρα πιο κει,  γεμίζοντας με λερές μπουρμπουλήθρες την ησυχία της νύχτας. Κραδαίνει πάνω από το κεφάλι της ένα: ‘’Ωραίο το νησί μας ε;’’, χαμογελώντας με περηφάνεια, ένα κάτι που μοιάζει με ευγένεια.

Οι κλεψύδρες του καλοκαιριού είναι γεμάτες με την πιο ψιλή άμμο. Ξέρεις, αυτή που όσο και αν προσπαθήσεις δεν φεύγει από πάνω σου με τίποτα. Ό, τι λοιπόν και αν κάνουμε είναι μάταιο. Γυρνάμε πάντα πίσω με τον χρόνο του καλοκαιριού λαθρεπιβάτη μας. Κρυμμένο στις αποσκευές, στα ρούχα και στα σώματά μας. Αν τον τινάξεις σπίτι σου θα κρυφτεί στα έπιπλά, στην μέρα σου, στον ύπνο. Ο χρόνος αυτός που είναι πιο επίμονος και από τη ζέστη. Άλλωστε το καλοκαίρι δεν υπήρξε ποτέ υπόθεση θερμοκρασίας, θερμομέτρων, υδραργύρου. Ήτανε πάντοτε, υπόθεση αμετάκλητη, της μέσα στάθμης.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)


Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Ωτoασπίδες

Η σιωπή που ακολουθεί

Οχι μόνο τ’ αθώα παράπονα,
που αναποδογυρίζουνε με μια κλωτσιά στο στήθος,
όχι μόνο οι φωνές, που τις ξαπλώνουν στις πλατείες,
όχι μόνο οι ανύποπτοι ενθουσιασμοί.
Πιο δυνατή είναι, πιότερο βαραίνει
η σιωπή που ακολουθεί,
η σιωπή των πεισμωμένων δρόμων,/
των κλειστών παραθυριών,
η σιωπή των παιδιών μπροστά/
στον πρώτο σκοτωμένο,
η σιωπή μπροστά στην ξαφνική ατιμία,
η σιωπή του δάσους,
η σιωπή του αλόγου δίπλα στο ποτάμι,
η σιωπή ανάμεσα σε δυο στόματα,/
που δεν μπορούν να φιληθούν,
κι εκείνη η «ενός λεπτού σιγή»,
που παρατείνεται και γιγαντώνεται
μες στις καρδιές, μες στους αιώνες,
η σιωπή που αποφασίζει τι είναι να μείνει, τι είναι να χαθεί.

Βύρωνας Λεοντάρης, από την ποιητική συλλογή «Ορθοστασία»



Ανάμεσα στις πιο κακοτράχαλες οδούς του ήχου, η σιωπή αναζητά συμμάχους. Απέναντι στις παιδικές κραυγές χαράς σε κάποιο πρωινό κάμπινγκ, απέναντι στα τρυπάνια της διπλανής οικοδομής την περίοδο των πανελληνίων, απέναντι στο ροχαλητό κάποιου ξεχασμένο γείτονα κάπου στην ησυχία του Δεκαπενταύγουστου. Οι ωτοασπίδες είναι μια πρόχειρη, μια φτηνή συμμαχία. Συνάπτουν πρόχειρες ανακωχές με την επιθετικότητα του ήχου. Αν η χρήση τους στεφθεί με επιτυχία αποζημιώνουν τον χρήστη για τη γελοιότητα που ένιωσε την πρώτη φορά που τις χρησιμοποίησε. Αν και η συγγένειά τους με τους φακούς επαφής είναι αυτονόητη και πανθομολογούμενη, οι σχέσεις τους δεν ήταν ποτέ οι καλύτερες. Αυτό φυσικά οφείλεται στην αντίστροφη λειτουργία τους. Ενώ οι φακοί οξύνουν την όραση, οι ωτοασπίδες εξασθενούν την ακοή. Οι μεν είναι σύμμαχοι της αίσθησης που επηρεάζουν, οι δε εχθροί της. Οι δρόμοι τους χωρίστηκαν ήδη από τη γέννησή τους και τώρα κανείς –παρ’ όλες τις επανειλημμένες προσπάθειες– δεν καταφέρνει να συμφιλιώσει τους δύο συγγενείς.

Υπάρχουν λέξεις που αν τις απομονώσεις, λάμπουν ποιητικά σαν λευκά βότσαλα στον ήλιο. Αυτάρκεις και αυτοτελείς παίρνουν άλλη σημασία. Κάπως έτσι χρησιμοποιούσε τις λέξεις στους τίτλους του ο Νίκος Καρούζος: «λευκοπλάστης», «υπνόσακος», «ανελκυστήρας».

Ας αναλογιστούμε ακολουθώντας την ίδια διαδικασία, πόσο βαρύγδουπη και ανόητη ακούγεται η λέξη μας: Ωτοασπίδες. Σαν εκδορά στην ακοή. Για ποιον λοιπόν λόγο, η λέξη που προσπαθεί να αντιπροσωπεύσει το αντικείμενο που φέρνει νηνεμία στα αυτιά μας, κινείται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση και επιτίθεται στην ακοή με το κακόγουστο παράδειγμά της; Ποιος ευθύνεται για κάτι τέτοιο; Ας διακινδυνέψουμε μια απάντηση. Ευθύνεται το αποτέλεσμα που προκαλεί η χρήση τους. Ευθύνεται η διαβρωτική αμηχανία του ανθρώπου μπροστά στη σιωπή.

Ας φορέσουμε λοιπόν τις ωτοασπίδες. Εδώ όλα είναι ήσυχα, μόνο λίγοι απόηχοι από ξεχασμένες σκέψεις. Ομοια με τους βυθούς. Οπως και εκεί το μόνο που ακούς είναι ο παλμός. Το επαναλαμβανόμενο σημείο που επιβεβαιώνει την ύπαρξη. Στα μάτια σχηματίζεται ό,τι υπάρχει έξω απ’ τον ήχο. Βρισκόμαστε εδώ στη μαλακή στιγμή, στο βαμβάκι των πραγμάτων, σε επιφάνειες χωρίς γωνίες. Τίποτα εδώ δεν πληγώνει. Και ο άνθρωπός μας μοιάζει τώρα βουλωμένος με ωτοασπίδες σαν μπουκάλι πεταμένο στον ωκεανό και μήνυμα διάσωσης στριμωγμένο μέσα του, τον βιαστικά γραμμένο εαυτό του.

Ο χρήστης μας κωπηλατεί στιγμές της ζωής του με βουλωμένα αυτιά, κοιτάζοντας τον δεμένο Οδυσσέα έκθετο στο τραγούδι των σειρήνων. Και δεν γνωρίζει πως το τραγούδι δεν ήταν ποτέ η πραγματική παγίδα τους. Ο πραγματικός πειρασμός ήτανε πάντα η σιωπή. Και τόσο ερωτεύτηκε τη σιωπή ο κωπηλάτης, που έμαθε πια να πλέει ανάμεσα στα γεγονότα χωρίς να μπορεί να τα ακούσει. Να ταξιδεύει στο σημερινό χάος φορώντας ωτοασπίδες, ανίκανος να αντιληφθεί τον πόνο, το γδάρσιμο και το μελάνιασμα παντού γύρω. Περπατά βουβός ακούγοντας μόνο τον δικό του παλμό, αναγνωρίζοντας την ύπαρξή του στον κάθε χτύπο, αδιαφορώντας για τους χτύπους γύρω.

Ας σταματήσουμε, λοιπόν, το ενοχλητικό συνήθειο να χρησιμοποιούμε ωτοασπίδες για να μην ακούμε τους γύρω ήχους. Αν είναι να τις χρησιμοποιήσουμε, ας είναι για να ακούσουμε και να βυθομετρήσουμε εκείνην εκεί που αποφασίζει, εκείνη τη μέσα σιωπή, τη σιωπή που μας μιλά για όσα συμβαίνουν γύρω.


(στηνΕφημερίδατων Συντακτών)